1. Θὰ ἔπρεπε βέβαια ἐμεῖς, συναισθανόμενοι πάντοτε τὴν ἀναξιότητά μας, νὰ σιωποῦμε καὶ νὰ ἐξομολογούμαστε στὸν Θεὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ ὅταν ὅλα στὸν καιρό τους εἶναι καλὰ· ἐπειδὴ ὅμως βλέπω τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔκτισε πάνω στὸ θεμέλιο τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν προφητῶν μὲ ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸν Χριστὸ τὸν Υἱό Του, νὰ βάλλεται, σὰν σὲ θαλάσσια φουρτούνα ποὺ ὑψώνεται μὲ ἀλλεπάλληλα κύματα, καὶ νὰ ἀνακατώνεται καὶ νὰ ἀναταράσσεται ἀπὸ τὴ βίαιη πνοὴ τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καὶ τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὑφασμένο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸν ποὺ οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀσεβῶν θέλουν μὲ αὐθάδεια νὰ κομματιάσουν, τὸν βλέπω νὰ σχίζεται, καὶ τὸ σῶμα Του, δηλαδὴ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεοπαράδοτη ἀπὸ παλιὰ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας νὰ κατακερματίζεται σὲ διάφορες δοξασίες, γι' αὐτὸ θεώρησα πὼς δὲν εἶναι σωστὸ νὰ σιωπῶ καὶ νὰ δέσω τὴ γλῶσσα μου, φέροντας στὴ σκέψη μου τὴν ἀπόφαση ποὺ ἀπειλεῖ λέγοντας: «Ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχὴ μοῦ ἐν αὐτῷ· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεώς μου ζήσεται (ἐάν κανεὶς κρύψει κάτι ἀπὸ φόβο καὶ τὸ συγκαλύψει, δὲν ἐπαναπαύεται ἡ ψυχή μου σὲ αὐτόν)» [Ἀββακ.2,4] καὶ «ἐὰν ἴδῃς τήν ῥὀμφαίαν ἐρχομένην καὶ μὴ ἀναγγεὶλῃς τῷ ἀδελφῷ σου, ἐκ σοῦ ἐκζητήσω τὸ ἂἷμα αὐτοῦ (:ἂν δεῖς τὸ φονικὸ μαχαίρι νὰ πλησιάζει καὶ δὲν εἰδοποιήσεις τὸν ἀδελφό σου, θὰ ζητήσω τὸ αἷμα τοῦ ἀπὸ σένα)»[Ιεζ. 33,8].
Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τάρασσε ἀφόρητος φόβος, ἀποφάσισα νὰ μιλήσω, χωρὶς νὰ ὑπολογίσω μπροστὰ στὴν ἀλήθεια τὸ μεγαλεῖο τῶν βασιλέων· γιατί ἄκουσα τὸν θεοπάτορα Δαβὶδ νὰ λέει: «Καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σοῦ ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ᾐσχυνόμην» (: Καὶ μιλοῦσα γιὰ τὶς μαρτυρίες καὶ τὶς ἐντολές Σου μπροστὰ σὲ βασιλιᾶδες καὶ δὲν ντρεπόμουνα ἀλλὰ μὲ κάθε παρρησία μιλοῦσα μπροστὰ σὲ αὐτούς)» [Ψάλμ.118,46] καὶ μάλιστα κεντριζόμουνα ἀπὸ αὐτὸ ἀκόμα πιὸ πολὺ νὰ μιλήσω. Γιατί εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα ὁ λόγος τοῦ βασιλιᾶ ποὺ καταδυναστεύει τοὺς ὑπηκόους, καὶ εἶναι ἀνέκαθεν λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ περιφρόνησαν τὰ βασιλικὰ διατάγματα, ὅσοι δηλαδὴ γνωρίζουν ὅτι ὁ ἐπίγειος βασιλιᾶς ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὅτι οἱ νόμοι εἶναι ἰσχυρότεροι τῶν βασιλέων.
2. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, ἀφοῦ στερέωσα στὸν λογισμό, σὰν σὲ κάποια καρίνα ἢ θεμέλιο, τὴ διαφύλαξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, μὲ τὴν ὁποία εἶναι φυσικὸ νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ σωτηρία, ἄνοιξα τὴ βαλβῖδα τοῦ λόγου καὶ σὰν ἄλογο καλὰ χαλιναγωγημένο τὸ παρακίνησα νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν ἀφετηρία. Γιατί πραγματικὰ νόμισα πὼς εἶναι πάρα πολὺ φοβερὸ ἡ Ἐκκλησία ποὺ λάμπει μὲ τόσα προτερήματα καὶ εἶναι στολισμένη μὲ τὶς θεοδίδακτες παραδόσεις τῶν εὐσεβεστάτων πατέρων νὰ ἐπιστρέφει στὰ φτωχὰ πράγματα, ἐπειδὴ φοβᾶται ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος, καί, σὰν νὰ μὴν ἔχει γνωρίσει τὸν ἀληθινὸ Θεό, νὰ παίρνει τὸν κατήφορο τῆς εἰδωλολατρίας καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὴν τελειότητα γιὰ ἀσήμαντες ἀφορμές, σὰν νὰ ἔχει ἕνα μικρὸ ψεγάδι σὲ ἕνα ὡραιότατο πρόσωπο ποὺ μὲ τὴν ἀδιόρατη παρεμβολή του καταστρέφει τὸ σύνολο τῆς ὀμορφιᾶς.
Γιατί τὸ μικρὸ δὲν εἶναι μικρό, ὅταν προξενεῖ μεγάλο κακό, ὅπως δὲν εἶναι μικρὸ ψεγάδι το νὰ ἀνατραπεῖ ἡ θεοδίδακτη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα ποὺ καταδίκασαν οἱ προηγούμενοι ὁδηγοί μας, τῶν ὁποίων εἶναι χρέος μας, ἀφοῦ ἐξετάσουμε καλὰ τὴν πολιτεία τους, νὰ μιμούμαστε τὴν πίστη τους[Εβρ.13,17: «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν».
(Να ὑπακοῦτε στοὺς πνευματικοὺς προϊσταμένους σας καὶ νὰ ὑποτάσσεστε τελείως σὲ αὐτοὺς· διότι αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν σας, καθὼς θὰ δώσουν λόγο στὸν Χριστὸ γιὰ τὶς ψυχές σας. Νὰ τοὺς ὑπακοῦτε, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνονται μὲ τὴν ὑπακοή σας, ὥστε νὰ ἐπιτελοῦν τὸ ἔργο τοὺς αὐτὸ μὲ χαρὰ καὶ ὄχι μὲ στεναγμούς. Ἄλλωστε δὲν σᾶς συμφέρει νὰ στενάζουν ἐξ αἰτίας σας οἱ πνευματικοί σας προεστοί, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θὰ σᾶς τιμωρήσει γι’ αὐτό)»].
3. Παρακαλῶ λοιπὸν θερμὰ πρῶτα τὸν παντοκράτορα Κύριο, μπροστὰ στὸν Ὁποῖο ὅλα εἶναι γυμνὰ καὶ ὁλοφάνερα, πρὸς τὸν Ὁποῖο ἀπευθύνεται ὁ λόγος μου καὶ ὁ Ὁποῖος γνωρίζει στὴν περίπτωση αὐτὴ τὴν καθαρότητα τῆς ταπεινῆς μου γνώμης καὶ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ σκοποῦ μου, νὰ μοῦ δώσει λόγο μὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματός μου, καὶ ἀφοῦ πάρει στὰ χέρια του τὰ χαλινάρια τοῦ νοῦ μου, νὰ τὸν ἀποσπάσει πρὸς τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ τραβήξω τὸν δρόμο μπροστὰ καὶ ἴσια, χωρὶς νὰ παρεκκλίνω πρὸς ἐκεῖνα ποὺ νομίζονται καλὰ ἢ ὅσα εἶναι γνωστὰ ὡς ὁλότελα ἐσφαλμένα. Ἔπειτα, παρακαλῶ ὅλον τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔθνος τὸ ἅγιο, τὸ βασίλειο ἰεράτευμα, μαζὶ μὲ τὸν καλὸ ποιμένα τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεικονίζει στὸν ἑαυτό του τὴν ἱεραρχία τοῦ Χριστοῦ, νὰ δεχθοῦν μὲ ἀγαθὴ διάθεση τὸν λόγο μου, χωρὶς νὰ δίνουν σημασία στὴν ἐλάχιστη ἀξία του, ἢ νὰ ἀναζητοῦν εὐστροφία λόγων, γιατί σὲ αὐτὰ δὲν εἶμαι εἰδήμων ὁ φτωχὸς ἐγώ, ἀλλὰ νὰ ζητοῦν τὴ δύναμη τῶν νοημάτων. «Οὐ γὰρ ἐν λὸγῳ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει(:διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν στερεώνεται στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν μὲ εὐγλωττία, ἀλλὰ μὲ θεία δύναμη ποὺ ἑλκύει καὶ οἰκοδομεῖ τὶς καρδιὲς στὸν Χριστό)» [Α΄Κορ. 4,20])· ἄλλωστε σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ νικήσω, ἀλλὰ νὰ ἁπλώσω χέρι στὴν ἀλήθεια ποὺ πολεμεῖται, χέρι δυνάμεως ποὺ τὸ ἁπλώνει ἡ ἀγαθὴ διάθεση. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπικαλέστηκα ὡς βοηθὸ τὴν Ἐνυπόστατη ἀλήθεια, θὰ ἀρχίσω ἀπὸ ἐδῶ τὸν λόγο μου.
4. Γνωρίζω ἐκεῖνον ποὺ ἀδιάψευστα εἶπε: «Κύριος ὁ Θὲὸς ἡμῶν Κύριος ἔἷς ἐστι· (:Κύριος ὁ Θεός μας εἶναι ὁ ἕνας καὶ μόνος Κύριος)»[ Δεύτ. 6,4] καὶ «Κύριον τὸν Θεὸν σοῦ φοβηθὴσῃ καὶ αὐτῷ μὸνῳ λατρεύσεις (:Κύριο τὸν Θεό σου θὰ εὐλαβεῖσαι καὶ Αὐτὸν μόνο θὰ λατρεύσεις)»[Δευτ.6,13] καὶ «οὐκ ἔσονταί σοὶ θεοὶ ἕτεροι»(:δεν θὰ ὑπάρχουν γιὰ σένα ἄλλοι θεοί)»[Δευτ. 5,7] καὶ «οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ πὰντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς(:δεν θὰ κατασκευάσεις κανένα γλυπτὸ ὁμοίωμα, ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ κάτω στὴ γῆ)»[Δευτ.5,8] καὶ «αἰσχυνθήτωσαν πάντες οἱ προσκυνοῦντες τοῖς γλυπτοῖς(: ἂς καταισχυνθοῦν ὅλοι ὅσοι προσκυνοῦν τὰ γλυπτὰ εἴδωλα)»[Ψαλμ.96,7] καὶ «θεοί, ὁἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν(: θεοί, οἱ ὁποῖοι δὲν δημιούργησαν καὶ δὲν κατασκεύασαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, νὰ χαθοῦν)»[Ιερ.10,11] καὶ ὅλα ὅσα κατὰ ἀντίστοιχο τρόπο ὁ Θεὸς ἀφοῦ μίλησε στοὺς πατέρες μας μέσῳ τῶν προφητῶν, κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες μίλησε μὲ μᾶς μέσῳ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του, μὲ τὸν Ὁποῖο δημιούργησε τὸ σύμπαν[ πρβ. Ἐβρ.1,1-2 :«Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θὲὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ, ὃν ἔθηκε κληρονόμον πάντων, δι' ὃὗ καὶ τὸὺς αἰῶνας ἐποίησεν (:Πολλὲς φορὲς καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους στὰ παλαιότερα χρόνια τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς μίλησε ὁ Θεὸς στοὺς προγόνους μας μὲ τὸ στόμα τῶν προφητῶν. Σ’ αὐτοὺς ὅμως ἐδῶ τοὺς ἔσχατους καιρούς, ποὺ τελείωσε ἡ ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μᾶς μίλησε διαμέσου τοῦ Υἱοῦ Του, τὸν Ὁποῖο κατέστησε κληρονόμο καὶ κύριο ὅλων τῶν κτισμάτων. Μέσῳ Αὐτοῦ ὁ Θεὸς δημιούργησε καὶ ὅλα ὅσα ἔγιναν μέσα στὸν χρόνο)»]. Γνωρίζω ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Αὕτη δὲ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θέὸν, καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν (:Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὸ νὰ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι συνεχῶς ὅλο καὶ περισσότερο Ἐσένα, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Ὁποῖο ἀπέστειλες στὸν κόσμο, ἔχοντας ζωντανὴ ἐπικοινωνία μὲ σένα καὶ ἀπολαμβάνοντας τὶς ἄπειρες τελειότητές Σου)»[Ιω.17,3]. Πιστεύω σὲ ἕνα Θεό, μιὰ ἀρχὴ τῶν ὅλων, ἄναρχο, ἄκτιστο, ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο, αἰώνιοι καὶ ἀΐδιο, ἀκατάληπτο, ἀσώματο, ἀόρατο, ἀπερίγραπτο, ἀσχημάτιστο, μιὰ οὐσία ὑπερουσία, ὑπέρθεη θεότητα, σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, σὲ Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, καὶ Αὐτὸν μόνο λατρεύω καὶ σὲ Αὐτὸν μόνο προσφέρω τὴ λατρευτικὴ προσκύνηση. Ἕνα Θεὸ προσκυνῶ, μία θεότητα, ἀλλὰ λατρεύω καὶ τρεῖς ὑποστάσεις, Θεὸ Πατέρα καὶ Θεὸ Υἱὸ σαρκωμένο καὶ Θεὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἕναν Θεό.
Δὲν προσκυνῶ τὴν κτίση ἀντὶ γιὰ τὸν Κτίστη, ἀλλὰ προσκυνῶ τὸν Κτίστη ποὺ κτίσθηκε κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ κατέβηκε στὴν κτίση χωρὶς νὰ μειωθεῖ καὶ νὰ ἀλλοιωθεῖ, γιὰ νὰ δοξάσει τὴ δική μου φύση καὶ νὰ μὲ κάνει κοινωνὸ τῆς θείας φύσεως[πρβ. Β΄Πέτρ. 1,4: «δι᾿ ὧν τὰ τίμια ἡμῖν καὶ μέγιστα ἐπαγγέλματα δεδώρηται, ἵνα διὰ τούτων γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως ἀποφυγόντες τῆς ἐν κὸσμῳ ἐν ἐπιθυμὶᾳ φθορᾶς(: μὲ τὴν ἔνδοξη τελειότητά Του μᾶς ἔχει χαρίσει τὶς πιὸ πολύτιμες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις, γιὰ νὰ γίνετε κι ἐσεῖς, καθὼς θὰ παρακινεῖστε καὶ θὰ ἐνισχύεστε ἀπὸ αὐτές, μέτοχοι τῆς θείας φύσεως. Νὰ γίνετε δηλαδὴ ἅγιοι καὶ μέτοχοι τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀπαλλαγεῖτε ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ κάθε ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία)»]. Μαζὶ μὲ τὸν βασιλιᾶ καὶ Θεό, προσκυνῶ καὶ τὴν ἁλουργίδα τοῦ σώματος[:ολομέταξο πορφυρὸ βασιλικὸ ἔνδυμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἐδῶ ὁ ἱερὸς πατὴρ παρομοιάζει τὸ ἀνθρώπινο πρόσλημμα τοῦ Υἱοῦ], ὄχι σὰν ἔνδυμα, οὔτε σὰν τέταρτο πρόσωπο -μακριὰ μιὰ τέτοια βλασφημία-, ἀλλὰ ὡς ὀμόθεη ποὺ διετέλεσε καὶ ἔγινε, ὅπως καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο ποὺ τὴν ἔχρισε, ἀμετάβλητη. Γιατί δὲν ἔγινε θεότητα ἡ φύση τῆς σάρκας, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα χωρὶς νὰ ὑποστεῖ τροποποίηση καὶ παρέμεινε ὅ,τι ἦταν καὶ πρίν, ἔτσι καὶ ἡ σάρκα ἔγινε Λόγος, χωρὶς νὰ χάσει αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ εἶναι, ταυτιζόμενη βέβαια μὲ τὸν Λόγο κατὰ τὴν ὑπόσταση. Γι΄αυτό παίρνω τὸ θάρρος καὶ εἰκονίζω τὸν ἀόρατο Θεό, ὄχι ὡς ἀόρατο, ἀλλὰ ὡς ὁρατὸ ποὺ ἔγινε γιὰ μᾶς προσλαμβάνοντας σάρκα καὶ αἷμα. Δὲν εἰκονίζω τὴν ἀόρατη θεότητα, ἀλλὰ εἰκονίζω τὴ σάρκα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ὁρατή. Γιατί, ἂν εἶναι ἀδύνατο νὰ εἰκονίσεις τὴν ψυχή, πόσο μᾶλλον τὸν Θεὸ ποὺ ἔδωσε στὴν ψυχὴ τὴν ἄϋλη ἰδιότητα;
5. Ἀλλὰ λένε: «Εἶπε ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ νομοθέτη Μωυσῆ: "Κύριον τὸν Θεὸν σοῦ φοβηθὴσῃ καὶ αὐτῷ μὸνῳ λατρεύσεις (:Τὸν Κύριο τὸν Θεό σου νὰ προσκυνᾶς καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ λατρεύεις)"[Δευτ.6,13] καὶ "οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ πὰντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς»(:να μὴν κατασκευάσεις κανένα εἴδωλο γιὰ νὰ τὸ λατρεύεις, οὔτε ὁμοίωμα κανενὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ὑπάρχουν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ κάτω στὴ γῆ καὶ μέσα στὰ νερά, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς)"» [Δεύτ.5,8].
Ἀδελφοί, πραγματικὰ πλανῶνται ὅσοι δὲν γνωρίζουν τὶς Γραφές, ὅτι δηλαδὴ «τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ(:ο γραπτὸς νόμος, ἐπειδὴ δὲν δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐνίσχυση καὶ τὴν ἐφαρμογή του, ὁδηγεῖ στὸν πνευματικὸ θάνατο. Τὸ πνεῦμα ὅμως τῆς Καινῆς Διαθήκης, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν ἐνίσχυση ποὺ μεταδίδει στοὺς πιστούς, τοὺς δίνει ζωή)»[Β΄Κορ.3,6], ὅσοι δὲν ἐρευνοῦν τὸ πνεῦμα ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὸ γράμμα. Πρὸς αὐτοὺς θὰ ἄξιζε νὰ πῶ: «Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς δίδαξε αὐτό, ἂς σᾶς διδάξει καὶ τὸ ἑπόμενο. Μάθε λοιπὸν ὅτι κάπως ἔτσι τὰ ἑρμηνεύει ὁ νομοθέτης στὸ Δευτερονόμιο, λέγοντας: «καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐκ μέσου τοῦ πῦρὸς· φώνὴν ῥἠμάτων, ἣν ὑμεῖς ἠκούσατε, καὶ ὁμοίωμα οὐκ εἴδετε, ἀλλ᾿ ἢ φωνήν(: καὶ μίλησε ἐκεῖ ὁ Κύριος πρὸς ἐσᾶς μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ μὲ λόγια ἀνθρώπου, ποὺ τὰ ἀκούσατε οἱ ἴδιοι. Δὲν εἴδατε ὅμως καμία μορφή, ἀλλὰ μόνο φωνὴ ἀκούσατε)»[Δευτ.4,12] Καὶ λίγο παρακάτω: «καὶ φυλάξεσθε σφόδρα τὰς ψὺχὰς ὑμῶν, ὅτι οὐκ εἴδετε ὁμοίωμα ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν Χὼρὴβ ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς μὴ ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε ὑμῖν ἑαυτοῖς γλὺπτὸν ὁμοίωμα πᾶσαν εἰκόνα ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ, ὁμοίωμα πὰντὸς κτήνους τῶν ὄντων ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίωμα πὰντὸς ὀρνέου πτερωτοῦ(: καὶ νὰ προσέξετε πολὺ τοὺς ἑαυτούς σας, διότι δὲν εἴδατε καμία μορφὴ εἰδώλου τὴν ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία μίλησε πρὸς ἐσᾶς ὁ Κύριος στὸ ὅρος Χωρήβ, μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ. Νὰ μὴν παρανομήσετε καὶ κάνετε γιὰ τοὺς ἑαυτούς σας εἴδωλο γλυπτό, κάθε εἴδους εἰκόνα ποὺ νὰ ἔχει μορφὴ ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ, ἢ μορφὴ κάθε ζώου ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν στὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἢ μορφὴ κάθε πτηνοῦ, ποὺ ἔχει φτερὰ καὶ πετᾶ κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ)» Δεύτ.4,15-17] καὶ τὰ λοιπά, καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικά: «καὶ μὴ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἰδὼν τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ τὸὺς ἀστέρας καὶ πάντα τὸν κόσμον τοῦ οὐρανοῦ, πλανηθεὶς προσκυνὴσῃς αὐτοῖς καὶ λατρεὺσῃς αὐτοῖς(:και πρόσεξε ὥστε, ὅταν σηκώσεις τὰ βλέμματά σου πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ δεῖς τὸν ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἄστρα καὶ ὅλον τὸν στολισμὸ τοῦ οὐρανοῦ, νὰ μὴν πλανηθεὶς ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τους καὶ προσκυνήσεις καὶ λατρεύσεις σὰν θεοὺς αὐτά)» [Δεύτ.4,19].
6. Βλέπεις πὼς ἕνας εἶναι ὁ σκοπός, νὰ μὴ λατρεύουν τὴν κτίση ἀντὶ γιὰ τὸν Κτίστη, οὔτε νὰ τῆς προσφέρουν λατρευτικὴ προσκύνηση, παρὰ μόνο στὸν Δημιουργό. Γι΄αυτό παντοῦ συνδυάζει τὴ λατρεία μὲ τὴν προσκύνηση. Λέει λοιπὸν πάλι: «Οὐκ ἔσονταί σοὶ θεοὶ ἕτεροι πρὸ προσώπου μου, οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ πὰντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς, οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεὺσῃς αὐτοῖς, ὅτι ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου(:Δεν θὰ ἔχεις ἄλλους θεούς, γιὰ νὰ τοὺς λατρεύεις ἐμπρός μου. Δὲν θὰ κατασκευάσεις εἴδωλο, γιὰ νὰ τὸ λατρεύεις, οὔτε ὁμοίωμα κανενὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ὑπάρχουν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ κάτω στὴ γῆ καὶ μέσα στὰ νερά, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Δὲν θὰ προσκυνήσεις καὶ δὲν θὰ λατρεύσεις αὐτὰ τὰ εἴδωλα καὶ ὁμοιώματα, διότι Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σου)»[Δευτ.5,7-9]· καὶ πάλι: «Τοὺς βωμοὺς αὐτῶν καθελεῖτε καὶ τὰς στήλας αὐτῶν συντρίψετε καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν ἐκκόψετε, καὶ τὰ γλὺπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατακαύσετε ἐν πυρὶ·οὐ γὰρ μὴ προσκυνήσητε θεοῖς ἑτέροις(: τοὺς βωμούς, ὅπου θυσιάζουν αὐτοὶ στοὺς θεούς τους, θὰ τοὺς γκρεμίσετε, καὶ τὶς στῆλες ποὺ τὶς ἔχουν σὰν σύμβολα τῶν θεῶν τους, θὰ τὶς συντρίψετε καὶ τὰ μικρὰ δάση, ὅπου λατρεύουν τοὺς θεούς τους, θὰ τὰ κόψετε τελείως καὶ τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν τους θὰ τὰ κατακαύσετε στὸ πῦρ. Διότι δὲν πρέπει νὰ προσκυνήσετε θεοὺς ἄλλους)»[Έξ.34, 13-14]. Καὶ λίγο παρακάτω: «καὶ θεοὺς χωνευτοὺς οὐ ποιήσεις σεαυτῷ(:και δὲν θὰ φτιάξεις θεοὺς σὲ χυτήρια, εἴδωλα δηλαδὴ γιὰ νὰ τὰ ἔχεις καὶ νὰ τὰ λατρεύεις)»[Έξ.34,17].
7. Βλέπεις ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς εἰδωλολατρίας ἀπαγορεύει τὴν εἰκονογραφία καὶ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ εἰκονίζεται ὁ ἄποσος καὶ ἀπερίγραπτος καὶ ἀόρατος Θεός. «Οὔτε φὼνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε(: οὔτε τὴ φωνή Του ἔχετε ἀκούσει ποτὲ ἕως τώρα, οὔτε τὴ μορφή Του ἔχετε δεῖ˙ διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος καὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνεται κανεὶς μὲ τὶς σωματικές του αἰσθήσεις)» [Ἰω.5,37], ὅπως εἶπε καὶ ὁ Παῦλος ὅταν στάθηκε στὴ μέση τοῦ Ἀρείου Πάγου: «Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρὺσῷ ἢ ἀργὺρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον»(:Αφού λοιπὸν εἴμαστε γενιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ’ αὐτὸν ἀποκτήσαμε ζωντανὴ καὶ πνευματικὴ φύση, δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε ὅτι ἡ θεότητα εἶναι κάτι ποὺ μοιάζει μὲ τὰ ἄψυχα καὶ τὰ νεκρὰ ἀντικείμενα˙ μὲ τὸ χρυσάφι δηλαδὴ ἢ τὸ ἀσήμι ἢ τὸ μάρμαρο, ποὺ ἔχουν χαραχθεῖ καὶ πελεκηθεῖ ἀπὸ τὴ γλυπτικὴ τέχνη καὶ τὴν καλλιτεχνικὴ φαντασία καὶ ἐπινόηση τοῦ ἀνθρώπου σὲ μαρμάρινα ἢ ἀσημένια ἢ χρυσᾶ ἀγάλματα καὶ εἴδωλα. Ὄχι.)»[Πράξ.17,29].
8. Ἑπομένως, αὐτὰ εἶχαν νομοθετηθεῖ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εὔκολα γλιστροῦσαν πρὸς τὴν εἰδωλολατρία· ἐμεῖς ὅμως, γιὰ νὰ μιλήσουμε θεολογικά, στοὺς ὁποίους δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ ἀποφύγουμε τὴν πλάνη τῆς δεισιδαιμονίας καὶ νὰ πλησιάσουμε καθαρὰ τὸν Θεό, νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ λατρεύουμε μόνο τὸν Θεό, νὰ ἀποκτήσουμε τὴν τελειότητα τῆς θεογνωσίας καί, ἀφοῦ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴ νηπιακὴ κατάσταση, νὰ φτάσουμε νὰ γίνουμε τέλειοι ἄνδρες [πρβ.Εφ.4,13:«μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ(: μέχρι νὰ φθάσουμε νὰ ἔχουμε ὅλοι μία καὶ τὴν ἴδια ἀληθινὴ πίστη καὶ τέλεια γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προοδεύσουμε πνευματικά, ἕως ὅτου γίνουμε ἕνας τέλειος ἄνθρωπος˙ καὶ ν’ ἀποκτήσουμε τὸ μέτρο τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος καὶ τελειότητος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ νὰ ἔχουμε πλήρεις τὶς δωρεὲς καὶ τὴν πνευματικὴ τελειότητά Του)»], δὲν βρισκόμαστε πιὰ κάτω ἀπὸ τὴν κηδεμονία παιδαγωγοῦ[ πρβ. Γάλ.3,25: «ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγὸν ἐσμεν(: ὅταν λοιπὸν ἦλθε ἡ νέα κατάσταση, στὴν ὁποία ἰσχύει ἡ πίστη, δὲν εἴμαστε πλέον κάτω ἀπὸ τὴν παιδαγωγία τοῦ νόμου)»],αφού πήραμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ διακριτικὴ ἱκανότητα καὶ γνωρίζουμε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ εἰκονίζεται καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ μὲ εἰκόνα. Γιατί λέει: «οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε(: οὔτε τὴ μορφή Του ἔχετε δεῖ˙ διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος καὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνεται κανεὶς μὲ τὶς σωματικές του αἰσθήσεις)»[Ιω.5,37]. Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ σοφία τοῦ νομοθέτη! Πῶς νὰ εἰκονιστεῖ τὸ ἀόρατο; Πῶς νὰ παρασταθεῖ τὸ ἀπερίγραπτο; Πῶς νὰ ζωγραφιστεῖ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει ποσότητα, ὄγκο καὶ ὅρια; Πῶς νὰ ἀποδοθεῖ ὁ χαρακτῆρας Αὐτοῦ ποὺ δὲν ἔχει μορφή; Πῶς νὰ παρασταθεῖ μὲ χρώματα τὸ ἀσώματο;
Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτεται μὲ αἰνιγματικὸ τρόπο; Εἶναι φανερὸ πὼς λέει: Ὅταν βλέπεις ὁ ἀσώματος νὰ γίνεται ἄνθρωπος γιὰ σένα, τότε μπορεῖς νὰ κάνεις τὴν εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης μορφῆς· ὅταν ὁ Ἀόρατος γίνεται Ὁρατὸς κατὰ τὴ σάρκα, τότε νὰ ἀπεικονίσεις τὸ ὁμοίωμα Αὐτοῦ ποὺ φανερώθηκε· ὅταν ὁ ἀσώματος καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἄποσος καὶ ἄπειρος καὶ πέρα ἀπὸ κάθε μέγεθος μὲ τὴν ὑπεροχὴ τῆς φύσεώς Του, Αὐτὸς πού, «ὃς ἐν μὸρφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θέῷ(:ο Ἰησοῦς Χριστὸς δηλαδή, ἂν καὶ εἶχε τὴν ἴδια οὐσία καὶ φύση μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ὡς ἀπαράλλακτη καὶ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶχε τὴ μορφὴ καὶ τὴ φύση τοῦ Θεοῦ, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς. Διότι ἐὰν ἦταν ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ τὸ ἀποθέσει, ἀπὸ φόβο μήπως τὸ χάσει)»[Φιλ.2,6], παίρνοντας μορφὴ δούλου, μὲ αὐτὴν τὴ μορφὴ περιορίζεται σὲ ὅρια ποσοῦ καὶ μέτρου καὶ ἀποκτᾶ χαρακτηριστικὰ σώματος, τότε σχεδίαζέ Τὸν σὲ πίνακες καὶ βάλε Τὸν νὰ Τὸν βλέπουν, Αὐτὸν ποὺ καταδέχτηκε νὰ γίνει ὁρατός. Ζωγράφιζε τὴν ἀνέκφραστη συγκατάβασή Του, τὴ γέννησή Του ἀπὸ τὴν Παρθένο, τὴ βάπτισή Του στὸν Ἰορδάνη, τὴ μεταμόρφωσή Του στὸ Θαβώρ, τὰ πάθη Του ποὺ παρέχουν ἀπάθεια, τὰ θαύματα, τὰ σύμβολα τῆς θείας φύσεώς Του, τὰ ὁποῖα πραγματοποιοῦνται μὲ θεϊκὴ ἐνέργεια μέσα ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς σάρκας, τὸν σωτήριο σταυρό, τὴν ταφή, τὴν ἀνάσταση, τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανούς. Ὅλα νὰ τὰ ἱστορεῖς μὲ λόγο καὶ μὲ χρώματα.
Μὴν φοβᾶσαι, μὴν διστάζεις˙ γνωρίζω τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ μιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κάποτε ὁ Ἀβραὰμ προσκύνησε τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἐμμώρ, ὅταν ἀγόρασε τὴ διπλῆ σπηλιὰ γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσει ὡς τάφο, ἄνδρες ἀσεβεῖς ποὺ εἶχαν ἄγνοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ [βλ. Γέν.23,7-12: «ἀναστὰς δὲ ῾Ἄβραὰμ προσεκύνησε τῷ λὰῷ τῆς γῆς, τοῖς υἱοῖς τοῦ Χέτ, καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς ῾Ἄβραὰμ λέγων· εἰ ἔχετε τῇ ψὺχῇ ὑμῶν, ὥστε θάψαι τὸν νὲκρόν μοῦ ἀπὸ πρόσώπου μου, ἀκούσατέ μου καὶ λὰλήσατε πὲρὶ ἐμοῦ ᾿Ἔφρὼν τῷ τοῦ Σάάρ, καὶ δότω μοὶ τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὃ ἐστιν αὐτῷ, τὸ ὂν ἐν μέρει τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ· ἀργυρίου τοῦ ἀξίου δότω μοὶ αὐτὸ ἐν ὑμῖν εἰς κτῆσιν μνημείου. ᾿Ἔφρὼν δὲ ἐκάθητο ἐν μέσῳ τῶν υἱῶν Χέτ· ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ἔφρὼν ὁ Χετταῖος πρὸς ῾Ἄβραὰμ εἶπεν, ἀκουόντων τῶν υἱῶν Χὲτ καὶ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὴν πόλιν πάντων, λέγων· παρ᾿ ἐμοὶ γενοῦ, κύριε, καὶ ἄκουσόν μου· τὸν ἀγρὸν καὶ τὸ σπήλαιον τὸ ἐν αὐτῷ σὸὶ δίδωμι· ἐναντίον πάντων τῶν πολιτῶν μοῦ δέδωκά σοι· θάψον τὸν νέκρόν σου· καὶ προσεκύνησεν ῾Ἄβραὰμ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῆς γῆς (: ὅταν ὁ Ἀβραὰμ εἶδε τὴν προθυμία τους, σηκώθηκε καὶ μὲ ἕνα ἐδαφιαῖο προσκύνημα χαιρέτισε μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ τὸν λαό της Χαναάν, τοὺς Χετταίους. Κατόπιν τοὺς μίλησε καὶ τοὺς εἶπε: "Ἀφοῦ ἔχετε πράγματι τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ μοῦ δώσετε τὴν ἄδεια νὰ θάψω τὴ νεκρὴ σύζυγό μου, τότε σᾶς παρακαλῶ ἀκοῦστε μὲ καὶ μεσιτεύσετε γιὰ λογαριασμό μου στὸν Ἐφρῶν, τὸν γιὸ τοῦ Σαὰρ καὶ ζητῆστε ἀπὸ αὐτὸν νὰ μοῦ πουλήσει τὸ διπλὸ σπήλαιο, τὸ ὁποῖο εἶναι στὴν ἄκρη τοῦ χωραφιοῦ του. Ζητῆστε ἀπὸ τὸν Ἐφρῶν νὰ μοῦ τὸ πουλήσει στὴν πλήρη ἀξία του, τώρα, μπροστά σας, γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσω ὡς δικό μου καὶ γιὰ νὰ τὸ κατέχω ὡς ἰδιόκτητο τάφο". Ὁ Ἐφρῶν, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀβραὰμ ζητοῦσε νὰ ἀγοράσει τὸ σπήλαιο, βρισκόταν στὴ συνάθροιση ἐκείνη τῶν Χετταίων. Ὅταν λοιπὸν ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ ἀποκρίθηκε μπροστὰ σὲ ὅλους τοὺς Χετταίους ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως, καὶ σὲ ὅλους ὅσοι ἔμπαιναν στὴν πόλη καὶ τοῦ εἶπε: "Μάλιστα, κύριε· ἔλα κοντά μου καὶ ἄκουσέ με σε ὅσα θὰ σοῦ πῶ· τὸ χωράφι μου καὶ τὸ σπήλαιο ποὺ ὑπάρχει σὲ αὐτό, τὸ δίνω σὲ σένα· νά, σοῦ τὰ ἔδωσα ὡς δικά σου παρουσία ὅλων τῶν συμπολιτῶν μου· δέξου τα λοιπὸν καὶ θάψε μὲ ὅλη τὴν ἐλευθερία τὸν νεκρό σου". Καὶ τότε ὁ Ἀβραὰμ μὲ ἐδαφιαῖο προσκύνημα χαιρέτησε μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ τὸν λαό της Χαναάν, τοὺς Χετταίους)» καὶ Πράξ.7,16: «καὶ μετετέθησαν εἰς Σὺμὲχ καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ μνήματι ᾧ ὠνήσατο Ἀβρὰὰμ τιμῆς ἀργυρίου παρὰ τῶν υἱῶν Ἐμμὸρ τοῦ Συχέμ(:Αργότερα τὰ ὀστᾶ τους μεταφέρθηκαν στὴ Συχὲμ καὶ τοποθετήθηκαν στὸ μνῆμα ποὺ εἶχε ἀγοράσει ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Ἐμμόρ, ὁ ὁποῖος ἔμενε στὴ Συχέμ, πληρώνοντας τὸ ἀντίτιμο σὲ ἀσημένια νομίσματα)»].
Ὁ Ἰακὼβ ἐπίσης προσκύνησε τὸν ἀδελφό του Ἠσαύ [Γέν.33,3: «Αὐτὸς δὲ προῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῶν καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν ἑπτάκις ἕως τοῦ ἐγγίσαι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ(:ο ἴδιος ὁ Ἰακὼβ προχώρησε καὶ μπῆκε μπροστὰ ἀπὸ ὅλους ὥστε ὁ πρῶτος, ποὺ θὰ συναντοῦσε ὁ Ἠσαύ, νὰ εἶναι αὐτὸς· ἔτσι θὰ ἀντιμετώπιζε τὸν κίνδυνο πρῶτος ὁ Ἰακώβ. Μόλις ὁ Ἠσαὺ πλησίασε, ὁ Ἰακὼβ προχώρησε πρὸς αὐτὸν ταπεινὰ καὶ μέχρις ὅτου φτάσει κοντὰ τοῦ, τὸν προσκύνησε ὡς μεγαλύτερο ἀδερφὸ τοῦ μὲ γονάτισμα καὶ σκύψιμο βαθὺ ἕως τὴ γῆ ἑπτὰ φορὲς)»] καὶ τὸν Φαραώ], ἄνδρα Αἰγύπτιο [Γέν.47,7: «εἰσήγαγε δὲ Ἰὤσὴφ Ἰἀκὼβ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐναντίον Φαραώ, καὶ ηὐλόγησεν Ἰἀκὼβ τὸν Φαραώ.(: καὶ ἔφερε ὁ Ἰωσὴφ τὸν πατέρα του τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν παρουσίασε στὸν Φαραὼ καὶ ὁ Ἰακὼβ εὐλόγησε τὸν Φαραώ)», ἀλλὰ προσκύνησε ἀκόμα καὶ τὴν ἄκρη τοῦ μπαστουνιοῦ τοῦ Ἰωσήφ[Γέν.47,31: «εἶπε δὲ· ὄμοσόν μοί. καὶ ὤμοσεν αὐτῷ. καὶ προσεκύνησεν Ἰσρὰὴλ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥἄβδου αὐτοῦ(:ο Ἰακὼβ ὅμως ἐπέμεινε καὶ τοῦ εἶπε: "Ὁρκίσου μου ὅτι θὰ τὸ κάνεις". Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁρκίστηκε στὸν πατέρα του. Τότε ὁ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ πίστεψε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ βοηθοῦσε, ὥστε νὰ μεταφερθεῖ ἡ σορός του στὴν Χαναὰν γιὰ νὰ ταφεῖ ἐκεῖ, ἔσκυψε καὶ προσκύνησε τὸν Θεό, ἀφοῦ ἀκούμπησε τὴν κεφαλή του στὴν ἄκρη τοῦ ραβδιοῦ του, στὸ ὁποῖο στηριζόταν λόγῳ τῆς γεροντικῆς ἀδυναμίας του. Μὲ τὴν προσκύνηση αὐτὴ ἐξέφραζε τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Θεὸ)» καὶ Ἐβρ.7,21: «ὁ δὲ μετὰ ὁρκωμοσίας διὰ τοῦ λέγοντος πρὸς αὐτὸν· ὤμοσε Κύριος, καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ (:Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἱερεὺς μὲ ὅρκο. Ὁ ὅρκος αὐτὸς δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διαμέσου τοῦ ψαλμωδοῦ, ὁ ὁποῖος εἶπε πρὸς τὸν Χριστό: "Ὁρκίστηκε ὁ Κύριος καὶ δὲν θὰ ἀλλάξει τὴν ἀπόφασή Του, καὶ δὲν θὰ ἀθετήσει τὸν ὅρκο Του: "Ἐσὺ εἶσαι ἱερεὺς αἰώνιος κατὰ τὴν τάξη τοῦ Μελχισεδὲκ")»]· ὅμως προσκύνησαν, ἀλλὰ δὲν λάτρευσαν.
Προσκύνησαν καὶ ὁ Ἰησοῦς του Ναυή[Ιησ.5,14: «ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἐγὼ ἀρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νῦνὶ παραγέγονα. καὶ Ἰησοῦς ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέσποτα, τί προστάσσεις τῷ σῷ οἰκέτῃ; ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπάντησε: ‘’Ὄχι, δὲν εἶμαι τίποτα ἀπὸ αὐτὰ· ἐγὼ εἶμαι ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου· ἔχω ἔλθει ἐδῶ μόλις τώρα’’. Καὶ ὁ Ἰησοῦς σὲ ἔνδειξη βαθυτάτου σεβασμοῦ καὶ λατρευτικῆς προσκυνήσεως ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς καὶ τοῦ εἶπε: ‘’ Δέσποτα, τί διατάζεις τὸν δοῦλο σου;’’)»] καὶ ὁ Δανιήλ, ἄγγελο τοῦ Θεοῦ [Δάν.8,17: «καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐχόμενος τῆς στάσεώς μου, καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐθαμβήθην, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου, καὶ εἶπε πρὸς με· σύνες, υἱὲ ἀνθρώπου· ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις(: καὶ ἦλθε καὶ στάθηκε κοντά μου· καὶ ὅταν μὲ πλησίασε, κυριεύτηκα ἀπὸ ὑπερβολικὸ θαυμασμό, μεγάλη ἔκπληξη καὶ φόβο καὶ ἔπεσα ἀμέσως κάτω μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς. Καὶ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: Υἱὲ ἀνθρώπου ἐννόησε τοῦτο: Τὸ ὅραμα αὐτὸ δὲν θὰ ἐκπληρωθεῖ ἐπὶ τοῦ παρόντος· τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀποκαλύπτει τὰ ἔσχατα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα θὰ τελειώσει ἡ βασιλεία τῶν θηρίων καὶ θὰ ἀναλάβουν πλέον τὴν ἐξουσία οἱ ἅγιοι τοῦ Ὑψίστου)»], ἀλλὰ δὲν τὸν λάτρευσαν. Γιατί ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ λατρευτικὴ προσκύνηση καὶ ἄλλο ἐκείνη ποὺ προσφέρεται τιμητικὰ σὲ ἐκείνους ποὺ ὑπερέχουν σὲ κάποιο ἀξίωμα.
9. Ἀλλὰ ἐπειδὴ μιλᾶμε γιὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν προσκύνηση, ἂς κάνουμε γι’ αὐτὰ μερικὲς διευκρινίσεις. Ἡ εἰκόνα λοιπὸν εἶναι ὁμοίωμα ποὺ φέρει τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πρωτοτύπου, μὲ κάποια διαφορὰ ὅμως πρὸς αὐτό. Γιατί ἡ εἰκόνα δὲν εἶναι ὅμοια ἐξ ὁλοκλήρου πρὸς τὸ ἀρχέτυπο. Εἰκόνα λοιπὸν ζωντανή, φυσικὴ καὶ ἀπαράλλακτη τοῦ ἀόρατου Θεοῦ[Κολ.1,15: «ὃς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως(:Αυτός ὁ Υἱὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δὲν φαίνεται μὲ τὰ σωματικά μας μάτια. Εἶναι πρωτότοκος, ποὺ δὲν κτίσθηκε, ἀλλὰ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια τήν οὐσία τοῦ Πατρός, πρὶν νὰ δημιουργηθοῦν ὅλα τὰ κτίσματα)»] εἶναι ὁ Υἱός, ὁ Ὁποῖος φέρει στὸν ἑαυτό Του ὁλόκληρο τὸν Πατέρα καὶ ταυτίζεται ἐξ ὁλοκλήρου πρὸς Αὐτόν, διαφέροντας μόνο ὡς πρὸς τὸ αἰτιατό. Γιατί αἴτιο φυσικὸ εἶναι ὁ Πατέρας, ἐνῷ αἰτιατὸ ὁ Υἱός, ἐπειδὴ δὲν προέρχεται ὁ Πατέρας ἀπὸ τὸν Υἱό, ἀλλὰ ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἀπὸ Αὐτὸν ἔξαλλου ἔχει τὴν ὕπαρξη, ἂν καὶ ὄχι ὕστερα ἀπὸ Αὐτόν, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει τὸν γεννήτορα Πατέρα.
10. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ στὸν Θεὸ εἰκόνες καὶ παραδείγματα, ὅσων πρόκειται νὰ γίνουν ἀπὸ Αὐτόν, δηλαδὴ ἡ προαιώνια καὶ πάντοτε ἀμετάβλητη βούλησή Του. Γιατί τὸ θεῖο εἶναι κατὰ πάντα ἄτρεπτο καὶ δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὸ καμιὰ μεταβολὴ ἢ σκιὰ μετατροπῆς[Ιακ.1,17: «Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πὰτρὸς τῶν φώτων, παρ᾿ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα(:Κάθε καλὸ ποὺ δίνεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ κάθε τέλειο δῶρο προέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν οὐράνιων φωτεινῶν σωμάτων καὶ ἡ ὕψιστη καὶ μοναδικὴ πηγὴ κάθε φωτισμοῦ, φυσικοῦ ἢ πνευματικοῦ. Σ’ Αὐτὸν δὲν ὑπάρχει καμία ἀλλοίωση καὶ μεταβολὴ σὰν αὐτὲς ποὺ γίνονται στὴ σελήνη ἢ συντελοῦνται ἀπὸ τὴ διαδοχὴ τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σκιὰ ὑπάρχει σὰν ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν περιστροφὴ καὶ τὴ μετακίνηση τῶν ἄστρων καὶ τῶν οὐράνιων σωμάτων)»]. Αὐτὲς τὶς εἰκόνες καὶ τὰ παραδείγματα ὀνομάζει «προορισμοὺς» ὁ ἅγιος Διονύσιος[ο Ἀρεοπαγίτης], ὁ σπουδαῖος γνώστης τῶν θείων πραγμάτων, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ μελέτησε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Θεὸ πράγματα. Γιατί στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀποτυπωμένα καὶ ἀπεικονισμένα ὅλα ὅσα εἶχαν προορισθεῖ ἀπὸ Αὐτόν, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία, καὶ θὰ γίνονταν ὁπωσδήποτε, ἀκριβῶς ὅπως κάποιος ποὺ θέλει νὰ κτίσει ἕνα σπίτι, συλλαμβάνει πρῶτα καὶ ζωγραφίζει τὸ σχέδιο στὸ μυαλὸ τοῦ[Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων ὀνομάτων, P. G. 3,824C].
11. Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ εἰκόνες τῶν ἀοράτων καὶ ἀτύπωτων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἀποτυπώνονται σωματικὰ γιὰ νὰ κατανοηθοῦν ἀμυδρά. Ἄλλωστε καὶ ἡ θεία Γραφὴ παρουσιάζει τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους μὲ τύπους, καὶ ὁ ἴδιος θεῖος ἄνδρας[Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, Ρ G. 3], ἑρμηνεύοντας τὴν αἰτία αὐτοῦ τοῦ πράγματος, λέει ὅτι δικαιολογημένα προβάλλονται οἱ τύποι των ἀτύπωτων καὶ τὰ σχήματα τῶν ἀσχημάτιστων, χωρὶς νὰ ἰσχυρίζεται κανεὶς ὅτι μόνη αἰτία εἶναι ἡ δική μας ἀναλογία ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνάγεται ἄμεσα πρὸς τὶς νοητὲς θεωρίες καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ γνώριμες καὶ προσαρμοσμένες στὴ φύση μας ἀναγωγές. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ θεῖος Λόγος, φροντίζοντας γιὰ τὴ δική μας ἀναλογία καὶ θέλοντας ἀπὸ παντοῦ νὰ βοηθήσει τὴν ἀναγωγική μας ἱκανότητα, παρουσιάζει ἀκόμα καὶ τὰ ἁπλᾶ καὶ ἀτύπωτα μὲ κάποιους τύπους, πῶς νὰ μὴν ἐξεικονίσει αὐτὰ ποὺ ἔχουν πάρει σχήματα ἀνάλογα πρὸς τὴ δική μας φύση καὶ τὰ ποθοῦμε βέβαια, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ δοῦμε, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὁρατά;
Γιατί μὲ τὴν αἴσθηση σχηματίζεται κάποια εἰκόνα στὸ μπροστινὸ μέρος τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διοχετεύεται στὴ λειτουργία τῆς κρίσης καὶ ἀποθηκεύεται στὴ μνήμη. Καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος λέει ὅτι, ἂν καὶ καταβάλλει πολλὲς προσπάθειες ὁ νοῦς, ἀδυνατεῖ νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ σωματικὰ ὅρια[Γρηγορίου θεολόγου, Λόγος 28, P. G. 36, 44Α], ἀλλὰ καὶ τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, γίνονται ὁρατά, κατανοούμενα μέσῳ τῶν δημιουργημάτων[Ρωμ. 1,20: «Τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους(:διότι οἱ ἄπειρες τελειότητες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες δὲν φαίνονται μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, ἀπὸ τότε ποὺ κτίστηκε ὁ κόσμος φαίνονται καθαρὰ μέσα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα μὲ τὰ μάτια τῆς διανοίας: τόσο ἡ δύναμή Του, ποὺ δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος ἀλλὰ εἶναι αἰώνια, ὅσο καὶ κάθε τελειότητα· ὥστε νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι αὐτοὶ καὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ προβάλουν καμία δικαιολογία)»].Γιατί βλέπουμε στὰ κτίσματα εἰκόνες οἱ ὁποῖες μᾶς φανερώνουν ἀμυδρὰ τὶς θεῖες ἀνταύγειες ὅπως ὅταν λέμε ὅτι ἡ ἁγία Τριάδα, ἡ ὑπεραρχία, εἰκονίζεται μὲ τὸν ἥλιο καὶ τὸ φῶς καὶ τὶς ἀκτῖνες· ἢ μὲ τὴν πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει καὶ μὲ τὸ νάμα ποὺ πηγάζει καὶ μὲ τὴ ροὴ ἢ μὲ τὸν δικό μας νοῦ καὶ τὸν λόγο καὶ τὸ πνεῦμα, ἢ μὲν τὴν τριανταφυλλιά, τὸ τριαντάφυλλο καὶ τὴν εὐωδιά.
12. Εἰκόνα ἐπίσης λέγεται καὶ ἐκείνη ποὺ σκιαγραφεῖ συμβολικὰ ὅσα θὰ γίνουν στὸ μέλλον[Εβρ. 10,1: «Σκὶὰν γὰρ ἔχων ὁ νόμος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, οὐκ αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῶν πραγμάτων, κατ᾿ ἐνιαυτὸν ταῖς αὐταῖς θυσίαις ἃς προσφέρουσιν εἰς τὸ διηνεκές, οὐδέποτε δύναται τὸὺς προσερχομένους τελειῶσαι(:Πράγματι οἱ θυσίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ἀνεπαρκεῖς νὰ προσφέρουν ἄφεση· διότι ὁ μωσαϊκὸς νόμος παρεῖχε βέβαια κάποια ἀμυδρὴ σκιὰ τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός, δὲν ἔδινε ὅμως σαφῆ καὶ πλήρη εἰκόνα τῆς οὐράνιας πραγματικότητας. Καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ ὁ μωσαϊκὸς νόμος νὰ ὁδηγήσει στὴν τελειότητα αὐτοὺς ποὺ πλησιάζουν τὸ θυσιαστήριο μὲ τὶς ἴδιες θυσίες ποὺ συνεχῶς κάθε χρόνο προσφέρουν οἱ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς του)» καὶ Κόλ. 2,17: «ἅ ἐστι σκὶὰ τῶν μελλόντων(:Αυτά εἶναι μιὰ ἁπλῆ σκιὰ τῆς πραγματικότητος ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθει στὴν Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ἡ πραγματικότητα αὐτὴ ἀπ’ τὴν ὁποία ριχνόταν ἡ σκιὰ εἶναι ὁ Χριστός)»], ὅπως ἡ κιβωτός[Έξ.25,9κ.ε.] καὶ ἡ ράβδος[Αριθμ.17,23-25: «Καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον καὶ εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ Ἀἀρὼν ἐν τῇ σκὴνῇ τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἰδοὺ ἐβλάστησεν ἡ ῥἄβδος Ἀἀρὼν εἰς οἶκον Λεὺὶ καὶ ἐξήνεγκε βλὰστὸν καὶ ἐξήνθησεν ἄνθη καὶ ἐβλάστησε κάρυα. καὶ ἐξήνεγκε Μωυσῆς πάσας τὰς ῥἄβδους ἀπὸ προσώπου Κυρίου πρὸς πάντας υἱοὺς Ἰσραήλ, καὶ εἶδον καὶ ἔλαβον ἕκαστος τὴν ῥἄβδον αὐτοῦ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἀπόθες τὴν ῥἄβδον Ἀἀρὼν ἐνώπιον τῶν μαρτυρίων εἰς διατήρησιν, σημεῖον τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνηκόων, καὶ παυσάσθω ὁ γογγυσμὸς αὐτῶν ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωσι(:Την ἑπόμενη ἡμέρα μπῆκε μὲ εὐλάβεια ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἀαρῶν στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Καὶ νά: Ὅλα τὰ ραβδιὰ εἶχαν μείνει ξερά, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνο του Ἀαρῶν, ποὺ εἶχε τοποθετηθεῖ ἐξ ὀνόματος τῆς φυλῆς Λευὶ· αὐτὸ πέταξε, μέσα σὲ λίγες ὧρες, βλαστάρι πράσινο καὶ δροσερὸ καὶ τὸ βλαστάρι ἄνθισε καὶ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ἄνθη ἔδεσαν καὶ παρουσίασαν ὡς καρπὸ καρύδια. Καὶ ὁ Μωυσῆς ἔβγαλε ὅλα τὰ ραβδιὰ ἔξω ἀπὸ τὴν Κιβωτὸ τοῦ Κυρίου καὶ τὰ παρουσίασε σὲ ὅλο τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ καὶ ὅλοι εἶδαν τὸ θαῦμα καὶ ἔλαβε ὁ καθένας πάλι τὸ ραβδί του. Ὁ Κύριος τότε εἶπε πρὸς τὸν Μωυσῆ: "Φέρε καὶ βάλε τὸ ραβδί του Ἀαρῶν πάλι μπροστὰ στὴν κιβωτὸ τοῦ Μαρτυρίου, γιὰ νὰ μένει ἐκεῖ φυλαγμένο, ὡς σημάδι στὰ παιδιὰ τῶν ἀνυπότακτων καὶ ἀνταρτῶν, ποὺ τιμωρήθηκαν γιὰ τὴν ἐπανάστασή τους· καὶ ἂς σταματήσουν τὰ παράπονα ἐναντίον μου, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουν καὶ ἐξαφανιστοῦν ὅλοι τους")»] καὶ ἡ στάμνα[Έξ.16,33-34: «Καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Ἀἀρῶν· λάβε στάμνον χρυσοῦν ἕνα καὶ ἔμβαλε εἰς αὐτὸν πλῆρες τὸ γὸμὸρ τοῦ μὰν καὶ ἀποθήσεις αὐτὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἰς διατήρησιν εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν. ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ, καὶ ἀπέθηκεν Ἀἀρὼν ἐναντίον τοῦ μαρτυρίου εἰς διατήρησιν(:Και εἶπε ὁ Μωυσῆς πρὸς τὸν Ἀαρῶν: «Πᾶρε μία χρυσῆ στάμνα καὶ βάλε μέσα σὲ αὐτὴν ἕνα ὁλόκληρο γομὸρ ἀπὸ τὸ μάννα καὶ τοποθέτησέ την στὸν τόπο τῆς λατρείας, μπροστὰ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ διατηρηθεῖ γιὰ τοὺς ἀπογόνους σας». Σύμφωνα λοιπὸν πρὸς τὴν ὁδηγία, ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν Μωυσῆ, ὁ Ἀαρῶν τοποθέτησε κατόπιν τὴ χρυσῆ στάμνα μὲ τὸ μάννα στὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης μέσα στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, γιὰ νὰ διατηρεῖται ὡς θεῖο κειμήλιο ὡς ἀνάμνηση)»] συμβολίζουν τὴν ἁγία Παρθένο καὶ Θεοτόκο, καὶ ὅπως τὸ φίδι[Αριθμ.21,8-9: «καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ποίησον σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δὰκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται. καὶ ἐποίησε Μωυσῆς ὄφιν χαλκοῦν καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἐγένετο ὅταν ἔδακνεν ὄφις ἄνθρωπον, καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὸν ὄφιν τὸν χαλκοῦν καὶ ἔζη(: Ὁ Κύριος λοιπὸν εἶπε πρὸς τὸν Μωυσῆ: "Κατασκεύασε ἕνα χάλκινο φίδι, ὅμοιο πρὸς ἐκεῖνα ποὺ δαγκώνουν τὸν λαό, καὶ κρέμασέ το ψηλὰ σὲ ἕνα πάσσαλο, ὥστε νὰ φαίνεται ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ στρατοπέδου. Θὰ γίνεται λοιπὸν τὸ ἑξῆς: Ἐὰν ἕνα φίδι δαγκώσει ἕναν ἄνθρωπο, τότε ἐὰν ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔχει δαγκώσει τὸ φίδι σηκώσει τὸ βλέμμα του καὶ ρίξει βλέμμα μετάνοιας καὶ πίστεως στὸ χάλκινο φίδι, θὰ θεραπεύεται καὶ δὲν θὰ πεθάνει". O Μωυσῆς κατασκεύασε ἕνα χάλκινο φίδι καὶ τὸ κρέμασε ψηλὰ σὲ ἕναν πάσσαλο. Ὅταν λοιπὸν κάποιο φαρμακερὸ καὶ θανατηφόρο φίδι δάγκωνε κάποιον ἄνθρωπο καὶ αὐτὸς ποὺ τὸν εἶχε δαγκώσει τὸ φίδι ἔστρεφε τὸ βλέμμα του μὲ διάθεση μετανοίας καὶ πίστεως καὶ κοίταζε τὸ χάλκινο φίδι, δὲν πέθαινε, ἀλλὰ θεραπευόταν καὶ ζοῦσε)», καὶ Ἰω.3,14: «καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(:Άκουσε τώρα καὶ μιὰν ἄλλη ἄγνωστη καὶ ψυχοσωτήρια ἀλήθεια, ποὺ θὰ σοῦ ἀποκαλύψω: Ὅπως κάποτε ὁ Μωυσῆς στὴν ἔρημο κρέμασε ψηλὰ τὸ χάλκινο φίδι γιὰ νὰ σώζονται μὲ αὐτὸ οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν φιδιῶν, ἔτσι σύμφωνα μὲ τὸ μυστηριῶδες σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κρεμασθεῖ ψηλὰ πάνω στὸν σταυρὸ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ προσλάβει ἔτσι τὸ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει καμία πραγματικὴ σχέση μὲ αὐτὴ)»] συμβολίζει ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὸν σταυρὸ κατάργησε τὸ δάγκωμα τοῦ ἀρχέκακου φιδιοῦ, καὶ ἡ θάλασσα[Η Ἐρυθρὰ θάλασσα κατὰ τὴν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ἐξ. 14,15 ἔ.], τὸ νερὸ καὶ ἡ νεφέλη[Έξ.14,19: «ἐξῇρε δὲ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ὁ προπορευόμενος τῆς παρεμβολῆς τῶν υἱῶν Ἰσρὰὴλ καὶ ἐπορεύθη ἐκ τῶν ὄπισθεν· ἐξῇρε δὲ καὶ ὁ στῦλος τῆς νεφέλης ἀπὸ προσώπου αὐτῶν καὶ ἔστη ἐκ τῶν ὀπίσω αὐτῶν(: μετὰ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἄγγελος, ποὺ ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ προχωροῦσε ἐπί κεφαλῆς τῆς στρατιᾶς τῶν Ἑβραίων, μετακινήθηκε καὶ ἦλθε καὶ στάθηκε πίσω ἀπὸ αὐτοὺς· μετακινήθηκε ἐπίσης ἀπὸ ἐμπρός τους καὶ ἡ στήλη τῆς νεφέλης καὶ στάθηκε καὶ αὐτὴ πίσω τους)»] τὸ πνεῦμα τοῦ βαπτίσματος[Α΄Κορ. 10,14: «Διόπερ, ἀγαπητοί μου, φεύγετε ἀπὸ τῆς εἰδωλολατρείας(:Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἀγαπητοί μου, φεύγετε μακριὰ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία χωρὶς νὰ φοβηθεῖτε γι'αυτό, μήπως σᾶς δημιουργηθεῖ πειρασμὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες)». Στὸν κανόνα καὶ τοὺς οἴκους τοῦ Ἀκάθιστου ὕμνου ἔχουμε ἀριστοτεχνικὴ ἀναφορὰ στὰ γεγονότα ποὺ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Ἱερὸς Δαμασκηνὸς καὶ στὴ σχέση τους ὡς προεικονίσεων τῶν προσώπων καὶ γεγονότων τῆς Καινῆς Διαθήκης].
13. Ἀκόμα, εἰκόνα λέγεται τῶν γεγονότων ἡ μνήμη ἑνὸς θαύματος ἢ κάποιας τιμῆς ἢ αἰσχύνης ἢ ἀρετῆς ἢ κακίας, γιὰ τὴ μελλοντικὴ ὠφέλεια τῶν θεατῶν, μὲ σκοπὸ νὰ ἀποφεύγουμε τὰ κακὰ καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ γίνεται μὲ δύο τρόπους, μὲ τὸν λόγο ποὺ γράφεται στὰ βιβλία, ὅπως ὁ Θεὸς χάραξε τὸν νόμο στὶς πλάκες[Έξ.34,28: «Καὶ ἦν ἐκεῖ Μωυσῆς ἐναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας· ἄρτον οὐκ ἔφαγε καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιε· καὶ ἔγραψεν ἐπὶ τῶν πλακῶν τὰ ῥἤματα ταῦτα τῆς διαθήκης, τὸὺς δέκα λόγους(:και ἔμεινε ὁ Μωυσῆς ἐκεῖ στὴν κορυφὴ τοῦ Σινᾶ σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύκτες. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ οὔτε ἔφαγε ψωμί, οὔτε ἤπιε νερό. Καὶ ἔγραψε (ὁ Θεὸς) στὶς λίθινες πλάκες τὰ λόγια αὐτὰ τῆς συμφωνίας μεταξὺ Θεοῦ καὶ Ἰσραήλ, τὶς δέκα δηλαδὴ ἐντολές)»], καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀναγραφοῦν οἱ βίοι τῶν θεοφιλῶν ἀνδρῶν, καὶ μὲ αἰσθητὴ θέα, ὅπως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοποθετηθοῦν μέσα στὴν κιβωτὸ ἡ στάμνα καὶ ἡ ράβδος γιὰ ἀνάμνηση. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς τώρα παριστάνουμε τὶς εἰκόνες τῶν γεγονότων καὶ τὶς ἀρετές. Ἢ ἐξαφάνισε λοιπὸν κάθε εἰκόνα καὶ θέσπιζε νόμους ἀντίθετους πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ πρόσταξε νὰ γίνονται οἱ εἰκόνες, ἢ νὰ δέχεσαι κάθε εἰκόνα σύμφωνα μὲ τὸ λόγο καὶ τὸν τρόπο ποὺ ταιριάζει στὴν καθεμιά.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀναφέραμε τοὺς τρόπους τῆς εἰκόνας, ἂς μιλήσουμε καὶ γιὰ τὴν προσκύνηση.
14. Ἡ προσκύνηση εἶναι σύμβολο ταπείνωσης καὶ τιμῆς. Ἀλλὰ καὶ αὐτῆς γνωρίσαμε διάφορες μορφὲς· πρώτη τὴ λατρευτικὴ προσκύνηση ποὺ προσφέρουμε μόνο στὸν κατὰ φύση προσκυνητὸ Θεό. Ἔπειτα τὴν προσκύνηση πού, ἐξ αἰτίας τοῦ κατὰ φύση προσκυνητοῦ Θεοῦ, προσφέρουμε στοὺς φίλους καὶ τοὺς λειτουργούς του, ὅπως ὁ Ἰησοῦς του Ναυὴ στὸν ἀρχάγγελο Μιχαήλ[Ιησ. Ναυὴ 5,14: «ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἐγὼ ἀρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νῦνὶ παραγέγονα. καὶ Ἰησοῦς ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέσποτα, τί προστάσσεις τῷ σῷ οἰκέτῃ; καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: "Ὄχι, δὲν εἶμαι τίποτε ἀπὸ αὐτὰ· ἐγὼ εἶμαι ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου· ἔχω ἔλθει ἐδῶ μόλις τώρα". Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυὴ σὲ ἔνδειξη βαθύτατου σεβασμοῦ καὶ λατρευτικῆς προσκυνήσεως ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ τοῦ εἶπε: "Δέσποτα, τί διατάζεις τὸν δοῦλο σου;")»] καὶ ὁ Δανιήλ [Δάν.8,16-17: «καὶ ἤκουσα φὼνὴν ἀνδρὸς ἀναμέσον τοῦ Οὐβάλ, καὶ ἐκάλεσε καὶ εἶπε· Γαβριήλ, συνέτισον ἐκεῖνον τὴν ὅρασιν. καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐχόμενος τῆς στάσεώς μου, καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐθαμβήθην, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου, καὶ εἶπε πρὸς με· σύνες, υἱὲ ἀνθρώπου· ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις(: Καὶ ἄκουσα τὴ φωνὴ ἑνὸς ἄντρα μεταξὺ τῶν ὀχθῶν τοῦ ποταμοῦ Οὐβάλ, ἡ ὁποία φώναξε καὶ εἶπε: "Γαβριήλ, ἑρμήνευσε σὲ ἐκεῖνον τὸ νόημα τοῦ ὁράματος". Καὶ ἦλθε-ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ -καὶ στάθηκε πλησίον μου· καὶ ὅταν μὲ πλησίασε, κυριεύτηκα ἀπὸ ὑπερβολικὸ θαυμασμό, μεγάλη ἔκπληξη καὶ φόβο, καὶ ἔπεσα ἀμέσως κάτω μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς. Ἐκεῖνος τότε μοῦ εἶπε: "Υἱὲ ἀνθρώπου, κατανόησε τὸ ἑξῆς: Τὸ ὅραμα ποὺ εἶδες δὲν θὰ ἐκπληρωθεῖ πρὸς τὸ παρὸν· τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀποκαλύπτει τὸ τέλος τοῦ καιροῦ-ἤ: τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀναφέρεται στὰ ἔσχατα χρόνια- κατὰ τὸν ὁποῖο θὰ τελειώσει ἡ βασιλεία τῶν θηρίων καὶ θὰ ἀναλάβουν πλέον τὴν ἐξουσία οἱ ἅγιοι τοῦ Ὑψίστου")»] προσκύνησαν τὸν ἄγγελο, ἢ στοὺς τόπους τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: «νὰ προσκυνήσουμε τὸν τόπο ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια Τοῦ»[ βλ.Ψαλμ.131,7: «Εἰσελευσόμεθα εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ, προσκυνήσομεν εἰς τὸν τόπον, ὁὗ ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ(: Τώρα ὅμως θὰ εἰσέλθουμε στὰ σκηνώματα τοῦ Θεοῦ στὴ Σιῶν καὶ θὰ προσκυνήσουμε στὸν τόπο, ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια Του καὶ ὅπου ὑπάρχει τὸ ὑποπόδιο τῶν ποδῶν Του, ἡ ἱερὴ κιβωτὸς τῆς διαθήκης)»], ἢ στὰ ἀφιερώματα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὅλος ὁ Ἰσραὴλ προσκυνοῦσε τὴ σκηνὴ καὶ τὸν ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ περικυκλώνοντάς τον καὶ πηγαίνοντας σ’ αὐτὸν γιὰ προσκύνηση ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη ἀκόμα καὶ τώρα, ἢ στοὺς ἄρχοντες ποὺ ὁρίστηκαν ἀπὸ αὐτόν, ὅπως ὁ Ἠσαύ[Γέν.33,3: «Αὐτὸς δὲ προῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῶν καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν ἑπτάκις ἕως τοῦ ἐγγίσαι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ(:Ο ἴδιος λοιπὸν ὁ Ἰακὼβ προχώρησε καὶ μπῆκε μπροστὰ ἀπὸ ὅλους, ὥστε ὁ πρῶτος ποὺ θὰ συναντοῦσε ὁ Ἠσαύ, νὰ εἶναι αὐτὸς· ἔτσι θὰ ἀντιμετώπιζε τὸν κίνδυνο πρῶτος ὁ Ἰακώβ. Μόλις ὁ Ἠσαὺ πλησίασε, ὁ Ἰακὼβ προχώρησε πρὸς αὐτὸν ταπεινὰ καὶ μέχρις ὅτου φτάσει κοντά του, τὸν προσκύνησε ὡς μεγαλύτερο ἀδελφὸ μὲ γονάτισμα καὶ σκύψιμο βαθὺ μέχρι τὴ γῆ ἑπτὰ φορὲς)»]ως μεγαλύτερο ἀδελφό του, ποὺ τὸν κατέστησε ὁ Θεός, καὶ τὸν Φαραώ[Γέν.47,7: «Εἰσήγαγε δὲ Ἰὤσὴφ Ἰἀκὼβ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐναντίον Φαραώ, καὶ ηὐλόγησεν Ἰἀκὼβ τὸν Φαραώ(:και ἔφερε ὁ Ἰωσὴφ τὸν πατέρα του, τὸν Ἰακώβ, καὶ τὸν παρουσίασε στὸν Φαραώ, καὶ ὁ Ἰακὼβ εὐλόγησε τὸν Φαραώ)»].
Γνωρίζω καὶ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση ποὺ ἀπονέμεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἔκανε ὁ Ἀβραὰμ στοὺς γιοὺς τοῦ Ἐμμώρ[Γέν.23,7-12: «Ἀνὰστὰς δὲ ῾Ἄβραὰμ προσεκύνησε τῷ λὰῷ τῆς γῆς, τοῖς υἱοῖς τοῦ Χέτ, καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς ῾Ἄβραὰμ λέγων· εἰ ἔχετε τῇ ψὺχῇ ὑμῶν, ὥστε θάψαι τὸν νὲκρόν μοῦ ἀπὸ πρόσώπου μου, ἀκούσατέ μου καὶ λὰλήσατε πὲρὶ ἐμοῦ ᾿Ἔφρὼν τῷ τοῦ Σάάρ, καὶ δότω μοὶ τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὃ ἐστιν αὐτῷ, τὸ ὂν ἐν μέρει τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ· ἀργυρίου τοῦ ἀξίου δότω μοὶ αὐτὸ ἐν ὑμῖν εἰς κτῆσιν μνημείου. ᾿Ἔφρὼν δὲ ἐκάθητο ἐν μέσῳ τῶν υἱῶν Χέτ· ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ἔφρὼν ὁ Χετταῖος πρὸς ῾Ἄβραὰμ εἶπεν, ἀκουόντων τῶν υἱῶν Χὲτ καὶ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὴν πόλιν πάντων, λέγων· παρ᾿ ἐμοὶ γενοῦ, κύριε, καὶ ἄκουσόν μου· τὸν ἀγρὸν καὶ τὸ σπήλαιον τὸ ἐν αὐτῷ σὸὶ δίδωμι· ἐναντίον πάντων τῶν πολιτῶν μοῦ δέδωκά σοι· θάψον τὸν νέκρόν σου· καὶ προσεκύνησεν ῾Ἄβραὰμ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῆς γῆς(: Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἀβραὰμ εἶδε τὴν προθυμία τους, σηκώθηκε καὶ μὲ ἕνα ἐδαφιαῖο προσκύνημα χαιρέτησε μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ τὸν λαό της Χαναάν, τοὺς Χετταίους. Κατόπιν τοὺς μίλησε καὶ τοὺς εἶπε: Ἀφοῦ ἔχετε πράγματι τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ μοῦ δώσετε τὴν ἄδεια νὰ θάψω τὴ νεκρὴ σύζυγό μου, τότε σᾶς παρακαλῶ ἀκοῦστε μὲ καὶ μεσιτεῦστε γιὰ λογαριασμό μου στὸν Ἐφρῶν, τὸν γιὸ τοῦ Σαάρ, καὶ ζητῆστε ἀπὸ αὐτὸν νὰ μοῦ πουλήσει τὸ διπλὸ σπήλαιο, τὸ ὁποῖο εἶναι στὴν ἄκρη τοῦ χωραφιοῦ του. Ζητῆστε ἀπὸ τὸν Ἐφρῶν νὰ μοῦ τὸ πουλήσει στὴν πλήρη ἀξία του, τώρα, μπροστά σας, γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσω ὡς δικό μου καὶ γιὰ νὰ τὸ κατέχω ὡς ἰδιόκτητο τάφο». Ὁ Ἐφρῶν, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀβραὰμ ζητοῦσε νὰ ἀγοράσει τὸ σπήλαιο, βρισκόταν στὴν συνάθροιση ἐκείνη τῶν Χετταίων. Ὅταν λοιπὸν ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ ἀποκρίθηκε μπροστὰ σὲ ὅλους τοὺς Χετταίους ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως, καὶ σὲ ὅλους ὅσοι ἔμπαιναν στὴν πόλη καὶ τοῦ εἶπε: Μάλιστα, κύριε· ἔλα κοντά μου καὶ ἄκουσέ με σε ὅσα θὰ σοῦ πῶ· τὸ χωράφι μου καὶ τὸ σπήλαιο ποὺ ὑπάρχει σὲ αὐτό, τὰ δίνω σὲ σένα· νὰ σοῦ τὰ ἔδωσα ὡς δικά σου, παρουσία ὅλων τῶν συμπολιτῶν μου· δέξου τα λοιπὸν καὶ θάψε μὲ ὅλη τὴν ἐλευθερία τὸν νεκρό σου».Ο Ἀβραὰμ μὲ ἐδαφιαῖο προσκύνημα χαιρέτισε μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ τὸν λαό της Χαναάν, τοὺς Χετταίους)» καὶ Πράξ.7,16: «Κατέβη δὲ Ἰἀκὼβ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐτελεύτησεν αὐτὸς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν, καὶ μετετέθησαν εἰς Σὺμὲχ καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ μνήματι ᾧ ὠνήσατο Ἀβρὰὰμ τιμῆς ἀργυρίου παρὰ τῶν υἱῶν Ἐμμὸρ τοῦ Συχέμ(:Κατέβηκε λοιπὸν ὁ Ἰακὼβ στὴν Αἴγυπτο, ὅπου καὶ πέθανε καὶ ὁ ἴδιος καὶ οἱ δώδεκα πατριάρχες, οἱ προπάτορές μας. Ἀργότερα τὰ ὀστᾶ τους μεταφέρθηκαν στὴ Συχὲμ καὶ τοποθετήθηκαν στὸ μνῆμα ποὺ εἶχε ἀγοράσει ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Ἐμμόρ, ὁ ὁποῖος ἔμενε στὴ Συχέμ, πληρώνοντας τὸ ἀντίτιμο σὲ ἀσημένια νομίσματα)»]. Ἢ ἀπόρριψε λοιπὸν κάθε προσκύνηση, ἢ νὰ τὶς δέχεσαι ὅλες μὲ τὸν ὀφειλόμενο λόγο καὶ τρόπο.
15. Ἀπάντησε λοιπὸν στὴν ἐρώτησή μου: Εἶναι ἕνας Θεός, ὁ Θεός; «Ναί», θὰ μοῦ πεῖς, ὅπως νομίζω, ἕνας νομοθέτης». Τί λοιπόν, νομοθετεῖ τὰ ἀντίθετα; Γιατί τὰ Χερουβὶμ δὲν εἶναι βέβαια ἔξω ἀπὸ τὴν κτίση. Γιατί λοιπὸν προστάζει νὰ σκεπάζουν τὸ ἱλαστήριο [ἱλαστήριο ὀνομαζόταν τὸ χρυσὸ κάλυμμα τῆς Κιβωτοῦ] σκαλιστὰ χερουβὶμ κατασκευασμένα ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων[:Έξ. 25,16-19: «Καὶ ποιήσεις ἱλαστήριον ἐπίθεμα χρυσίου καθαροῦ, δύο πήχεων καὶ ἡμίσους τὸ μῆκος καὶ πήχεως καὶ ἡμίσους τὸ πλάτος. καὶ ποιήσεις δύο Χερουβὶμ χρυσοτορευτὰ καὶ ἐπιθήσεις αὐτὰ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν κλιτῶν τοῦ ἱλαστηρίου, ποιηθήσονται Χεροὺβ ἔἷς ἐκ τοῦ κλίτους τούτου καὶ Χεροὺβ ἔἷς ἐκ τοῦ κλίτους τοῦ δευτέρου τοῦ ἱλαστηρίου· καὶ ποιήσεις τὸὺς δύο Χερουβὶμ ἐπὶ τὰ δύο κλίτη, ἔσονται οἱ Χερουβὶμ ἐκτείνοντες τὰς πτέρυγας ἐπάνωθεν, συσκιάζοντες ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτῶν ἐπὶ τοῦ ἱλαστηρίου, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν εἰς ἄλληλα· εἰς τὸ ἱλαστήριον ἔσονται τὰ πρόσωπα τῶν Χερουβίμ (:Θὰ κατασκευάσεις καὶ τὸ Ἱλαστήριο, τὸ κάλυμμα δηλαδὴ τῆς Κιβωτοῦ, ἀπὸ χρυσάφι καθαρό. Θὰ ἔχει μῆκος δύο πήχεις καὶ μισὸ καὶ πλάτος ἕνα πῆχυ καὶ μισό. Θὰ κατασκευάσεις καὶ δύο ὁμοιώματα τῶν Χερουβίμ, σκαλιστὰ μὲ χρυσάφι καὶ θὰ τὰ τοποθετήσεις στὰ δύο ἄκρα τοῦ καλύμματος τῆς Κιβωτοῦ. Θὰ βρίσκεται τὸ ἕνα Χεροὺβ στὴ μία πλευρὰ τοῦ καλύμματος καὶ τὸ δεύτερο Χεροὺβ στὴν ἀπέναντι πλευρά. Καὶ θὰ στερεώσεις τὰ δύο Χερουβὶμ στὶς δύο πλευρὲς τοῦ καλύμματος. Θὰ εἶναι ἔτσι τοποθετημένα τὰ Χερουβίμ, ὥστε νὰ ἁπλώνουν τὰ φτερά τους ἐπάνω ἀπὸ τὸ κάλυμμα καὶ νὰ τὸ σκιάζουν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη μὲ τὰ φτερά τους, συγχρόνως δὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἑνὸς θὰ εἶναι ἀπέναντι ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Ἡ ὄψη τους θὰ εἶναι γυρισμένη πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὸ Ἱλαστήριο)»]; Ἢ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι ἀδιανόητο νὰ κάνουμε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἀπερίγραπτος καὶ ἀσχημάτιστος, ἢ κάποιου ἄλλου ὡς θεοῦ, γιὰ νὰ μὴν προσκυνεῖται ἡ κτίση λατρευόμενη ὡς θεός; Ἐνῷ τὴν εἰκόνα των χερουβίμ, ποὺ εἶναι περιγραπτὰ καὶ παρίστανται μὲ δουλοπρέπεια στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, προστάζει νὰ τὴν κάνουμε γιὰ νὰ σκεπάζει μὲ δουλοπρέπεια τὸ ἱλαστήριο· γιατί ἔπρεπε ἡ εἰκόνα τῶν θείων μυστηρίων νὰ ἐπισκιάζεται μὲ τὴν εἰκόνα τῶν οὐράνιων λειτουργῶν.
Τί λὲς πάλι γιὰ τὴν κιβωτό, τὴ στάμνα, τὸ ἱλαστήριο; Δὲν εἶναι χειροποίητα; Δὲν εἶναι ἔργα ἀνθρώπινων χεριῶν; Δὲν εἶναι κατασκευασμένα ἀπὸ εὐτελῆ, ὅπως λὲς ἐσύ, ὕλη; Τί ἦταν καὶ ἡ σκηνὴ ὁλόκληρη; Δὲν ἦταν εἰκόνα; Δὲν ἦταν σκιὰ καὶ προεικόνιση; Λέει λοιπὸν ὁ θεῖος ἀπόστολος ἀναφερόμενος στοὺς ἱερεῖς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου: «Οἵτινες ὑποδείγματι καὶ σκὶᾷ λατρεύουσι τῶν ἐπουρανίων, καθὼς κεχρημάτισται Μωϋσῆς μέλλων ἐπιτελεῖν τὴν σκηνὴν· ὅρα γὰρ φησι, ποιήσεις πάντα κατὰ τὸν τύπον τὸν δειχθέντα σοὶ ἐν τῷ ὄρει(:Αυτοί ὅμως οἱ ἱερεῖς προσφέρουν λατρεία ποὺ ἀποτελεῖ προτύπωση καὶ σκιὰ τῶν ἐπουρανίων, τῆς πνευματικῆς δηλαδὴ καὶ ἀρχέτυπης λατρείας ποὺ τελεῖται στοὺς οὐρανούς, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ, ὅταν αὐτὸς ἐπρόκειτο νὰ κατασκευάσει τὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Εἶπε τότε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ: "Πρόσεξε νὰ τὰ κάνεις ὅλα σύμφωνα μὲ τὸν τύπο καὶ τὸ ὑπόδειγμα ποὺ σοῦ δόθηκε πάνω στὸ ὅρος")»[Εβρ. 8,5]. Ὅμως ὁ μωσαϊκὸς νόμος δὲν ἦταν εἰκόνα, ἀλλὰ ἕνα προσχέδιο εἰκόνας· λέει λοιπὸν ὁ ἴδιος ἀπόστολος ὅτι ὁ νόμος εἶναι ἡ σκιὰ τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν καὶ ὄχι ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα τῶν πραγμάτων[Εβρ.10,1: «Σκὶὰν γὰρ ἔχων ὁ νόμος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, οὐκ αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῶν πραγμάτων(:Πράγματι οἱ θυσίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ἀνεπαρκεῖς νὰ προσφέρουν ἄφεση· διότι ὁ νόμος παρεῖχε βέβαια κάποια ἀμυδρὴ σκιὰ τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός, δὲν ἔδινε ὅμως σαφῆ καὶ πλήρη εἰκόνα τῆς οὐράνιας πραγματικότητας)»].
Ἐὰν λοιπὸν ὁ νόμος ἀπαγορεύει τὶς εἰκόνες, ἐνῷ ὁ ἴδιος εἶναι ἕνα προσχέδιο εἰκόνας, τί θὰ ποῦμε; Ἂν ἡ σκηνὴ εἶναι σκιὰ καὶ προτύπωση τύπου, πῶς προστάζει ὁ νόμος νὰ μὴ εἰκονογραφοῦμε; Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα, δὲν εἶναι, ἀλλὰ ὑπάρχει ὁπωσδήποτε καιρὸς γιὰ τὸ κάθε πρᾶγμα [ βλ. Ἐκκλ.3,1: «Τοῖς πᾶσι χρόνος καὶ καὶρὸς τῷ πὰντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν(: Γιὰ ὅλα ὅσα γίνονται στὴ γῆ, ὑπάρχει ὁρισμένη χρονικὴ περίοδος καὶ γιὰ καθετί, ποὺ ἐκτελεῖται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, πρέπει νὰ δοθεῖ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία)»]
16. Στὰ παλιὰ χρόνια ὁ Θεός, ὁ ἀσώματος καὶ ἀσχημάτιστος, δὲν εἰκονιζόταν καθόλου. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς φανερώθηκε μὲ σάρκα καὶ ἐπικοινώνησε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπεικονίζω τὸ ὁρατὸ τοῦ Θεοῦ. Δὲν προσκυνῶ τὴν ὕλη, προσκυνῶ ὅμως τὸν Δημιουργὸ τῆς ὕλης, Αὐτὸν ποὺ ἔγινε ὕλη γιὰ μένα καὶ καταδέχτηκε νὰ κατοικήσει μέσα στὴν ὕλη καὶ πραγματοποίησε τὴ σωτηρία μου μέσῳ τῆς ὕλης, καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ σέβομαι τὴν ὕλη, μὲ τὴν ὁποία πραγματοποιήθηκε ἡ σωτηρία μου. Τὴ σέβομαι ὅμως ὄχι ὡς θεό- μακριὰ μιὰ τέτοια βλασφημία· πῶς ἄλλωστε θὰ μποροῦσε, αὐτὸ ποὺ δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός, νὰ εἶναι θεός; Ἂν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Θεοῦ εἶναι θεός, ἀφοῦ, μὲ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση, ἔγινε ἀμετάβλητα ὅ,τι ἀκριβῶς εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ τὸ ἔχρισε, ἀλλὰ καὶ παρέμεινε αὐτὸ ποὺ ἦταν κατὰ τὴ φύση του, σάρκα ἐμψυχωμένη μὲ ψυχὴ λογικὴ καὶ νοερή, ἡ ὁποία ἔλαβε ἀρχή, καὶ δὲν εἶναι ἄκτιστη.
Ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόλοιπη ὕλη, μὲ τὴν ὁποία συντελέσθηκε ἡ σωτηρία μου, τὴ σέβομαι καὶ τὴν ὑπολήπτομαι, ὡς φορέα θείας ἐνέργειας καὶ χάριτος. Ἢ μήπως δὲν εἶναι ὕλη τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ τὸ τρισευτυχισμένο καὶ τρισμακάριστο; Ἢ μήπως δὲν εἶναι ὕλη τὸ σεβάσμιο καὶ ἅγιο ὅρος, ὁ τόπος τοῦ Γολγοθᾶ; Ἢ μήπως δὲν εἶναι ὕλη ἡ ζωοδότρια καὶ ζωογόνος πέτρα, ὁ Ἅγιος Τάφος, ἡ πηγὴ τῆς ἀναστάσεώς μας; Ἢ δὲν εἶναι ὕλη τὸ μελάνι καὶ τὰ πανάγια βιβλία τῶν εὐαγγελίων; Ἢ δὲν εἶναι ὕλη ἡ ζωογόνος τράπεζα, ποὺ μᾶς χορηγεῖ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς; Ἢ δὲν εἶναι ὕλη τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατασκευάζονται σταυροὶ καὶ πίνακες καὶ ἀγγεῖα; Ἢ μήπως πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μου; Ἢ κατάργησε λοιπὸν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν προσκύνηση ὅλων αὐτῶν, ἢ ὑποτάξου στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ στὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν φίλων Του, οἱ ὁποῖοι ἁγιάζονται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἐπισκιάζονται μὲ τὴ χάρη τοῦ θείου Πνεύματος.
Μὴν κατηγορεῖς τὴν ὕλη· δὲν εἶναι ἄξια περιφρονήσεως. Γιατί τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔγιναν ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἄξιο περιφρονήσεως· αὐτὸ εἶναι δοξασία των Μανιχαίων. Ἄτιμο εἶναι μόνο ὅ,τι δὲν προῆλθε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ εἶναι δική μας ἐφεύρεση, ποὺ ὀφείλεται στὴν αὐτεξούσια παρέκκλιση καὶ ροπὴ τοῦ θελήματός μας ἀπὸ τὸ κατὰ φύση στὸ παρὰ φύση, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία. Ἐὰν ἐξ αἰτίας τοῦ νόμου ἀτιμάζεις τὶς εἰκόνες καὶ τὶς ἀπαγορεύεις, ἐπειδὴ εἶναι κατασκευασμένες ἀπὸ ὕλη, πρόσεξε τί λέει ἡ Γραφή: «Καὶ μίλησε ὁ Κύριος στὸν Μωυσῆ καὶ εἶπε: "Νά, κάλεσα ὀνομαστικὰ τὸν Βεσελεήλ, τὸν γιό του Ὀρεί, ποὺ εἶναι γιός του Ὤρ, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Καὶ τὸν γέμισα μὲ θεῖο πνεῦμα σοφίας, σύνεσης καὶ γνώσης, ὥστε σὲ κάθε ἔργο νὰ σκέπτεται καὶ νὰ ἀρχιτεκτονεὶ καὶ νὰ ἐπεξεργάζεται τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι καὶ τὸν χαλκὸ καὶ τὰ διάφορα εἴδη χρωμάτων, τὸ γαλάζιο, τὸ βαθὺ κόκκινο καὶ τὸ κόκκινο τὸ γνεσμένο καὶ τὸ βυσσινὶ τὸ κλωσμένο καὶ τὰ λαξευμένα λιθάρια καὶ τὶς ξύλινες κατασκευὲς καὶ νὰ κάνει ὅλα τὰ ἔργα· ἐγὼ λοιπὸν ἔδωσα αὐτὸν καὶ τὸν Ἐλιάβ, τὸ γιὸ τοῦ Ἀχισαμὰχ ἀπὸ τὴ φυλή του Δὰν· σὲ κάθε συνετὸ στὴν καρδιὰ ἐγὼ ἔδωσα τὴν ἱκανότητα νὰ κάνουν ὅλα ὅσα σὲ πρόσταξα νὰ κάνεις"»[Έξ.31,1-6].
Καὶ πάλι· εἶπε ὁ Μωυσῆς σ’ ὅλη τὴ συνάθροιση τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀκοῦστε τὰ λόγια ποὺ διέταξε ὁ Κύριος λέγοντας· συγκεντρῶστε ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα σᾶς καὶ προσφέρετε τὰ στὸν Κύριο. Καθένας μὲ πρόθυμη τὴν καρδιὰ προσφέρετε τὶς προσφορές σας στὸν Κύριο, χρυσάφι, ἀσήμι, χαλκό, ὑφάσματα γαλάζια καὶ πορφυρένια, κόκκινα δίμιτα καὶ βυσσινιὰ κλωσμένα καὶ μαλλιὰ κατσικιῶν καὶ δέρματα κριαριῶν βαμμένα κόκκινα καὶ δέρματα γαλάζια καὶ ξύλα ποὺ δὲν σαπίζουν καὶ λάδι γιὰ τὸ χρῖσμα καὶ θυμίαμα γιὰ τὴν ἁρμονικὴ συνένωση καὶ πετράδια ἀπὸ σάρδιο καὶ πετράδια πολύτιμα γιὰ τὴν ἐπωμίδα καὶ τὸν ποδήρη χιτῶνα. Καὶ κάθε ἱκανὸς ἀπὸ σᾶς νὰ ἔρθει καὶ νὰ ἐργασθεῖ γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ διέταξε ὁ Κύριος νὰ γίνουν, δηλαδὴ τὴ σκηνὴ «Καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν υἱῶν Ἰσρὰὴλ λέγων· τοῦτο τὸ ῥῆμα, ὃ συνέταξε Κύριος λέγων· λάβετε παρ᾿ ὑμῶν αὐτῶν ἀφαίρεμα Κυρὶῳ· πᾶς ὁ καταδεχόμενος τῇ καρδὶᾳ οἴσουσι τὰς ἀπαρχὰς Κυρίῳ, χρυσίον, ἀργύριον, χαλκόν, ὑάκινθον, πορφύραν, κόκκινον διπλοῦν διανενησμένον καὶ βύσσον κεκλωσμένην καὶ τρίχας αἰγείας, καὶ δέρματα κριῶν ἠρυθροδανωμένα καὶ δέρματα ὑακίνθινα καὶ ξύλα ἄσηπτα. καὶ λίθους σαρδίου καὶ λίθους εἰς τὴν γλὺφὴν εἰς τὴν ἐπωμίδα καὶ τὸν ποδήρη. καὶ πᾶς σὸφὸς τῇ καρδὶᾳ ἐν ὑμῖν ἐλθὼν ἐργαζέσθω πάντα, ὅσα συνέταξε Κύριος· τὴν σκὴνὴν καὶ τὰ παραρύματα καὶ τὰ κατακαλύμματα καὶ τὰ διατόνια καὶ τὸὺς μοχλοὺς καὶ τὸὺς στύλους, καὶ τὴν κιβωτὸν τοῦ μαρτυρίου καὶ τὸὺς ἀναφορεῖς αὐτῆς καὶ τὸ ἱλαστήριον αὐτῆς καὶ τὸ καταπέτασμα(: Kaι εἶπε ὁ Μωυσῆς πρὸς ὅλη τὴ συνάθροιση τῶν Ἰσραηλιτῶν τὰ ἑξῆς: Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ ποὺ διέταξε ὁ Κύριος καὶ μοῦ εἶπε: Νὰ ξεχωρίσετε καὶ νὰ μαζέψετε μεταξύ σας προσφορὲς καὶ ἀφιερώματα γιὰ τὸν Κύριο. Ὁποιοσδήποτε ἐπιθυμεῖ ἀπὸ ὅλη τὴν καρδιά του, ἂς προσφέρει τὰ πρῶτα καὶ τὰ καλύτερα ἀπὸ τὰ ἀγαθά του στὸν Κύριο· χρυσάφι, ἀσήμι, χαλκό, νήματα πορφύρας μὲ χρῶμα γαλάζιο καὶ ξανθοκόκκινο καὶ διπλοβαμμένο βαθὺ κόκκινο, καθὼς καὶ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου καὶ τρίχες ἀπὸ κατσίκι· καὶ δέρματα ἀπὸ κριάρια βαμμένα μὲ ἐρυθρόδανο καὶ δέρματα μὲ γαλάζιο χρῶμα καὶ ξύλα, ποὺ δὲν σαπίζουν· καὶ πολύτιμα πετράδια σαρδίου, καθὼς καὶ ἄλλα πετράδια γιὰ νὰ σκαλιστοῦν καὶ νὰ τοποθετηθοῦν στὴν Ἐπωμίδα καὶ τὸν Ποδήρη Χιτῶνα, ποὺ θὰ φορεῖ ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ κάθε ἀρχιερέας στὴ συνέχεια μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Ἂς ἔλθει καὶ κάθε σοφὸς καὶ ἐπιδέξιος τεχνίτης, ποὺ ὑπάρχει μεταξύ σας καὶ ἂς κατασκευάσει ὅλα ὅσα παρήγγειλε ὁ Κύριος. Τὴ Σκηνή, δηλαδή, τὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ καλύμματά της, τοὺς κρίκους, καὶ τὰ ὁριζόντια κοντάρια καὶ τοὺς κατακόρυφους στύλους καὶ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης, ποὺ θὰ περιέχει τὰ «μαρτύρια» καὶ τὰ κοντάρια γιὰ τὴ μεταφορά της καὶ τὸ Ἱλαστήριο ἐπίθεμα καὶ τὸ Καταπέτασμα, ποὺ θὰ χωρίζει σὲ δύο τὴ Σκηνὴ καὶ θὰ προστατεύει τὴν Κιβωτό)» [Ἔξ.35,4-11] καὶ τὰ λοιπά.
Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἄλλα: «καὶ ἐποίησαν ἀμφοτέρους τὸὺς λίθους τῆς σμαράγδου συμπεπορπημένους καὶ περισεσιαλωμένους χρυσίῳ, γεγλυμμένους καὶ ἐκκεκολαμμένους ἐγκόλαμμα σφραγῖδος ἐκ τῶν ὀνομάτων τῶν υἱῶν Ἰσραήλ(:κατασκεύασαν καὶ τὰ δύο πετράδια ἀπὸ σμαράγδι ἔτσι, ὥστε νὰ κουμπώνουν μὲ πόρπη καὶ νὰ δένονται ὁλόγυρα μὲ χρυσάφι. Ἦσαν δὲ τὰ πετράδια σκαλιστὰ καὶ χαραγμένα, ὅπως χαράσσονται οἱ σφραγῖδες, μὲ τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν τοῦ Ἰακώβ)»[Έξ.36,13]· καὶ πάλι: «καὶ οἱ λίθοι ἦσαν ἐκ τῶν ὀνομάτων τῶν υἱῶν Ἰσρὰὴλ δώδεκα ἐκ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν, ἐγγεγλυμμένα εἰς σφραγῖδας, ἕκαστος ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ ὀνόματος, εἰς τὰς δώδεκα φυλᾶς(:αυτά λοιπὸν τὰ πολύτιμα πετράδια, ποὺ ἀντιστοιχοῦσαν στὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν τοῦ Ἰακώβ, ἦταν δώδεκα, ὅσα καὶ τὰ ὀνόματά τους, τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχε χαραγμένα ἀνάγλυφα σὰν σφραγῖδες, καὶ τὸ κάθε πετράδι ἔφερε τὸ ὄνομα μιᾶς ἀπὸ τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ)»[Έξ.36,21]· καὶ πάλι: «καὶ ἐποίησαν τὸ καταπέτασμα ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου νενησμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένης, ἔργον ὑφάντου Χερουβίμ(:Και ἔφτιαξαν τὸ Καταπέτασμα, ποὺ θὰ χώριζε σὲ δύο μέρη τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Σκηνῆς, ἀπὸ γνεσμένα νήματα μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο, καθὼς καὶ ἀπὸ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου. Ἦταν ἔργο ἐπιδέξιου ὑφαντοῦ καὶ εἶχε ἐπάνω του μορφὲς Χερουβίμ)»[Έξ.37,3· τὸ «καταπέτασμα» ἦταν τὸ παραπέτασμα ποὺ χώριζε τὰ ἅγια ἀπὸ τὰ ἅγια τῶν ἅγιων]· καὶ πάλι: «καὶ ἐποίησε τὸ ἱλαστήριον ἐπάνωθεν τῆς κιβωτοῦ ἐκ χρυσίου καθαροῦ καὶ τὸὺς δύο Χερουβὶμ χρυσοῦς (: καὶ ἔφτιαξε ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι καὶ τὸ κάλυμμα, ποὺ σκέπαζε ἀπὸ ἐπάνω τὴν Κιβωτὸ καὶ λεγόταν "ἱλαστήριον". Ἔκανε καὶ ἔβαλε ἐπάνω στὸ κάλυμμα αὐτὸ καὶ δύο Χερουβὶμ ἀπὸ χρυσάφι)»[Έξ.38,5].
17. Νὰ λοιπὸν ποὺ ἡ ὕλη εἶναι σεβαστὴ καὶ σεῖς τὴ θεωρεῖτε ἄτιμη. Πράγματι τί εἶναι εὐτελέστερο ἀπὸ τὸ κατσικίσιο μαλλὶ καὶ τὰ χρώματα; Μήπως δὲν εἶναι χρώματα τὸ κόκκινο καὶ τὸ πορφυρένιο καὶ τὸ γαλάζιο; Νὰ καὶ ὁμοίωμα τῶν χερουβίμ. Πῶς λοιπὸν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἐξ αἰτίας τοῦ νόμου ἀπαγορεύεις αὐτὸ ποὺ ὁ νόμος πρόσταξε νὰ κάνουμε; Ἂν ἐξ αἰτίας τοῦ νόμου ἀπαγορεύεις τὶς εἰκόνες, καιρὸς εἶναι νὰ τηρεῖς τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ νὰ περιτέμνεσαι, γιατί αὐτὰ ὁ μωσαϊκὸς νόμος τὰ ἐπιβάλλει ἀνυποχώρητα. Ἀλλὰ γνωρίζετε ὅτι «ἐὰν περιτέμνησθε, Χρὶστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει. μαρτύρομαι δὲ πάλιν πὰντὶ ἀνθρὼπῳ περιτεμνομὲνῳ ὅτι ὀφειλέτης ἐστὶν ὅλον τὸν νόμον ποιῆσαι. κατηργήθητε ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ οἵτινες ἐν νὸμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε(:Να, ἐγὼ ὁ Παῦλος, ὁ ἀπόστολος ποὺ ἐκλέχθηκα κατ' εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν Χριστό, σᾶς τὸ λέω: Ἐὰν περιτέμνεσθε, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σᾶς ὠφελήσει σὲ τίποτε. Δίνω καὶ πάλι βεβαίωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ περιτέμνεται, ὅτι ἔχει τὴν ὑποχρέωση νὰ τηρεῖ ὅλο τὸν νόμο, ἀφοῦ μὲ τὴν περιτομὴ ποὺ κάνει, προτιμᾶ τὴ δικαίωση μέσῳ τοῦ νόμου ἀπὸ τὴ δικαίωση ποὺ δίνει ὁ Χριστός. Ἐσεῖς λοιπὸν ποὺ προσπαθεῖτε νὰ δικαιωθεῖτε μὲ τὸ νόμο, ἀποξενωθήκατε ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἔχετε χάσει τη χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν μοιάζετε πλέον μὲ μᾶς)»[:Γαλ.5,2-4].
Δὲν ἔβλεπε τὸν Θεὸ ὁ παλαιὸς Ἰσραήλ, ἐνῷ ἐμεῖς μὲ ἀκάλυπτο τὸ πρόσωπο καθρεπτιζόμαστε τὴ δόξα τοῦ Κυρίου [: «ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμὲνῳ προσὼπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος(:Και ὅλοι ἐμεῖς μὲ ξέσκεπο τὸ πρόσωπο τοῦ ἐσωτερικοῦ μας ἀνθρώπου, σὰν καθρέφτες πνευματικοὶ δεχόμαστε καὶ ἀντανακλοῦμε τὴ δόξα τοῦ Κυρίου. Κι ἔτσι μεταμορφωνόμαστε καὶ παίρνουμε τὴν ἴδια ἔνδοξη εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Καὶ προοδεύουμε ἀπὸ ἕνα βαθμὸ δόξας σὲ ἄλλο ἀνώτερο βαθμό, ὅπως εἶναι ἑπόμενο νὰ προοδεύει ὁ ἄνθρωπος ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ Κύριος)»:Β΄Κορ.3,18]. Καὶ αἰσθητὰ παριστάνουμε παντοῦ τὸν χαρακτῆρα Του, ἐννοῶ τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, καὶ ἁγιάζουμε τὴν πρώτη ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις (γιατί πρώτη αἴσθηση εἶναι ἡ ὅραση), ὅπως καὶ μὲ τοὺς λόγους τὴν ἀκοὴ· γιατί ἡ εἰκόνα εἶναι ὑπόμνημα. Καὶ ὅ,τι ἀκριβῶς εἶναι τὸ βιβλίο γιὰ ὅσους ξέρουν γράμματα, τὸ ἴδιο εἶναι γιὰ τοὺς ἀγράμματους ἡ εἰκόνα· καὶ ὅ,τι εἶναι γιὰ τὴν ἀκοὴ ὁ λόγος, τὸ ἴδιο εἶναι γιὰ τὴν ὅραση ἡ εἰκόνα, ἀλλὰ μὲ νοητὸ τρόπο ἑνωνόμαστε μὲ Αὐτόν.
Γι’ αὐτὸ πρόσταξε ὁ Θεὸς νὰ κατασκευασθεῖ κιβωτὸς ἀπὸ ξύλα ἄσηπτα καὶ νὰ τὴ χρυσώσουν ὁλόκληρη μέσα καὶ ἔξω καὶ νὰ τοποθετήσουν σὲ αὐτὴ τὶς πλάκες, τὴ ράβδο, τὴ χρυσῆ στάμνα μὲ τὸ μάννα, γιὰ νὰ θυμίζει αὐτὰ ποὺ ἔγιναν καὶ νὰ προτυπώνει ὅσα θὰ γίνουν. Καὶ ποιός δὲν θὰ τὶς ὀνομάσει αὐτὲς τὶς εἰκόνες καὶ ὁλοφάνερους κήρυκες; Καὶ αὐτὰ δὲν βρίσκονταν στὰ πλάγια τῆς σκηνῆς, ἀλλὰ μπροστὰ σὲ ὅλο τὸν λαό, καὶ βλέποντάς τα, πρόσφερναν τὴν προσκύνηση καὶ τὴ λατρεία στὸν Θεὸ ποὺ ἐνήργησε μέσῳ αὐτῶν. Εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν λάτρευαν αὐτά, ἀλλὰ μέσῳ αὐτῶν ὁδηγοῦνταν στὴν ἀνάμνηση τῶν θαυμάτων καὶ ἀπέδιδαν τὴν προσκύνηση στὸν θαυματουργὸ Θεό. Γιατί ἦταν εἰκόνες ποὺ ὑπῆρχαν γιὰ ὑπόμνηση, τιμώμενες ὄχι ὡς θεοί, ἀλλὰ ὡς μέσα ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀνάμνηση τῶν θείων ἐνεργειῶν.
18. Καὶ δώδεκα λίθους πρόσταξε ὁ Θεὸς νὰ πάρουν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη καὶ λέει καὶ γιὰ ποιόν λόγο. Γιατί λέει: «Σύνταξον αὐτοῖς λέγων· ἀνέλεσθε ἐκ μέσου Ἰὀρδάνου ἑτοίμους δώδεκα λίθους καὶ τούτους διακομίσαντες ἅμα ὑμῖν αὐτοῖς, θέτε αὐτοὺς ἐν τῇ στρατοπεδεὶᾳ ὑμῶν, ὁὗ ἐὰν παρεμβάλητε ἐκεῖ τὴν νύκτα. καὶ ἀνακαλεσάμενος Ἰησοῦς δώδεκα ἄνδρας τῶν ἐνδόξων ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἕνα ἀφ᾿ ἑκάστης φυλῆς, εἶπεν αὐτοῖς· προσαγάγετε ἔμπροσθέν μοῦ πρὸ προσώπου Κυρίου εἰς μέσον τοῦ Ἰὀρδάνου, καὶ ἀνελόμενος ἐκεῖθεν ἕκαστος λίθον ἀράτω ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἵνα ὑπάρχωσιν ὑμῖν ὁὗτοι εἰς σημεῖον κείμενον διαπαντός, ἵνα ὅταν ἐρωτᾷ σε ὁ υἱὸς σοῦ αὔριον λέγων, τί εἰσιν οἱ λίθοι ὁὗτοι ἡμῖν; καὶ σὺ δηλώσεις τῷ υἱῷ σου λέγων· ὅτι ἐξέλιπεν ὁ Ἰὀρδάνης ποταμὸς ἀπὸ προσώπου κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου πάσης τῆς γῆς, ὡς διέβαινεν αὐτὸν· καὶ ἔσονται οἱ λίθοι ὁὗτοι ὑμῖν μνημόσυνον τοῖς υἱοῖς Ἰσρὰὴλ ἕως τοῦ αἰῶνος. καὶ ἐποίησαν οὕτως οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, καθότι ἐνετείλατο Κύριος τῷ Ἰησοῖ, καὶ ἀναλαβόντες δώδεκα λίθους ἐκ μέσου τοῦ Ἰὀρδάνου, καθάπερ συνέταξε Κύριος τῷ Ἰησοῖ ἐν τῇ συντελεῖᾳ τῆς διαβάσεως τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ διεκόμισαν ἅμα ἑαυτοῖς εἰς τὴν παρεμβολὴν καὶ ἀπέθηκαν ἐκεῖ(:Διάταξέ τους ὡς ἑξῆς: "Βγάλετε ἀπὸ τὸ μέσο τῆς κοίτης τοῦ Ἰορδάνη, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ στέκονταν οἱ ἱερεῖς μὲ τὴν Κιβωτό, δώδεκα στερεοὺς καὶ ὁμαλοὺς λίθους καὶ μεταφέρετέ τους μαζὶ σᾶς ἔξω ἀπὸ τὸν ποταμὸ καὶ τοποθετήσετέ τους στὸ στρατόπεδό σας, ἐκεῖ ὅπου θὰ κατασκηνώσετε τὴ νύκτα". Καὶ ὁ Ἰησοῦς του Ναυή, ἀφοῦ κάλεσε δώδεκα ἄντρες ἀπὸ τοὺς ἐπισήμους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἕναν ἀπὸ κάθε φυλή, εἶπε πρὸς αὐτούς: "Περᾶστε-προχωρῆστε-ἀπὸ ἐμπρός μου καὶ ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Κιβωτὸ τοῦ Κυρίου καὶ πηγαίνετε στὸ μέσο τῆς κοίτης τοῦ Ἰορδάνη, καὶ πάρετε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ καθένας σας ἀπὸ μία πέτρα στοὺς ὤμους του, κατὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ ὑπάρχουν οἱ δώδεκα αὐτὲς πέτρες ὡς παντοτινὸ ἀναμνηστικὸ μνημεῖο, ὥστε, ὅταν θὰ σᾶς ρωτοῦν ἀργότερα τὰ τέκνα σας: Ἐσεῖς θὰ ἀπαντᾶτε στὰ παιδιά σας μὲ τὴν ἀκόλουθη ἀπάντηση: "Οἱ δώδεκα αὐτοὶ λίθοι δηλώνουν καὶ μαρτυροῦν ὅτι ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης σταμάτησε νὰ τρέχει καὶ ξεράθηκε, ὅταν βρέθηκε ἐμπρὸς στὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου ὅλης τῆς γῆς, ὅταν ἡ Κιβωτὸς περνοῦσε τὸν ποταμό. Καὶ οἱ δώδεκα αὐτοὶ λίθοι θὰ εἶναι παντοτινὸ ἀναμνηστικὸ μνημεῖο γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες". Καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες ἔκαναν ἔτσι, ὅπως διέταξε ὁ Κύριος, τὸν Ἰησοῦ του Ναυή. Ἀφοῦ δηλαδὴ πῆραν δώδεκα λίθους ἀπὸ τὸ μέσο τῆς κοίτης τοῦ Ἰορδάνη, ὅπως διέταξε ὁ Κύριος τὸν Ἰησοῦ μετὰ τὴ διάβαση τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὸν ποταμό, τοὺς μετέφεραν μαζί τους στὸ στρατόπεδο καὶ τοὺς ἔθεσαν ἐκεῖ)» [Ἴησ. Ναυὴ 4,3-8].
Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς νὰ μὴν εἰκονογραφήσουμε τὰ σωτήρια πάθη καὶ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, ὥστε, ὅταν μὲ ρωτάει ὁ γιός μου, τί εἶναι αὐτό, νὰ τοῦ λέω ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μέσῳ Αὐτοῦ δὲν πέρασε μόνο ὁ Ἰσραὴλ τὸν Ἰορδάνη, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ φύση ἐπανῆλθε στὴν ἀρχαία μακαριότητα, καὶ μὲ Αὐτὸν ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὰ πιὸ χαμηλὰ τῆς γῆς ἀνέβηκε πιὸ πάνω ἀπὸ κάθε ἐξουσία καὶ κάθισε στὸν ἴδιο τόν πατρικὸ θρόνο.
19. «Ναί, ἐντάξει», λέει ἴσως κάποιος, «κάνε τὸ εἰκόνισμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀρκέσου σὲ αὐτό, ἢ καὶ τὸ εἰκόνισμα τῆς μητέρας Του, τῆς Θεοτόκου». Πόσο μεγάλη ἀτοπία! Ἀπερίφραστα ὁμολόγησες τὸν ἑαυτό σου ἐχθρὸ τῶν ἁγίων γιατί, ἂν κάνεις εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, κατὰ κανένα τρόπο ὅμως τῶν ἁγίων, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἀπαγορεύεις τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ τὴν τιμὴ τῶν ἁγίων, πρᾶγμα ποὺ κανεὶς στοὺς αἰῶνες δὲν τόλμησε νὰ κάνει ἢ δὲν προσπάθησε νὰ κάνει παρόμοιο ἐγχείρημα.
Γιατί κάνεις τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶναι δοξασμένος, ἀπορρίπτεις ὅμως μὲ βδελυγμία τὴν ἐξεικόνιση τῶν ἁγίων ἐπειδὴ εἶναι ἀδόξαστοι, καὶ ἐπιχειρεῖς νὰ ἀποδείξεις ψεύτικη τὴν ἀλήθεια. Γιατί λέει ὁ Κύριος: «Τὸὺς δοξάζοντάς με δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν με ἀτιμασθήσεται (: Αὐτοὺς ποὺ μὲ τιμοῦν καὶ δοξάζουν, θὰ τοὺς δοξάσω καὶ Ἐγὼ· ἐκεῖνον ὅμως ποὺ μὲ περιφρονεῖ, θὰ τὸν ἀφήσω νὰ περιφρονηθεῖ καὶ νὰ ἀτιμαστεῖ)»[Α΄Βασ.2,30], καὶ ὁ θειος ἀπόστολος: «ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ᾿ υἱὸς· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ(: Ἄρα λοιπόν, σύμφωνα μὲ ὅλα αὐτά, ἐσὺ ποὺ πίστεψες στὸ Χριστὸ δὲν εἶσαι πλέον δοῦλος, ἀλλὰ εἶσαι κατὰ χάριν υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν λοιπὸν εἶσαι υἱός, εἶσαι συγχρόνως καὶ κληρονόμος τοῦ Θεοῦ. Καὶ γίνεσαι κληρονόμος διαμέσου τοῦ Χριστοῦ)»[Γαλ.4,7] καὶ ἀφοῦ συμμετέχουμε στὰ πάθη, καὶ θὰ δοξασθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Θεό [Ρώμ.8,17: «εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν (:Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμαστε παιδιά, εἶναι φυσικὸ νὰ εἴμαστε καὶ κληρονόμοι˙ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ ὡς πατέρας μας, καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀδελφοῦ μας. Καὶ γινόμαστε συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ἂν βεβαίως πάσχουμε μαζὶ μ’ αὐτόν, ἔτσι ὥστε καὶ νὰ δοξαστοῦμε μαζί του)».
Δὲν ξεσήκωσες τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν εἰκόνων, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἐναντίον τῶν ἁγίων. Λέγει λοιπὸν ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ ἐπιστήθιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὅτι θὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ Αὐτόν: «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὕπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθὼς ἐστι(:Αγαπητοί μου, τώρα εἴμαστε παιδιὰ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἔχει φανερωθεῖ ἀκόμη τι πρόκειται νὰ γίνουμε στὸ μέλλον. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὅταν φανερωθεῖ ὁ Χριστὸς στὴ δευτέρα Τοῦ παρουσία, θὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ Αὐτὸν στὴ δόξα, διότι θὰ Τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι, στὴν κατάσταση τῆς θείας Τοῦ δόξας, ἡ ὁποία θὰ καθρεπτισθεῖ καὶ θὰ λάμψει καὶ σὲ μᾶς σὰν νὰ εἴμαστε πνευματικοὶ καθρέπτες)»[Α΄Ιω.3,2]. Γιατί, ὅπως ὅταν ἑνώνεται τὸ σίδερο μὲ τὴ φωτιά, δὲν γίνεται φωτιὰ ὡς πρὸς τὴ φύση του, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν ἕνωση καὶ τὴν πυράκτωση καὶ τὴ μέθεξη, ἔτσι καὶ αὐτὸ ποὺ θεοῦται δὲν γίνεται Θεὸς ὡς πρὸς τὴ φύση, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴ μέθεξη.
Δὲν μιλῶ ὅμως γιὰ τὴ σάρκα τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ· γιατί ἐκείνη ἔγινε ἄτρεπτα Θεὸς μὲ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση καὶ μέθεξη τῆς στὴ θεία φύση, χωρὶς νὰ χρισθεῖ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ἀλλὰ μὲ τὴν παρουσία ὅλου ἐκείνου ποὺ τὸν ἔχρισε. Ὅτι ὅμως μὲ τὴ θέωση καὶ οἱ ἅγιοι γίνονται θεοί, μᾶς τὸ λέει ὁ ψαλμωδός: «Ὁ Θὲὸς ἔστη ἐν συναγωγῇ θεῶν, ἐν μὲσῳ δὲ θεοὺς διακρινεῖ(:Ο Θεὸς στάθηκε στὸ μέσο συνάξεως κριτῶν καὶ ἀρχόντων, τοὺς ὁποίους ὡς ἀντιπροσώπους τοῦ ἐγκατέστησε καὶ μὲ θεῖο κῦρος περιέβαλε, στὴν ἀπονομὴ τῆς δικαιοσύνης, ἐν μέσῳ δὲ αὐτῶν ἀφοῦ κατέλαβε τὴν πρέπουσα σὲ Αὐτὸν θέση, θὰ κρίνει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν περιβληθεῖ τὴ θεία δόξα καὶ τὴ διαχειρίζονται)»[Ψαλμ.81,1], ὅταν δηλαδὴ ὁ Θεὸς στέκεται ἀνάμεσα σὲ θεούς, κατανέμει τὶς ἀξίες, ὅπως λέει, ἑρμηνεύοντας αὐτό, ὁ Γρηγόριος θεολόγος[Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος 40, P.G. 365Β].
20. Στὸν Δαβὶδ ἔδωσε ὑπόσχεση ὁ Θεὸς ὅτι θὰ Τοῦ κτίσει ναὸ μὲ τὸν υἱό του, Σολομῶντα καὶ θὰ κατασκευάσει οἶκο ἀναπαύσεώς Του[Όταν ὁ Δαβὶδ ἀνάφερε στὸν προφήτη Νάθαν τὴν πρόθεσή του νὰ κτίσει ναὸ γιὰ νὰ τοποθετήσει ἐκεῖ τὴν κιβωτὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς τοῦ ἀπάντησε μέσῳ τοῦ προφήτη, ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ θὰ τὸ πραγματοποιήσει ὁ γιός του, ἀφοῦ πρῶτα στερεωθεῖ ἡ βασιλεία του· βλ. Β΄ Βασ. 7,1-13: «Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐκάθισεν ὁ βασιλεὺς ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ Κύριος κατεκληρονόμησεν αὐτὸν κὺκλῳ ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ τῶν κύκλῳ, καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Νάθαν τὸν προφήτην· ἰδοὺ δὴ ἐγὼ κατοικῶ ἐν οἴκῳ κεδρίνῳ, καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ κάθηται ἐν μὲσῳ τῆς σκηνῆς. καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς τὸν βασιλέα· πάντα, ὅσα ἂν ἐν τῇ καρδίᾳ σου, βάδιζε καὶ ποίει, ὅτι Κύριος μετὰ σοῦ. καὶ ἐγένετο τῇ νὺκτὶ ἐκεὶνῃ καὶ ἐγένετο ῥῆμα Κυρίου πρὸς Νάθαν λέγων· πορεύου, καὶ εἰπὸν πρὸς τὸν δοῦλόν μου Δαυὶδ· τάδε λέγει Κύριος· οὐ σὺ οἰκοδομήσεις μοὶ οἶκον τοῦ κατοικῆσαὶ με· ὅτι οὐ κατῴκηκα ἐν οἴκῳ ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἀνήγαγον τὸὺς υἱοὺς Ἰσρὰὴλ ἐξ Αἰγύπτου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἤμην ἐμπεριπατῶν ἐν καταλύματι καὶ ἐν σκήνῇ, ἐν πᾶσιν, ὁἷς διῆλθον ἐν πάντὶ Ἰσραήλ, εἰ λαλῶν ἐλάλησα πρὸς μίαν φὺλὴν τοῦ Ἰσραήλ, ᾧ ἐνετειλάμην ποιμαίνειν τὸν λαόν μου Ἰσρὰὴλ λέγων· ἱνατὶ οὐκ ᾠκοδομήκατέ μοὶ οἶκον κέδρινον; καὶ νῦν τάδε ἐρεῖς τῷ δούλῳ μου Δαυὶδ· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ἔλαβόν σε ἐκ τῆς μάνδρας τῶν προβάτων τοῦ εἶναὶ σὲ εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαὸν μοῦ ἐπὶ τὸν Ἰσρὰὴλ καὶ ἤμην μετὰ σοῦ ἐν πᾶσιν, ὁἷς ἐπορεύου, καὶ ἐξωλόθρευσα πάντας τὸὺς ἐχθροὺς σοῦ ἀπὸ προσώπου σου καὶ ἐποίησά σε ὀνομαστὸν κατὰ τὸ ὄνομα τῶν μεγάλων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ θήσομαι τόπον τῷ λὰῷ μοῦ τῷ Ἰσρὰὴλ καὶ καταφυτεύσω αὐτόν, καὶ κατασκηνώσει καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ οὐ μεριμνήσει οὐκέτι, καὶ οὐ προσθήσει υἱὸς ἀδικίας τοῦ ταπεινῶσαι αὐτὸν καθὼς ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἀπὸ τῶν ἡμερῶν, ὧν ἔταξα κρὶτὰς ἐπὶ τὸν λαὸν μοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἀναπαύσω σὲ ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν σου, καὶ ἀπαγγελεῖ σοὶ Κύριος ὅτι οἶκον οἰκοδομήσεις αὐτῷ. καὶ ἔσται ἐὰν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι σου καὶ κοιμηθὴσῃ μετὰ τῶν πατέρων σου, καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σοῦ μετὰ σέ, ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω τὴν βασιλείαν αὐτοῦ· αὐτὸς οἰκοδομήσει μοὶ οἶκον τῷ ὀνόματί μου, καὶ ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα(:Όταν λοιπὸν ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ ἐγκαταστάθηκε στὸ ἀνάκτορό του καὶ τὸν ἀπάλλαξε ὁ Κύριος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς του ποὺ τὸν περικύκλωναν καὶ ἐξαφάλισε τὴν κληρονομιὰ τοῦ ἀπὸ τὶς γύρω ἐχθρικὲς χῶρες, εἶπε ὁ βασιλιᾶς στὸν προφήτη Νάθαν: «Ὅπως βλέπεις ἐγὼ μὲν κατοικῶ μέσα σὲ πολυτελὲς ἀνάκτορο, ποὺ κατασκευάστηκε μὲ ξύλα κέδρου, ἐνῷ ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα σὲ μία ἁπλῆ σκηνή». Καὶ ὁ Νάθαν ἀποκρίθηκε στὸν βασιλιᾶ: «Προχώρησε καὶ κάνε ὅλα ὅσα ποθεῖ ἡ καρδιά σου, διότι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου». Κατὰ τὴ νύκτα ἐκείνη ὅμως μίλησε ὁ Κύριος στὸν Νάθαν καὶ τοῦ εἶπε: « Πήγαινε νὰ πεῖς τὰ ἑξῆς στὸν δοῦλο μου τον Δαβίδ: ’’ Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: Δὲν εἶσαι ἐσὺ ἐκεῖνος ποὺ θὰ μοῦ κτίσει ναό, γιὰ νὰ κατοικῶ σὲ αὐτόν. Ἄλλωστε δὲν ἔχω κατοικήσει ποτὲ μέσα σὲ Ναὸ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔβγαλα ἐλεύθερους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο τοὺς Ἰσμαηλίτες μέχρι σήμερα. Διαρκῶς βάδιζα μαζί σας καὶ διέμενα σὲ πρόχειρο κατάλυμα, σὲ μία σκηνή. Καθ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ τῆς ἱστορίας σας ἕως τώρα, κατὰ τὴν ὁποία ἤμουν μαζί σας, εἶπα ἄραγε ποτὲ σὲ μία ἔστω φυλὴ τοῦ Ἰσραὴλ ἢ σὲ κάποιον ἄρχοντα ποὺ τὸν ὅρισα γιὰ νὰ ὁδηγεῖ τὸν λαό μου, τὸν Ἰσραήλ, γιατί δὲν κτίσατε γιὰ χάρη μου Ναὸ ἀπὸ ξύλα κέδρου; Καὶ τώρα λοιπὸν νὰ πεῖς τὰ ἑξῆς στὸν δοῦλο μου τον Δαβίδ: «Αὐτὰ λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος: ‘’Σὲ πῆρα ἀπὸ τὸ μαντρὶ τῶν προβάτων, γιὰ νὰ γίνεις ἄρχοντας καὶ ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ μου, τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ ἤμουνα μαζί σου ἕως τώρα παντοῦ, ὅπου πήγαινες. Ἐξολόθρευσα ἐπίσης ἀπὸ ἐμπρός σου ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου καὶ ἔκανα τὸ ὄνομά σου ἔνδοξο καὶ ξακουστό, ὅπως τὸ ὄνομα τῶν μεγάλων ἀνδρῶν τῆς γῆς. Σὲ βεβαιώνω ἐπίσης ὅτι θὰ ὁρίσω καὶ θὰ ἑτοιμάσω ἕνα τόπο εἰδικὰ γιὰ τὸν λαό μου τὸν Ἰσραὴλ καὶ θὰ τὸν φυτεύσω ἐκεῖ, ὥστε νὰ ριζώσει. Καὶ θὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ αὐτὸν ἀσφαλής, χωρὶς νὰ ἔχει πλέον καμία ἀνησυχία. Κανεὶς ἄδικος καὶ πονηρὸς λαὸς δὲν πρόκειται νὰ ὑποτάξει καὶ νὰ ταπεινώσει τὸν λαό μου, ὅπως συνέβη προηγουμένως, τότε δηλαδὴ ποὺ ὅρισα Κριτὲς στὸν λαό μου τὸν Ἰσραήλ. Θὰ σὲ ἀπαλλάξω ὁπωσδήποτε ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου καὶ θὰ σοῦ πεῖ τότε ὁ Κύριος ὁτιδήποτε ἔχει σχέση μὲ τὴ διάθεσή σου νὰ οἰκοδομήσεις Ναό. Ὅταν λοιπὸν συμπληρωθοῦν οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς σου καὶ κοιμηθεὶς καὶ ἐσὺ τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου μαζὶ μὲ τοὺς πατέρες σου, θὰ ἀναδείξω τὸν ἀπόγονό σου μετὰ ἀπὸ ἐσένα, ποὺ θὰ εἶναι παιδὶ δικό σου, καὶ θὰ στερεώσω τὴ βασιλικὴ ἐξουσία σου. Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀνεγείρει Ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὀνόματός μου καὶ θὰ ἀνυψώσω καὶ θὰ δοξάσω αἰώνια τὸν θρόνο του’’)»].
Τὸν ναὸ αὐτὸν τὸν οἰκοδόμησε ὁ Σολομῶν καὶ κατασκεύασε Χερουβίμ, ὅπως ἀναφέρει τὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν καὶ περιέβαλε τὰ χερουβὶμ μὲ χρυσάφι καὶ ὅλους τοὺς τοίχους τους γέμισε τριγύρω μὲ ἀνάγλυφα χαραγμένα χερουβὶμ καὶ φοινικόδεντρα μέσα καὶ ἔξω -δὲν εἶπε στὰ πλάγια, ἀλλὰ «τριγύρω»- καθὼς καὶ μὲ βόδια καὶ λιοντάρια καὶ ροΐσκους[Οι ροΐσκοι ἦταν μικρὲς κόκκινες διακοσμήσεις σὲ σχῆμα ροδιοῦ (ροιὰς)· βλ. Γ΄ Βασ. 6,28-29: «καὶ περιέσχε τὰ Χερουβὶμ χρυσίῳ. καὶ πάντας τὸὺς τοίχους τοῦ οἴκου κὺκλῳ ἐγκολαπτὰ ἔγραψε γραφίδι Χερουβίμ, καὶ φοίνικες τῷ ἐσωτὲρῳ καὶ τῷ ἐξωτέρῳ(:και ὁ Σολωμῶν κάλυψε καὶ τὰ δύο Χερουβὶμ μὲ χρυσάφι καὶ λάξευσε ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς τοίχους τους κυρίως Ναοῦ καὶ τοῦ χώρου τῶν Ἁγίων τῶν Ἁγίων γύρω-γύρω, ἐπάνω στὴν ἐσωτερική τους πλευρά, ἀνάγλυφα σχήματα Χερουβὶμ καὶ φοινικόδεντρων)»].Δεν εἶναι πολὺ πιὸ σεβάσμιο νὰ στολίζουμε ὅλους τοὺς τοίχους τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου μὲ μορφὲς καὶ ἀπεικονίσεις ἅγιων, παρὰ μὲ ἄλογα ζῶα καὶ δέντρα; Ποῦ εἶναι ὁ νόμος ποὺ παραγγέλλει: «δὲν θὰ κατασκευάσεις κανένα ὁμοίωμα»;
Ἀλλὰ ὁ Σολομῶν, ποὺ δέχτηκε ἔκχυση σοφίας, χωρὶς νὰ εἰκονίζει τὸν Θεό, ἔκανε χερουβὶμ καὶ ὁμοιώματα λιονταριῶν καὶ βοδιῶν-πράγματα ποὺ ἀπαγορεύει ὁ νόμος- καὶ ἐμεῖς, χωρὶς νὰ εἰκονίζουμε τὸν Θεό, κάνουμε τὰ εἰκονίσματα τῶν ἁγίων. Γιατί, ὅπως τότε καὶ ὁ ναὸς καὶ ὁ λαὸς ἐξαγνίζονταν μὲ αἷμα ἄλογων ζώων καὶ μὲ στάχτη ἀπὸ δαμάλι [βλ. Ἔβρ. 9,12-14: «οὐδὲ δι᾿ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ Ἅγιά, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος, εἰ γὰρ τὸ ἂἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σπὸδὸς δαμάλεως ῥἀντίζουσα τὸὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σὰρκὸς καθαρότητα, πὸσῳ μᾶλλον τὸ ἂἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θέῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θὲῷ ζῶντι; (:Οὔτε χρησιμοποίησε ὁ Χριστὸς ὡς θυσία τὸ αἷμα τράγων καὶ μόσχων, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων. Ἀλλὰ μὲ τὸ δικό Του αἷμα μπῆκε μιὰ γιὰ πάντα στὰ ἐπουράνια Ἅγια καὶ ἐξασφάλισε γιὰ μᾶς ἀπολύτρωση ὄχι προσωρινή, ἀλλὰ αἰώνια. Διότι, ἐὰν τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων καὶ τὸ ράντισμα μὲ τὸ νερὸ καὶ τὴ στάχτη τοῦ δαμαλιοῦ ποὺ κατακαιγόταν στὸ θυσιαστήριο δίνει στοὺς θρησκευτικὰ μολυσμένους καὶ ἀκάθαρτους ἕναν ἐξωτερικὸ καθαρμὸ καὶ ἐξαγνίζει τὸ σῶμα τους, προκειμένου νὰ μποροῦν νὰ μετέχουν στὴ λατρεία, πόσο μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ τὸ αἰώνιο Πνεῦμα ποὺ κατοικοῦσε μέσα του πρόσφερε στὸν Θεὸ ὡς θυσία τὸν ἑαυτό Του ὁλοκληρωτικὰ καθαρὸ καὶ ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε ρύπο ἁμαρτίας, θὰ καθαρίσει τὴ συνείδησή σας ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ποὺ φέρνουν στὴν ψυχὴ νέκρωση, καὶ θὰ σᾶς ἀξιώσει νὰ λατρεύετε ἀξίως τὸν ζωντανὸ Θεό;)»], ἐνῷ τώρα ἐξαγνίζονται μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ μαρτύρησε τὴν ἐποχή του Ποντίου Πιλάτου [βλ. Α΄Τιμ.6,13: «Παραγγέλλω σοὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τὰ πάντα καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν κὰλὴν ὁμολογίαν(:Σου παραγγέλλω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μεταδίδει ζωὴ στὰ πάντα, καὶ ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μπροστὰ στὸν Πόντιο Πιλάτο ἔδωσε τὴ μαρτυρία τῆς καλῆς ὁμολογίας ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ)»], καθιστῶντας τὸν ἑαυτό Του ἀπαρχὴ τῶν μαρτύρων, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεμελιωθεῖ καὶ μὲ τὸ ἱερὸ αἷμα τῶν ἁγίων, ἔτσι τότε ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ στολιζόταν μὲ μορφὲς καὶ παραστάσεις ἄλογων ζώων, ἐνῷ τώρα μὲ μορφὲς ἁγίων, οἱ ὁποῖοι κατέστησαν τοὺς ἑαυτούς τους, ναοὺς ἔμψυχους καὶ λογικοὺς γιὰ νὰ κατοικήσει ὁ ζωντανὸς Θεὸς πνευματικά.
21. Ζωγραφίζουμε τὸν Χριστό, τὸν βασιλέα καὶ Κύριο, χωρὶς νὰ τὸν ἀπογυμνώνουμε ἀπὸ τὸ στράτευμά Του˙ γιατί οἱ ἅγιοι εἶναι ὁ στρατὸς τοῦ Κυρίου. Ἂς ἀπογυμνώσει ὁ ἐπίγειος βασιλιᾶς τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ στράτευμά του, καὶ ἔπειτα τὸν βασιλιᾶ του καὶ Κύριο. Ἂς βγάλει πρῶτα αὐτὸς τὴ βασιλικὴ ἁλουργίδα[πορφυρένιο ἔνδυμα, χαρακτηριστικὸ τῶν βασιλέων] καὶ τὸ διάδημα [:ταινία ποὺ ἔδενε τὴν κόμη τῶν βασιλέων καὶ συνεκδοχικὰ τὸ στέμμα καὶ ἡ βασιλικὴ ἐξουσία], καὶ τότε νὰ καταργήσει τὸ σεβασμὸ πρὸς ἐκείνους ποὺ θριάμβευσαν ἐναντίον τοῦ τυράννου καὶ ἔγιναν κύριοι τῶν παθῶν τους. Γιατί, ἂν εἶναι κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ [βλ. Ρώμ. 8,17: «εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν(:αφού λοιπὸν εἴμαστε παιδιά, εἶναι φυσικὸ νὰ εἴμαστε καὶ κληρονόμοι˙ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ ὡς πατέρας μας, καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀδελφοῦ μας. Καὶ γινόμαστε συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ἂν βεβαίως πάσχουμε μαζὶ μὲ Αὐτόν, ἔτσι ὥστε καὶ νὰ δοξαστοῦμε μαζί Του)»] καὶ μέτοχοι τῆς θείας δόξας καὶ βασιλείας Του, πῶς δὲν θὰ γίνουν καὶ μέτοχοι τῆς ἐπὶ γῆς δόξας Του οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ;
«Δὲν σᾶς ἀποκαλῶ δούλους», λέγει ὁ Θεός, «ἀλλὰ ἐσεῖς εἶσθε φίλοι μοῦ» [βλ. Ἰω. 15,14-15: «Ὑμεῖς φίλοι μοῦ ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν. οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν(: Ἐσεῖς εἶστε φίλοι μου. Κι ἐγώ σας δείχνω τὴν τέλεια καὶ ἀνυπέρβλητη ἀγάπη μου θυσιάζοντας τὴ ζωή μου. Καὶ θὰ ἐξακολουθεῖτε νὰ εἶστε φίλοι μου, ἐὰν κάνετε ὅσα ἐγώ σας ζητῶ. Δὲν σᾶς ὀνομάζω πλέον δούλους, διότι ὁ δοῦλος χρησιμοποιεῖται ὡς ἁπλὸ ὄργανο ἀπὸ τὸν κύριό του καὶ δὲν γνωρίζει ποιόν σκοπὸ καὶ ποιόν λόγο ἔχει αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ κάνει ὁ κύριός του, ὅταν τοῦ ζητᾶ νὰ ἐκτελέσει κάποια ἐντολή του. Σᾶς ὀνόμασα φίλους, διότι ὅλα ὅσα ἄκουσα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου σας τὰ γνωστοποίησα· διότι σᾶς θέλω συνεργάτες μου, γιὰ νὰ συνεχίσετε μὲ πλήρη ἐπίγνωση τὸ ἔργο μου)»[Ιω.15,14-15], θὰ τοὺς στερήσουμε λοιπὸν τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς ἔχει δώσει ἡ Ἐκκλησία;
Πῶ πῶ θρασὺ χέρι! Πῶ πῶ προκλητικὴ γνώμη ποὺ ἀντιστρατεύεται στὸν Θεὸ καὶ ἐνεργεῖ ἀντίθετα πρὸς τὰ προστάγματά Του! Δὲν προσκυνᾶς τὴν εἰκόνα; Νὰ μὴν προσκυνᾶς οὔτε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ ζωντανή [βλ. Κόλ. 1,15: «ὃς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως(:Αυτός ὁ Υἱὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν φαίνεται μὲ τὰ σωματικά μας μάτια. Εἶναι πρωτότοκος, ποὺ δὲν κτίσθηκε, ἀλλὰ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια τήν οὐσία τοῦ Πατρός, πρὶν νὰ δημιουργηθοῦν ὅλα τὰ κτίσματα)»] καὶ χαρακτῆρας ἀπαράλλακτος.
Προσκυνῶ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς σαρκωμένου Θεοῦ, τῆς Δέσποινας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τῆς Θεοτόκου, ὡς μητέρας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῶν ἁγίων, ὡς φίλων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθηκαν στὴν ἁμαρτία δίνοντας καὶ τὸ αἷμα τους καὶ μιμήθηκαν τὸν Χριστὸ χύνοντας τὸ αἷμα τους γι’ Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος προηγουμένως εἶχε χύσει τὸ δικό Του αἷμα γι΄ αὐτοὺς καὶ γιὰ ὅσους πολιτεύθηκαν ἀκολουθῶντας τὰ ἴχνη Του. Αὐτῶν τὰ κατορθώματα καὶ τὰ πάθη ζωγραφίζω, ἐπειδὴ μὲ αὐτὰ ἁγιάζομαι καὶ καλλιεργεῖται ὁ ζῆλος μου νὰ τὰ μιμηθῶ[Αυτή εἶναι ἡ σωστὴ τοποθέτηση τῆς ἔννοιας τῆς προσκυνήσεως τῶν ἅγιων εἰκόνων].Και αὐτὰ τὰ σέβομαι καὶ τὰ προσκυνῶ· γιατί ὁ σεβασμὸς τῆς εἰκόνας μεταβαίνει στὸ πρωτότυπο, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος[ Μ. Βασιλείου Περὶ τοῦ ἅγιου Πνεύματος, P.G. 32,149C].
Ἂν ἀνεγείρεις ναοὺς γιὰ τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ, τότε ὕψωσε καὶ τὰ τρόπαιά τους. Παλαιότερα δὲν κτιζόταν ναὸς στὸ ὄνομα ἀνθρώπων, οὔτε γιορταζόταν ὁ θάνατος τῶν δικαίων, ἀλλὰ τὸν πενθοῦσαν, καὶ ὅποιος ἄγγιζε νεκρὸ ἐθεωρεῖτο ἀκάθαρτος [Ἄριθμ. 19,11: «Ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος πάσης ψυχῆς ἀνθρώπου ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας(:αυτός ποὺ ἀγγίζει τὸ σῶμα κάθε νεκροῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτος γιὰ ἑπτὰ μέρες)»[Αριθμ.19,11], ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο τόν Μωυσῆ ἂν ἄγγιζε. Τώρα ὅμως γιορτάζονται οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων· πένθησαν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰακὼβ [ Γέν. 50, 11-12:
Καὶ εἶδον οἱ κάτοικοι τῆς γῆς Χαναὰν τὸ πένθος ἐπὶ ἅλωνι Ἀτὰδ καὶ εἶπαν· πένθος μέγα τοῦτὸ ἐστι τοῖς Αἰγυπτίοις· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Πένθος Αἰγύπτου, ὃ ἐστι πέραν τοῦ Ἰὀρδάνου. καὶ ἐποίησαν αὐτῷ οὕτως οἱ υἱοὶ αὐτοῦ(: καὶ εἶδαν οἱ κάτοικοι τῆς Χαναὰν τὸ μεγάλο καὶ βαρὺ πένθος ὅλου ἐκείνου τοῦ πλήθους στὸ ἁλώνι Ἀτὰδ καὶ εἶπαν: "Αὐτὸ εἶναι πένθος μεγάλο τῶν Αἰγυπτίων". Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὀνομάστηκε ὁ τόπος ἐκεῖνος: "Πένθος Αἰγύπτου". Ὁ τόπος αὐτὸς εἶναι στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη. Καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ἔτσι ἔκαναν γιὰ τὸν νεκρὸ πατέρα τους)»], ἀλλὰ πανηγυρίζεται ὁ θάνατος τοῦ Στεφάνου. Ἢ λοιπὸν κατάργησε καὶ τὶς πανηγυρικὲς μνῆμες τῶν ἁγίων, ποὺ γίνονται ἀντίθετα πρὸς τὸν παλαιὸ νόμο, ἢ ἐπίτρεψε καὶ τὶς εἰκόνες ποὺ εἶναι, ὅπως ἐσὺ ἰσχυρίζεσαι, ἀντίθετες πρὸς τὸν νόμο.
Ὅμως εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν γιορτάζουμε τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, γιατί αὐτὲς προστάζει νὰ γίνονται ὁ χορὸς τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ τῶν θεοφόρων πατέρων. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε σάρκα καὶ ὁμοιώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου μὲ ἐμᾶς, χωρὶς ἁμαρτία, καὶ ἑνώθηκε ἀσύγχυτα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ θέωσε ἀμετάβλητα τὴ σάρκα μὲ τὴν ἀσύγχυτη περιχώρηση τῆς θεότητάς Του καὶ τῆς σάρκας Του, πραγματικὰ ἁγιασθήκαμε. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ὁ Ὁποῖος, ἐνῷ ἦταν ἀπαθὴς κατὰ τὴ θεότητα, ἔπαθε κατὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσλημμα καὶ ξεπλήρωσε τὸ δικό μας χρέος, χύνοντας γιὰ μᾶς πολύτιμο καὶ ἀξιοθαύμαστο λύτρο (γιατί τὸ αἷμα τοῦ Υἱοῦ κινεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Πατέρα καὶ εἶναι σεβαστὸ ἀπὸ Αὐτόν), πραγματικὰ ἐλευθερωθήκαμε.
Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού, κατεβαίνοντας στὸν ἅδη στὶς ψυχές, ποὺ ἀπὸ αἰῶνες ἦταν δεμένες σὰν αἰχμάλωτες, κήρυξε ἄφεση καὶ σὰν τυφλὲς ποὺ ἦταν, τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τοὺς[Λουκά 4,19: «κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν(:Με ἔστειλε νὰ κηρύξω ἄφεση καὶ ἐλευθερία στοὺς δούλους καὶ αἰχμάλωτους τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ χαρίσω το φῶς σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τυφλωμένο τὸν νοῦ τους ἀπὸ τὸν σκοτισμὸ τῶν παθῶν. Μὲ ἔστειλε νὰ ἐλευθερώσω ἀπὸ κάθε ἐνοχὴ ἐκείνους ποὺ ἔχουν καταπληγωθεῖ καὶ συντριβεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω καὶ νὰ ἀναγγείλω τὴν ἔναρξη τῆς νέας περιόδου, ἡ ὁποία εἶναι ἀρεστὴ στὸν Θεὸ καὶ ἐπιθυμητὴ στοὺς ἀνθρώπους˙ διότι τὴν περίοδο αὐτὴ πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὸν Μεσσία ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων)»], καί, ἀφοῦ ἔδεσε τὸν ἰσχυρό του ἅδη μὲ τὴν ὑπεροχὴ τῆς δύναμής Του [Μάτθ.12,29: «ἢ πῶς δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἁρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον δὴσῃ τὸν ἰσχυρόν; καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει(:Ή – ἂν δὲν σᾶς πείθει ἡ ἀπόδειξη αὐτή – σας ρωτῶ: Πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ μπεῖ στὸ σπίτι τοῦ δυνατοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἁρπάξει τοὺς δαιμονισμένους, ποὺ τοὺς κατέχει σὰν ἄψυχα σκεύη, ἐὰν δὲν κατανικήσει καὶ δὲν δέσει πρωτύτερα τὸν ἰσχυρό; Καὶ τότε θὰ διαρπάσει τὸ σπίτι του. Ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου λοιπὸν ὄχι μόνο δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ Ἐμένα, ἀλλὰ ἀντίθετα κατανικήθηκε καὶ ἐκμηδενίστηκε ἀπὸ τὴ δύναμή μου)»], ἀνέστησε τὴ σάρκα ποὺ γι΄ Αὐτὸν πῆρε ἀπὸ μᾶς, κάνοντάς την ἄφθαρτη, γίναμε πραγματικὰ ἄφθαρτοι.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐπίσης ποὺ γεννηθήκαμε μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ Πνεύματος [Ἰω.3,5: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(:Αληθινά, ἀληθινὰ σοῦ λέω ὅ,τι ἐὰν δὲν γεννηθεῖ κανεὶς πνευματικὰ ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἀοράτως μὲ τὸ νερὸ αὐτὸ ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ)»], πραγματικὰ υἱοθετηθήκαμε καὶ γίναμε κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ [βλ. Ρώμ.8,17: «Εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν(:Αφού λοιπὸν εἴμαστε παιδιά, εἶναι φυσικὸ νὰ εἴμαστε καὶ κληρονόμοι˙ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ ὡς πατέρα μας, καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀδελφοῦ μας. Καὶ γινόμαστε συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ἂν βεβαίως πάσχουμε μαζὶ μὲ Αὐτόν, ἔτσι ὥστε καὶ νὰ δοξαστοῦμε μαζί Του)»]. Γι΄αυτό ὁ Παῦλος τοὺς πιστούς τους ὀνομάζει ἁγίους. Γι’ αὐτὸ δὲν πενθοῦμε, ἀλλὰ γιορτάζουμε τὸν θάνατο τῶν ἁγίων. Γι’ αὐτὸ δὲν βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ νόμου, ἀλλὰ τῆς χάριτος [Ρώμ.6,14: «Ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει· οὐ γὰρ ἐστε ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν(:Και μπορεῖτε νὰ τὸ κατορθώσετε αὐτό, διότι ἡ ἁμαρτία δὲν θὰ σᾶς κυριεύσει. Διότι δὲν εἶστε πλέον κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ νόμου, ποὺ πρόσταζε τὸ ὀρθὸ καὶ τὸ δίκαιο, δὲν ἔδινε ὅμως καὶ τὴν ἐνίσχυση προκειμένου νὰ τὸ κατορθώσει κανεὶς αὐτό. Ἀλλὰ εἶστε τώρα μέσα στὴν ἐξουσία τῆς χάριτος, ἡ ὁποία καὶ μᾶς συγχωρεῖ γιὰ ὅσα κακὰ κάναμε στὸ παρελθόν, ἐνῷ παράλληλα μᾶς ἐνισχύει καὶ μᾶς ἀσφαλίζει γιὰ νὰ βαδίζουμε τὸν δρόμο τῆς ἁγιότητος)»], ἐπειδὴ δικαιωθήκαμε μὲ τὴν πίστη [Ρώμ.5,1:«Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θὲὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ(:Αφού λοιπὸν γίναμε δίκαιοι μέσῳ τῆς πίστεως, ἔχουμε εἰρήνη μὲ τὸν Θεὸ διαμέσου τῆς μεσιτείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ)»] καὶ γνωρίσαμε τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό - γιὰ τὸν δίκαιο δὲν ὑπάρχει νόμος[Α΄Τιμ.1,9: «εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαὶῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις (:Ἂς γνωρίζει λοιπὸν αὐτὸ ὅποιος χρησιμοποιεῖ τὸν νόμο, ὅτι δηλαδὴ ὁ νόμος δὲν ὁρίστηκε οὔτε εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ τὸν δίκαιο· διότι αὐτὸς ἔχει ὁδηγό του τὸν ἔμφυτο ἠθικὸ νόμο, ποὺ φυσικὰ εἶναι γραμμένος στὴν καρδιά του. Ὁ νόμος ὁρίστηκε γιὰ τοὺς ἄνομους καὶ τοὺς ἀνυπότακτους, γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλούς, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἱερὸ καὶ ὅσιο καὶ βεβηλώνουν τὰ πάντα, γιὰ ὅσους κακοποιοῦν καὶ σκοτώνουν τὸν πατέρα τους καὶ τὴ μητέρα τους, γιὰ τοὺς φονιᾶδες)»]-, δὲν εἴμαστε ὑποδουλωμένοι σὰν νήπια στὰ στοιχεῖα τοῦ νόμου, ἀλλά, ἀφοῦ γίναμε ἄνδρες ὥριμοι [Ἐφ.4,13: «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ(:μέχρι νὰ φθάσουμε νὰ ἔχουμε ὅλοι μία καὶ τὴν ἴδια ἀληθινὴ πίστη καὶ τέλεια γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προοδεύσουμε πνευματικά, ἕως ὅτου γίνουμε ἕνας τέλειος ἄνθρωπος˙ καὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὸ μέτρο τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος καὶ τελειότητος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ νὰ ἔχουμε πλήρεις τὶς δωρεὲς καὶ τὴν πνευματικὴ τελειότητά Του)»], τρεφόμαστε μὲ στέρεη τροφή, ὄχι μὲ ἐκείνη ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Ὁ νόμος εἶναι καλὸς γιατί φωτίζει σὰν λυχνάρι [ Ψάλμ. 118,105: «Λύχνος τοῖς ποσὶ μοῦ ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου(:Ο νόμος εἶναι φῶς ποὺ μὲ καθοδηγεῖ γιὰ νὰ πολιτεύομαι ὀρθὰ καὶ ἀπρόσκοπτα, ὅπως καὶ ὁ λύχνος φωτίζει τὸν καιρὸ τῆς νύκτας νὰ μὴν σκοντάφτουν τὰ πόδια μου. Τὸ θεῖο Σοῦ αὐτὸ λυχνάρι εἶναι φῶς ποὺ φωτίζει τὶς ὁδοὺς τῆς ζωῆς μου)»] σὲ τόπο κακοτράχηλο, ἀλλὰ μέχρι νὰ φωτίσει ἡ ἡμέρα˙ ἤδη ὅμως ἀνέτειλε ἥλιος στὶς καρδιές μας καὶ ζωντανὸ νερὸ τῆς θεογνωσίας κάλυψε τὶς θάλασσες τῶν ἐθνῶν καὶ ὅλοι γνωρίσαμε τὸν Κύριο.
Πέρασαν τὰ παλαιά, νά, ὅλα ἔγιναν καινούργια [ Β΄Κορ. 5,17: «ὥστε εἴ τὶς ἐν Χρὶστῷ καῖνὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καῖνὰ τὰ πάντα (:ἀλλὰ ἐφόσον πεθάναμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, αὐτὸ σημαίνει ὅτι καθένας ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ Αὐτὸν εἶναι νέο δημιούργημα. Ἡ ἀρχαία κατάσταση, τὴν ὁποία εἶχε δημιουργήσει ὁ μωσαϊκὸς νόμος καὶ ἡ ἁμαρτία, πέρασε. Ἰδού, ἔχουν γίνει ὅλα νέα)»]. Λέει λοιπὸν ὁ θεῖος ἀπόστολος στὸν Πέτρο, τὸν πρωτοκορυφαῖο τῶν ἀποστόλων: «Ἐὰν ἐσύ, ἐνῷ εἶσαι Ἰουδαῖος, ζεῖς ὡς ἐθνικὸς καὶ ὄχι ὡς Ἰουδαῖος, γιατί ἀναγκάζεις τοὺς ἐθνικοὺς νὰ ζοῦν σὰν Ἰουδαῖοι;» Γάλ. 2,14: «ἀλλ᾿ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Πὲτρῳ ἔμπροσθεν πάντων· εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ ἰουδαϊκῶς, τί τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις ἰουδαΐζειν; ἐγὼ ὅμως ὅταν εἶδα ὅτι δὲν βαδίζουν σωστά, σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, εἶπα στὸν Πέτρο μπροστὰ σὲ ὅλους: Ἐὰν ἐσύ, ἐνῷ εἶσαι γεννημένος Ἰουδαῖος, τώρα ποὺ ἔγινες μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ζεῖς καὶ συμπεριφέρεσαι ὅπως οἱ ἐθνικοὶ Χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, γιατί μὲ αὐτὸ ποὺ κάνεις τώρα ἀναγκάζεις τοὺς ἐθνικοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀκολουθοῦν τὰ ἔθιμα καὶ τὶς παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων;)»].
Πρὸς τοὺς Γαλάτες πάλι γράφει: «Πληροφορῶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ περιτέμνεται ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τηρήσει ὁλόκληρο τὸν νόμο»[Γαλ. 5,3: «Μαρτύρομαι δὲ πάλιν πὰντὶ ἀνθρὼπῳ περιτεμνομὲνῳ ὅτι ὀφειλέτης ἐστὶν ὅλον τὸν νόμον ποιῆσαι (: Δίνω καὶ πάλι βεβαίωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ περιτέμνεται, ὅτι ἔχει τὴν ὑποχρέωση νὰ τηρεῖ ὅλο τὸν νόμο, ἀφοῦ μὲ τὴν περιτομὴ ποὺ κάνει, προτιμᾶ τὴ δικαίωση μέσῳ τοῦ νόμου ἀπὸ τὴ δικαίωση ποὺ δίνει ὁ Χριστός)».
22. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζαμε τὸν Θεό, δουλεύαμε σὲ θεοὺς ποὺ δὲν ἦταν ἐκ φύσεως θεοὶ· τώρα ὅμως ποὺ γνωρίσαμε τὸν Θεό, ἢ καλύτερα ποὺ μᾶς γνώρισε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πῶς νὰ ἐπιστρέψουμε πάλι στὰ ἀνίσχυρα καὶ φτωχὰ στοιχεῖα; Γάλ. 4, 8-9: «Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θὲὸν ἐδουλεύσατε τοῖς μὴ φύσει οὖσι θεοῖς· νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτὼχὰ στοιχεῖα, ὁἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε;(: ἀλλὰ βέβαια τότε ποὺ ἤσασταν στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζετε τὸν Θεό, εἴχατε ὑποδουλωθεῖ σὲ θεοὺς ποὺ δὲν εἶναι πραγματικοί. Τώρα ὅμως ποὺ γνωρίσατε τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἢ γιὰ νὰ πῶ καλύτερα, τώρα ποὺ σᾶς γνώρισε ὁ Θεὸς ὡς παιδιά Του, πῶς ἐπιστρέφετε πάλι στὴ στοιχειώδη καὶ ἀτελῆ θρησκευτικὴ διδασκαλία, ποὺ εἶναι φτωχή, ἀδύνατη καὶ ἀνίκανη νὰ σᾶς σώσει; Καὶ θέλετε νὰ ὑποδουλωθεῖτε σὲ αὐτὴν πάλι τώρα ἀπ’ τὴν ἀρχή, ὅπως παλαιότερα;)»]. Εἶδα τὴ μορφὴ τοῦ Θεοῦ τὴν ἀνθρώπινη «καὶ σώθηκε ἡ ψυχή μου» [:Γέν. 32, 30: «καὶ ἐκάλεσεν Ἰἀκὼβ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Εἶδος Θεοῦ· εἶδον γὰρ Θὲὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μοῦ ἡ ψυχή(: τότε ἀντιλήφθηκε ὁ Ἰακὼβ Ποιός ἦταν Ἐκεῖνος μὲ τὸν Ὁποῖο πάλεψε, καὶ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη δοξάζει καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὀνόμασε τὸν τόπο ἐκεῖνον "Ἐμφάνιση Θεοῦ", διότι εἶπε: "Εἶδα τὸν Θεὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο καὶ ὅμως δὲν πέθανα, ἀλλὰ ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ! Μεγάλη ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ")». Βλέπω τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὅπως τὴν εἶδε ὁ Ἰακώβ, ἂν καὶ διαφορετικὰ στὴ μιὰ καὶ διαφορετικὰ στὴν ἄλλη περίπτωση· γιατί ἐκεῖνος εἶδε τὴν ἄϋλη μορφή Του, ποὺ προμήνυε τὸ μελλοντικὸ γεγονός, μὲ τὰ ἄϋλα μάτια τοῦ νοῦ, ἐνῷ ἐγὼ βλέπω τὴν εἰκόνα ποὺ ζωντανεύει σὰν φωτιὰ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ὁρατὸς μὲ τὴ σάρκα. Ἡ σκιὰ τῶν ἀποστόλων καὶ τὰ σουδάρια καὶ τὰ μαντήλια ἀπομάκρυναν τὶς ἀρρώστιες καὶ φυγάδευαν τὰ δαιμόνια˙ πῶς λοιπὸν νὰ μὴ δοξάζεται ἡ σκιὰ καὶ ἡ εἰκόνα τῶν ἁγίων; Ἢ κατάργησε τὴν προσκύνηση κάθε ὕλης, ἢ μὴ καινοτομεὶς οὔτε νὰ μετακινεῖς ὅρια αἰώνια ποὺ ἔθεσαν οἱ πατέρες σοῦ [ Παροιμ. 22,28: «Μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου(: Μὴν μετατοπίζεις τὰ αἰώνια καὶ παμπάλαια σύνορα τῶν κτημάτων ἢ οἰκοπέδων, τὰ ὁποῖα ὅρισαν καὶ κανόνισαν οἱ πρόγονοί σου. Μὴν μεταβάλλεις καὶ μὴ νοθεύεις τὶς ἱερές σου παραδόσεις καὶ μὴν ἐγκαταλείπεις οὔτε νὰ ἀλλάζεις τὰ ἁγνὰ ἤθη τῶν προγόνων σου)»]
23. Δὲν παρέδωσαν μόνο γραπτῶς τὴν ἐκκλησιαστικὴ θεσμοθεσία, ἀλλὰ καὶ μὲ μερικὲς ἄγραφες παραδόσεις. Λέει λοιπὸν ὁ θεσπέσιος Μέγας Βασίλειος στὸ εἰκοστὸ ἕβδομο ἀπὸ τὰ τριάντα κεφάλαια Περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀπευθύνονται πρὸς τὸν Ἀμφιλόχιο, κατὰ λέξη τὰ ἑξῆς: «Ἀπὸ τὰ δόγματα καὶ τὶς διδασκαλίες ποὺ φυλάγονται στὴν Ἐκκλησία, ἄλλα τὰ ἔχουμε ἀπὸ τὴ γραπτὴ διδασκαλία, καὶ ἄλλα ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν ἀποστόλων, ποὺ μᾶς παραδόθηκαν καὶ τὰ παραλάβαμε μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ καὶ τὰ δύο ἔχουν τὸ ἴδιο κῦρος γιὰ τὴν εὐσέβεια. Κανεὶς λοιπὸν νὰ μὴ ἀντιλέγει σὲ αὐτά, ἔστω καὶ ἂν ἔχει μικρὴ πεῖρα τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν γιατί, ἂν ἐπιχειρούσαμε νὰ ἀπορρίψουμε ὅλες τὶς παραδόσεις μας ποὺ δὲν περιέχονται στὴν Ἁγία Γραφή, ἐπειδὴ τάχα δὲν ἔχουν μεγάλη ἰσχύ, θὰ κάναμε λάθος ζημιώνοντας τὸ Εὐαγγέλιο στὰ πιὸ καίρια σημεῖα του»[Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, P.G. 32,188A].Αυτά τὰ λόγια εἶναι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Ἀπὸ ποῦ ἄλλωστε γνωρίζουμε τὸν ἅγιο τόπο τοῦ κρανίου[Ματθ.27,33: «Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὃ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος(:και ἀφοῦ ἦλθαν σὲ κάποιον τόπο ποὺ λεγόταν Γολγοθᾶς, ὄνομα ποὺ σημαίνει τόπος κρανίου)»], τὸν Γολγοθᾶ, τὸ μνῆμα τῆς ζωῆς; Δὲν τὸ παρέλαβαν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς πατέρες τους ἀγράφως; Γιατί, τὸ ὅτι ὁ Κύριος σταυρώθηκε στὸν τόπο τοῦ κρανίου καὶ θάφτηκε σὲ μνῆμα ποὺ τὸ σκάλισε ὁ Ἰωσὴφ στὸν βράχο, εἶναι γραμμένο[Ματθ.27,33-60], τὸ ὅτι ὅμως αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ προσκυνοῦμε τώρα, τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ ἄγραφη παράδοση, καὶ πολλὰ ἀλλὰ παρόμοια μὲ αὐτά. Ἀπὸ ποῦ ξέρουμε τὴν τριπλῆ κατάδυση στὸ βάπτισμα; Ἀπὸ ποῦ τὴν συνήθεια νὰ προσευχόμαστε στραμμένοι πρὸς τὴν Ἀνατολή; Ἀπὸ ποῦ τὴν παράδοση τῶν μυστηρίων; Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεσπέσιος ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν(: Ἄρα λοιπόν, ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ ὅσα σᾶς εἴπαμε, νὰ μένετε ἀμετακίνητοι καὶ νὰ κρατᾶτε τὶς παραδόσεις ποὺ διδαχθήκατε εἴτε μὲ τὸν προφορικό μας λόγο, εἴτε μὲ ἐπιστολή μας)»[Β΄Θεσ.2,15].
Ἀφοῦ λοιπὸν πολλὰ καὶ τόσο σημαντικὰ παραδόθηκαν στὴν Ἐκκλησία ἀγράφως καὶ φυλάχθηκαν μέχρι τώρα, γιατί λεπτολογεῖς γιὰ τὶς εἰκόνες;
24. Οἱ ρήσεις λοιπὸν τῆς Γραφῆς καὶ τῶν πατέρων ποὺ ἀναφέρεις δὲν καταδικάζουν τὴν προσκύνηση τῶν δικῶν μας εἰκόνων, ἀλλὰ τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ τὶς θεοποιοῦν. Δὲν πρέπει λοιπόν, ἐξ αἰτίας τῆς καταχρήσεως τῶν ἐθνικῶν, νὰ καταργήσουμε καὶ τὴ δική μας προσκύνηση ποὺ γίνεται μὲ εὐσέβεια. Ἐξορκίζουν οἱ μάγοι καὶ οἱ γόητες, ἐξορκίζει καὶ ἡ Ἐκκλησία τοὺς κατηχουμένους, ἀλλὰ ἐκεῖνοι βέβαια ἐπικαλούμενοι δαίμονες, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία τὸν Θεὸ ἐναντίον τῶν δαιμόνων. Οἱ εἰδωλολάτρες ἀφιερώνουν τὶς εἰκόνες στοὺς δαίμονες καὶ τὶς ἀποκαλοῦν θεούς, ἐνῷ ἐμεῖς τὶς ἀφιερώνουμε στὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ σαρκώθηκε, καὶ στοὺς δούλους[Η ἔννοια τῆς λέξεως «δοῦλος» ἐδῶ ἀναφέρεται στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου ὡς κτίσματος πρὸς τὸν κτίστη Θεὸ καὶ δὲν σημαίνει ἐκείνους ποὺ δουλικὰ δέχονται τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ] καὶ φίλους τοῦ Θεοῦ [Ἰω. 15,14: «Ὑμεῖς φίλοι μοῦ ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν(: Ἐσεῖς εἶστε φίλοι μου. Κι ἐγώ σας δείχνω τὴν τέλεια καὶ ἀνυπέρβλητη ἀγάπη μου θυσιάζοντας τὴ ζωή μου. Καὶ θὰ ἐξακολουθεῖτε νὰ εἶστε φίλοι μου, ἐὰν κάνετε ὅσα ἐγώ σας ζητῶ)»], ποὺ ἀπομακρύνουν τὰ στίφη τῶν δαιμόνων.
25. Ἐὰν πάλι ἰσχυρίζεσαι ὅτι ὁ θεῖος καὶ θαυμάσιος Ἐπιφάνιος[Πρόκειται γιὰ τὸν ἐπίσκοπο Σαλαμίνας Κύπρου(315-403), ὁ ὁποῖος φέρεται ὅτι ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων καὶ ἕνα ἔργο ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων, τὴ γνησιότητα τοῦ ὁποίου ἀμφισβητεῖ ἐδῶ ὁ Ἱερὸς Δαμασκηνὸς] τὶς ἀπαγόρευσε κατηγορηματικά, πρῶτον εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ εἶναι ὁ λόγος τοῦ νόθος καὶ πλαστός, νὰ εἶναι δηλαδὴ κόπος ἄλλου καὶ νὰ ἔχει τὴν ἐπωνυμία ἄλλου, πρᾶγμα ποὺ πολλοὶ συνηθίζουν νὰ κάνουν. Δεύτερον, γνωρίζουμε ὅτι ὁ μακάριος Ἀθανάσιος ἀπαγόρευσε νὰ τοποθετοῦν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων σὲ λειψανοθῆκες, ἢ μᾶλλον διέταξε νὰ τὰ θάβουν στὴ γῆ, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ καταργήσει τὴν ἄτοπη συνήθεια τῶν Αἰγυπτίων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔθαβαν τοὺς νεκρούς τους, ἀλλὰ τοὺς τοποθετοῦσαν σὲ κρεβάτια καὶ φορεῖα. Ἴσως καὶ ὁ μέγας Ἐπιφάνιος, θέλοντας νὰ διορθώσει κάτι τέτοιο, νομοθέτησε νὰ μὴν κατασκευάζουν εἰκόνες, ἐὰν βέβαια δεχθοῦμε ὅτι εἶναι δικός του ὁ λόγος· γιατί, ὅτι σκοπός του δὲν ἦταν νὰ τὶς ἀπομακρύνει, τὸ μαρτυρεῖ ἡ ἐκκλησία τοῦ ἰδίου τοῦ θεσπέσιου Ἐπιφανίου, ποὺ μέχρι σήμερα εἶναι στολισμένη μὲ εἰκόνες.
Τρίτον, τὸ σπάνιο δὲν μπορεῖ νὰ γίνει νόμος στὴν Ἐκκλησία, οὔτε ἕνα χελιδόνι φέρνει τὴν ἄνοιξη, ὅπως καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ θεολόγος[Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 39, P.G.36,352] δέχεται καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οὔτε ἕνας λόγος εἶναι σὲ θέση νὰ ἀνατρέψει τὴν παράδοση ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς μέχρι τὰ πέρατα αὐτῆς.
26. Νὰ δέχεσαι λοιπὸν τὸ πλῆθος τῶν γραφικῶν καὶ πατερικῶν ρήσεων, πού, ἂν καὶ ἡ Γραφὴ λέγει: «τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν, ἀργύριον καὶ χρύσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων (: τὰ εἴδωλα ποὺ λατρεύουν οἱ ἐθνικοὶ εἶναι μὲν ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ, ὅμως δὲν παύουν νὰ εἶναι μέταλλα ἄψυχα, τὰ ὁποῖα ἐπεξεργάστηκαν καὶ τοὺς προσέδωσαν τὴ μορφὴ τῶν εἰδώλων ἀνθρώπινα χέρια)» [Ψάλμ.113,12], ὅμως δὲν ἀπαγορεύει τὴν προσκύνηση ἄψυχων ἢ χειροποίητων ἔργων, ἀλλὰ τῶν εἰκόνων τῶν δαιμόνων.
27. Ὅτι βέβαια οἱ προφῆτες προσκύνησαν ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ βασιλεῖς καὶ ἀσεβεῖς καὶ ράβδο, ἔχει λεχθεῖ· λέει ἐπίσης καὶ ὁ Δαβίδ: «Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θὲὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδὶῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιὸς ἐστι(: Κατανοῆστε λοιπὸν τὸ ὕψος τοῦ Κυρίου καὶ ἀντάξια πρὸς τὸ ὕψος αὐτὸ δοξολογεῖτε Κύριο τὸν Θεό μας καὶ προσκυνεῖτε μὲ εὐλάβεια τὸν τόπο μέσα στὸν Ναό της Σιῶν, ἐπάνω στὸν ὁποῖο πατοῦν οἱ πόδες Του, διότι εἶναι αὐτὸς τόπος ἱερὸς καὶ ἅγιος)»[Ψαλμ.98,5]· [«Ὑποπόδιο» εἶναι τὸ στήριγμα ποὺ ἔβαζαν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους]. Ὁ Ἠσαΐας ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ λέει: «Ὁ οὐρανὸς μοὶ θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοί; καὶ ποῖος τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;(: ὁ οὐρανὸς ὁλόκληρος εἶναι θρόνος μου, ἐνῷ ἡ γῆ εἶναι στήριγμα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Ποιό λοιπὸν οἶκο θὰ οἰκοδομήσετε γιὰ Ἐμένα, ἱκανὸ νὰ μὲ περιλάβει; Καὶ ποιός τόπος εἶναι κατάλληλος γιὰ νὰ ἀναπαυθῶ;)»[ Ἠσ. 66,1]. Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ στὸν καθένα εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι κτίσματα. Καὶ ὁ Μωυσῆς ἐπίσης καὶ ὁ Ἀαρῶν μαζὶ μὲ ὅλο τὸν λαὸ προσκύνησαν χειροποίητα πράγματα.
Λέει λοιπὸν ὁ Παῦλος, ὁ χρυσὸς μελωδὸς (τέττιξ) τῆς Ἐκκλησίας στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή: «Χρὶστὸς δὲ παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως(: Ἀντίθετα ὁ Χριστὸς ἦλθε ὡς ἀρχιερεὺς τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, τῶν ἀγαθῶν δηλαδὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καὶ εἰσῆλθε στὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων μέσα ἀπὸ μιὰ ἀνώτερη καὶ τελειότερη σκηνή, ποὺ δὲν κατασκευάστηκε ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων. Δηλαδὴ δὲν εἰσῆλθε μέσα ἀπὸ μιὰ ἐπίγεια σκηνή, ὅπως ἦταν ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, ἀλλὰ δεδομένου ὅτι τὸ σῶμα Του ἦταν ἡ σκηνὴ καὶ κατοικία τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀσυγκρίτως ἀνώτερη καὶ τελειότερη, εἰσῆλθε μέσα ἀπὸ τὴ σκηνὴ αὐτὴ τοῦ σώματός Του. Ἀκριβῶς μάλιστα τὸ σῶμα Τοῦ αὐτό, ἐπειδὴ συνελήφθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, δὲν προερχόταν ἀπὸ τὴν κτίση αὐτή, ἀλλὰ ἀπὸ νέα πνευματικὴ κτίση)»[ Ἐβρ.9,11]· καὶ πάλι ὁ Χριστὸς δὲν εἰσῆλθε σὲ χειροποίητα ἅγια, ἀντίγραφα τῶν ἀληθινῶν, ἀλλὰ στὸν οὐρανό: «Οὐ γὰρ εἰς χειροποίητα Ἅγιὰ εἰσῆλθεν ὁ Χριστός, ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ἀλλ᾿ εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανόν, νῦν ἐμφανισθῆναι τῷ προσὼπῳ τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ ἡμῶν(: διότι ὁ Χριστὸς δὲν μπῆκε σὲ Ἅγια Ἁγίων ποὺ ἔκτισαν ἄνθρωποι καὶ ἀποτελοῦν ἀπομίμηση καὶ εἰκόνα τῶν ἀληθινῶν Ἁγίων˙ ἀλλὰ μπῆκε στὸν ἴδιο τόν οὐρανό, γιὰ νὰ παρουσιαστεῖ τώρα μπροστὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πρεσβεύει γιά μας)»[Εβρ.9,24]. Ὥστε τὰ προηγούμενα ἅγια καὶ ἡ σκηνὴ καὶ ὅλα ὅσα ὑπῆρχαν μέσα σὲ αὐτὴν ἦταν χειροποίητα, καὶ ὅτι τὰ προσκυνοῦσαν κανεὶς δὲν ἀντιλέγει.
Μαρτυρίες παλαιῶν καὶ δοκίμων Πατέρων περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
[Στὸ ἑξῆς ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς παραθέτει καὶ σχολιάζει μαρτυρίες παλαιότερών του δοκίμων πατέρων γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες· βλ. Migne, P. G. 94,1260A]
28. Τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Τίτον:
«Χρὴ τοιγαροῦν καὶ ἡμᾶς ἀντὶ τῆς δημώδους πὲρὶ αὐτῶν ὑπολήψεως εἴσω τῶν ἱερῶν συμβόλων ἱεροπρεπῶς διαλαβεῖν καὶ μὴδὲ ἀτιμάζειν αὐτὰ τῶν θείων ὄντα χαρακτήρων ἔκγονα καὶ ἀποτυπώματα καὶ εἰκόνας ἐμφανεῖς τῶν ἀπορρήτων καὶ ὑπερφυῶν θεαμάτων (:Πρέπει λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ἀντὶ νὰ ἔχουμε τὴν ἁπλοϊκὴ γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα ἀντίληψη, νὰ διεισδύσουμε ἱεροπρεπῶς στὸ βαθύτερο νόημα τῶν ἱερῶν συμβόλων καὶ νὰ μὴν ἀτιμάζουμε αὐτὰ ποὺ εἶναι καρποὶ καὶ ἀποτυπώσεις καὶ φανερὲς εἰκόνες τῶν ἄγνωστων καὶ ὑπερφυσικῶν θεαμάτων)».
29. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:)Πρόσεξε ὅτι εἶπε νὰ μὴν ἀτιμάζουμε τὶς εἰκόνες τῶν ἁγίων.
30. Ἐπίσης τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ἀπὸ τὸ σύγγραμμά του «Περὶ θείων ὀνομάτων»:
«Ταύτης καὶ ἡμεῖς μεμυήμεθα· νῦν μὲν ἀναλόγως ἡμῖν διὰ τῶν ἱερῶν παραπετασμάτων τῆς τῶν λογίων καὶ ἱεραρχικῶν παραδόσεων φιλανθρωπίας αἰσθητοῖς τὰ νοητὰ καὶ τοῖς οὖσι τὰ ὑπερούσια περικαλυπτούσης καὶ μὸρφὰς καὶ τύπους τοῖς ἀμορφώτοις τε καὶ ἀτυπώτοις περιτιθείσης καὶ τὴν ὑπερφυᾶ καὶ ἀσχημάτιστον ἁπλότητα τῇ ποικιλὶᾳ τῶν μεριστῶν συμβόλων πληθυούσης τε καὶ διαπλαττούσης(:Σ’ αὐτὴν ἔχουμε μυηθεῖ καὶ ἐμεῖς· τώρα δηλαδὴ ἀνάλογα μὲ τὴ δυνατότητά μας, κατανοοῦμε τὰ θεῖα πράγματα μέσα ἀπὸ τὰ ἱερὰ παραπετάσματα τῆς φιλανθρωπίας τῶν λογίων καὶ ἱεραρχικῶν παραδόσεων, ἡ ὁποία καλύπτει τὰ νοητὰ μὲ τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ ὑπερούσια μὲ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν, καὶ δίνει μορφὲς καὶ τύπους σὲ αὐτὰ ποὺ εἶναι χωρὶς μορφὴ καὶ τύπο, καὶ μὲ τὴν ποικιλία τῶν ἐπὶ μέρους συμβόλων πληθύνει καὶ διαπλάθει τὴν ὑπερφυσικὴ καὶ ἀσχημάτιστη ἁπλότητα)».
31. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:) Ἐὰν εἶναι πράξη φιλανθρωπίας το νὰ δίνει κανεὶς μορφὲς καὶ τύπους σὲ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀτύπωτα καὶ ἀμορφοποίητα καὶ στὰ ἁπλᾶ καὶ ἀσχημάτιστα, ἀνάλογα πρὸς τὶς δικές μας προσλαμβάνουσες παραστάσεις, πῶς νὰ μὴ εἰκονίσουμε, ἀνάλογα πρὸς τὴ δική μας ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα, αὐτὰ ποὺ ἔγιναν ὁρατὰ μὲ μορφὲς καὶ σχήματα, γιὰ νὰ διατηροῦμε τὴ μνήμη τους καὶ ἀπὸ τὴ μνήμη νὰ παρακινούμαστε πρὸς μίμηση;
32. Τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ἀπὸ τὸ σύγγραμμά του «Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας»:
«Ἀλλ' αἱ μὲν ὑπὲρ ἡμᾶς οὐσίαι καὶ τάξεις, ὧν ἤδη μνήμην ἱερὰν ἐποιησάμην, ἀσώματοί τὲ εἰσι, καὶ νοητὴ καὶ ὑπερκόσμιός ἐστιν ἡ κατ' αὐτὰς ἱεραρχία. Τὴν καθ' ἡμᾶς δὲ ὁρῶμεν ἀναλόγως ἡμῖν αὐτοῖς τῇ τῶν αἰσθητῶν συμβόλων ποικιλὶᾳ πληθυνομένην, ὑφ' ὧν ἱεραρχικῶς ἐπὶ τὴν ἑνοειδῆ θέωσιν ἐν συμμετρὶᾳ τῇ καθ' ἡμᾶς ἀναγόμεθα θεόν τε καὶ θείαν ἀρετήν, αἱ μὲν ὡς νόες νοοῦσιν κατὰ τὸ αὐταῖς θεμιτόν, ἡμεῖς δὲ αἰσθηταῖς εἰκόσιν ἐπὶ τὰς θείας, ὡς δυνατόν, ἀναγόμεθα θεωρίας (:Ἀλλὰ οἱ οὐσίες καὶ οἱ τάξεις ποὺ βρίσκονται πάνω ἀπὸ μᾶς, τὶς ὁποῖες μνημόνευσα ἤδη μὲ τρόπο ἱερό, εἶναι ἀσώματες καὶ ἡ μεταξύ τους ἱεράρχηση εἶναι νοητὴ καὶ ὑπερκόσμια.
Τὴ δική μας ὅμως ἱεραρχία τὴ βλέπουμε, ἀνάλογα μὲ τὴ δυνατότητά μας, νὰ πληθύνεται μὲ τὴν ποικιλία τῶν αἰσθητῶν συμβόλων, μὲ τὰ ὁποῖα ἱεραρχικῶς ἀναγόμαστε στὴν ἑνιαία θέωση, στὸν Θεὸ δηλαδὴ καὶ στὴ θεία ἀρετή, συμμετρικὰ πρὸς τὰ δικά μας. Οἱ νοερὲς βέβαια τάξεις κατανοοῦν ὅσο ἐπιτρέπεται σὲ αὐτές, ἐνῷ ἐμεῖς μὲ αἰσθητὲς εἰκόνες ἀναγόμαστε στὶς θεῖες θεωρίες, ὅσο εἶναι δυνατό)».
33. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:) Ἐφόσον λοιπὸν ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις μας ἀναγόμαστε μὲ αἰσθητὲς εἰκόνες στὴ θεϊκὴ καὶ ἄϋλη θεωρία καὶ ἡ θεία πρόνοια ἀπὸ φιλανθρωπία, γιὰ τὴ δική μας χειραγωγία, περιβάλλει μὲ τύπους καὶ σχήματα τὰ ἀσχημάτιστα καὶ ἀτύπωτα, γιατί εἶναι ἀπρεπὲς νὰ εἰκονίζουμε, ἀνάλογα μὲ τὴ δική μας φύση, Ἐκεῖνον ποὺ καταδέχτηκε νὰ πάρει καὶ σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ἀπὸ φιλανθρωπία γιὰ μᾶς νὰ γίνει ὁρατὸς ὡς ἄνθρωπος μὲ τρόπο φυσικό;
Παράδοση ποὺ μᾶς ἔρχεται ἀπὸ πολὺ παλιά, ἀναφέρει ὅτι ὁ Αὔγαρος, ὁ βασιλιᾶς της Ἔδεσσας, ἀπὸ τὴ φήμη τοῦ Κυρίου πυρπολήθηκε μὲ θεῖο ἔρωτα καὶ ἔστειλε πρέσβεις νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Ἐὰν ὅμως ἀρνιόταν νὰ κάνει αὐτό, τοὺς πρόσταξε νὰ κάνουν τὸ ὁμοίωμά Του σὲ ζωγράφο. Ἐπειδὴ τὸ γνώριζε αὐτὸ Ἐκεῖνος, ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα καὶ ὅλα τὰ μπορεῖ, πῆρε ἕνα πανὶ καὶ τοποθετῶντας το στὸ πρόσωπό Του, ἀποτύπωσε σὲ αὐτὸ τὴ μορφή Του καὶ αὐτὸ σώζεται μέχρι σήμερα[:εδώ ὁ Ἱερὸς Δαμασκηνὸς ἀναφέρεται στὸ ἅγιο Μανδήλιο τῆς Ἔδεσσας, ὅπου κατὰ τὴν παράδοση ἔχει ἀποτυπωθεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ].
34. Τοῦ ἁγίου Βασιλείου ἀπὸ τὸν λόγο του στὸν Μακάριο Βαρλαὰμ τὸν μάρτυρα, τοῦ ὁποίου λόγου ἡ ἀρχὴ εἶναι προηγουμένως οἱ θάνατοι τῶν ἁγίων:
«Ἀνάστητέ μοὶ νῦν, ὦ λαμπροὶ τῶν ἀθλητικῶν κατορθωμάτων ζωγράφοι, τὴν τοῦ στρατηγοῦ κολοβωθεῖσαν εἰκόνα ταῖς ὑμετέραις μεγαλύνατε τέχναις· Ἀμαυρότερον παρ' ἐμοῦ τὸν στεφανίτην γραφέντα τοῖς τῆς ὑμετέρας σοφίας περιλάμψατε χρώμασιν. Ἀπέλθω τῇ τῶν ἀριστευμάτων τοῦ μάρτυρος παρ' ὑμῶν νενικημένος γρὰφῇ· χαίρω τὴν τοιαύτην τῆς ὑμετέρας ἰσχύος σήμερον ἡττώμενος νίκην· ἴδω τῆς χεὶρὸς πρὸς τὸ πῦρ ἀκριβέστερον παρ' ὑμῶν γραφομένην τὴν πάλην· ἴδω φαιδρότερον ἐπὶ τῆς ὑμετέρας τὸν παλαιστὴν γεγραμμένον εἰκόνος. Κλαυσάτωσαν δαίμονες καὶ νῦν ταῖς τοῦ μάρτυρος ἐν ὑμῖν ἀριστείαις πληττόμενοι. Φλεγομένη πάλιν αὐτοῖς ἡ χὲὶρ καὶ νικῶσα δεικνύσθω. Ἐγγραφέσθω τῷ πίνακι καὶ ὁ τῶν παλαισμάτων ἀγωνοθέτης Χριστός, ᾧ ἡ δόξα εἰς τὸὺς αἰῶνας (:Σηκωθεῖτε τώρα, ἐξαίρετοί μου ζωγράφοι τῶν ἀθλητικῶν κατορθωμάτων καὶ μὲ τὶς τέχνες σᾶς δῶστε μεγαλοπρέπεια στὴν παραμορφωμένη εἰκόνα τοῦ στρατηγοῦ˙ ἐπειδὴ ἐγὼ περιέγραψα ἀμυδρά τον στεφανωμένο μὲ τὴ νίκη, δῶστε του ἐσεῖς τὴ λάμψη ποὺ τοῦ πρέπει μὲ τὰ χρώματα τῆς σοφίας σας. Θὰ ἀποχωρήσω ἐγὼ ἡττημένος ἀπὸ τὴ δική σας παράσταση τῶν κατορθωμάτων τοῦ μάρτυρα. Χαίρομαι ποὺ σήμερα ἡττῶμαι ἀπὸ μιὰ τέτοια νίκη τῆς δικῆς σας δυνάμεως.Βλέπω ζωγραφισμένη ἀπὸ σᾶς μὲ περισσότερη ἀκρίβεια τὴν πάλη τοῦ χεριοῦ μὲ τὴ φωτιά. Βλέπω πιὸ φωτεινὰ τὸν παλαιστὴ ζωγραφισμένο στὴ δική σας εἰκόνα. Ἂς κλάψουν οἱ δαίμονες καὶ τώρα ποὺ χάρη σὲ σᾶς πλήττονται ἀπὸ τὰ ἀριστεῖα τοῦ μάρτυρα. Ἂς ἐπιδειχθεῖ καὶ πάλι σὲ αὐτοὺς τὸ χέρι ποὺ καίεται καὶ νικᾶ. Ἂς ζωγραφισθεῖ στὴν εἰκόνα καὶ ὁ ἀγωνοθέτης τῆς πάλης Χριστός, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα αἰώνια)».
35. Ἐπίσης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀπὸ τὰ τριάντα κεφάλαια πρὸς Ἀμφιλόχιον Περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος (ἀπὸ τὸ κεφάλαιο 17):
«Ὅτί βασιλεὺς λέγεται καὶ ἡ τοῦ βασιλέως εἰκών, καὶ οὐ δύο βασιλεῖς· οὔτε γὰρ τὸ κράτος σχίζεται οὔτε ἡ δόξα διαμερίζεται. Ὡς γὰρ ἡ κρατοῦσα ἡμῶν ἀρχὴ καὶ ἐξουσία μία, οὕτως καὶ ἡ παρ' ἡμῶν δοξολογία μία καὶ οὐ πολλαί, διότι ἡ τῆς εἰκόνος τὶμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει. οὖν ἐστιν ἐνταῦθα μιμητικῶς ἡ εἰκών, τοῦτο ἐκεῖ φυσικῶς ὁ υἱός. Καὶ ὥσπερ ἐπὶ τῶν τεχνητῶν κατὰ τὴν μὸρφὴν ἡ ὁμοίωσις, οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς θείας καὶ ἀσυνθέτου φύσεως ἐν τῇ κοινωνὶᾳ τῆς θεότητός ἐστιν ἡ ἕνωσις(:Επειδή καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ βασιλιᾶ λέγεται βασιλιᾶς, δὲν ὑπάρχουν δυὸ βασιλεῖς· γιατί οὔτε τὸ κράτος διαιρεῖται, οὔτε ἡ δόξα μοιράζεται. Ὅπως λοιπὸν ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ ἐξουσία ποὺ μᾶς κυβερνᾶ εἶναι μία, ἔτσι καὶ σὲ ἐμᾶς ἡ δοξολογία εἶναι μία καὶ ὄχι πολλές, γιατί ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνας μεταβαίνει στὸ πρωτότυπο. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἐδῶ εἶναι ἡ εἰκόνα κατ΄ ἀπομίμηση, ἐκεῖ εἶναι φυσικῶς ὁ Υἱός. Καὶ ὅπως τὰ τεχνητὰ πράγματα ἡ ὁμοίωση ἀναφέρεται στὴ μορφή, ἔτσι καὶ στὴ θεία καὶ ἀσύνθετη φύση ἡ ἕνωση ὑπάρχει στὴν κοινωνία τῆς θεότητας)».
36. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:) Ἂν ἡ εἰκόνα τοῦ βασιλιᾶ εἶναι ὁ βασιλιᾶς, καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου εἶναι ὁ ἅγιος, καὶ οὔτε τὸ κράτος διαιρεῖται οὔτε ἡ δόξα μοιράζεται, ἀλλὰ ἡ δόξα τῆς εἰκόνας γίνεται δόξα τοῦ εἰκονιζόμενου. Οἱ δαίμονες φοβοῦνται τοὺς ἁγίους καὶ φεύγουν ἀπὸ τὴ σκιά τους· σκιὰ ὅμως εἶναι καὶ ἡ εἰκόνα καὶ τὴν κατασκευάζω ὡς διώκτρια τῶν δαιμόνων. Ἂν ὅμως ἰσχυρίζεσαι ὅτι πρέπει μόνο νοερὰ νὰ ἑνώνεσαι μὲ τὸ Θεό, κατάργησε ὅλα τὰ ὑλικά, τὰ φῶτα, τὸ εὐωδιαστὸ θυμίαμα, τὴν ἴδια τήν προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ τὴ φωνή, τὰ ἴδια τὰ θεῖα μυστήρια ποὺ τελοῦνται μὲ ὑλικὰ στοιχεῖα, τὸν ἄρτο, τὸν οἶνο, τὸ λάδι τοῦ χρίσματος, τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ. Γιατί ὅλα αὐτὰ εἶναι ὕλη· ὁ σταυρός, τὸ σφουγγάρι καὶ τὸ καλάμι, ἡ λόγχη ποὺ τρύπησε τὴ ζωηφόρο πλευρά.Ή κατάργησε λοιπὸν τὸν σεβασμὸ ὅλων αὐτῶν, πρᾶγμα ἀδύνατο, ἢ μὴν ἀρνεῖσαι οὔτε τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων.
Δίνεται θεῖα χάρη στὰ ὑλικὰ στοιχεῖα μὲ τὴν προσαγόρευση τῶν εἰκονιζόμενων. Ὅπως εἶναι φτωχὸ τὸ κογχύλι καθ' ἑαυτό [:τὸ θαλασσινὸ κογχύλι ποὺ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ ἱερὸς συγγραφέας ἦταν ἐκεῖνο ἀπὸ τὸ ὁποῖο παραγόταν τὸ βαθὺ κόκκινο χρῶμα μὲ τὸ ὁποῖο ἔβαφαν τὶς πολυτελεῖς βασιλικὲς ἁλουργίδες.] καὶ τὸ μετάξι καὶ τὸ ἱμάτιο ποὺ ὑφαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ δύο, καὶ δὲν ἔχει καμιὰ ἀξία καθ' ἑαυτό, ἂν ὅμως τὸ φορέσει ὁ βασιλιᾶς, ἀπὸ τὴν ἀξία ποὺ ὑπάρχει σὲ αὐτὸν ποὺ τὸ φοράει, δίνεται καὶ στὸ ἔνδυμα, ἔτσι καὶ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα, αὐτὰ καθ' ἑαυτὰ βέβαια εἶναι ἀπροσκύνητα, ὅταν ὅμως ὁ εἰκονιζόμενος εἶναι γεμᾶτος χάρη, μετέχουν κι αὐτὰ στὴ χάρη[Οι εἰκόνες εἶναι φορεῖς τῆς θείας χάριτος, ἀνάλογης πρὸς τὴ χάρη τοῦ εἰκονιζόμενου] ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη. Τὸν Κύριο τὸν εἶδαν οἱ ἀπόστολοι μὲ τὰ σωματικὰ μάτια καὶ τοὺς ἀποστόλους τους εἶδαν ἄλλοι καὶ τοὺς μάρτυρες ἄλλοι. Ποθῶ καὶ ἐγὼ νὰ τοὺς βλέπω μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ νὰ τοὺς ἔχω φάρμακο ποὺ ἀπομακρύνει τὰ κακά, ἐπειδὴ ἔχει πλασθεῖ μὲ διπλῆ φύση, καὶ βλέποντας προσκυνῶ αὐτὸ ποὺ φαίνεται ὄχι ὡς Θεό, ἀλλὰ ὡς τίμιο εἰκόνισμα τιμίων προσώπων.
Ἐσὺ ἴσως ἔγινες ὑψηλὸς καὶ ἄϋλος καὶ πάνω ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ σὰν ἄσαρκος περιφρονεῖς καθετὶ ποὺ βλέπεται, ἐγὼ ὅμως, ἐπειδὴ εἶμαι ἄνθρωπος καὶ φέρω σῶμα, ποθῶ καὶ σωματικῶς νὰ ἐπικοινωνῶ καὶ νὰ βλέπω τὰ ἅγια πράγματα. Δεῖξε συγκατάβαση στὸ ταπεινό μου φρόνημα, σὺ ὁ ὑψηλός, γιὰ νὰ διατηρήσεις τὸ δικό σου τὸ ὑψηλό. Ὁ Χριστὸς δέχεται τὸν πόθο μου γι’ Αὐτὸν καὶ τοὺς φίλους Του, γιατί χαίρεται ὁ Κύριος ὅταν ἐγκωμιάζεται ὁ εὐγνώμων δοῦλος, εἶπε ὁ μέγας Βασίλειος, ἐγκωμιάζοντας τοὺς Σαράντα μάρτυρες.
Πρόσθεσε ὅμως καὶ αὐτὰ ποὺ λέει καὶ στὸν ἀείμνηστο Γόρδιο τιμῶντας τὸν μὲ τὸ λόγο του.
37. Τοῦ ἁγίου Βασιλείου ἀπὸ τὸν λόγο του στὸ μάρτυρα Γόρδιο.
«Εὐφραίνονται λαοὶ εὐφροσύνην πνευματικὴν ἐπὶ μὸνῃ τῇ ὑπομνήσει τῶν τοῖς δικαίοις κατωρθωμένων εἰς ζῆλον καὶ μίμησιν τῶν ἀγαθῶν, ἀφ' ὧν ἀκούουσιν, ἐναγόμενοι· ἡ γὰρ τῶν εὐπολιτεύτων ἀνδρῶν ἱστορία ὁἷόν τί φῶς τοῖς σῳζομένοις πρὸς τὴν τοῦ βίου ὁδὸν ἐμποιεῖ. Καὶ μετ' ὀλίγα· Ὥστέ, ὅταν διηγώμεθα τὸὺς βίους τῶν διαπρεψάντων ἐν εὐσεβείᾳ, δοξάζομεν πρῶτον τὸν δεσπότην διὰ τῶν δούλων, ἐγκωμιάζομεν δὲ τὸὺς δικαίους διὰ τῆς μαρτυρίας, ὧν ἴσμεν, εὐφραίνομεν δὲ τὸὺς λαοὺς διὰ τῆς ἀκοῆς τῶν καλῶν (:Οἱ λαοὶ αἰσθάνονται πνευματικὴ εὐφροσύνη καὶ μὲ μόνη τὴν ἀνάμνηση αὐτῶν ποὺ ἔχουν κατορθώσει οἱ δίκαιοι, παρακινούμενοι σὲ ἅμιλλα καὶ μίμηση τῶν ἀγαθῶν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦνε· γιατί ἡ ἐξιστόρηση τῆς καλῆς πολιτείας τῶν ἁγίων ἀνδρῶν σὰν κάποιο φῶς ὁδηγεῖ τοὺς σωζόμενους στὸν δρόμο τῆς ζωῆς. Καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικά. Ὥστε, ὅταν διηγούμαστε τοὺς βίους ἐκείνων ποὺ διέπρεψαν μὲ τὴν εὐσέβεια τους, δοξάζουμε πρῶτα τὸν Κύριο μέσῳ τῶν δούλων, καὶ ἐγκωμιάζουμε τοὺς δίκαιους μέσῳ τῆς μαρτυρίας αὐτῶν ποὺ ξέρουμε, καὶ εὐφραίνουμε τοὺς λαοὺς μὲ τὴν ἀκρόαση τῶν καλῶν ἔργων)».
38. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:) Πρόσεχε ὅτι ἡ μνήμη τῶν ἁγίων ἀποτελεῖ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐγκώμιο τῶν ἁγίων καὶ χαρὰ καὶ σωτηρία τῶν λαῶν. Γιατί λοιπὸν τὴν ἀφαιρεῖς; Ὅτι ἡ μνήμη γίνεται μὲ τὸν λόγο καὶ τὶς εἰκόνες τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ θεσπέσιος Μέγας Βασίλειος.
39. Ἀπὸ τὸν ἴδιο λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὸν μάρτυρα Γόρδιο.
«Ὥσπὲρ γὰρ τῷ πῦρὶ αὐτομάτως ἕπεται τὸ φωτίζειν καὶ τῷ μὺρῳ τὸ εὐωδεῖν, οὕτω καὶ ταῖς ἀγαθαῖς πράξεσιν ἀναγκαίως ἀκολουθεῖ τὸ ὠφέλιμον. Καίτοι οὐδὲ τοῦτο μικρόν, ἀκριβῶς τυχεῖν τῆς ἀληθείας τῶν τότε· ἀμυδρὰ γάρ τις μνήμη εἰς ἡμᾶς διεδόθη τὰς ἐπὶ τῶν ἀγώνων ἀνδραγαθίας τοῦ ἀνδρὸς διασῴ ζουσα. Καὶ πὼς δοκεῖ τὸ καθ' ἡμᾶς τῷ τῶν ζωγράφων προσεοικέναι· καὶ γὰρ ἐκεῖνοι, ἐπειδὰν ἐξ εἰκόνων μεταγράφωσι τὰς εἰκόνας, πλεῖστον ὡς εἰκὸς τῶν ἀρχετύπων ἀπολιμπάνονται, καὶ ἡμᾶς αὐτῆς τῆς θέας τῶν πραγμάτων ἀπολειφθέντας κίνδυνος οὐ μὶκρὸς τὴν ἀλήθειαν ἐλαττῶσαι (:Ὅπως αὐτόματα τὴ φωτιὰ τὴν ἀκολουθεῖ ὁ φωτισμὸς καὶ τὸ μύρο ἡ μυρουδιά, ἔτσι καὶ τὶς ἀγαθὲς πράξεις κατ΄ ἀνάγκη τὶς ἀκολουθεῖ τὸ ὠφέλιμο. Ἂν καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα, ἂς δοῦμε μὲ ἀκρίβεια τὴν ἀλήθεια αὐτῶν ποὺ ἔγιναν τότε˙ γιατί σὲ μᾶς διασώθηκε κάποια ἀμυδρὴ ἀνάμνηση ποὺ διασώζει τὶς ἀνδραγαθίες τῶν ἀγώνων τοῦ μάρτυρα. Φαίνεται πὼς τὸ ἔργο μας μοιάζει κάπως μὲ ἐκεῖνο τῶν ζωγράφων, γιατί ἐκεῖνοι, ὅταν κάνουν τὶς εἰκόνες ἀντιγράφοντας ἄλλες εἰκόνες, εἶναι φυσικὸ νὰ ἀπομακρύνονται κατὰ πολὺ ἀπὸ τὰ πρωτότυπα. Καὶ ἐμεῖς ποὺ βρισκόμαστε μακριὰ ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχουμε δεῖ τὰ πράγματα, δὲν εἶναι μικρὸς ὁ κίνδυνος νὰ μειώσουμε τὴν ἀλήθεια)».
40. Καὶ στὸ τέλος τοῦ ἰδίου λόγου: «Ὡς γὰρ τὸν ἥλιον ἀεὶ καθορῶντες ἀεὶ θαυμάζομεν, οὕτω καὶ τοῦ ἀνδρὸς ἐκείνου ἀεὶ νεαρὰν τὴν μνήμην ἔχομεν (:Ὅπως βλέποντας διαρκῶς τὸν ἥλιο, πάντοτε τὸν θαυμάζουμε, ἔτσι καὶ τοῦ ἁγίου ἐκείνου διατηροῦμε πάντοτε ζωντανὴ τὴ μνήμη)».
41. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:). Εἶναι φανερὸ ὅτι τὸν βλέπουμε διαρκῶς μὲ τὸν λόγο καὶ τὰ εἰκονίσματα.
42. Καὶ στὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὅμως γιὰ τοὺς ὑπέρτιμους Σαράντα μάρτυρες λέει τα ἕξης.
«Μαρτύρων δὲ μνήμης τίς ἂν γένοιτο κόρος τῷ φιλομάρτυρι; Διότι ἡ πρὸς τὸὺς ἀγαθοὺς τῶν ὁμοδούλων τὶμὴ ἀπόδειξιν ἔχει τῆς πρὸς τὸν κοὶνὸν δεσπότην εὐνοίας (:Πῶς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ἐπέλθει κόρος τῆς μνήμης τῶν μαρτύρων στὸν φιλομάρτυρα;Γιατί ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδουν οἱ ὀμόδουλοι πρὸς τοὺς ἀγαθούς, φανερώνει τὴν καλὴ διάθεση πρὸς τὸν κοινὸ Δεσπότη)».
Καὶ πάλι: «Μακάρισον γνησίως τὸν μαρτυρήσαντα, ἵνα γὲνῃ μάρτυς τῇ προαιρέσει καὶ ἐκβῇς χὼρὶς διωγμοῦ, χὼρὶς πυρός, χὼρὶς μαστίγων τῶν αὐτῶν ἐκείνοις ἐπαίνων ἠξιωμένος (:Μακάρισε εἰλικρινὰ αὐτὸν ποὺ μαρτύρησε, γιὰ νὰ γίνεις καὶ ἐσὺ μάρτυρας ὡς πρὸς τὴν προαίρεση καὶ νὰ βρεθεῖς χωρὶς διωγμό, χωρὶς φωτιά, χωρὶς μαστίγια ἀξιωμένος μὲ τοὺς ἴδιους μὲ ἐκείνους ἐπαίνους)».
43. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:). Πῶς λοιπὸν μὲ ἐμποδίζεις ἀπὸ τὴν τιμὴ τῶν ἁγίων καὶ μὲ φθονεῖς γιὰ τὴ σωτηρία;
Τὸ ὅτι πάλι ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι συνυφασμένη ἡ χρωματικὴ μορφὴ μὲ τὸν λόγο, ἄκου τὸν ἴδιο ἅγιο ποὺ λίγο πιὸ κάτω λέει:
44. Τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
«Δεῦρο δὴ οὖν εἰς μέσον αὐτοὺς ἀγαγόντες διὰ τῆς ὑπομνήσεως κοὶνὴν τὴν ἀπ' αὐτῶν ὠφέλειαν τοῖς παροῦσι καταστησώμεθα, προδείξαντες πᾶσιν ὥσπερ ἐν γρὰφῇ τὰς τῶν ἀνδρῶν ἀριστείας(:Εμπρός λοιπόν, ἀφοῦ τοὺς φέρουμε ἀνάμεσά μας, ἂς κάνουμε μὲ τὴν ὑπόμνησή μας κοινὴ στοὺς παρόντες τὴν ὠφέλεια ἀπὸ αὐτούς, δείχνοντας σὲ ὅλους σὰν σὲ ζωγραφιὰ τὰ κατορθώματα τῶν ἁγίων)».
45. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:) Βλέπεις πὼς τὸ ἔργο τῆς εἰκόνας καὶ τοῦ λόγου εἶναι ἕνα; «Ὡς ἐν γράφῇ (:σὰν σὲ ζωγραφιά)», εἶπε, «προδείξωμεν τῷ λόγῳ(:να τὰ παρουσιάσουμε μὲ τὸν λόγο)».
46. Καὶ πάλι στὴ συνέχεια τοῦ ἴδιου λόγου:
«Ἐπὲὶ καὶ πολέμων ἀνδραγαθήματα καὶ λογογράφοι πολλάκις καὶ ζωγράφοι διασημαίνουσιν, οἱ μὲν τῷ λὸγῳ κοσμοῦντες, οἱ δὲ τοῖς πίναξιν ἐγχαράττοντες, καὶ πολλοὺς ἐπήγειραν εἰς ἀνδρείαν ἑκάτεροι. γὰρ ὁ λόγος τῆς ἱστορίας διὰ τῆς ἀκοῆς παρίστησι, ταῦτα γραφικὴ σιωπῶσα διὰ μιμήσεως δείκνυσι (:Ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς καὶ οἱ λογογράφοι καὶ οἱ ζωγράφοι ἐκφράζουν τὰ κατορθώματα τῶν πολέμων, οἱ πρῶτοι κοσμῶντας τα μὲ τὸν λόγο, καὶ οἱ δεύτεροι σχεδιάζοντάς τα σὲ εἰκόνες, παρακίνησαν πολλοὺς στὴν ἀνδρεία καὶ οἱ δυό. Γιατί, ὅσα παριστάνει ὁ λόγος τῆς ἐξιστόρησης μὲ τὴν ἀκρόαση, τὰ ἴδια δείχνει καὶ ἡ ζωγραφικὴ σιωπηρὰ μὲ τὴ μίμηση)».
47. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:). Τί ἀπὸ αὐτὰ εἶναι πιὸ φεγγοβόλο γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι βιβλία γιὰ τοὺς ἀγράμματους καὶ κήρυκες ἀκατάπαυστοι τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων, ποὺ μὲ τὴν ἄηχη φωνή τους διδάσκουν ἐκείνους ποὺ τὶς βλέπουν καὶ ἁγιάζουν τὴν δράση τους; Δὲν ἔχω βιβλία, δὲν ἔχω καιρὸ νὰ διαβάσω, μπαίνω στὸ κοινὸ ἰατρεῖο τῶν ψυχῶν, στὴν ἐκκλησία, ἐνῷ μὲ πνίγουν οἱ λογισμοὶ σὰν ἀγκάθια˙ μὲ τραβάει ἡ ὀμορφιὰ τῆς ζωγραφικῆς νὰ δῶ καὶ σὰν λειμῶνας εὐχαριστεῖ τὴ δράση μου καὶ ἀσυναίσθητα βάζει μέσα στὴν ψυχή μου τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Βλέπω τὴν καρτερικότητα τοῦ μάρτυρα, τὴν ἀνταπόδοση τῶν στεφανιῶν καὶ σὰν φωτιὰ ἀνάβει ὁ ζῆλος καὶ ἡ προθυμία μου καὶ πέφτοντας προσκυνῶ τὸν Θεὸ μέσῳ τοῦ μάρτυρος καὶ κερδίζω τὴ σωτηρία.
Δὲν ἔχεις ἀκούσει τὸν ἴδιο θεοφόρο πατέρα ποὺ λέει στὸν λόγο του στὴν ἀρχὴ τῶν ψαλμῶν, ὅτι ἐπειδὴ τὸ ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει ὅτι τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁδηγεῖται δύσκολα πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ εἶναι ράθυμο, ἀνέμιξε τὸ μέλος μὲ τὶς ψαλμωδίες; Τί λές; Δὲν θὰ παραστήσω καὶ μὲ τὸν λόγο καὶ μὲ τὰ χρώματα τὸ μαρτύριο τῶν μαρτύρων καὶ δὲν θὰ τὸ ἀγκαλιάσω καὶ μὲ τὰ μάτια καὶ μὲ τὰ χείλια αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ σὲ ὅλη τὴν κτίση, ἀλλὰ ὀδυνηρὸ στὸ Διάβολο, καὶ φοβερὸ στοὺς δαίμονες, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ φωστῆρας τῆς Ἐκκλησίας;
Καὶ τί λέει πρὸς τὸ τέλος τοῦ λόγου, ἐγκωμιάζοντας τοὺς Σαράντα μάρτυρες;
χὸρὸς ἅγιος, ὦ σύστημα ἱερόν, ὦ συνασπισμὸς ἀρραγής, ὦ κοινοὶ φύλακες τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἀγαθοὶ κοινωνοὶ φροντίδων, δεήσεων συνεργοί, πρεσβευταὶ δυνατώτατοι, ἀστέρες τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν ἐκκλησιῶν (ἐγὼ δὲ φημι, νοητά τε καὶ αἰσθητά). Ὑμᾶς οὐχ ἡ γῆ κατέκρυψεν, ἀλλ' οὐρανὸς ὑπεδέξατο. Ἠνοίγησαν ὑμῖν παραδείσου πύλαι, ἄξιον θέαμα τῇ στρατιᾷ τῶν ἀγγέλων, ἄξιον πατριάρχαις, προφήταις, δικαίοις(:Ω χορὸς ἅγιος, ὦ σύστημα ἱερό, ὦ συνασπισμὸς ἀκατάλυτος, ὦ κοινοὶ φύλακες τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀγαθοὶ κοινωνοὶ φροντίδων, βοηθοὶ στὶς δεήσεις, ἰσχυρότατοι πρεσβευτές[πρβ. Ἰάκ.5,16: «Πὸλὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη(:Γενικότερα σᾶς προτρέπω νὰ ἐξομολογεῖσθε μεταξύ σας τὶς ἁμαρτίες σας καὶ νὰ προσεύχεσθε ὁ ἕνας γιὰ χάρη τοῦ ἄλλου, γιὰ νὰ γιατρευτεῖτε ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς σωματικές σας ἀσθένειες ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ψυχικές. Ἔχει μεγάλη δύναμη ἡ δέηση τοῦ δικαίου καὶ ἐνεργεῖ δραστικὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ ἐπιφέροντας μεγάλες ὠφέλειες)»], ἀστέρια τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν ἐκκλησιῶν (ἐγὼ μάλιστα λέω νοητὰ καὶ αἰσθητά).Εσάς δὲν σᾶς ἔκρυψε ἡ γῆ, ἀλλὰ σᾶς ὑποδέχτηκε ὁ οὐρανός. Ἀνοίχτηκαν γιὰ σᾶς οἱ πύλες τοῦ Παραδείσου, θέαμα ἄξιο γιὰ τὴ στρατιὰ τῶν ἀγγέλων, ἄξιο γιὰ τοὺς πατριάρχες, τοὺς προφῆτες, τοὺς δικαίους)».
48. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:). Πῶς νὰ μὴν ποθήσω νὰ δῶ, αὐτὸ ποὺ ποθοῦν νὰ δοῦν οἱ ἄγγελοι;
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ αὐτοὺς καὶ ὁ ἀδελφός του καὶ ὀμόγνωμος Γρηγόριος, ὁ ἐπίσκοπος Νύσης, λέει:
49. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, Ἐπισκόπου Νύσσης, ἀπὸ τὸ συμπληρωματικὸ ἔργο, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πραγματεία του "Περὶ κατασκευῆς ἄνθρωπου", κεφάλαιο τέταρτο.
«Ὥσπὲρ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην συνήθειαν οἱ τὰς εἰκόνας τῶν κρατούντων κατασκευάζοντες τόν τε χαρακτῆρα τῆς μορφῆς ἀναμάσσονται καὶ τῇ περιβολῇ τῆς πορφυρίδος τὴν βασιλικὴν ἀξίαν συμπαραγράφουσι καὶ λέγεται κατὰ τὴν συνήθειαν καὶ εἰκὼν καὶ βασιλεύς, οὕτω καὶ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ἐπειδὴ πρὸς ἀρχὴν τῶν ἄλλων κατεσκευάζετο, ὁἷόν τις ἔμψυχος εἰκὼν ἀνεστάθη κοινωνοῦσα τῷ ἀρχετὺπῳ καὶ τῆς ἀξίας καὶ τοῦ ὀνόματος. Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τοῦ πέμπτου κεφαλαίου τῆς αὐτῆς πραγματείας· Τὸ δὲ θεῖον κάλλος οὐ σχήματί τινι καὶ μορφῆς εὐμοιρὶᾳ διὰ τινος εὐχροίας ἐναγλαΐζεται, ἀλλ' ἐν ἀφρὰστῳ μακαριότητι κατ' ἀρετὴν θεωρεῖται. Ὥσπὲρ τοίνυν τὰς ἀνθρωπίνας μὸρφὰς διὰ χρωμάτων τινῶν ἐπὶ τὸὺς πίνακας οἱ γραφεῖς μεταφέρουσι τὰς οἰκείας τε καὶ καταλλήλους βὰφὰς ἐπαλείφοντες τῷ μιμήματι, ὡς ἂν δι' ἀκριβείας τὸ ἀρχέτυπον κάλλος μετενεχθείη πρὸς τὸ ὁμοίωμα (:Ὅπως, κατὰ τὴ συνήθεια τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖνοι ποὺ κατασκευάζουν τὶς εἰκόνες τῶν ἀρχόντων ἀποτυπώνουν τὸν χαρακτῆρα τῆς μορφῆς καὶ μὲ τὴ στολὴ τῆς πορφύρας ζωγραφίζουν ταυτόχρονα καὶ τὴ βασιλικὴ ἀξία, καί, ὅπως συνηθίζεται, λέγεται καὶ εἰκόνα καὶ βασιλιᾶς, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐπειδὴ δημιουργήθηκε γιὰ νὰ ἐξουσιάζει τα ἀλλὰ κτίσματα, ἔγινε σὰν μιὰ ἔμψυχη εἰκόνα ποὺ ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὸ ἀρχέτυπο καὶ μὲ τὴν ἀξία καὶ μὲ τὸ ὄνομά του)».
50. Τοῦ ἰδίου, ἀπὸ τὸ πέμπτο κεφάλαιο τῆς ἴδιας πραγματείας.
«Τὸ δὲ θεῖον κάλλος οὐ σχήματί τινι καὶ μορφῆς εὐμοιρὶᾳ διὰ τινος εὐχροίας ἐναγλαΐζεται, ἀλλ' ἐν ἀφρὰστῳ μακαριότητι κατ' ἀρετὴν θεωρεῖται. Ὥσπὲρ τοίνυν τὰς ἀνθρωπίνας μὸρφὰς διὰ χρωμάτων τινῶν ἐπὶ τὸὺς πίνακας οἱ γραφεῖς μεταφέρουσι τὰς οἰκείας τε καὶ καταλλήλους βὰφὰς ἐπαλείφοντες τῷ μιμήματι, ὡς ἂν δι' ἀκριβείας τὸ ἀρχέτυπον κάλλος μετενεχθείη πρὸς τὸ ὁμοίωμ (: Ἡ λαμπρότητα τοῦ θείου κάλλους δὲν παριστάνεται μὲ κάποιο σχῆμα καὶ συμμετρικὴ μορφὴ μέσῳ κάποιου καλοῦ χρώματος, ἀλλὰ θεωρεῖται μὲ τὴν ἐμπειρία μιᾶς ἀπερίγραπτης μακαριότητας ποὺ παρέχει ἡ ἀρετή. Ὅπως λοιπὸν οἱ ζωγράφοι μεταφέρουν στὶς εἰκόνες μὲ τὰ χρώματα τὶς ἀνθρώπινες μορφές, στρώνοντας τὶς ταιριαστὲς καὶ κατάλληλες βαφὲς σὲ αὐτὸ ποὺ μιμοῦνται, γιὰ νὰ μεταφερθεῖ ὅσο γίνεται ἀκριβέστερα ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀρχετύπου στὸ ὁμοίωμα)».
51. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:). Πρόσεχε, ὅτι τὸ θεϊκὸ κάλλος δὲν λαμπρύνεται μὲ κάποιο σχῆμα καὶ μὲ κάποιο ὡραῖο χρῶμα («τὸ δὲ θεῖον κάλλος οὐ σχήματί τινι καὶ μορφῆς εὐμοιρὶᾳ διὰ τινος εὐχροίας ἐναγλαΐζεται») καὶ γι΄ αὐτὸ δὲν εἰκονίζεται, ἐνῷ ἡ ἀνθρώπινη μορφὴ μὲ τὰ χρώματα μεταφέρεται στὶς εἰκόνες.
Ἐφόσον λοιπὸν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ παρουσιάστηκε μὲ ἀνθρώπινη μορφή, παίρνοντας μορφὴ δούλου, καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ βρέθηκε κατὰ τὸ σχῆμα ὡς ἄνθρωπος[Φιλ.2,7-8: «ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μὸρφὴν δούλου λαβῶν, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ(:Αλλά κένωσε τὸν ἑαυτό Του συγκαλύπτοντας καὶ κρύβοντας γιὰ κάποιο διάστημα τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητός του. Πῆρε μορφὴ δούλου καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἐνῷ παρουσιάστηκε μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἦταν μόνον ἄνθρωπος, ὅπως φαινόταν, ἀλλὰ ἦταν συγχρόνως καὶ Θεός. Καὶ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό Του δείχνοντας τέλεια ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ, ποὺ εἶναι ὁ πλέον ὀδυνηρὸς καὶ ἀτιμωτικὸς θάνατος)»], πῶς δὲν θὰ εἰκονισθεῖ;
Καὶ ἐφόσον κατὰ τὴ συνήθεια «λέγεται ἡ τοῦ βασιλέως εἰκὼν βασιλεὺς(:η εἰκόνα τοῦ βασιλιᾶ λέγεται βασιλιᾶς)» καὶ «ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἀναβαίνει (:ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνας μεταβαίνει στὸ πρωτότυπο)», ὅπως λέει ὁ θεσπέσιος Μέγας Βασίλειος, πῶς ἡ εἰκόνα δὲν θὰ τιμηθεῖ καὶ δὲν θὰ προσκυνηθεῖ, ὄχι ὡς Θεός, ἀλλὰ ὡς εἰκόνα τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ;
52. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου του Νύσσης ἀπὸ λόγο ποὺ ἐκφωνήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος καὶ Εἰς τὸν Ἀβραάμ, ἀπὸ τὸν λόγο 44, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι «κάτι τέτοιο παθαίνουν στοὺς ὡραίους λειμῶνες ὅσοι ἀρέσκονται στὸ νὰ βλέπουν τὰ ἄνθη». Καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικὰ λέγει:
«Ἐντεῦθεν δεσμοῖς πρότερον διαλαμβάνει ὁ πὰτὴρ τὸν παῖδα. Εἶδον πολλάκις ἐπὶ γραφῆς εἰκόνα τοῦ πάθους καὶ οὐκ ἀδακρυτὶ τὴν θέαν παρῆλθον ἐναργῶς τῆς τέχνης ὑπ' ὄψιν ἀγούσης τὴν ἱστορίαν. Πρόκειται ὁ Ἰσὰὰκ παρ' αὐτῷ τῷ θυσιαστηρὶῳ ὀκλάσας ἐπὶ τὸ γόνυ καὶ περιηγμένας ἔχων εἰς τοὐπίσω τὰς χεῖρας, ὁ δὲ ἐπιβεβηκὼς κατόπιν τῷ πὸδὶ τῆς ἀγκύλης καὶ τῇ ἀριστερᾷ χεὶρὶ τὴν κόμην τοῦ παὶδὸς πρὸς ἑαυτὸν ἀνακλάσας ἐπικύπτει τῷ προσὼπῳ ἐλεεινῶς πρὸς αὐτὸν ἀναβλέποντι καὶ τὴν δεξιὰν καθωπλισμένος τῷ ξίφει πρὸς τὴν σφὰγὴν κατευθύνει. Καὶ ἅπτεται ἤδη τοῦ σώματος ἡ τοῦ ξίφους ἀκμή, καὶ τότε αὐτῷ γίνεται θεόθεν φὼνὴ τὸ ἔργον κωλύουσα (:Ἀπὸ ἐδῶ παίρνει προηγουμένως ὁ πατέρας τὸ παιδί του δεμένο. Εἶδα πολλὲς φορὲς σὲ τοιχογραφία τὴ σκηνὴ τοῦ πάθους καὶ δὲν προσπέρασα τὴ θέα χωρὶς νὰ δακρύσω, γιατί ἡ τέχνη μου ἔδειχνε μὲ ζωντάνια τὴν ὑπόθεση.Παρίσταται ὁ Ἰσαὰκ δίπλα στὸ θυσιαστήριο γονατισμένος καὶ ἔχοντας δεμένα τὰ χέρια πίσω, ἐνῷ ὁ πατέρας πατάει πίσω τὰ λυγισμένα πόδια καὶ τραβῶντας μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι τὰ μαλλιὰ τοῦ παιδιοῦ πρὸς τὸ μέρος του, σκύβει στὸ πρόσωπό του, ποὺ τὸν ἀτενίζει μὲ ὀδύνη, καὶ κρατῶντας στὸ δεξὶ τὸ μαχαίρι τὸ κατεβάζει γιὰ τὴ σφαγή. Καὶ ἡ κόψη τοῦ μαχαιριοῦ ἀγγίζει κιόλας τὸ σῶμα, καὶ τότε τοῦ ἔρχεται φωνὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ ἐμποδίζει τὴν πράξη)».
53. Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς:
«Καὶ πὼς εἰκὼν τοῦ δευτέρου τὸ πρῶτον, ὁ Μελχισεδὲκ τοῦ Χριστοῦ, ὥσπερ ἄν τις εἴποι σκὶὰν τῆς γραφῆς τῆς ἐν χρώμασι τὸ πρὸ ταύτης σκίασμα τοῦ γραφέως· διὰ τοῦτο γὰρ ὁ νόμος καλεῖται σκιά, ἡ δὲ χάρις ἀλήθεια, πράγματα δὲ τὰ μέλλοντα. Ὥστὲ ὁ μὲν νόμος καὶ ὁ Μελχισεδὲκ προσκίασμα τῆς ἐν χρώμασι γραφῆς, ἡ δὲ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια ἡ ἐν χρώμασι γραφή, τὰ δὲ πράγματα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὡς εἶναι τὴν παλαιὰν τύπου τύπον καὶ τὴν νέαν τῶν πραγμάτων τύπον(:Κατά κάποιο τρόπο τὸ πρῶτο εἶναι εἰκόνα τοῦ δευτέρου, ὁ Μελχισεδὲκ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὀνομάσει τὸ ἀρχικὸ σκιαγράφημα τοῦ ζωγράφου σκιὰ τῆς ζωγραφικῆς μὲ χρώματα˙γι’ αὐτὸ καὶ ὁ νόμος ὀνομάζεται σκιά, ἐνῷ ἡ χάρη ἀλήθεια καὶ πράγματα τὰ μέλλοντα. Ὥστε ὁ νόμος καὶ ὁ Μελχισεδὲκ εἶναι τὸ προσχέδιο τῆς ζωγραφικῆς μὲ χρώματα, ἡ χάρη καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ ζωγραφικὴ μὲ χρώματα, ἐνῷ τὰ πράγματα εἶναι ἡ μελλοντικὴ αἰωνιότητα, ὅπως ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι τύπος τύπου καὶ ἡ Νέα εἶναι τύπος τῶν πραγμάτων)».
54. Λεοντίου Νεαπόλεως τῆς Κύπρου ἀπὸ τὸν λόγο Κατὰ Ἰουδαίων, γιὰ τὴν προσκύνηση τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν εἰκόνων τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἰδίων τῶν ἁγίων μεταξύ τους καὶ γιὰ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων:
«Ἐἂν μοὶ ἐγκαλῇς πάλιν, ὦ Ἰουδαῖε, λέγων, ὅτι ὡς θὲὸν προσκυνῶ τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ, διὰ τί οὐκ ἐγκαλεῖς τῷ Ἰἀκὼβ προσκυνήσαντι ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥἄβδου; Ἀλλὰ πρόδηλον, ὅτι οὐ τὸ ξύλον τιμῶν προσεκύνησεν, ἀλλὰ διὰ τοῦ ξύλου τῷ Ἰὤσὴφ προσεκύνησεν, ὥσπερ καὶ ἡμεῖς διὰ τοῦ σταυροῦ τὸν Χριστόν, ἀλλ' οὐ τὸ ξύλον δοξάζομεν(:Εάν λοιπὸν μὲ κατηγορεῖς πάλι, Ἰουδαῖε, λέγοντας ὅτι προσκυνῶ τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ ὡς Θεό, γιατί δὲν κατηγορεῖς τὸν Ἰακὼβ ποὺ προσκύνησε τὴν ἄκρη τοῦ μπαστουνιοῦ;[[Γέν.47,31: «εἶπε δὲ· ὄμοσόν μοί. καὶ ὤμοσεν αὐτῷ. καὶ προσεκύνησεν Ἰσρὰὴλ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥἄβδου αὐτοῦ(:ο Ἰακὼβ ὅμως ἐπέμεινε καὶ τοῦ εἶπε: ‘’Ὁρκίσου μου ὅτι θὰ τὸ κάνεις’’. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁρκίστηκε στὸν πατέρα του. Τότε ὁ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ πίστεψε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ βοηθοῦσε, ὥστε νὰ μεταφερθεῖ ἡ σορός του στὴν Χαναὰν γιὰ νὰ ταφεῖ ἐκεῖ, ἔσκυψε καὶ προσκύνησε τὸν Θεό, ἀφοῦ ἀκούμπησε τὸ κεφάλι του στὴν ἄκρη τοῦ ραβδιοῦ του, στὸ ὁποῖο στηριζόταν λόγῳ τῆς γεροντικῆς ἀδυναμίας του. Μὲ τὴν προσκύνηση αὐτὴ ἐξέφραζε τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Θεὸ)» καὶ Ἐβρ.11,21: «Πίστει Ἰἀκὼβ ἀποθνήσκων ἕκαστον τῶν υἱῶν Ἰὤσὴφ εὐλόγησε, καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥἄβδου αὐτοῦ(:Με πίστη ὁ Ἰακώβ, ὅταν πέθαινε, εὐλόγησε καθένα ἀπὸ τὰ δύο παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ἀνέδειξε καὶ τὰ δύο ἀρχηγοὺς φυλῶν σύμφωνα μὲ τὸν φωτισμὸ ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ πίστη. Καὶ προσκύνησε τὸν Θεὸ ἀκουμπῶντας τὸ κεφάλι του στὴν ἄκρη τοῦ ραβδιοῦ, πάνω στὸ ὁποῖο στηριζόταν λόγῳ τῆς γεροντικῆς του ἀδυναμίας)»]]Αλλά εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι προσκύνησε τὸ ξύλο χωρὶς νὰ τὸ τιμᾶ, ἀλλὰ μέσῳ τοῦ ξύλου προσκύνησε τὸν Ἰωσήφ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς μέσῳ τοῦ σταυροῦ δοξάζουμε τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι τὸ ξύλο)».
55. (Σχόλιο ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:) Ἐφόσον λοιπὸν προσκυνοῦμε τὸν τύπο τοῦ σταυροῦ, κατασκευάζοντας εἰκόνα τοῦ σταυροῦ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ὕλη, πῶς δὲν θὰ προσκυνήσουμε τὴν εἰκόνα Αὐτοῦ ποὺ σταυρώθηκε;
56. Καὶ πάλι τοῦ ἰδίου Λεοντίου:
«Ἐπὲὶ καὶ Ἀβρὰὰμ τοῖς πωλήσασιν αὐτῷ τὸν τάφον ἀσεβέσιν ἀνθρώποις προσεκύνησε καὶ γόνυ ἔκαμψεν ἐπὶ τὴν γῆν, ἀλλ' οὐχ ὡς θεοῖς αὐτοῖς προσεκύνησεν· καὶ πάλιν ὁ Ἰἀκὼβ τὸν Φαραὼ ηὐλόγησεν ἀσεβῆ καὶ εἰδωλολάτρην ὄντα, ἀλλ' οὐχ ὡς θὲὸν αὐτὸν ηὐλόγησε (:Ὅταν καὶ ὁ Ἀβραὰμ προσκύνησε ἐκείνους ποὺ τοῦ πούλησαν τὸν τάφο, ἀνθρώπους ἀσεβεῖς[Γέν.23,7-9], καὶ γονάτισε στὴ γῆ, δὲν τοὺς προσκύνησε ὡς θεοὺς· καὶ ὁ Ἰακὼβ ἐπίσης εὐλόγησε τὸν Φαραώ, ποὺ ἦταν ἀσεβὴς καὶ εἰδωλολάτρης, ἀλλὰ δὲν τὸν εὐλόγησε ὡς Θεὸ[ Γέν.47,7-10])». Καὶ πάλι: «τὸν Ἠσαῦ πὲσὼν προσεκύνησεν, ἀλλ' οὐχ ὡς θὲὸν προσεκύνησεν(:και τὸν Ἠσαὺ ἐπίσης ἔπεσε καὶ τὸν προσκύνησε, ἀλλὰ δὲν τὸν προσκύνησε ὡς Θεό[Γέν.33,3]».
Καὶ πάλι: «Πῶς ἐντέλλεται ὑμῖν ὁ θὲὸς προσκυνεῖν καὶ τῇ γῇ καὶ τοῖς ὄρεσι; Πῶς παραγγέλλει σὲ σᾶς ὁ Θεὸς νὰ προσκυνεῖτε καὶ τὴ γῆ καὶ τὰ ὄρη;». Γιατί λέει: «Ὑψοῦτε κύριον τὸν θὲὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε εἰς ὄρος ἅγιον αὐτοῦ. Καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδὶῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιὸς ἐστι (:δοξάστε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας καὶ προσκυνᾶτε αὐτὸν στὸ ἅγιο ὅρος του. Καὶ προσκυνᾶτε τὸ στήριγμα τῶν ποδιῶν του, ἐπειδὴ εἶναι ἅγιος)»[Ψαλμ.98,5], δηλαδὴ τὴ γῆ.
«Ὁ οὐρανὸς γὰρ μοὶ θρόνος(:Γιατί ὁ οὐρανὸς εἶναι θρόνος μου)», λέει, «ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου(:ενώ ἡ γῆ στήριγμα τῶν ποδιῶν μου)»[Ησ .66,1], ὅπως βεβαιώνει ὁ Κύριος.
Καὶ πῶς ὁ Μωϋσὴς προσκύνησε τὸν Ἰοθὸρ ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρης, [Ἔξ. 18,7: «ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς εἰς συνάντησιν τῷ γὰμβρῷ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ καὶ ἐφίλησεν αὐτόν, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους· καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὴν σκηνήν(: Μόλις τὸ ἄκουσε ὁ Μωυσῆς, βγῆκε ἀμέσως πρὸς συνάντηση τοῦ πεθεροῦ του. Τὸν προσκύνησε καὶ τὸν φίλησε καὶ ἀσπάστηκαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Κατόπιν ὁ Μωυσῆς τους ἔβαλε μέσα στὴ σκηνή του)»], καὶ ὁ Δανιήλ τον Ναβουχοδονόσορα [Δάν. 2,46: «Τότε ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον καὶ τῷ Δανιὴλ προσεκύνησε καὶ μαναὰ καὶ εὐωδίας εἶπε σπεῖσαι αὐτῷ(: Ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ ἄκουσε τὸ ὄνειρο καὶ τὴν ἑρμηνεία του, ἔπεσε πρηνὴς στὴ γῆ καὶ προσκύνησε μὲ σεβασμὸ τὸν Δανιὴλ· διέταξε δὲ νὰ προσφέρουν στὸν Θεό, γιὰ χάρη τοῦ Δανιήλ, θυσία ἀναίμακτο καὶ εὐώδη θυμιάματα)»];
Πῶς μὲ κατηγορεῖς ἐπειδὴ τιμῶ καὶ προσκυνῶ ἐκείνους ποὺ τίμησαν καὶ προσκύνησαν τὸ Θεό; Πές μου, δὲν συμφέρει νὰ προσκυνοῦμε τοὺς ἁγίους καὶ νὰ μὴν τοὺς λιθοβολοῦμε, ὅπως ἐσύ; Δὲν συμφέρει νὰ προσκυνοῦμε τοὺς εὐεργέτες καὶ νὰ μὴν τοὺς πριονίζουμε οὔτε νὰ τοὺς ρίχνουμε σὲ λάκκο μὲ λάσπη [Ἴερ. 45,6: «καὶ ἔῤῥιψαν αὐτὸν εἰς λάκκον Μελχίου υἱοῦ τοῦ βασιλέως, ὃς ἦν ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς, καὶ ἐχάλασαν αὐτὸν εἰς τὸν λάκκον, καὶ ἐν τῷ λὰκκῳ οὐκ ἦν ὕδωρ ἀλλ᾿ ἢ βόρβορος, καὶ ἦν ἐν τῷ βορβόρῳ(:έτσι αὐτοὶ συνέλαβαν τὸν Ἰερεμία καὶ τὸν ἔριξαν στὸν λάκκο του Μελχίου, υἱοῦ τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος «λάκκος» βρισκόταν στὴν αὐλὴ τῆς φυλακῆς· καὶ κατέβασαν τὸν Ἰερεμία στὸν λάκκο αὐτόν, στὸν ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε νερό, ἀλλὰ βόρβορος λάσπη· ὁ Ἰερεμίας ἔμενε, ἢ μᾶλλον σχεδὸν χώθηκε μέσα στὸν βόρβορο, τὴ λάσπη αὐτή)» ;
Ἂν ἀγαποῦσες τὸν Θεό, θὰ τιμοῦσες ὁπωσδήποτε καὶ τοὺς δούλους Του. Καὶ ἐὰν τὰ ὀστᾶ τῶν δικαίων εἶναι ἀκάθαρτα, πῶς μετακομίσθηκαν τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Ἰωσὴφ μὲ κάθε τιμὴ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο[Γέν.50,13-25];
Πῶς νεκρὸς ἄνθρωπος ποὺ ἄγγιξε τὰ ὀστᾶ του Ἐλισαίου ἀμέσως ἀναστήθηκε;[βλ. Δ΄Βασ. 13,21: «καὶ ἐγένετο αὐτῶν θαπτόντων τὸν ἄνδρα, καὶ ἰδοὺ εἶδον τὸν μονόζωνον καὶ ἔῤῥιψαν τὸν ἄνδρα ἐν τῷ τὰφῳ Ἑλισαιέ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἥψατο τῶν ὀστέων Ἑλισαιὲ καὶ ἔζησε καὶ ἀνέστη ἐπὶ τὸὺς πόδας αὐτοῦ(: καὶ τότε συνέβη τὸ ἑξῆς: Ἐνῷ οἱ Ἰσραηλῖτες κήδευαν καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ ἐνταφιάσουν κάποιον νεκρό, ἰδού, εἶδαν ξαφνικὰ τοὺς ἀντάρτες τῆς Μωὰβ νὰ ἔρχονται. Οἱ τρομαγμένοι Ἰσραηλῖτες ἔριξαν ἀμέσως τὸν νεκρὸ στὸν τάφο του Ἐλισαίου καὶ ἔφυγαν. Μόλις ὅμως ὁ νεκρὸς ἄγγιξε τὰ ὀστᾶ τοῦ προφήτη Ἐλισαίου, ἀναστήθηκε, σηκώθηκε καὶ στάθηκε ὄρθιος στὰ πόδια του)»]
Ἂν λοιπὸν ὁ Θεὸς θαυματουργεὶ μέσῳ τῶν ὀστῶν, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι μπορεῖ νὰ θαυματουργεὶ καὶ μέσῳ εἰκόνων καὶ λίθων καὶ ἄλλων πολλῶν, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὸν Ἐλισαῖο, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὴ ράβδο του στὸν δοῦλο του καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάει καὶ νὰ ἀναστήσει μὲ αὐτὴν τὸν γιὸ τῆς Σωμανίτιδας [Δ΄Βασ. 4,29:«Καὶ εἶπεν Ἑλισαιὲ τῷ Γιεζὶ· ζῶσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ λὰβὲ τὴν βακτηρίαν μοῦ ἐν τῇ χειρί σου καὶ δεῦρο· ὅτι ἐὰν εὕρῃς ἄνδρα, οὐκ εὐλογήσεις αὐτόν, καὶ ἐὰν εὐλογὴσῃ σὲ ἀνήρ, οὐκ ἀποκριθὴσῃ αὐτῷ· καὶ ἐπιθήσεις τὴν βακτηρίαν μοῦ ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου(:ο Ἐλισαῖος τότε στράφηκε πρὸς τὸν Γιεζὶ καὶ τοῦ εἶπε: Ζῶσε ἕτοιμος γιὰ πορεία τὴ μέση σου, πᾶρε τὸ ραβδί μου στὸ χέρι σου καὶ τρέξε γρήγορα στὸ σπίτι τῆς γυναίκας. Καὶ γιὰ νὰ μὴν καθυστερήσεις, ἐὰν συναντήσεις στὸν δρόμο σου ἄνθρωπο, μὴν σταματήσεις νὰ τὸν χαιρετήσεις· ἐὰν πάλι κάποιος ἄνθρωπος σὲ χαιρετήσει, μὴν τοῦ ἀνταποδώσεις τὸν χαιρετισμό. Καὶ μόλις φτάσεις στὸ σπίτι τῆς γυναίκας, θὰ βάλεις τὸ ραβδὶ μοῦ ἐπάνω στὸ πρόσωπο τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ)»].
Καὶ ὁ Μωυσῆς μὲ τὴ ράβδο τιμώρησε τὸν Φαραὼ καὶ ἔσκισε τὴ θάλασσα καὶ γλύκανε τὸ νερὸ καὶ ἄνοιξε τὸν βράχο καὶ ἔβγαλε νερὸ[ βλ. Ἔξ.14,16: «καὶ σὺ ἔπαρον τῇ ῥἄβδῳ σου καὶ ἔκτεινον τὴν χεῖρὰ σοῦ ἐπὶ τὴν θάλασσαν καὶ ῥῆξον αὐτήν, καὶ εἰσελθάτωσαν οἱ υἱοὶ Ἰσρὰὴλ εἰς μέσον τῆς θαλάσσης κατὰ τὸ ξηρόν(:εσύ ὅμως σήκωσε ψηλὰ τὸ ραβδί σου καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι σοῦ ἐπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ σχίσε την στὰ δύο καὶ ἂς περάσουν οἱ Ἰσραηλῖτες στὸ στεγνὸ ἔδαφος μέσα ἀπὸ τὴ θάλασσα)» καὶ Ἔξ.15,25: «ἐβόησε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον, καὶ ἔδειξεν αὐτῷ Κύριος ξύλον, καὶ ἐνέβαλεν αὐτὸ εἰς τὸ ὕδωρ, καὶ ἐγλυκάνθη τὸ ὕδωρ. ἐκεῖ ἔθετο αὐτῷ δικαιώματα καὶ κρίσεις καὶ ἐκεῖ αὐτὸν ἐπείρασε(:και ὁ Μωυσῆς βόησε μὲ θερμὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριο καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἔδειξε ἕνα ξύλο. Τὸ ἔβαλε λοιπὸν μέσα στὸ νερὸ καὶ ἀμέσως τὸ νερὸ γλυκάθηκε καὶ ἔγινε πόσιμο. Ἐκεῖ στὴ Μερρὰ ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν λαὸ νόμους καὶ προστάγματα, γιὰ νὰ μὴ λησμονοῦν τὶς ὑποχρεώσεις τους. Ἐκεῖ τοὺς ἔθεσε καὶ ὑπὸ δοκιμασία)», καθὼς ἐπίσης καὶ Ἔξ.17,6: «ὅδε ἐγὼ ἕστηκα ἐκεῖ πρὸ τοῦ σὲ ἐπὶ τῆς πέτρας ἐν Χωρὴβ· καὶ πατάξεις τὴν πέτραν, καὶ ἐξελεύσεται ἐξ αὐτῆς ὕδωρ, καὶ πίεται ὁ λαός. ἐποίησε δὲ Μωυσῆς οὕτως ἐναντίον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ(: "Καὶ νά, Ἐγὼ θὰ ἔχω σταθεῖ πρὶν ἀπὸ ἐσένα ἐπάνω στὴν πέτρα ποὺ βρίσκεται στὸ ὅρος Χωρήβ. Θὰ χτυπήσεις λοιπὸν τὴν πέτρα καὶ θὰ ἀναπηδήσει νερὸ ἄφθονο ἀπὸ αὐτήν, ὥστε νὰ πιεῖ ὅλος ὁ λαός". Πράγματι λοιπὸν ὁ Μωυσῆς ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ Κύριος ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλιτῶν)» ].
Καὶ ὁ Σολομῶν λέει: «Ηὐλόγηται ξύλον, δι' ὃὗ γίνεται σωτηρία (:εὐλογήθηκε τὸ ξύλο, μέσῳ τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ σωτηρία» [:Σόφ. Σόλ. 14,17]. Καὶ ὁ Ἐλισαῖος ἔριξε ἕνα ξύλο στὸν Ἰορδάνη καὶ ἔφερε πρὸς τὰ ἐπάνω σίδερο[ βλ. Δ΄Βασ.6,6: «Καὶ εἶπεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ· ποῦ ἔπεσε; καὶ ἔδειξεν αὐτῷ τὸν τόπον. καὶ ἀπέκνισε ξύλον καὶ ἔῤῥιψεν ἐκεῖ, καὶ ἐπεπόλασε τὸ σιδήριον(:ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἐλισαῖος, τοῦ εἶπε: Καὶ ὁ προφήτης του ἔδειξε τὸν τόπο. Ὁ Ἐλισαῖος ἔκοψε ἕνα ξύλο, τὸ ἔκανε στυλιάρι καὶ τὸ ἔριξε ἐκεῖ, ὅπου ἔπεσε τὸ σίδερο· καὶ τότε τὸ σίδερο τοῦ τσεκουριοῦ ἀνέβηκε στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ξύλου καὶ ἐπέπλεε)».
Καὶ τὸ δένδρο τῆς ζωῆς [Γέν.2,9: «Καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θὲὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ κὰλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μὲσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνὼστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ(: Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς πρόσταξε καὶ βλάστησαν ἀκόμη ἀπὸ τὴ γῆ τρία εἴδη δέντρων: Πρῶτον· κάθε εἶδος καὶ κάθε ποικιλία δέντρων, τὰ ὁποῖα μὲ τὸ ὕψος, τὸ σχῆμα, τὸ φύλλωμα, τὰ ἄνθη τους νὰ εὐχαριστοῦν καὶ νὰ τέρπουν· μὲ τὴν ποικιλία δὲ τῶν καρπῶν τους νὰ ἱκανοποιοῦν, εὐφραίνουν καὶ τρέφουν τὸν ἄνθρωπο. Στὸ κέντρο τοῦ Παραδείσου, σὲ θέση προνομιακή, ὥστε νὰ εἶναι ὁρατὰ καθημερινῶς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὁ Θεὸς πρόσταξε καὶ βλάστησαν ἄλλα δύο δέντρα. Τὸ ἕνα ἦταν δέντρο, τοῦ ὁποίου οἱ καρποὶ εἶχαν χάρη μοναδική, ὑπερφυσικὴ καὶ δύναμη ἔκτακτη, διότι θὰ ἔδιναν ἀθανασία καὶ αἰώνια μακαριότητα σὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοὺς ἔτρωγε· τὸ ἄλλο ἦταν ἕνα δέντρο ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ ὁποίου ὅποιος ἔτρωγε θὰ γνώριζε πειραματικῶς πόσο πικρὸ ἦταν τὸ ἠθικὸ κακό. Μὲ ἄλλα λόγια, τὰ εἴδη τῶν δέντρων τοῦ Παραδείσου ἦσαν τρία: α) Τὰ πολλά, γιὰ νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ συντηρεῖται. β) τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος αἰωνίως εὐτυχής. Αὐτό του δόθηκε ὡς βραβεῖο· γ) τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνὼστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ, οἱ καρποὶ τοῦ ὁποίου ἦταν γύμνασμα καὶ ἀγώνισμα τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ)» καὶ τὸ φυτὸ Σαβέκ [πρόκειται γιὰ τὸν θάμνο στὸν ὁποῖο εἶδε δεμένο ὁ Ἀβραὰμ κριάρι, ποὺ τελικὰ θυσίασε ἀντὶ τοῦ υἱοῦ του, Ἰσαὰκ· βλ. Γέν.22,13:«καὶ ἀναβλέψας Ἁβραὰμ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ κρὶὸς ἔἷς κατεχόμενος ἐν φὺτῷ Σὰβὲκ τῶν κεράτων· καὶ ἐπορεύθη Ἁβραὰμ καὶ ἔλαβε τὸν κρὶὸν καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν εἰς ὁλοκάρπωσιν ἀντὶ Ἰσὰὰκ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ(: καὶ ὁ Ἀβραὰμ σήκωσε τὰ βλέμματά του ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, ὅπου ἦταν ξαπλωμένος ὁ Ἰσαάκ, καὶ ξαφνικὰ εἶδε ἐκεῖ κοντὰ ἕνα κριάρι, τὰ κέρατα τοῦ ὁποίου εἶχαν περιπλακεῖ σὲ ἕνα φυτό, ποὺ ὀνομάζεται Σαβέκ. Ὁ Ἀβραὰμ πῆγε πρὸς τὰ ἐκεῖ, πῆρε τὸ κριάρι καὶ τὸ πρόσφερε στὸν Θεὸ ὡς θυσία ὁλοκαυτώματος ἀντὶ τοῦ παιδιοῦ του, Ἰσαάκ)», δηλαδὴ τῆς συγχωρήσεως.
Καὶ ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ φίδι στὸ ξύλο καὶ ζωοποίησε τὸν λαό[Αριθμ.21,8: «Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ποίησον σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δὰκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται (: καὶ εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωυσῆ: ‘’ Κατασκεύασε ἕνα χάλκινο φίδι, ὅμοιο πρὸς ἐκεῖνα ποὺ δαγκώνουν τὸν λαό, καὶ κρέμασέ το ψηλὰ σὲ ἕνα πάσσαλο, ὥστε νὰ φαίνεται ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ στρατοπέδου. Θὰ γίνεται λοιπὸν αὐτό: Ἐὰν ἕνα φίδι δαγκώσει κάποιον ἄνθρωπο, τότε ἐὰν ἐκεῖνος ποὺ τὸν δαγκώσει τὸ φίδι, σηκώσει τὸ βλέμμα του καὶ ρίξει βλέμμα μετανοίας καὶ πίστεως στὸ χάλκινο φίδι, θὰ θεραπεύεται καὶ δὲν θὰ πεθαίνει’’)» · μὲ ξύλο ἐπίσης ποὺ βλάστησε στὴ σκηνὴ ἀνέδειξε τὴν ἱερατικὴ φυλὴ τοῦ Ἰσραὴλ [ Ἀριθμ.17,23: «Καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον καὶ εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ Ἀἀρὼν ἐν τῇ σκὴνῇ τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἰδοὺ ἐβλάστησεν ἡ ῥἄβδος Ἀἀρὼν εἰς οἶκον Λεὺὶ καὶ ἐξήνεγκε βλὰστὸν καὶ ἐξήνθησεν ἄνθη καὶ ἐβλάστησε κάρυα (: Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα μπῆκε μὲ εὐλάβεια ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἀαρῶν στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Καὶ νά: ὅλα τὰ ραβδιὰ εἶχαν μείνει ξερά, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνο του Ἀαρῶν, ποὺ εἶχε τοποθετηθεῖ ἐξ ὀνόματος τῆς φυλῆς Λευὶ· αὐτὸ πέταξε, μέσα στὶς λίγες ὧρες, βλαστάρι πράσινο καὶ δροσερὸ καὶ τὸ βλαστάρι ἄνθισε καὶ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ἄνθη ἔδεσαν καὶ παρουσίασαν ὡς καρπὸ καρύδια)».
Ἀλλὰ ἴσως μοῦ πεῖς ἐσὺ ὁ Ἰουδαῖος ὅτι ὅλα τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου τὰ διέταξε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ νὰ γίνουν καὶ ἐγώ σου λέω ὅτι ὁ Σολομῶν ἔκανε στὸν ναὸ πολλὰ καὶ διάφορα πράγματα, γλυπτὰ καὶ χωνευτά, τὰ ὁποῖα οὔτε ὁ Θεὸς τὸν πρόσταξε νὰ τὰ κάνει, οὔτε ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου τὰ εἶχε, οὔτε ὁ ναὸς ποὺ ὁ Θεὸς ὑπέδειξε στὸν Ἰεζεκιήλ, καὶ δὲν καταδικάστηκε γι΄ αὐτὸ ὁ Σολομῶν γιατί αὐτὲς τὶς μορφὲς τὶς ἔκανε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τώρα καὶ ἐμεῖς.
Εἶχες κι ἐσὺ πολλὲς καὶ διάφορες γιὰ τὴν ἀνάμνηση τοῦ Θεοῦ εἰκόνες καὶ σήμαντρα πρὶν τὰ στερηθεῖς ἐξ αἰτίας τῆς ἀγνωμοσύνης σου, δηλαδὴ τὴ μωσαϊκὴ ράβδο, τὶς θεοχάρακτες πλάκες, τὴν πυρένδροση βάτο, τὴν ξηρένυδρη πέτρα, τὴ μανναφόρο κιβωτό, τὸ πυρένθεο θυσιαστήριο, τὸ θεώνυμο πέταλο[Έξ.28,32: «Καὶ ποιήσεις πέταλον χρυσοῦν καθαρὸν καὶ ἐκτυπώσεις ἐν αὐτῷ ἐκτύπωμα σφραγῖδος Ἁγίασμα Κυρίου(:Και θὰ κατασκευάσεις καὶ μίαν πλάκα ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι καὶ θὰ χαράξεις σὲ αὐτὴν σὰν χάραγμα σφραγῖδας τὶς λέξεις: ‘’Ἁγίασμα Κυρίου’’, ποὺ σημαίνει ἀφιέρωμα στὸν Κύριο)» [Τὸ πέταλο αὐτὸ ἦταν χρυσῆ στενόμακρη ἡμικυκλικὴ πλάκα πάνω στὴν ὁποία ἦταν γραμμένο τὸ ἀνεκφώνητο ὄνομα τοῦ Κυρίου. Τὸ πέταλο αὐτὸ δενόταν στὸ μπροστινὸ κάτω μέρος τοῦ Κιδάρεως (εἰδικοῦ καλύμματος τῆς κεφαλῆς τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως), τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦσε καὶ τὸ κυριότερο κόσμημα του], τὸ θεοφαντορικὸ Ἐφούδ[:Το Ἐφοὺδ ἢ ἐπωμίς, ἦταν εἶδος γιλέκου ποὺ κάλυπτε τὸ στῆθος καὶ τὴ ράχη τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως καὶ στερεωνόταν στὴ μέση μὲ ζώνη ἀπὸ τὸ ἴδιο ὕφασμα. Τὸ ὕφασμα τοῦ Ἐφοὺδ ἦταν πολυτελέστατο καὶ ποικίλων χρωμάτων. Στοὺς ὤμους του Ἐφοὺδ ὑπῆρχαν δύο πολύτιμοι λίθοι (σμαράγδου), ἐπάνω στοὺς ὁποίους ἦταν χαραγμένα ἀνὰ ἕξι τὰ ὀνόματα τῶν δώδεκα υἱῶν τοῦ Ἰακὼβ (Ἐξ. 28,8-12). 52α. Ψάλμ. 71,18] , τὴ θεοΐσκιωτη σκηνή. Ἐφόσον λοιπὸν κι ἐσὺ καταγινόσουν μὲ ὅλα αὐτὰ νύχτα καὶ μέρα λέγοντας: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θὲὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος(: εὐλογητὸς ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ὁ λατρευόμενος καὶ προσκυνούμενος ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ, ὁ Ὁποῖος μόνος ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐπιτελεῖ θαυμάσια καὶ ἔργα καταπληκτικὰ)»[ Ψάλμ.71,18], καὶ ἐφόσον μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ τοῦ νόμου, ποὺ εἶχες κάποτε, πέφτοντας προσκυνοῦσες τὸν Θεό, βλέπεις ὅτι μέσῳ τῶν εἰκόνων προσφέρεται στὸν Θεὸ ἡ προσκύνηση.
Καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικά: «Ὁ γὰρ ἀγαπῶν εἰλικρινῶς φίλον ἢ βασιλέα καὶ μάλιστα τὸν εὐεργέτην, κἂν υἱὸν αὐτοῦ θεάσηται, κἂν ῥἄβδον, κἂν θρόνον, κἂν στέφανον, κἂν οἶκον, κἂν δοῦλον, κρατεῖ καὶ ἀσπάζεται καὶ τὶμᾷ διὰ τούτων τὸν εὐεργέτην, βασιλέα καὶ μάλιστα τὸν θεόν. –Εἴθε γάρ, πάλιν λέγω, ἐποίησας καὶ σὺ εἰκόνας Μωσαϊκὰς καὶ προφητικὰς καὶ καθ' ἡμέραν ἐν αὐταῖς προσεκύνεις τῷ δεσπὸτῃ αὐτῶν θέῷ. Ὅτὰν τοίνυν ἴδῃς χριστιανῶν παῖδας προσκυνοῦντας τῷ σταύρῷ, γνῶθι, ὅτι τῷ σταυρωθέντι Χρὶστῷ τὴν προσκύνησιν προσάγουσι καὶ οὐ τῷ ξύλῳ. Ἐπὲὶ εἰ τὴν φύσιν τοῦ ξύλου ἔσεβον, πάντως ἂν καὶ τὰ δένδρα καὶ τὰ ἄλση προσκυνεῖν εἶχον, ὥσπερ σὺ ὁ Ἰσρὰὴλ προσεκύνησας τούτοις ποτέ, λέγων τῷ δὲνδρῳ καὶ τῷ λίθῳ, ὅτι «Σὺ μοῦ εἶ θεός, καὶ σὺ μὲ ἐγέννησας». Ἡμεῖς δὲ οὐχ οὕτως λέγομεν τῷ σταὺρῷ οὐδὲ ταῖς μορφαῖς τῶν ἁγίων· οὐ γὰρ θεοὶ ἡμῶν εἰσιν, ἀλλὰ βίβλοι ἀνεῳγμέναι πρὸς ἀνάμνησιν θεοῦ καὶ τὶμὴν αὐτοῦ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις προφανῶς κείμεναι καὶ προσκυνούμεναι. Ὁ γὰρ τιμῶν τὸν μάρτυρα τὸν θὲὸν τίμᾷ, ᾧ ὁ μάρτυς ἐμαρτύρησεν· ὁ προσκυνῶν τῷ ἀποστὸλῳ τοῦ Χριστοῦ τῷ ἀποστείλαντι αὐτὸν προσκυνεῖ· καὶ ὁ προσπίπτων τῇ μὴτρὶ τοῦ Χριστοῦ πρόδηλον, ὅτι τῷ υἱῷ αὐτῆς τὴν τὶμὴν προσφέρει. Οὐδεὶς γὰρ θεός, εἰ μὴ ἔἷς ὁ ἐν τριάδι καὶ μονάδι γνωριζόμενός τε καὶ λατρευόμενος(: Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ εἰλικρινὰ ἕνα φίλο ἡ βασιλιᾶ καὶ μάλιστα τὸν εὐεργέτη του, ἔστω κι ἂν δεῖ τον γιό του, τὸ ραβδί του, τὸν θρόνο του, τὸ στεφάνι του, τὸ σπίτι, του, τὸν δοῦλο του, τὰ πιάνει καὶ τὰ ἀσπάζεται καὶ μέσῳ αὐτῶν τιμᾶ τὸν εὐεργέτη του, τὸν βασιλιᾶ καὶ προπαντὸς τὸν Θεό. Μακάρι, σοῦ τὸ ἐπαναλαμβάνω, νὰ κατασκεύαζες καὶ σὺ εἰκόνες μωσαϊκὲς καὶ προφητικὲς καὶ κάθε μέρα νὰ προσκυνοῦσες σὲ αὐτὲς τὸν δεσπότη τους Θεό. Ὅταν λοιπὸν δεῖς παιδιὰ τῶν Χριστιανῶν νὰ προσκυνοῦν τὸν σταυρό, μάθε ὅτι προσφέρουν τὴν προσκύνηση στὸν Χριστὸ ποὺ σταυρώθηκε καὶ ὄχι στὸ ξύλο.Γιατί, ἂν σέβονταν τὴ φύση τοῦ ξύλου, τότε θὰ προσκυνοῦσαν καὶ τὰ δένδρα καὶ τὰ ἄλση, ὅπως τὰ προσκύνησες ἐσὺ ὁ Ἰσραὴλ κάποτε, λέγοντας στὸ δένδρο καὶ στὸν λίθο ὅτι «σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου, σὺ μὲ γέννησες». Ἐμεῖς ὅμως δὲν λέμε αὐτὰ στὸ σταυρό, οὔτε στὶς μορφὲς τῶν ἁγίων γιατί δὲν εἶναι θεοί μας, ἀλλὰ βιβλία ἀνοιγμένα γιὰ τὴν ἀνάμνηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπόδοση τιμῆς σὲ Αὐτόν, ποὺ τοποθετοῦνται φανερὰ στὶς ἐκκλησίες καὶ προσκυνοῦνται. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὸν μάρτυρα, τιμᾶ τὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ μάρτυρας μαρτύρησε˙ ἐκεῖνος ποὺ προσκυνᾶ τὸν ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, προσκυνᾶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀπέστειλε˙και ἐκεῖνος ποὺ γονατίζει στὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι φανερὸ ὅτι στὸν Υἱό της προσφέρει τὴν τιμή. Γιατί κανένας δὲν εἶναι Θεός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ ὁποῖος γνωρίζεται καὶ λατρεύεται ὡς Τριάδα καὶ Μονάδα)».
57. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:)Αυτός ποὺ μὲ τοὺς λόγους του στόλισε τὸ νησὶ τῶν Κυπρίων εἶναι ὁ σωστὸς ἑρμηνευτὴς τῶν λόγων τοῦ μακαρίου Ἐπιφανίου, ἢ ἐκεῖνοι ποὺ μιλοῦν μὲ τὴν καρδιά τους. Ἄκουσε ὅμως τί λέει καὶ ὁ ἐπίσκοπος Γαβάλων Σεβηριανός.
58. Σεβηριανοῦ, Ἐπισκόπου Γαβάλων, ἀπὸ τὸν λόγο στὰ ἐγκαίνια τοῦ Σταυροῦ:
«Πῶς ἡ εἰκὼν τοῦ ἐπικαταράτου ζῶὴν ἤνεγκε τοῖς ἡμετέροις προγόνοις; (:Πῶς ἡ εἰκόνα τοῦ ἐπικαταράτου ἔφερε ζωὴ στοὺς προγόνους μας;)». Καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικά: «Πῶς οὖν ἡ εἰκὼν τοῦ ἐπικαταράτου ἤνεγκε τῷ λὰῷ ἐν συμφορᾷ χειμαζομὲνῳ σωτηρίαν; Ἆρὰ οὐκ ἦν ἀξιοπιστότερον εἰπεῖν· Ἐἄν τις ὑμῶν δήχθῇ, βλέψει εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω πρὸς τὸν θὲὸν καὶ σωθήσεται ἢ εἰς τὴν σκὴνὴν τοῦ θεοῦ; Ἀλλὰ ταῦτα παριδὼν μόνον τοῦ σταυροῦ τὴν εἰκόνα ἔπηξεν. Διὰ τί οὖν ταῦτα ἐποίει Μωσῆς ὁ εἰπὼν τῷ λὰῷ· «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ γλὺπτὸν οὐδὲ χωνευτὸν οὐδὲ πᾶν ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς;» Ἀλλὰ τί ταῦτα πρὸς τὸν ἀγνώμονα φθέγγομαι; Εἰπέ, ὦ πιστότατε θεοῦ θεράπον· ὃ ἀπαγορεύεις, ποιεῖς; ἀνατρέπεις, κατασκευάζεις; Ὁ λέγων· «Οὐ ποιήσεις γλυπτόν», ὁ τὸν χωνευθέντα βοῦν κατελάσας, σὺ ὄφιν χαλκουργεῖς; Καὶ τοῦτο οὐ λάθρᾳ, ἀλλὰ ἀναφανδὸν καὶ πᾶσι γνωστόν; (:Πῶς λοιπὸν ἡ εἰκόνα τοῦ ἐπικατάρατου ἔφερε τὴ σωτηρία στὸν δοκιμαζόμενο ἀπὸ συμφορὰ λαό;Επομένως δὲν θὰ ἦταν περισσότερο σωστὸ νὰ πεῖ: Ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς δαγκωθεῖ ἀπὸ φίδι, νὰ κοιτάξει ψηλὰ στὸν οὐρανὸ πρὸς τὸν Θεό, ἢ στὴ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ σωθεῖ; Ἀλλὰ παραβλέποντας ὅλα αὐτά, μόνο τὴν εἰκόνα τοῦ σταυροῦ ἔστησε. Γιατί ὅμως τὰ ἔκανε αὐτὰ ὁ Μωϋσής, αὐτὸς ποὺ εἶπε στὸν λαό: "Δὲν θὰ κατασκευάσεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου γλυπτὸ οὔτε χωνευτὸ οὔτε κανένα ὁμοίωμα, ὅσα βρίσκονται πάνω στὸν οὐρανὸ καὶ ὅσα κάτω τὴ γῆ καὶ ὅσα στὰ νερὰ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ" [βλ. Ἔξ.20,4:«Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ πὰντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς(:Δεν πρέπει νὰ κατασκευάσεις κάποιο εἴδωλο, ποὺ νὰ τὸ ἔχεις καὶ νὰ τὸ λατρεύεις σὰν θεό, οὔτε κάτι ποὺ νὰ εἰκονίζει αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν ἐπάνω στὸν οὐρανό, ἄστρα δηλαδὴ καὶ πουλιά, ἢ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν κάτω στὴ γῆ, ἀνθρώπους δηλαδὴ καὶ ζῶα, ἢ ὅσα ὑπάρχουν κάτω ἀπὸ τὴ γῆ μέσα στὴ θάλασσα, δηλαδὴ ψάρια καὶ κροκόδειλους, ὅπως κάνουν διάφοροι λαοί)»;].
Ἀλλὰ γιατί τὰ λέω αὐτὰ πρὸς τὸν ἀγνώμονα; Πές μου, ἐσὺ πιστότατε ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ: Αὐτὸ ποὺ ἀπαγορεύεις, αὐτὸ κάνεις; Αὐτὸ ποὺ γκρεμίζεις, τὸ κατασκευάζεις; Ἐσὺ ποὺ λὲς ὅτι δὲν θὰ κάνεις γλυπτό [βλ. Ἔξ.32,20: «Καὶ λὰβὼν τὸν μόσχον, ὃν ἐποίησαν, κατέκαυσεν αὐτὸν ἐν πῦρὶ καὶ κατήλεσεν αὐτὸν λὲπτὸν καὶ ἔσπειρεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ὕδωρ καὶ ἐπότισεν αὐτὸ τὸὺς υἱοὺς Ἰσραήλ(: καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ χρυσὸ μοσχάρι ποὺ ἔκαναν, τὸ ἔκαψε καὶ τὸ ἔλιωσε στὴ φωτιὰ καὶ τὸ ἄλεσε, ὥστε νὰ γίνει λεπτὴ σκόνη καὶ τὸ διασκόρπισε μέσα στὸ νερὸ καὶ πότισε μὲ αὐτὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες)»]και συντρίβεις τὸ χωνευτὸ μοσχάρι, ἐσὺ κατασκευάζεις χάλκινο φίδι;
Καὶ αὐτὸ ὄχι κρυφά, ἀλλὰ ὁλοφάνερα καὶ σὲ ὅλους γνωστό[Αριθμ.21,8: «Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ποίησον σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δὰκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται (: καὶ εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωυσῆ: ‘’ Κατασκεύασε ἕνα χάλκινο φίδι, ὅμοιο πρὸς ἐκεῖνα ποὺ δαγκώνουν τὸν λαό, καὶ κρέμασέ το ψηλὰ σὲ ἕνα πάσσαλο, ὥστε νὰ φαίνεται ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ στρατοπέδου. Θὰ γίνεται λοιπὸν αὐτό: Ἐὰν ἕνα φίδι δαγκώσει κάποιον ἄνθρωπο, τότε ἐὰν ἐκεῖνος ποὺ τὸν δαγκώσει τὸ φίδι, σηκώσει τὸ βλέμμα του καὶ ρίξει βλέμμα μετανοίας καὶ πίστεως στὸ χάλκινο φίδι, θὰ θεραπεύεται καὶ δὲν θὰ πεθαίνει’’)» .
«Ἀλλ' ἐκεῖνα, φησίν, ἐνομοθέτησα, ἵνα ἐκκόψω τὰς ὕλας τῆς ἀσεβείας καὶ τὸν λὰὸν ἀπαγάγω πάσης ἀποστασίας καὶ εἰδωλολατρείας· νῦνὶ δὲ χωνεύω τὸν ὄφιν χρησίμως εἰς προτύπωσιν τῆς ἀληθείας. Καὶ καθάπερ σκὴνὴν ἔπηξα καὶ τὰ ἐν αὐτῇ πάντα καὶ χερουβὶμ ὁμοίωμα τῶν ἀοράτων διεπέτασα εἰς τὰ ἅγια ὡς τύπον καὶ σκὶὰν τῶν μελλόντων, οὕτω καὶ ὄφιν ἐστήλωσα εἰς σωτηρίαν τῷ λάῷ, ἵνα διὰ τῆς πείρας τούτων προγυμνασθῶσι τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ τὴν εἰκόνα καὶ τὸν ἐν αὐτῷ σωτῆρα καὶ λυτρωτήν. Καὶ ὅτι ἀψευδέστατος ὁ λόγος, ἀγαπητέ, ἄκουε τοῦ κυρίου τοῦτον βεβαιοῦντος καὶ λέγοντος· «Καὶ καθὼς Μωσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων ἐν αὐτῷ μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζῶὴν αἰώνιον (:Ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ νομοθέτησα)», λέει, «(γιὰ νὰ κόψω τὰ ὑλικὰ τῆς ἀσέβειας καὶ νὰ ἀποσπάσω τὸν λαὸ ἀπὸ κάθε ἀποστασία καὶ εἰδωλολατρία, τώρα ὅμως κατασκευάζω τὸ χωνευτὸ φίδι γιὰ νὰ χρησιμεύσει ὡς προτύπωση τῆς ἀλήθειας. Καὶ ὅπως ἔστησα τὴ σκηνὴ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σὲ αὐτὴν καὶ κατασκεύασα ὁμοίωμα τῶν ἀοράτων χερουβὶμ μὲ ἀνοιχτὰ τὰ φτερά τους στὰ ἅγια γιὰ νὰ εἶναι τύπος καὶ σκιὰ τῶν μελλόντων[Κολ.2,17: «ἅ ἐστι σκὶὰ τῶν μελλόντων, τὸ δὲ σῶμα Χριστοῦ(:Αυτά εἶναι μιὰ ἁπλῆ σκιὰ τῆς πραγματικότητος ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθει στὴν Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ἡ πραγματικότητα αὐτὴ ἀπ’ τὴν ὁποία ριχνόταν ἡ σκιὰ εἶναι ὁ Χριστός)»], ἔτσι ὕψωσα καὶ τὸ φίδι σὲ στήλη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ, ὥστε μὲ τὴ γνώση αὐτῶν νὰ προετοιμασθοῦν γιὰ νὰ δεχθοῦν τὴν εἰκόνα τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ καὶ μέσῳ αὐτοῦ τὸν Σωτῆρα καὶ λυτρωτή. Καὶ ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀληθινός, ἀγαπητέ, ἄκουσε τὸν Κύριο ποὺ τὸ βεβαιώνει λέγοντας: καὶ ὅπως ὁ Μωϋσὴς ὕψωσε τὸ φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθεῖ καὶ ὁ Υἱός του ἄνθρωπου, ὥστε ὁ καθένας ποὺ πιστεύει σὲ Αὐτὸν νὰ μὴ χάνεται, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια[ βλ. Ἰω.3,14-15: «Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζῶὴν αἰώνιον(:Άκουσε τώρα καὶ μιὰν ἄλλη ἄγνωστη καὶ ψυχοσωτήρια ἀλήθεια, ποὺ θὰ σοῦ ἀποκαλύψω: Ὅπως κάποτε ὁ Μωυσῆς στὴν ἔρημο κρέμασε ψηλὰ τὸ χάλκινο φίδι γιὰ νὰ σώζονται μὲ αὐτὸ οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν φιδιῶν, ἔτσι σύμφωνα μὲ τὸ μυστηριῶδες σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κρεμαστεῖ ψηλὰ πάνω στὸν σταυρὸ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ προσλάβει ἔτσι τὸ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει καμία πραγματικὴ σχέση μὲ αὐτή. Καὶ θὰ ὑψωθεῖ πάνω στὸν σταυρό, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ στὸν αἰώνιο θάνατο κανένας ἀπ’ ὅσους πιστεύουν σὲ Αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια)»].
59. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:) Κατάλαβε, ὅτι γιὰ νὰ ἀπομακρύνει τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία, ἐπειδὴ ἦταν εὐόλισθος καὶ ἕτοιμος γι΄ αὐτό, νομοθέτησε νὰ μὴν κάνουν κανένα ὁμοίωμα, καὶ ὅτι τὸ φίδι ποὺ ὑψώθηκε ἦταν εἰκόνα τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου.
60. Ὅτι δὲν εἶναι καινούργια ἐφεύρεση οἱ εἰκόνες, ἀλλὰ ἀρχαῖο καὶ γνωστὸ καὶ συνηθισμένο στοὺς ἁγίους καὶ διακεκριμένους πατέρες, ἄκουσε˙ γράφεται στὸν βίο τοῦ μακαριστοῦ Βασιλείου ἀπὸ τὸν Ἐλλάδιο, μαθητή του καὶ διάδοχο τῆς ἱεραρχίας του, ὅτι ὁ ὅσιος παρουσιάστηκε κάποτε μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, στὴν ὁποία ἦταν ζωγραφισμένη καὶ ἡ μορφὴ τοῦ ἀείμνηστου μάρτυρα Μερκουρίου· παρουσιάστηκε ζητῶντας τὸν θάνατο τοῦ ἄθεου καὶ ἀποστάτη τυράννου Ἰουλιανοῦ. Τὴν ἀποκάλυψη γι’ αὐτὸ τὸ αἴτημα τὴ δέχτηκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα αὐτὴ· γιατί ἔβλεπε γιὰ λίγο τὸν μάρτυρα νὰ χάνεται ἀπὸ τὴν εἰκόνα καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο νὰ κρατάει τὸ δόρυ ματωμένο.
61. Στὸν βίο τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου γράφονται αὐτολεξεὶ τὰ ἑξῆς:
Ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ σοφότατου Παύλου.Και ὕστερα ἀπὸ μερικὰ ἄλλα: «Εἶχε μάλιστα σὲ εἰκόνα καὶ τὴ μορφὴ τοῦ ἰδίου του ἀποστόλου Παύλου, ἐκεῖ ὅπου ἀναπαυόταν γιὰ λίγο ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τοῦ σώματός του˙γιατί ξαγρυπνοῦσε περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἐπέτρεπαν οἱ φυσικές του δυνάμεις. Καὶ ὅταν διάβαζε τὶς ἐπιστολές του, ἐνατένιζε τὴν εἰκόνα καὶ τὸν πρόσεχε σὰν νὰ ἦταν ζωντανὸς μακαρίζοντάς τον, καὶ εἶχε μὲ τὴ φαντασία του ὅλη τὴ σκέψη του σὲ αὐτὸν καὶ ἐπικοινωνοῦσε μαζί του μέσῳ τῆς θεωρίας».
Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἄλλα : «Ὅταν ἔπαυσε ὁ Πρόκλος νὰ μιλάει ἀτενίζοντας τὴν εἰκόνα τοῦ ἀποστόλου καὶ βλέποντας τὴ μορφή του νὰ εἶναι ὅμοια μὲ ἐκείνην ποὺ τοῦ φανερώθηκε, κάνοντας μετάνοια στὸν Ἰωάννη, εἶπε δείχνοντας μὲ τὸ δάκτυλο τὴν εἰκόνα: "Συγχώρησε με, πάτερ. Ἐκεῖνον ποὺ εἶδα νὰ μιλάει μαζί σου, εἶναι ὅμοιος μὲ αὐτὸν καὶ ὅπως καταλαβαίνω εἶναι πράγματι ὁ ἴδιος"».
62. Στὸν βίο τῆς ὁσίας Εὐπραξίας ἀναγράφεται ἀπὸ τὴν προϊσταμένη τοῦ μοναστηριοῦ ὅτι τῆς φανερώθηκε ἡ δεσποτικὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου.
63. Στὸν βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας γράφεται ὅτι προσευχήθηκε στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ζήτησε αὐτὴν ὡς ἐγγυήτρια καὶ ἔτσι μπόρεσε νὰ μπεῖ μέσα στὸ ναό.
64. Ἀπὸ τὸ Λειμωνάριο τοῦ ἅγιου πατέρα μας Σωφρονίου, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων:
«Διηγιόταν ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ Ἀϊλιώτης[Αϊλιώτης σημαίνει ἱεροσολυμίτης, διότι ἡ Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὴν ἀνοικοδόμησή της ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ (Ἀϊλιο) ὀνομάστηκε Ἀϊλία] ὅτι κάποιος μοναχός, ποὺ ἦταν ἔγκλειστος σὲ μοναστήρι τοῦ ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, ἦταν πολὺ μεγάλος ἀσκητὴς· τὸν πολεμοῦσε ὅμως ὁ δαίμονας τῆς πορνείας. Σὲ μιὰ περίπτωση, καθὼς τοῦ ἐπιτέθηκε μὲ σφοδρότητα ὁ δαίμονας, ἄρχισε ὁ γέροντας νὰ ὀδύρεται καὶ νὰ λέει στὸ δαίμονα: "Ὡς πότε θὰ μένεις ἀνυποχώρητος; Φύγε λοιπὸν ἀπὸ κοντά μου· γέρασες μαζί μου". Τότε ἐμφανίζεται φανερὰ μπροστά του καὶ τοῦ λέει: "Ὁρκίσου μου πὼς δὲν θὰ πεῖς σὲ κανέναν αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ σοῦ πῶ καὶ δὲν θὰ σὲ ξαναπολεμήσω". Καὶ τοῦ ὁρκίστηκε ὁ γέροντας: "Μa τὸν Ὕψιστο, ποὺ κατοικεῖ στὰ οὐράνια˙ δὲν θὰ πῶ σὲ κανένα ὅ,τι μοῦ πεῖς". Τότε τοῦ λέει ὁ δαίμονας: "Μὴν προσκυνήσεις αὐτὴν τὴν εἰκόνα καὶ δὲν θὰ σὲ πολεμῶ πιά". Ἡ εἰκόνα εἶχε τὴ μορφὴ τῆς Δέσποινας μας, τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Θεοτόκου, ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της τὸν Κύριο μᾶς Ἰησοῦ Χριστό. Λέει ὁ ἔγκλειστος γέροντας στὸν δαίμονα: "Ἄφησε μὲ νὰ τὸ σκεφθῶ".
Τὴν ἄλλη μέρα πηγαίνει στὸν ἀββᾶ Θεόδωρο τὸν Ἀϊλιώτη, ποὺ κατοικοῦσε τότε στὴ λαύρα Φαραὼ καὶ τὰ διηγεῖται ὅλα. Ὁ γέροντας τότε λέγει στὸν ἔγκλειστο: "Πραγματικά, ἀββᾶ μου, παγιδεύθηκες ποὺ ὁρκίστηκες στὸν δαίμονα, ὡστόσο ἔκανες καλὰ ποὺ τὰ ἐξομολογήθηκες. Εἶναι προτιμότερο σὲ σένα νὰ μὴν ἀφήσεις στὴν πόλη αὐτὴ πορνεῖο στὸ ὁποῖο νὰ μὴν μπεῖς, παρὰ νὰ ἀρνηθεῖς νὰ προσκυνᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας Ἰησοῦ Χριστὸ μαζὶ μὲ τὴ μητέρα Του". Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν στήριξε καὶ τὸν ἐνδυνάμωσε μὲ περισσότερα, γύρισε στὸν τόπο του. Ἐμφανίζεται λοιπὸν πάλι ὁ δαίμονας στὸν ἔγκλειστο καὶ τοῦ λέει: "Τί συμβαίνει, κακόγερε; Δὲν μοῦ ὁρκίσθηκες ὅτι δὲν θὰ τὰ ἔλεγες σὲ κανένα; Καὶ γιατί τὰ ἐξομολογήθηκες ὅλα σὲ αὐτὸν ποὺ ἦρθε σὲ σένα; Σοῦ τὸ λέω, παλιόγερε, ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως θὰ δώσεις λόγο ὡς ἐπίορκος". Καὶ ὁ ἔγκλειστος τοῦ ἀποκρίθηκε λέγοντας: "Αὐτὸ ποὺ ὁρκίσθηκα, τὸ ὁρκίσθηκα καὶ σὲ ὅ,τι ἐπιόρκησα, τὸ γνωρίζω. Πλὴν ὅμως ἐπιόρκησα στὸν Δεσπότη καὶ δημιουργό μου, ἀλλὰ ἐσένα δὲν σὲ ἀκούω"».
65. (Σχόλιο Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ:) Βλέπεις ὅτι τὴν προσκύνηση τῆς εἰκόνας τὴν εἶπε ὡς προσκύνηση τοῦ εἰκονιζόμενου, καὶ πόσο κακὸ εἶναι το νὰ μὴν τὴν προσκυνοῦμε, καὶ πὼς ὁ δαίμονας προτίμησε νὰ τὸν παρασύρει σὲ αὐτὸ παρὰ στὴν πορνεία;
66. Ἐνῷ λοιπὸν πολλοὶ ἀνέκαθεν μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν ἱερεῖς καὶ βασιλεῖς δέχτηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ σοφία καὶ θεοσέβεια καὶ διέπρεψαν στὸν λόγο καὶ στὸν βίο, καὶ πολλὲς σύνοδοι ἁγίων καὶ θεοπνεύστων πατέρων συγκροτήθηκαν, γιατί κανεὶς δὲν ἐπιχείρησε νὰ τὰ κάνει αὐτά; Δὲν θὰ ἀνεχθοῦμε νὰ διδάσκεται νέα πίστη.
«Γιατί ἀπὸ τὴν Σιῶν θὰ προέλθει νόμος», εἶπε προφητικὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, «καὶ λόγος Κυρίου ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ» [ βλ. Ἠσ. 2,3: «Καὶ πορεύσονται ἔθνη πὸλλὰ καὶ ἐροῦσι· δεῦτε καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰἀκώβ, καὶ ἀναγγελεῖ ἡμῖν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ· ἐκ γὰρ Σὶὼν ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ(:Και θὰ πορευτοῦν ἔθνη πολλὰ καὶ θὰ προτρέπουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο καὶ θὰ λένε: Ἐμπρός, ἂς ἀνέβουμε στὸ ὅρος τοῦ Κυρίου καὶ στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ, καὶ θὰ μᾶς ἀναγγείλει τὸν δρόμο τοῦ θελήματός Του, καὶ θὰ συμμορφωθοῦμε πρὸς αὐτό, βαδίζοντας στὸν δρόμο αὐτὸν· διότι ἀπὸ τὴ Σιῶν θὰ βγεῖ νέος Νόμος καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ κηρυχτεῖ λόγος τοῦ Κυρίου)»].
Δὲν θὰ ἀνεχθοῦμε νὰ φρονοῦν ἄλλοτε ἄλλα καὶ νὰ ἀλλάζουν μὲ τὸν καιρὸ καὶ ἡ πίστη νὰ γίνεται περίγελως καὶ τέρψη τῶν μὴ Χριστιανῶν. Δὲν θὰ ἀνεχθοῦμε τὴν ὑποταγὴ σὲ βασιλικὸ διάταγμα, ποὺ ἐπιχειρεῖ ν’ ἀνατρέψει τὴν παράδοση τῶν πατέρων, γιατί δὲν εἶναι γνώρισμα τῶν εὐσεβῶν βασιλέων νὰ ἀνατρέπουν τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς. Δὲν εἶναι πατρικὰ αὐτὰ˙ γιατί εἶναι ληστρικὰ ὅσα γίνονται μὲ τὴ βία καὶ ὄχι μὲ τὴν πειθώ.
Καὶ μάρτυρας ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δεύτερη σύνοδος τῆς Ἐφέσου, ποὺ ὡς τώρα χαρακτηρίζεται μὲ τὴν ἐπωνυμία «ληστρική», ἐπειδὴ ἐκβιάσθηκε ἀπὸ βασιλικὸ χέρι, ὅταν φονεύθηκε ἐκεῖ ὁ μακάριος Φλαβιανὸς[Η λεγομένη ληστρικὴ σύνοδος συνεκλήθη τὸ 449 μ. Χ. ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β στὴν Ἔφεσο ἐναντίον τοῦ πατριάρχη Κων/πόλεως Φλαβιανοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ προηγούμενη σύνοδο (τὸ 448) καταδίκασε τὸν αἱρετικὸ Εὐτυχῆ. Ἡ σύνοδος αὐτὴ τῆς Ἐφέσου, στὴν ὁποία προήδρευε ὁ Ἀλεξανδρείας Διόσκουρος, καθήρεσε τὸν Φλαβιανό, καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἔκανε ἔκκληση ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς συνόδου ἠλεκτρίσθηκε, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Φλαβιανὸς νὰ καθαιρεθεῖ καὶ συρόμενος ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ὅπου συνεδρίαζε ἡ σύνοδος, νὰ φονευθεῖ].Αυτά εἶναι ἔργο τῶν συνόδων καὶ ὄχι τῶν βασιλέων, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅπου συναχθοῦν δύο ἢ τρεῖς στὸ ὄνομα μου, βρίσκομαι ἐκεῖ ἀνάμεσά τους» [ βλ. Μάτθ.18,20: «Ὁὗ γὰρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μὲσῳ αὐτῶν(:Διότι ὅπου εἶναι δύο ἢ τρεῖς συναγμένοι γιὰ μένα καὶ γιὰ σκοποὺς σύμφωνους μὲ τὸ θέλημά μου, ἐκεῖ εἶμαι κι ἐγὼ μεταξύ τους, γιὰ νὰ τοὺς εἰσακούω, νὰ τοὺς ἐμπνέω, νὰ τοὺς ὁδηγῶ καὶ νὰ τοὺς προστατεύω)»·
Ὁ Χριστὸς δὲν ἔδωσε τὴν ἐξουσία νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν τὶς ἁμαρτίες στοὺς βασιλεῖς, ἀλλὰ στοὺς ἀποστόλους καὶ στοὺς διαδόχους τους καὶ στοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους. «Ἀκόμα καὶ ἂν ἄγγελος», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «σᾶς κηρύξει ἄλλο Εὐαγγέλιο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ παραλάβατε[βλ. Γάλ.1,8-9: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τὶς ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω (:Ἀλλὰ νὰ ξέρετε τὸ ἑξῆς: Ἀκόμη κι ἂν ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι ἢ κι ἕνας ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανό σας κηρύττει ἄλλο εὐαγγέλιο, διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ σᾶς κηρύξαμε, ἂς εἶναι ἀναθεματισμένος καὶ χωρισμένος γιὰ πάντα ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὅπως σᾶς εἴχαμε πεῖ καὶ παλαιότερα, ὅταν ἤμασταν μαζί σας, ἔτσι καὶ τώρα πάλι σᾶς λέω: Ἐὰν κανεὶς σᾶς κηρύττει διαφορετικὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ διδαχθήκατε ἀπὸ μένα, ἂς εἶναι ἀναθεματισμένος καὶ χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστό)»].
Τὰ παρακάτω ἂς τὰ ἀποσιωπήσουμε ἀπὸ ἐπιείκεια, περιμένοντας τὴν ἐπιστροφή τους.
Ἂν ὅμως δοῦμε ὅτι ἡ διαστροφή τους εἶναι χωρὶς ἐπιστροφή, τότε θὰ προσθέσουμε καὶ τὸ ὑπόλοιπο· ἀλλὰ ἂς τὸ ἀπευχηθοῦμε κάτι τέτοιο.
67. Ἐὰν κάποιος μπεῖ σὲ ἕνα σπίτι, στὸ ὁποῖο κάποιος ζωγράφος ζωγράφισε στοὺς τοίχους μὲ χρώματα τὴν ἱστορία τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Φαραώ, καὶ ἔπειτα συμβεῖ νὰ ρωτήσει γι’ αὐτοὺς ποὺ διέσχισαν τὴ θάλασσα σὰν νὰ ἦταν ξηρά, «Ποιοί εἶναι αὐτοί;», τί θὰ ἀπαντήσεις δεχόμενος τὴν ἐρώτηση; Δὲν θὰ πεῖς, «ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ»;. «Ποιός χτυπᾶ τὴ θάλασσα μὲ τὸ ραβδί;». Δὲν θὰ τοῦ πεῖς: «Ὁ Μωυσῆς»;
Ἔτσι καὶ ἂν κάποιος εἰκονίσει τὸ Χριστὸ σταυρωμένο καὶ ἐρωτηθεῖ: «Ποιός εἶναι αὐτός;» θὰ ἀπαντήσει: «ὁ Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σαρκώθηκε γιά μας». Ναί, Δέσποτα, προσκυνῶ ὅλα τὰ δικά Σου πράγματα, καὶ μὲ διακαῆ πόθο ἀγκαλιάζω τὴ θεότητα, τὴ δύναμη, τὴν ἀγαθότητα, τὴν εὐσπλαχνία γιὰ μένα, τὴ συγκατάβαση, τὴ σάρκωση, τὴ σάρκα. Καὶ ὅπως φοβᾶμαι νὰ ἀγγίξω τὸ πυρακτωμένο σίδερο, ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φύσεως τοῦ σίδερου, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς φωτιᾶς ποὺ εἶναι ἑνωμένη μὲ αὐτό, ἔτσι προσκυνῶ τὴ σάρκα σου, ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φύσης τῆς σάρκας, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς θεότητας ποὺ εἶναι ὑποστατικὰ ἑνωμένη μὲ αὐτήν.
Προσκυνοῦμε τὰ πάθη Σου. Ποιός εἶδε νὰ προσκυνεῖται ὁ θάνατος; Ποιός εἶδε πάθη σεπτά; Ὅμως πράγματι προσκυνοῦμε τὸν σωματικὸ θάνατο τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὰ σωτήρια πάθη, προσκυνοῦμε τὴν εἰκόνα Σοῦ˙προσκυνούμε ὅλα τὰ δικά Σου πράγματα, τοὺς ὑπηρέτες, τοὺς φίλους καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς τὴν μητέρα τὴν Θεοτόκο.
Γι’ αὐτὸ ἱκετεύω τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔθνος τὸ ἅγιο, νὰ κρατήσει γερὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις· γιατί ἡ παραμικρὴ ἀφαίρεση ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔχουν παραδοθεῖ, σὰν νὰ ἀφαιροῦμε λιθάρια ἀπὸ οἰκοδομή, γρήγορα θὰ γκρεμίσει ὁλόκληρη τὴν οἰκοδομή. Εἴθε λοιπὸν νὰ παραμένουμε σταθεροί, ἄκαμπτοι, ἀκλόνητοι, στηριγμένοι πάνω σὲ ἀσφαλῆ πέτρα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, στὸν Ὁποῖο ἁρμόζει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• https://www.documentacatholicaomnia.eu/20vs/103 migne gm/0675-0749, Iohannes Damascenus, De Imaginibus Oratio I (MPG 94 01231 1283), GM.pdf
• Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Ἔργα, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας, ὁμιλία Α΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 3, σελίδες 20-105.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
• Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Διαβάστε περισσότερα πατῶντας: Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου