Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Τὸ στοιχεῖον τῆς θλίψεως στὴ σωτηρία. Κυριακὴ Γ΄ Νηστειῶν (Σταυροπροσκυνήσεως). Άρχ. Αθανασίου Μυτιληναίου

Τὸ στοιχεῖον τῆς θλίψεως στὴ σωτηρία
Κυριακὴ Γ΄ Νηστειῶν (Μάρκ.8,34-9,1)


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία (†)  μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 3-4-1994
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας, στὸ μέσον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προβάλλει τὸν Τίμιον Σταυρὸν πρὸς θέαν, πρὸς κατανόησιν τῆς θεολογίας Του καὶ πρὸς προσκύνησιν ὑπὸ τῶν πιστῶν.
Ὁ Τίμιος Σταυρὸς εἶναι τὸ σύμβολον τῆς θυσίας καὶ ταυτόχρονα τὸ σύμβολον τῆς ἐνισχύσεως. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει σὲ κάθε ἁγιαστική της πράξη τὸν Τίμιον Σταυρόν, γιὰ νὰ φανερώνει κάθε στιγμὴ ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι σταυρικόν.
Θὰ τὸ ἐπαναλάβω. Ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι σταυρικόν. Ὅτι ἀπαιτεῖται θυσία. Θυσία ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ὅτι ἀποτελεῖ ὅρον εἰσόδου στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀκόμη καὶ ἐνίσχυσις τῶν πιστῶν, διότι μὲ τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἐνικήθησαν οἱ ἀντίδικοί μας δαίμονες. Ἐπατήθη καὶ τὸ φαινόμενον τοῦ θανάτου.
Γίνεται ἀκόμη ὁ Τίμιος Σταυρὸς ἡ κλίμακα ἀνόδου μᾶς εἰς τὸν οὐρανόν. Γιατί ἡ προέκτασις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ποτὲ δὲν προβάλλεται ὁ Σταυρὸς χωρὶς τὴν Ἀνάσταση. Ὅταν ἔχομε τοῦ Σταυροῦ κάποια τελετή, Μεγάλη Παρασκευή, ἡ ἀπόλυσις θὰ λέγει: «Ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν».
Ποτὲ ὁ Τίμιος Σταυρὸς δὲν προβάλλεται χωρίς, νὰ ἐπαναλάβω, τὴν προέκτασή Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κλίμακα τοῦ Ἰακὼβ ἔδειχνε τὴν δυνατότητα καθόδου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν δυνατότητα ἀνόδου τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὴ ἡ Κλίμακα εἶναι τόσον ἡ Θεοτόκος, ὅσον καὶ ὁ Τίμιος Σταυρός.

Τίθεται, ὅμως, ἕνα θεμελιακὸ ἐρώτημα, ποὺ σίγουρα ἀπασχολεῖ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Χριστιανούς. Γιατί πρέπει νὰ ζήσουμε τὴν σταυρικὴ ζωή; Ὅπως διάχυτα φαίνεται εἰς τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή; Ἤ, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος μετὰ τὸν λιθοβολισμό του στὰ Λύστρα, «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ (πρέπει) ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»;
Γιατί «διὰ πολλῶν θλίψεων»; Ἢ γιατί πρέπει νὰ εἰσέλθομε, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ νὰ περπατήσομε τὴν ζωήν μας, νὰ βαδίσομε στὸν στενὸ δρόμο, στὴν στενὴν ὁδόν; Ἤ, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ποτὲ κανεὶς διὰ τῆς ἀνέσεως δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό. Γιατί; Γιατί, δηλαδή, πρέπει νὰ σηκώσω τὸν σταυρό μου; Γιὰ νὰ σωθῶ; Γιατί;

Ἡ ἀπορία εἶναι βασικῆς σημασίας. Ἀσφαλῶς σὲ ὅλους ἔχει δημιουργηθεῖ, γιατί ἀσφαλῶς ἀφορᾶ στὴν ἴδια μας τὴν σωτηρία. Μάλιστα θὰ λέγαμε ὅτι ἡ διάδοσις τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐφόσον ἔχει τὸ στοιχεῖον τοῦ σταυροῦ, καὶ ἀφαιρεῖ τὴν ἄνεσιν, τότε δὲν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ διαδοθεῖ ὁ Χριστιανισμός.
Μήπως εἶναι ἕνα ἀνασταλτικὸν στοιχεῖον στὶς ἱεραποστολές;

Ἀλλὰ ἂς παρακολουθήσομε τὸ θέμα, νὰ τὸ δοῦμε, εἶναι πάρα πολὺ σπουδαῖο, θὰ ἐπαναλάβω, εἶναι θέμα σωτηρίας μας.
Ἀναμφισβήτητα, ἀγαπητοί μου, ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν θὰ ἤθελε τὰ πλάσματά Του νὰ θλίβονται καὶ νὰ ὑποφέρουν. Ποτέ.
Δὲν μᾶς ἐδημιούργησε, δὲν μᾶς ἔκανε γιὰ νὰ θλιβόμαστε. Κανένα πλάσμα τοῦ Θεοῦ, μὰ κανένα, ἀπὸ τὸ ζωικὸ βασίλειο, δὲν εἶναι δυστυχισμένο.
Βέβαια, δευτερευόντως, ἂν βλέπετε τὰ σπουργίτια νὰ τρῶνε τοὺς σπόρους κάτω στὴ γῆ κι ἔχουν μία ἀνησυχία, εἶναι σὲ μία φοβερὴ ἑτοιμότητα νὰ πετάξουν καὶ νὰ φύγουν, γιατί ἔχουν τὴν αἴσθηση ὅτι καιροφυλακτεῖ κίνδυνος, αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶναι γιατί ἡ φύσις ἀλλοιώθηκε, ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων.
Ἀλλὰ ὅμως ὁ Θεὸς δὲν κάνει κανένα ζῶο δυστυχές. Πῶς, λοιπόν, θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος δυστυχισμένος; Γιὰ ποιόν λόγο;
Ἀντίθετα, ὁ Θεὸς δημιουργεῖ ἕναν Παράδεισον. Ἐκεῖ ποὺ ἐτοποθέτησε τοὺς πρωτοπλάστους. Καὶ μᾶς λέγει σαφῶς ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ Παράδεισος αὐτὸς ἐλέγετο «Παράδεισος τῆς τρυφῆς». Καί, ὅπως ξέρετε, «τρυφὴ» θὰ πεῖ ἀπόλαυσις.

Ὁ Θεός, ὁ Ἴδιος ὁ Δημιουργός, ζεῖ στὴν μακαριότητα. Καὶ τὰ πλάσματά Του τὰ καθιστᾶ μακάρια. Ἔστω κι ἂν εἶναι παροδικὴ ἡ ζωή τους.
Ἐννοεῖται, ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη, οὔτε νὰ πεθάνει, οὔτε νὰ μὴν πεθάνει. Οὔτε νὰ πεθάνει, οὔτε νὰ μὴν πεθάνει.
Δημιουργὸς τοῦ θανάτου δὲν εἶναι ὁ Θεός. Ἀλλὰ ἀναλόγως τὴν στάση ποὺ θὰ ἔπαιρνε ὁ ἄνθρωπος, θὰ ζοῦσε ἢ θὰ πέθαινε. Τὴν στάση ἔναντι τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ.

Ὅμως ἀπὸ φθόνο, τοῦ διαβόλου τὸν φθόνο, εἰσάγεται ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ ἀποτέλεσμά της ἦταν καὶ εἶναι ὁ θάνατος.
Ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι εἶδαν τὸν καρπόν, μετά, πάντοτε ἀπὸ τὴν δαιμονικὴν εἰσήγησιν, ποὺ εἶπε ὅτι «θὰ γίνετε θεοί», τότε, τὸν εἶδαν, λέγει ἡ Γραφή, «καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖον ἐστὶ τοῦ κατανοῆσαι».
Δηλαδή, «καλόν τον δένδρον, ὡραῖος ὁ καρπὸς νὰ τὸν βλέπεις εἰς τὴν ὅρασιν καὶ εὐχάριστος στὴ δοκιμή του, στὴ γεύση του, στὴ βρώση του».
Τότε ἄρχισε νὰ γεννιέται γιὰ πρώτη φορὰ ἡ ἔνοχη ἡδονή. Ἡ ἔνοχη ἡδονή. Καὶ λέμε ἔνοχη τὴν ἡδονὴ αὐτήν, γιατί αὐτὸς ὁ Παράδεισος ἦτο τρυφή, ἦτο ἡδονὴ· ποὺ σημαίνει νόμιμος ἀπόλαυσις.
Καὶ ἡ ἡδονή, εὐθὺς μετὰ ἐγέννησε τὴν ὀδύνη, τὸν πόνο. Ἔτσι ἡ ὀδύνη ἦτο ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τῆς μακαριότητος καὶ τὴ γεύση τοῦ θανάτου.
Ἔκτοτε ἔχομε αὐτὸ τὸ δίπολο, τὸ ἀδιάσπαστο δίπολον, ἡδονή-ὀδύνη. Ἡδονή-ὀδύνη.

Ὅταν ἦλθε ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον, ἔζησε τὸν καρπὸν τῆς ἡδονῆς, ποὺ εἶναι ἡ ὀδύνη. Ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἡδονή, βεβαίως. Καὶ τοῦτο γιατί ἀνέλαβε τὴν ἀνθρωπίνη φύση μας, χωρὶς φυσικὰ καὶ τὴν ἁμαρτία μας. Ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, νὰ βαδίσει τὸν ἴδιο δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ποὺ ἦταν ἡ ὀδύνη.
Νὰ γιατί στενὴ ἡ πύλη, νὰ γιατί στενὸς ὁ δρόμος. Ἔπρεπε νὰ γυρίσει πίσω, διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς ὀδύνης. Ἐπὶ παραδείγματι, δὲν ἐνήστευσε στὸν Παράδεισο, ὅταν ὁ Θεὸς εἶπε «Δὲν θὰ δοκιμάσετε ἀπὸ τὸν καρπόν», ἀπώλεσε τὸν Παράδεισο. Γιὰ νὰ ξαναγυρίσει, ἔπρεπε νὰ νηστεύσει. Τηρῶντας τὴν ἀρχικὴ συμβουλή, τὸν ἀρχικὸ νόμο, τὴν ἀρχικὴ ἐντολή. Ὁ Θεός, ἐκεῖνο ποὺ θέτει, θὰ τὸ φέρει, θὰ τὸ φέρει, ἴσως ἀπὸ μύριες περιπέτειες, δὲν ἀθετεῖται, ὅμως, ποτὲ ὁ λόγος Του. «Θὰ γυρίσεις πίσω; Θὰ βαδίσεις πάλι τὸν ἴδιο δρόμο, θὰ τηρήσεις τὴν ἐντολὴν τῆς νηστείας». Γι' αὐτό νηστεύομε.
 
Ἐπειδὴ δὲν ἐπίστευσε εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη κάτι καλύτερο παράδειγμα καὶ κεφαλαιῶδες καὶ κεντρικό, ὅτι θὰ πεθάνεις ἂν παραβεῖς τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, οἱ πρωτόπλαστοι ἀπώλεσαν τὸν Παράδεισον.
Τώρα, γιὰ νὰ ξαναγυρίσουν πίσω, πρέπει νὰ βαδίσουν τὸν ἴδιο δρόμο. Ποιό δρόμο; Τῆς πίστεως. Γι' αὐτό ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι πίστις. Θὰ πιστέψεις. Σὲ τί θὰ πιστέψεις τώρα; Στὸ θεανθρώπινον πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς ποὺ ἐνηνθρώπησε, κι εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς Λόγος μὲς στὸν Παράδεισον ποὺ ἔθεσε τὴν ἐντολή, γιὰ νὰ ἐπιστρέψεις, πρέπει νὰ πιστέψεις ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος.
Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Τότε δὲν ἐπίστεψαν οἱ πρωτόπλαστοι. Τώρα πρέπει νὰ πιστέψουμε γιὰ νὰ γυρίσουμε πίσω. Βλέπετε, δὲν ἀθετεῖται ὁτιδήποτε ὁ Θεὸς θέτει, τὸ ξαναλέγω.
Ἔτσι κι ἐδῶ. Βαδίσαμε τὴν ὁδὸν τῆς ὀδύνης. Βαδίσαμε τὴν ὁδὸν τῆς ἡδονῆς, γιὰ νὰ ἔρθει ἡ ὀδύνη. Θὰ γυρίσουμε πίσω διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς ὀδύνης. Μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ὅταν ἦλθε ὁ Χριστός, μᾶς διαφοροποίησε αὐτὴν τὴν ὀδύνη. Δὲν εἶναι ἡ ὀδύνη τοῦ κόσμου· ποὺ μεθᾶς, γλεντᾶς, ἀσωτεύεις καὶ πονᾶς. Παίρνεις ναρκωτικά, παίρνεις, τσακίζεις τὸν ἑαυτόν σου... Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὀδύνη τοῦ κόσμου, τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ τοῦ θανάτου.
Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὀδύνη· ποὺ γεννάει τὴν ἁμαρτία ἢ ἡ ἁμαρτία τὴν ὀδύνη. Εἶναι ἡ ὀδύνη, ἐδῶ εἶναι ἡ διαφοροποίησις, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴ βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἀπὸ τὴν ἄρση, τὸ σήκωμα τοῦ σταυροῦ. Αὐτὴ ἡ ὀδύνη. Αὐτὴν τὴν ὀδύνη πρέπει τώρα νὰ ἀποδεχθεῖς, γιὰ νὰ γυρίσεις πίσω.
Θὰ ἀποβάλεις, θὰ ἀπαρνηθεῖς τὴν ὀδύνη ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν ἡδονή, ποὺ εἶναι ὁ κόσμος, τὰ πάθη. Θὰ πάρεις τὴν ἄλλη τὴν ὀδύνη, τοῦ σταυροῦ. Γιὰ νὰ γυρίσεις πίσω.

Εἴπαμε ὅτι τὸ σχῆμα ἡδονή-ὀδύνη ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισον. Γιὰ νὰ ξαναγυρίσει τώρα πρέπει νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἀντίστροφο δρόμο.
Πῶς τὸ εἶπα; Ἡδονή-ὀδύνη. Τώρα τὸ ἀντίθετο: Ὀδύνη-ἡδονή. Ὀδύνη-ἡδονή. Ἀντίστροφα.
Καὶ ἡ ἡδονὴ θὰ εἶναι ἡ τρυφὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἡδονὴ τώρα θὰ πᾶς στὴν τρυφὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὀδύνη-ἡδονή.
Ἡ ὀδύνη θὰ γεννήσει τώρα τὴν ἡδονή, τὴν τρυφὴν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀδύνη, θὰ τὸ ἐπαναλάβω, εἶναι ἡ σταυρικὴ ζωή.

Ἔτσι, ἔχομε τὸν πνευματικὸν τοκετόν. Δηλαδὴ τὴν ἀπόκτηση τῆς σωτηρίας, μέσα ἀπὸ μιὰ ὀδύνη. Ξέρετε ὅτι ἡ γυναῖκα ἅμα γεννάει, ἔχει ὀδύνη.
Γιατί ἔχει τις ὠδίνες· δηλαδή τους κοιλόπονους. Γράφει ὁ Ἠσαΐας, στὴν ὠδή του εἶναι: «Καὶ ὡς ἡ ὠδίνουσα (Καὶ ὅπως αὐτὴ ποὺ κοιλοπονὰ) ἐγγίζει τοῦ τεκεῖν (πλησιάζει ἡ ὥρα νὰ γεννήσει) καὶ ἐπὶ τῇ ὠδῖνι αὐτῆς ἐκέκραξεν (καὶ στὸν πόνο της, στὸν κοιλόπονό της ἔκραξε, φώναξε) οὕτως ἐγενήθημεν τῷ ἀγαπητῷ σου (ἔτσι κι ἐμεῖς –λέει- γινήκαμε γιὰ τὸν ἀγαπητό Σου. -Ποιόν; Γιὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν) διὰ τὸν φόβον σου, Κύριε· ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν.
(Βάλαμε τὸν φόβο Σου μέσα μας, ἐγκυμονήσαμε τὸν φόβο Σου, Κύριε, καὶ πονέσαμε τὸν φόβο τῆς ἐγκυμοσύνης αὐτῆς. Τὴν ὀδύνη, ἔ; Τὸν φόβο, τὴν ὀδύνη) καὶ ἐτέκομεν· πνεῦμα σωτηρίας (καὶ γεννήσαμε τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας)». Ἡ ἀντίστροφος κίνησις. Ἐλπίζω νὰ εἶμαι σαφής.

Αὐτὴ ἡ ὀδύνη ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη ὡς ἑξῆς. Λέει ὁ Κύριος: «Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης. Τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν! Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν βρίσκουν)».
Ἀκόμη, ὁ Κύριος εἶπε: «Ὃστις θέλει –αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα- ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν –Ξέρετε, ἡ ἀπάρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ὀδυνηροτάτη. Ὀδυνηροτάτη. Νὰ ἀπαρνηθεῖς τὸν ἑαυτόν σου- καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοί».
 «Νὰ σηκώσει ὅλες τὶς θλίψεις τῆς ζωῆς». Ποιές θλίψεις; Αὐτὲς ποὺ γεννιῶνται στὴ σύγκρουσή σου μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Στὴν σύγκρουσή σου μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Τὴν εἰρωνεία, τὸν διωγμόν, τὴν ἀποδοκιμασία. Νὰ σηκώσεις αὐτὸν τὸν σταυρόν. Καὶ τοῦ Παύλου, ποὺ ἤδη σᾶς τὰ εἶπα αὐτὰ καὶ προηγουμένως:
«Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ (Μὲ πολλὲς θλίψεις πρέπει... -Ἐκεῖνο τὸ «δεῖ». Τὸ φοβερὸ «δεῖ»...) ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».

Ἀλλὰ γιατί; Γιὰ δύο λόγους. Ὁ πρῶτος λόγος: Ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὰ προσωπικὰ πάθη, ἀπὸ τὶς ροπὲς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἐνάσκηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀπ’ αὐτὰ ὅλα προκύπτει ὀδύνη. Ξέρετε πῶς εἶναι τὰ πάθη μας; Κάτι περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τὰ στρείδια, κολλημένα στὰ ὕφαλα ἑνὸς καραβιοῦ· ποὺ ἔχουν ἐνσωματωθεῖ. Ἐδῶ τὰ πάθη μας καὶ οἱ ροπές μας ἔχουν γίνει δευτέρα φύσις... Ὥστε νὰ λέμε «ὁ φυσικὸς ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς κι αὐτός», ὅπως τὸν περιγράφει ἡ Ψυχολογία.
Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τὸν περιγράφει ἡ Ψυχολογία. Γι' αὐτό καὶ ἡ ἐπέμβαση τῆς Ψυχολογίας δὲν εἶναι ἡ ὀρθή. Δὲν εἶναι τῆς ὥρας νὰ σᾶς πῶ πιὸ πολλά. Συνεπῶς εἶναι εὔκολο πρᾶγμα νὰ ξεκολλήσεις τὴν δευτέρα σου φύση; Εἶναι φοβερό. Ὀδυνηρότατον.

Ὁ δεύτερος λόγος. Μᾶς λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται», λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. «Ὁ κόσμος ὁλόκληρος βρίσκεται εἰς τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ διαβόλου». Καὶ εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν τὸν πονηρὸν εἶναι ἐνταγμένοι οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Πρέπει νὰ ζήσουν κατ’ ἀνάγκην μέσα εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον, νὰ ζήσουν μαζί του, τοπικά. Μαζί του. Δὲν ξεχωρίζομε.
Στὸ ἴδιο λεωφορεῖο μπαίνομε, στὴν ἴδια ἀγορὰ πηγαίνομε, συναλλασσόμεθα μὲ ὅλον τὸν κόσμον, μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Πρέπει νὰ ζήσουμε μαζί του. Συνεπῶς;
Κι ὅπως λέγει ὁ Κύριος: «Ἀνένδεκτον ἐστὶν τοῦ μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα». «Εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν ἔρθουν τὰ σκάνδαλα».
Γιατί; Ἐπειδὴ «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». Θά ‘ρθουν, λοιπόν, τὰ σκάνδαλα. Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν ὅτι ὁ πιστός... -σκάνδαλα, σοῦ λέει ὁ ἄλλος:
«Πάω στὸν δρόμο καὶ σκανδαλίζομαι, πάω στὴν Ἐκκλησία ἀκόμα, βλέπω μὲ τὰ μάτια μου πῶς μπαίνουν ἡμίγυμνοι ἄνθρωποι, γυναῖκες ὅλο καὶ σκανδαλίζομαι» : «Ἀνένδεκτον ἐστὶν τοῦ μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα».
Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν ὅμως ὅτι ὁ πιστὸς μέσα στὸν κόσμο, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ζήσει μὲ θλίψη. Μὲ θλίψη ὁπωσδήποτε. Θὰ δεχθεῖ τὸ σκάνδαλο, τὴν εἰρωνεία, τὸν διωγμό. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐν τῷ κὸσμῳ θλῖψιν ἕξετε». Στὸν κόσμο θὰ ἔχετε θλίψη. «Ἀλλὰ θαρσεῖτε· ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».
«Πάρετε θάρρος. Ἐγὼ τὸν ἐνίκησα τὸν κόσμον», λέει ὁ Κύριος.
 
Ὅπως ἀντιλαμβανόμεθα, ἀγαπητοί, ὁ σταυρὸς εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖος γιὰ τὴν σωτηρία μας· διότι ἡ θλίψη ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τὸν σταυρόν. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὶς παλάμες Του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ Τὸν κάρφωσαν, δὲν ἦταν κάποια διασκέδασις, δὲν ἦταν κάποια ἄνεσις.
Ἦταν πόνος καὶ θάνατος. Πρέπει νὰ πεθάνομε εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, ὡς πρὸς τὸν κόσμον αὐτόν. Ὡς πρὸς τὸν κόσμον αὐτὸν· γιὰ νὰ ζήσομε.

Ἀλλὰ σωτηρία σημαίνει οἰκείωση τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νὰ οἰκειωθὼ τὸν Χριστόν, γιὰ νὰ ἔχω τὴν σωτηρία. Καὶ τοῦτο διότι ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ ὑπὲρ ἡμῶν» καὶ «ὁ ἀντὶ ἡμῶν». Τί θὰ πεῖ αὐτό; Θὰ πεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔπαθε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ὁ κόσμος βέβαια ἐσταύρωσε τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἀνέβασε εἰς τὸν Σταυρόν, ὁ Χριστὸς ἔπαθε ὑπὲρ ἡμῶν, γιὰ μᾶς καὶ ἀντὶ ἡμῶν.
Ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ ἀνεβοῦμε ἐπάνω εἰς τὸν σταυρόν. Διότι ἐμεῖς εἴμεθα οἱ ἁμαρτωλοί. Ὄχι ὁ ἀθῶος Ἰησοῦς. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἀνέβηκε γιὰ λογαριασμό μας. «Ὑπὲρ ἡμῶν» καὶ «ἀντὶ ἡμῶν». Ἔτσι ὁ Χριστὸς γίνεται ὁ ἀντιπρόσωπός μας, προσέξατέ το αὐτό. Ὁ ἀντιπρόσωπός μας, γιατί Ἐκεῖνος ἀνέβηκε εἰς τὸν Σταυρόν, Ἐκεῖνος, ὁ ἀντιπρόσωπός μας, ἀπέναντι στὸν Ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν. Εὐαρεστεῖ εἰς τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατέρας, χάριν τοῦ Υἱοῦ, χαρίζεται σὲ ὅσους ἀντιπροσωπεύει ὁ Υἱός.

Ἀλλὰ τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθορίζει τὴν ἀντιπροσώπευση; Θὰ τὸ πῶ ἄλλη μιὰ φορὰ· προσέξτε. Ἡ πίστις. Ὅταν πιστέψω στὸ θεανθρώπινον πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀντιπροσωπεύτηκα ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ἐὰν δὲν Τοῦ ἀναθέσω αὐτὴν τὴν ἀντιπροσώπευση, δὲν σώζομαι. Πάλι ἡ πίστις.
Ἀλλὰ ὄχι μόνον ἡ πίστις, ἀλλὰ καὶ ἡ οἰκείωσις στὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πάθος Του, θὰ γίνει πάθος μου. Πῶς; Ὅταν συσταυρωθώ. Σταυρωθῶ μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν.
Πῶς δηλαδή; Θὰ ἀνεβῶ πάνω στὸν Σταυρόν; Πῶς θὰ γίνει αὐτό; Ἀκοῦστε πῶς τὸ λέγει ὁ Παῦλος: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι – Εἴδατε; Συνεσταύρωμαι.
Μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ σταυρώθηκα- Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός (Τὴν ζωὴ τὴν παλιά, τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας δὲν τὴν ζῶ πιά. Ἔχω πεθάνει ὡς πρὸς αὐτὴν)· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ».

Κι ἐκεῖνο τὸ θαυμάσιον: «Ἀνταναπληρῶ –γράφει στοὺς Κολοσσαείς, ἀνταναπληρῶ: ἀντί-ἀνά-πληρῶ - τὰ ὑστερήματα τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ».
(Γιατί τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι στὸν κόσμον καὶ πάσχει διαρκῶς. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία· ἡ ὁποία πάσχει· ἡ ὁποία σταυρώνεται διαρκῶς μὲς στὴν Ἱστορία, ἕως τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας.
Ἀντί, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος πῆγε στὸν οὐρανό, «ἀνταναπληρῶ», λοιπόν, «τὰ ὑστερήματα», ὅ,τι δὲν πρόλαβε Ἐκεῖνος νὰ πάθει, τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ. Ποῦ;) ἐν τῇ σαρκί μου (στὴ σάρκα μου) ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ ὃ ἐστὶν ἡ ἐκκλησία (Γιὰ λογαριασμὸ τοῦ σώματός Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία)».
Γι' αὐτό ὁ Παῦλος ὁδοιπορεῖ, τρώει ξύλο, μπαίνει στὶς φυλακές, ἀγωνίζεται. Αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι «ὁ Παῦλος ἀνταναπληροὶ τὰ ὑστερήματα τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί του, ὑπὲρ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας».

Ἀλλὰ ἡ συσταύρωσις ἔχει καὶ τὴν συνέγερσιν. Ὁ Χριστὸς ἐμπρός, οἱ πιστοὶ ἀπὸ πίσω. Ἀπὸ τὸν Σταυρὸ στὴν Ἀνάσταση. Καὶ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσομε, ἀγαπητοί μου, τὸ μυστήριον τοῦ Σταυροῦ. Θέλετε; Τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας μας. Θέλετε; Τὸ μυστήριον τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριον τοῦ Χριστιανισμοῦ.
 
Ὅμως, ἀπὸ τοὺς πάμπολλους Χριστιανούς, τοὺς δικούς μας, τοὺς ἀνθρώπους μας, δὲν κατανοεῖται ὁ Σταυρός. Δηλαδὴ ἡ θλίψη στὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ.
Δὲν κατανοεῖται. Ἡ εὐημερία, ποὺ εἶναι στὴν ἐποχή μας ἀφθονοῦσα, εἶναι πλέον σύνθημα τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ σύνθημα στέκεται ἐχθρικὰ ἔναντι τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦστε πῶς τὸ λέει ὁ Παῦλος, πρὸς Φιλιππησίους 3,18: «Πολλοὶ περιπατοῦσιν, οὕς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν (Ζοῦν πολλοί, ποὺ πολλὲς φορές σας ἔλεγα - λέει στοὺς Φιλιππησίους) νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω (καὶ τώρα ποὺ σᾶς γράφω, κλαίγοντας σᾶς γράφω) τὸὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ –Ποιοί εἶναι αὐτοὶ «οἱ ἐχθροὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ;»:- ὧν (τῶν ὁποίων) τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ Θὲὸς ἡ κοιλία–Δηλαδή; Εὐημερία.
Τί θὰ φᾶμε καὶ τί θὰ πιοῦμε- καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχὺνῃ αὐτῶν –Πορνεύομε μεγαλοπρεπῶς, ναὶ, ζοῦμε τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα καὶ καυχώμεθα!
«Καὶ ἡ δόξα τους», λέγει, «εἶναι σὲ πράγματα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ντρέπονται», λέει ὁ Παῦλος) οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες (ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι φρονοῦν τὰ ἐπίγεια).
Ἡμῶν δὲ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει (τὸ δικό μας πολίτευμα εἶναι στὸν οὐρανό)».
Τί παρατηροῦμε ἐδῶ στὰ γραφόμενα τοῦ Παύλου; Πρῶτον, αὐτοὶ οἱ πιστοὶ εἶναι πολλοί. Δεύτερον, εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, διότι καταργοῦν μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους τὸν σταυρόν. Ὁ σταυρὸς ὅμως καταργούμενος, δημιουργεῖ συμβιβασμὸ μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὸ κοσμικὸ φρόνημα.
Κηρύσσεται νέος Θεός, ποὺ εἶναι ἡ κοιλία, δηλαδὴ ἡ εὐημερία. Κηρύσσεται ἡ ἐξορία τῆς θλίψεως, τῆς ἀσκήσεως, τῆς στενῆς πύλης, τῆς τεθλιμμένης ὁδοῦ, δηλαδὴ ἡ κατάργησις τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ἀγαπητοί, σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, στὸ μέσον τῆς Τεσσαρακοστῆς, προβάλλει τὸν Τίμιον Σταυρό, γιὰ νὰ μᾶς ἐνθυμίσει ὅτι πρῶτον, ὁ Τίμιος Σταυρὸς εἶναι ἡ καρδία τῆς σωτηρίας.
Δεύτερον, εἶναι ἡ καρδία τῆς πνευματικότητος.
Τρίτον, εἶναι τὸ σύμβολον τῆς θυσίας καὶ τῆς θλίψεως.
Τέταρτον, ἀντιπαρατάσσεται στὸν κόσμο καὶ στὸ κοσμικὸ φρόνημα, ποὺ διάκειται ἐχθρικὰ στὸν Θεό.
Πέμπτον, εἶναι τὸ σύμβολον τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἥττας τῶν δαιμόνων.
Ἕκτον, εἶναι τὸ σύμβολον τῆς ἥττας τοῦ κόσμου.
Ἕβδομον, εἶναι τὸ μέγα διάσημον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀκροτάτη Τοῦ δόξα.
Ὄγδοον, εἶναι τὸ σύμβολον τῆς δόξης τῶν πιστῶν· διότι δι’ αὐτοῦ θὰ εἰσέλθουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ξεκίνησε ἀπὸ τὸν Παράδεισον, τὸν Παράδεισον τῆς τρυφῆς, ἐδοκίμασε τὴν ἡδονή, «τὴν ἡδονὴ τῆς παραλόγου βρώσεως», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ἀπ’ ὅπου ἐγεννήθη ἡ ὀδύνη τοῦ θανάτου.
Ἦλθε ὁ Χριστός. Καὶ μαζὶ Του ἀποβάλαμε τὴν φθοροποιὸ καὶ θανατηφόρο ἡδονή. Καὶ μὲ τὴν πορεία στὸν δρόμο τῆς ὀδύνης, ποὺ εἶναι ὁ σταυρός, φθάνομε πάλι στὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου, στὴ μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Παράδεισος ὁριστικὰ δὲν ἐχάθη. Τὸν ἄνοιξε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρό Του. Τώρα τὸν ἀνοίγομε κι ἐμεῖς, μὲ τὸν δικό μας τὸν σταυρό.
 
Ἔτσι, αὐτὰ θαυμάσια τὰ ἐκφράζει, τὰ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὦσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδάμ, πάντες ἀποθνήσκομεν, ἀποθνήσκουσιν οὕτως καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται». Καὶ ὡραῖα τὸ ἐκφράζει τὸ κοντάκιο τῆς ἡμέρας: «Οὐκέτι φλογίνη ῥὀμφαία φυλάττει τὴν πύλην τῆς Ἐδέμ﮲ αὐτῇ γὰρ ἐπῆλθε παράδοξος σβέσις, τὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ﮲ θὰνάτου τὸ κέντρον καὶ ᾅδου τὸ νῖκος ἐλήλαται﮲ ἐπέστης δέ, Σώτήρ μου, βοῶν τοῖς ἐν ᾅδη﮲ Εἰσάγεσθε πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον».
Δηλαδή: «Δὲν φυλάττει πιὰ πύρινο σπαθὶ τὴν πύλη τῆς Ἐδέμ. Ἔσβησε παράδοξα μὲ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Τὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου καὶ ἡ νίκη τοῦ ἅδου παραμερίστηκαν.
 Ἦλθες, Σωτῆρα μου, φωνάζοντας σ’ αὐτοὺς ποὺ στὸν Ἅδη μέναν: Στὸν Παράδεισο ξαναμπαίνετε».



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
•       https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_595.mp3



Διαβάστε καὶ ἀκοῦστε περισσότερα πατῶντας: Κυριακή Γ΄ Νηστειῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου