Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργούμενη
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ὅρισε ἡ τρίτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου νὰ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν Μεγάλη Κρίση. Σκοπός της νὰ κατανοήσουμε ὅτι, μετὰ τὴν διδαχή μας γιὰ τὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας (Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου) καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς μετάνοιας (Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου), θὰ ὑπάρξει κρίση γιὰ τὶς ὅποιες ἐπιλογές μας. Νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς ἡ ἐπὶ γῆς ζωή μας δὲ θὰ μείνει ἄκριτη, ἀλλὰ θὰ δώσουμε λόγο γιὰ ὅ, τι κάναμε καὶ γιὰ ὅ, τι δὲν κάναμε, «ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» (Ματθ.12,36).
Στοὺς ναοὺς διαβάζεται ἡ σχετικὴ περικοπὴ (Ματθ.25,31-46), μέσῳ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος μᾶς περιγράφει, κατὰ τρόπο σαφῆ καὶ δραματικό, τὴν δεύτερη καὶ μεγαλειώδη ἔλευσή Του στὴ γῆ καὶ τὴν ἐπακολουθήσασα ἀδέκαστη καὶ δικαία κρίση Του.
Ἡ Δευτέρα Παρουσία Του, θὰ εἶναι παρουσία ἄφατης δόξας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πρώτη παρουσία Του, ποὺ ἦταν «κένωση» τῆς θεότητάς Του.
Στὴν πρώτη παρουσία Του ἦρθε ὡς σωτῆρας καὶ λυτρωτής μας (Ἰωάν.12,47), ὡς ταπεινός, πρᾶος, συμπονετικὸς δάσκαλος, διδάσκοντάς μας τὴ σωτηρία δίνοντάς μας τὴν δυνατότητα ἐλεύθερης ἀποδοχῆς της. Στὴν δεύτερη παρουσία Του θὰ ἔρθει ὡς ἔνδοξος καὶ κραταιὸς κριτής, γιὰ νὰ κρίνει τὴν ἀποδοχή, ἢ ὄχι τῆς σωτηρίας μας.
Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς ἀγάπης καὶ οἰκτιρμῶν (Α΄ Ἰωάν.4,7). Ἀγαπᾶ ὅλα τὰ πλάσματά Του καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση δική Του (Γέν.1,26), μὲ σκοπὸ νὰ τοῦ χαρίσει μέρους τῆς θείας μακαριότητάς Του καὶ γιὰ τοῦτο, μετὰ τὴν ἀποστασία του, ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὴ γῆ, νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ πάθει καὶ νὰ πεθάνει γιὰ χάρη τοῦ (Φίλπ.2,1), νὰ τὸ ἀπολυτρώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ διαβόλου, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο.
Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν εἶναι μόνο ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ δικαιοσύνη. Εἶναι φιλάνθρωπος καὶ περιμένει τὴν μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν, χωρὶς νὰ ἀναγκάζει κανέναν νὰ σωθεῖ, ἀλλὰ ἡ κλήση καὶ ἡ ἀναμονὴ γιὰ μετάνοια θὰ ἔχει κάποτε τέλος.
Ὅσοι ἀκοῦν τὸ κάλεσμά Του καὶ δέχονται νὰ εἶναι δικοί Του, θὰ εἰσέλθουν στὴν ἀτέρμονη Βασιλεία Του, νὰ ἀπολαύσουν τὴν αἰώνια ζωή, κατὰ τὴν Μεγάλη Κρίση.
Ὅσοι δὲν ἀποδέχονται τὴν πρόσκληση τῆς σωτηρίας, καὶ παρέμειναν ἀμετανόητοι καὶ ξένοι Του, θὰ πορευτοῦν, μακριὰ ἀπὸ Αὐτόν, σὲ μιὰ φρικτὴ ἐπιβίωση αἰωνίων βασάνων. Ἡ Μεγάλη Κρίση, θὰ εἶναι ἕνα μεγαλειῶδες καὶ συνάμα φοβερὸ γεγονὸς καὶ θὰ σηματοδοτήσει μιὰ νέα πραγματικότητα. Τότε θὰ «κάμψει πᾶν γόνυ» (Ρωμ.14,11) ἐνώπιών Του, καὶ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς θὰ τρέμουν σὰν τὰ ξερόχορτα ἀπὸ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου, κατανοῶντας τὴν μηδαμινότητά τους!
Σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ὁ Κύριος ἔθεσε ὡς κριτήριο τὴν θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ στάση μας ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους μας στὴν ἐπίγεια ζωή μας. Ὅσοι συμπεριφέρθηκαν μὲ ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους τους, ἔθρεψαν τοὺς πεινασμένους, πότισαν τοὺς διψασμένους, ἔντυσαν τοὺς γυμνούς, φιλοξένησαν τοὺς ξένους, περιέθαλψαν τοὺς ἀσθενεῖς, συμπαραστάθηκαν στοὺς φυλακισμένους καὶ διωκόμενους, θὰ κριθοῦν ὡς οἱ εὐλογημένοι τοῦ Οὐράνιου Θεοῦ Πατέρα καὶ θὰ γίνουν κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του.
Ἀντίθετα, ὅσοι ἔζησαν σκληρόκαρδοι καὶ ἀρνήθηκαν νὰ προσφέρουν αὐτὲς τὶς ὑπηρεσίες, θὰ ἔχουν προορισμὸ τὴν αἰώνια καταδίκη.
Γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν κρίση Του, θὰ πεῖ: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ.25,40).
Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του, ἔγινε ἄνθρωπος, ἀδελφὸς τῶν ἀνθρώπων, «κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι» (Ἔβρ.2,17). Παράλληλα, ἀδελφοποιεῖ καί τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ τους, χάρις στὴν ἕνωσή τους στὸ Σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία.
Αὐτό μας ὑποχρεώνει νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ διακονοῦμε τοὺς ἀδελφούς μας, χωρὶς καμιὰ διάκριση, σὰν νὰ διακονοῦμε τὸν Ἴδιο.
Ἡ ἄσκηση τῆς διακονίας μας θὰ κρίνει τὴ σωτηρία μας καὶ ἡ ἄρνησή της τὴν καταδίκη μας, ὡς τὸ βασικὸ κριτήριο στὴν Μεγάλη Κρίση.
Ὑπάρχει ὅμως μιὰ σοβαρὴ προβληματικὴ ἐπ’ αὐτοῦ. Τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἡ κρίση μας θὰ ἔχει ἀποκλειστικὰ κοινωνικὰ κριτήρια;
Θὰ σωθοῦν ὅλοι, ὅσοι ἐπέδειξαν κοινωνικὴ εὐαισθησία; Θὰ σωθοῦν καὶ οἱ ἀλλόθρησκοι καὶ οἱ ἄθεοι «ἀνθρωπιστές», ὅλοι ὅσοι ἔχουν στὸ ἐνεργητικό τους κοινωνικὴ προσφορά;
Κάποιοι, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ σύγχρονο συγκρητιστικὸ «πνεῦμα» καὶ τὰ διδάγματα καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, στηρίζουν σὲ αὐτὴ τὴν περικοπὴ τὶς οἰκουμενιστικές τους ἀπόψεις, περὶ τῆς δῆθεν «καθολικῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων», μὲ βάση τὴν κοινωνική τους δράση.
Ὅτι δῆθεν «ὁ κάθε ἄνθρωπος, καλῆς θελήσεως καὶ κοινωνικῆς προσφορᾶς, θὰ κριθεῖ ὡς δίκαιος, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς προσωπικές του θρησκευτικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικὲς κ.α. πίστεις καὶ ἀρχές».
Νομίζουμε πὼς δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὴ τοιαύτη ἁπλούστευση, διότι ἡ κάθε ἁγιογραφικὴ ἀναφορὰ πρέπει νὰ προσεγγίζεται ἑρμηνευτικὰ σὲ συνάφεια μὲ τὸ ὅλο ἁγιογραφικὸ πνεῦμα. Ἔτσι καὶ ἡ περικοπὴ τῆς Μεγάλης Κρίσεως πρέπει νὰ προσεγγιστεῖ ἑρμηνευτικὰ καὶ συνδυαστικὰ μὲ τὸ ὅλο πνεῦμα καὶ γράμμα τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως.
Καὶ τοῦτο διότι ὁ «κοινωνικὸς» χαρακτῆρας τῆς σωτηρίας εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς πτυχές της καὶ ἔχει περιορισμένες ἀναφορὲς στὶς Ἅγιες Γραφές. Ἀντίθετα, παρατίθενται καὶ ἄλλα κριτήρια καὶ παράγοντες, ποὺ θὰ κρίνουν τὴν σωτηρία μας, τὰ ὁποῖα παραθέτουμε συνοπτικά.
Τὸ πρώτιστο καὶ βασικὸ κριτήριο τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ ὀντολογικὴ ἕνωσή μας μὲ τὸν Ἐνανθρωπήσαντα Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἦρθε στὸν κόσμο νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ νὰ κάμει τὸν ἄνθρωπο κατὰ χάριν θεό, χάρις στὴν ἐνανθρώπησή Του.
Ὁ Σατανᾶς μας ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ μᾶς ἑνώσει καὶ πάλι μὲ Αὐτόν. Ἦρθε νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ (Ἐφ.2,14). Νὰ μᾶς ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Σατανᾶ, τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο.
Ἡ ὀντολογική - ὀργανικὴ ἕνωσή μας συντελεῖται διὰ τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, μέσα στὴν Ἐκκλησία Του καὶ κύρια μὲ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια τῆς Βαπτίσεως καὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, διὰ τῶν ὁποίων γινόμαστε σύσσωμοι καὶ σύναιμοι τοῦ Χριστοῦ, ὀργανικὰ καὶ ἀναπόσπαστα μέλη τοῦ Σώματός Του.
Ὁ Χριστὸς ἔθεσε ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς σωτηρίας καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Σώματός Του καὶ τοῦ Τιμίου Αἵματός Του: «ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ... ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».
Ἀντίθετα «ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζῶὴν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰωάν.6,51-54).
Κατόπιν αὐτῶν τῶν ρητῶν διαβεβαιώσεων τοῦ Κυρίου, μπορεῖ κάποιος νὰ κριθεῖ στὴν Μεγάλη Κρίση ὡς δίκαιος καὶ νὰ εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὴν ἑνότητα μὲ τὸ Χριστό, χωρὶς τὴ Θεία Κοινωνία; Τί χρειάζεται ἡ ὀργανικὴ μυστηριακὴ ἕνωση μὲ τὸ Χριστό, ἂν «σώζει» ἀπὸ μόνη της ἡ κοινωνικὴ προσφορά;
Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο νὰ κάμει «κοινωνικὴ πολιτική», ἄλλωστε σοφούς, νομοθέτες, κοινωνικοὺς ἀναμορφωτές, εἶχε ὁ κόσμος καὶ αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔλειπε ἦταν ὁ ἀληθινός, ὁ ἀποτελεσματικὸς καὶ καθολικὸς σωτῆρας. Αὐτὸς κατέστη ὁ μοναδικὸς καὶ ἀποτελεσματικὸς σωτῆρας τῆς ἀνθρωπότητας.
Μόνον Αὐτὸς διακήρυξε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζῶή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν.11,25-26). «Ἐγὼ εἰμὶ ἢ θύρα’ δι’ ἐμοῦ ἐὰν τὶς εἰσέλθη, σωθήσεται» (Ἰωάν.10,9).
Χρησιμοποιῶντας τὴ λέξη «ἐγώ», δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο σωτηρίας ἐκτὸς Αὐτοῦ. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος τόνισε «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ» ἡ σωτηρία μας (Πράξ.4,12) καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποφάνθηκε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς «σωτὴρ τοῦ σώματος» (Ἐφ. 5.23) καὶ κανένας ἄλλος.
Ἂν ἡ πίστη στὴν μοναδικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας εἶναι ἀπαραίτητη, πὼς θὰ σωθοῦν, χωρὶς αὐτή, οἱ ἄπιστοι «φιλάνθρωποι», μὲ μόνο κριτήριο τὴν κοινωνική τους προσφορά;
Ἄλλο κριτήριο θὰ εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀποκαλυφθείσας ἐν Χριστῷ ἀλήθειας, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία.
Ὁ Χριστὸς εἶπε: «τὰ ρήματα ἅ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμα ἐστὶ καὶ ζωὴ ἐστὶν» (Ἰωάν.6,63), ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ διδασκαλία Του ἔχει σωτηριολογικὸ χαρακτῆρα.
Ἐπίσης διακήρυξε: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζῶή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ» (Ἰωάν.14,6), μὴ ἀφήνοντας κανένα περιθώριο σωτηρίας ἐκτὸς Αὐτοῦ καὶ τῆς ἔνσαρκης στὸ πρόσωπό Του σώζουσας ἀλήθειας.
Μάλιστα, ὅποιος καταφρονήσει τὴ διδασκαλία Του καὶ διδάξει διαφορετική, «ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν», ἐνῷ, ὅποιος πιστεύει καὶ διδάσκει ὅ, τι δίδαξε Ἐκεῖνος, «οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.5,19).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναθεματίζει ὅποιους διδάσκουν «ἕτερον εὐαγγέλιον» (Γαλ.1,8), παραγγέλλοντας στοὺς πιστοὺς νὰ φυλάγονται ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους, διότι αὐτοὶ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια τῆς σωτηρίας.
Γιὰ τὸν ἀπόστολο Ἰούδα οἱ πλάνοι εἶναι «νεφέλαις ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δίς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα, κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται» (Ἰουδ.12-13).
Εἶναι δυνατὸν ἀρνητὲς καὶ διαστροφεὶς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ (αἱρετικοί, ἀλλόθρησκοι, βλάσφημοι, ἄθεοι, κλπ), ἔστω «φιλάνθρωποι», νὰ συγκατατεθοῦν μὲ τοὺς δικαίους;
Ἡ ἁγία ζωὴ εἶναι ἕνα ἄλλο κριτήριο. Ὁ Θεός μας ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή» Του, δηλαδή, νὰ εἴμαστε ἅγιες καὶ ἄμωμες εἰκόνες Του, παροτρύνοντάς μας: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιὸς εἰμι» (Α΄Πέτρ.1,16).
Μᾶς καλεῖ νὰ ἀποποιηθοῦμε τὸν «παλαιὸ ἄνθρωπο», τὸν δοῦλο τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ.6,6), νὰ γίνουμε μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ (Α΄Κορ.11,1).
Νὰ ἀποβάλλουμε «τὰ ἔργα τοῦ σκότους» καὶ νὰ ἐνδυθοῦμε «τὰ ὅπλα τοῦ φωτός», ζῶντας «μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὲ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζὴλῳ» (Ρώμ.13,13).
Νὰ ὁπλιστοῦμε μὲ τὴν «πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ.6,11,13), ἐντασσόμενοι στὸ «Σῶμα Χριστοῦ» (Α΄ Κόρ.12,27), ἐνδεδυμένοι Αὐτὸν (Γαλ.3,27) καὶ καθιστάμενοι «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ.4,11-13).
Ἀντίθετα, οἱ ἐμμένοντες πεισματικὰ στὴν ἁμαρτία, μεταξὺ αὐτῶν καὶ «φιλάνθρωποι», δὲν ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας, διότι ἡ ἀνάστασή τους δὲν θὰ εἶναι «ἀνάσταση ζωῆς», ἀλλὰ «ἀνάσταση κρίσεως» (Ἰωάν.5,29).
Ἄλλωστε, «οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄Κορ.6,9-10).
Πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ δεχτοῦμε ὅτι μόνον οἱ κοινωνικὰ ἀνάλγητοι θὰ κολασθοῦν; Πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ κριθοῦν ὡς δίκαιοι μόνο μὲ τὴν κοινωνική τους δραστηριότητα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν ἄπιστοι καὶ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, μὴ ἀναγεννημένοι;
Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω καθίσταται φανερὸ ὅτι σωτηρία μας συνίσταται στὴν καθολικὴ μεταμόρφωσή μας καὶ ὄχι σὲ κάποια ἐπὶ μέρους, ἠθική, ἢ ἄλλη, ἀλλαγή μας. Ἂν ἦταν μόνο ἡ κοινωνική μας προσφορὰ μοναδικὸ κριτήριο τῆς σωτηρίας μας, δὲν θὰ χρειάζονταν νὰ σαρκωθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ ἀρκοῦσε ὁ Νόμος, ὁ ὁποῖος κανονίζει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις, διότι, «ἐκ τοῦ πλὴρώματος αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν.1,16-17).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στὶς ἐπιστολές του ὅτι ὁ Νόμος ὑπῆρξε ἁπλᾶ παιδαγωγὸς «εἰς Χριστὸν» καὶ τώρα ποὺ λάβαμε διὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν χάρη καὶ τὴν σώζουσα πίστη, «οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγὸν ἐσμεν» (Γαλ.3,24).
Ἡ σωτηρία δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν τήρηση τῶν νομικῶν διατάξεων, ἀλλὰ εἶναι ἄνωθεν χορηγούμενη δωρεά, τὴν ὁποία ὁ κάθε ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀποδεχτεῖ, νὰ πιστέψει στὸ Χριστό, νὰ ἑνωθεῖ μυστηριακὰ μαζί Του καὶ νὰ ἀγωνιστεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ ἀποκτήσει ἀρετές, ὡς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή του.
Μόνον τότε καὶ ἔτσι, μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν συνάνθρωπό του ὡς ἕναν ἐκ τῶν «ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ» (Ματθ.25,40) καὶ δικό του ἀδελφό, σύσσωμο καὶ σύναιμο μέλος τοῦ κοινοῦ τους σώματος, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο συναποτελοῦμε ὅλοι μας στὴν ἁγία Τοῦ Ἐκκλησία.
Ὡς ἐκ τούτου ποιά μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς; Ποιοί φιλάνθρωποι θὰ κριθοῦν ὡς δίκαιοι στὴ Μεγάλη Κρίση, ὅλοι ἀνεξαιρέτως, πιστοὶ καὶ ἄπιστοι;
Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὅσοι ἔχουν πίστη «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ.5,6).
Ἡ πραγματικὴ ἀγάπη εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ.5,22), προϊὸν βαθειᾶς πίστης ἐκδηλωμένη μὲ ἔργα ἀγάπης.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἀγάπη εἶναι «ἀνυπόκριτη», θυσιαστικὴ καὶ «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄Κορ.13,4).
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι γνήσια, ὡς ξεχείλισμα πίστεως, διότι «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ' ἑαυτήν» (Ἰάκ.2,17).
Προφανῶς αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἀγάπη θὰ εἶναι τὸ ὕψιστο κριτήριο στὴ Μεγάλη Κρίση καὶ ὄχι ἡ ἀγάπη, ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνεται ὁ κόσμος, ἔχει συχνὰ λειψό, ἀπατηλὸ χαρακτῆρα, κρύβοντας ὑποκρισία καὶ σκοπιμότητες.
Ἡ πεῖρα μας βεβαιώνει ὅτι, «κοινωνικὰ εὐαίσθητοι» καὶ μὲ σημαντικὴ κοινωνικὴ προσφορά, εἶναι καὶ ἄνθρωποι αἱρετικοί, ἀλλόθρησκοι, ἄθεοι, ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα καὶ συνειδητὰ ἐμμένοντας στὴν ἁμαρτία, ἀσκῶντας «φιλανθρωπία» μὲ ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος, προϊὸν κλοπῶν, ληστειῶν, ἀδικίας, πορνείας κλπ.
Ἐπίσης ἰδεολογικὰ καὶ κοινωνικοπολιτικὰ συστήματα, μὲ ἀθεϊστικὴ καὶ ἐχθρικὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία κοσμοθεωρία, ἀσκοῦν ἢ δείχνουν νὰ ἀσκοῦν, «κοινωνικὴ πολιτική», (π.χ. μαρξισμός).
Ὁμάδες αἱρετικῶν ἀσκοῦν γιὰ τὰ μέλη τους σημαντικὴ κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη καὶ προσφορά, γιὰ λόγους προσηλυτισμοῦ καὶ συγκράτησή τους σὲ αὐτές. Ἀλληλεγγύη ἀσκεῖται καὶ ἀνάμεσα σὲ μέλη κακοποιῶν. Μπορεῖ νὰ λογισθοῦν οἱ τέτοιου εἴδους κοινωνικὲς ὑπηρεσίες κριτήριο γιὰ τὴν Μεγάλη Κρίση;
Ἐν κατακλεῖδι, θεωροῦμε ὅτι ὡς δίκαιοι θὰ κριθοῦν στὴ Μεγάλη Κρίση, ὅσων ἡ ἀγάπη καὶ ἡ κοινωνικὴ προσφορά τους θὰ εἶναι προϊὸν πίστης, μεταποιημένων ἐν Χριστῷ ἀνθρώπων. Τὸ τί θὰ γίνει μὲ τοὺς «καλοὺς» καὶ «φιλάνθρωπους» τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας, τόσο ἡ θεία ἀποκάλυψη, ὅσο καὶ ἡ πατερικὴ παράδοση σιωπᾶ.
Αὐτὸ πρέπει νὰ κάμουμε καὶ ἐμεῖς, ἀφήνοντας τὴν «περιέργειά» μας αὐτὴ στὴν μέριμνα τοῦ Θεοῦ, «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ.2,4).
Ἡ ἐνθύμηση τοῦ μεγάλου καὶ φοβεροῦ γεγονότος τῆς Μεγάλης Κρίσεως, θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἀδιάκοπη γιὰ ὅλους ὅσους αἰσθανόμαστε συνειδητοὶ πιστοί, διότι μᾶς βοηθᾶ νὰ κρατᾶμε τὴν πνευματική μας πορεία σταθερὴ στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίᾳ καὶ μᾶς ἀποτρέπει νὰ ξεστρατίζουμε σὲ ἀτραποὺς ἀπωλείας.
Ἰδιαίτερα, αὐτὴ τὴν ἱερὴ περίοδο, θὰ πρέπει νὰ καλλιεργήσουμε αὐτὴ τὴν ἐνθύμηση, ἐντείνοντας τὸν ἀγῶνα μας, γιὰ προσωπικὴ κάθαρση, ἀπόκτηση ἀρετῶν καὶ μεταποιῶντας τὴν πίστη μας σὲ ἔργα ἀγάπης.
Μόνον ἔτσι θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ γίνουμε «συγκληρονόμοι Χριστοῦ» (Ρωμ.8,17), μοιραζόμενοι τὸν πλοῦτο «τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις» (Ἐφ.1,18), στὴν ἀτέρμονη ἑτοιμασμένη, γιά μᾶς, βασιλεία «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ.25,34)!
Διαβάστε περισσότερα πατῶντας: Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου