Ἡ ἀπομάκρυνσις τοῦ Ἐσταυρωμένου ὡς κακοδοξία.
Γράφει ὁ Δρ Ἰωάννης Κ. Ἀγγελόπουλος, Θεολόγος – Καθηγητὴς
1. Εἰσαγωγὴ
1. Ἕνα ζήτημα ποὺ ἀπασχολεῖ τοὺς συνειδητοὺς καὶ ἐν ἐγρηγόρσει χριστιανοὺς τῶν ἡμερῶν μας εἶναι τὸ ζήτημα τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα τῶν ναῶν ἀρχικῶς μίας Μητροπόλεως καὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ ἄλλων ἀρκετῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἂς δοῦμε δι’ ὀλίγων πῶς ἐξελίχθησαν τὰ γεγονότα καὶ πῶς ἀπὸ χωροταξικὴ μεταρρύθμισι ἀποβαίνει σταδιακῶς σὲ θεολογικὴ κακοδοξία. Ἐκ προοιμίου σημειώνομε ὅτι καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἠσχολήθησαν καὶ ἔγραψαν περισσότερα καὶ καλύτερα τοῦ παρόντος κείμενα, ὡρισμένα ἐκ τῶν ὁποίων παραθέτομε στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου ὡς βιβλιογραφία.
1.2. Τὸ ἱστορικὸν
1.α. Ἀπὸ τὸν κεκοιμημένο προκάτοχο τοῦ σημερινοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου ἔγινε μικρὰ μετακίνησις τοῦ Ἐσταυρωμένου, σὲ κάποιους ναούς, στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος γιὰ νὰ τοποθετηθῆ ἕνας ὑπερυψωμένος θρόνος ἔμπροσθεν αὐτοῦ γιὰ νὰ κάθεται ὁ Ἐπίσκοπος, συμφώνως μὲ τὴν παλαιοχριστιανικὴ διάταξι τοῦ συνθρόνου μέσα στὸ ἱερὸ Βῆμα [1].
1.β. Ὁ σημερινὸς Μητροπολίτης μὲ ἐγκύκλιο καὶ κατόπιν συνέδριο κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀνέλαβε νὰ ἐπαναφέρη τὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία στὴν ἀρχαία λειτουργικὴ τάξι, ἐξοβελίζοντας τὸν Ἐσταυρωμένο ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ συνήθεια αὐτὴ εἶναι νεωτέρα, δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀλλὰ ἀπὸ Ρωμαιοκαθολικὲς καὶ Προτεσταντικὲς ἐπιδράσεις καὶ δὲν συνάδει μὲ τὸν θεολογικὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, κατὰ τὸν ὁποῖο προηγεῖται ἡ Σταύρωσις (μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο στὴν κορυφὴ τοῦ τέμπλου) καὶ ἕπεται ἡ Ταφὴ καὶ ἡ Ἀνάστασις (μὲ τὴν Ἁγία Τράπεζα ποὺ τὶς συμβολίζουν).
Κατὰ συνέπεια θεωρεῖ ἀνακολουθία τὴν τοποθέτησι ἑνὸς δευτέρου Ἐσταυρωμένου ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης.
«Ὁ «Ἐσταυρωμένος» Χριστός, λοιπόν, πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖ ποὺ πρέπει, ἁγιογραφημένος στὸν Σταυρὸ πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, καθὼς ἐκεῖ πίσω εἶναι τὸ Ἐσχατολογικὸ σημεῖο τῆς ἐκκλησίας, ὅπου λάμπει ἀσταμάτητα τὸ Ἀναστάσιμο καὶ Ἀκοίμητο καντήλι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…».
Τονίζει, μάλιστα, στὸ ἐγκύκλιο σημείωμά του ὅτι ἡ εἰσαγωγὴ τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς καινοτομίας ὀφείλεται σὺν τοῖς ἄλλοις στὶς Χριστιανικὲς Ὀργανώσεις («Ζωή», «Σωτήρ», «Σταυρός») [2].
1.γ. Οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις γίνονται μὲ δημοσιεύματα ἄρθρων κυρίως ἀπὸ λαϊκοὺς χριστιανοὺς καὶ ὄχι μόνον ἀπὸ θεολόγους.
Στὴν συνέχεια ὀργανώνεται Συντονιστικὴ Ἐπιτροπὴ τῶν λαϊκῶν χριστιανῶν τοῦ Περιστερίου, ἡ ὁποία ὑποβάλλει καὶ ἐπίσημο καταγγελία στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία πρόκειται ἐν καιρῷ νὰ ἐξετασθῆ.
1.3. Θεολογικὸς διάλογος
1.α. Τὸ ἀρχικὸ ἐπιχείρημα τοῦ Μητροπολίτου ἦταν ἱστορικο-λειτουργικῆς φύσεως· ἰσχυρίζετο ὅτι ἡ τοποθέτησις τοῦ Ἐσταυρωμένου ἔγινε κατὰ τὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἀπὸ ἐπιδράσεις τῶν Χριστιανικῶν Ὀργανώσεων, τὶς ὁποῖες κατονομάζει καὶ οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐπηρεασθεῖ κατ’ αὐτὸν στὴν λειτουργικὴ πρακτική τους ἀπὸ τὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό.
Γιὰ τὸν ἰσχυρισμό του αὐτό, ὅμως, δὲν παραπέμπει σὲ κάποιο ἐπιστημονικὸ – θεολογικὸ σύγγραμμα, οὔτε σὲ κάποια δημοσιευμένη μαρτυρία. Ἡ διατύπωσις αὐτὴ χωρὶς ἱστορικὴ θεμελίωσι δὲν συνάδει, βεβαίως, μὲ τὴν ἐπιστημονική του ἰδιότητα ὡς Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου.
1.β. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ κατέπεσε ἐνωρὶς ἀπὸ πολλὰ δημοσιεύματα, τὰ ὁποῖα ἔφεραν στὴν ἐπιφάνεια μαρτυρίες ὅτι τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 14ο αἰῶνα, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης, μνημονεύεται ἡ ὕπαρξις τοῦ Ἐσταυρωμένου ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης. Ὑπάρχουν καὶ ἄρθρα τὰ ὁποῖα φέρουν μαρτυρίες ἀπὸ πατερικὰ κείμενα (π.χ. τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου) ἢ ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες, οἱ ὁποῖες εἶναι κατὰ πολὺ παλαιότερες: ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰῶνα μαρτυρεῖται ἡ ὕπαρξις τοῦ Ἐσταυρωμένου ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης.
Ὁ «Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Συμεὼν (14ος αἰ.), ὁ ὁποῖος γράφει: (Βλέπομεν νὰ ὑπάρχει) «Ἐν τῇ εἰσόδῳ τοῦ ναοῦ ὁ Σταυρός, ἐπὶ τῶν τάφων ὁ Σταυρός, ἐπὶ τοῦ παρατραπεζίου ὁ Σταυρός. Παραπλεύρως τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου αὐτοῦ ἐξ Ἀνατολῶν τὸ εὐλογημένον ὄργανον τῆς θυσίας, ὁ θεῖος ἵσταται Σταυρός, τετραμερὴς ὤν διά τὸν ἐν αὐτῷ προσπαγέντα, τὰ τε ἄνω καὶ τὰ κάτω καὶ τὰ σύμπαντα πεποιηκότα τε καὶ συνέχοντα» (Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Migne, 155, 341. Κ. Καλλινίκου, «Ὁ Χριστιανικὸς Ναὸς καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῷ» (σελ. 250, 541).
Βλέπουμε ὅτι ὁ Συμεὼν Θεσ/νίκης ἐπακριβῶς καθορίζει τὴν θέση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ («ἐξ Ἀνατολῶν καὶ ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου), ἀλλὰ καὶ τὸ ρῆμα «ἵσταται» σημαίνει ἐδῶ τήν αὐτοτέλεια τοῦ Σταυροῦ».
«Συμπέρασμα: καὶ μόνη ἡ μαρτυρία τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου (347-404) (Migne, 48, 826) καὶ τοῦ Ἁγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης (1416), (Migne, 155, 341), ποὺ τοποθετοῦν τὸν Τίμιο Σταυρὸ ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης, θὰ ἀρκοῦσε, γιὰ νὰ λήξη ἐδῶ τὸ θέμα», σημειώνει ἕνας ἀρθρογράφος [3].
1.γ. Ὁ Μητροπολίτης μετὰ τὴν ἀνασκευὴ τοῦ ἱστορικοῦ του «ἐπιχειρήματος» προσέφυγε στὴν θεολογία τῆς θείας Εὐχαριστίας, τὴν ὁποία διετύπωσε ὁ Μητροπολίτης Ἰωάννης Ζηζιούλας [4] σὲ κείμενά του, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποία ὑπάρχει μία θεολογία τοῦ χώρου τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἁγία Τράπεζα εἶναι ὁ τάφος τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ καὶ κατὰ συνέπεια δὲν συνάδει νὰ τοποθεῖται μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ Ἐσταυρωμένος.
Προηγεῖται ἡ Σταύρωσις καὶ ἕπεται χρονικῶς ἡ Ταφὴ καὶ κατόπιν ἡ Ἀνάστασις.
Ἐπιπροσθέτως κατὰ τὸν Ζηζιούλα, τὸν ὁποῖο ἐν προκειμένῳ χρησιμοποιεῖ καὶ υἱοθετεῖ ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου, ὁ χῶρος μετὰ τὴν ἁγία Τράπεζα συμβολίζει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει μόνον ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Γιὰ αὐτοὺς τοὺς θεολογικοὺς λόγους θεωρεῖ ἀπάδουσα τὴν τοποθέτησι τοῦ Ἐσταυρωμένου ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης.
1.δ. Γιὰ νὰ διαχωρίση μάλιστα τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο ὀνομάζει ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου τὸν Ἐσταυρωμένο ὡς Ἐσταυρωμένο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ μάλιστα σὲ προφορικὲς καὶ γραπτὲς ὁμιλίες του τὸν ἀποκαλεῖ «πεθαμένο», «νεκρό», «πτῶμα»!
Κατ’ αὐτὸν αὐτὸς ὁ Ἐσταυρωμένος χρησιμεύει μόνον γιὰ τὴν περιφορά του τὴν Μεγάλη Πέμπτη ἑσπέρας καὶ τὴν ἀποκαθήλωσι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα καὶ τὸν ἀποθήκευσε, γιὰ νὰ χρησιμοποιεῖται μία φορὰ τὸν χρόνο.
1.ε. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα μπορεῖ νὰ ἀκούγονται ὡς λογικά, ἀλλὰ δὲν εἶναι θεολογικά. Ὅπως σημειώνει μὲ πολὺ εὔστοχο τρόπο ὁ Μητροπολίτης Κυθήρων σὲ δημόσια ἐπιστολή του πρὸς τὸν Μητροπολίτη Περιστερίου: «Ἡ ὡς ἄνω σκέψις σας φαίνεται εὐλογοφανὴς καὶ λογική, ὅμως ἀπουσιάζει κάθε παραπομπή στηρίζουσα ταύτην εἰς τὴν Ἁγιοπατερικήν Γραμματείαν.
Ὅσον ὀρθὴ καὶ ἄν φαίνεται ὡς σκέψις, δέν πρέπει ἐπ’ οὐδενί λόγῳ νά παραβλέψωμεν τό γεγονός ὅτι ἡ ὕπαρξις τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης μαρτυρεῖται ἤδη ἀπό τόν 13ον αἰῶνα» [5].
Πληθώρα ἀρθρογράφων παραθέτουν στὰ δημοσιεύματά τους πατερικὰ καὶ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ὁποῖα κυριολεκτικῶς κονιορτοποιοῦν τὰ λογικὰ κατασκευάσματα τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου.
1.στ. Ὁ Ἐσταυρωμένος ὀρθῶς εἶναι τοποθετημένος ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες, γιὰ τοὺς ἑξῆς θεολογικοὺς – πατερικοὺς λόγους:
1.i. Ὁ ἐρχόμενος ἐν τῇ πλήρει δόξῃ Του Κύριος στὴν Δευτέρα παρουσία Του θὰ ἔλθει μὲ τὸ σύμβολο τῆς δόξης Του προπορευόμενο, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐμφάνισι ἐν οὐρανοῖς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
«Τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς» (Ματθ. 24: 30).
Κατὰ συνέπεια ἡ μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἄρχεται διὰ τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ καὶ δὲν ἀπάδει νὰ ἀπεικονίζεται στὸν χῶρο στὸν ὁποῖο συμβολίζεται μέσα στὸ ἱερὸ Βῆμα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Σημειώνει κάποιος ἀρθρογράφος: «Ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διευκρινίσθη, δὲν ἀφήνεται πίσω καὶ κατὰ τὰ ἔσχατα θὰ ἀντικρύσουμε τὸν Σταυρὸ πρῶτα: «Τὸ πρῶτο σημεῖο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Σωτῆρος θὰ εἶναι ἡ ἐμφάνιση τοῦ Σταυροῦ στὸν οὐρανό, ὡς σύμβολο τῆς σωτηρίας μας, ὡς σημεῖο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος: ‘τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ’ κατά την ἐπισήμανση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς.
Συνεπῶς, καθίσταται πρόδηλον καὶ ἐδῶ ὅτι ἡ ὕπαρξη καὶ θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα εἶναι κατὰ πάντα ἁρμόζουσα καὶ συμβατὴ μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τῆς Λατρείας καὶ τοὺς συμβολισμοὺς τῶν χώρων τοῦ ἱεροῦ ναοῦ» [6].
1.ii. Ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐκεῖ εὑρίσκεται καὶ ἡ Ἁγία Τριάς. Ἐὰν θεωροῦμε ὅτι ὁ χῶρος ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης συμβολίζει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος τότε καλῶς ὁ Εἷς τῆς Τριάδος παρίσταται καὶ τὴν καθιστᾶ ὁρατή, ἀφοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό: «οὔτε γὰρ τοπικὴν διάστασιν ὡς ἐφ’ ἡμῶν δυνάμεθα ἐπὶ τῆς ἀπεριγράπτου λέγειν θεότητος – ἐν ἀλλήλαις γὰρ αἱ ὑποστάσεις εἰσίν, οὐχ ὥστε συγχεῖσθαι, ἀλλ’ ὥστε ἔχεσθαι κατὰ τὸν τοῦ κυρίου λόγον· ‘Ἐγὼ ἐν τῷ πατρί, καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί’ (Ἰω. 14: 10) φήσαντος» [7].
1.iii. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου ἔχει διατηρήση τὰ τρυπήματα καὶ τὶς οὐλὲς ἀπὸ τὴν σταύρωσί Του. «Πῶς οὖν εἶχε τὰς ὠτειλάς (=τραύματα); Θνητὸν μὲν σῶμα καὶ παθητὸν οὐκ ἂν ὠτειλάς τε καὶ διατρήσεις ἐπιδεῖξαι δύναιτο, καὶ σῶον καὶ ὑγιὲς διαμένειν· τὸ δὲ ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατον ἔχει καὶ ὠτειλὰς δεικνῦναι καὶ διατρήσεις ἃς προϋπέστη καὶ οἷς ἂν θέλῃ καὶ μένειν οὐδὲν ἧττον ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατον» [8].
(=Πῶς εἶχε λοιπὸν τὶς οὐλές; Βέβαια θνητὸ καὶ παθητὸ σῶμα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιδείξη οὐλὲς καὶ τρυπήματα καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ νὰ μένη σῶο καὶ ὑγιές· τὸ δὲ ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατο μπορεῖ καὶ οὐλὲς νὰ δείξη καὶ τρυπήματα, ποὺ ἔπαθε πρωτύτερα, σὲ ὅσους θέλει, καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ νὰ μένη ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατο) [9].
Τὸ ἴδιο διδάσκει καὶ ὁ μαθητής του ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, ὁ ὁποῖος σημειώνει σχετικῶς: «Τὸ δὲ πάντων καινότατον· οὐ γὰρ ἤνεγκε μόνον τὰ δεινότατα πάσχων καὶ ἐπὶ ταῖς πληγαῖς ἀποθνῄσκων, ἀλλὰ καὶ ἀναβιοὺς καὶ τῆς φθορᾶς ἀναστήσας τὸ σῶμα, τῶν πληγῶν ἔτι περιέχεται τούτων καὶ τὰς οὐλὰς ἐπὶ τοῦ σώματος φέρει, καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς τῶν ἀγγέλων μετὰ τούτων φαίνεται καὶ τὸ πρᾶγμα κόσμον ἡγεῖται καὶ χαίρει δεικνὺς ὅτι δεινὰ πέπονθε καὶ τἄλλα μὲν ἔρριψεν ὅσα τοῦ σώματος καὶ ἔστιν αὐτῷ τὸ σῶμα πνευματικόν καὶ οὔτε βάρους οὔτε πάχους οὔτ’ ἄλλου πάθους αὐτῷ τῶν σωματικῶν οὐδὲν ὑπελείφθη· τὰς ὠτειλὰς δὲ παντάπασιν οὐκ ἀπέβαλεν οὐδὲ τελέως ἀπετρίψατο τὰς πληγάς, ἀλλὰ στέργειν ᾠήθη διὰ τὸ περὶ τὸν ἄνθρωπον φίλτρον, ὅτι διὰ τούτων εὗρεν ἀπολωλότα καὶ πληττόμενος εἷλε τὸν ἐρώμενον.
Ἄλλως γὰρ ἔτι συνεστάναι τὰ πληγῶν ἴχνη πῶς ἂν ἀκόλουθον ἦν ἀθανάτου σώματος, ἃ θνητῶν ἐνίοτε καὶ φθαρτῶν καὶ τέχνη καὶ φύσις ἐξέβαλεν; Ἀλλ’ ὡς ἔοικεν, ἐπιθυμία μὲν ἦν αὐτῷ περὶ ἡμῶν ἀλγῆσαι πολλάκις· ἐπεὶ δὲ οὐκ ἐξῆν, τοῦ σώματος αὐτῷ τὴν φθορὰν καθάπαξ διαφυγόντος, καὶ ἅμα τῶν πληξόντων φειδόμενος ἀνθρώπων, τὰ γοῦν σημεῖα τῆς σφαγῆς ἔγνω τῷ σώματι συντηρεῖν καὶ τοῖς τύποις ἀεὶ συνεῖναι τῶν τραυμάτων ὧν ἅπαξ ἐνεγέγραπτο σταυρωθείς, ἵνα δῆλος ὡς ἄρα περὶ τῶν δούλων ἐσταύρωται καὶ τὴν πλευρὰν ἐνύγη πόρρωθεν ᾖ, καὶ μετὰ τῆς ἀκτῖνος ἐκείνης τῆς ἀπορρήτου καὶ ταῦτα κόσμον ἔχῃ τῷ βασιλεῖ. Τί τοῦ φίλτρου τούτου γένοιτ’ ἂν ἴσον; τί τοσοῦτον ἐφίλησεν ἄνθρωπος; τίς οὕτω μήτηρ φιλόστοργος ἢ πατὴρ φιλότεκνος; ἢ τίς τῶν καλῶν οὑτινοσοῦν οὕτως ἔλαβεν ἔρωτα μανικόν, ὥστε ὅ,τι φιλεῖ, παρ’ αὐτοῦ τοῦ φιλουμένου πληγεὶς οὐκ ἀνασχέσθαι μόνον οὐδὲ τὸ φίλτρον ἔτι περὶ τὸν ἀγνώμονα σῴζειν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τοῦ παντὸς ἡγεῖσθαι τὰ τραύματα; καίτοι ταῦτα γένοιτ’ ἂν οὐ φιλοῦντος μόνον, ἀλλὰ καὶ σφόδρα τιμῶντος, εἰ δὴ τῆς ἐσχάτης τοῦτο τιμῆς τὸ μηδὲ τοῖς ἀρρωστήμασι τῆς φύσεως ἐπαισχύνεσθαι, ἀλλὰ μετὰ τῶν μωλώπων ὧν τῆς ἀνθρωπίνης ἐκληρονόμησεν ἀσθενείας, ἐπὶ τοῦ βασιλείου καθῆσθαι θρόνου» [10].
(= «Τὸ πλέον θαυμαστὸν καὶ παράδοξον. Ὁ Σωτὴρ δὲν ὑπέμεινε μόνον τὰ ὀδυνηρότατα παθήματα. Δὲν ἀπέθανε μόνον μὲ τὰς πληγὰς καὶ τὰ αἵματα. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀνέζησε καὶ κατὰ τρόπον θαυμαστὸν ἀνέστησε τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸν τάφον, ἐξακολουθεῖ ἀκόμη νὰ φέρῃ τὰς οὐλὰς τῶν πληγῶν του· μὲ αὐτὰς τὸν βλέπουν οἱ ἄγγελοι καὶ θεωρεῖ μέγιστα παράσημα τὰ ἀποτυπώματα τῶν πληγῶν, ποὺ ἤνοιξαν τὰ καρφιὰ τοῦ Σταυροῦ, καὶ χαίρει, ὅταν δεικνύῃ τὰ σημεῖα τοῦ πάθους.
Τὸ ἄχραντον σῶμα του τώρα εἶναι πνευματικόν. Δὲν ἔχει βάρος οὔτε ἄλλο τι ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ χαρακτηρίζουν τὸ φθαρτὸν σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἄφθαρτον καὶ ἔνδοξον εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Δὲν ἀπέβαλεν ὅμως τὰ σημεῖα τῶν πληγῶν, ἀλλὰ τὰ κρατεῖ ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν ἄνθρωπον, διότι μὲ τὰς πληγὰς τοῦ σταυροῦ εὗρε τὸν ἀπολωλότα· καὶ τὴν στιγμὴν ποὺ ἐπληγώνετο, ἐξηγόρασε τὸν ἄνθρωπον ποὺ ἠγάπησε.
Πῶς εἶναι δυνατὸν ὅμως τὸ ἀθάνατον σῶμα τοῦ Κυρίου νὰ διατηρῇ ἀκόμη ἴχνη τῶν πληγῶν, ὅταν καὶ τὰ θνητὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων ποὺ τραυματίζονται, ἀποβάλλουν μὲ τὸν καιρὸν τὰ σημεῖα τοῦ τραύματος;
Ὁ Σωτὴρ ἠθέλησε νὰ διατηρήσῃ καὶ μετὰ τὴν ἔνδοξον ἀνάστασίν του τὰ σημεῖα τῶν πληγῶν τοῦ σταυροῦ, διὰ νὰ γίνεται πάντοτε φανερὸν ὅτι ὑπὲρ τῶν δούλων ἐσταυρώθη καὶ ἐκεντήθη εἰς τὴν πλευρὰν μὲ τὴν λόγχην·
Ὁ Κύριος, ὁ αἰώνιος βασιλεύς, θεωρεῖ δόξαν του τὰ ἴχνη ποὺ ἀφῆκαν εἰς τὸ σῶμα του τὰ καρφιὰ τοῦ σταυροῦ.
Ποία ἄλλη ἀγάπη ἠμπορεῖ ποτὲ νὰ συγκριθῇ μὲ τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ἔδειξε καὶ δεικνύει πρὸς ἡμᾶς ὁ Ἰησοῦς; Ποῖος ἄνθρωπος ἔδειξε τόσην ἀγάπην; Ποία μητέρα ἢ πατέρας ὑπῆρξε τόσον φιλόστοργος; Ποῖος ἠγάπησεν ἕνα ἀχάριστον καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἀγαπᾷ καὶ θέλει νὰ διατηρῇ καὶ τὰ τραύματα, ποὺ ἐδέχθη ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν ἀχάριστον;
Ὁ Χριστὸς διατηρεῖ τὰ σημεῖα τῶν τραυμάτων καὶ τώρα ποὺ κάθεται ὡς ἔνδοξος βασιλεὺς εἰς τὸν οὐράνιον θρόνον του ἀπὸ ἀγάπην πρὸς ἡμᾶς καὶ τιμᾷ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν» [11]).
Κατὰ συνέπεια ὀρθῶς μετὰ τὸν κενὸ τάφο τῆς ἁγίας Τραπέζης εἰκονίζεται ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος, ἀφοῦ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασί Του διατηρεῖ ὡς παράσημα τρόπον τινὰ τὶς οὐλὲς καὶ τὰ τραύματα τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἀναστὰς Κύριος ἐμφανίζεται μὲ τὰ στίγματα τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐν τῷ σώματι Αὐτοῦ καὶ αὐτὸ ἀναπαρίσταται καὶ ὑπενθυμίζεται διὰ τοῦ Ἐσταυρωμένου.
1.iv. «Νεκρός» καὶ «πτῶμα» καὶ «πεθαμένος» δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῆ ὁ ζωηφόρος Ἐσταυρωμένος Κύριος, ἀφοῦ ἑκουσίως ἀπέθανε καὶ παραμένει κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Οὔτε βεβαίως «ὁ στιγμιαῖα 3ήμερος νεκρὸς Χριστὸς ἐπάνω στὸν Τίμιο Σταυρό» [12] Ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῶν ἡμερῶν διδασκόμαστε ὅτι ἐνῷ μὲ τὸν θάνατό Του διηρέθη ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ἡ θεότης Του ὑπῆρχε ἀδιαίρετος καὶ μὲ τὴν ψυχὴ (στὸν Ἅδη) καὶ μὲ τὸ ζωηφόρο σῶμα Του (στὸν τάφο).
«Ἀνῃρέθης, ἀλλ’ οὐ διῃρέθης, Λόγε ἧς μετέσχες σαρκός· εἰ γὰρ καὶ λέλυταί σου, ὁ ναὸς ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους, ἀλλὰ καὶ οὕτω μία ἦν ὑπόστασις τῆς θεότητος καὶ τῆς σαρκός σου· ἐν ἀμφοτέροις γὰρ εἷς ὑπάρχεις Υἱός, Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος» [13].
«Μία ὑπῆρχεν ἡ ἐν τῷ ᾍδῃ ἀχώριστος καὶ ἐν τάφῳ καὶ Ἐδὲμ θεότης Χριστοῦ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι». «Κἂν νεκρὸς ὡράθης, ἀλλὰ ζῶν ὡς Θεός, νεκρωθέντας τοὺς βροτοὺς ἀνεζώωσας, τὸν ἐμὸν ἀπονεκρώσας νεκρωτήν» [14].
Ἄρα περὶ ποίου νεκροῦ καὶ πτώματος ὁμιλεῖ καὶ κακοδοξεῖ ὁ Μητροπολίτης; Τέτοιοι χαρακτηρισμοὶ ὁδηγοῦν τὴν σκέψι τῶν ἀκροατῶν στὸν Νεστοριανισμό, στὴν κακοδοξία ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν μόνον ἄνθρωπος καὶ κατὰ συνέπεια μὲ τὸν θάνατό Του ἔγινε νεκρὸς καὶ πτῶμα.
Ἀλλὰ οὐδέποτε ἐχωρίσθη ἡ θεότης ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου μας: οὔτε στὸν θάνατο καὶ στὸν Ἅδη.
Κατὰ συνέπεια καὶ τὸ «στιγμιαῖα» νεκρὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ ἦταν ἑνωμένο μὲ τὴν θεότητά Του δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῆ νεκρό, ἀλλὰ παραμένει ζωηφόρο.
1.ζ. Ἡ ἀπομάκρυνσις τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα ὑποβαθμίζει τὴν θεολογικὴ σημασία τοῦ Σταυροῦ στὶς ζωὲς τῶν χριστιανῶν, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἔχει διακηρύξει: «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ. 16: 24).
Πῶς θὰ ἐνθυμεῖται ὁ πιστὸς αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας, ἐὰν δὲν τὸν βλέπει μπροστὰ στὰ μάτια του στὸ κέντρο τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης;
1.η. Στοὺς τάφους τῶν χριστιανῶν τοποθετεῖται τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ. Τί πιὸ φυσικὸ ὄπισθεν τοῦ τάφου τῆς ἁγίας Τραπέζης νὰ τοποθετοῦμε τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο;
1.θ. Τέλος, «τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σημερινὴ πρακτικὴ ζεῖ χωρὶς αἰτιάσεις τόσους αἰῶνες δεικνύει ὅτι δὲν προσέκρουσε στὴ δογματικὴ συνείδηση τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ οὔτε ἐπεσημάνθη ὡς βλαπτικὴ ἀπὸ μέλη ἄλλων Ἐκκλησιῶν.
Ἀντιθέτως, ἡ ὕπαρξη καὶ θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου ὡς ἔχει σήμερα, συνάδει ἀπόλυτα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, καὶ εἶναι ἱεροκανονικῶς νόμιμη, ἔχουσα πλέον ἰσχὺ ἐθιμικοῦ δικαίου ὡς παράδοση, κατὰ τὴν θέση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὸ ΚΑ΄ Ἱερὸ Κανόνα ὅτι ‘ἡ συνήθεια οὕτω κεκράτηκεν’.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὄχι μόνο δὲν ὑπέστη ἀλλοίωση στὴν ‘ἐσχατολογική του προοπτικὴ’ ἀλλὰ ἀντιθέτως, καίτοι θεόπτης, ὅταν ἐνοχλεῖτο μία νύχτα ἀπὸ τοὺς δαίμονες κατέφυγε στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ ὅπως διηγεῖτο: ‘Μπῆκα στὸ Ἱερό, γιὰ νὰ μὴν ἀκούω, καὶ ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, κοντὰ στὸν Ἐσταυρωμένο, ἔμεινα μέχρι τὸ πρωί’».
«Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διαπιστώνει πὼς τίποτα δὲν σκανδαλίζει καὶ ταράζει τὴν συνείδηση τοῦ πιστοῦ, ὅσο οἱ καινοτομίες καὶ ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὴ Λατρεία, ἀκόμα κι ἂν γίνονται γιὰ καλό, ὅπως ἐν προκειμένῳ διατείνονται ὅσοι ὑποστηρίζουν τὴν ἀποβολὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου» [15].
1. Νὰ σημειωθῆ ἐδῶ ὅτι καὶ ἡ πρακτικὴ τῆς ἐξόδου τοῦ Ἐσταυρωμένου κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία μας γιὰ πάνω ἀπὸ 150 χρόνια, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἀποδεικνύει ἀπὸ μόνο του τὴν ὕπαρξι τοῦ Σταυροῦ στὸ Ἱερὸ Βῆμα πολλὲς δεκαετίες πρὶν δημιουργηθοῦν οἱ Χριστιανικὲς Ὀργανώσεις, στὶς ὁποῖες ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου καταλογίζει ὅτι δῆθεν πρῶτες ἐτοποθέτησαν τὸν Ἐσταυρωμένο ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης.
Σημειώνει ὁ Κωνσταντῖνος Καλοκύρης: «Τὸ 1864, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιος θεσπίζει ὅπως, στὴν βραδινὴ Ἀκολουθία τῆς Μ. Πέμπτης καὶ μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ πέμπτου Εὐαγγελίου, προβάλλεται ὁ Σταυρὸς μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, ἀπαγγελλομένου (ἐμμελῶς) τοῦ ‘Σήμερον κρεμᾶται’ ὑπὸ τοῦ ἱερέως ὁ ὁποῖος τὸν λιτανεύει.
Ὁ Σταυρὸς ἀκολούθως τοποθετεῖται στὸ μέσο τοῦ ναοῦ γιὰ τὴν προσκύνησή του … ἡ τελετὴ τῆς ἐξόδου τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα εἶναι νέα, μόλις 139 ἐτῶν (κατὰ τὸ ἔτος ἐκδόσεως τοῦ βιβλίου).
Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ τελετὴ αὐτὴ ἀγνοήθηκε ἀπὸ τὶς μονὲς τοῦ ἁγίου Ὄρους, ἐνῶ ἔγινε ἀπόλυτα ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας καὶ ἀπὸ τὶς Ὀρθόδοξες τοῦ Ἐξωτερικοῦ» [16].
Κατὰ τὸν συγγραφέα τὸ ἔθιμο τῆς ἐξόδου τοῦ Ἐσταυρωμένου προϋπῆρχε προδρομικῶς στὸ Βυζάντιο.
«Ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος μὲ τὴν καθιέρωση τῆς σπουδαίας αὐτῆς τελετῆς δὲν ἔπραξε αὐθαίρετα. Πρόδρομα στοιχεῖα τῆς ‘ἐξόδου τοῦ Σταυροῦ’, μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε στὰ μεσαιωνικὰ θρησκευτικὰ δράματα, ὅπως ἦταν ἡ ‘Σταύρωσις’ καὶ «ὁ Χριστὸς πάσχων’ τὰ ὁποῖα ἔχουμε ἤδη συναντήσει» [17].
1.4. Ἐπίλογος
1α.Ἐλύσαμε ὅλα τὰ μεγάλα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ θέλομε νὰ ἐπαναφέρωμε τὴν ἀρχαία τάξι καὶ τὴν ἀρχαία διακόσμησι τῶν ναῶν. Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἐξελίσσεται καὶ ἀφομιώνει δημιουργικῶς νέα στοιχεῖα, συμβατὰ μὲ τὴν θεολογία, τὴν Παράδοσί της.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπανέλθωμε στὸ 33 μ.Χ., διαγράφοντας ὅλη αὐτὴ τὴν λειτουργικὴ ἐξέλιξι καὶ τὸν πλοῦτο τῆς λατρείας μας, ἡ ὁποία στὸ διάστημα τόσων αἰώνων προσετέθη στὴν Ἐκκλησία μας.
1β.Ὑπάρχει κανὼν τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει νὰ μὴ μεταδίδεται ἡ θεία Κοινωνία στοὺς λαϊκοὺς κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως στοὺς κληρικούς. Καὶ ὅμως σιωπηρῶς ἡ Ἐκκλησία μας ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες ἀδρανοποίησε στὴν πρᾶξι αὐτὸν τὸν κανόνα, ἐπειδὴ δὲν βλάπτεται ἡ πίστις καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν χριστιανῶν.
«Ἐνίοτε καὶ θεσμοὺς ἀνεθεώρησεν ἡ Ἐκκλησία, μὴ ἁπτομένους βεβαίως τῶν δογμάτων, ἀναλόγως τῶν ἑκάστοτε ἀναγκῶν, καὶ ἱερῶν Κανόνων ἐδέχθη σιωπηρῶς τὴν ἀχρησίαν ἀφήσασα τούτους σιωπηρῶς εἰς ἀφάνειαν, ἐπ’ ὠφελείᾳ ἄλλης ἀντιθέτου πράξεως, ὡς τοῦτο συνέβη λ.χ. εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ 101 Κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου, καταδικάζοντος τὴν χρῆσιν λαβίδος ἢ ἄλλου ὀργάνου κατὰ τὴν Θ. Μετάληψιν καὶ διατάσσοντος, ἐπὶ ποινῇ ἀφορισμοῦ, τὴν μετάληψιν τῶν λαϊκῶν καθ’ ὃν τρόπον μεταλαμβάνουσι σήμερον οἱ κληρικοί (Πρβλ. «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι» 1959 σ. 19)» [18].
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐφόσον δὲν βλάπτεται ἡ πίστις καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν ὑπάρχει θεολογικὸς λόγος γιὰ τὴν ἀφαίρεσι καὶ ἀπομάκρυνσί του ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα.
1γ.Στὴν ἐξαιρετικὴ καὶ πολυβραβευμένη ταινία «Τὸ δεῖπνο τοῦ βοσκοῦ» ἕνας ἀφελὴς καὶ ἀγαθὸς βοσκὸς προσκαλεῖ τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο νὰ κατέλθη ἀπὸ τὸν Σταυρό Του πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, γιὰ νὰ τοῦ προσφέρη φαγητὸ καὶ νερό.
Καὶ ὄντως ὁ Κύριος στὴν ταινία κατεβαίνει κάνοντας τὸ χατήρι τοῦ ἀγαθοῦ βοσκοῦ, γιὰ νὰ δειπνήση μαζί του.
Ἡ θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου συγκινεῖ τὶς εὐλαβεῖς ψυχὲς τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Τόσοι σύγχρονοι ἅγιοι ἡγίασαν ἀτενίζοντες τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης καὶ δὲν ἔπαθε κάτι ἡ πίστις καὶ ἡ εὐσέβειά τους.
Ἀντιθέτως ἡ ἀφαίρεσις καὶ ἡ ἀπομάκρυνσις τοῦ Ἐσταυρωμένου μᾶς ἐνθυμίζει τὰ μαῦρα χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας, ὅπως καὶ ἡ χρησιμοποιηθεῖσα ὁρολογία τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου περὶ «ἐσταυρωμενολατρίας» [19] τῶν χριστιανῶν.
Σημειώσεις:
[1] Βλ. Ἄννας Κακαδιάρη, «Παρατηρήσεις ἐπὶ τῆς ἔντυπης ἔκδοσης τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολης Περιστερίου σχετικὰ μὲ τὴν «Λανθασμένη θεολογικὰ καὶ αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς» μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα», εἰκόνα ὑπ’ ἀριθμὸν 13, tasthyras.wordpress.com
[2] Βλ. imperisteriou.gr. Δυστυχῶς τὸ κείμενο δὲν εἶναι πλέον διαθέσιμο στὴν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεως.
[3] Ἰωάννη Παλαμήδη, «Περὶ τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἀπάντησις εἰς τὸν Πανιερώτατον Μητροπολίτην Μόρφου κ. Νεόφυτον» καὶ «Περὶ τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», Ὀρθόδοξος Τύπος, διαθέσιμα καὶ στὸ διαδίκτυο.
[4] Βλ. Βασιλείου Τουλουμτσῆ, «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καὶ Ἀνάστασης στὸ «ἑνιαῖον» τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ στὸ «διαιρετικόν» τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας», www.pemptousia.gr
[5] aktines.blogspot.com [6] Ἰωάννου Λίτινα, «Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα», μέρος Α’, προσβάσιμο στὸ διαδίκτυο.
[7] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 8 (Schriften, II, 29· PG 94, 828- 829). Πρβλ. Μητροπολίτου Κυθήρων, «Θεολογικὴ ἐπιστήριξις τῆς ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοποθετήσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ», προσβάσιμο στὸ διαδίκτυο..
[8] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΖ’, 18 (ΕΠΕ 9, 508). Πρβλ. Τὸ Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ (Ἅγιον Ὄρος 2022), σσ. 552-553.
[9] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΖ’, 18 (ΕΠΕ 9, 509).
[10] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ’ 14-16 (SC 361, 50-52· PG 150, 645- 648). Πρβλ. Τὸ Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ (Ἅγιον Ὄρος 2022), σσ. 552-553.
[11] Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ χριστιανικὴ ζωή. Ἀπόδοσις εἰς τὴν νέαν ἑλληνικήν, (Ἀθῆναι: Ζωή, 19642), σσ. 57-58.
[12] Μητροπολίτου Περιστερίου, Ἡ λανθασμένη θεολογικὰ καὶ αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς» μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, (Περιστέρι: Ἱερὰ Μητρόπολις, 2024), σ. 17.
[13] Ὄρθρος Μ. Σαββάτου, Τριώδιον (Ἀθῆναι: Φῶς, χ.χ.), σ. 482.
[14] Ὑμνολογία Ὄρθρου Μ. Σαββάτου. Πρβλ. Μητροπολίτου Κυθήρων, «Θεολογικὴ ἐπιστήριξις τῆς ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοποθετήσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ».
[15] Ἰωάννη Λίτινα, Σειρὰ πέντε δημοσιευμάτων στὸ διαδίκτυο καὶ αὐτοτελῶς σὲ ἔντυπη μορφὴ ὑπὸ τὸν τίτλο: Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα. Μελέτημα περί τῆς ἐπιχειρουμένης ἀποβολῆς Του, Β΄ Ἔκδοση, Ἀθήνα 2023. Πρβλ. καὶ τὰ μεταγενέστερα ἄρθρα του στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο ὑπὸ τὸν τίτλο «Λόγος ἀπολογητικός πρός τούς διαβάλλοντας τόν Ἐσταυρωμένον εἰς τό Ἱερόν Βῆμα», στὰ ὁποῖα ἀποκαλύπτει τὶς θεολογικὲς ἐπιρροές, οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν σὲ αὐτὴν τὴν κακοδοξία, προσβάσιμα στὸ διαδίκτυο. Πρβλ. καὶ Βασιλείου Τουλουμτσῆ, «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καὶ Ἀνάστασης στὸ «ἑνιαῖον» τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ στὸ «διαιρετικόν» τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας», προσβάσιμο στὸ διαδίκτυο.
[16] Κωνσταντίνου Καλοκύρη, Τὰ θεαματικὰ δρώμενα τοῦ τελετουργικοῦ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Δεκτὰ καὶ ἀπαράδεκτα (Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2003), σ. 63.
[17] Κωνσταντίνου Καλοκύρη, Τὰ θεαματικὰ δρώμενα τοῦ τελετουργικοῦ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Δεκτὰ καὶ ἀπαράδεκτα (Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2003), σ. 64.
[18] Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ θεώρησις τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Ζητήματος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι (Ἱερὰ Μητρόπολις Δημητριάδος), σ. 145, ὑπσμ. 47.
[19] Μητροπολίτου Περιστερίου, Ἡ λανθασμένη θεολογικὰ καὶ αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς» μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, (Περιστέρι: Ἱερὰ Μητρόπολις, 2024), σ. 40.
Ὁρθόδοξος Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου