Ἡ ἀναζήτησις τοῦ Ἰησοῦ
Κυριακὴ ΙΕ΄Λουκᾶ (Λουκᾶ 19, 1-10)
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 23-1-2000 (Β 408) (β΄ ἔκδοσις)Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία (†) μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, βρισκόταν εἰς τὴν φημισμένην Ἰεριχώ, στὴν πόλη τῶν ρόδων καὶ τῶν φοινίκων.
Πλῆθος κόσμου ἔτρεχε στὴ συνάντησή Του, γιὰ νὰ Τὸν δεῖ. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ἦταν κι ἕνας ἀρχιτελώνης ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζακχαῖο.
Θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Κύριος βρέθηκε στὴν πόλη αὐτὴ εἰδικὰ γιὰ νὰ συναντήσει τον Ζακχαῖο.
Ἡ πιὸ κάτω ἱστορία μᾶς τὸ βεβαιώνει αὐτό.
Μᾶς σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅτι ὁ Κύριος «εἰσελθὼν εἰς τὴν πόλιν διήρχετο τὴν ῾Ἰεριχώ».
Ἀφοῦ μπῆκε μέσα εἰς τὴν Ἰεριχώ, τὴν «διήρχετο». Δηλαδὴ ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο, ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο. Αὐτὸ θὰ πεῖ «διήρχετο».
Ἀλλὰ γιατί «διήρχετο» τὴν πόλιν ὁ Κύριος; Γιατί ὁ Κύριος βγῆκε ἐκεῖ γιὰ νὰ σώσει μιὰ ψυχή. Γιατί «ὁ Κύριος πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Καὶ βρῆκε τὴν ψυχὴν αὐτὴ· ποὺ ἦταν ὁ Ζακχαῖος.
Ἐὰν ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ νὰ σώσει μιὰ μόνον ψυχή, ὅμως καὶ μιὰ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἐπιθυμεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Κύριον.
Καὶ ὁ Ματθαῖος φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν νὰ γνωρίσει τὸν Ἰησοῦν. Καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ τὸ ἴδιο.
Ἐδῶ τώρα ὁ Ζακχαῖος εἶχε ἀκούσει διὰ τὸν Ἰησοῦν. Κι ὅπως πολλοὶ ἔτρεχαν φέροντες τοὺς ἀρρώστους των, γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύσει ὁ Κύριος, ἔτσι καὶ ὁ Ζακχαῖος ζητᾶ νὰ θεραπεύσει τὴν ψυχή του ἀπὸ τὴν λέπρωση τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸ ἀβάσταχτο βάρος της.
Ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦν ὁ Ζακχαῖος. Ἀλλὰ δύο μεγάλα ἐμπόδια δὲν τοῦ τὸ ἐπιτρέπουν αὐτό.
Τὸ ἕνα, ὅτι ἦταν πολὺ κοντὸς εἰς τὸ ἀνάστημα. Καὶ τὸ πλῆθος ποὺ περιεστοίχιζε τὸν Ἰησοῦν, στεκόταν ἐμπόδιο.
Τὸ ἄλλο ἦταν ἡ βεβαρυμένη του συνείδηση. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἅγιος, ἀλλὰ αὐτὸς πολὺ ἁμαρτωλός. Καὶ συνεπῶς εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει αὐτὰ τὰ δύο ἐμπόδια.
Γιὰ νὰ δοῦμε· τὸ πρῶτο ἐμπόδιο, ὅτι ἤτανε κοντός, «μικρὸς τῇ ἡλικίᾳ». «Ἡλικία» θὰ πεῖ ἀνάστημα. Ἦταν πολὺ χαμηλός.
Γι' αὐτό σκέφτηκε, γιατί ὁπωσδήποτε ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦν, σκέφτηκε νὰ σκαρφαλώσει πάνω σὲ ἕνα δέντρο, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ θὰ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς.
Δὲν ὑπολογίζει τὴν κοινωνική του θέση. Μπορεῖ νὰ ἦταν ἁμαρτωλός, μπορεῖ νὰ ἦταν μισητὸς εἰς τὸν λαόν, πλὴν ὅμως εἶχε διακεκριμένη θέση. Ἦταν ἀρχιτελώνης. Τὸ τί δηλαδὴ θὰ πεῖ ὁ κόσμος, δὲν τὸν ἐνδιέφερε. Οὔτε ἀκόμη ἂν φοροῦσε, ἀσφαλῶς φοροῦσε, τὰ καλά του ροῦχα, ποὺ τυχὸν θὰ κινδύνευαν μὲ τὸ νὰ ἀνέβει ἐπάνω σὲ ἕνα δέντρο. Ἕνα τὸν ἐνδιαφέρει τον Ζακχαῖο. Νὰ δεῖ τον φημισμένον Ἰησοῦν, τὸν Διδάσκαλο· ποὺ τὰ πλήθη Τὸν ἀκολουθοῦσαν.
Κι ἐμεῖς, βέβαια, θέλομε νὰ γνωρίσομε τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν διδασκαλία Του, τὰ μεγάλα γεγονότα, ἀκόμα, τῆς ζωῆς Του.
Νὰ ἐμβαθύνομε εἰς αὐτά, νὰ τὰ βιώσομε. Τί θὰ πεῖ ὅτι ὁ Κύριος μετεμορφώθη; Τί θὰ πεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ; Τί θὰ πεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἀνεστήθη καὶ ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανόν;
Θέλομε αὐτὰ ὅλα τὰ μεγάλα γεγονότα, τοὺς μεγάλους σταθμοὺς τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου νὰ τὰ ζήσομε, νὰ τὰ κατανοήσομε, νὰ τὰ βιώσομε.
Καὶ ὅμως, εἴμεθα τόσο νᾶνοι στὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα... Νᾶνοι μπροστά, γενικῶς, θὰ ἔλεγα, στὸ μυστήριον τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τί καταλαβαίνομε ἀπ΄ αὐτό; Γιὰ νὰ μπορέσομε νὰ δοῦμε καὶ νὰ κατανοήσομε καὶ νὰ βιώσομε, πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὄντως εἴμεθα νᾶνοι. Σὲ σκέψεις καὶ βιώματα, ἐπαναλαμβάνω. Νὰ μὴν ὑπολογίζομε τὸν παράγοντα κόσμον.
Ἅμα ὁ κόσμος σὲ δεῖ νὰ θέλεις νὰ βαθαίνεις περισσότερο, ἀμέσως σοῦ κολλάει τὴ ρετσινιά: «Εἶσαι φανατικός». Ἢ τὴν ἄλλη ἐκείνη ρετσινιά: «Εἶσαι θρησκόληπτος».
Ἔ, βέβαια, ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὸν Θεό, ἄσχετοι –ἄσχετοι!- πῶς μποροῦν νὰ δοῦν τὸν πνευματικὸν ἄνθρωπο;
Θὰ τὸν δοῦν ἀκριβῶς μὲ αὐτὲς τὶς ρετσινιές. Ἄκου θρησκόληπτος, ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀνεβεῖ καὶ νὰ προχωρήσει περισσότερο; Θρησκόληπτος! Δηλαδὴ δὲν ξέρουν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, καὶ μορφωμένοι, μὴ νομίσετε, καὶ τὴν ἔννοια τοῦ θρησκολήπτου. Ἐνῷ θρησκόληπτος τί θὰ πεῖ;
Θὰ πεῖ «ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι προσκολλημένος σὲ κάποιο γράμμα» καὶ εἶναι ἡ θρησκοληψία, εἶναι νοσηρὰ μορφὴ τῆς πίστεως.
Καὶ ὅμως δὲν διστάζουν νὰ σοῦ ποῦν: «Εἶσαι θρησκόληπτος».
Ὁ Κύριος βλέπομε νὰ λέει στὸν Ζακχαῖο: «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». «Ω Ζακχαῖε, ἀφοῦ σπεύσεις -νὰ ἀναλύσομε τὴν μετοχὴ γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὶς μετοχές- κατέβα ἀπὸ τὸ δέντρο. Δηλαδὴ σὲ εἶδα. Καὶ σὺ μὲ εἶδες καὶ Ἐγὼ σὲ εἶδα. Κατέβα, λοιπόν, τώρα ἀπὸ τὸ δέντρο. Ἔλα κοντά μου».
Πρώτιστα βλέπομε ὅτι ὁ Κύριος τὸν καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του. Θὰ ἦταν πολὺ ἀστεῖο νὰ ρωτήσομε ἀπὸ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ ξέρει ὁ Κύριος τὸ ὄνομα τοῦ Ζακχαίου.
Ἀγαπητοί μου, ὁ Θεὸς ἔχει δώσει ὀνόματα σὲ ὅλα. Καὶ στὰ ἀστέρια καὶ εἰς τὰ ζῶα καὶ εἰς τὰ πάντα. Γι' αὐτό κάλεσε τὸν Ἀδὰμ μέσα εἰς τὸν Παράδεισον, πρὶν ἀκόμη γίνει ἡ Εὔα, νὰ ὀνοματίσει ὅ,τι ἔβλεπε γύρω του. Καὶ κυρίως τὸ ζωικὸ βασίλειο.
Νὰ ὀνοματίσει. Ἐκεῖνος ποὺ καλεῖ τὸν Ἀδὰμ νὰ ὀνοματίσει τὰ ζῶα, ὁ Ἴδιος δὲν ἔχει ὀνοματίσει τὰ πάντα;
Μᾶς τὸ λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὅτι καὶ τὰ ἀστέρια ἔχει ὀνοματίσει· ὅλα τὰ ἀστέρια. Πόσα ἄραγε εἶναι τὰ ἀστέρια; Δισεκατομμύρια; Τρισεκατομμύρια; Θὰ σᾶς πῶ ἕναν ἀριθμόν. Βάλτε μιὰ μονάδα καὶ ἀρχίστε νὰ ἀραδιάζετε πίσω ἀπὸ τὴν μονάδα αὐτή, ὄχι μπροστὰ ἀπὸ τὴν μονάδα, καὶ πᾶμε στοὺς δεκαδικούς, νὰ ἀραδιάζετε πίσω ἀπὸ τὴν μονάδα μηδενικά. Πόσα; Τραβᾶτε, γράφετε, γράφετε, γράφετε...
Τόσα εἶναι τὰ ἀστέρια. Καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ ἔχει δώσει ὁ Θεὸς ὀνόματα; Μᾶς τὸ λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Ὅτι ἔδωσε ὀνόματα, παρακαλῶ, σὲ ὅλα τὰ ἀστέρια!
Συνεπῶς; Θὰ ἦταν δυνατὸν τώρα νὰ ἀγνοεῖ τον Ζακχαῖον; Ποὺ εἶναι ἄνθρωπος; Δὲν εἶναι οὔτε ἀστέρι, οὔτε ζῶο, οὔτε φυτό.
Κι ὅμως, ἐδῶ τὸν καλεῖ. Τὸ ὄνομά του τὸ πῆρε βέβαια τὴν ὀγδόη ἡμέρα τῆς περιτομῆς του, σὰν Ἑβραῖος, σύμφωνα μὲ τὸν νόμο.
Πλὴν ὅμως, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ πάντα. Ἂν κανεὶς καλόπιστα θὰ ἤθελε νὰ δεῖ κάθε βῆμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως βλέπομε -ἀφήνω τὴν Παλαιὰ Διαθήκη αὐτὴν τὴν στιγμή- στὴν Καινὴ Διαθήκη, θὰ μποροῦσε νὰ λέει -χωρὶς νὰ πέσει ἔξω- ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεὸς Λόγος. Εἶναι Θεός. Ὁ Ἰησοῦς. Ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Ἔτσι, λοιπόν, ἐδῶ τώρα ὁ Κύριος γνωρίζει καὶ τὸ δικό μας ὄνομα. Κάθομαι πολλὲς φορὲς καὶ σκέπτομαι...: «Ἀλήθεια, αὐτὴν τὴν στιγμὴ μὲ βλέπει ὁ Κύριος; Ξέρει τὸ ὄνομά μου; Ξέρει τί κάνω;».
Ναί. Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶναι... ἐὰν μὲν ἀγαθά, εἶναι ὡραῖο πρᾶγμα. Ἐὰν δὲ πονηρά, ὁπωσδήποτε μὲ ἐνοχλεῖ. Γιατί δὲν θὰ ἤθελα νὰ μὲ ξέρει ὁ Θεὸς ἐὰν εἶμαι πονηρὸς ἄνθρωπος. Οὔτε θὰ ἤθελα νὰ ξέρει τὰ πονηρά μου σχέδια.
Καὶ τὶ τοῦ λέγει τώρα ἐδῶ του Ζακχαίου; «Σπεύσας κατάβηθι». «Κάνε γρήγορα. Μὴν περιμένεις ἄλλο. Ὅπως σὺ ἀνυπομονοῦσες, Ἐγώ, πρὸ καταβολῆς κόσμου, πρὶν θεμελιωθεῖ ἡ Δημιουργία, Ἐγὼ ἤθελα νὰ σὲ συναντήσω. Ναί. Πρὸ καταβολῆς κόσμου.
Γιατί σὲ ξέρω», ὅπως λέει σὲ πολλὰ σημεῖα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, φερειπεὶν εἰς τὸν προφήτη Ἰερεμία: «Σὲ ξέρω ἐκ κοιλίας μητρός σου». «Σὲ ξέρω».
Καὶ τί σημαίνει «σπεύσας κατάβηθι»; Πρέπει νὰ κατεβοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸ ὕψος, ἀγαπητοί μου, τῆς ὑπερηφανείας μας, στὴ στάθμη τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὁ Ζακχαῖος ἔδειξε ταπεινοφροσύνη.
Σᾶς εἶπα, δὲν λογάριασε τὴν γνώμη τοῦ κόσμου, τί θὰ πεῖ. «Ἐσύ; Ποὺ εἶσαι προύχοντας; Ποὺ εἶσαι σπουδαῖος παράγων μέσα εἰς τὴν πόλη, σὰν μικρὸ παιδὶ σκαρφάλωσες ἐπάνω σὲ ἕνα δέντρο;».
Ὁ Ζακχαῖος στὴν πραγματικότητα τὰ ἄφησε στὴν ἄκρη αὐτά. Καὶ ἔζησε τὴν ταπεινοφροσύνη. Κι ἐμεῖς πρέπει νὰ κατεβοῦμε ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Λέμε πολλὲς φορὲς ὅτι «ἔχω τὴ μύτη μου ψηλά. Τὴν μύτη μου ψηλά.
Ἔ, νὰ προσγειωθῶ, νὰ κατέβω, νὰ δῶ τὴν πραγματικότητα». Ἔτσι, ἀγαπητοί, ὁ Κύριος τότε μᾶς θέλει καὶ τότε μᾶς καλεῖ καὶ τότε μᾶς ἐκπλήσσει, ὅταν κατεβοῦμε σὲ ἕνα χαμηλὸ ἐπίπεδο.
Τὸ δεύτερο ἐμπόδιο. Αὐτὸ δὰ στάθηκε κατ' ἐξοχὴν ἐσωτερικό. Ἐξάλλου, ἤτανε καὶ κάτι ποὺ ὁ κόσμος μποροῦσε νὰ τὸ λέει. Μποροῦσε νὰ λέει ὁ κόσμος: «Εἶδες;- Στὸν Ζακχαῖο μάλιστα, συγκεκριμένα- Παρὰ ἀνδρὶ ἁμαρτωλῷ (Σὲ ἄνδρα ἁμαρτωλὸ) πῆγε νὰ μείνει στὸ σπίτι του, καταλῦσαι (πῆγε νὰ μείνει στὸ σπίτι του)». Μπά! Καὶ αὐτὸ τὸ περιφρονεῖ τώρα ἐδῶ ὁ Ζακχαῖος, ἀγαπητοί μου.
Ἦταν ἡ ἀμαρτωλότητά του, κατὰ κάποιον τρόπον τὸν ἐμπόδιζε νὰ προσεγγίσει τὸν Κύριον ποὺ ἦταν Ἅγιος.
Εἶχε συναίσθηση τοῦ τί ἐσήμαινε νὰ εἶσαι ἀρχιτελώνης. Ἐξάλλου οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν ταυτίσει τὸν τελώνη, πολλῷ δὲ μᾶλλον τὸν ἀρχιτελώνη, τὸν τελώνη μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο.
Γι' αὐτό ἔλεγαν ὅτι «ὁ Χριστὸς πήγαινε στὰ σπίτια», λέει, «τῶν τελωνῶν, τῶν πορνῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν».
Ἤξερε, λοιπόν, πολὺ καλὰ ὁ Ζακχαῖος τὶς ἀδικίες ποὺ εἶχε κάνει, εἰς βάρος πάντοτε, βεβαίως, τοῦ λαοῦ. Καὶ τώρα στέκεται ἕτοιμος νὰ ἀποκαταστήσει πρῶτα πρῶτα τὶς ἀδικίες ποὺ ἔκανε.
Ἀφοῦ κατέβηκε, ἦρθε κοντὰ εἰς τὸν Ἰησοῦν. Ὁ κόσμος τώρα δὲν τὸν ἐμποδίζει. Ἀλλὰ ὁ κόσμος τώρα τὸν πλαισιώνει μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν. Καὶ τώρα ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος καὶ τῆς συναισθήσεως, λέγει: «Ἰδοῦ, Κύριε, τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς (Ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου, τὰ μισὰ τὰ δίνω εἰς τοὺς πτωχοὺς) καὶ εἰ τινος τί ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν (καὶ ὅποιον τὸν ἀδίκησα μὲ κάποια συκοφαντία, τώρα ἀποκαθιστῶ τὴν ζημίαν, δίδοντας εἰς αὐτὸν τετραπλῆ τὴν ζημία ποὺ τοῦ προκάλεσα)».
Αὐτὸ τὸ «τετραπλοῦν», ἀγαπητοί μου, δὲν εἶναι τυχαῖο. Ὁ νόμος τὸ ἔλεγε. Λέει: «Ὅταν θὰ ἤθελες νὰ ἀποκαταστήσεις μία ἀδικία σου, θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν ἀποκαταστήσεις κατὰ τετραπλοῦν τρόπον». Ὁ νόμος τὸ ἔλεγε αὐτό. Γι' αὐτό τώρα ὁ Ζακχαῖος μιλάει ὅπως μιλάει.
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ θριαμβευτικὴ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου, παρὰ τὸ μουρμούρισμα τοῦ ὄχλου: «Σωτήρια τῷ οἴκῳ τοὺτῳ σήμερον ἐγένετο». «Νά», λέει, «σήμερα ἔγινε σωτηρία εἰς αὐτὸ τὸ σπίτι, εἰς αὐτὸ τὸ σπιτικό». Τὸ σπιτικό, δηλαδή, ποὺ ἦταν του Ζακχαίου.
Καὶ εἶναι ἀπάντησις τοῦ Κυρίου, ἀγαπητοί, ἀπὸ τὸ ἴδιο Του τὸ στόμα στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, ὅταν μετανοοῦμε.
Ὅτι μᾶς συγχωρεῖ. Ὅτι ἔγινε, ἔγινε ἀνάστασις σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι. Ἔγινε σωτηρία σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι. Καὶ ἂν εἶναι ἄνδρας... -βέβαια, πρώτιστα γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο «οἶκος» εἶναι ἡ ὕπαρξή μας. Ἀλλὰ ἂν εἶναι ἄνδρας, βεβαίως τὸ σπίτι ἀνήκει εἰς τὸν ἄνδρα καὶ ὅταν ὁ ἄνδρας γίνει πνευματικὸς ἄνθρωπος, τότε συνήθως ἀκολουθοῦν ἡ σύζυγος καὶ τὰ παιδιά. Συνήθως. Γιατί δυστυχῶς δὲν εἶναι πάντοτε.
Πρέπει, ὅμως, ἀκόμη νὰ συνειδητοποιήσομε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ γνωρίσομε τὸν Χριστὸν ἂν προηγουμένως δὲν τακτοποιήσομε τὸν ἐσωτερικό μας κόσμον μὲ τὴν μετάνοια. Ὅπως εἶπε ὁ Ζακχαῖος: «Νά», λέει, «εἰς τετραπλοῦν δίδω στοὺς πτωχούς, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔχω. Τὰ μισὰ ἀπ’ ὅ,τι ἔχω».
Καὶ ἡ ἀνταπόκρισις τοῦ Κυρίου βλέπομε εἶναι ἄμεση.
Τὸ βλέπει κανεὶς αὐτὸ ἀπὸ μία ὡραία εἰκόνα ποὺ μᾶς δίνει ἡ Ἁγία Γραφή. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Κύριος ἀναφέρει στὴν ἐπιστολὴ Του πρὸς τὸν ἐπίσκοπο τῆς Λαοδικείας. Τί τοῦ λέγει; «Ἰδοῦ, ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν (Νά, λέγει, ἔχω σταθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα σου)· ἐὰν τὶς ἀκοὺσῃ τῆς φωνῆς μου», λέει ὁ Κύριος - γιατί ταυτοχρόνως κρούει τὴν θύραν, ἀλλὰ λέει καὶ Ποιός εἶναι: «Ἐγὼ εἰμί».
Ἂν κάποια φωνῆ, ἀπὸ μέσα, ἐρωτήσει «Ποιός εἶναι;» «Ἐγὼ εἰμί, ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτῆρας»- «ἐὰν» λοιπὸν «τὶς ἀκοὺσῃ τῆς φωνῆς μου, καὶ ἀνοὶξῃ τὴν θύραν» –γιατί τὸ πομολάκι εἶναι ἀπὸ μέσα.
Κάποτε ἕνας ζωγράφος κάθισε καὶ ἔφτιαξε αὐτὴν τὴν σκηνή. Τὴν ἔχετε δεῖ καὶ τὴν ἔχω δεῖ κι ἐγὼ πολλὲς φορὲς σὲ μικρὲς εἰκόνες.
«Ἄ», λέει στὸν ζωγράφο, «ἔκανες ἕνα λάθος. Ἔβαλες τὸ πόμολο ἀπὸ μέσα». «Ὄχι», λέει, «δὲν ἔκανα λάθος. Τὸ πόμολο εἶναι πάντοτε ἀπὸ μέσα». Γιατί δὲν θὰ ἀνοίξει ὁ ἐπισκέπτης κρατῶντας τὸ πόμολο καὶ νὰ μπεῖ αὐθαίρετα μέσα στὴν ψυχή σου.
Ἀλλὰ θὰ ἀνοίξεις ἐσὺ καὶ θὰ τὸν ὑποδεχθείς. Δὲν θὰ πεῖς: «Ἔ, τί γυρεύεις ἐδῶ ἐσύ;». Ἂν ἔμπαινε, ὑποτίθεται, αὐθαιρέτως. Τώρα, ὅμως, ἀνοίγεις ἐσὺ τὸ πόμολο. Καὶ λές: «Πέρασε, Κύριε».
Καὶ συνεχίζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη νὰ μᾶς λέει αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «... καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτόν (καὶ θὰ μπῶ μέσα στὸ σπίτι του) καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ (καὶ θὰ καθίσουμε στὸ τραπέζι, θὰ δειπνήσομε μαζί , Ἐγὼ μαζί του- δὲν εἶναι πλεονασμός, ὅταν λέει ‘’Ἐγὼ μαζί του καὶ αὐτὸς μαζί μου’’, ὄχι.
Γιατί δείχνει ὅτι ἔχει μία ἀμοιβαία ἐπιθυμία συνδειπνῆσαι, νὰ συνδειπνήσει κανεὶς μὲ τὸν Χριστὸν καὶ ὁ Χριστὸς μὲ ἐμένα τὸν ἄνθρωπο.
Μιὰ εἰκόνα τρυφερότητος, ἀλλὰ καὶ συντροφικότητος. Θέλει νὰ κάνει συντροφιὰ ὁ Κύριος μαζί μου.
Καὶ ἡ γνωριμία μὲ τὸν Χριστὸν εἶναι προσωπική. Καὶ ἡ συντροφιά του εἶναι πόθος ψυχῆς. Ἀφοῦ καὶ ἡ ψυχὴ ἀναζητᾶ τὸν Κύριον.
Αὐτὸ πολὺ ὡραῖα τὸ ἐκφράζει ἕνας σύγχρονος ποιητής, μακαρίτης πλέον, ποὺ λέγει σὲ ἕνα του μακρὺ ποίημα:
«Συντροφιὰ μὲ τὸν Χριστό
λαχτάρησα νὰ ζήσω,
ὡς νὰ φτάσει κι ἡ στερνή
στιγμὴ νὰ ξεψυχήσω.
Συντροφιὰ μὲ τὸν Χριστό
λαχτάρησα νὰ ζήσω
τὴν ἀγάπη Του θερμή,
στὰ στήθια μου νὰ κλείσω».
Ἡ ἀναζήτησις, ἀγαπητοί μου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ προϋποθέτει πόθον εἰς τὴν ψυχήν, ἀλλὰ καὶ μία καθαρότητα. Ἤ, τὴν πρόθεση νὰ γίνω καθαρός.
Ξέρετε ὅτι κι ὁ Ἡρώδης, μᾶς λέει ἐδῶ ὁ Λουκᾶς στὸ 9ο κεφάλαιό του, «ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν». Ὁ Ἡρώδης αὐτὸς εἶναι ὁ ἐγγονὸς ἐκείνου τοῦ Ἡρώδου ποὺ ἤθελε νὰ φονεύσει τὸν Ἰησοῦν, ὅταν ἄκουσε ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ τὴν γενιά του Δαβὶδ κ.λπ. κ.λπ. καὶ ὅτι θὰ ἐγείρει δικαιώματα καὶ ἀξιώσεις.
Εἶναι ὁ ἐγγονός. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐγγονὸς δὲν ἦταν καλύτερος -γιατί κι αὐτὸς βασιλεῦσε- δὲν ἦταν καλύτερος, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὸν Ἡρώδη τὸν παπποῦ του.
Καὶ «ἐζήτει», ὡστόσο, «ἰδεῖν», νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦν. Καὶ τοῦτο γιατί εἶχε ἀκούσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔκανε, λέει, θαύματα. Καὶ ἀφοῦ ὁ Ἡρώδης ἤδη εἶχε φονεύσει τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστήν, τώρα ἔρχεται νὰ ἰδεῖ τὸν Ἰησοῦν. Ἔλεγε μάλιστα τὰ ἑξῆς: «Μπά! Ξέρω, ὁ Πρόδρομος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κάνει τὰ θαύματα». Μά, δὲν εἶναι ὁ Πρόδρομος. Κοιτᾶξτε, παχυλὴ ἀντίληψη, παχυλὴ ἄγνοια.
«Αὐτός», λέει, «ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς». Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ἄλλο εἶναι ὁ Πρόδρομος τὸν ὁποῖον ἀπεκεφάλισε -καὶ βεβαίως δὲν ἀνεστήθη- καὶ ἄλλος εἶναι ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἤδη εἶναι στὴ ζωὴ καὶ κάνει τὰ θαύματα.
Καὶ ἡ εὐκαιρία δόθηκε, ἀγαπητοί μου, ὅταν ὁδήγησαν τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀπὸ τὸν Πιλάτο στὸν Ἡρώδη.
Ἐπειδὴ εἶπαν «εἶναι Γαλιλαῖος» καὶ ὁ Ἡρώδης ἦταν βασιλιᾶς στὴν Γαλιλαία καὶ ἐπειδὴ ἦταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἡρώδου, ἔ, γιὰ νὰ εἶναι τυπικοί, ὁ Πιλάτος, ὁ διοικητὴς τῶν Ἱεροσολύμων, γιὰ νὰ εἶναι τυπικός, ἔστειλε τὸν Ἰησοῦν νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ κρίνει καὶ ὁ Ἡρώδης.
Ἀκοῦστε ἐδῶ τί σημειώνει ὁ Λουκᾶς στὸ 23ο κεφάλαιο: «Ὁ δὲ Ἡρώδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν». Πῶ, χαρὰ ποὺ ἔκανε... Ἀλλὰ γιατί ἔκανε χαρά;
«Ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζε τί σημεῖον ἰδεῖν ὑπ’ αὐτοῦ γινόμενον».
«Γιατί ἄκουσε πολλά». Αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα προηγουμένως. «Καὶ ἤλπιζε νὰ δεῖ κάποιο θαῦμα μπροστά του».
Ξέρετε, ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ δοῦν θαῦμα, δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ὑποκρύπτεται μία ἀπιστία.
Ἀπόδειξις, ὁ Ἡρώδης· ποὺ ζητοῦσε νὰ δεῖ θαῦμα. Πίστεψε ὁ Ἡρώδης;
Ἡ ἱστορία δὲν μᾶς καταθέτει ὅτι ὁ Ἡρώδης, ἀγαπητοί μου, ἐπίστευσε. Κάθε ἄλλο. Νὰ τὸ ξέρετε, ἅμα ἀκούσουμε κάπου νὰ γίνει ἕνα θαῦμα, νὰ δακρύει κάποια εἰκόνα, τρέχομε... Ὅταν ἀκούσουμε ὅτι γίνεται κήρυγμα, δὲν τρέχομε...
Τὸ μεγάλο θαῦμα εἶναι νὰ ἀκούσεις κήρυγμα καὶ νὰ σοῦ ἀλλάξει ἡ καρδιά.
Νὰ γίνει, ὅπως λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, νὰ γίνει ἀπὸ πέτρινη ἡ καρδιά σου, νὰ γίνει «σαρκίνη», μαλακιά, ὡραῖα. Αὐτὸ εἶναι θαῦμα.
Ὡστόσο: «Ἐπήρωτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς». «Μὲ πολλὰ λόγια τὸν ἐρωτοῦσε: ‘’Τί τοῦτο; Τί ἐκεῖνο; Πῶς αὐτό; Πῶς ἐκεῖνο; Κάνε μου ἕνα θαῦμα νὰ τὸ δῶ κι ἐγώ’’».
Τὸ ἀποτέλεσμα: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ». Δὲν τοῦ ἔδινε καμία ἀπάντηση.
Ἀκούσατε; Ἂν θέλετε, θεολογικά, ἀναλύσατέ την στὸ μυαλό σας. Γιατί; Διότι ὁ Ἡρώδης δὲν εἶχε καθαρῆ καρδιὰ καὶ νόμιζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι κάποιος θαυματοποιὸς· ποὺ μποροῦσε νὰ ἔχει ὅποιο ἤθελε θαῦμα, κατὰ παραγγελία μάλιστα, χωρὶς καμία πίστη.
Θαῦμα κατὰ παραγγελία...
Ὡστόσο, στὴν ψυχή του Ζακχαίου εἶχε γίνει μία πραγματικὴ ἐπανάσταση. Ὁ πόθος νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦν δὲν ἦταν ἕνας πόθος ποὺ θὰ τὸν γεννοῦσε ἡ περιέργεια, ὅπως τὸν Ἡρώδη. Ἀλλὰ ἡ ἀνάγκη τῆς σωτηρίας.
Ἦταν ὁ ἴδιος πόθος ποὺ γεννήθηκε σὲ δυὸ ἄλλους φίλους, ποὺ ἀργότερα ἔγιναν μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ. Στὸν Ἰωάννη καὶ στὸν Ἀνδρέα.
Μετὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Προδρόμου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, οἱ δύο μαθηταὶ ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦν.
Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐστράφη, -ἤτανε κοντά Του, ἀλλὰ ἀπὸ πίσω Του- «Τί θέλετε;», τοὺς ρώτησε. Βρέθηκαν σὲ ἀμηχανία. «Κύριε, ποῦ μένεις;». Γιατί ἀμηχανία; Κάτι ἄλλο ἤθελαν. «Πές μας, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας, πές μας, τί νὰ κάνομε γιὰ νὰ σωθοῦμε;».
Καὶ γρήγορα θὰ γίνουν μαθηταί Του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει, ἀγαπητοί μου, καὶ μὲ δυὸ ἄλλους φίλους, τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Ναθαναήλ.
Κι αὐτοὶ εἶχαν λαχτάρα, εἶχαν πόθο ψυχῆς. Τὸ ἴδιο συμβαίνει τώρα καὶ εἰς τὸν Ζακχαῖον.
Τί προϋποθέσεις χρειαζόμαστε, λοιπόν, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν Ἰησοῦν; Νὰ εἴμεθα ἐν πορείᾳ στὰ χνάρια τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ Ζακχαῖος βγῆκε στὸν δρόμο γιὰ νὰ συναντήσει τον περιπατοῦντα μέσα εἰς τὴν πόλη τὴν δική του.
Δεύτερον, νὰ στεκόμαστε ψηλότερα ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὸν κόσμο καὶ τὴν νοοτροπία του. Ὅπως ὁ Ζακχαῖος ἀνέβηκε ἐπάνω εἰς τὴν συκομοριά. Καὶ τρίτον, πρέπει νὰ πετύχομε ἕνα ξεπέρασμα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Δὲν θὰ μᾶς νοιάζει τί λέει ὁ κόσμος.
Χρειάζεται ἡ ἐν Χριστῷ ἄσκησις. Ἐξάλλου, ὅπως λένε οἱ Πατέρες: «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις».
Ἀγαπητοί, πολλοὶ ζήτησαν νὰ ἰδοῦν τὸν Ἰησοῦν. Ἀλλὰ τὸν Λόγον ὅμως, ὅπως λέγει ἕνας ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεύς, μόνον ὅσοι ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν, Τὸν εἶδαν. Σὲ πολλοὺς σήμερα χριστιανούς μας δὲν ὑπάρχουν οἱ ὀρθὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ δοῦν τὸν Κύριον.
Κινοῦνται ἀνάμεσα σὲ σύγχρονα, περίεργα σχήματα καὶ ἀλλότριες ἀναζητήσεις, ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὴν γνησία ἀναζήτηση τοῦ Ἰησοῦ.
Πάντως, ἡ θαυμασία συμπεριφορά του Ζακχαίου στέκεται γιὰ μᾶς ἕνας ἀληθινὸς ὁδοδείκτης. Ἂς τὸν μιμηθοῦμε καὶ δὲν θὰ ζημιώσομε.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_821.mp3
Μας λέει ο Μακαριστός πατήρ Αθανάσιος Μυτιληναίος στον τίτλο του Άρθρου του:
ΑπάντησηΔιαγραφήἩ ἀναζήτησις τοῦ Ἰησοῦ
Σήμερα ακούς από τους ανθρώπους μία λέξη να βγαίνει συνεχώς από το στόμα τους:
ΔΕΝ ΈΧΩ ΧΡΌΝΟ.
Άμα τους πεις να ακούσουν ή να διαβάσουν κάτι πνευματικό θα σου πουν:
Πού να βρω χρόνο για αυτά, εγώ καίγομαι.
Ή άμα θέλουν να δικαιολογηθούν λένε, ωραία είναι όλα αυτά, αλλά πού να βρεις το χρόνο να καθίσεις για να τα παρακολουθήσεις.
Και ενώ λένε όλα αυτά, διαπιστώνουμε το αντίθετο.
Οι άνθρωποι από το πρωί που θα ξυπνήσουν, ως την ώρα που θα κοιμηθούν μιλάνε ακατάπαυστα…
Συνήθως, οι άνθρωποι που μιλούν πάρα πολύ, δεν περιμένουν και δεν ενδιαφέρονται για την απάντηση του άλλου…
Θέλουν να τα βγάλουν από μέσα τους.
Έχουν ανάγκη μιας ανθρώπινης συντροφιάς για να λένε τις σκέψεις τους συνέχεια.
Για αυτό βλέπουμε σε μία παρέα πέντε ατόμων να μιλούν ταυτοχρόνως και οι πέντε και να μην ακούει κανείς.
Ξεκινάει να μιλάει ο ένας πετάγεται ο άλλος και ο άλλος και άκρη δεν βγάζεις.
Αυτοί οι άνθρωποι που βγαίνουν στην τηλεόραση και χαχανίζουν κάνοντας σαματά όπως οι άδειοι τενεκέδες, είναι οι πιο δυστυχισμένοι ανθρώποι.
Αυτοί οι άνθρωποι φοβούνται και τρέμουν την μοναξιά, φοβούνται να μείνουν λεπτό μόνοι τους.
Για αυτό και αποφεύγουν να μένουν μόνοι τους για να μην γνωρίσουν τον πραγματικό εαυτό τους, τον φοβούνται, και τοποθετούν στην θέση του κάποιο αυτοείδωλο που ανταποκρίνεται στην ἀλλοτριωμένη ύπαρξή τους.
Όμως όλοι οι Απόστολοι, οι Άγιοι Πατέρες της Ἐκκλησίας μας ποθούσαν την ησυχία, ποτέ δεν μαθαίνει ο άνθρωπος την δύναμη του Θεού, ούτε αντιλαμβάνεται αἰσθητῶς την άκτιστη ενέργειά Του, (το άκτιστο Φως), παρά μόνο σε τόπο ησυχίας, έρημο και ἀπαλλαγμένο από θορύβους και κοσμικούς περισπασμούς.
Μόνο όταν απαλλαγούμε από τους εξωτερικούς θορύβους θα μπορέσουμε να δούμε τι υπάρχει μέσα μας, και τότε θα τρομάξουμε.
«Μακάριοι οι καθαροὶ τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Η καρδιά καθαρίζει μόνο με την ταπείνωση, για αυτό λένε και οι Αγιορείτες Γεροντάδες: πάρε τους πειρασμούς και ουδέν ο σωζόμενος.
Και ο Ζακχαίος ταπεινώθηκε δεν τον ενδιαφέρον πλέον η γνώμη του κόσμου.
Αλλά η γνώμη του Χριστού.
Και όταν έρθει στον Χριστιανό η Αγία ταπείνωση..
Τότε θα έχουμε συνέχεια στο στόμα μας την ευχούλα:
Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με τον αμαρτωλό.
Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.