Τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ π. Βησσαρίωνος
Παναγιώτου Πανοπούλου
Ὅταν πρὶν μερικὰ χρόνια πλημμύρισε τὸ εἶναι μου ἀπὸ τὴν εὐωδία ποὺ ἐξέπεμπε μικρὴ ποσότητα χώματος, προερχόμενη ἀπὸ τὸν τάφο του π. Βησσαρίωνος τοῦ Ἀγαθωνίτη, γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ βρεθῶ, ταπεινὸς ἱκέτης, στὸ μοναστήρι του.
Πράγματι, στὶς 24 Νοεμβρίου 2011, ἀξιώθηκα τῆς ἰδιαίτερης εὐλογίας νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀγάθωνος καὶ νὰ προσκυνήσω τὸ ἄφθαρτο λείψανο τοῦ Γέροντα Βησσαρίωνα.
Ἡ εἴσοδός μας στὸ παρεκκλήσιο, ὅπου φυλάσσεται τὸ ἱερὸ σκήνωμα, μᾶς γέμισε μὲ ἱερὸ δέος καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Ἅγιο Θεὸ γιὰ τὸ μέγιστο θαῦμα ποὺ ἀξιωθήκαμε νὰ ζήσουμε στὶς μέρες μας.
Ὁ χῶρος κατακλύζεται ἀπὸ μιὰ ἄρρητη εὐωδία. Τὸ ἱερὸ σκήνωμα ἀναλλοίωτο στὴ λάρνακα, στέκει ἐκεῖ ὡς ἁπτὴ μαρτυρία τῆς ὕπαρξης ἁγίων σὲ κάθε ἐποχή.
Τὸ φέρετρο, τὰ ἄμφια τοῦ Γέροντα, τὰ ὑποδήματά του, ἀκόμη καὶ τὸ μικρὸ εὐαγγέλιο ποὺ κρατοῦσε κατὰ τὴν ταφή του, παραμένουν ἀνέγγιχτα ἀπὸ τὸ χρόνο (τὸ μικρὸ αὐτὸ εὐαγγέλιο προσπάθησε νὰ ἀφαιρέσει ὁ μακαριστὸς Πάνος Γιαμαρέλλος, χωρὶς ἐπιτυχία.
Ὅταν ὅμως εἶπε: "Παππούλη, θὰ μοῦ τὸ δώσεις;" τὸ ἀναλλοίωτο χέρι τοῦ Γέροντα χαλάρωσε καὶ ὁ ἰατροδικαστὴς τὸ πῆρε καὶ τὸ ξεφύλλισε).
Η συζήτηση μὲ τὸν Ἡγούμενο τῆς μονῆς, π. Δαμασκηνὸ Ζαχαράκη, ἦταν ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικὴ γιὰ τὴν ἁγία ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Γέροντα.
Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ τῆς περιοχῆς ἦταν βέβαιοι γιὰ τὴν ἁγιότητά του καὶ μέχρι σήμερα θυμοῦνται τὴν ἀγάπη καὶ τὴ βοήθεια ποὺ προσέφερε σὲ ὅλους ("τὸν θυμᾶμαι, περνοῦσε συχνὰ ἀπὸ δῶ, βοηθοῦσε ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν ξέρω ἂν εἶναι ἅγιος, ἀλλὰ σίγουρα ἦταν Ἄνθρωπος", μᾶς εἶπε ὁ ὑπάλληλος ἑνὸς βενζινάδικου, ὅταν εἴπαμε πὼς κατεβαίναμε ἀπὸ τὸ μοναστήρι).
Ἦταν Μάρτιος τοῦ 2006, ὅταν ὅλα τὰ Μ.Μ.Ε. ἄρχισαν νὰ μιλοῦν γιὰ τὸ θαυμαστὸ γεγονός- τὰ περισσότερα, βέβαια, βλέποντάς το ἀπὸ τὴ δική τους στρεβλὴ ὀπτικὴ γωνία: μουμιοποίηση λόγῳ ἀναερόβιου περιβάλλοντος, τὸ σκήνωμα λειώνει καὶ ἀποτελεῖ ἑστία μικροβίων καὶ ἄλλα τέτοια.
Μόνο ὁ ἀείμνηστος Πάνος Γιαμαρέλλος ἔθεσε τὰ πράγματα στὴ σωστή τους βάση: μας ἀποκάλυψε ὁ π. Δαμασκηνός, ὅτι ὅταν τελείωσε τὴν ἐξέταση τοῦ λειψάνου καὶ ἄρχισε νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ βρισκόταν τὸ ἱερὸ σκήνωμα, ἔκανε στροφὴ 180 μοιρῶν μονολογῶντας: "πότε θὰ μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ προσκυνήσω ἅγιο".
Γύρισε, φίλησε τὸ χέρι τοῦ Γέροντα καὶ γυρνῶντας στὸν π. Δαμασκηνὸ εἶπε: "πᾶμε τώρα νὰ συντάξω τὴν ἔκθεσή μου. Καὶ θὰ πρέπει νὰ εἶναι καλή, γιατί αὔριο θὰ πέσουν σὰν λύκοι νὰ μὲ φᾶνε". Πόσο δίκαιο εἶχε!!! Ὁ πόλεμος μαινόταν καιρὸ ἀπὸ συναδέλφους του καὶ ἄλλους.
Πῶς ἀποκαλύφθηκε τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα
Ὅπως μαρτυρὰ ὁ π. Δαμασκηνός, ποτὲ δὲν πέρασε ἀπ' τὸ μυαλό τους ἡ σκέψη γιὰ ἐκταφῇ τοῦ Γέροντα.
Ἀντιθέτως, βλέποντας τὶς ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ καὶ τιμῆς τόσων ἀνθρώπων πρὸς τὸν τάφο τοῦ Γέροντα, σκέπτονταν αὐτὸ τὸ χῶρο, μέσα στὸν ὁποῖο ἦταν ὁ τάφος, νὰ τὸν μεγαλώσουν καὶ νὰ τὸν μετατρέψουν σὲ μικρὸ ναό.
Ἔπρεπε ὅμως νὰ γίνουν ἔργα ἀντιστηρίξεως στὸ μοναστήρι καὶ οἱ Ὑπηρεσίες τῆς Νομαρχίας Φθιώτιδας ἐπέμεναν πῶς γιὰ νὰ γίνει σωστὴ ἀντιστήριξη θὰ ἔπρεπε νὰ γκρεμιστοῦν τὰ κτίρια τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς-ἀνάμεσά τους καὶ ὁ χῶρος ὅπου βρισκόταν ὁ τάφος τοῦ Γέροντα. Ἔτσι ἀποφασίστηκε ἡ ἐκταφῇ μὲ τὴν ἔγκριση τοῦ Μητροπολίτη.
Γιὰ τὸ σπουδαῖο γεγονὸς πῆγαν στὴ Μακρακώμη σὲ γνωστό τους ξυλουργὸ καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ φτιάξει ἕνα κιβώτιο ἀπ' τὸ καλύτερο ξύλο ποὺ εἶχε, γιὰ νὰ βάλουν μέσα τὰ ὀστᾶ του π. Βησσαρίωνα. Χάρηκε ἰδιαίτερα ὁ ξυλουργὸς γιατί αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ κατασκευάσει τὸ κιβώτιο- ἀπὸ παιδάκι σεβόταν τὸν Γέροντα. Κάποια μέρα, ἐνῷ κατασκεύαζε τὸ κιβώτιο, μπῆκε στὸ ξυλουργεῖο του ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς πόλης.
"Τί κάνεις ἐκεῖ"; ρώτησε τὸν ξυλουργό.
"Φτιάχνω τὸ κιβώτιο, στὸ ὁποῖο θὰ βάλουν τὰ ὀστᾶ του π. Βησσαρίωνα", τοῦ εἶπε μὲ χαρά.
"Ἄδικα παιδεύεσαι", τοῦ ἀπάντησε ὁ ἱερέας.
"Ὁ π. Βησσαρίων θὰ χρειαστεῖ Λάρνακα"!
Περίμεναν μιὰ κατάλληλη γιὰ τὴν ἐκταφῇ ἡμέρα. Αὐτὴ ἦταν ἡ 3η Μαρτίου τοῦ 2006. Μιὰ ἡλιόλουστη μέρα. Μετὰ τὴν πρωινὴ λειτουργία, πήγαμε, λέει ὁ π. Δαμασκηνός, στὸ ἀρχονταρίκι, ἤπιαμε ἕνα τσάϊ καὶ μόλις βγῆκε ὁ ἥλιος εἶπα: "Πατέρες καὶ ἀδελφοί, πορευόμεθα πρὸς τὸν τάφον τοῦ Γέροντος, ὡς εἰς Ἅγιον"!
Κατέβηκαν στὸν τάφο, διάβασαν τρισάγιο καὶ ἕνας-ἕνας προσκυνοῦσαν καὶ φιλοῦσαν τὸν τάφο. Μὲ ἕνα κασμᾶ ἄρχισαν νὰ ἀφαιροῦν τοῦβλα ἀπὸ τὴν μπροστινὴ πλευρὰ τοῦ τάφου.
Τὴν ὥρα τῆς ἐκταφῇς ἕνα φῶς ἐμφανίστηκε πάνω ἀπὸ τὴ μονὴ Ἀγάθωνα, τὸ ὁποῖο εἶδαν καὶ φωτογράφησαν πολλοὶ καὶ ἀναρωτιόντουσαν τί εἶναι).
Ὅταν βγῆκαν τὰ πρῶτα τοῦβλα εἶδαν μέσα τὸ φέρετρο τοῦ π. Βησσαρίωνα "΄ἄφθαρτο"-κάτι ποὺ τοὺς ἐντυπωσίασε. Μιὰ εὐωδία ἁπλώθηκε σὲ ὅλο τὸ χῶρο. Καὶ αὐτὴ ἡ εὐωδία παρέμεινε στὸν τάφο καὶ τὴν αἰσθάνθηκαν χιλιάδες προσκυνητὲς ποὺ πῆγαν νὰ προσκυνήσουν τὸν Γέροντα. Σιγά -σιγὰ ἔβγαλαν τὸ φέρετρο καὶ τὸ μετέφεραν στὸ νέο νεκροταφεῖο τῆς μονῆς γιὰ νὰ μπορέσουν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο νὰ συλλέξουν τὰ ὀστᾶ τοῦ Γέροντα.
Ὅταν σήκωσαν τὸ σκέπασμα εἶδαν ὅτι τὸ σάβανο ἦταν ἄθικτο, καινούργιο, ὅπως τότε στὴν ταφὴ (15 χρόνια, 1 μῆνα καὶ 9 ἡμέρες πρίν). Μὲ προσοχὴ ἀφαίρεσαν τὸ σάβανο καὶ τὸν ἀέρα ποὺ σκέπαζε τὸ πρόσωπό του καὶ τότε εἶδαν τὸ σῶμα τοῦ Γέροντα ὁλόκληρο, ἄφθαρτο καὶ εὐωδιάζον. Στὴ συνέχεια μετέφεραν τὸ φέρετρο μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη τοῦ Ναοῦ καὶ τηλεφώνησαν στὸν Μητροπολίτη.
Ὁ Σεβασμιώτατος κ.κ. Νικόλαος, συγκλονισμένος ἀπὸ τὴν εἴδηση, ἔφτασε πολὺ γρήγορα στὸ μοναστήρι. Προσκύνησε τὸ σκήνωμα, διάβασε τρισάγιο καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφέρουν τὸ σκήνωμα στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, πρὸς προσωρινὴ φύλαξη. Ἐνημέρωσε τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ὀνόμασε τὸ γεγονὸς "Σημεῖον τοῦ Θεοῦ". Ὁ Μητροπολίτης, λίγες μέρες πρὶν τὴ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀνακοίνωσε τὸ μεγάλο γεγονὸς στοὺς πιστούς.
Τὸ σκήνωμα μεταφέρθηκε σὲ παρεκκλήσιο τοῦ καθολικοῦ, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Ποιός ἦταν ὅμως ὁ π. Βησσαρίων;
Ὁ π. Βησσαρίων γεννήθηκε στὸ Πεταλίδι Μεσσηνίας τὸ 1908. Ἀνδρέας Κορκολιάκος ἦταν τὸ κοσμικό του ὄνομα. Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐκάρη μοναχὸς στὴν ἱερὰ μονὴ Δήμιοβας Μεσσηνίας. Τὸ 1931 χειροτονήθηκε διάκονος στὴν Καλαμάτα καὶ τὸ 1933 πρεσβύτερος, παίρνοντας καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη.
Τὸ 1935 μετακινήθηκε στὴ μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος καὶ γράφτηκε στὸ μοναχολόγιο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κορώνης. Ἐκεῖ ἀνέπτυξε τεράστιο πνευματικὸ ἔργο, ἀναλώνοντας τὸν ἑαυτό του στὴ διακονία τοῦ καλοῦ ποιμένα.
Μόχθησε πολὺ ὁ γέροντας στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς κατοχῆς, διακονῶντας τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ χειμαζόταν ἀπὸ τὴ φτώχεια, τὴν πεῖνα καὶ τὶς ἀρρώστιες.
Δύο περιστατικά, τὰ ὁποῖα καταγράφει ὁ σημερινὸς ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἀγάθωνος π. Δαμασκηνὸς στὸ βιβλίο του, δείχνουν τοὺς ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς τοῦ γέροντα:
Προπαραμονὴ Χριστουγέννων τοῦ 1988, στὸ ἀρχονταρίκι τῆς μονῆς, ὁ γέροντας ἄρχισε νὰ κλαίει. Στὸ ἐρώτημα τοῦ π. Δαμασκηνοῦ, ἀποκάλυψε ἕνα γεγονὸς ποὺ εἶχε συμβεῖ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1941 σ' ἕνα χωριό της Καρδίτσας.
"Ὅταν βγῆκα στὴν Ὡραία Πύλη μὲ τὸ Ἅγιο Ποτήριο στὰ χέρια καὶ εἶπα τὸ "μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε", ἄρχισαν νὰ ἔρχονται γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία ὅλοι οἱ χωριανοί.
Μιὰ νεαρὴ μάνα ἔφερε ἐκεῖ μπροστά μου τὸ σκελετωμένο παιδάκι της, ἄνοιξε τὸ στοματάκι του καὶ τὸ κοινώνησα, ἀλλὰ παιδί μου... κι' ἄρχισε πάλι νὰ κλαίει ὁ Γέροντας -θυμᾶται ὁ π. Δαμασκηνός- κρατοῦσε σφικτὰ τὸ καημένο μὲ τ' ἀδυνατισμένα χεράκια του τὸ ἱερὸ μάκτρο καὶ μοῦ φώναζε κλαίγοντας: Κι' ἄλλο Παππούλη, κι ἄλλο.
Πεινοῦσε τὸ παιδάκι μου. Λύγισαν τὰ γόνατά μου, μιὰ τρεμούλα ἁπλώθηκε σ' ὅλο τὸ κορμί μου, βούρκωσαν τὰ μάτια μου καί, γιὰ νὰ μὴν μὲ δοῦν οἱ πιστοί, ἐπέστρεψα στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἀφῆκα τὸ Ποτήριον καὶ κάθισα σ' ἕνα σκαμνάκι καὶ ἔκλαψα καὶ εἶπα μὲ ἀνθρώπινο παράπονο: Γιατί Θεέ μου ἀφῆκες τὴν πατρίδα μου νὰ ἔλθει σὲ τέτοια δυστυχία; Λυπήσου Κύριε τὰ παιδιά μας!"
Ἕνα ἀπόγευμα πῆγε στὸ μοναστήρι ἕνας ἐπισκέπτης ποὺ στὸ πέτο τοῦ φοροῦσε ἕνα σῆμα. Ὁ π. Βησσαρίων τὸν ρώτησε τί σῆμα εἶναι αὐτό.
"Εἶναι τὸ σῆμα τῆς ἐθνικῆς ἀντιστάσεως, πάτερ", τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος.
"Ἐγώ, παιδί μου,το ἔχω ἐδῶ" εἶπε καὶ τοῦ ἔδειξε τὸν λαιμό του.
Τὸ βράδυ στὸ ἐπίμονο ἐρώτημα τοῦ π. Δαμασκηνοῦ ἀπάντησε:
"Νά, τότε στὴν κατοχή,πήγα νὰ ἐλευθερώσω κάποια παιδιὰ ποὺ εἶχαν συλλάβει οἱ Γερμανοὶ καὶ ἐπρόκειτο νὰ τὰ ἐκτελέσουν. Ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικὸς ἄκουσε τὶς παρακλήσεις μου καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀφεθοῦν τὰ παιδιὰ ἐλεύθερα. Γύρισε μετὰ πρὸς τὸ μέρος μου καὶ ἀπότομα ἔριξε μὲ τὸ πολυβόλο του μιὰ ριπὴ μπροστὰ στὰ πόδια μου. Τρόμαξα πολύ. Ἡ φωνή μου κόπηκε. Ἀπὸ τότε κλονίστηκε καὶ χρόνο μὲ τὸ χρόνο χειροτέρευε. Δόξα σοι ὁ Θεός"!
Ὁ π. Βησσαρίων φεύγοντας ἀπὸ τὴν Θεσσαλιώτιδα, πῆγε στὴν Φθιώτιδα, τὸ 1955, καὶ γράφτηκε στὸ μοναχολόγιο τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἀγάθωνος. Προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες του γιὰ 30 συνεχῆ χρόνια.
Ὑπῆρξε διάκονος Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, πατέρας καὶ παππούλης ἀμέτρητων ἀνθρώπων.
Ὁ π. Βησσαρίων, μαρτυρὰ ὁ π. Δαμασκηνός, ἦταν ἁγιασμένη μορφὴ καὶ αὐτὸ φαινόταν. Τὸ ἔβλεπαν καὶ τὸ ὁμολογοῦσαν ὅσοι τὸν γνώριζαν. Τὸ σῶμα του ἦταν ἀσκητικό, ντυμένο μὲ τὸ φτωχικό του ράσο. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε. Τὰ χείλη του ὅλη μέρα ψέλλιζαν λόγια προσευχῆς. Πολλὲς φορὲς οἱ συμμοναστές του τὸν ἄκουγαν νὰ κουβεντιάζει μὲ κάποιον στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς. Ὅταν ἔμπαιναν δὲν ἔβλεπαν κανέναν. Μιλοῦσε μὲ τὴν Παναγία, τὸν ὅσιο Ἀγάθωνα; Ὁ Θεὸς ξέρει.
Ἡ προσευχή του εὐεργετοῦσε πολλοὺς συνανθρώπους μας:
Κάποια πρεσβυτέρα εἶχε πρόβλημα στὰ χέρια της. Ἔβγαλε ἐξανθήματα καὶ πονοῦσε πολύ. Τὰ φάρμακα δὲν τὴν βοηθοῦσαν.
Ἕνα βράδυ πῆγε ὁ Γέροντας στὸ σπίτι της. Τὸν παρακάλεσε νὰ προσευχηθεῖ γι αὐτήν. Τῆς εἶπε ὅτι θὰ κάνουν μαζὶ προσευχή.
Ἐκείνη θὰ διάβαζε τὴν παράκληση τῆς Παναγίας ἐπὶ 40 ἡμέρες καὶ ἐκεῖνος θὰ προσευχόταν. Ὑπάκουσε στὴν προτροπή του καὶ Ὥ τοῦ θαύματος! Τὰ χέρια της καθάρισαν τελείως καὶ θεραπεύτηκαν.
Ἀγαποῦσε πολὺ τοὺς ἀνθρώπους:
Κάθε Τρίτη ἄνοιγε τὶς τοπικὲς ἐφημερίδες καὶ κοίταζε τὰ τροχαῖα δυστυχήματα τοῦ Σαββατοκύριακου. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔγραφε τὰ ὀνόματα τῶν νεκρῶν καὶ τῶν τραυματιῶν. Πήγαινε στὴ συνέχεια στὸ ναὸ καὶ διάβαζε τρισάγιο γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν καὶ παράκληση γιὰ τοὺς τραυματίες.
Παροιμιώδης ὑπῆρξε ἡ ἐλεημοσύνη του. Χόρτασε νηστικούς, ξεδίψασε διψασμένους, ἔντυσε γυμνούς, βοήθησε ἀρρώστους καὶ ἐπισκέφθηκε φυλακισμένους. Πάντοτε κρυφά. Κανένας δὲν ἤξερε τὸ ἔργο του. Ἡ δράση του ἦταν μυστική. Ὁ Θεὸς γέμιζε τὴν τσέπη του, κι αὐτὸς μοίραζε. Τίποτε δὲν κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅλα τὰ ἔδινε στοὺς φτωχούς.
Ἦταν φιλακόλουθος. Μὲ τὸ χτύπημα τοῦ ταλάντου, βρισκόταν στὸ ναό. Πολλὲς φορὲς διάβαζε τοὺς κανόνες καὶ ὅ,τι ἄλλο διαβάζεται χύμα. Δὲν ἔψελνε, γιατί δὲν τοῦ ἐπέτρεπε ἡ ἀδύνατη-βραχνὴ φωνή του. Ὅταν λειτουργοῦσε δυσκολευόταν πολύ. Ἤρεμος καὶ γαλήνιος ὁ Γέροντας, ντυμένος τὴν ἁπλοϊκὴ ἱερατική του στολή, ἔλαμπε ὁλόκληρος.
Ἡ κατ' ἐξοχὴν διακονία του στὸ μοναστήρι ἦταν αὐτὴ τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Μὲ μοναδικὸ τρόπο προσέγγιζε τὶς ταλαιπωρημένες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ψυχές.
Ὄρθιος σὰν λαμπάδα, ἀπ' τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ, μπροστὰ στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, ἀκούραστος, ἀκαταπόνητος. Πάντοτε καλοσυνάτος καὶ γελαστός, ὑποδεχόταν τοὺς προσκυνητές. Ἄνοιγε συζήτηση μαζί τους καὶ σιγά-σιγά τοὺς περισσότερους τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἐξομολόγηση. Μέσα στὸ ἐξομολογητήριο, μὲ τὴ βραχνὴ φωνούλα του, λέει καὶ πάλι ὁ π. Δαμασκηνός, σὲ σαγήνευε.
Ἅπλωνε μέσα στὴν ψυχή σου καὶ σοῦ ἔπαιρνε τὶς ἁμαρτίες. Μὲ πολλὴ ἀγάπη πάσχιζε νὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ καθαρίσουν τὴν ψυχή τους.
Ἕνας γιατρός μας εἶπε, γράφει ὁ π. Δαμασκηνός, πὼς πρὶν ἀπὸ χρόνια ἔφερε ἕνα φίλο του στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ γνωρίσει τον π. Βησσαρίωνα. Ὁ γιατρὸς ζήτησε ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ τὸν ἐξομολογήσει. Ὅταν ἔβαλε τὸ πετραχήλι του πάνω στὸ κεφάλι του, γιὰ νὰ τοῦ διαβάσει τὴν συγχωρητικὴ εὐχή, ἔνοιωσε τὸ πετραχήλι σιγά-σιγά νὰ θερμαίνεται, μέχρι ποὺ τὸν ἔκαιγε.
Τὸ ἴδιο ἔνοιωσε κι ὁ φίλος του, μὲ τὸν σταυρὸ ποὺ τοῦ ἔβαλε στὸ κεφάλι ὁ Γέροντας γιὰ νὰ τὸν διαβάσει. Δὲν εἴπανε τίποτα στὸν Γέροντα. Φίλησαν τὸ χέρι του συγκλονισμένοι καὶ ἔφυγαν.
Ἕνας γέροντας πνευματικὸς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα εἶπε πὼς τὴν ὥρα ποὺ συζητοῦσε μὲ τὸν π. Βησσαρίωνα στὸ δωμάτιό του, στὸ μοναστήρι, τὸ δωμάτιο πλημμύρισε ἀπὸ φῶς.
"Τί συμβαίνει"; τὸν ρώτησε ὁ πνευματικός.
Ὁ π. Βησσαρίων πῆγε ὡς τὴν πόρτα καὶ γυρνῶντας τοῦ εἶπε: "Μᾶς ἐπισκέφθηκε ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μας, δὲν τὴν κατάλαβες;".
Ἕνας ἄλλος πνευματικός, Ἀθηναῖος κι' αὐτός, πῆγε κάποτε στὴ Λαμία, γιὰ νὰ μιλήσει σὲ ἕνα Ἱερατικὸ Συνέδριο γιὰ τὴν Ἐξομολόγηση. Περιμένοντας μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα ν' ἀρχίσει τὸ συνέδριο, ἔβλεπε τοὺς κληρικοὺς ποὺ προσκυνοῦσαν τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἔβγαιναν νὰ πάρουν τὶς θέσεις τους. Πέρασε ἀνάμεσά τους κι ἕνας Γέροντας κληρικός.
Στὸ πέρασμά του ἔνοιωσε εὐωδία καὶ ρώτησε νὰ μάθει ποιός εἶναι. Εἶναι ὁ π. Βησσαρίων ὁ πνευματικός, τοῦ ἀπάντησαν.
Πολλὲς φορὲς δεχόταν πόλεμο τοῦ σατανᾶ καὶ πάλευε μαζί του.
Θυμᾶται ὁ π. Δαμασκηνός:
Ἕνα βράδυ καθόμασταν στὴ βεράντα τῆς μονῆς. Ἀκούσαμε ξαφνικά τον π. Βησσαρίωνα μέσα στὸ δωμάτιό του νὰ φωνάζει.
Τρέχουμε ἀμέσως καὶ τὸν εἴδαμε νὰ εἶναι μαζεμένος κουβάρι στὴν κορυφὴ τοῦ κρεβατιοῦ του. Ἦταν ἀναστατωμένος, τὸ κορμί του ἔτρεμε.
"Τί σοῦ συμβαίνει παππούλη"; Τὸν ρώτησα.
"Νὰ παιδί μου", μοῦ εἶπε, καὶ μοῦ ἔδειξε τὴ γωνία τοῦ δωματίου.
"Ἐκεῖ εἶναι ἕνα μαῦρο θηρίο, ποὺ μοῦ ἐπιτίθεται. Ὁρμάει καταπάνω μου καὶ μὲ φοβερίζει".
Καθίσαμε μαζί του κάμποση ὥρα. Ἠρέμησε σιγά -σιγά, τὸν καληνυχτίσαμε καὶ φύγαμε. Τὸ πρωὶ μὲ κάλεσε καὶ μοῦ εἶπε νὰ βρῶ δύο καλὰ ξύλα καὶ νὰ τοῦ φτιάξω ἕνα μεγάλο Σταυρό. Ἔφτιαξα ἕνα Σταυρὸ καὶ τοῦ τὸν ἔδωσα.
"Θὰ τὸν βάλω στὸ προσκεφάλι μου, μοῦ εἶπε, κι ἂς τολμήσει νὰ ξανάρθει τώρα ὁ πονηρός. Θὰ ὑψώσω τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου μου καὶ θὰ φύγει".
Χιλιάδες οἰκογένειες ἀνακούφισε ὁ εὐλογημένος Γέροντας. Σπούδασε παιδιά,προίκισε κορίτσια. Βοηθοῦσε ἀσθενεῖς. Ἐνίσχυε πολλὲς ἐκκλησίες καὶ βοηθοῦσε τὰ ἱδρύματα.
Πολλοὶ χριστιανοὶ λένε, καὶ τὸ θεωροῦν ἰδιαίτερη εὐλογία, πὼς κοιμήθηκε στὸ σπίτι τους. Κάποιοι ἀπ' αὐτοὺς κάνουν λόγο καὶ γιὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ εἶδαν καὶ ἔζησαν μὲ τὸν Γέροντα.
Σ' ἕνα σπίτι στὴ Λοκρίδα, εἶδαν οἱ οἰκεῖοι τον π. Βησσαρίωνα τὴ νύχτα νὰ προσεύχεται στὸ δωμάτιό του γονατιστός, λουσμένο μέσα στὸ φῶς καὶ ὑψωμένο πάνω ἀπὸ τὸ πάτωμα τοῦ δωματίου.
Πολλὰ περιστατικὰ δείχνουν πὼς τὸν π. Βησσαρίωνα τὸν μετακινοῦσε, πολλὲς φορές, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Κάθε Δευτέρα καὶ Τρίτη, πήγαινε στὰ Νοσοκομεῖα τῆς Λαμίας. Ἀπὸ κρεβάτι σὲ κρεβάτι, ἔβλεπε ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς βοηθοῦσε.
DSC01577Κάποτε στὸ νοσοκομεῖο τῆς Λαμίας συνάντησε ἕναν βαρειὰ ἄρωστο ἄνθρωπο μὲ προχωρημένο καρκίνο, σχεδὸν στὰ τελευταῖα του. Πῆγε κοντά του καὶ κάθισε δίπλα του.
"Τί κάνεις παιδί μου;", τὸν ρώτησε
"Δὲν εἶμαι καλὰ παππούλη, πεθαίνω".
"Παιδί μου ἔχω ἕνα φάρμακο ποὺ θὰ σὲ κάνει καλά".
"Τί φάρμακο, παππούλη; Ὅλα τὰ πῆρα καὶ καμιὰ ὠφέλεια δὲν εἶδα"
"Αὐτὸ τὸ φάρμακο ποὺ ἔχω ἐγώ, δὲν τὸ πῆρες. Θέλεις νὰ σοῦ τὸ φέρω;"
"Φέρτο μου, παππούλη".
Τὸν ἐξομολόγησε καὶ πῆγε καὶ τοῦ ἔφερε τὴν θεία Κοινωνία. Ἀνασηκώθηκε ὁ ἀσθενής, ἔκαμε τὸν σταυρό του κλαίγοντας καὶ Κοινώνησε.
"Παιδιά μου, εἶπε ὁ Γέροντας, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔγινε καλά! Τελείως καλὰ καὶ πῆγε γερὸς στὸ σπίτι του".
Τὸ σῶμα του ἦταν ἀσθενικό. Προσβάλλονταν εὔκολα ἀπὸ κρυολογήματα.
Ἕνα γερὸ κρυολόγημα, στὰ 83 του χρόνια, ἐξελίχθηκε σὲ πνευμονία ποὺ τὸν ὁδήγησε τελικὰ στὸ νοσοκομεῖο "Σωτηρία". Ὕστερα ἀπὸ 13 ἡμέρες νοσηλείας, ἔχοντας στὸ πλευρό του τὸν ἡγούμενό του π. Γερμανό, ὁ π. Βησσαρίων, ὁ ἅγιος τῶν πτωχῶν καὶ τῶν βασανισμένων, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
Πλῆθος κόσμου τὸν ἀποχαιρέτισε μὲ δάκρυα στὰ μάτια, παρὰ τὸ δριμὺ ψῦχος.
Ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης Δαμασκηνὸς τελείωσε τὸν σύντομο λόγο του, κατὰ τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία, μὲ τὰ παρακάτω λόγια: "Σήμερα χριστιανοί μου, κηδεύουμε ἕναν Ἅγιο"!
Μαρτυρίες χριστιανῶν καὶ συμμοναστὼν τοῦ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἁγιότητά του, πρὶν ἐπισφραγισθεῖ μὲ τὴν ἐκταφῇ του.
Μιὰ μέρα, πρὶν τὸ σαρανταήμερο μνημόσυνο, λέει ὁ π. Δαμασκηνός, μπῆκα στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ καθολικοῦ ἀπὸ τὴ νότια πύλη καὶ βλέποντας πρὸς τὸ μέρος τῆς Ἁγίας Τράπεζας, εἶδα στὸ ἀπέναντι παρεκκλήσιο τὸν π. Βησσαρίωνα ὁλοζώντανο. Ἀγαλλίασε ἡ ψυχή μου.
"Πάτερ μου", φώναξα, καὶ κινήθηκα πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, γιὰ νὰ πάω σιμά του. Ὅταν ἔφθασα, ὁ παππούλης δὲν ἦταν ἐκεῖ!
Μιὰ ἄλλη μέρα ὁ Νῖκος, δόκιμος στὸ μοναστήρι, μπῆκε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, ὅπου καὶ τὸ ἐξομολογητήριο ποὺ ἐξομολογοῦσε ὁ Γέροντας καὶ εἶδε πάνω στὴν καρέκλα του ἕνα λευκὸ περιστέρι.
Ἅπλωσε καὶ τὸ πῆρε στὰ χέρια του χωρὶς αὐτὸ νὰ ταραχθεῖ καθόλου. Τὸ φίλησε στὸ κεφάλι καὶ βγῆκε ἔξω νὰ τὸ ἐλευθερώσει. Τὸ περιστέρι χάθηκε ἀπὸ τὰ χέρια του, χωρὶς νὰ ἀκουστεῖ τὸ φτερούγισμά του.
Ὁ γέροντας Γερμανὸς εἶπε πὼς ἦταν ἡ ψυχή του Παππούλη.
Ἕνας ἱερέας ἀνέβηκε στὸ μοναστήρι μὲ κάποιους συγγενεῖς του. Προσκύνησαν τὴν Παναγία καὶ τὸν ὅσιο Ἀγάθωνα καὶ μετὰ κατέβηκαν στὸν τάφο. Ἐκεῖ ὁ ἱερέας θέλησε νὰ διαβάσει ἕνα τρισάγιο. Φόρεσε τὸ πετραχήλι του, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶδε πὼς εἶχαν σωθεῖ τὰ καρβουνάκια, εἶπε: "Πάτερ, συγχώρεσέ με ποὺ θὰ διαβάσω χωρὶς θυμίαμα". Ἄρχισε τὸ τρισάγιο καὶ ὅταν ἔψαλε τὸ "μετὰ πνευμάτων δικαίων καὶ τετελειωμένων...", ὁ τάφος τοῦ Γέροντα μοσχοβόλησε ἀπὸ μόνος του!
Πολλὰ γράμματα ἔφτασαν καὶ φτάνουν στὸ μοναστήρι, στὰ ὁποῖα πολλοὶ συνάνθρωποί μας ἐξιστοροῦν θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει ὁ π. Βησσαρίων σ' αὐτούς.
Πηγές:
Ἀρχ. Δαμασκηνοῦ Ζαχαράκη, Πῶς ἔζησα τὸν Γέροντα Βησσαρίωνα τὸν Ἀγαθωνίτη
Ἀρχ. Δαμασκηνοῦ Ζαχαράκη, Τὸ χρονικὸ τῆς ἐκταφῇς τοῦ ἀφθάρτου σκηνώματος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Βησσαρίωνος τοῦ Ἀγαθωνίτου
Ἀναδημοσίευση ἀπό sch.gr/ppanopoulos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου