Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Παλλαδίου Ὁσίου, Ἰακώβου Ἀσκητοῦ, τῆς Ἁγίας μητρός
καὶ τῆς θυγατρός της, Χάριτος, Γεωργίου Μάρτυρα, Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας,
Ἐφραὶμ ἐκ Κιέβου, Θεοδοσίου τῆς Τότμα, Ἰσαάκ του Σύρου, Μνήμη ὅλων των
Ἐρημιτῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Νίσιβη
τῆς Μεσοποταμίας πιθανῶς τὸ 308 μ.Χ. ἢ καὶ ἐνωρίτερα.
Ἤκμασε ἐπὶ Μεγάλου
Κωνσταντίνου (324-337 μ.Χ.), Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) καί
τῶν διαδόχων αὐτοῦ.
Ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία διδάχθηκε τὴν πίστη
καὶ τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς γενέτειράς του Ἰάκωβο (309-364 μ.Χ.),
ὁ ὁποῖος καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος ἀρνήθηκε νὰ λάβει
μεγαλύτερο ἀξίωμα.
Ἀκολούθησε πολὺ νωρὶς τὸν μοναχικὸ βίο καὶ μὲ τό
φωτισμὸ τοῦ Παρακλήτου ἔγραψε πάρα πολλὰ συγγράμματα πνευματικῆς καί
ἠθικῆς οἰκοδομῆς.
Γι’ αὐτὸ καὶ θαυμάζεται γιὰ τὸ πλῆθος καὶ τό
κάλλος τῶν ἔργων του. Γνώστης ἀκριβὴς ὅλων τῶν δογματικῶν θεμάτων, ἤξερε
νὰ καταπολεμᾶ τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ ὑπερασπίζει μὲ θαυμάσια σαφήνεια την
Ὀρθοδοξία.
Ἦταν ἐκεῖνος ποὺ κατατρόπωσε σὲ διάλογο τὸν αἱρετικό
Ἀπολλινάριο καὶ ὁδήγησε πολλοὺς αἱρετικοὺς νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πατρώα
εὐσέβεια.
Ὅταν, διὰ τῆς συνθήκης τοῦ ἔτους 363 μ.Χ., ποὺ ὑπέγραψε ὁ
διάδοχος τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, Ἰοβιανὸς (363-364 μ.Χ.), ἡ Νίσιβης
παραδόθηκε στοὺς Πέρσες, ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα του καί
ἦλθε στὴν Ἔδεσσα, ὅπου ἀσκήτεψε σὲ παρακείμενο ὅρος.
Το ἔτος 370
μ.Χ. ἐπισκέφθηκε τὸν Μέγα Βασίλειο στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί
λίγο ἀργότερα τοὺς Πατέρες καὶ Ἀσκητὲς τῆς Αἰγύπτου.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 373
μ.Χ. καὶ ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας, στήν
περιοχὴ Φιλοξένου, κοντὰ στὴν ἀγορά.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Ρεῖθρον
ἄϋλον, ἐν τῇ ψυχῇ σου, τὸν ζωήρρυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως
κρατὴρ ἀναδέδειξαι, ὅθεν ἡμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοῖς ἱεροῖς σου
ρυθμίζεις διδάγμασιν. Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι
ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τήν
ὥραν ἀεί, προβλέπων της ἐτάσεως, ἐθρήνεις πικρῶς, Ἐφραὶμ ὡς φιλήσυχος,
πρακτικὸς δὲ γέγονας, ἐν τοῖς ἔργοις διδάσκαλος Ὅσιε. Ὅθεν Πάτερ
παγκόσμιε, ραθύμους ἐγείρεις πρὸς μετάνοιαν.
Ὁ Ὅσιος Παλλάδιος
Ὁ
Ὅσιος Παλλάδιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Συρία καὶ ἀσκήτεψε στὸ ὅρος Ἤμμη (ἤ
Ἴμμαι). Ἐκεῖ ἔκτισε ἕνα μικρὸ κελὶ καὶ κλείσθηκε μέσα μὲ ἀγρυπνία,
νηστεία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Ἔτσι ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα
τῆς θαυματουργίας. Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματά του, τὸ ὁποῖο διηγεῖται ὁ
Θεοδώρητος Κύρου, στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του, εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς:
Κάποιοι
ληστὲς ἔριξαν πρὸς τῆς θύρας τοῦ Ὁσίου ἕναν πλούσιο ἔμπορο, τὸν ὁποῖο
ἀφοῦ λήστεψαν, τὸν ἔσφαξαν. Ὅταν ξημέρωσε καὶ ἔγινε γνωστὸ τὸ ἔγκλημα,
ὅλοι θεώρησαν ἔνοχο γιὰ τὴν σφαγὴ τοῦ ἐμπόρου τὸν Ὅσιο.
Ὅμως, ὁ Ὅσιος
προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἀνέστησε τὸ νεκρό. Ἐκεῖνος, μόλις ἀναστήθηκε
ὑπέδειξε τὸν φονιᾶ καὶ δήλωσε ὅτι ὁ Ὅσιος δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τό
προαναφερθὲν σὲ αὐτὸν ἔγκλημα.
Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Ὅσιος Παλλάδιος ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἀσκητής
Ὁ
Ὅσιος Ἰάκωβος ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε ἐπὶ δέκα πέντε χρόνια σὲ ἕνα
σπήλαιο, κοντὰ στὴν κωμόπολη Πορφυρεώνη.
Κατὰ τὴν διάρκεια του
πνευματικοῦ τοῦ ἀγῶνα ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ κάθε εἴδους ἄσκηση καί
κακουχία.
Κάποτε μερικοὶ ἀκόλαστοι καὶ φθονεροὶ ἄνθρωποι ὁδήγησαν
στὸν Ὅσιο μιὰ πόρνη. Αὐτή, ἀφοῦ μὲ δόλο κατόρθωσε νὰ εἰσέλθει στὸ κελί
τοῦ, τὸν προκαλοῦσε νὰ διαπράξει ἁμαρτία μαζί της.
Ἐκεῖνος ὅμως τῆς
ὑπενθύμισε τὴν τιμωρία τοῦ μέλλοντος πυρός. Ἔτσι, τὴν ἔκαμε νά
συναισθανθεῖ την ἀμαρτωλότητά της, νὰ μετανοήσει, νὰ ἀλλάξει τρόπο ζωῆς
καὶ νὰ ἀκολουθήσει πλέον ἀναγεννημένη πνευματικὰ τὸν Χριστό.
Ἐπειδή
ὅμως κανένας δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὶς ἐνέδρες τοῦ διαβόλου, συνέβη καὶ ὁ
Ὅσιος αὐτὸς νὰ πέσει σὲ μεγάλο παράπτωμα, γιὰ νὰ γίνει παράδειγμα σέ
ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ὁδηγὸς πρὸς μετάνοια. Νά, λοιπόν, τί συνέβη:
Κάποιος ἄνθρωπος ἐπιφανὴς εἶχε μιὰ θυγατέρα δαιμονισμένη, τὴν ὁποία πῆγε
στὸν Ὅσιο νὰ τὴν θεραπεύσει. Ἐκεῖνος προσευχήθηκε καὶ ἀμέσως το
δαιμόνιο ἔφυγε καὶ ἄφησε ἐλεύθερη τὴ νέα.
Ο πατέρας της ὅμως, ἐπειδή
φοβόταν μήπως καὶ πάλι τὸ δαιμόνιο ἐνοχλήσει τὴν θυγατέρα του, την
ἄφησε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου.
Γιὰ συντροφιά της ἄφησε ἐκεῖ καὶ τὸ νεότερο
ἀδελφό της. Ὁ ἀσκητὴς ὅμως Ἰάκωβος νικήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία καί
διέφθειρε τὴ νέα.
Καὶ στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ μὴ γνωστοποιηθεῖ ἡ μυσαρή του
πράξη καὶ ἐξευτελισθεῖ, φόνευσε καὶ τὴ νέα καὶ τὸν ἀδελφό της καὶ ἔριξε
τὰ σώματά τους στὸ ποτάμι ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ φοβερά
αὐτὰ ἐγκλήματα ποὺ διέπραξε, ἔχασε κάθε ἐλπίδα γιὰ σωτηρία καὶ τοῦ
δημιουργήθηκε ἡ ἀκατάσχετη ἐπιθυμία νὰ ἀφήσει τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ νά
ἐπανέλθει στὸν κόσμο.
Στὸ δρόμο ὅμως τὸν συνάντησε κάποιος εὐλαβής
μοναχός, στὶς παραινέσεις τοῦ ὁποίου πειθάρχησε ὁ Ὅσιος, ποὺ ἀποφάσισε
νὰ κλειστεῖ μέσα σὲ ἕνα τάφο καὶ νὰ ὑπομείνει κάθε σκληραγωγία.
Εκείνο
τὸν χρόνο σημειώθηκε στὴ χώρα μεγάλη ξηρασία καὶ ὁ Θεὸς κατὰ θαυμαστό
τρόπο μήνυσε στὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ὅτι, ἂν δὲν προσευχηθεῖ ὁ Ὅσιος
Ἰάκωβος ποὺ διαμένει στὸν τάφο, δὲν θὰ λάβει τέλος ἡ ἀνομβρία.
Ἀμέσως
λοιπόν, τότε ὁ Ἐπίσκοπος ἐπισκέφθηκε τὸν Ὅσιο, μαζὶ μὲ ὅλο τὸν λαὸ καί
τὸν παρακάλεσε νὰ προσευχηθεῖ, γιὰ νὰ ἀνοίξουν οἱ κρουνοὶ τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ
Ὅσιος, μετὰ ἀπὸ τὴν παράκληση τοῦ Ἐπισκόπου, προσευχήθηκε μὲ ἄκρα
ταπείνωση καὶ βαθιὰ πίστη στὸν Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του,
διότι, ἂν καὶ εἶχε διαπράξει βαρύτατα ἁμαρτήματα, εἶχε εἰλικρινά
μετανοήσει καὶ ἔστειλε πλούσια τὴν βροχὴ στὴ γῆ.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔδωσε
στὸν Ὅσιο τὴν ἐλπίδα ἀλλὰ καὶ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς τὸν συγχώρεσε.
Καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ βεβαιότητα αὐτὴ συνέχισε τὸν ἐπίπονο ἀσκητικό
τοῦ βίο.
Ἔτσι ἀγωνιζόμενος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ΄ Αὐτόμελον
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ' εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γὰρ ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἀβράμιε τὸ πνεῦμά σου.
Οἱ Ἀγίες δύο Μάρτυρες, Μητέρα καὶ Θυγατέρα
Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησαν διὰ ξίφους, οἱ δυὸ γυναῖκες μάρτυρες, ἡ μητέρα μὲ τὴν θυγατέρα της.
Ἡ Ἁγία Χάρις
Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησε κόβοντάς της τὰ πόδια, ἡ Μάρτυς Χάρις.
Πόδας Χάρις τμηθεῖσα, πρὸς Θεὸν τρέχει·
Τοὺς ψυχικοὺς γὰρ οὐ συνετμήθη πόδας.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ
Ἅγιος Μάρτυρας Γεώργιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὑγγαρία, ἀλλὰ ἔζησε στήν
πόλη Ροστὼβ τῆς Ρωσίας καὶ ἦταν στὴν ὑπηρεσία του πρίγκηπα Βόριδος
Βαλντιμίροβιτς. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1015.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ
Ὅσιος Ἐφραίμ του Νοβοτόρζσκϊυ γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἐκάρη μοναχὸς στή
μονὴ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Τορζόκ.
Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἔζησε
θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1053.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ ἐκ Κιέβου
Ὁ
Ὅσιος Ἐφραὶμ γεννήθηκε στὸ Κίεβο καὶ ἦταν οἰκονόμος τοῦ πρίγκιπα του
Κιέβου Ἰζιασλάβου, υἱοῦ του Γιαροσλάβου (1054-1068).
Ἔγινε μοναχὸς καί
ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τῶν Σπηλαίων του Κιέβου. Ἀλλὰ ὁ μισόκαλος
διάβολος ἐφρύαξε βλέποντας νὰ πληθύνεται ἡ οἰκογένεια τῶν μοναχῶν.
Έκανε,
λοιπόν, τὸν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο νὰ ὀργισθεῖ καὶ νὰ προκαλέσει πολλές
θλίψεις στοὺς Πατέρες τῶν Σπηλαίων.
Ὅταν ἡ δοκιμασία πέρασε, ὁ Ὅσιος
ἐπιδόθηκε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἡ ἐπιθυμία του νά
ἐπισκεφθεῖ ἁγίους τόπους ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Κωνσταντινούπολη καί
τὴν Παλαιστίνη.
Ήθελε νὰ προσκυνήσει τὰ μέρη ποὺ ἀγωνίσθηκαν καί
ἔζησαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ Ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου.
Ἐπιστρέφοντας στὴν Λαύρα του Κιέβου ἔφερε τὸ μοναστικὸ τυπικὸ καὶ τήν
ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς Στουδίου της
Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐξελέγη περὶ τὸ 1090, Ἐπίσκοπος
τῆς πόλεως Περεγιασλὰβ καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου
Ἰωάννη.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1098 καί
ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου του Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τῆς Τότμα
Ὁ
Ὅσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε τὸν 16ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν πόλη Βολογκντά της
Ρωσίας. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἰουλιανός. Ἀσκήτεψε στὴ μονή της Τότμα
καὶ θεωρεῖται ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ὁσιακὲς μορφὲς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ
Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1568.
Ὁ Ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος Ἐπίσκοπος Νινευί
Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος δὲν εἶχε καθορισμένη ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ στὸ ἑλληνορθόδοξο ἡμερολόγιο.
Συνηθιζόταν νὰ μνημονεύεται τὸ ὄνομα τοῦ στὶς 28 Ἰανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν ἄλλο μεγάλο Σῦρο πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ὅσιο Ἐφραίμ.
Ὡστόσο ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια καὶ μὲ πρωτοβουλία τοῦ ὁσίου γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου,ο ὁποῖος εὐλαβείτο πολύ τὸν ὅσιο Ἰσαάκ, συντάχθηκε ἡ ἀκολουθία του καὶ ἐπελέγη ἡ 28η Σεπτεμβρίου ὡς ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς ὁσιακῆς μνήμης του.
Μάλιστα χτίστηκε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ὁ πρῶτος ναὸς τοῦ Ὁσίου, σὲ κελλὶ μοναχοῦ τῆς συνοδείας τοῦ γέροντος Παϊσίου.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀσκητικοὶ λόγοι. Ἀββᾶς Ἰσαάκ του Σύρου», Ἐκδόσεις Ἀπόστολος Βαρνάβας, διαβάζουμε:
Ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἰσαάκ, ὁ μέγας καὶ θαυμαστὸς στὴν ἀρετή, ὁ οὐρανοπολίτης αὐτὸς ἄνθρωπος καὶ ἐπίγειος ἄγγελος, τοῦ θαυμάσιου ἐκείνου Ἀβραὰμ ὄχι υἱός, ἀλλὰ γνήσιος ἀπόγονος, ὑπῆρχε τὸ μὲν γένος Σῦρος, γεννήθηκε δὲ κατὰ ἄλλους στὴν Νινευὴ πόλιν τῆς Μεσοποταμίας, κατ' ἄλλους γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε καὶ μεγάλωσε σὲ κάποια κωμόπολη, ὄχι μακριά της Ἐδέσσης, πόλεως τῆς Συρίας.
Ποῖοι ὑπῆρξαν οἱ γονεῖς τούτου τοῦ μακαρίου πατρὸς καὶ ποίας καταστάσεως ἄνθρωποι ἦσαν καὶ πῶς λεγόντουσαν, εἶναι ἄγνωστο. Γνωρίζομε ὅμως, ὅτι ὁ θεῖος οὗτος πατὴρ στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμο ἀπῆλθε μετὰ τοῦ αὐτάδελφού του σὲ κοινόβιο, στὰ μέρη ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, ὁποὺ καὶ ἄλλοι πολλοὶ τότε ἀσκοῦσαν τὴν ἐν σώματι Ἀγγελικὴ πολιτεία.
Ἀφοῦ ντύθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ τὸν τρόπον καὶ τὸν βίον καὶ γυμνάστηκε στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας καὶ πόνους καὶ κορέστηκε ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς πρακτικῆς ἀρετῆς καὶ ἀφοῦ μὲ ἱκανὸ τρόπο κατεκοίμησε τὰ ἄταχτα τῆς σάρκας πάθη καὶ τὴν σάρκα καθυπέταξε στὸ πνεύματι, πεθύμησε τὴν στερεὰ τῆς βαθυτέρας θεωρίας τοῦ πνεύματος τροφή.
Καὶ ἀμέσως ἔφυγε ἀπὸ τὸ κοινόβιο καὶ ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τῆς ἱερὰ ἀδελφότητα καὶ δρομαῖος ἦλθε ὡς διψασμένο ἐλάφι στὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων σὲ ἐρημικὸ τόπον, μακριὰ τοῦ κόσμου καὶ τῆς συναναστροφῆς τῶν πολλῶν, κατοίκησε ἐντὸς μεμονωμένου κελιοῦ, μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ καὶ τῷ ἑαυτοῦ πνεύματι ἀσχολούμενος.
Ὁ δὲ αὐτάδελφος, ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἠγουμενία τοῦ κοινοβίου, ἔγραφε ἐπανειλημμένως πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν παρακαλοῦσε δεόμενος, νὰ ἐπανέλθει στὴν πρώτη αὐτοῦ μετάνοια, ἀλλὰ ὁ θεῖος Ἰσαὰκ γλυκαθεῖς τὴ γλυκύτητα τῆς θεωρίας τοῦ πνεύματος καὶ τῆς μελέτης τῶν θείων ἐννοιῶν καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, παντελῶς δὲν πρόσεχε στοῦ ἀδελφοῦ τὶς παρακλήσεις, οὐδὲ συγκατατέθηκε ν' ἀφήσει τὸ τῆς ἡσυχίας ἀμέριμνο καὶ ἀτάραχο. Καὶ ἀφοῦ οἱ παρακλήσεις δὲν μπόρεσαν νὰ κατορθώσουν τὴν ἐπιστροφή του, θεῖα ἀποκάλυψις προσκάλεσε αὐτῶν ἄνωθεν στὴν ἀρχιερατικὴ ἐπιστασία των Νινευιτῶν ἐκκλησίας. Καὶ ἐὰν ἕνας τὸν ἀδελφῶν αὐτοῦ, ἐφάνη παρήκοος πρότερον, ὕστερον ὅμως στὴν θεία φωνὴ ὑπέκυψε τὸν αὐχένα μετὰ ταπεινώσεως. Ἀφήνει λοιπὸν τὴν ἔρημο καὶ ἡσυχία ὁ φιλέρημος καὶ φιλήσυχος Ἰσαὰκ καὶ τῆς μεγαλουπόλεως Νινευὴ προχειρίζεται ἐπίσκοπος.
Δὲν ἔπρεπε βέβαια ὁ λύχνος νὰ βρίσκεται ὑπὸ τὸν ἐρημικὸ μόδιο κρυμμένος, ἀλλὰ νὰ τεθεῖ ἐπὶ τὴν ποιμαντικὴ λυχνία, γιὰ νὰ διαυγάσει στοὺς μακρὰν τῆς ἐρήμου εὑρισκομένους τῆς διδασκαλίας καὶ ἀρετῆς τὸ φῶς ἀλλὰ αὐτὸ λίγο διήρκεσε, καὶ τόσο, ὥστε μόλις ἀνέτειλε καὶ φάνηκε το φῶς στὸν ὁρίζοντα τῆς ἐκκλησίας, καὶ πάλιν ἔδυσε καὶ κρύφτηκε καθότι ὁ ὅσιος οὗτος πατὴρ ἔπαθε ὁ,τι καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, ὁ ὁποῖος ὅταν ψηφίστηκε ἐπίσκοπος Σασίμων, ἀμέσως ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ. Αἴτια δὲ τῆς ἀμέσως ἀπὸ τὴν ἐπισκοπικὴ θέση ἀναχωρήσεις τοῦ πατρὸς Ἰσαὰκ ὑπῆρξε τὸ ἑξῆς περιστατικό.
Ὅταν χειροτονήθηκε ὁ ὅσιος καὶ κάθισε στὸ ἐπισκοπικὸ οἴκημα, παρέστησαν ἐνώπιον τοῦ δύο χριστιανοί, ὁ ἕνας ἦταν δανειστής, ὁ ἄλλος ὀφειλέτης· καὶ ὁ μὲν δανειστὴς ἀπαιτοῦσε τὸ δάνειο, ὁ δὲ ὀφειλέτης ὁμολογοῦσε τὸ χρέος, ἄλλα μὴ ἔχων πρὸς τὸ παρὸν τὰ χρήματα ζήτησε μερικὲς ἡμέρες προθεσμία ἀλλὰ ὁ ἄσπλαχνος ἐκεῖνος δανειστής, εἶπε ὅτι ἐὰν δὲν μοῦ ἀποδώσει, σήμερα αὐτὸς τὸ δάνειο, ἐγὼ ἐξάπαντος παραδίδω αὐτὸν στὸν κριτή.
Ὁ δὲ ὅσιος πατὴρ Ἰσαὰκ λέγει πρὸς αὐτόν, τέκνον, ἐὰν γιὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Εὐαγγελίου ὀφείλεις καὶ τὰ διὰ τῆς βίας παρὰ σοῦ ἀφαιρεθέντα πράγματα νὰ μὴ ζητεῖς, πόσο μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ ὑπομένεις λίγες μέρες ἡμέρας αὐτὸν ὁ ὁποῖος σὲ παρακαλεῖ;
Ὁ δὲ ἀνελεήμων ἐκεῖνος δανειστής, ἄφες, πάτερ, ἤδη τὸ εὐαγγέλιον, εἶπε μὲ αὐθάδεια καὶ ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ.
Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ ὅσιος Ἰσαάκ, εἶπε στὸν ἑαυτό του ἐὰν αὐτοὶ δὲν ὑπακοὺν στὰ προστάγματα τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου, τί λοιπὸν ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ νὰ πράξω;
Αὐτὰ εἶπε, καὶ εὐθὺς ἀναχώρησε πάλιν στὴν ἔρημο, καὶ ἦλθε καὶ κατοίκησε στὸ πρῶτον του κελίον, ὅπου μέχρι θανάτου ἀνδρείως καὶ καρτερικὸς ὑπέμεινε.
Ποιούς δὲ ἀγῶνας ἀνέλαβε ὁ μακάριος οὗτος πατὴρ κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῆς σαρκός, καὶ ποιός ὑπῆρξε κατὰ τὴν πρακτικὴ καὶ θεωρητικὴ ἀρετή, καὶ σὲ πόση ψυχῆς τελειότητα ἔφθασε, καὶ ποιά χαρίσματα ἀξιώθηκε στὸ βίο ὅσο ζοῦσε ἐπὶ τῆς γῆς, ὅλα αὐτὰ εἶναι περιττὸ νὰ διηγηθεῖ κάποιος· Καθ' ὅσον εὐκόλως ἐννοοῦνται ἀπὸ τὰ ἴδια λόγια ποὺ περιέχει τὸ παρὸν βιβλίο.
Ἀπὸ ὅσα μποροῦν νὰ γίνουν φανερὰ ὅτι ὅσα ἔγραψε ὃ θεῖος οὗτος πατήρ, πρῶτον κατόρθωσε αὐτὰ ὁ ἴδιος γιατί στὸν εἰκοστὸ ἕκτον λόγον λέγει, «ἐν πολλῷ καιρῷ πειραζόμενος ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ καὶ ἑαυτὸν δοκιμάσας ἐν τοῖς δυσὶ τρόποις τούτοις πολλάκις, καὶ δεξάμενος ἐκ τοῦ ἐναντίου πληγὰς ἀναρίθμητους, καὶ ἀξιωθεὶς μεγάλων ἀντιλήψεων κρυπτῶς, ἐκομισάμην ἐαυτω πεῖραν ἐκ τῶν μακρῶν χρόνων τῶν ἐτῶν, καὶ ἐν δοκιμασίᾳ καὶ Θεοῦ χάριτι ταῦτα ἐμαθον»· στὸν δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταῦτα ἔγραψα πρὸς ἀνάμνησιν ἐμήν, καὶ παντὸς ἔντυχάνοντός τῶδε τῷ συγγράμματι, καθὼς κατείληφα ἀπό τε τῆς θεωρίας τῶν γραφῶν, καὶ τῶν ἀληθινῶν στομάτων, καὶ μικρὸν ἀπ' αὐτῆς τῆς πείρας»· ἀλλὰ καὶ ὅσης χάριτος ἀξιώθηκε παρὰ Θεοῦ δὲν δυνήθηκε νὰ παρασιώπηση, καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους λόγους ἀμυδρῶς, μάλιστα στὸν τριακοστὸ ὄγδοο φανερῶς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις ὀτε ταῦτα ἔγγραφων, ὑπελείποντό μου οἱ δάκτυλοι ἐπὶ τὸν χάρτη, καὶ οὔχ ὑπέφεραν κατέναντι τῆς ἡδονῆς, τῆς ἐμπιπτούσης ἐν τῇ καρδίᾳ μου, καὶ τὰς αἰσθήσεις κατασιγαζούσης».
Κατὰ τοῦτο πρέπει νὰ θαυμάσει κάποιος τὴν ἀρετὴ τοῦ θείου πατρός, ὅτι ἐνῷ εὑρίσκετο μακρὰν τῶν ἀνθρώπων, κατεφλέγετο ὑπὸ τῆς πρὸς αὐτοὺς ἀγάπης, καθὼς ὁ ἴδιος περὶ ἑαυτοῦ διαμαρτυρόμενος, στὸν αὐτὸν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, οὔχ' ὑπομένω φυλάξαι τὸ μυστήριον ἐν σιωπῇ, ἀλλὰ γίνομαι ἄφρων γιὰ τὴν τῶν ἀδελφῶν ὠφελείαν διότι αὐτὴ ἐστὶν ἢ ἀγάπη ἢ ἀληθινή, ἥτις οὐ δύναται ὑπόμεινε ἔν τινι μυστήριο ἐκ τῶν ἀγαπητῶν αὐτῆς»· γιὰ αὐτὸ στὴν ἔρημο εὑρισκόμενος, πότιζε ἀφθόνως διὰ τοῦ ζωηροῦ νάματος τῆς διδασκαλίας του τὰς ψυχὰς τῶν ἀδελφῶν.
Ἔζησε ὁ ἅγιος οὗτος, ἀρχομένης τῆς ἑβδόμης ἀπὸ κτίσεως κόσμου χιλιάδος, τὸ ὁποῖο ἐξάγεται ἀπὸ κάποιο χωρίου τοῦ τριακοστοῦ τρίτου λόγου, ὅπου περὶ τῶν δαιμόνων λέγει οὕτως, «ἐξ ἐναντίας γὰρ τούτων (τῶν δαιμόνων), τῶν ἐχόντων ἐξακισχιλίους χρόνους εἰσφέρεις ἑαυτὸν δογμάτισε» ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερό, ὅτι ὅταν τὸν λόγον ἔγραφε, ὑπῆρχε ἤδη τελειωμένο τὸ ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἐξακισχιλιοστὸν ἔτος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, τῆς ἐν Χριστῷ πολιτείας φωστῆε πολύφωτος, θεοφόρε Ἰσαὰκ ὤφθης ἐν Πνεύματι, καὶ κατευθύνεις ἀσφαλῶς, σωτηρίας πρὸς ὁδόν, διδάγμασι θεοπνεύστοις, τοὺς εὐφημούντας σὲ Πάτερ, ὡς τοῦ Χριστοῦ θεῖον θεράποντα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τὴ ὑπερμάχῳ.
Τὴ ἰσαγγέλω πολιτεία σου, μακάριε, τοῦ Παρακλήτου ἀνεδείχθης θεῖον ὄργανον, Ἰσαάκ, καὶ μοναζόντων τύπος ἐν πᾶσιν, ἀλλ' ὡς χάριτος τῆς θείας ἐνδιαίτημα, χάριν αἴτησαι ἡμῖν καὶ φῶς οὐράνιον, τοῖς βοῶσι σοι, χαίροις, Πάτερ θεόσοφε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἡσυχίας θεῖος κανών, χαίροις μοναζόντων, ὁ διδάσκαλος ὁ σοφός, χαίροις ὁ παρέχων, τὰ πρόσφορα ἑκάστῳ, τῆς χάριτος τῷ λόγῳ, Ἰσαὰκ Ὅσιε.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί synaxarion.gr
Ἀπολυτίκια ἀπό youtube.com/@orthodoxmusic-8948
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Κουμπιά
- Αρχική
- Οπτικό Αγιολόγιο
- Ιανουάριος
- Φεβρουάριος
- Μάρτιος
- Απρίλιος
- Μάιος
- Ιούνιος
- Ιούλιος
- Αύγουστος
- Σεπτέμβριος
- Οκτώβριος
- Νοέμβριος
- Δεκέμβριος
- Πατερικά
- Γεροντικά
- Ομιλίες
- Εσταυρωμένος
- Επικοινωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου