Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

14 Ιανουαρίου Συναξαριστής

Τῶν Ἁγίων 38 Ἀββάδων τῶν ἐν Σινᾶ ἀναιρεθέντων, τῶν Ἁγίων 33 Ἀββάδων τῶν ἐν Ραϊθὼ ἀναιρεθέντων, Θεοδούλου Ὁσίου, Στεφάνου Ὁσίου, Νίνας Ἰσαποστόλου, Ἁγνῆς Μάρτυρος, Ἀδὰμ Ὁσίου, Σάββα Ἀρχιεπισκόπου, Ἰωαννικίου Ἀρχιεπισκόπου, Ἀκακίου ἐκ Ρωσίας, Μελετίου Γιακίμωφ Ἐπισκόπου Ριαζάν, Πλάτωνος Ἐπισκόπου Ἐσθονίας καὶ πάντων τῶν ἐν τῇ Ἐσθονίᾳ Ἁγίων Νεομαρτύρων.


Οἱ Ἅγιοι Τριάντα Ὀκτὼ Ἀββᾶδες τῶν ἐν τῷ ὄρει Σινᾶ ἀναιρεθέντων

Ἡ ἱερότητα τοῦ ὅρους Σινᾶ ἦταν ἑπόμενο νὰ ἑλκύσει ψυχὲς Ὁσίων καί Ἀναχωρητῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ζητοῦσαν τὴν ἐλεύθερη λατρεία, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν προσευχὴ σὲ ἐρημικούς τόπους.
Ὁ τόπος ἐκεῖνος χωρὶς νὰ δίνει ἀνέσεις ἦταν κατάλληλος γιὰ τήν πνευματικὴ ἀνύψωση τῆς ψυχῆς. Ἐπιπλέον δὲ οἱ ἐντυπώσεις ποὺ ἔρχονταν στό νοῦ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιὰ τὸ ὅρος Σινᾶ ἐνίσχυαν τὴν ἡσυχία τοῦ τόπου καὶ τὴν ὁλόψυχη ἀφοσίωση πρὸς τὸν Θεό.
Ἐπειδή τότε δὲν ὑπῆρχε κτισμένο μοναστήρι, οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι Ἀναχωρητὲς καί Ἀσκητὲς χρησιμοποιοῦσαν ὡς κελιά τους, σπήλαια ἢ καλύβες, τὶς ὁποῖες ἔκτιζαν σὲ μικρὴ ἀπόσταση τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἐφονεύθησαν ἀπὸ τοὺς Βλέμμυες, βάρβαρο λαὸ ποὺ κατοικοῦσε σὲ ὅλη τὴν ἔρημο, ἀπὸ τὴν Ἀραβία μέχρι τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καί ἄρχισε τὶς ἐπιδρομὲς τὸ 373 μ.Χ.
Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς βασιλείας του Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ) καὶ ὅταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἦταν ὁ Πέτρος (300-311 μ.Χ.), ἐφονεύθησαν καί ἄλλοι Ὅσιοι Πατέρες ποὺ ἡσύχαζαν στὸ ὅρος Σινᾶ.

Συγκεκριμένα, στὸ ὅρος Σινᾶ κατοικοῦσαν καὶ Σαρακηνοί. αὐτοί, ὅταν πέθανε ὁ ἀρχηγός τους, ξεσηκώθηκαν καὶ σκότωσαν πολλοὺς ἀσκητές.
Ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς διέφυγαν το θάνατο κατέφυγαν σὲ ἕνα ὀχύρωμα. Τότε, κατὰ θεία πρόνοια, φάνηκε την νύχτα στοὺς Σαρακηνοὺς μιὰ φλόγα ποὺ κατάκαιγε ὅλο τὸ ὅρος Σινᾶ καί ἔφθανε ὡς τὸν οὐρανό.
Μόλις εἶδαν τὴν φλόγα αὐτὴ οἱ Σαρακηνοί, φοβήθηκαν πολύ, ἄφησαν κάτω τὰ ὅπλα τους καὶ ἔφυγαν.
Οἱ Ἀσκητὲς πού ἐφονεύθησαν ἦταν τριάντα ὀκτὼ καὶ εἶχαν διάφορες πληγὲς στὰ σώματά τους. Ἄλλων δηλαδὴ εἶχαν ἀποκοπεῖ οἱ κεφαλές, ἐνῷ ἄλλων μόλις κρατοῦνταν ἀπό ἕνα μικρὸ τμῆμα δέρματος. Κάποιους μάλιστα, οἱ βάρβαροι τοὺς ἔκοψαν στή μέση καὶ χώρισαν τὰ σώματά τους σὲ δύο μέρη.
Ἀπὸ τὰ φονικὰ σπαθιά διεσώθησαν δύο Ἅγιοι, ὁ Σάββας καὶ ὁ Ἠσαΐας, οἱ ὁποῖοι καὶ ἔθαψαν τους φονευθέντες καὶ διηγήθηκαν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτούς.


Ἀπολυτίκιο







Οἱ Ἅγιοι Τριάντα τρεῖς Πατέρες Ἀββᾶδες τῶν ἐν τῇ Ραϊθὼ ἀναιρεθέντων

Ἕως δύο μέρες μακριὰ ἀπὸ τὸ ὅρος Σινᾶ, πρὸς τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, ἦταν ἡ ἔρημος Ραϊθώ, στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὁποίας ζοῦσαν Χριστιανοὶ Ἀναχωρητὲς καί Ἀσκητές. Αὐτοὶ οἱ μακαριστοὶ Πατέρες διένυαν τὸν ἀσκητικὸ ἀγῶνα ἐκεῖ πού εἶναι οἱ δώδεκα πηγὲς τῶν ὑδάτων καὶ ἑβδομῆντα στέλεχοι τῶν φοινίκων.
Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ πραγματοποιοῦσαν παράλληλα πρὸς τὸ ἀσκητικό τους ἔργο καὶ τὴ μεγάλη ἐντολὴ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου στούς ἀλλοεθνής.
Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ σφαγὴ τῶν Πατέρων στὸ Σινᾶ, οἱ βάρβαροι ἀποφάσισαν νὰ ἐξολοθρεύσουν καὶ τοὺς Πατέρες της Ραϊθώ.
Οἱ τριακόσιοι Βλέμμυες πῆραν αἰχμαλώτους τὶς γυναῖκες καί τὰ παιδιά των Φαρανιτῶν καὶ πῆγαν στὸ Κάστρο, ὅπου εἶχαν τὴν ἐκκλησία τοὺς ὁ Ἅγιοι Πατέρες.
Ἐκεῖνοι, μόλις ἀντελήφθησαν τοὺς βαρβάρους, ἔκλεισαν τὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ καὶ περίμεναν τὸν θάνατο.
Ὁ προεστός της μονῆς, Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρῶν, θύμισε στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ βασιλεία Του καὶ ὅτι ὑπὲρ αὐτῆς ἦσαν ἡ προσευχή τους, ἡ μελέτη τους, οἱ πόθοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ τώρα παρουσιάζεται λαμπρὴ εὐκαιρία νά ἀποκτήσουν τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, χύνοντας καὶ αὐτὸ τὸ αἷμα τους ὑπὲρ τοῦ Κυρίου καὶ μισθαποδότου τους.
Τοὺς παρακίνησε δέ, νὰ εὐχηθοῦν ὑπὲρ τῶν φονέων τους, οἱ ὁποῖοι ἦταν πραγματικὰ δυστυχεῖς καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ θυσία αὐτὴ θὰ συντελέσει στὴν αὔξηση τοῦ δένδρου της πίστεως.
Οἱ Πατέρες ἐπικρότησαν τὰ λόγια αὐτὰ καὶ προσευχήθηκαν. Οἱ Βλέμμυες τότε, ἔσπασαν τὴν πόρτα, εἰσῆλθαν μέσα καὶ ἔσπειραν τὸν θάνατο κατὰ διαφόρους τρόπους.
Τὶς σφαγὲς αὐτὲς καὶ τὶς ἀναιρέσεις διηγοῦνται ὁ μακάριος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀμμώνιος μοναχὸς στὴ Διήγησή του, καθὼς καὶ ὁ Ἀναστάσιος μοναχὸς ὁ Σιναΐτης κατὰ τὸν 7ο μ.Χ. αἰῶνα. Ἀρχικὰ ἡ μνήμη τοὺς ἑορταζόταν στὶς 28 Δεκεμβρίου, ἐπικράτησε ὅμως νὰ ἑορτάζεται σήμερα.





Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος, υἱὸς τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Σοφοῦ

Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος ἦταν υἱὸς τοῦ σοφοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ ἄφησε τὴν δόξα τοῦ κόσμου καὶ ἔγινε μοναχὸς στό ὅρος Σινᾶ μαζὶ μὲ τὸν υἱό του.
Οἱ ὅσιοι ἔζησαν πρὸ τῶν μέσων τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπὶ βασιλείας Θεοδοσίου Β’ (408-450 μ.Χ.).
Ἐκεῖ λοιπόν ποὺ διέμεναν, ὁ Νεῖλος, ὁ υἱός του Θεόδουλος καὶ οἱ ἄλλοι μοναχοί, ξαφνικὰ τοὺς ἐπιτέθηκαν βάρβαροι καὶ ἄρχισαν νὰ τοὺς κατασφάζουν. Ὁ Νεῖλος κατόρθωσε νὰ διαφύγει.
Τὸν υἱό του ὅμως, Θεόδουλο τὸν πῆραν μαζί τοὺς αἰχμάλωτο. Στὴν ἀρχὴ θέλησαν νὰ τὸν φονεύσουν, ἀλλὰ κατόπιν τον πούλησαν καὶ τὸν ἀγόρασε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Λούζης, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ἀπέδωσε τὴν ἐλευθερία του.
Ἀργότερα, ὁ Ὅσιος Θεόδουλος συναντήθηκε μὲ τὸν πατέρα του, τὸν Ὅσιο Νεῖλο, ὁ ὁποῖος εἶχε διαφύγει ἀπὸ τὴν σφαγή τῶν Ἀββάδων τοῦ Σινᾶ καὶ μετέβη μαζί του σὲ ἐρημικὸ τόπο γιὰ ἄσκηση καί προσευχή.
Κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονή τους συνέγραψαν λόγους καὶ ἐπιστολές μὲ πολύτιμες πνευματικὲς συμβουλὲς περὶ τοῦ τρόπου κατὰ τὸν ὁποῖο ὀφείλουν νὰ ζοῦν οἱ μοναχοί, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὰ ἱερὰ λείψανά του μετεκομίσθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουστίνου, ὅπου καὶ τὰ κατέθεσαν στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ὁσίου Θεοδούλου καθὼς καὶ ἄλλων Ἁγίων Ἀσκητῶν ἐτελεῖτο στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ Ναὸ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου ποὺ βρίσκεται στὸ ὀρφανοτροφεῖο.





Ὁ Ὅσιος Στέφανος, κτήτορας μονῆς Χηνολάκκου

Ὁ Ὅσιος Στέφανος καταγόταν ἀπὸ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, ἴσως την Καππαδοκία καί ἦταν ἀπὸ εὐγενικὴ γενεά. Ἀγαποῦσε τὸν ἀσκητικὸ βίο ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐπισκέφθηκε τὰ ἱερὰ μοναχικὰ καταφύγια πού βρίσκονταν στὴν Παλαιστίνη, τοὺς ἀσκητὲς στὸν Ἰορδάνη ποταμό, τὶς Λαῦρες τοῦ Ἁγίου Σάββα, Εὐθυμίου καὶ Θεοδοσίου τῆς ἐρήμου, ὅπου ἔμεινε ἀρκετό χρονικὸ διάστημα καὶ ἔμαθε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Ὕστερα ἐπανῆλθε, τὸ 710 μ.Χ., στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (717-741 μ.Χ.). Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γερμανό, ὁ ὁποῖος τοῦ δώρισε καὶ τόπο στὸν ὁποῖο ἔκτισε τὴν λεγόμενη Μονή του Χηνολάκκου, στὴν Τριγλία, κοντὰ στὴν θάλασσα, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.
Ἐπί της Ἠγουμενίας του ὁ Ὅσιος Στέφανος διακρίθηκε γιά τὴν πατρική του διοίκηση, τὴν τάξη τὴν ὁποία δημιούργησε, τὴν ἀγάπη πρός ὅλους.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ἔζησε ὑποδειγματικά, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα του Κυρίου καὶ ἀξιώθηκε ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεό τα χαρίσματα τῆς οὐράνιας δόξας καὶ μακαριότητος.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.





Ἡ Ἁγία Νίνα ἡ Ἰσαπόστολος

Ἡ Ἁγία Νίνα γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία, ὅπου κατοικοῦσαν πολλοὶ Γεωργιανοί καὶ φέρεται ὡς συγγενεῖς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.
Ὁ πατέρας της, Ζαβουλῶν, εὐσεβὴς καὶ φημισμένος στρατιωτικός, πρὶν ἀκόμα νυμφευθεῖ, εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του Καππαδοκία, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό. Ἡ μητέρα της, Σωσάννα, ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου.
Ὁ πατέρας της, φλεγόμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἔγινε, μέ τὴν συγκατάθεση τῆς συζύγου του, μοναχὸς στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἡ μητέρα τῆς Ἁγίας Νίνας τοποθετήθηκε ὡς διακόνισσα στὸ Ναό της Ἀναστάσεως. Τὴν Ἁγία Νίνα τὴν παρέδωσαν στὴν εὐλαβέστατη Γερόντισσα Νιοφόρα, γιὰ νὰ τὴν ἀναθρέψει.
Ὅταν ἡ Ἁγία Νίνα μελετοῦσε το Εὐαγγέλιο καὶ ἔφθασε στὸ κεφάλαιο ποὺ ἔγραφε γιὰ τὴν σταύρωση του Κυρίου, ὁ λογισμός της σταμάτησε στὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀναρωτήθηκε ποὺ ἂν βρίσκεται ἄραγε ἡ ἐπίγεια πορφύρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τῆς εἶπαν, λοιπόν, ὅτι κατὰ τὴν παράδοση, αὐτὴ φυλασσόταν στὴν πόλη Μιτσχέτη της Ἰβηρίας (Γεωργίας).
Τὴ μετέφερε ἐκεῖ ὁ ραβίνος τῆς πόλεως ποὺ ὀνομαζόταν Ἐλιόζ, ὁ ὁποῖος τὴν εἶχε παραλάβει ἀπὸ τὸ στρατιώτη ποὺ τὴν κέρδισε στὴν κλήρωση κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό.
Τὰ λόγια αὐτὰ χαράχτηκαν βαθιὰ στήν καρδιά της. Καὶ παρακάλεσε τὴν Θεοτόκο νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ πάει στὴν Χώρα τῶν Ἰβήρων, γιὰ νὰ προσκυνήσει τν χιτῶνα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της.
Ἡ Παναγία ἄκουσε τὴν προσευχή της καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν ὕπνο τῆς Ἁγίας. Τήν προέτρεψε νὰ πάει στὴν Ἰβηρία νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί τῆς πρόσφερε ἕνα Σταυρό  ἀπὸ κληματόβεργες, ποὺ θὰ ἦταν ἡ ἀσπίδα καὶ ὁ φύλακάς της.
Ἡ Ἁγία ξύπνησε καὶ εἶδε στὰ χέρια της τὸ θαυμαστὸ Σταυρό. Τὸν ἀσπάσθηκε, ἔκοψε μιὰ κοτσίδα ἀπὸ τὰ μαλλιά της, τὴν ἔπλεξε στόν Σταυρὸ καὶ πῆγε νὰ συναντήσει ἀμέσως τὸ θεῖο της Ἐπίσκοπο Ἰουβενάλιο. Ἐκεῖνος διέκρινε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἔδωσε τὴν εὐχή του.
Ἔτσι μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου, κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Γεωργία, περὶ τόν 3ο Αἰῶνα μ.Χ. Ἡ ἀποστολική της δράση καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ὁδήγησαν τοὺς βασιλεῖς τῆς Γεωργίας Μιριὰν (265-342 μ.Χ.) καὶ Νάνα στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἁγία βρῆκε τὸν τόπο, ὅπου εἶχε ἐναποτεθεῖ ὁ χιτῶνας τοῦ Χριστοῦ, στὸν κῆπο τῶν ἀνακτόρων καὶ ἐκεῖ ἀνήγειρε τὸ Ναό τοῦ Ἁγίου Στύλου.
Ἡ Ἁγία Νίνα κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ ὁ Θεὸς τὴν δόξασε διατηρῶντας τὸ τίμιο λείψανό της ἄφθαρτο.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ α'. Τὸν συνάναρχον λόγον

Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες σου οἱ ζηλώσαντες ἀκολουθῆσαι ταὶς τρίβοις τῶν ἀποστόλων Χριστοῦ, Νίνα σκεῦος Παρακλήτου παμφαέστατον’ ὅθεν τιμῶντες σὲ πιστῶς, Γεωργίας φρυκτωρὲ φωτόλαμπρε, σὲ αἰτοῦμεν’ ἡμῶν τὰ σκότη λιταῖς σου τῆς ἀγνωσίας πόρρω σκέδασον







Ἡ Ἁγία Ἁγνὴ ἡ Μάρτυς

Δέν ὑπάρχουν λεπτομέρειες γιὰ τὸν τόπο καὶ χρόνο τοῦ μαρτυρίου της.
Τὸ μόνο στοιχεῖο ποὺ ὑπάρχει εἶναι ὅτι μαρτύρησε σὲ σκοτεινὴ ἀπομόνωση φυλακῆς.





Ὁ Ὅσιος Ἀδάμ

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου. Πιθανότατα νὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς 33 ἐν Ραϊθὼ Ὁσιομάρτυρες.





Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας καὶ κτήτορας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδαρίου

Ὁ Ἅγιος Σάββας ἦταν υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα τῆς Σερβίας Στεφάνου Α’ Νεμάνια (στὶς βυζαντινὲς πηγὲς ἀναφέρεται Νεεμὰν) καὶ τῆς πριγκίπισσας Ἄννας. Τό λαϊκό του ὄνομα ἦταν Ρέσκο.
Ἡ ἵδρυση καὶ ὀργάνωση τοῦ πρώτου Σερβικοῦ κράτους ἀπὸ τὸ μέγα ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια (1167-1169), τον πατέρα τοῦ Ἁγίου, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ συνένωση ὅλων σχεδόν των Σέρβων σὲ ἑνιαῖο καὶ ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ κυριαρχία κράτος μὲ ἐπίκεντρο τὴ Ρασκία.
Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἰσαάκιος Β’ Ἄγγελος (1185-1195) συνῆψε, τὸ ἔτος 1190, εἰρήνη μὲ τὸ ζουπάνο των Σέρβων. Ἡ ἵδρυση του κράτους ἀνέδειξε τὴν ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων.
Σύμφωνα πρὸς τὶς ἱστορικὲς εἰδήσεις, ἂν καὶ ἡ παγίωση τοῦ Χριστιανικοῦ βίου στοὺς Σέρβους ἦταν ἀναντίρρητη, ἡ ἔλλειψη ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς διοργανώσεως παρέτεινε τὴν σύγχυση δικαιοδοσιῶν καὶ διευκόλυνε τὴν δράση τῶν αἱρετικῶν.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ υἱός του ζουπάνου τῶν Σέρβων Στέφανου ἀποσύρθηκε σὲ ἡλικία μόλις δέκα ἕξι ἐτῶν στὸ Ἅγιο Ὅρος.
Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Σάββας. Ἀργότερα, περί τὸ 1195, ἵδρυσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Στέφανο, ποὺ ἔγινε μοναχὸς καί ὀνομάστηκε Συμεῶν (τιμᾶται 13 Φεβρουαρίου), τὴ Μονή του Χιλανδαρίου μέ χρυσόβουλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195-1203).
Στὸ θρόνο τῆς Σερβίας ἀνῆλθε ὁ νέος ἡγεμόνας Στέφανος ὁ Πρωτοστεφὴς (1195-1228), υἱὸς τοῦ μοναχοῦ πλέον Συμεῶν, ποὺ εἶχε νυμφευθεῖ τὴν Εὐδοκία, θυγατέρα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195-1203).
Ὁ Ἅγιος Σάββας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Κωνσταντῖνο Μεσοποταμίτη καὶ τὸ 1204 ἐπέστρεψε στὴ Σερβία, ὅπου ἀσχολήθηκε μὲ τὴν εἰρήνευση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἀναδιοργάνωση της Ἐκκλησίας.
Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ Ἅγιος συνειδητοποίησε πληρέστερα τις ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁ ἀδελφός του Στέφανος δέχθηκε αὐθαίρετα το στέμμα τοῦ κράλη τῆς Σερβίας ἀπὸ τὸν Πάπα Ὀνώριο Γ’ (1204-1222) καὶ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μανουὴλ Α’ Σαραντηνὸ (1217-1222).
Οἱ προτάσεις του ἔγιναν δεκτές, ἀλλὰ ὁ αὐτοκράτορας ἐπέμενε στὴ χειροτονία τοῦ Ἁγίου Σάββα ὡς Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας της Σερβίας, ἀντὶ τοῦ προταθέντος προσώπου τῆς συνοδείας τοῦ Ἁγίου.
Πράγματι, ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μανουὴλ Α’ μετὰ τὴ συνοδικὴ ἀνακήρυξη της αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας της Σερβίας.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια ἀντέδρασε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Δημήτριος Χωματηνός, ποὺ ἀμφισβήτησε ὄχι μόνο τὴν κανονικότητα τῆς χειροτονίας τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλὰ καὶ τά κανονικὰ δίκαια τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς βασιλικῆς αὐθεντίας.
Ὁ Ἅγιος Σάββας, ἀφοῦ ἐργάσθηκε κατὰ Θεόν, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὸ Τύρνοβο τὸ ἔτος 1236. Τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο, ἀλλὰ κάηκε τὸ ἔτος 1594 ἀπὸ τὸν Σινὰν πασᾶ στὸ Βελιγράδι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον

Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, Ἀρχιερεὺς θεοφόρος ὤφθης καὶ θεῖος ποιμήν, τῆς Σερβίας ὁ φωστὴρ Σάββα μακάριε, καὶ Ἀποστόλων μιμητής, γεγονὼς ως ἀληθῶς, στηρίζεις τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ τῷ Σωτῆρι πρεσβεύεις, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.







Ὁ Ἅγιος Ἰωαννίκιος Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου

Ὁ Ἅγιος Ἰωαννίκιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. Ἐξελέγη Μητροπολίτης Τυρνόβου τῆς Βουλγαρίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.





Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἔζησε περὶ τὸν 16ο αἰῶνα στὴ Ρωσία. Ἔλαβε τὸ μοναχικό σχῆμα ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ τοῦ Βολοκολὰμσκ καὶ ὀνομάσθηκε Ἀλέξανδρος. Τὸ 1522 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς Τβὲρ καὶ Κασίν. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1567 καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του μετακομίσθηκε στὴ μονή του Ζέλτικωφ.





Ἅγιος Μελέτιος Γιακίμωφ ἐπίσκοπος τοῦ Ριαζάν

Ὁ κατὰ κόσμον Μιχαὴλ Κουζμὶτς Γιακίμωφ γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Νέμα τῆς Κομητείας Νολὶνσκ τοῦ Κυβερνείου Βιάτκας στὶς 29 Ὀκτωβρίου 1835.
Τὸ 1856 εἰσῆλθε ὡς δόκιμος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βιάτκας Τὴν 1 Φεβρουαρίου 1859 ἐκάρη μοναχός.
Στὶς 16 Μαρτίου 1859, φοιτητὴς ὄντας στὴ Θεολογικὴ Σχολή του Καζάν, χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Τσεμποξάρυ Νικόδημο.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1861 λόγῳ ταραχῶν ποὺ ξέσπασαν στὴν περιοχὴ διαγράφηκε ἀπὸ τὴ Σχολὴ μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ ἐστάλη ὡς Ἱεραπόστολος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ χωριὸ Ποσόλσκογε τῆς Μπουριατίας. Στὶς 30 Δεκεμβρίου 1862 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος.
Τὸ 1865 ὑπέβαλε διατριβὴ καὶ ἔλαβε τὸ πτυχίο ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία του Καζάν. Τὸ 1873 διορίστηκε ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἱεραποστολῆς στὴν περιοχὴ τοῦ Ἰρκούτσκ.
Στὶς 2 Φεβρουαρίου 1874 ἔλαβε τὸ ὀφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη. Στὶς 5 Νοεμβρίου 1878 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σελένγκας, Βικάριος τῆς Ἐπισκοπῆς Ἰρκοὺτσκ (ἀπὸ τὸ 1879 ἕδρευε στὴν πόλη Τσιτά).
Στὶς 5 Ἰουλίου 1889 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Γιακουτίας καὶ Βιλιούϊσκ. Σημαντικὸ ὑπῆρξε τὸ ἔργο του γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς λέπρας στὴν περιοχὴ τοῦ Γιακούτσκ.
Στὶς 14 Ὀκτωβρίου 1896 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ριαζὰν καὶ Ζαράϊσκ.
Ἐκοιμήθη στὸ Ριαζὰν στὶς 14 Ἰανουαρίου 1900. Τὸ 1984 ἀνακηρύχθηκε ἅγιος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ρωσίας.  





Ἅγιος Πλάτων ὁ Ἱερομάρτυρας πρῶτος ἐπίσκοπος Ἐσθονίας καὶ πάντων τῶν ἐν τῇ Ἐσθονίᾳ Ἁγίων Νεομαρτύρων

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πλάτων γεννήθηκε στὶς 13 Ἰουλίου τοῦ 1869 μ.Χ., στὴν ἐπαρχία Pätnu της Ἐσθονίας.
Φοίτησε σὲ διάφορες θεολογικὲς σχολὲς καὶ χειροτονήθηκε Ἱερέας. Περιόδευσε κηρύσσοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες ἐνορίες της Ἐσθονίας.
Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ἐσθονίας στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ 1917 μ.Χ., ἐπιδεικνύοντας μεγάλη δραστηριότητα καὶ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀνόρθωση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐνοριῶν.
Τὸ 1919 μ.Χ. συλλαμβάνεται ἀπὸ τὸ ἄθεο καθεστὼς τῆς Μόσχας καὶ ἀφοῦ βασανίστηκε, τουφεκίσθηκε στὶς 14 Ἰανουαρίου 1919 μ.Χ.
Τὴν ἴδια ἡμέρα, ἐπιτελοῦμε καὶ τὴν μνήμη τῶν ὑπόλοιπων Νεομαρτύρων Πρεσβυτέρων, Διακόνων καὶ κοσμικῶν Ἐσθονῶν.
Ἡ ἀσματικὴ ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Πλάτωνος εἶναι ποίημα τοῦ Μητροπολίτου Ἐδέσσης Ἰωήλ. 

Ἱερόαθλε Πλάτων τῆς Ἐσθονίας, τυφεκισμῷ ἐπεράτωσας τὸν βίον.
Δεκάτῃ μηνὸς τετάρτῃ, τὸ ζῆν ἐξεμέτρησε Πλάτων.



Πληροφορίες ἀπό Saint.gr, synaxarion.gr & users.sch.gr
Ἀπολυτίκια ἀπό youtube.com/@orthodoxmusic-8948
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου