Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων
Κατὰ Ματθαῖον, κεφάλαιο Β΄, ἐδάφια 1-15
Κατὰ Ματθαῖον, κεφάλαιο Β΄, ἐδάφια 1-15
1 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας ἐν ἡμέραις ῾Ηρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς ῾Ιεροσόλυμα 2 λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.
3 ᾿Ακούσας δὲ ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα ῾Ιεροσόλυμα μετ᾿ αὐτοῦ, 4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. 5 Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου· 6 καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ ᾿Ιούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν ᾿Ιούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν ᾿Ισραήλ.
7 Τότε ῾Ηρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος, 8 καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. 9 Οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· 10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, 11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν· 12 καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς ῾Ηρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.
13 Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου.
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Παναγιώτη Τρεμπέλα
1 Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας τὶς ἡμέρες τοῦ βασιλιᾶ Ἡρώδη, ἰδού, σοφοὶ ἀστρονόμοι ἀπὸ τὰ μέρη τῆς ἀνατολῆς ἦλθαν στὰ Ἱεροσόλυμα 2 καὶ ἄρχισαν νὰ ρωτοῦν: ‘’Ποῦ εἶναι ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἰουδαίων ποὺ τώρα τελευταῖα γεννήθηκε; Διότι εἴδαμε τὸ ἀστέρι Του νὰ ἀνατέλλει καὶ νὰ δίνει ἔτσι τὴν εἴδηση γιὰ τὴ γέννηση τοῦ νέου βασιλιᾶ, καὶ ἤλθαμε νὰ Τὸν προσκυνήσουμε’’.
3 Ὅταν ὅμως ὁ βασιλιᾶς Ἡρώδης ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ μάγοι, ταράχθηκε, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως ὁ νέος βασιλιᾶς γίνει ἀντίζηλός του. Συγχρόνως ὅμως ταράχθηκαν μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ οἱ κάτοικοι ὅλης τῆς πόλεως τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μήπως ἡ ταραχὴ τοῦ σκληροῦ Ἡρώδη ξεσπάσει πάνω τους.
4 Τότε λοιπὸν μάζεψε ὁ Ἡρώδης ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ποὺ θεωροῦνταν γνῶστες καὶ διδάσκαλοι τοῦ νόμου, καὶ ζητοῦσε νὰ μάθει ἀπ’ αὐτοὺς σὲ ποιό μέρος σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες θὰ γεννιόταν ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας δηλαδὴ καὶ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ. 5 Αὐτοί του εἶπαν: «Γεννιέται στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, διότι ἔτσι ἔχει γραφεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσῳ τοῦ προφήτη Μιχαία: 6 ‘’Κι ἐσύ, Βηθλεέμ, ποὺ περιλαμβάνεσαι στὴ χώρα τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, ἂν καὶ φαίνεσαι μικρὸ χωριό, δὲν εἶσαι καθόλου ἡ πιὸ ἀσήμαντη πόλη ἀπὸ τὶς πρωτεύουσες ποὺ ξεχωρίζουν στὴν περιοχὴ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Καὶ δὲν εἶσαι ἡ πιὸ μικρή, διότι ἀπὸ σένα θὰ βγεῖ ἄρχοντας, ὁ ὁποῖος θὰ ποιμάνει τὸν λαό μου τὸν Ἰσραήλ».
7 Τότε ὁ Ἡρώδης, ἀφοῦ κρυφὰ κάλεσε τοὺς μάγους, ἐξακρίβωσε ἀπ’ αὐτοὺς τὸ διάστημα τοῦ χρόνου ποὺ μεσολάβησε ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισε νὰ φαίνεται τὸ ἄστρο. 8 Κι ἀφοῦ τοὺς ὁδήγησε νὰ πᾶνε στὴ Βηθλεέμ, τοὺς εἶπε: ‘’Πηγαίνετε ἐκεῖ καὶ ἐξετᾶστε μὲ κάθε ἀκρίβεια καθετὶ σχετικὰ μὲ τὸ παιδί. Κι ὅταν μαζέψετε πληροφορίες, φέρτε μου εἴδηση, γιὰ νὰ ἔλθω κι ἐγὼ στὴ Βηθλεὲμ νὰ τὸ προσκυνήσω’’.
9 Αὐτοὶ λοιπόν, ἀφοῦ ἄκουσαν τὰ λόγια τοῦ βασιλιᾶ, ἔφυγαν γιὰ τὴ Βηθλεέμ. Καὶ νά, τὸ ὑπερφυσικὸ ἀστέρι ποὺ ἔλαμπε καὶ τὴν ἡμέρα, τὸ ἴδιο ἀστέρι ποὺ εἶδαν ἐξ ἀρχῆς στὴν ἀνατολή του, πήγαινε μπροστὰ ἀπ’ αὐτούς, μέχρι ποὺ ἦλθε καὶ στάθηκε πάνω ἀπ’ τὸ σπίτι ποὺ ἦταν τὸ παιδί. 10 Μόλις λοιπὸν οἱ μάγοι εἶδαν τὸ ἄστρο, χάρηκαν μὲ πολὺ μεγάλη χαρά, διότι εἶχαν πλέον ἀσφαλῆ ὁδηγό.
11 Κι ὅταν ἦλθαν στὸ σπίτι, εἶδαν τὸ παιδὶ μὲ τὴ μητέρα του Μαρία, κι ἀφοῦ ἔπεσαν στὴ γῆ, τὸ προσκύνησαν κι ἀνοίγοντας τὰ θησαυροφυλάκιά τους Τοῦ πρόσφεραν δῶρα: χρυσάφι, κι ἀπ’ τὰ πολύτιμα ἀρώματα τῆς Ἀραβίας, λιβάνι καὶ σμύρνα. 12 Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωσε στὸ ὄνειρό τους τὴν ὁδηγία νὰ μὴν ξαναγυρίσουν στὸν Ἡρώδη, ἀναχώρησαν ἀπὸ ἄλλο δρόμο γιὰ τὴν πατρίδα τους.
13 Ὅταν λοιπὸν ἀναχώρησαν οἱ μάγοι, ἰδοὺ ἕνας ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο καὶ τοῦ εἶπε: ‘’Σήκω, πᾶρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα Του καὶ φύγε στὴν Αἴγυπτο, καὶ μεῖνε ἐκεῖ μέχρι νὰ σοῦ πῶ. Φύγε, διότι ὁ Ἡρώδης σκοπεύει νὰ ψάξει τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ σκοτώσει’’. 14 Σηκώθηκε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ καὶ μέσα στὴ νύχτα πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο. 15 Κι ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης˙ γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη: ‘’Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο τῆς γεννήσεώς Του’’.
Ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου