Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ἡ ἔκταση τοῦ παρόντος ἄρθρου ξεπέρασε τὸν ἀρχικὸ σχεδιασμό, διότι ἔπρεπε νὰ προστεθοῦν καὶ νὰ ἀναιρεθοῦν νέες συκοφαντίες καὶ διαστρεβλώσεις τοῦ νεωτεριστῆ καὶ οἰκουμενιστῆ μητροπολίτη τῆς Φλώρινας Εἰρηναίου. Γι᾽ αὐτὸ θεώρησα ἀπαραίτητο νὰ προτάξω τοὺς τίτλους τῶν ἑνοτήτων, ὥστε νὰ παραμείνει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀναγνωστῶν ζωντανὸ καὶ νὰ μὴ ἀποκάμουν νὰ τὸ διαβάσουν μέχρι τέλους. Διαρθρώνεται λοιπὸν τὸ περιεχόμενο ὡς ἑξῆς:
1. Μεταβάλλουν τὸ κακὸ σὲ καλὸ καὶ τὸ σκοτάδι σὲ φῶς. Παρεμποδίζουν τὴν σωτηρία.
2. Ἐστάλη στὴν Φλώρινα γιὰ νὰ ξερριζώσει τὴν καλὴ φυτεία τοῦ ὁσίου Αὐγουστίνου Καντιώτη
3. Οἱ διαστρεβλωμένες καὶ κακοποιημένες ἀλήθειες
α) Ἐκκλησία δὲν εἶναι οἱ ἐπίσκοποι, ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν πιστῶν. Ἡ πλάνη τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ
β) Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή
γ) Καλοὶ καὶ κακοὶ ἐπίσκοποι
δ) Κακοποιοῦν καὶ ὑβρίζουν τὴν Θεοπαράδοτη καὶ Πατροπαράδοτη Ἀποτείχιση
ε) Ξεπέρασε καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο στὴν διαστρέβλωση
στ) Ὁ αἱρετικὸς Πολυχρόνιος καὶ οἱ ἀποτειχισμένοι. Συκοφαντικὴ μυθοπλασία.
ζ) Πάμπολλες διαστρεβλώσεις. Δὲν χωροῦν σὲ ἕνα ἄρθρο.
η) Οἱ προβατόσχημοι λύκοι καὶ ὁ καταξιωμένος καθηγητής
Ἐπίλογος: Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε.
1. Μεταβάλλουν τὸ κακὸ σὲ καλὸ καὶ τὸ σκοτάδι σὲ φῶς. Παρεμποδίζουν τὴν σωτηρία.
Δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὰ λεγόμενα καὶ πραττόμενα τοῦ νέου μητροπολίτη τῆς Φλώρινας Εἰρηναίου, ὁ ὁποῖος μόλις συμπλήρωσε ἕνα ἔτος ἀπὸ τὴν ἐκλογή του (9 Ὀκτωβρίου 2023) στὸν περιφανῆ θρόνο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἑορδαίας, τὸν ὁποῖο ἐδόξασε καὶ ἐλάμπρυνε ὁ μέγας ἀγωνιστὴς καὶ σύγχρονος Ὁμολογητὴς ὅσιος Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Μὲ παρεκάλεσαν καὶ μὲ παρακίνησαν πρόσωπα ἀπὸ τὸ δικό του ποίμνιο, νὰ πάρω θέση καὶ νὰ ἐκφράσω τὴν γνώμη μου γιὰ ὅσα δημοσίως ἐκήρυξε ὁ μητροπολίτης Εἰρηναῖος σὲ δύο κηρύγματά του πανομοιότυπα, μὲ ἀσήμαντες φραστικὲς διαφορές, ποὺ ἐξεφώνησε στὶς 17 Ἰουλίου, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεγαλομάρτυρος Ἁγίας Μαρίνης, τὸ ἕνα κατὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ Πτολεμαΐδας, τῆς δικῆς του μητροπολιτικῆς περιφέρειας (16.07.2024), καὶ τὸ ἄλλο στὸν πανηγυρίζοντα Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίνης στὸ Τσοτύλι κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία (17.7.2024), προσκεκλημένος τοῦ οἰκείου μητροπολίτη Σισανίου καὶ Σιατίστης Ἀθανασίου. Εἶχαν μάλιστα τὴν καλωσύνη οἱ σκανδαλισθέντες καὶ ἀνησυχήσαντες πιστοὶ νὰ ἀπομαγνητοφωνήσουν τὰ κείμενα τῶν δύο κηρυγμάτων, ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι ἕνα καὶ νὰ μοῦ τὰ ἀποστείλουν.
Διαβάζοντας τὶς ἀνάποδες ἀλήθειες τὶς ὁποῖες ἀπὸ καθέδρας διδάσκει στὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ καὶ σὲ εὐρύτερα ποίμνια, ἀφοῦ τὰ κηρυττόμενα μεταδίδονται τηλεοπτικὰ καὶ ραδιοφωνικά, ἀπόρησα γιὰ τὸ πῶς διαστρέφεται, ἀπὸ ἀμάθεια ἤ σκοπιμότητα (μᾶλλον τὸ δεύτερο), ἡ Εὐαγγελικὴ καὶ Πατερικὴ διδασκαλία. Ἐπαληθεύονται πλήρως ὁ ταλανισμὸς τοῦ προφήτη Ἠσαΐα γιὰ ὅσους διαστρέφουν καὶ καταστρέφουν τὴν ἀλήθεια, παρουσιάζοντας τὸ κακὸ ὡς καλὸ καὶ τὸ καλὸ ὡς κακό, τὸ σκότος ὡς φῶς καὶ τὸ φῶς ὡς σκότος, τὸ πικρὸ ὡς γλυκὸ καὶ τὸ γλυκὸ ὡς πικρό[1], ὅσα περὶ ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων λέγει τὸ Εὐαγγέλιο διὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ ὅσα περὶ μισθωτῶν ποιμένων λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἀρχιποιμένας Χριστός, ἡ μόνη κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας[2]. Αὐτοί, ἀλλότριοι καὶ ξένοι πρὸς τὸ ποίμνιο, εἰσέρχονται στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων ὄχι κανονικὰ ἀπὸ τὴν πόρτα, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ ἀλλαχόθεν, μὲ ἀνθρώπινες χάρες καὶ συναλλαγές[3]. Γι᾽ αὐτὸ καὶ πολλὰ μέλη τοῦ ποιμνίου ἀνησυχοῦν καὶ δὲν ἀκολουθοῦν, διότι «ἀλλοτρίῳ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾽ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν»[4].
Αὐτὲς οἱ μεταλλαγμένες καὶ ἀλλοιωμένες, οἱ δῆθεν, ἀλήθειες τοῦ μητροπολίτη, ποὺ τὶς προβάλλει ἐκμεταλλευόμενος τὸ ἀξιοτίμητο καὶ ἀξιοσέβαστο ἐπισκοπικὸ λειτούργημα καὶ ἀξίωμα, ἀναφέρονται σὲ οὐσιώδη καὶ βασικὰ δογματικά, ἠθικὰ καὶ ἱεροκανονικὰ θέματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ὅπως τὸ ἂν ταυτίζεται ἡ Ἐκκλησία, ἡ σώζουσα, μὲ τοὺς ἐπισκόπους καὶ τὶς συνόδους, ποὺ πολλὲς φορὲς ἀποδεικνύονται ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοσύνοδοι, ποὺ δὲν σώζουν, ἀλλὰ καταστρέφουν καὶ θανατώνουν πνευματικά. Μὲ τὸ ἂν ἡ συνιστώμενη ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες ὑπακοὴ στοὺς ἐπισκόπους εἶναι ἀπροϋπόθετη ἤ προϋποθέτει τὴν ὑπακοὴ τῶν ἐπισκόπων στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ὅταν ἀπουσιάζει, μεταβάλλει τὴν καλὴ ὑπακοὴ σὲ κακὴ ὑπακοή, καὶ τὴν κακὴ ἀνυπακοὴ σὲ ἁγία ἀνυπακοή. Μὲ τὸ ἂν ἐπίσης σὲ περίπτωση ἀναξίων ἐπισκόπων ποὺ ἀλλοιώνουν καὶ διαστρέφουν τὸ Εὐαγγέλιο, δικαιοῦνται οἱ πιστοὶ νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία πρὸς τὸν ἀνάξιο ἐπίσκοπο, οἱ μὲν ἱερεῖς νὰ μὴ μνημονεύουν τὸ ὄνομά του στὶς ἀκολουθίες, οἱ δὲ πιστοὶ νὰ μὴν ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ ποὺ μνημονεύονται οἱ καινοτομοῦντες ἐπίσκοποι, ὅπως συνιστᾶ ὁ 15ος κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), ὁ ὁποῖος αὐτὴν τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τὴν ὀνομάζει ἀποτείχιση. Φοβοῦνται τόσο πολὺ μερικοὶ νεωτεριστὲς καὶ οἰκουμενίζοντες ἐπίσκοποι τὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματός τους, ὥστε προσποιοῦνται ὅτι ἡ ἀποτείχιση εἶναι κάτι ἄγνωστο, ἐφεύρημα σχισματικῶν ἀνθρώπων, ὅτι σὲ βγάζει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἀντίθετα ὁ κανόνας λέγει ὅτι ἡ ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς ψευδοεπισκόπους διασώζει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα, καὶ οἱ ἀποτειχιζόμενοι ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τιμωροῦνται καὶ νὰ δυσφημοῦνται, ἀλλὰ νὰ ἐπαινοῦνται καὶ νὰ τιμῶνται, διότι κατέκριναν ὄχι ἀληθινοὺς ἐπισκόπους ἀλλὰ ψευδεπισκόπους, καὶ ἔτσι ἐγλύτωσαν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ σχίσματα καὶ αἱρέσεις. Ἡ Σύνοδος ἡ ἴδια χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη ἀποτείχιση καὶ τὴν ἐπαινεῖ. Γιατί κάποιοι ἐνοχλοῦνται; Μὲ τὸ μέρος τίνος εἶναι, τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπέδωσε οἰκουμενικὸ κῦρος στὴν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο, ἤ ἄλλων δυνάμεων, ὁρατῶν καὶ ἀοράτων; Εἶναι δυνατὸν ἡ Σύνοδος νὰ σὲ βγάζει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ σὲ συμβουλεύει νὰ κάνεις σχίσμα; Τόση πιὰ διαστροφὴ καὶ τόση ἀμάθεια ὅσων ἀκούουν καὶ ὑπακούουν τοὺς διαστροφεῖς καὶ διαστρεβλωτὲς τῆς ἀλήθειας!!! Λέγει ὁ 15ος Κανών: «Οἱ τοιοῦτοι (οἱ διακόπτοντες τὴν μνημόνευση) οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ὑποτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιούσθωσαν. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
2. Ἐστάλη στὴν Φλώρινα γιὰ νὰ ξερριζώσει τὴν καλὴ φυτεία τοῦ ὁσίου Αὐγουστίνου Καντιώτη
Δὲν ἀνατράφηκε σὲ ὀρθόδοξο περιβάλλον ὁ μητροπολίτης Εἰρηναῖος, ἀλλὰ στὸ οἰκουμενιστικό, νεωτεριστικὸ περιβάλλον, ποὺ διαμόρφωσε ἀρχικὰ ὁ πρώην Θεσσαλονίκης, καὶ προηγουμένως Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος (Ρούσας), ὁλοκλήρωσε ὅμως κατόπιν προκλητικῶς ὁ διάδοχός του, νῦν Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος (Κουκουρίδης), τοῦ ὁποίου πρωτοσύγκελλος καὶ στενὸς συνεργάτης ἐπὶ ἔτη, πρὶν ἐκλεγεῖ ἐπίσκοπος, ἦταν ὁ ἀρχιμανδρίτης Εἰρηναῖος (Λαφτσῆς). Στὶς ἐπαρχίες ἀμφοτέρων τῶν Ἀνθίμων, ἐχόντων τὴν σχέση πνευματικοῦ πατρὸς καὶ τέκνου, οὐδέποτε ἀκούσθηκε κήρυγμα ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ Παπισμοῦ, ἀντίθετα ἐνισχύθηκαν φιλίες, τοῦ μὲν γηραιοῦ Ἀνθίμου μὲ μασονικὰ ἱδρύματα καὶ πρόσωπα[5], τοῦ δὲ νεωτέρου μὲ τὸν σύνδεσμο Θεολόγων «Καιρός», ποὺ ἀποδόμησε καὶ ἀντικατέστησε τὸ ὀρθόδοξο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μὲ θρησκειολογικὴ οἰκουμενιστικὴ σούπα, καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὴν ἀντιπατερικὴ καὶ ἀντορθόδοξη Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος στὸν Βόλο. Ὑποστήριξαν καὶ οἱ δύο τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (2016), ἡ ὁποία ἐπεκύρωσε συνοδικὰ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ ὑπογραφὴ ὡς συνοδικοῦ μέλους τοῦ νεωτέρου Ἀνθίμου. Ἡ ψευδοσύνοδος ὀνόμασε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες, δὲν ὑπάρχει κἂν ἡ λέξη αἵρεση στὰ κείμενά της, ἐνέκρινε τὴ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸ Προτεσταντικὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ), δηλαδὴ Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων (ΠΣΑ), καὶ ἐπήνεσε τὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, πολλὰ τῶν ὁποίων προσβάλλουν τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποδέχθηκαν τὶς σχισματικὲς ἐνέργειες τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου στὴν Οὐκρανία καὶ τὴν ἀντικανονική του εἰσπήδηση σὲ ξένη δικαιοδοσία, ἠθικὰ συνυπεύθυνοι καὶ ὑπόλογοι ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων γιὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ἐξαπέλυσαν οἱ σχισματικοί τοῦ Ἐπιφανίου ἐναντίον τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας τοῦ συνετοῦ καὶ ὁσίου Ὀνουφρίου[6]. Στὴν Ἀλεξανδρούπολη ὁ μητροπολίτης ἔλαβε πιεστικὰ καὶ ἐκφοβιστικὰ μέτρα γιὰ νὰ κλείσουν οἱ ναοὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πανδημίας τοῦ Κορωνοϊοῦ, νὰ ἀπολυμανθοῦν, νὰ φοροῦν ὑποχρεωτικὰ μάσκες ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι καὶ νὰ πεισθοῦν νὰ λάβουν τὰ «σωτήρια» ἐμβόλια, τὰ ὁποῖα καθημερινὰ ἀποδεικνύονται ὡς θανατηφόρα[7]. Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν πρώην Θεσσαλονίκης Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἑκατοντάδες κληρικῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων πολλοὶ ἀρχιερεῖς, σύσσωμο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ χιλιάδες λαοῦ ἀγωνισθήκαμε τὸ 2001 νὰ μὴν ἔλθει ὁ πάπας στὴν Ἀθήνα, μὲ σημαντικὴ συμβολὴ τοῦ γράφοντος στοὺς ἀγῶνες, γιὰ τὴν ὁποία συμβολὴ ἐπαινέθηκα καὶ τιμήθηκα ἀπὸ πολλούς, μόνον ὁ Ἄνθιμος, ὡς Ἀλεξανδρουπόλεως τότε, στενοχωρήθηκε καὶ μοῦ ἔγραψε ἐπιτιμητικὴ ἐπιστολή[8]. Μετὰ μάλιστα τὴν ἐπίσκεψη καὶ τὴν ἀναχώρηση τοῦ πάπα, ἐπικρίνοντας ὅσους ἀγωνισθήκαμε, εἶπε σὲ δημοσιογράφους: «Καὶ τί ἐπάθαμε ποὺ ἦλθε ὁ πάπας»; Δηλαδὴ χωρὶς λόγο ἀντιδράσατε ὅσοι ἀντιδράσατε. Ἔχει δίκαιο λοιπὸν ἡ ὀρθόδοξη ἀρθρογράφος ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρούπολη, ὅταν, ἀναφερόμενη στὴν οἰκουμενιστικὴ καταγωγὴ καὶ προέλευση τοῦ μητροπολίτη τῆς Φλώρινας Εἰρηναίου, ὡς τίτλο τοῦ ἄρθρου της βάζει τὸ ἀρχαῖο παροιμιακὸ ρητό «Κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν»[9], γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι ἀπὸ οἰκουμενιστὲς καὶ νεωτεριστὲς γεννήτορες προέκυψε παρόμοιο γέννημα, ὁ νέος μητροπολίτης τῆς Φλώρινας.
Ἤδη πρὸ τῆς ἐκλογῆς του καὶ ἐν ὅσῳ ὑπηρετοῦσε ἀκόμη στὴν Ἀλεξανδρούπολη, ὡς πρωτοσύγκελλος τῆς Μητρόπολης, μᾶς ἔδωσε κραυγαλέο δεῖγμα τῆς οἰκουμενιστικῆς του νοοτροπίας, τὸ ὁποῖο ἐστενοχώρησε πολλοὺς καὶ τὸν γράφοντα, διότι μὲ αὐτὸ ὑπονοεῖται συγκεκαλυμμένα ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς δὲν ἦλθε, ἀλλὰ πρέπει νὰ περιμένουμε νὰ ἔλθει, ὅπως τὸν περιμένουν ἀκόμη μέχρι σήμερα οἱ ἀρνησίχριστοι Ἑβραῖοι. Συγκεκριμένα στὸ περιοδικὸ «Σταγόνες Πίστεως» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀλεξανδρουπόλεως, τοῦ ὁποίου ὑπεύθυνος ἔκδοσης καὶ σύνταξης ἦταν ὁ πρωτοσύγκελλος Εἰρηναῖος, δημοσιεύθηκε ἄρθρο μὲ τίτλο «Ποιός ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι ὁ Μεσσίας;», στὸ ὁποῖο παρουσιάζεται ἕνας Ἑβραῖος ραββῖνος νὰ πείθει μία ὀρθόδοξη μοναστικὴ ἀδελφότητα ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν ἦλθε, ἀλλὰ θὰ ἔλθει, πρᾶγμα ποὺ συνετέλεσε ὥστε κάποιοι μοναχοὶ νὰ διερωτῶνται «Ποιός ἀπὸ μᾶς εἶναι ὁ Μεσσίας, μήπως εἶμαι ἐγώ»[10]; Αὐτὸ δυσφημεῖ τὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό, γιὰ τὴν ἀπιστία ἤ ἀμφιβολία ὡς πρὸς τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ, ἀλλὰ συγχρόνως σπέρνει καὶ τὸ οἰκουμενιστικὸ σπέρμα τῆς «ἑνότητας μὲ ποικιλία», ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχουν διαφορὲς στὴν Πίστη ποὺ δὲν πρέπει νὰ μᾶς χωρίζουν, οὔτε ὅταν ἀνήκουμε σὲ διαφορετικὲς θρησκεῖες, ὅπως εἶναι ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ τὸ Ἰσλάμ, πολὺ λιγότερο ὅταν πρόκειται γιὰ διαφορὲς μεταξὺ Χριστιανῶν. Ἀντέδρασαν, ὅταν αὐτὸ ἔγινε γνωστό, πολλοὶ[11] καὶ ὁ γράφων μὲ τὸ ἄρθρο του «Πρωτοφανὴς ἀποστασία ἐπισκόπων σὲ θέματα Πίστεως»[12], ὅπου ἐπέκρινα τὸν μητροπολίτη Ἄνθιμο, ἐπειδὴ ὄχι μόνον δὲν ἐπέπληξε τὸν πρωτοσύγκελλό του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπιβράβευσε γιὰ τὸν φιλοεβραϊσμὸ καὶ Οἰκουμενισμό του, προωθώντας ἀποτελεσματικὰ τὴν ἐκλογή του στὴν Μητρόπολη τῆς Φλώρινας. Δὲν ἀποκλείεται μάλιστα αὐτὸς ὁ ἴδιος νὰ ἦταν καὶ ὁ εἰσηγητὴς τῆς δημοσίευσης τοῦ βλάσφημου φιλοεβραϊκοῦ κειμένου, ἀφοῦ καὶ παλαιότερα ἐξεστόμισε χειρότερη βλασφημία, γιὰ νὰ δείξει πόσο δημοκρατικὸς εἶναι, λέγοντας σὲ δημοσιογράφο ὅτι, ἂν συνέβαινε ὁ λαὸς νὰ ἀποφασίζει διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸς θὰ πήγαινε μὲ τὸν λαὸ καὶ ὄχι μὲ τὸ Εὐαγγέλιο[13]!!! Κύριε ἐλέησον καὶ σῶσον τὸν λαόν σου ἀπὸ τέτοιους ποιμένες, λυκοποιμένες.
Στὸν νέο μητροπολίτη Φλώρινας Εἰρηναῖο ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν εὐκαιρία, παρὰ τὶς παρατυπίες στὴν ἐκλογή του, νὰ ἀπεξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸ οἰκουμενιστικὸ περιβάλλον τῆς Ἀλεξανδρούπολης καὶ τὴν ἀντορθόδοξη γραμμὴ τῶν δύο Ἀνθίμων, ἡ ὁποία τοὺς ταυτίζει ἀπολύτως μὲ τὴν καταστροφικὴ διαδρομὴ τῶν Βαρθολομαίου καὶ Ἱερωνύμου, καὶ νὰ βαδίσει στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ ὁδὸ τοῦ καλοῦ ποιμένος Αὐγουστίνου Καντιώτη, ποὺ ἐδόξασε καὶ ἐλάμπρυνε τὸν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἀφανῆ θρόνο τῆς ἄσημης ἐπαρχιακῆς πόλης. Θὰ ἴσχυε τότε γι᾽ αὐτὸν αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του μετὰ τὸν διάλογό Του μὲ τὴν Σαμαρείτιδα, ὅτι «ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε»[14], ἐννοώντας ὅτι οἱ Ἀπόστολοι στὸ ἔργο τους θὰ ἐθέριζαν τώρα τοὺς καρποὺς ἀπὸ τὴν κοπιαστικὴ σπορὰ τοῦ Μωϋσῆ, τῶν Προφητῶν, τοῦ Προδρόμου καὶ κυρίως τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου σπορέως, ποὺ ἔσπερνε ἀφειδώλευτα τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου μὲ μεγάλη ἐπιτυχία, ὅπως φάνηκε ἀπὸ τὴν μοναδικὴ στὴν ἱστορία καρποφορία τῆς σπορᾶς Του. Εἶναι πολὺ μεγάλος ὁ κίνδυνος γιὰ τοὺς ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς νὰ βροῦν ἕνα ἀγρὸ σπαρμένο καὶ καταπράσινο, ἕτοιμο γιὰ θερισμὸ σὲ λίγο καὶ αὐτοὶ νὰ ξερριζώσουν τὰ φυτὰ ἤ νὰ τὰ ξηράνουν. Μὲ μία παρεμφερῆ εἰκόνα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος στὸν πρῶτο Λόγο τοῦ κλασικοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου Περὶ Ἱερωσύνης, ἐξηγώντας στὸν συνομιλητή του Βασίλειο γιὰ ποιό λόγο ἀρνήθηκε νὰ χειροτονηθεῖ ἱερεύς, τοῦ λέγει ὅτι φοβήθηκε μήπως παραλάβει τὴν ἀγέλη τοῦ Χριστοῦ καλοθρεμμένη καὶ εὔρωστη καὶ αὐτὸς μὲ τὴν ἀπροσεξία του τὴν καταστρέψει, ὁπότε θὰ ἐξοργίσει ἐναντίον του τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ποὺ τόσο πολὺ τὴν ἀγάπησε, ὥστε νὰ σταυρωθεῖ ὁ ἴδιος γιὰ νὰ τὴν σώσει καὶ νὰ τὴν τιμήσει[15].
Καλοθρεμμένο καὶ εὔρωστο ἄφησε ὁ ἀείμνηστος ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς Αὐγουστῖνος, τὸ ποίμνιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φλωρίνης. Ἀνανέωσε καὶ ἐπανέφερε χρυσοστομικοὺς χρόνους καὶ χρυσοστομικὰ ὑποδείγματα Ἱερωσύνης. Ὁ διάδοχός του μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Θεόκλητος ἀπήλαυσε τοὺς κόπους τοῦ Αὐγουστίνου καὶ ἐθέρισε χωράφια ποὺ ἐκεῖνος ἔσπειρε, γιατὶ ἡ δική του σπορά, τοῦ Θεοκλήτου, δὲν εἶχε μεγάλη ἐπιτυχία καὶ ἐβλάστησε ἀγκάθια ποὺ πληγώνουν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἀξιοποίησε τὸν κόπο τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὅσο ἔπρεπε, ὅπως τὸν σεβάσθηκαν καὶ τὸν ἀξιοποίησαν στὴν Μητρόπολη τῆς Φλώρινας ἀρκετοὶ κληρικοί, ἱερομόναχοι καὶ ἔγγαμοι ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ μοναχές, καὶ ὁ πιστὸς καὶ ὀρθόδοξος λαός, περισσότερο ὅμως ὅλων τῶν ρασοφόρων, ὁμολογητικὰ καὶ ἀγωνιστικά, κατὰ ἀκριβῆ μίμηση, ὁ πολιός, ἀνδρεῖος καὶ ἀσυμβίβαστος ἀγωνιστὴς π. Μάξιμος Καραβᾶς, καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδος.
Ὁ νέος μητροπολίτης ἐστάλη, ἀλλότριος καὶ ξένος «μακρόθεν», ἀπὸ τὴν μακρινὴ Ἀλεξανδρούπολη τῶν δύο Ἀνθίμων, νεωτεριστῶν καὶ οἰκουμενιστῶν, γιὰ νὰ ἀλλάξει τὸ πνευματικὸ κλῖμα καὶ νὰ σπείρει τὴν δική του σπορὰ καὶ ὄχι τὴν σπορὰ τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, τὴν διδασκαλία τῶν ὁποίων διαστρέφει καὶ διαστρεβλώνει, ὅπως ἔπραξε στὰ δύο μνημονευθέντα ὅμοια κηρύγματα καὶ ἀλλοῦ, ὅπως θὰ δοῦμε ἐνδεικτικά. Γι᾽ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ φοβᾶται μήπως ἀλλάζοντας τὴν πνευματικὴ διατροφὴ τοῦ ποιμνίου του, τὸ καταντήσει κακοθρεμμένο καὶ ἄρρωστο.
3. Οἱ διαστρεβλωμένες καὶ κακοποιημένες ἀλήθειες.
α) Ἐκκλησία δὲν εἶναι οἱ ἐπίσκοποι, ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν πιστῶν. Ἡ πλάνη τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ.
Ἂς δοῦμε ὅμως τώρα κάποιες ἀπὸ τὶς κακοποιημένες ἀλήθειες ποὺ προσπαθοῦν νὰ περάσουν καὶ νὰ ἐμπεδώσουν στοὺς κατὰ πλειονότητα ἀκατήχητους πιστοὺς οἱ οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι καὶ ἐν προκειμένῳ ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης. Γιὰ νὰ μένουν ἀνενόχλητοι καὶ ἀνεξέλεγκτοι στὴ διαστροφὴ καὶ διαστρέβλωση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, τρομοκρατοῦν τοὺς πιστοὺς μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι πρέπει νὰ ὑπακούουν ἀδιάκριτα καὶ ἀπροϋπόθετα στοὺς ἐπισκόπους καὶ στὶς συνόδους ποὺ αὐτοὶ συγκροτοῦν, διότι, ἂν δὲν τὸ πράξουν αὐτό, θὰ βρεθοῦν ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ θὰ χάσουν τὴν σωτηρία τους. Τὴν Ἐκκλησία ὅμως ἆραγε τὴν ἐκφράζουν πάντοτε μόνον οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ σύνοδοι ποὺ αὐτοὶ συγκροτοῦν; Ταυτίζονται οἱ ἐπίσκοποι μὲ τὴν Ἐκκλησία; Οἱ ἑκάστοτε διοικοῦντες τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Δὲν εἶναι καὶ οἱ ἐπίσκοποι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὅλοι οἱ πιστοί, μὲ ἁπλῆ διαφοροποίηση στὸ λειτούργημα, στὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης; Εἶναι ἀλάθητοι οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ σύνοδοι, γιὰ νὰ ἀξιώνουν ἀπόλυτη καὶ ἀπροϋπόθετη ὑπακοή; Μήπως ὀφείλουν καὶ οἱ ἐπίσκοποι ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν πιστῶν καὶ περιλαμβάνει ζῶντες καὶ κεκοιμημένους καὶ ἔχει ὡς μόνη κεφαλὴ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι τοὺς ἐπισκόπους; Μήπως οἱ πιστοὶ ὀφείλουν ὑπακοὴ μόνον σὲ ἐκείνους τοὺς ἐπισκόπους ποὺ κάνουν ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ διδάσκουν ὅσα διὰ τῶν αἰώνων διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, καὶ δὲν τὰ διαστρέφουν οὔτε τὰ κακοποιοῦν;
Ἀπάντηση σύντομη στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ θὰ δώσουμε μὲ βάση τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ συνέχεια θὰ δείξουμε τὴν σχετικὴ διαστρεβλωμένη θέση τοῦ μητροπολίτη τῆς Φλώρινας, χωρὶς βέβαια νὰ κουράσουμε μὲ ἐκτενεῖς ἀναλύσεις. Συμφωνοῦν ὅλα τὰ ἐγχειρίδια Ὀρθόδοξης Δογματικῆς ὅτι, μολονότι δὲν ὑπάρχει ἕνας ὁρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ ὅσα λέγουν ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προκύπτουν τὰ ἑξῆς: Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ[16], τὸ σύνολο ὅλων ὅσοι ὀρθοδόξως πιστεύουν στὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου καὶ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὴν ἴδια ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὰ ἴδια μυστήρια σὲ ἕνα σῶμα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό. Τὴν Ἐκκλησία δὲν τὴν ἀποτελεῖ οὔτε ὁ κλῆρος μόνος, οὔτε ὁ λαός, ἀλλὰ κλῆρος καὶ λαὸς μαζί. Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλοι ὅσοι διαχρονικὰ ἐπίστευσαν στὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα πολιτογραφήθηκαν ὡς μέλη της. Οἱ ἐξ αὐτῶν κεκοιμημένοι ἀποτελοῦν τὸ οὐράνιο τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ζῶντες τὸ ἐπίγειο τμῆμα, τὴν στρατευομένη Ἐκκλησία. Οὔτε οἱ ἐπίσκοποι οὔτε οἱ σύνοδοι εἶναι ἀλάθητοι. Ἡ Ἐκκλησία ὡς σύνολο κλήρου καὶ λαοῦ εἶναι ἀλάθητη, γιατὶ ἀλάθητη εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια, καὶ ἀλάθητο εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὴν καθοδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν», «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[17]. Ἑπομένως ἀλάθητη εἶναι ἡ κοινὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ πάντες οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ λαϊκοὶ ὅλων τῶν αἰώνων, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο μόνον λογίζεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἀλάθητο. Αὐτὸ ἔγραψαν τὸ 1848 οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἀπαντώντας στὸν πάπα Πίο Θ´: «Παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησαν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν πατέρων αὐτοῦ»[18]. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέρριψε τὸ παπικὸ δόγμα τῆς Α´ Βατικάνειας Συνόδου (1870), ποὺ ἐδογμάτισε ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἡ ἀλάθητη κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν μεγάλη αἵρεση γιὰ τὸ ἀλάθητο τοῦ πάπα, καὶ θὰ ἀπορρίπτει ὅποιον πατριάρχη, ἐπίσκοπο, σύνοδο ἐμφανίζεται ὡς ἀλάθητος. Ὕψιστη αὐθεντία εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία· οὔτε οἱ ἐπίσκοποι μόνοι, μολονότι κατέχουν διακεκριμένη θέση στὴν Ἐκκλησία, οὔτε ὁ κλῆρος γενικῶς, ἂν καὶ εἶναι ἐκλεκτὸ μέρος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε οἱ λαϊκοὶ μόνοι· ὅλοι οἱ ἀνωτέρω εἶναι τμήματα μόνον τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ τμήματα αὐτὰ μόνο του δὲν θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἐγγύηση γιὰ τὴν ἀλήθεια[19]. Τὴν ἀλήθεια τὴν ἐγγυῶνται ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, καὶ ἡ ψυχή της, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ἐνεργοῦν ὄχι μόνον διὰ τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ δι᾽ ἄλλων μελῶν τοῦ σώματος, ποὺ ἐκφράζουν καὶ ὅταν ἐκφράζουν τὴν διαχρονικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Συναφῶς ὁ καθηγητὴς Π. Τρεμπέλας παρατηρεῖ ὅτι, ὅταν τὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ τὴν δέχθηκαν δύο πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Σέργιος καὶ ὁ διάδοχός του Παῦλος, ἀκόμη καὶ ὁ Ρώμης Ὀνώριος, καὶ φαινόταν ὅτι ἡ ὅλη Ἐκκλησία εἶχε κατακλυσθῆ ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, τότε «μόνοι δύο μοναχοὶ ἀντέστησαν κατ᾽ αὐτῆς, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ Σωφρόνιος, ὁ μετ᾽ ὀλίγον εἰς πατριάρχην Ἱεροσολύμων ἀναδειχθείς, περὶ οὓς ἐπισυνήχθησαν καὶ πᾶσα ἡ τὸ γνήσιον φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας διαφυλάττουσα μερὶς τοῦ ποιμνίου». Διὰ τοῦτο «ἄγεται κανεὶς εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι τὸ Πνεῦμα οὐ μόνον διὰ τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ πληρώματος λαλεῖ»[20]. Τὰ παραδείγματα μποροῦν νὰ πολλαπλασιασθοῦν, θὰ ἐπιμείνουμε μόνον σὲ δύο ἐνδεικτικά.
Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχουν ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη. Ὅσοι εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅσοι εἶναι μὲ τὴν αἵρεση εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐκφράζει αὐτὸ ἄριστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀκολουθώντας τὴν προηγούμενη Πατερικὴ Παράδοση, ἰδιαίτερα τὸν Ἅγιο Μάξιμο, τὸν ἐπαξίως καὶ ἁρμοζόντως ὀνομασθέντα Ὁμολογητή. Ἀμφότεροι εἶχαν ἀποτειχισθῆ, εἶχαν διακόψει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς τους, ὁ Ἅγιος Μάξιμος μὲ τοὺς Μονοθελῆτες καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μὲ τοὺς Βαρλααμίτες. Ὁ Μονοθελήτης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συμβουλεύει τὸν Ἅγιο Μάξιμο νὰ ἀκολουθήσει τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τότε συνολικὰ μὲ τὰ πέντε πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, εἶχε ταχθῆ ὑπὲρ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Τοῦ εἶπε ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, διαφορετικὰ ἀκολουθώντας τὸν δικό του ἐκτὸς Ἐκκλησίας ξένο δρόμο θὰ ὑποστεῖ τὶς συνέπειες. Χειρότερη ἡ κατάσταση ἀπὸ ὅτι στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, διότι ὅλες οἱ τότε αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ἦσαν στὴν αἵρεση. Ὁλομόναχος ὁ Ἅγιος Μάξιμος στὴν Ἀποτείχιση. Τί τοὺς ἀπάντησε δίνοντας καὶ σὲ μᾶς παράδειγμα καὶ ἐπιχειρήματα; Ἡ Ἐκκλησία τοὺς εἶπε δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ αἵρεση, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ὀρθὴ καὶ σωτήριος ὁμολογία τῆς Πίστεως, καὶ ὅτι οἱ σύνοδοι κρίνονται ὡς ἀληθεῖς ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων»[21].
Ἑπτακόσια χρόνια ἀργότερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναιρεῖ γράμμα τοῦ πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰγνατίου πρὸς τὸν γνωστὸ Βαρλααμίτη καὶ λατινόφρονα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα, μέσα στὸ ὁποῖο τοῦ ἔγραφε ὅτι, ἀφοῦ ἐστήριξε τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν πατριάρχη καὶ κατέκρινε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ἐπιστρέφει τώρα στὴν ἐκκλησία του, ποὺ τοῦ ἐχάρισε ὁ Χριστός· «ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Ὀργίζεται καὶ ἀγανακτεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σχολιάζοντας καὶ λέγει: Ποιός κλῆρος, ποιά γνήσια σχέση πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας συνήγορος τοῦ ψεύδους τῆς αἱρέσεως, πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» καὶ ἡ ὁποία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μένει διαρκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, στηριγμένη παγίως πάνω σ᾽ αὐτὰ ποὺ στηρίζεται ἡ ἀλήθεια; Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτισμένα μὲ τὴν ἀλήθεια· ὅσοι δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία· «Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Γι᾽ αὐτὸ καὶ αὐτοδιαψεύδονται, ὅταν ἀλληλοονομάζονται ποιμένες καὶ ἀρχιποιμένες. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ πρόσωπα ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως[22]. Ἕνας ἀποτειχισμένος, διωκόμενος ἱερομόναχος, δὲν διστάζει νὰ θέσει ἐκτὸς ἐκκλησίας δύο πατριάρχες, τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ποὺ ἐξετόξευαν ἐναντίον του τοῦ κόσμου τὶς κατηγορίες, ὅπως καὶ τώρα ἐκτοξεύουν ἐναντίον μας, καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι, ἐπειδὴ δὲν εἶστε μὲ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ τὴν αἵρεση, εἶστε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἐμεῖς, ποὺ διώκετε, εἴμαστε μὲ τὴν ἀλήθεια, γι᾽ αὐτὸ καὶ εἴμαστε ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ γράφων γνωρίζει καὶ ἐδίδαξε ἐπὶ ἔτη τὴν ὑψηλὴ θέση τῶν ἐπισκόπων, τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν διακόνων μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν σπουδαιότητα καὶ ἀναγκαιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης συνολικά, καὶ ὄχι ὅπως πράττουν τελευταῖα κάποιοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι, ποὺ ἀπομονώνουν κάποιες θέσεις τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου καὶ ἀποκρύπτουν ἄλλες, γιὰ νὰ καταλήξουν στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐπισκοποκεντρικὴ καὶ ὅτι «καμμία Θ. Λειτουργία δὲν εἶναι νοητὴ χωρὶς ἀναφορὰν εἰς τὸν ἐπίσκοπον, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ ὁποίου καὶ τελεῖται»[23]. Ἡ θέση αὐτὴ τοῦ μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα δὲν εὑρίσκει καμμία θεμελίωση οὔτε στὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου, οὔτε σὲ κανενὸς ἄλλου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα αὐτὸ ποὺ ὑπογραμμίσαμε μὲ ἔντονα στοιχεῖα ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ ἐπισκόπου. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐπισκοποκεντρικὴ ἀλλὰ Χριστοκεντρικὴ καὶ Πνευματοκεντρική. Τελεῖται εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τελεσιουργεῖται λειτουργοῦντος καὶ θυομένου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνεργοῦντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σὲ κανένα πατερικὸ σύγγραμμα Περὶ Ἱερωσύνης ἤ Περὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅσο καὶ ἂν ψάξει κανείς, δὲν θὰ βρῆ τὴν αἱρετίζουσα καὶ παπίζουσα θέση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐπισκοποκεντρικὴ καὶ ὅτι ἡ Θ. Λειτουργία τελεῖται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου. Τὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου μνημονεύεται στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, γιὰ νὰ δείξει ὁ μνημονεύων ὅτι ἀνήκει σὲ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία καὶ ὄχι σὲ αἱρετικὴ καὶ σχισματικὴ καὶ ὅτι ἔχει τὴν ἴδια πίστη μὲ τὸν ἐπίσκοπο ποὺ μνημονεύει, δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξη[24]. Ὅταν ὅμως ὁ ἐπίσκοπος δὲν ὀρθοδοξεῖ, τότε ὁ μνημονεύων τὸ ὄνομα ψεύδεται ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Θυσιαστηρίου, ὅταν μάλιστα κάποιες φορὲς οἱ ἐπίσκοποι στὶς ἀκολουθίες χαρακτηρίζονται ὡς «ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Δὲν χρειάζεται ἐξομολόγηση γιὰ τὸ δημόσιο αὐτὸ ψεῦδος καὶ διακοπὴ μνημόνευσης;
β) Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή.
Δυστυχῶς ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης Εἰρηναῖος καὶ πολλοὶ ἄλλοι, κανοναρχοῦντος τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, τὸν ὁποῖο δουλικὰ ἀκολουθοῦν ὡς εὐγνώμονα ἀνταπόκριση γιὰ τὴν ἐκλογή τους, ἄλλα διδάσκουν πρὸς τοὺς ἀκατήχητους πιστούς, τοὺς ὁποίους κατηχοῦν διαστρέφοντας καὶ ὄχι ὀρθοτομώντας τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Στὸ κήρυγμά του κατὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Μαρίνας στὸν Ἱερὸ Ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὴν Πτολεμαΐδα (16.07.2024), ἀφοῦ ὁμίλησε σύντομα γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας, θέλησε νὰ διδάξει, ἀναφερόμενος «στὴν Παράδοση καὶ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πῶς καθιερώνει κάποιον “ἅγιο”. Ἐπειδὴ κυρίως τὰ τελευταῖα χρόνια ἀκοῦμε ἀποφάσεις Συνόδων, εἴτε πατριαρχικῶν εἴτε τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νὰ ἀνακηρύσσουν ἁγίους. Τί σημαίνει αὐτὸ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς διδάσκει ὅτι γιὰ νὰ γίνει κάποιος ἅγιος πρέπει νὰ ἔχει κάποια κριτήρια τὰ ὁποῖα θέσπισαν Σύνοδοι καὶ ἡ πράξη τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας». Τὸ θέμα τῆς Ἁγιοκατάταξης ἤ τῆς Ἀναγνώρισης Ἁγίων ἤ τῆς Ἀνακήρυξης Ἁγίων ἤ τῆς Ἁγιοποίησης, ὅπως ἐσφαλμένα ἔλεγαν παλαιότερα, εἶναι ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον θέμα, στὸ ὁποῖο μάλιστα ἔχουν εἰσχωρήσει παπικὲς ἐπιρροὲς εἰς βάρος τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων. Πολλὲς ἁγιοκατατάξεις γίνονται χαριστικὰ μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια. Ἡ ἁγιοκατάταξη ὅμως εἶναι διαφορετικὸ θέμα ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἄλλα εἶναι τὰ κριτήρια γιὰ νὰ ἁγιάσει κανεὶς καὶ νὰ σωθεῖ καὶ ἄλλα τὰ κριτήρια γιὰ νὰ φανερωθεῖ στοὺς ἀνθρώπους ἡ ἁγιότητα, ὥστε νὰ ἁγιοκαταταγεῖ. Ὑπάρχουν πλήθη ἁγίων καὶ σεσωσμένων ἀνθρώπων ποὺ παραμένουν ἀφανεῖς. Ὀλίγους ἐξ αὐτῶν φανερώνει ὁ Θεός. Ὁ μητροπολίτης Εἰρηναῖος συγχέει τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν σωτηρία τῶν πολλῶν, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἄλλα κριτήρια, μὲ τὴν ἁγιοκατάταξη ὀλίγων, τοὺς ὁποίους φανερώνει ὁ Θεὸς μὲ εἰδικὰ κριτήρια. Ἂς διαβάσει ἕνα ἐγχειρίδιο Ἁγιολογίας, γιὰ νὰ μάθει μὲ ποιά κριτήρια ἡ Ἐκκλησία καθιερώνει κάποιον ὡς Ἅγιο ἤ τὸν ἀναγνωρίζει ὡς Ἅγιο. Πολὺ καλὸ εἶναι τὸ ἐγχειρίδιο τοῦ καθηγητοῦ Π. Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ. Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1995.
Στὴν συνέχεια ἀπαριθμώντας τὰ κριτήρια βάσει τῶν ὁποίων μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνει ἅγιος ἀναφέρει ὡς τρίτο κριτήριο τὴν «ὀρθὴ πίστη» καὶ προσθέτει ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν «ὅτι εἶναι πολὺ πιὸ σωστοὶ καὶ διδάσκουν καλύτερα τὸν Χριστὸ καὶ τὸν βιώνουν, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι στὴ γῆ, ὅλοι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ὅπως εἴμαστε ἐδῶ, καὶ κεφαλὴ ὁρατὴ ἔχει τὴν ἀνώτερη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, ποὺ σὲ μᾶς εἶναι τοπικὰ ὁ ἐπίσκοπος καὶ συνολικὰ οἱ Σύνοδοι. Ἀοράτως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι δὲ τόσο σημαντικὸ νὰ ὑπακοῦμε στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀκόμη καὶ θαύματα νὰ κάνουμε, ἐὰν δὲν ὑπακοῦμε, τότε λατρεύουμε τὸν Διάβολο, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος». Δύσκολα βάζει κανεὶς σὲ τάξη ὅσα διαστρεβλωμένα λέγονται. Δὲν βγάζεις ὀρθόδοξο νόημα. Ἐν πρώτοις, σύμφωνα καὶ μὲ ὅσα παρουσιάσαμε, στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀνήκουν μόνον οἱ ζῶντες ἐπὶ τῆς γῆς πιστοί, ἀλλὰ καὶ οἱ κεκοιμημένοι, οἱ ζῶντες στὸν οὐρανό, ἡ στρατευομένη καὶ ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Αὐτὸ ἔχει ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴν ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, διότι ὅσα οἱ ποιμένες λέγουν καὶ πράττουν, πρέπει νὰ ἐκφράζουν ὄχι μόνον τοὺς ζῶντες ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ καὶ τοὺς προαπελθόντας στὸν οὐρανό, ἑπομένως καὶ σύνολη τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, τὴν ὁποία ἀπορρίπτουν οἱ μεταπατερικοὶ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου καὶ τοῦ Θεολογικοῦ Συνδέσμου «Καιρός», τοὺς ὁποίους ἀκολουθοῦν ὁ Ἄνθιμος Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ ὁ νέος Φλωρίνης Εἰρηναῖος, ὑπὸ τὴν καθοδηγητικὴ κάλυψη τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου. Κατὰ τὸν καθολικὰ ἀποδεκτὸ ὁρισμὸ τῆς Παράδοσης ἀπὸ τὸν Βικέντιο τὸν ἐκ Λειρίνου ἤ Λερίνου «κρατοῦμεν πᾶν ὅ,τι πανταχοῦ, πάντοτε καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη». (Id teneamus quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est). Ἡ ἐσφαλμένη ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ βρίσκεται μόνο στὴ γῆ ἐξηγεῖ καὶ ὅσα βλάσφημα εἶπε ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος ὅτι, ἂν οἱ Χριστιανοὶ ἀποφασίσουν διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸς θὰ συμφωνήσει μὲ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ὄχι μὲ τὸ Εὐαγγέλιο[25]. Ἐξηγεῖ ἀκόμη γιὰ τὸ ὅτι ἐπιμένουν στὸ νὰ ὑπακοῦμε στοὺς ζῶντες ἐπισκόπους καὶ στὶς συνόδους ποὺ συγκαλοῦν, γιατὶ ἔτσι ἠμποροῦν νὰ ἀποφασίζουν χωρὶς νὰ λαμβάνουν ὑπ᾽ ὄψιν τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση. Ἐξοβελίζουν ἔτσι τὸ ὀρθόδοξο συνοδικὸ ἀξίωμα «Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι» καὶ ὅσα θριαμβευτικὰ διακηρύσσει ἡ Ἐκκλησία τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν· ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν... Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν»[26].
Ἡ ἀνώτερη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ δὲν εἶναι ἡ ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἡ σύνοδος τῶν ἐπισκόπων, ὅπως θέλει ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας. Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τοῦ οὐράνιου καὶ τοῦ ἐπίγειου τμήματος, τῆς θριαμβεύουσας καὶ τῆς στρατευομένης, εἶναι μόνον ὁ Χριστός. Διαφορετικὰ ρέπουμε πρὸς τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν ἐπισκοποκεντρισμό, ποὺ ἀποτελοῦν ἐκκλησιολογικὲς ἐκτροπὲς καὶ παρεκκλίσεις[27]. Εἶναι ὄντως «σημαντικὸ νὰ ὑπακοῦμε στὴν Ἐκκλησία», ὅπως συνιστᾶ ὁ μητροπολίτης, ἀλλὰ στὴν διὰ τῶν αἰώνων Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ ὄχι στὴν σύγχρονη Ἐκκλησία τοῦ Βαρθολομαίου, τοῦ Ἱερωνύμου, τῶν Ἀνθίμων καὶ ὅσων τοὺς ἀκολουθοῦν, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπακούουν στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Ὑπακούουμε στοὺς ἐπισκόπους καὶ στὶς συνόδους ποὺ κάνουν ὑπακοὴ στὸν Χριστό, στοὺς Ἀποστόλους καὶ στοὺς Πατέρες· αὐτὸς εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος, ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιὰ νὰ κάνουν οἱ πιστοὶ ὑπακοὴ στοὺς ἐπισκόπους. Δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη οὔτε ἀδιάκριτη ἡ ὑπακοή. Ὑπάρχει κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, ὅπως δείξαμε στὸ σχετικὸ βιβλίο μας, τὸ ὁποῖο ἀφυπνίζει ὅσους ἀγνοοῦν καὶ ἐλέγχει τοὺς δειλοὺς καὶ ἐθελόδουλους[28]. Ἐπιμένει στὴν κακὴ ὑπακοὴ ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης καὶ λίγο πιὸ κάτω λέγει: «Ὁ πιὸ ἀσφαλὴς τόπος καὶ ὁ πιὸ καλὸς τρόπος γιὰ νὰ σωθοῦμε εἶναι ἡ ἐνορία μας, εἶναι ὁ παπᾶς μας, εἶναι οἱ ἐφημέριοι ποὺ ξέρουμε, εἶναι ὁ ἐπίσκοπός μας ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν ἔστειλε νὰ θυσιαστεῖ γιὰ μᾶς, εἶναι οἱ Σύνοδοί μας». Εἶναι ὄντως ἀσφαλὴς τόπος καὶ τρόπος γιὰ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση οἱ ἐνορίες καὶ οἱ ἐφημέριοι, ὅταν διδάσκουν καὶ ὁδηγοῦν τοὺς ἐνορίτες μὲ βάση τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ὁρίζει ὅτι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ὁμολογία τῆς Πίστεως, ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Ὀρθοπραξία, ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία. Ὅταν διδάσκουν ἄλλο Εὐαγγέλιο, «ἕτερον Εὐαγγέλιον», καὶ δὲν τηροῦν τὶς ἀποστολικὲς καὶ πατερικὲς παραδόσεις, τότε γίνονται τόποι καὶ τρόποι ἀπωλείας καὶ πνευματικῆς καταστροφῆς. Πόσες αἱρέσεις καὶ σχίσματα δὲν ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ποὺ τὶς ἐδίδαξαν πατριάρχες, ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς; Ἂν σ᾽ αὐτοὺς τοὺς ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς ἔκαναν ὑπακοὴ οἱ πιστοί, ὅπως συμβουλεύει ὁ Φλωρίνης, δὲν θὰ ὑπῆρχε σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, μεγάλη σύγχρονη ἀσκητικὴ μορφή, ποὺ θὰ ἔπρεπε ἤδη νὰ εἶχε ἐπισήμως ἀνακηρυχθεῖ σὲ ἅγιο, ὅπως καὶ ὁ πανάξιος ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς μητροπολίτης ἀείμνηστος Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ὁ Γέροντας Φιλόθεος λοιπὸν ἔγραψε τὸ 1930 τὰ ἑξῆς ἀπαντώντας στὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο ποὺ τοῦ συνιστοῦσε ὑπακοὴ στὸν ἐπίσκοπο καὶ στὶς συνόδους: «Ἐὰν αὐτὴν τὴν γνώμην ἠκολούθουν πάντες οἱ Χριστιανοὶ κατὰ γράμμα, νὰ ἀκολουθοῦν δηλαδὴ τοὺς ἐπισκόπους εἰς πάντα, ἀλλοίμονο τότε, οὔτε Ὀρθοδοξία, οὔτε Ἐκκλησία, οὔτε Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς θὰ ὑπῆρχε σήμερον. Ἐὰν οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἠκολούθουν τοὺς πατριάρχας καὶ ἐπισκόπους, Ἀπολιναρίους, Μακεδονίους, Εὐτυχέας, Διοσκόρους, Σαβελλιο-Σεβήρους, Εὐσεβίους καὶ πολλοὺς ἄλλους, καὶ ἐδέχοντο καὶ ἠσπάζοντο τὰ φρονήματά των, ποῦ τότε Ὀρθοδοξία; Ποῦ χριστιανὸς εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος;!! Καὶ τί λέγω ἀνθρώπους, πατριάρχας καὶ μητροπολίτας; Καὶ δὲν λέγω συνόδους, ὄχι ἀπὸ πέντε ἤ δέκα καὶ εἴκοσι τοιούτους, ἀλλὰ ἀπὸ 100, 200 καὶ 348 μητροπολίτας καὶ ἐπισκόπους, ἀποτελουμένας; Διότι 348 τὸν ἀριθμὸν συνῆλθον ἐν ἔτει 754 ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐξέδωκαν τὸν ὅρον»[29]. Ἐννοεῖ τὴν εἰκονομαχικὴ σύνοδο τῆς Ἱερείας ποὺ ἐξέδωκε «ὅρον», ἀπόφαση, ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων.
γ) Καλοὶ καὶ κακοὶ ποιμένες.
Ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία δὲν σημαίνει ὑπακοὴ σὲ συγκεκριμένα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἐνδέχεται καὶ νὰ πλανῶνται, ἀλλὰ ὑπακοὴ στὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ προκύπτει μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν διαχρονικὴ Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὑπάρχουν καλοὶ καὶ κακοὶ ἐπίσκοποι. Ὑπακούουμε μόνον στοὺς καλοὺς ποιμένες. Στὸ μνημονευθὲν βιβλίο μας γιὰ τὴν κακὴ ὑπακοὴ καὶ τὴν ἁγία ἀνυπακοὴ παραθέσαμε ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς πολλὲς ἁγιογραφικὲς καὶ πατερικὲς μαρτυρίες. Ἐδῶ ἐπιλεκτικὰ θὰ παραθέσουμε μερικὲς κορυφαίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλους τοῦ ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος διακρίνει τοὺς καλοὺς ποιμένες ἀπὸ τοὺς κακούς, τοὺς μισθωτούς, οἱ ὁποῖοι ἐνδιαφέρονται ὡς ξένοι μόνον γιὰ τὸ προσωπικό τους συμφέρον, καὶ ἀφήνουν τὸ ποίμνιο στὶς ἄγριες διαθέσεις τῶν λύκων, τῶν αἱρετικῶν, τῶν σχισματικῶν, τῶν ἀνηθίκων. Συνήθως οἱ κακοὶ ποιμένες εἰσέρχονται στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων ὄχι κανονικά, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «διὰ τῆς θύρας», ἀλλὰ μὲ συναλλαγὲς καὶ ἀλληλοεξυπηρετήσεις «ἀλλαχόθεν», ἀλλότριοι καὶ ξένοι πρὸς τὸ ὑγιὲς ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον. Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν τοὺς ἀκολουθοῦν τὰ πρόβατα. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν διὰ τῆς θύρας ποιμὴν ἐστι τῶν προβάτων. Τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ᾽ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. Καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾽ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν»[30]. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιστρέφοντας στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὴν τελευταία του ἀποστολικὴ περιοδεία ἐκάλεσε σὲ σύναξη τοὺς ἐπισκόπους – πρεσβυτέρους τῆς περιοχῆς τῆς Ἐφέσου, γιὰ νὰ τοὺς ἀποχαιρετήσει καὶ νὰ τοὺς δώσει τὶς τελευταῖες του ὁδηγίες. Καὶ ἀφοῦ τοὺς εἶπε νὰ προσέχουν τὸ ποίμνιο ἀπὸ τοὺς βαρεῖς λύκους, τοὺς ἀπίστους καὶ αἱρετικούς, πρόσθεσε ὅτι καὶ ἀπὸ ἐσᾶς, ποὺ εἶσθε κανονικοὶ ποιμένες, θὰ ἐμφανισθοῦν πρόσωπα ποὺ θὰ διαστρέφουν τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία γιὰ τὸ προσωπικό τους συμφέρον, προφητεία ποὺ ἐπαληθεύθηκε πολλὲς φορὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, πολὺ περισσότερο ἐπαληθεύεται σήμερα: «Καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν»[31]. Φθάνει στὸ σημεῖο ὁ οὐρανοβάμων ἀπόστολος νὰ ἐπιπλήττει τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Γαλατίας ποὺ πίστεψαν σὲ διαστροφεῖς τοῦ Εὐαγγελίου, «εἰς ἕτερον Εὐαγγέλιον», καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν ὁ ἴδιος ἀλλοίωνε τὸ Εὐαγγέλιο ἤ ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔπρεπε ὄχι ἁπλῶς νὰ μὴν τοὺς ἀκολουθήσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀναθεματίσουν. Οἱ σημερινοὶ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων ἀλλοιώνουν τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ διαστρέφουν, καὶ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς νὰ κάνουν ὑπακοή. Δὲν διαστρέφει τὸ Εὐαγγέλιο ὁ γνωστὸς ἐπίσκοπος ποὺ διδάσκει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν καταδικάζει τὴν ὁμοφυλοφιλία καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀποφασίσει σχετικά[32], ἐνῶ οἱ συνεπίσκοποί του καὶ ἡ Σύνοδος συμφωνοῦντες σιωποῦν; «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»[33].
Ἀπὸ τὶς πάμπολλες μαρτυρίες τῶν Ἁγίων Πατέρων θὰ ἀναφέρουμε ὀλίγες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Εἶναι γνωστὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ Μ. Βασιλείου πρὸς τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, τὸν ὁποῖο ἔστειλε στὴν Καισάρεια ὁ προστάτης τῆς αἵρεσης τοῦ Ἀρείου αὐτοκράτορας Οὐάλης, γιὰ νὰ ὑποχρεώσει σὲ ὑπακοὴ τὸν ἱεράρχη καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν αἵρεση. Στὴν ἄκαμπτη καὶ ἀνυπάκουη στάση τοῦ Βασιλείου τοῦ εἶπε ὁ Μόδεστος ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι ἔκαναν ὑπακοὴ καὶ ὑποχώρησαν, γιατί ἐσὺ δὲν ὑποχωρεῖς, ὅπως ὑποχώρησαν καὶ οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι στοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες, τοὺς πλανητάρχες καὶ τοὺς ἐπιτόπιους. Μὴν ἀπορεῖς τοῦ εἶπε ὁ Βασίλειος, γιατὶ φαίνεται πὼς δὲν συνάντησες στὶς περιοδεῖες σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο, γιατὶ ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, ἡ Ὀρθοδοξία, ὅταν κινδυνεύει ὁ Θεός, οἱ ἀληθινοὶ ἐπίσκοποι δὲν ὑποχωροῦν, ἀντιστέκονται καὶ δὲν φοβοῦνται ὅ,τι καὶ ἂν πάθουν: «(Μόδεστος) Οὐδεὶς μέχρι τοῦ νῦν οὕτως ἐμοὶ διείλεκται καὶ μετὰ τοσαύτης τῆς παρρησίας – (Βασίλειος) Οὐδὲ γὰρ ἐπισκόπῳ ἴσως ἐνέτυχες· ἤ πάντως ἂν τοῦτον διελέχθη τὸν τρόπον ὑπὲρ τοιούτων ἀγωνιζόμενος»[34]. Ὁ ἴδιος φωτισμένος καὶ διακριτικὸς Διδάσκαλος ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση ἂν πρέπει νὰ ὑπακούουμε εἰς ὅλους καὶ σὲ ὁ,τιδήποτε μᾶς διατάσσουν: «Εἰ δεῖ παντὶ καὶ ὅ,τι δήποτε ἐπιτάσσοντι ὑπακούειν». Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολὺ διαφωτιστική. Μᾶς λέγει ὅτι δὲν ἔχει σημασία ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς διατάζει, ἂν εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἐμᾶς, ἂν ἔχει κάποιο ἀξίωμα, ἀλλὰ ἂν αὐτὸ ποὺ μᾶς συμβουλεύει εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως καὶ οἱ ἐπίσκοποι πρέπει νὰ ὑπακούουν καὶ στοὺς λαϊκούς, ὅταν δίνουν ἀγαθὲς συμβουλές. Ὁ Μέγας Μωϋσῆς ὑπήκουσε στὸν πεθερό του Ἰοθόρ[35]. Παραθέτει πολλὰ παραδείγματα καλῆς καὶ κακῆς ὑπακοῆς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὰ ὁποῖα λέγει μαθαίνουμε ὅτι, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι γνήσιος καὶ ἀξιόπιστος καὶ ὑπερβολικὰ ἔνδοξος καὶ ἐπιφανὴς αὐτὸς ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἤ προτρέπει νὰ πράξουμε αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἀπαγορεύει, αὐτὸν πρέπει νὰ ἀποφεύγει ἤ νὰ τὸν σιχαίνεται ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο: «Ἐξ ὧν παιδευόμεθα, ὅτι κἂν πολὺ γνήσιός τις ᾖ κἂν ὑπερβαλλόντως ἔνδοξος ὁ κωλύων τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου προστεταγμένον, ἤ προτρέπων ποιεῖν τὸ ὑπ᾽ αὐτοῦ κεκωλυμένον, φευκτὸς ἢ βδελυκτὸς ὀφείλει εἶναι ἑκάστῳ τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον»[36].
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶναι πολὺ πιὸ αὐστηρὸς καὶ λέγει τόσα πολλὰ γιὰ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους, ὡς μία θεραπευτικὴ κριτικὴ τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων, ὥστε καθιστᾶ ἀναπολόγητους κάποιους «καλούς» σημερινοὺς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν νὰ ἀναφερθοῦν στὴν κατάπτωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ ἐνισχύουν μόνον τὴν ἐπισκοποκεντρικὴ αἵρεση καὶ τὴν κακὴ ὑπακοή. Διαπιστώνει ἐν πρώτοις ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ εὑρίσκεται στὸν τρόπο ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων, διότι συνήθως ἐκλέγονται ὄχι οἱ ἱκανοὶ καὶ οἱ ἄξιοι, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν κοσμικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ δύναμη καὶ ὑποστήριξη: «Οὐ γὰρ ἐξ ἀρετῆς μᾶλλον, ἤ κακουργίας, ἡ προεδρία· οὐδὲ τῶν ἀξιωτέρων, ἀλλὰ τῶν δυνατωτέρων οἱ θρόνοι»[37]. Ὁ ἴδιος ἐδοκίμασε διωγμοὺς καὶ συκοφαντίες ἀπὸ κακοὺς ἐπισκόπους καὶ γράφει ὅτι δὲν φοβᾶται οὔτε τοὺς ἀνθρώπους οὔτε τὰ ἄγρια θηρία· τὸ μόνο ἀπὸ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ φυλάγεται εἶναι οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι, ἔστω καὶ ἂν κινδυνεύει ὁ ἐπισκοπικός του θρόνος. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα, δὲν ἔχουν ὅμως ὅλοι τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἂν παραμερίσεις τὸ ἔνδυμα τοῦ προβάτου, θὰ ἀντικρύσεις τὸν λύκο:
«Ἓν ἐκτρέπου μοι, τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους,
μηδὲν φοβηθεὶς τοῦ θρόνου τὴν ἀξίαν.
Πάντων τὸ ὕψος, οὐχὶ πάντων δ᾽ ἡ χάρις.
Τὸ κώδιον πάρελθε, τὸν λύκον βλέπε»[38].
Διστάζει νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια, ὅπως ἔχει, καὶ ντρέπεται, τελικῶς ὅμως τολμᾶ καὶ τὴν λέγει· οἱ ἐπίσκοποι, ἐνῶ τάχθηκαν νὰ εἶναι διδάσκαλοι τοῦ καλοῦ, κατήντησαν νὰ εἶναι ἐργαστήριο ὅλων τῶν κακῶν: «Αἰσχρὸν μὲν εἰπεῖν, ὡς ἔχει, φράσσω δ᾽ ὅμως· ταχθέντες εἶναι τοῦ καλοῦ διδάσκαλοι, κακῶν ἁπάντων ἐσμὲν ἐργαστήριον»[39].
Μὲ τοὺς δύο μεγάλους Καππαδόκες θεολόγους συμφωνεῖ ἀπόλυτα ὁ ἐξ Ἀντιοχείας ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ ἐβίωσε πιὸ σκληρὰ καὶ ἀπάνθρωπα τοὺς διωγμοὺς τῶν κακῶν ἐπισκόπων, ὥστε ἐξόριστος ἐπὶ τρία ἔτη μὲ κακοσυνοδικὲς ἀποφάσεις νὰ ἀποθάνει συρόμενος καὶ κακοποιούμενος στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου τὸ 407. Διαπιστώνει καὶ αὐτὸς ὅτι ἡ ἀκαταστασία καὶ οἱ ταραχὲς στὶς Ἐκκλησίες ὀφείλονται στὸν κακὸ τρόπο ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων. Δὲν ἐκλέγονται ἄξιοι καὶ ἐνάρετοι, ἀλλὰ γεμᾶτοι ἀπὸ κακίες ἄνθρωποι, ποὺ δὲν εἶναι ἄξιοι οὔτε τὸ κατώφλι τῆς ἐκκλησίας νὰ πατήσουν, γίνονται ὅμως μὲ τὴν Ἱερωσύνη ἔντιμοι καὶ περίβλεπτοι, τολμοῦν τὰ ἀτόλμητα, ἐξυβρίζουν τὰ ἅγια, διώκουν τοὺς σπουδαίους καὶ ἀξίους, ὥστε ἀνεμπόδιστα οἱ πονηροὶ νὰ ἀνατρέψουν ὅσα θέλουν. Πολλὲς χειροτονίες δὲν γίνονται ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη ἀλλὰ ἀπὸ ἀνθρώπινη συμβολή[40]. Ὁ μεγαλομάρτυς αὐτὸς καὶ μεγαλειώδης Χρυσορρόας Πατὴρ μετὰ τὰ ὅσα ὑπέστη ἀπὸ κακοὺς ἐπισκόπους καὶ κακὲς συνόδους γράφει ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴν διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, ἡ ὁποία ὑπέστη κατάθλιψη ἀπὸ τοὺς ἄδικους καὶ ἐξοντωτικοὺς διωγμοὺς ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Διδασκάλου. Δὲν φοβᾶμαι, τῆς γράφει, κανένα ὅσο τοὺς ἐπισκόπους, ἐκτὸς ἀπὸ ὀλίγους: «Οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα, ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»[41].
Νὰ κάνουμε λοιπὸν ὑπακοὴ καὶ στοὺς κακοὺς ἐπισκόπους, ὅπως τοὺς περιέγραψε ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ Τρεῖς μέγιστοι φωστῆρες καὶ Ἱεράρχες; Θὰ μπορούσαμε ὁλόκληρο τόμο νὰ γεμίσουμε ἀπὸ σχετικὲς μαρτυρίες. Δικαιολογημένα γι᾽ αὐτὸ ἕτερος νεώτερος Καππαδόκης, προβάλλοντας τὴν σταθερὴ πατερικὴ Παράδοση καὶ δροσίζοντας μὲ αὐτὴν τὴν νεώτερη ἀκαδημαϊκὴ Θεολογία, ποὺ προσπαθοῦσε σὲ πολλὲς περιπτώσεις νὰ ξεδιψάσει μὲ τὰ θολά νερὰ τῆς Παπικῆς καὶ Προτεσταντικῆς Δύσης, ὁ ἐξέχων καὶ ἐπιφανὴς καθηγητὴς τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἀείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, τὰ βιβλία τοῦ ὁποίου εἶναι θησαυρὸς πολύτιμος, συνόψισε τὰ περὶ κακῶν ἐπισκόπων τῶν ἡμερῶν μας λέγοντας τὸ συγκλονιστικό: «Τώρα ὁ Διάβολος κάνει διακοπές, γιατὶ τὸ ἔργο του τὸ ἔχουν ἀναλάβει οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι τρομοκράτες τῶν ἀγωνιζομένων καὶ ἐκπαιδευτὲς τῶν ἀλλοτριωμένων»[42].
δ) Κακοποιοῦν καὶ ὑβρίζουν τὴν Θεοπαράδοτη καὶ Ἁγιοπαράδοτη Ἀποτείχιση. Διαστρέφει καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος.
Τὸ ἄκρον ἄωτον ὅμως τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς διαστρέβλωσης, ἡ κορύφωση τοῦ νὰ παρουσιάζεις τὸ κακὸ ὡς καλὸ καὶ τὸ καλὸ ὡς κακό, τὸ φῶς ὡς σκότος καὶ τὸ σκότος ὡς φῶς, εὑρίσκεται εἰς τὰ ὅσα ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας καὶ πολλοὶ ἄλλοι πιστεύουν καὶ κηρύσσουν γιὰ τὴν εὐλογημένη Ἀποτείχιση, τὴν ὁποία χαρακτηρίσαμε ὡς θεοπαράδοτη καὶ ἁγιοπαράδοτη. Ἤδη ἀναγκασθήκαμε πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, στηριζόμενοι σὲ ἁγιογραφικὲς καὶ πατερικὲς μαρτυρίες, νὰ συγγράψουμε ἕνα μικρὸ τευχίδιο, γιὰ νὰ διαλύσουμε τὶς συκοφαντίες καὶ τὶς παρεξηγήσεις. Ἐκεῖ ἐκφράζουμε τὴν ἀπορία καὶ τὴν λύπη μας, διότι ἀκόμη καί πρόσωπα μὲ «ὀρθόδοξο» φρόνημα, καὶ μάλιστα λόγιοι ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι καὶ καθηγητές, ἐκλαμβάνουν τὴν Ἀποτείχιση κακῶς καὶ ἀμαθῶς, ἴσως καὶ ἰδιοτελῶς, ὡς χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι ὅπως εἶναι, ὡς χωρισμὸ δηλαδὴ ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς ψευδεπισκόπους. Ἰσχυρίζονται, γράφουν καὶ κηρύσσουν ὅτι αὐτοὶ δὲν ἀποτειχίζονται, ἀλλὰ μένουν μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅτι δίνουν τὸν ἀγώνα μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὑπονοοῦν ἔτσι ὅτι ὅσοι ἀποτειχίζονται εὑρίσκονται ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἀποτείχιση εἶναι σχίσμα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ μικρό μας αὐτὸ βιβλίο τὸ κυκλοφορήσαμε μὲ τὸν τίτλο «Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις»[43].
Γίνονται ἔτσι καλοὶ συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν αἱρετικῶν ψευδεπισκόπων, διότι δὲν ἀφήνουν νὰ ὑψωθεῖ τὸ τεῖχος τῆς διακοπῆς τῆς μνημόνευσης τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου, μὲ συνέπεια, χωρὶς τείχη καὶ ὀχύρωση, ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπὶ δεκαετίες τώρα, νὰ προελαύνει ἀνεμπόδιστα, νὰ καταλαμβάνει πρόσωπα, θεσμούς, συνόδους, ἀρχιερεῖς, θεολογικὲς σχολές, καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὡς ἐλεύθεροι σκοπευτές, χωρὶς τεῖχος καὶ ὀχύρωση, ρίχνουμε μερικὲς τουφεκιές, «ἔπεα πτερόεντα», ἀπέναντι ἑνὸς ἐχθροῦ ὀργανωμένου μὲ ἀσύγκριτη ὑπεροπλία, ποὺ ἀποτελεῖ ἀσύμμετρη ἀπειλή. Αὐτὸ ὅμως δὲν κάναμε τόσα χρόνια ἀναβάλλοντας τὴν κατασκευὴ τοῦ τείχους; Τὸ νὰ παύσουμε δηλαδὴ νὰ μνημονεύουμε στὶς ἀκολουθίες τὰ ὀνόματα τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων; Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἡ Ἀποτείχιση, τὸ νὰ μὴ μνημονεύει ὁ ἱερεὺς τὸ ὄνομα τοῦ οἰκουμενιστοῦ ἐπισκόπου, καὶ ὁ λαϊκὸς νὰ μὴν ἐκκλησιάζεται ἐκεῖ ποὺ μνημονεύεται οἰκουμενιστὴς ἐπίσκοπος. Δὲν χρειάζεται μεγάλη ἀρχαιομάθεια γιὰ νὰ καταλάβεις διαβάζοντας τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου (861) ὅτι α) τὸν ὅρο Ἀποτείχιση τὸν χρησιμοποιεῖ ἡ Σύνοδος, καὶ δὲν εἶναι ἐφεύρημα κάποιων σχισματικῶν ἤ αἱρετικῶν καὶ β) ὅτι Ἀποτείχιση ὀνομάζεται ὄχι κάποια σχισματικὴ ἐνέργεια ἤ αἵρεση, ἀλλὰ ἁπλῶς ἡ διακοπὴ μνημόνευσης τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου. Νὰ διδάξουμε τώρα καὶ Γραμματικὴ καὶ Συντακτικό; Θὰ παραθέσουμε ξανὰ τὸν Ἱερὸ Κανόνα στὴν ὑποσημείωση, γιὰ νὰ φραγοῦν τὰ στόματα τῶν διαστροφέων καὶ νὰ ἀφυπνισθοῦν κάποιοι ἀδιάφοροι καὶ ἀπρόσεκτοι. Ἀφοῦ στὸ πρῶτο τμῆμα ὁ Κανὼν λέγει ὅτι σὲ σχίσμα περιπίπτουν ὅσοι διακόπτουν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς ἐπισκόπους καὶ δὲν ἀναφέρουν τὸ ὄνομά τους στὶς ἀκολουθίες μὲ πρόφαση κάποια «ἐγκλήματα» καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξει συνοδικὴ ἀπόφαση, στὸ δεύτερο μέρος ὁ Ἱερὸς Κανὼν διευκρινίζει ὅτι αὐτὸ δὲν ἰσχύει, δηλαδὴ ἡ κατηγορία γιὰ σχίσμα, γιὰ ὅσους διακόπτουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο, ὅταν αὐτὸς κηρύσσει αἵρεση. Στὴν περίπτωση αὐτή, ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ ἐπιτιμῶνται καὶ νὰ τιμωροῦνται «οἱ ἀποτειχίζοντες ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας», ἀλλὰ πρέπει νὰ τιμῶνται ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς Ὀρθοδόξους. Διότι κατέκριναν καὶ ἀπέρριψαν ὄχι ἀληθινοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ ψευδεπισκόπους καὶ δὲν προκάλεσαν στὴν Ἐκκλησία σχίσματα καὶ διαιρέσεις, ἀλλὰ φρόντισαν νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτά[44]. Θὰ ἦταν ποτὲ δυνατόν, ἂν ἡ Ἀποτείχιση εἶναι σχίσμα καὶ σὲ βγάζει ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἡ Πρωτοδευτέρα Σύνοδος νὰ συνιστᾶ τὴν Ἀποτείχιση καὶ νὰ ἐπαινεῖ καὶ νὰ τιμᾶ ὅσους ἀποτειχίζονται; Ἂς διαβάσουν κάποιοι προσεκτικὰ τὸν Ἱερὸ Κανόνα καὶ ἂς σκεφθοῦν ὅτι μεγάλοι Ἅγιοι καὶ Πατέρες, ἀλλὰ καὶ σύγχρονοι Ἅγιοι Γέροντες καὶ Ἐπίσκοποι ἀποτειχίσθηκαν ἀπὸ αἱρετίζοντες πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ὁλόκληρο τὸ Ἅγιο Ὄρος ἀποτειχίσθηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα καὶ μαζί τους ὁ Ἅγιος Παΐσιος καὶ τρεῖς ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁμολογητὴς ὅσιος Αὐγουστῖνος Καντιώτης καὶ οἱ ὁμόφρονες καὶ συναγωνιστές του μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καὶ Παραμυθίας Παῦλος. Ὅλοι αὐτοὶ βγῆκαν ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ἦσαν σχισματικοί; Ἂς τολμήσει ὁ ξένος καὶ ἀλλότριος ποιμενάρχης τῆς Φλώρινας Εἰρηναῖος νὰ ἰσχυρισθεῖ ὀνομαστικὰ σὲ κήρυγμά του ὅτι ὁ ὅσιος Αὐγουστῖνος ἦταν σχισματικός, πολὺ δὲ περισσότερο ὅτι ἦταν αἱρετικός, ὅπως ἀμαθέστατα ἰσχυρίσθηκε, ὅπως θὰ δοῦμε. Πιστεύει στὰ ψεύδη τοῦ μητροπολίτη Λεμεσοῦ ὁ ὁποῖος (κρίμα!! ἐλύπησε πολλούς) δικαιολογώντας τὴν δειλία, τὴν ἀπραξία, τὸ βόλεμα, τὴν ἔλλειψη ὁμολογητικοῦ καὶ ἀνδρείου πνεύματος ἰσχυρίσθηκε ὅτι οὔτε ὁ Ἅγιος Παΐσιος οὔτε ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἀποτειχίσθηκαν; Δὲν εἶδε τὴν πλημμυρίδα τῶν διαψεύσεων ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων ποὺ δημοσιεύθηκαν στὸ Διαδίκτυο καὶ κατεντρόπιασαν τὸν ἀπὸ πολλοὺς ἐκτιμώμενο ἱεράρχη[45]; Θὰ ἐντραπεῖ ἆραγε καὶ θὰ ἀνακαλέσει ὅσα χειρότερα ἰσχυρίσθηκε ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας Εἰρηναῖος γιὰ τὴν θεοπαράδοτη καὶ ἁγιοπαράδοτη Ἀποτείχιση;
Πρὶν παραθέσουμε ὅσα διεστραμμένα καὶ διαστρεβλωμένα εἶπε στὸ συγκεκριμένο κήρυγμα θὰ ἐξηγήσουμε, γιατὶ χαρακτηρίζουμε τὴν Ἀποτείχιση ὡς θεοπαράδοτη καὶ ἁγιοπαράδοτη, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθοῦμε ὡς ὑπερβάλλοντες. Ὅπως ἐξηγήσαμε ἐννοιολογικά, μὲ βάση καὶ τὰ Λεξικά, ἀποτειχίζω, σημαίνει ὑψώνω τεῖχος, καὶ ἀποτειχίζομαι σημαίνει ὀχυρώνομαι μὲ τεῖχος, γιὰ νὰ προστατευθῶ ἀπὸ κάποιο κίνδυνο, ἀπὸ κάποιο ἐχθρό. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα, ἀκόμη καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο ποὺ συνιστᾶ τὴν Ἀποτείχιση, χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι ὑψώνουμε τεῖχος γιὰ νὰ προστατευθοῦμε ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐκτροπὲς καὶ παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ ὅσους διδάσκουν τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς ἐκτροπές[46]. Αὐτὸ ὅμως δὲν δίδαξε ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς μὲ ὅσα περὶ καλῶν καὶ κακῶν ποιμένων εἶπε, τοὺς ὁποίους κακοὺς καὶ μισθωτοὺς ποιμένες δὲν ἀκολουθοῦν τὰ πρόβατα; Αὐτὸ δὲν ἐδίδαξαν καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες, ὅπως ἐνωρίτερα παρουσιάσαμε ἐνδεικτικά; Θεοπαράδοτη λοιπὸν γιατὶ τὴν ἐδίδαξε ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ Ἁγιοπαράδοτη γιατὶ τὴν ἐδίδαξαν καὶ τὴν ἐφήρμοσαν οἱ Ἅγιοι.
Τώρα ἂς δοῦμε ὅσα ἀπίστευτα καὶ πρωτάκουστα εἶπε ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας γιὰ τὴν Ἀποτείχιση καὶ τοὺς ἀποτειχισμένους: «Εἶναι δὲ τόσο σημαντικὸ οἱ ἄνθρωποι νὰ ὑπακοῦμε στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀκόμη καὶ θαύματα νὰ κάνουμε, ἐὰν δὲν ὑπακοῦμε, τότε λατρεύουμε τὸν Διάβολο, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Μάλιστα αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους σήμερα, ποὺ νομίζουν ὅτι ἔχουν ὀρθὴ πίστη καὶ θέτουν τὸν ἑαυτό τους πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τοὺς ὀνομάζουμε αἱρετικοὺς καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπὶ αἰῶνες ἀγωνίσθηκε μ᾽ αὐτοὺς καὶ πάντα ἐμφανίζονται μὲ νέες μορφές, ὅπως εἶναι σήμερα τὰ σχίσματα καὶ οἱ λεγόμενοι ἀποτειχισμένοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀλαζόνες ἄνθρωποι ποὺ ὁδηγοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους, τὴν ψυχή τους, καὶ ἄλλους ἀνθρώπους στὴν καταστροφὴ καὶ στὸν πνευματικὸ θάνατο». Ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσω τὴν διόρθωση καὶ τὴν ἀφαίρεση τῶν διαστροφῶν καὶ τῶν κακοποιήσεων; Πάλιν καὶ πολλάκις προβάλλεται ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, ὅπως ἀναπτύξαμε στὰ προηγούμενα, κατανοεῖται ἐσφαλμένα ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ὡς ὑπακοὴ στοὺς ἐπισκόπους, στὴν διοικοῦσα Ἐκκλησία, καὶ ὄχι στὴν Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ, στὸ σύνολο τῶν πιστῶν, ζώντων καὶ κεκοιμημένων, στὸν Χριστό, στοὺς Ἀποστόλους, στοὺς Ἁγίους, στὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ μεταπατερικοὶ τοῦ Βόλου καὶ γενικῶς οἱ Οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ Νεωτεριστές, στοὺς ὁποίους ἀνήκει ὁ Φλωρίνης, κατανοοῦν τὴν ὑπακοὴ ὡς ὑπακοὴ στοὺς σύγχρονους μόνον ἐπισκόπους καὶ στὶς σύγχρονες συνόδους, ἔστω καὶ ἂν ἀποφασίζουν ἀντίθετα πρὸς τὸν Χριστό, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Ἁγίους, ὅπως συνέβη μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου καὶ μὲ τὶς ἀποφάσεις γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα.
Αὐτὰ ποὺ λέγει, ἂν τὰ λέγει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιηθοῦν μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ γιὰ δύο λόγους. Ἐν πρώτοις, γιατὶ δὲν προέρχονται ἀπὸ γνήσιο ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου. Δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ ἕναν πτυχιοῦχο τῆς Θεολογίας νὰ ξεχωρίσει τὰ γνήσια ἀπὸ τὰ μὴ γνήσια ἔργα, καί, ἂν δὲν τὰ θυμᾶται, νὰ συμβουλευθεῖ ἕνα ἐγχειρίδιο Πατρολογίας. Στὴν συγκεκριμένη περίπτωση ἡ «Ἐπιστολὴ πρὸς Ἥρωνα διάκονον Ἀντιοχείας» ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ἡ γνώμη ποὺ παραθέτει ὁ Εἰρηναῖος τῆς Φλώρινας προέρχεται ἀπὸ μὴ γνήσιο ἔργο. Ἀκόμη καὶ ἡ γνωστὴ μεγάλη ἔκδοση τοῦ ἀββᾶ Migne ἐκδίδει τὴν ἐπιστολὴ ὄχι μεταξὺ τῶν γνησίων, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν «ὑποβολιμαίων» ἐπιστολῶν (Epistolae Suppositiae) καὶ ἡ νεώτερη ἑλληνικὴ ἔκδοση τῆς ΕΠΕ (Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας) τοῦ καθηγητοῦ Π. Χρήστου καὶ τῶν συνεργατῶν του, στοὺς ὁποίους ἐξ ἀρχῆς συγκαταλέγεται καὶ ὁ γράφων, τὴν ἐκδίδει μεταξὺ τῶν ἀμφιβαλλομένων ἔργων, πάντως ὄχι τῶν γνησίων. Ὁ δεύτερος λόγος τῆς προσοχῆς ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπιδειχθεῖ φαίνεται καὶ ἐκ τοῦ ὅτι καὶ ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ τῆς ἀμφιβαλλόμενης ἐπιστολῆς Πρὸς Ἥρωνα δὲν προκύπτουν αὐτὰ ποὺ προβάλλει ὁ ἐπίσκοπος Εἰρηναῖος, ὅτι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ ὑπακοῦμε στὴν Ἐκκλησία, ἀκόμη καὶ θαύματα ἂν κάνουμε, γιατὶ ἂν δὲν ὑπακοῦμε, τότε λατρεύουμε τὸν Διάβολο. Πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ λατρεία τοῦ Διαβόλου. Τὸ χωρίο λέγει: «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂν ἀξιόπιστος ᾖ, κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν σημεῖα ποιῇ, κἂν προφητεύει, λύκος σοι φαινέσθω, ἐν προβάτου δορᾷ, προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος»[47]. Τὰ διατεταγμένα δὲν εἶναι ὅσα οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι λέγουν, οἱ οἰκουμενιστὲς καὶ νεωτεριστές, οἱ μεταπατερικοὶ καὶ ἀντιπατερικοί, ἀλλὰ ὅσα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν «τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στὸ κοντάκιο τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα περιφρονοῦν οἱ ὁμόφρονες τοῦ ἐπισκόπου Εἰρηναίου. Οὐσιαστικῶς τὸ χωρίο στρέφεται ἐναντίον τῶν Οἰκουμενιστῶν ποὺ περιφρονοῦν ὁλοφάνερα τοὺς Ἁγίους Πατέρς καὶ ὄχι ἐναντίον τῶν Ἀποτειχισμένων ποὺ ἀκολουθοῦν τὰ διατεταγμένα. Τὸ βέλος ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἐπιστρέφει ὡς αὐτεπίστροφο (μπούμεραγκ) ἐναντίον τοῦ ἰδίου καὶ τῶν ὁμοίων του, ποὺ τοὺς παρουσιάζει ὡς λύκους μὲ ἐμφάνιση προβάτου ἤ ὅπως θέλει ὁ ἐπίσκοπος ὡς λατρευτὰς τοῦ Διαβόλου.
Ἡ μεγάλη πάντως διαστροφὴ δὲν βρίσκεται στὴν χρήση μὴ γνήσιου ἔργου καὶ στὴν ἀλλοίωση τοῦ σχετικοῦ χωρίου, βρίσκεται εἰς τὸ ὅτι παρακάτω ἰσχυρίζεται ὁ διαστροφέας καὶ συκοφάντης ἐπίσκοπος ὅτι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίζονται πολλοὶ αἱρετικοί· καὶ μία νέα μορφὴ τῶν αἱρετικῶν εἶναι οἱ λεγόμενοι σήμερα ἀποτειχισμένοι. Ντροπή σου, Δέσποτα, γιὰ τὴν ἐλαφρότητα, τὴν ἐπιπολαιότητα, τὴν ὕβρη, τὴν συκοφαντία, καὶ κρίμα γιὰ τὴν θεολογική σου ἀμάθεια καὶ ἀσχετοσύνη, ἀπὸ τὶς ὁποῖες προκύπτει ὅτι, ἐνῶ εἶσαι τυφλός, προσπαθεῖς νὰ ὁδηγήσεις ἄλλους μὲ τὴν γνωστὴ κατάληξη τοῦ παροιμιακῶς λεγομένου ὅτι, ἂν κάποιος τυφλὸς ὁδηγεῖ ἄλλον τυφλό, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο στὸν λάκκο: «Ἐὰν τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται». Δὲν φρόντισες νὰ μάθεις, ὅπως ἔχεις ὑποχρέωση ὡς ἐπίσκοπος ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, μερικὲς βασικὲς θεολογικὲς ἔννοιες, ὥστε ὡς διδάσκαλος τοῦ ποιμνίου σου νὰ διδάσκεις ὀρθά, ὀρθόδοξα, καὶ νὰ μὴ γίνεσαι ψευδοδιδάσκαλος καὶ ψευδεπίσκοπος, ὑποκείμενος σὲ κανονικὰ ἐπιτίμια[48]; Ἤδη ὁ Μ. Βασίλειος στὴν Α´ Κανονικὴ Ἐπιστολή του, ποὺ περιέχεται εἰς ὅλες τὶς συλλογὲς Κανόνων καὶ εἰς τὸ γνωστὸν εἰς ὅλους Πηδάλιον μᾶς δίδει τὸν ὁρισμὸ τῆς αἱρέσεως καὶ ὡς πρὸς τί διαφέρει ἡ αἵρεση ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ τὴν παρασυναγωγή. Μᾶς λέγει λοιπὸν ὅτι κατὰ τὴν Παράδοση αἱρέσεις ὀνομάζονται οἱ παρεκκλίσεις σὲ δογματικὰ θέματα, σὲ θέματα πίστεως, ἐνῶ σχίσματα οἱ διενέξεις σὲ διοικητικὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα καὶ παρασυναγωγὲς οἱ συνάξεις ἀπὸ ἀνυπότακτους ἱερεῖς, ἐπισκόπους καὶ λαϊκούς: «Ὅθεν τὰ μὲν αἱρέσεις ὠνόμασαν, τὰ δὲ σχίσματα, τὰ δέ, παρασυναγωγάς. Αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾽ αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, Σχίσματα δέ, τοὺς δι᾽ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας, Παρασυναγωγὰς δέ, τὰς συνάξεις, τὰς παρὰ τῶν ἀνυποτάκτων Πρεσβυτέρων ἤ Ἐπισκόπων, καὶ παρὰ τῶν ἀπαιδεύτων λαῶν γινομένας». Κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἰωάννη Καρμίρη, ποὺ ἀκολουθεῖ ὅσα λέγει ὁ Μ. Βασίλειος «ἐπεκράτησε νὰ χαρακτηρίζονται ὡς αἱρετικοὶ μὲν οἱ ἐνσυνειδήτως ἀποκλίνοντες ἀπὸ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ ἀπορρίπτοντες ἓν ἤ πλείονα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐμμένοντες εἰς τὰς ἑαυτῶν πλάνας καὶ μετὰ τὴν νουθεσίαν καὶ προτροπὴν τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἀπόπτωσιν αὐτῶν, σχισματικοὶ δὲ οἱ ἀντισυνάγοντες τοῖς κανονικοῖς ἐπισκόποις καὶ “δι᾽ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντες”, ἄρα οἱ ἀποκλίνοντες ἀπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καὶ εὐταξίας καὶ μὴ ὑποτασσόμενοι εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱεραρχίαν»[49].
Καὶ γιὰ νὰ προσγειωθεῖς στὴν Ὀρθόδοξη πραγματικότητα, σὲ ἐνημερώνουμε ὅτι ὁ Ὁσιολογιώτατος Γέροντας Γαβριὴλ Ἁγιορείτης τοῦ Κουτλουμουσιανοῦ Κελλίου «Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ ἐν Πάτμῳ», ἀπὸ τὸ ὁποῖον περνοῦν καθημερινὰ πλῆθος πιστῶν, γιὰ νὰ συμβουλευθοῦν τὸν Γέροντα, ὅπως συνέβαινε μὲ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, εἶπε σὲ σχετικὴ ἐρώτηση προσκυνητή, πὼς ὅποιος συκοφαντεῖ ἤ πολεμεῖ τὴν Ἀποτείχιση εἶναι αἱρετικός, διότι ἀρνεῖται τὴν θεοπνευστία τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Ποιός λοιπόν, συκοφάντη, ἐπίσκοπε, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀποτειχίσθηκαν «πάλαι τε καὶ ἐπ᾽ ἐσχάτων», ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Ἁγίους Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, Θεόδωρο Στουδίτη, Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων, Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, καὶ τοὺς συγχρόνους Ἅγιο Παΐσιο, Ὅσιο Αὐγουστῖνο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπισκόπους Ἀμβρόσιο καὶ Παῦλο, καὶ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἀποτειχισθέντες στὶς ἡμέρες μας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ γράφων, ποιός ἐδίδαξε αἵρεση καὶ ποιά αἵρεση ἐδίδαξε; Κανεὶς μέχρι τώρα δὲν διέστρεψε, δὲν ἀναποδογύρισε τὴν ἀλήθεια ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ διαφωνοῦν μὲ τὴν Ἀποτείχιση. Διαδέχθηκες λοιπὸν στὴν Μητρόπολη τῆς Φλώρινας ἕναν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, τὸν ὁμολογητὴ Αὐγουστῖνο Καντιώτη; Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ Ἅγιοι ποὺ ἀποτειχίσθηκαν, ποὺ δὲν τοὺς μνημονεύσαμε ὅλους, αὐτοὶ ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ γι᾽ αὐτὸ τοὺς τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία, ἐνῶ ἐσὺ τοὺς θεωρεῖς ὡς αἱρετικούς. Τόλμησε νὰ πεῖς σὲ Ναὸ τῆς Μητροπόλεως ὅτι ὁ Αὐγουστῖνος εἶναι αἱρετικὸς ἤ ὁ Ἅγιος Παΐσιος εἶναι αἱρετικός. Μνημονεύεις ἆραγε μεταξὺ τῶν προκατόχων σου τὸν ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο; Καὶ ἂν τὸν μνημονεύεις, πῶς δὲν θυμᾶσαι ὅτι ἔπαυσε νὰ μνημονεύει τὸν μασόνο Ἀθηναγόρα, ἐνῶ ἐσὺ μνημονεύεις τὸν οἰκουμενιστὴ Βαρθολομαῖο;
Ἡ Ἀποτείχιση, ἐπίσκοπε τῆς Φλώρινας, δὲν εἶναι οὔτε αἵρεση οὔτε σχίσμα. Ἀγωνίζονται οἱ ἀποτειχιζόμενοι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, διωκόμενοι καὶ τιμωρούμενοι, γιὰ νὰ φυλάξουν καὶ νὰ τηρήσουν τὰ Δόγματα καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Πράττουν αὐτὸ ποὺ ἐσὺ ὑποσχέθηκες νὰ πράξεις κατὰ τὴν χειροτονία σου ψευδόμενος καὶ δὲν τὸ ἔπραξες[50]. Αἱρετικοὶ εἶναι ὅσοι στηρίζουν καὶ ἐνισχύουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ μικρότητά σου, ἔστω καὶ ἂν κάποιοι ἄλλοι μικροὶ νομίζουν καὶ κηρύσσουν ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ὑπάρχει, εἶναι στὴν φαντασία τῶν ἀντιοικουμενιστῶν[51], ὀρθώνοντας τὴν ἀναξιότητα καὶ μηδαμινότητά τους ἀπέναντι σὲ κορυφαίους, γιγαντιαίους Ἁγίους καὶ Θεολόγους, ἀπέναντι στὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν Γέροντα Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, τὸν Γέροντα Γεώργιο Καψάνη, τὸν Γέροντα Μᾶρκο Μανώλη, τὸν πατέρα Γεώργιο Μεταλληνό, τὸν καθηγητὴ Κωνσταντῖνο Μουρατίδη καὶ πολλοὺς ἄλλους, ζῶντες καὶ κεκοιμημένους. Οἱ οἰκουμενιστές, ἐπειδὴ βλέπουν, ἀλλὰ δὲν βλέπουν καὶ ἀκούουν ἀλλὰ δὲν ἀκούουν, ἂς κάνουν τὸν κόπο νὰ προμηθευθοῦν τοὺς δύο τόμους τῶν Πρακτικῶν τοῦ «Διορθοδόξου Θεολογικοῦ Συνεδρίου», ποὺ συνδιοργάνωσαν τὸ «Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας» τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ ἡ «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» ἐπὶ πέντε ἡμέρες ἀπὸ 20-24 Σεπτεμβρίου 2004 στὴν Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μὲ γενικὸ θέμα «Οἰκουμενισμός: Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις» καὶ μὲ ἑξήντα εἰσηγήσεις καὶ ἰσάριθμους εἰσηγητὰς ἀπὸ πολλὲς Ὀρθόδοξες χῶρες. Θὰ ξυπνήσουν τότε καὶ θὰ διαπιστώσουν ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ὑπαρκτός, δὲν εἶναι φάντασμα καὶ δημιούργημα τῶν ἀντιοικουμενιστῶν. Ὅμως καὶ ὁ Διάβολος πείθει πολλοὺς ὅτι εἶναι ἀνύπαρκτος, γιὰ νὰ μὴ τὸν πολεμοῦν. Μήπως ἔβαλε τὴν πονηριά του, τὸ χεράκι του, γιὰ νὰ διδάσκουν κάποιοι ὅτι δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενισμός, ἑπομένως ὅσοι τὸν πολεμοῦν κυνηγοῦν φαντάσματα;
ε) Ξεπέρασε καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο στὴν διαστρέβλωση.
Ξεπέρασε πάντως καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο ὁ μητροπολίτης Εἰρηναῖος καὶ ἐπλειοδότησε στὴν διαστρέβλωση, διότι καὶ ἐκεῖνος ἔδειξε τὴν ἀποστροφὴ καὶ ἀπέχθειά του πρὸς τὴν Ἀποτείχιση κατὰ τὴν χειροτονία τοῦ μητροπολίτη Καστοριᾶς Καλλινίκου (10.10.2021) δίνοντάς του συμβουλὲς ὅτι πρέπει νὰ ὑπακούει ἀδιάκριτα καὶ χωρὶς προϋποθέσεις εἰς αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ ἴδιος καὶ ἡ Σύνοδος, γιατὶ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Σύνοδος: «Πάνω ἀπὸ ὅλα εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ Σύνοδό της, διότι αὐτὴ καθοδηγεῖ αὐτὸ τὸ σκάφος. Καὶ σὲ αὐτὴν θὰ πειθαρχεῖς». Ὅταν ὅμως ἡ Σύνοδος κάνει λάθος ἀκολουθώντας τὴν λάθος καθοδήγηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου, καὶ ὅσα ἀποφασίζουν καὶ ἐν συνόδῳ εἶναι ἀντίθετα πρὸς ὅσα ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ἐδίδαξαν, πρὸς ὅσα διαχρονικὰ πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι ὅπως ἀναπτύξαμε, ὅταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ ἡ Σύνοδος ὁδηγοῦν τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας στὰ βράχια τῆς αἵρεσης, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης, στὴν ὑποδούλωση στοὺς ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ τότε ὑπακοὴ στὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ στὴν Σύνοδο; Πόσες σύνοδοι καὶ πόσοι ἐπίσκοποι δίδαξαν αἱρέσεις καὶ ἀποδείχθηκαν ψευδοσύνοδοι καὶ ψευδοεπίσκοποι; Μόνον ὁ πάπας διεκδικεῖ τὸ ἀλάθητο καὶ οἱ σύνοδοι ποὺ αὐτὸς κατευθύνει.
Δὲν τόλμησε πάντως ὁ ἀρχιεπίσκοπος νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἡ Ἀποτείχιση εἶναι αἵρεση ἤ σχίσμα, ἁπλῶς τὴν ὑποβίβασε σὲ μία προσωπική, ἰδιωτικὴ ἐκτίμηση τοῦ ἀποτειχιζόμενου, ποὺ σὰν ἐλεύθερος ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαφωνεῖ. Στὴν περίπτωση αὐτὴ διατυπώνει τὴν ἀμφισβήτηση γραπτῶς καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα κάνει ἰδιωτικὴ ζωή, κάνει αὐτὰ ποὺ θέλει, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως συμβαίνει μὲ ἕναν ὑπάλληλο Ἑταιρείας ἤ καταστήματος, ἀποσύρεται στὸ σπίτι του στὸ Μοναστήρι του, στὸ κελλί του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔχει τὶς θέσεις τὶς δικές του. Ἔτσι ὅμως δὲν ἀφήνει ἐλεύθερους τοὺς προβατόσχημους λύκους, τοὺς ψευδεπισκόπους καὶ τὶς ψευδοσυνόδους, νὰ κατασπαράσσουν τὰ πρόβατα; Ἀνατριχιάζει πάντως μαζὶ μὲ ἄλλους ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ὅταν ἀκούει τὴν λέξη ἀποτείχιση. Δὲν ξέρει ὅτι ἡ λέξη ὑπάρχει στὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861); Ἀνατριχιάζει μὲ ὅσα λέγει μία ἀληθινὴ σύνοδος, καὶ εὐχαριστεῖται μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, μὲ τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα, μὲ τὶς βλάσφημες ἐνέργιες στὰ μέτρα γιὰ τὸν Κορωνοϊὸ καὶ μὲ τὰ «σωτήρια» ἐμβόλια; Εἶπε ἐπὶ λέξει ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος: «Σεβόμαστε τὴν ἐλευθερία σου καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ καθενός. Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἔρθει καὶ νὰ πεῖ, “πατέρα μου ἐγὼ αὐτὸ εἶμαι” καὶ νὰ ἀφήσει τὰ καθήκοντά του καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ σπίτι του, στὸ Μοναστήρι του, στὸ κελλί του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἔχει τὶς θέσεις τὶς δικές του. Ὑπάρχει μία φράση, ποὺ πολλοὶ τὴν ἀκοῦνε καὶ ἀνατριχιάζουν: ἀποτειχίζομαι. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ διαφωνεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ τηρήσει τὴν γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἔρχεται καὶ λέει “αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι δικά μου πιστεύματα, ἀλλὰ ὅμως ὀφείλω ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία”, ἑπομένως σᾶς δίνω ἕνα χαρτὶ καὶ σᾶς λέω ἀποτειχίζομαι καὶ ἀπὸ ᾽δῶ καὶ πέρα κάνω ἰδιωτικὴ ζωή, κάνω αὐτὸ ποὺ θέλω». Αὐτὴν τὴν συμβουλὴ πάντως δὲν τὴν ἐτήρησε ὁ ἀρχιεπίσκοπος ὡς μητροπολίτης Θηβῶν καὶ Λεβαδείας ἀπέναντι τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου καὶ τῶν τότε συνοδικῶν ἀποφάσεων, ὅπως, τοῦ ὑπενθυμίζει σὲ ἐπιστολὴ ὁ μητροπολίτης πρώην Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος[52].
Φαίνεται πὼς αὐτὴ τήν «σοφή», τήν «δημοκρατική», τὴν πρωτότυπη καὶ «εἰρηνική» γιὰ τοὺς ἐπισκόπους συμβουλὴ τοῦ Ἱερωνύμου, ποὺ ὁ ἴδιος δὲν τηροῦσε, δὲν τὴν ἤξερε ὁ πρώην Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος καὶ ὅσοι συνεργάσθηκαν μαζί του, ὅπως ὁ Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου Στέφανος, ὡς πρωτοσύγκελλος τοῦ Θεσαλονίκης καὶ ἔστησαν ἐπισκοπικὰ δικαστήρια καὶ ἔδιωξαν ἀπὸ τοὺς ναοὺς των τὸν ἀείμνηστο πρωτοπρεσβύτερο π. Νικόλαο Μανώλη, ποὺ ἦταν πανάξιος κληρικός, φιλομόναχος, φιλακόλουθος, ἁγιόφιλος, ἀγωνιστής, ὁμολογητής, ὑποδειγματικὸς οἰκογενειάρχης, τέκνο πολιοῦ σεπτοῦ ἱερέως, πνευματικὸς καθοδηγητὴς καὶ ἐξομολόγος πλήθους πιστῶν, καὶ τὸν γράφοντα, τοῦ ὁποίου ὁ δικαστικὸς φάκελλος μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς καθαιρέσεως διαβιβάσθηκε στὴν Ἱερὰ Σύνοδo, ἀλλὰ δὲν προχωροῦν τὴν διαδικασία καὶ ἐπὶ ἔτη τώρα ἐκκρεμοδικεῖ τὸ θέμα, παρανόμως καὶ ἀντικανονικῶς, καὶ ὑφίσταμαι τὰ ἐπιτίμια τοῦ διωγμοῦ ἀδίκως, μὲ τὴν ἐλπίδα τους ἤ ὅτι θὰ ἀποθάνω καὶ θὰ ἡσυχάσουν ἤ ὅτι θὰ κουρασθῶ καὶ θὰ τὰ παρατήσω.
Κάποιοι μάλιστα ἀγαπολόγοι ὑποκριτές, κατὰ τὴν συνήθη τακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὁμιλοῦν ὅτι αὐτὸ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη, γιατὶ περιμένουν τὴν μετάνοιά μου, νὰ ἀφήσω δηλαδὴ τὴν ἀκολούθηση τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, νὰ μισήσω τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ ἀγαπήσω τὸ ψεῦδος, ἑπόμενος ὄχι τοῖς θείοις Πατράσι, ἀλλὰ τοῖς προβατοσχήμοις λύκοις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ Κολυμπαρίου, τοῦ Οὐκρανικοῦ σχίσματος, τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς Ὁμοφυλοφιλίας καὶ τῶν προγαμιαίων σχέσεων, ποὺ θριαμβεύουν καὶ μένουν ἀτιμώρητοι, τῶν βλασφήμων ποὺ ἔκλεισαν τοὺς ναοὺς καὶ τοὺς ἀπολύμαναν, ποὺ ὑποχρέωσαν τοὺς πιστοὺς νὰ φοροῦν μάσκες μέσα στοὺς ναοὺς καὶ νὰ ἐμβολιασθοῦν μὲ ἐπικίνδυνα ἐμβόλια. Νὰ παύσω δηλαδὴ νὰ ἀγαπῶ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ νὰ ἀγαπήσω τὸν Διάβολο, ποὺ ψιθυρίζει στὰ αὐτιὰ τῶν αἱρετικῶν ὅλων τῶν αἰώνων τὶς πλάνες καὶ τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ παύσω νὰ ἀγαπῶ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς Ὀρθοδόξους, τοὺς ἀνύποπτους καὶ ἀκατήχητους πιστούς, ποὺ δὲν βλέπουν οὔτε καταλαβαίνουν τοὺς κακοὺς καὶ ἐπικίνδυνους ποιμένες, καὶ περιμένουν ἀπὸ κάποιους νὰ τοὺς ἐνημερώσουν γιὰ τὸν κίνδυνο. Δὲν χρειάζομαι τὴν ψεύτικη ἀγάπη τοῦ Διαβόλου καὶ τῶν ἀνθρώπων του, οὔτε φοβοῦμαι τὴν καθαίρεση, αὐτοὶ τὴν φοβοῦνται, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν συμφωνεῖ, οὔτε ἐγκρίνει τὶς ἀποφάσεις τῶν ἀδίκων, ἀλλὰ ἐπιβραβεύει καὶ μακαρίζει ὅσους ἀδίκως συκοφαντοῦνται καὶ διώκονται. Πάντως μετὰ ἀπὸ ὅσα γιὰ τὴν Ἀποτείχιση εἶπε ὁ ἀρχιεπίσκοπος κατὰ τὴν χειροτονία τοῦ Καστορίας Καλλινίκου, ξένα, ἀλλότρια καὶ διεστραμμένα, κατάλαβα γιατὶ δὲν προχωροῦν στὴν καθαίρεσή μου ἤ γιατὶ ὁ νέος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἀκολουθώντας τὴν συμβουλὴ τοῦ ἀρχιεπισκόπου, δὲν ἀποσύρει τὴν δίωξή μου. Μὲ θεωροῦν ἰδιώτη καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ συκοφαντοῦν ψευδόμενοι τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία μου. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπικυρώνει ὅμως τὶς ἄδικες ἀποφάσεις. Ὑπάρχει μιὰ ἐξαιρετικὴ ἀνάλυση τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη στό «Πηδάλιο». Λέγει λοιπὸν ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς σὲ ἁπλὴ κατανοητὴ γλώσσα: «Ὅσοι δὲ ἀδίκως ἀφορισθοῦν διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἤτοι ἤ διὰ τὴν πίστιν, ἤ διὰ τὰς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἤ καὶ διὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Χριστοῦ, οὗτοι πρέπει νὰ χαίρουν, ἐπειδὴ καὶ εἶναι μακαρισμοῦ ἄξιοι, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὅστις εἶπε “Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου”». Στὴ συνέχεια παραθέτει ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη τὴν γνώμη, ὅτι βεβαίως οἱ ἀρχιερεῖς ἀσκοῦν κάποιες ἐξουσίες καὶ δικαιώματα, ποὺ πρέπει ὅμως νὰ ἐκφαίνουν τὴν θεία θέληση καὶ τὴν θεία δικαιοσύνη. Ὅταν αὐτὸ δὲν συμβαίνῃ, καὶ ἡ κρίση τους δὲν εἶναι δίκαιη καὶ κατ᾽ ἀξίαν, τότε δὲν τὴν ἀποδέχεται ὁ Θεὸς ἀποφάσεις ἄδικες, ποὺ ὀφείλονται σὲ ἐμπαθεῖς κρίσεις καὶ παράλογες· ἀλλοίμονο ἂν ὁ πάνσοφος Θεὸς ἀκολουθεῖ ὑπηρετικὰ τέτοιες ἀποφάσεις. Σχολιάζοντας δὲ τὰ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέγει ἐπὶ λέξει: «Ἐὰν παρὰ τὸν σκοπὸν τοῦ Θεοῦ, ἀφορίσῃ ὁ Ἱεράρχης, οὐχ ἕπεται αὐτῷ τὸ θεῖον κρίμα. Κατὰ γὰρ θείαν κρίσιν καὶ οὐ διὰ θέλημα ἴδιον, ταῦτα ὀφείλει ἐπιφέρει»[53].
στ) Ὁ αἱρετικὸς Πολυχρόνιος καὶ οἱ ἀποτειχισμένοι. Συκοφαντικὴ μυθοπλασία.
Γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴν ἀθεμελίωτη συκοφαντικὴ καὶ δαιμονοκίνητη θέση του ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι εἶναι αἱρετικοὶ ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας, ἐπειδὴ δὲν βρῆκε ποῦ νὰ στηρίξει αὐτὴν τὴν πρωτάκουστη θέση του, ποὺ μόνο τὸν Διάβολο ἐξυπηρετεῖ, βρῆκε καὶ διέστρεψε ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὴν περίπτωση ἑνὸς μονοθελήτη αἱρετικοῦ, τὸν ὁποῖο καταδίκασε ἡ Σύνοδος γιὰ τὰ αἱρετικά του φρονήματα. Πουθενὰ δὲν φαίνεται ὅτι ὁ ἐν λόγῳ αἱρετικός, Πολυχρόνιος ὀνομαζόμενος, εἶχε ὀρθόδοξα φρονήματα καὶ ἐθεωρεῖτο ἅγιος. Ἀντίθετα ἡ Σύνοδος ὀρθῶς ποιοῦσα καὶ ὀρθοδόξως φρονοῦσα, ὅπως οἱ διαχρονικῶς ἀποτειχισθέντες Ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ σήμερα ἀποτειχιζόμενοι, καταδίκασε τὸν αἱρετικὸ Πολυχρόνιο, ὅπως θὰ καταδικάσει μία μελλοντικὴ Πανορθόδοξη Σύνοδος τὸν Οἰκουμενισμό, τὸν Παπισμό, τὸν Προτεσταντισμό, ὡς αἱρέσεις, τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ποὺ ὀνόμασε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες καὶ ὅσους ἐστήριξαν καὶ δέχονται τὴν ψευδοσύνοδο. Στὴν θέση τοῦ αἱρετικοῦ Πολυχρονίου δὲν εἶναι οἱ διωκόμενοι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία τους ἀποτειχισμένοι, ἀλλὰ οἱ διώκοντες τοὺς Ὀρθοδόξους οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μητροπολίτης Φλώρινας, ὁ ὁποῖος διαστρέφει, ἀντιστρέφει τὰ πράγματα καὶ ταυτίζει τὸν αἱρετικὸ μονοθελήτη Ἀνατόλιο μὲ τοὺς ἀποτειχισμένους. Ποιός ἀποτειχισμένος καὶ πότε κατηγορήθηκε, ἄλλοτε καὶ τώρα, ὡς αἱρετικὸς ἀπὸ Ὀρθοδόξους; Κατηγορήθηκαν Ἅγιοι Ὀρθόδοξοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, ἀλλὰ ἀπὸ αἱρετικούς, ἀπὸ τοὺς Μονοθελῆτες, ἀπὸ τοὺς Εἰκονομάχους, ἀπὸ τοὺς Βαρλααμίτες, ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς καὶ Λατινόφρονες, στὴν παρέα τῶν ὁποίων ἀνήκει καὶ ὁ Ἀνατόλιος, τὴν ἱστορία τοῦ ὁποίου ἀντιστρέφει ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας, γιὰ νὰ τὸν ταυτίσῃ ψευδέστατα μὲ τοὺς ἀποτειχισμένους, ἐνῶ ὡς ὑποστηρικτὴς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ Κολυμπαρίου ταυτίζεται ὁ ἴδιος μὲ τὸν Ἀνατόλιο καὶ τοὺς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες αἱρετικούς. Διαβάστε καὶ θαυμᾶστε τὴν δύναμη καὶ τὶς μεθοδεῖες τοῦ Διαβόλου! Γράφει ὁ δεσπότης: «῾Υπάρχει στὶς ἀποφάσεις τῆς 6ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου μία ἱστορία: Ἡ 6η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔγινε τὸ 680 στὴν Κωνσταντινούπολη, διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, ἄρχισε στὶς ἀρχὲς τοῦ 680, τελείωσε τὸ 681, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει σοβαρὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες βέβαια εἶχαν τὶς ρίζες τους πίσω, χρονικά. Ὑπῆρχε λοιπὸν ἕνας κληρικός, ἕνας ἱερέας, τὸ ὄνομά του ἦταν Πολυχρόνιος, τὸν ὁποῖον θεωροῦσαν ἅγιο. Καὶ πράγματι ἔδινε λύσεις καὶ θεραπεῖες σὲ πολλὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν αἱρετικῶν, βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ λέγαμε σήμερα ἀποτειχίσθηκε. Ζήτησε νὰ δεῖ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν 6η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τοὺς εἶπε πὼς ἐγὼ μπορῶ νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ ἀναστήσω ἀκόμη καὶ νεκρό. Τοῦ εἶπαν λοιπὸν οἱ ἐπίσκοποι – ποὺ πάντα οἱ Σύνοδοι συγκροτοῦνται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁπότε καὶ ἀνθρώπινο λάθος νὰ ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴν παρουσία του τὸ διορθώνει- τοῦ εἶπαν λοιπόν, ὁ πρόεδρος τῆς Συνόδου, “πολὺ εὐχαρίστως, πάτερ μου, ἀφοῦ ἔχεις αὐτὴν τὴν δύναμη νὰ ἀναστήσεις ὅποιον θέλεις”. Ὅμως δὲν ἦταν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶχε πάει μὲ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ ἐνῶ προκάλεσε τοὺς συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἐπισκόπους, ἐξευτελίσθηκε στὴν οὐσία, καὶ ὁ ἴδιος κατάλαβε ὅτι, ὅταν δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία καὶ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι ἡ ἑνότητα ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας, τότε καὶ ἡ ἱερωσύνη καὶ ἡ ἁγιότητα ποὺ μπορεῖ κάποιος νὰ εἶχε καθίσταται ἀνενεργή». Τὰ ἴδια ἐκήρυξε ὁ Φλωρίνης τὴν ἄλλη ἡμέρα (17.7.2024) κατὰ τὴν πανηγυρικὴ ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίνας στὸ Τσοτύλι Κοζάνης, μὲ μικρὲς φραστικὲς διαφοροποιήσεις.
Οἱ ἀνακρίβειες καὶ τὰ λάθη φαίνονται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν ὅσων εἶπε καὶ τὶς ἀναφέρουμε πρὶν σχολιάσουμε τὶς διαστροφὲς καὶ τὶς ἀνάποδες ἀλήθειες. Ἡ 6η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε πράγματι στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὰ ἔτη 680-681 καὶ σὲ γνωστὰ καὶ ἀκριβῆ χρονικὰ ὅρια, ἀπὸ 7 Νοεμβρίου τοῦ 680 μέχρι 16 Σεπτεμβρίου τοῦ 681, διήρκεσε δηλαδὴ ὄχι δύο ἔτη, ὅπως λέγει ὁ ἐπίσκοπος Εἰρηναῖος, ἀλλὰ ἕνδεκα μῆνες. Ἂν μάλιστα συνυπολογισθεῖ ὅτι οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου διεκόπησαν ἀπὸ τὶς 26 Ἀπριλίου τοῦ 681 μέχρι τὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 681 γιὰ πάνω ἀπὸ τρεῖς μῆνες, ἡ Σύνοδος ἐργάσθηκε οὔτε γιὰ ἕνα ἔτος, ἀλλὰ γιὰ 8 μῆνες[54]. Δὲν ἀπαιτοῦμε βέβαια χρονολογικὴ ἀκρίβεια μηνῶν σὲ ἕνα λειτουργικὸ κήρυγμα, ἀλλὰ τὰ δύο χρόνια σὲ σχέση μὲ τοὺς 11 ἤ τοὺς 8 μῆνες, δὲν εἶναι οὔτε ἡ μισὴ ἀλήθεια, καὶ καλὸν εἶναι καὶ στὰ κηρύγματα νὰ εἴμαστε σὲ ὅλα ἀκριβεῖς καὶ ἀληθινοὶ ὥστε νὰ ἀποδεικνυόμαστε ἀξιόπιστοι. Οὔτε στὴν ἀρχὴ τοῦ 680 συνῆλθε ἡ Σύνοδος, γιατὶ ὁ Νοέμβριος δὲν εἶναι ἡ ἀρχὴ ἀλλὰ τὸ τέλος τοῦ ἔτους. Ἂν δὲν εἴμαστε σίγουροι γιὰ ὅ,τι λέμε, ἀποφεύγουμε νὰ τὸ ποῦμε. Τὴν ἄλλη μέρα ὄντως, στὸ Τσοτύλι, στὴν Θεία Λειτουργία, ποὺ ἐπανέλαβε σχεδὸν τὰ ἴδια, προσπάθησε νὰ ἀποφύγει χρονολογικοὺς προσδιορισμοὺς καὶ εἶπε ὅτι «Στὴν Κωνσταντινούπολη πραγματοποιήθηκε τὸ 680, τὸν 7ο αἰώνα, ἡ ἕκτη Οἰκουμενικὴ σύνοδος», ἀλλὰ πάλι ἔκανε λάθος, διότι ἡ Σύνοδος πραγματοποιήθηκε τὸ 680-681. Καὶ ὡς πρὸς τὴν χρονολογικὴ ἀκρίβεια δὲν χάθηκε βέβαια ὁ κόσμος, αὐτὸ ὅμως δείχνει ἐπιπολαιότητα καὶ ἀπροσεξία, ἡ ὁποία στὰ σημαντικὰ θέματα εἶναι ἐπικίνδυνη καὶ δημιουργεῖ διαστρεβλώσεις καὶ κακοποιήσεις τῆς Ἀλήθειας, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ὁποίας γιὰ τὸν Ἀνατόλιο γνωρίζουμε τὰ ἑξῆς ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὴν γνώμη ἐγκρίτων ἱστορικῶν. Ὁ ἐπίσκοπος Εἰρηναῖος ἔπλασε μὲ τὴν φαντασία του μιὰ ἱστορία γιὰ τὸν Ἀνατόλιο, χρησιμοποίησε ὡς πυρήνα ἕνα γεγονὸς ποὺ πράγματι συνέβη, καὶ τὸ ἐκμεταλλεύθηκε γιὰ νὰ κτυπήσει τὸν Γεροντισμό, τοὺς Γέροντες δηλαδὴ πνευματικούς, τοὺς ὁποίους ἐμπιστεύονται οἱ πιστοὶ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους καὶ ἐξαπατῶνται κατὰ τὸν Φλωρίνης, ὅπως ἐξαπατήθηκαν ὅσοι ἐμπιστεύθηκαν τὸν θεωρούμενο ἅγιο καὶ ἐνάρετο Γέροντα Ἀνατόλιο. Αὐτὸ ὅμως δὲν προκύπτει ἀπὸ πουθενά. Ὁ Ἀνατόλιος ἀπὸ τὰ γενοφάσκια του ἦταν αἱρετικός, γεννήθηκε μέσα στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, μαθητὴς καὶ ὀπαδὸς τοῦ μεγάλου μονοθελήτη πατριάρχη Ἀντιοχείας Μακαρίου, ποὺ πρωτοστατοῦσε στὴν αἵρεση, ὅπως τώρα πρωτοστατοῦν στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, τοὺς ὁποίους ἀκολουθεῖ σὰν τὸν Πολυχρόνιο, ὁ Εἰρηναῖος τῆς Φλώρινας. Κατὰ τὴν 15η Συνεδρία τῆς Συνόδου παρουσιάσθηκε ὄντως ἐνώπιον τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ὡς ὑπόδικος αἱρετικὸς καὶ τοῦ ἐζητήθη νὰ ἐκθέσει τὴν πίστη του πρὸς διακρίβωση τῶν ὀρθοδόξων ἤ αἱρετικῶν φρονημάτων του. Ἀρνήθηκε νὰ ἐκθέσει τὴν αἱρετική του πίστη καὶ ἀντιπρότεινε νὰ τοποθετήσει τὸ γραπτὸ κείμενο ποὺ εἶχε μὲ τὴν πίστη του ἐπάνω σὲ ἕνα νεκρὸ καὶ μὲ τὴν δύναμη τῆς αἱρετικῆς ἔκθεσης τοῦ γραπτοῦ κειμένου καὶ τὶς προσευχές του θὰ ἀναστήσει τὸν νεκρό, καὶ ἔτσι θὰ ἀποδειχθεῖ ἡ ἀλήθεια τῆς αἵρεσης. Ἐὰν δὲν τὸν ἀναστήσει, ἂς τὸν τιμωρήσει ἡ Σύνοδος ὡς αἱρετικό. Ἀναγνώσθηκε πράγματι τὸ αἱρετικὸ κείμενο εἰς ἐπήκοον τῆς Συνόδου καὶ τοποθετήθηκε στὴ συνέχεια ἐπάνω σὲ σκήνωμα νεκροῦ ποὺ προσκομίσθηκε. Ἔπεσε πάνω στὸ σκήνωμα ὁ Πολυχρόνιος καὶ προσευχόταν ἐπὶ ὧρες γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ ὁ νεκρός, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσε νὰ ἐπιτύχει ὅσα ἄτοπα καὶ βλάσφημα εἶχε ὑποσχεθῆ, γι᾽ αὐτὸ καὶ παραδέχθηκε «ἀδυνάτως ἔχω ἐγεῖραι τὸν νεκρόν». Ἡ πειρασμικὴ αὐτὴ δοκιμασία τῆς πίστεως ἔγινε σὲ δημόσιο χῶρο, ἔξω ἀπὸ τὸ παλάτι ποὺ συνεδρίαζε ἡ Σύνοδος, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ λαός, μετὰ τὴν ἔκβασή της ἀνεβόησε: «Τῷ νέῳ Σίμωνι ἀνάθεμα, Πολυχρονίῳ λαοπλάνῳ ἀνάθεμα». Στὸ κείμενο τῆς καταδικαστικῆς ἀπόφασης ἡ Σύνοδος ἔγραψε: «Συνείδομεν τοῦτον ὡς λαοπλάνον καὶ ἀπατεῶνα, καὶ πρόδηλον αἱρετικὸν πάσης ἱερατικῆς τάξεώς τε καὶ λειτουργίας γυμνωθῆναι. Καὶ καθαιρεθέντος αὐτοῦ, ἡ Ἁγία Σύνοδος ἐξεβόησεν· Πολυχρονίῳ αἱρετικῷ, καὶ τοῖς ὁμόφροσιν αὐτοῦ ἀνάθεμα· Μακαρίῳ καὶ Στεφάνῳ καὶ Πολυχρονίῳ ἀνάθεμα. Ἡ Τριὰς τοὺς τρεῖς καθεῖλεν»[55]. Στὴν εἰσαγωγὴ τῶν Πρακτικῶν ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς ἤ ὅσους ἀντέγραψαν τὰ Πρακτικὰ καὶ κάνουν περίληψη χαρακτηρίζεται ὁ Πολυχρόνιος ὡς μαθητὲς τοῦ αἱρεσιάρχη Μακαρίου καὶ ὡς «κακὸν ἀγγεῖον» καὶ γίνεται καὶ πάλιν σύντομη ἀναφορὰ στὴν ἀπάτη του νὰ ἀναστήσει νεκρόν: «Εἰς δὲ τὴν δεκάτην πέμπτην πρᾶξιν ὁ μαθητὴς Μακαρίου, τὸ κακὸν ἀγγεῖον, (φημί) ὁ Πολυχρόνιος ἔφερε χάρτην τῆς αἱρέσεως αὐτοῦ ὡς πρὸς τὸν βασιλέα γεγραμμένον καὶ εἶπε τῇ συνόδῳ ἐπιθεῖναι αὐτὸν νεκρῷ καὶ ἐγερθῆναι»[56]. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι καὶ μετὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ ἐγχειρήματος καὶ ἐνῶ τοῦ συνέστησαν οἱ συνοδικοὶ νὰ ὁμολογήσει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη γιὰ δύο φυσικὰ θελήματα καὶ δύο φυσικὲς ἐνέργειες στὸν Χριστό, αὐτὸς ἐγωϊστικά, ὅπως ὅλοι οἱ αἱρετικοί, ἐπέμεινε στὸν Μονοθελητισμό, στὴν πλάνη καὶ στὴν ἀπάτη τῆς αἵρεσης, μὲ τὴν ὁποία ὅπως γράφουν τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου, πολλοὺς πιστοὺς ἐξαπατοῦσαν κατὰ τὰ προηγούμενα χρόνια ὁ Ἀνατόλιος καὶ οἱ ὁμόφρονές του, ὅπως ἐξαπατοῦν τὸν λαὸ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος οἱ οἰκουμενιστὲς πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι καὶ ἐπίσκοποι. Διακηρύσσει τὴν καταδίκη του ἡ Σύνοδος «εἰς πληροφορίαν τῶν φιλοχρίστων λαῶν ὧν πλείστους ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις ἠπάτησαν αὐτός τε καὶ οἱ τούτου ὁμόφρονες»[57]. Στὸν ἀμετανόητο αὐτὸν αἱρετικὸ ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ στὴν καταδίκη του, στὰ εἰσαγωγικὰ τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸν ὀνομάζει «νηπιόφρονα γέροντα»[58]. Γνωστὸς ἐπίσης σύγχρονος ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς γράφει: «Ἡ 15η συνεδρία ἐξαντλήθηκε μὲ τὴν πρωτοφανῆ περίπτωση τοῦ αἱρετικοῦ πρεσβυτέρου Πολυχρονίου, ὁ ὁποῖος ἐπέμενε στὴν ἀξίωσή του νὰ ἀποδείξῃ τὴν ὀρθοδοξία τῆς σφραγισμένης Ὁμολογίας του μὲ θεοσημία, ἤτοι μὲ τὴ χρησιμοποίησή της γιὰ ἀνάσταση νεκροῦ»[59].
Ποῦ στηρίχθηκε λοιπὸν καὶ ἔπλασε τὸ παραμύθι του, γιὰ τὸν Ἀνατόλιο ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας, ὅτι «τὸν θεωροῦσαν Ἅγιο τὸν Ἀνατόλιο» καὶ «ὅτι πράγματι ἔδινε λύσεις καὶ θεραπεῖες σὲ πολλὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων» καὶ ὅτι κατάλαβε ὅτι ἔκανε λάθος; Σὲ ποιά πηγή; Στὴν νοσηρὴ φαντασία του; Καὶ ποιά σχέση ἔχει ὁ ἀμετανόητος καὶ καταδικασμένος αὐτὸς ἀπὸ Σύνοδο αἱρετικὸς μὲ τοὺς ἀποτειχισμένους, οἱ ὁποῖοι οὔτε κάποια αἵρεση κηρύσσουν οὔτε καταδικάσθηκαν ὡς αἱρετικοί, οὔτε ἀναστάσεις νεκρῶν ὑπόσχονταν ἤ ὑπόσχονται πῶς θὰ ἐνεργήσουν. Ξεπέρασε τὰ ὅρια τῆς συκοφαντίας καὶ τῆς διαστρέβλωσης ὁ δεσπότης τῆς Φλώρινας.
ζ) Πάμπολλες διαστρεβλώσεις. Δὲν χωροῦν σὲ ἕνα ἄρθρο.
Δὲ θὰ προχωρήσω στὴν παρουσίαση ἄλλων διαστρεβλώσεων καὶ κακοποιήσεων ποὺ εἶναι πάμπολλες, γιατὶ θὰ χρειαζόταν νὰ διπλασιάσω τὴν ἔκταση τοῦ ἄρθρου. Ὅσα στὰ δύο κηρύγματά του λέγει, στὴν Πτολεμαΐδα καὶ στὸ Τσοτύλι, γιὰ τὸ τί διδάσκουν Ἀπόστολοι, Εὐαγγελιστὲς καὶ οἱ Πατέρες, ἀναφέρονται σὲ ἄλλα θέματα καὶ εἶναι οὐσιαστικὰ ἐναντίον του. Θὰ ἀναφέρω μόνον τὴν παρερμηνεία τῆς θέσεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, χωρὶς νὰ τὴν ἀναλύσω, διότι ἐν ἐκτάσει τὴν ἀνῄρεσα σὲ βιβλίο μου, διορθώνοντας τρεῖς ἐπισκόπους καὶ ἕναν Ἁγιορείτη ἡγούμενο, τοὺς Ναυπάκτου Ἱερόθεο, Λεμεσοῦ Ἀθανάσιο, Γόρτυνος Ἰερεμία καὶ τὸν καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου ἀρχιμανδρίτη Ἐφραίμ. Τὸ βιβλίο μου αὐτό, μικρὸ σὲ ἔκταση (70 σελίδες) ἔχει τίτλο: «Μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἔστω καὶ ἂν πλανᾶται; Παρερμηνεύουν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τρεῖς ἐπίσκοποι καὶ Ἁγιορείτης ἡγούμενος»[60]. Στόχος τῆς παρερμηνείας εἶναι νὰ δείξει ὅτι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἀποτειχιζόμαστε, γιατὶ αὐτὸ μᾶς βγάζει ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ Ἐκκλησία πλανηθεῖ καὶ πέσει στὴν αἵρεση, πρᾶγμα ποὺ οὔτε θὰ τολμοῦσε νὰ τὸ σκεφθεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ποὺ ἔδωσε πολλοὺς ἀγῶνες ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ διδάσκει ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα. Δὲν προστίθεται βέβαια φανερὰ στοὺς παρερμηνευτὲς ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας. Μπερδεύει λίγο τὰ λόγια του, δὲν μᾶς λέγει ποῦ ἀκριβῶς καὶ τί λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ποιοί εἶναι αὐτοὶ πού, ἀκόμη καὶ ἂν κάνουν λάθη, πρέπει νὰ τοὺς ὑπακοῦμε καὶ νὰ μὴν φεύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οἱ ἐπίσκοποι ἤ οἱ πιστοί. Εἶπε ἐπὶ λέξει: «Καὶ λέω αὐτὸ τὸ παράδειγμα ποὺ καταγράφεται στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς ἕκτης, γιὰ νὰ καταλάβουμε τί σημαίνει Ἐκκλησία, τί σημαίνει ἱερωσύνη καὶ τί σημαίνει σύνοδος καὶ νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ὑπακοῦμε καὶ ἀκόμη καὶ λάθη νὰ κάνουμε, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πάλι σὲ ἄλλο του λόγο, ἀρκεῖ νὰ εἴμαστε μέσα σ᾽ αὐτὸν τὸν ἀσφαλῆ χῶρο»[61]. Σὲ ποιό λόγο του τὰ λέγει αὐτὰ ὁ Χρυσόστομος, ἐπίσκοπε τῆς Φλώρινας; Καὶ λέγει νὰ ὑπακοῦμε στοὺς ἐπισκόπους, ἀκόμη καὶ ἂν κάνουν λάθη; Καὶ τί λάθη εἶναι αὐτά; Λάθη στὴν ζωή τους, στὴν ἠθική τους συμπεριφορά; Λάθη στὴν Πίστη, στὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ἤ στὸν βίο τους; Τὸ ξεκαθάρισε ὀ ἴδιος ἑρμηνεύοντας τὸ γνωστὸ χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε»[62], νὰ ὑπακοῦτε καὶ νὰ ὑποτάσσεσθε στοὺς ἐκκλησιαστικούς σας ἡγέτες. Ἀπαντώντας σὲ ἐρώτηση καὶ σὲ ἔνσταση, ἂν πρέπει νὰ ὑπακοῦμε, καὶ ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεὺς εἶναι κακὸς καὶ πονηρός, ἀπήντησε ὅτι ἂν πρόκεται γιὰ λάθη στὸν βίο, στὴν συμπεριφορά, πρέπει νὰ ὑπακοῦμε. Ἂν ὅμως πρόκειται γιὰ λάθη, γιὰ παραπτώματα στὴν Πίστη, πρέπει νὰ φεύγουμε, νὰ τοὺς ἀφήνουμε τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους, δηλαδὴ νὰ ἀποτειχιζόμαστε: «Τί οὖν φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; Εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου»[63]. Ποιοί ἀποτειχισμένοι διέκοψαν τὴν μνημόνευση τῶν προϊσταμένων τους, πατριαρχῶν, ἀρχιεπισκόπων καὶ ἐπισκόπων γιὰ θέματα βίου; Κανείς. Μόνον γιὰ θέματα πίστεως, γι᾽ αὐτὸ αὐτοὶ παραμένουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ δὲν ἀρέσει σὲ κάποιους ποὺ νομίζουν ὅτι μὲ τὴν Ἱερωσύνη γίνονται ἰδιοκτῆτες τῆς Ἐκκλησίας καὶ διώκουν ὅσους ὑπερασπίζονται τὴν περιουσία της, τοὺς θησαυροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας.
η) Οἱ προβατόσχημοι λύκοι καὶ ὁ καταξιωμένος καθηγητής.
Εἶχα ἀρχίσει νὰ γράφω τὸ ἄρθρο ἀμέσως μόλις μοῦ γνωστοποίησαν πιστοὶ ἀπὸ τὴν Φλώρινα ὅσα ἀπαράδεκτα καὶ στρεβλὰ εἶπε ὁ Μητροπολίτης τους στὰ δύο κηρύγματα μὲ ἀφορμὴ τὴν πανήγυρη τῆς Ἁγίας Μαρίνας στὴν Πτολεμαΐδα καὶ στὸ Τσοτύλι (16 καὶ 17 Ἰουλίου). Ἀνέβαλα τὴν ὁλοκλήρωσή του μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι μετὰ τὶς πρῶτες ἀντιδράσεις θὰ ἐμετρίαζε τὴν πολεμική του ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων τῆς ἐπαρχίας του ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὴν γραμμὴ τοῦ προκατόχου του, ἀγωνιστῆ καὶ ὁμολογητῆ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁσίου Αὐγουστίνου Καντιώτη, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχουν συσπειρωθῆ καὶ μανδρωθῆ μέσα στὴν ἀσφαλῆ μάνδρα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδος, τὴν μόνη Μονὴ στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο ποὺ ἐτήρησε ὅσα οἱ Ἱεροὶ Κανόνες συνιστοῦν στὶς περιπτώσεις αἱρετιζόντων ἐπισκόπων καὶ ὅσα ἡ μοναστικὴ ἀγωνιστικὴ Παράδοση μᾶς ἔχει ἀφήσει ὡς κληρονομιά, ὑπὸ τὴν εὐθύνη τοῦ ἀνδρείου, ἄκαμπτου καὶ γνησίου μαθητοῦ τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καὶ τοῦ Γέροντός του Αὐγουστίνου Καντιώτη, τοῦ ἀρχιμανδρίτη ἡγουμένου π. Μαξίμου Καραβᾶ. Δυστυχῶς ὄχι μόνο δὲν ἔδειξε κατανόηση καὶ μετριοπάθεια, ἀλλὰ αὔξησε τὸ μένος καὶ τὴν ἐμπάθεια. Τρομοκρατεῖ τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς συμβουλεύει νὰ διακόψουν τὶς σχέσεις τους μὲ τὸ Μοναστήρι, διότι ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει πλέον χάρη σὲ ὅσα τελοῦνται, καὶ ὅσοι διακονοῦν ἐκεῖ εἶναι μιὰ ὁμάδα προβατόσχημων λύκων, ἐναντίον τῶν ὁποίων, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα θὰ λειτουργήσει χειρουργικά, ὥστε νὰ μὴν ἀποθάνουν ἀσθενεῖς. Ἐξειδικεύοντας δὲ τὴν κατάσταση ἀναφέρθηκε σὲ ἕναν καθηρημένο κληρικὸ ποὺ λειτουργεῖ στὸ Μοναστήρι καί, χωρὶς νὰ ἀναφέρει τὸ ὄνομά μου, μὲ φωτογράφισε μὲ ἀκρίβεια, ἀλλὰ καὶ μὲ ὑποκρισία, καλύπτοντας τὴν ἀγανάκτησή του μὲ τὸ νὰ μὲ χαρακτηρίσει ὡς «καταξιωμένο καθηγητή», ἐνῶ νωρίτερα μίλησε γιὰ προβατόσχημους λύκους καὶ γιὰ ἀνθρώπους ποὺ παρεισέφρησαν, προβληματικοὺς καὶ ἐπικίνδυνους γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἂν ὅμως εἶμαι «καταξιωμένος καθηγητής», πῶς εἶμαι συγχρόνως «προβατόσχημος λύκος», «προβληματικὸς καὶ ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία»; Συμπληρώνοντας τὴν ἐκτίμησή του γιὰ τὸν γράφοντα εἶπε: «Καὶ ὁ ἄλλος, δυστυχῶς, εἶναι ἕνας καταξιωμένος καθηγητής μας ποὺ ἔχασε τὸ μέτρο, λοιπόν, καὶ σκλήρυνε ἡ καρδιά του, καὶ δὲν καταλαβαίνουν ὅτι βλάπτουν ψυχές»[64].
Ἐπίσκοπε τῆς Φλώρινας, ἀφοῦ φωτογραφικὰ μὲ δείχνεις, γιατί δὲν ἀναφέρεις τὸ ὄνομά μου, ὅπως ἀναφέρω ἐγὼ τὸ δικό σου; Φοβᾶσαι μήπως σὲ μηνύσω γιὰ συκοφαντία καὶ δυσφήμηση; Οἱ Χριστιανοὶ δὲν καταφεύγουμε στὰ δικαστήρια τὰ πολιτικά. Ὅταν μᾶς συκοφαντοῦν καὶ ψεύδονται, ἀποκρύπτοντας τὴν ἀλήθεια, εὐχαριστοῦμε τοὺς συκοφάντες καὶ τοὺς διῶκτες, διότι μᾶς ἐντάσσουν εἰς αὐτοὺς ποὺ μακαρίζει ὁ Χριστός: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ᾽ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν καὶ τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν»[65]. Κρίμα, ποὺ ὡς ψευδόμενος διαστροφέας καὶ διώκτης θὰ χάσεις τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μολονότι ἔχεις τὴν ψευδαίσθηση καὶ αὐταπατᾶσαι ὅτι εἶσαι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἐντὸς τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, τὰ πρόβατα τῆς ὁποίας σὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου κατασπαράσσετε μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, τὴν νεωτερικότητα καὶ τὴν μεταπατερικότητα ὡς πραγματικοὶ προβατόσχημοι λύκοι. Δὲν ἔχασα κανένα μέτρο, ἀδιάκριτε ἐπίσκοπε, διότι σὲ θέματα πίστεως δὲν ὑπάρχουν μεσότητες καὶ ἀκρότητες, ἐλλείψεις καὶ ὑπερβολές. Ἤ τὰ δέχεσαι ὅλα ἤ τὰ ἀπορρίπτεις. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Εὐαγγελιστῆ μᾶς θέλει θερμούς. Τοὺς χλιαροὺς καὶ τοῦ μέτρου τοὺς ἀπορρίπτει, τοὺς ξερνᾶ. Εἶναι χειρότεροι καὶ ἀπὸ τοὺς ψυχρούς, τοὺς ἀπίστους καὶ ἀδιαφόρους: «Οἶδα σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἤ ζεστός. Οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»[66].
Δὲν θὰ παραθέσω πολλὲς μαρτυρίες πατερικὲς γιὰ μεσότητες, ἀκρότητες καὶ ὑπερβολές. Ἀρκεῖ μία μόνο τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως ὁ μυθικὸς Ἄτλας, ἐσήκωσε στοὺς ὤμους του τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία εἶχαν καταβαραθρώσει οἱ ὅμοιοί σου, φιλοπαπικοὶ καὶ λατινόφρονες, στὴν προδοτικὴ ψευδοσύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας. Ἐπειδὴ λοιπὸν οἱ τότε ὅμοιοί σου ἐπικαλοῦνταν τὴν «μεσότητα» καὶ τὸ «μέτρο» γράφει ὅτι οὐδέποτε στὰ ἐκκλησιαστικά, στὰ τῆς Πίστεως, χρησιμοποιήθηκε ἡ μεσότητα, τὸ μέτρο, γιατὶ ἀνάμεσα στὸ ψεῦδος καὶ στὴν ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει μεσότητα· ὅποιος βγαίνει ἀπὸ τὸ φῶς ἀναγκαστικὰ θὰ βρεθεῖ στὸ σκοτάδι καὶ ὅποιος παρεκκλίνει καὶ λίγο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια μετακομίζει στὸ ψεῦδος. Εἴτε λίγο αἱρετικὸς εἴτε πολὺ αἱρετικὸς κατατάσσεται στοὺς αἱρετικούς, ὅπως συμπληρώνει καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅτι «οὐ μικρὸν ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ τὸ παραμικρόν»[67]. Γράφει ἐπὶ λέξει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος: «Οὐδέποτε διὰ μεσότητος, ἄνθρωπε, τὰ ἐκκλησιαστικὰ διωρθώθη· μέσον ἀληθείας καὶ ψεύδους οὐδέν ἐστιν· ἀλλ᾽ ὥσπερ τὸν τοῦ φωτὸς ἔξω γενόμενον ἐν τῷ σκότει εἶναι ἀνάγκη, οὕτω τὸν τῆς ἀληθείας μικρὸν παρεκκλίναντα τῷ ψεύδει λοιπὸν ὑποκεῖσθαι φαίημεν ἂν ἀληθῶς»[68]. Μεῖνε λοιπὸν στὸ σκοτάδι τοῦ Φιλοπαπισμοῦ, τῶν Λατινοφρόνων καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ ἄφησε ἐμᾶς ποὺ χάσαμε τ ὸ μέτρο, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν πάτρωνα καὶ διδάσκαλο καὶ Γέροντα ὅλων σας, τὸν Βαρθολομαῖο, ὄχι μόνο ἔχασε τὸ μέτρο, ἀλλὰ καὶ ἔγινε θῦμα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, τοῦ Διαβόλου, γιατὶ δὲν διευκόλυνε τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν άπα καὶ ἐνίσχυσε τὸ σχίσμα καὶ τὶς διαιρέσεις[69].
Ὁ δεσπότης ὄντως, ὄχι ὁ ἐπίσκοπος τῆς Φλώρινας, γίνεται καὶ καρδιογνώστης, οἰκειοποιεῖται γνώρισμα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ μόνος «ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας»[70], καὶ ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ «καταξιωμένος καθηγητής» ὄχι μόνο ἔχασε τὸ μέτρο ἀλλὰ «καὶ σκλήρυνε ἡ καρδιά του». Τήν ποιότητα τῶν καρδιῶν μας τήν γνωρίζει μόνον ὁ Θεός, ἐμεῖς ἀποδεικνύουμε τὴν ἀγάπη μας καὶ τὴν εὐαισθησία μας πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ πρὸς τὴν διδασκαλία του ἀπὸ τὰ ἔργα μας, ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του καὶ τὴν ἀκολούθηση τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὅσοι δὲν τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι φίλοι Του οὔτε φίλοι τῶν φίλων Του. Ἡ Παναγία μας ὀνόμασε τοὺ Λατίνους καὶ τοὺς Λατινόφρονες ἐχθροὺς τῆς ἰδίας καὶ τοῦ Υἱοῦ Της, τοῦ Χριστοῦ[71]. Ἑπομένως καὶ τοὺς σημερινοὺς Λατινόφρονες καὶ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι σὺν τοῖς ἄλλοις, εἶναι φίλοι τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀπὸ τοὺς πάμπολλους ἀντιχριστιανικοὺς νόμους καὶ τὶς ἀντιχριστιανικὲς πράξεις, κορυφαία τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ψήφιση τοῦ Σοδομονόμου, ἐναντίον τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐπίσκοποι, φίλοι τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, στὴν πλειονότητά τους συμφωνοῦν καὶ συμπράττουν, δὲν ἀντιδροῦν. Ἀντὶ νὰ ἀπαγορεύσουν τὴν εἴσοδό τους στοὺς ναοὺς καὶ νὰ τοὺς ἐλέγξουν, τοὺς ὑποδέχονται τιμητικά, τοὺς εὐλογοῦν καὶ τοὺς ἁγιάζουν, συνδιοργανώνουν κοσμικὲς ἐκδηλώσεις, συνέδρια, ἡμερίδες, συναυλίες, φεστιβάλ, μέσα στοὺς ναοὺς καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτούς. Ἀποδεικνύονται ὄχι φίλοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τοῦ κόσμου, διότι κατὰ τὴν ἀλάθητη διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς «ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν· Ὃς ἂν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται»[72]. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, τῆς ἀληθινῆς, ὄχι τῆς κοσμικῆς, ὁ ἠγαπημένος καὶ Θεολόγος, μᾶς συμβουλεύει, γιὰ νὰ μὴ σκληρυνθῆ ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία, νὰ μὴν ἀγαπᾶμε τὸν κόσμο οὔτε τὰ ἐν τῷ κόσμῳ, διότι ἔτσι χάνουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ προσωρινὲς λανθασμένες ἐπιλογὲς θὰ στερηθοῦμε τὴν χαρὰ τῆς αἰωνιότητας.
Ἐπίλογος: «Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε».
Μάλιστα! Ἀδιάκριτε καὶ ἀμελέτητε ἐπίσκοπε· ἡ καρδιά μας πρέπει νὰ εἶναι σκληρὴ ἀπέναντι στὸν κόσμο καὶ εἰς τὰ τοῦ κόσμου, ἄκαμπτη καὶ ἀνυποχώρητη, μαλακὴ ὅμως, εὐαίσθητη καὶ εὐερέθιστη εἰς τὰ τοῦ Θεοῦ[73]. Προσπαθῶ αὐτὰ νὰ διδάξω καὶ νὰ ἐφαρμόσω, ὡς πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος καὶ ὡς μικρὸς ποιμένας. Ἐλπίζω ἡ καρδιακή, ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἀνυπόκριτη αὐτὴ διδαχή μου, ἐφ᾽ ὅσον μάλιστα μὲ ἀποκαλεῖς καὶ καθηγητή σου «ἕνας καταξιωμένος καθηγητής μας» νὰ συμβάλει στὴν ἀναθεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς σου γραμμῆς, καὶ ἀντὶ νὰ εἶσαι φίλος τοῦ Βαρθολομαίου, τοῦ Ἱερωνύμου, τῶν δύο Ἀνθίμων καὶ πολλῶν ἄλλων μεταπατερικῶν καὶ ἀντιπατερικῶν, νὰ γίνεις φίλος τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Τοὺς προβατόσχημους λύκους ψάξε ἀλλοῦ νὰ τοὺς βρεῖς· ἐκεῖ ποὺ διδάσκουν ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν ἦλθε ἀκόμη, ἀλλὰ θὰ ἔλθει, ὅτι θὰ ἀκούσουν ὄχι ὅ,τι λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ὅ,τι λέγει ὁ λαός, ἐκεῖ ποὺ ἐναγκαλίζονται τοὺς νομοθέτες τοῦ Σοδομονόμου καὶ εὐλογοῦν συμπόσια τυριῶν καὶ κρεάτων σὲ ἡμέρες νηστείας[74], ἐκεῖ ποὺ καταργοῦν τὸν Χριστὸ ὡς μοναδικὸ Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα, καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ πιστεύουν ὅτι καὶ στὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ στὶς αἱρέσεις ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ σωθεῖ, στὶς ὁμάδες δηλαδὴ τῶν νεωτεριστῶν καὶ Οἰκουμενιστῶν, τῶν ὁποίων μέχρι τώρα, δυστυχῶς, εἶσαι ὑπάκουο μέλος. Ὁ Χριστὸς ὅμως γεννᾶται αὐτὲς τὶς ἡμέρες. Τὸ φῶς ἀνέτειλε. Ἀφῆστε τὸ σκότος.
[1]. Ἠσ. 5, 20: «Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος, οἱ τιθέντες τὸ πικρὸν γλυκὺ καὶ τὸ γλυκὺ πικρόν».
[2]. Ἰω. 10, 11-14. Ὁλόκληρο τὸ δέκατο κεφάλαιο τοῦ Κατὰ Ἰωάννην Ἁγίου Εὐαγγελίου, ὅπου ὁμιλεῖ ὁ Χριστὸς περὶ καλῶν καὶ μισθωτῶν ποιμένων, ἀποτελεῖ μεγαλειώδη συμπύκνωση τῆς Ποιμαντικῆς ἐπιστήμης.
[3]. Γιὰ τὶς συναλλαγὲς καὶ τὶς ἀλληλοεξυπηρετήσεις κατὰ τὴν ἐκλογὴ νέων ἐπισκόπων βλ. Νεκταριος Δαπεργολας, «Νέοι Μητροπολῖτες. Οὔτε περιμένουμε τίποτε, οὔτε τρέφουμε αὐταπάτες...», Θεοδρομία 25 (2023) 622-623 καὶ Διαδίκτυο.
[4]. Ἰω. 10, 5.
[5]. Σχετικῶς βλ. Μοναχὸς Σεραφειμ, «Ἡ Μασονία στὴ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης», Θεοδρομία 22 (2020) 562-603.
[6]. Περὶ αὐτῶν βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζήσης, Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονικὴ καὶ διαιρετικὴ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 2018, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον». Πρωτοπρεσβύτερος Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Συμβολὴ στὸν Διάλογο γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο, Θεσσαλονίκη 2019, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον».
[7]. Σχετικῶς βλ. μεταξὺ ἄλλων Βασιλική Οικονόμου, «Ὁ ποιμένας καὶ ἡ σφενδόνα. Κάλεσμα πρὸς τοὺς ἱερεῖς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀλεξανδρουπόλεως», Θεοδρομία 23 (2021) 514-533. Της Ιδίας, Τὰ βαθέα τοῦ Σατανᾶ καὶ τῆς κολάσεως, στὸ Διαδίκτυο.
[8]. Ὅλη αὐτὴ ἡ κινητοποίηση καὶ πρὸ παντὸς τὰ γραφέντα ἀπὸ πολλοὺς κείμενα ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ περιέχονται στὰ τέσσερα τεύχη τοῦ περιοδικοῦ Θεοδρομία τοῦ ἔτους 2001, δεμένα σὲ ἕνα ὀγκώδη τόμο ἑπτακοσίων (700) σελίδων. Στὸν ἴδιο τόμο καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ μετέπειτα Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου, τεῦχος Ὀκτωβρίου – Δεκεμβρίου, σελ. 172-173.
[9]. Βασιλική Οικονόμου, «Κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν». Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ στὸν Μητροπολίτη Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἑορδαίας Εἰρηναῖο, Ἱστολόγιο ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ, 3.8.2024.
[10]. Ἀνώνυμο ἄρθρο: «Ποιός ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι ὁ Μεσσίας»; στὸ περιοδικό «Σταγόνες Πίστεως», τεῦχος 40, Ἀπρίλιος - Ἰούνιος 2022, σελ. 10-11.
[11]. Βλ. μεταξὺ ἄλλων Αγιορείτες Κελλιώτες Πατέρες, «Ὁ Μεσσίας δὲν ἦρθε. Θὰ ἔρθει;», Θεοδρομία 25 (2023) 96-104 καὶ στὸ Διαδίκτυο. Βασιλικη Οικονομου, «Σταγόνες “Mεσσιανικοῦ” Δηλητηρίου. Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἄνθιμο», Θεοδρομία 25 (2023) 105-122.
[12]. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζήσης, «Πρωτοφανὴς ἀποστασία ἐπισκόπων σὲ θέματα Πίστεως», Θεοδρομία 25 (2023) 439-444 καὶ στὸ Διαδίκτυο.
[13]. Βλ. Ἱστοσελίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 25 Ἰουλίου 2019: «Ὁ Σεβ. Ἀλεξανδρουπόλεως ἠρνήθη τὸ Εὐαγγέλιον!». Εἶπεν ἐπὶ λέξει: «Θὰ ἀφουγκραστῶ τοὺς Χριστιανοὺς τί λένε, ποιό θεωροῦν σωστό. Ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὸ ποὺ οἱ Χριστιανοί μας θεωροῦν σωστό, ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ἐγὼ θὰ ὑπερασπιστῶ αὐτὸ ποὺ λένε οἱ Χριστιανοί μας, γιατὶ οἱ Χριστιανοί μας ἔφτιαξαν τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ἔφτιαξε τὸ Εὐαγγέλιο τὴν Ἐκκλησία».
[14]. Ἰω. 4, 38.
[15]. Περὶ Ἱερωσύνης 1, 4, PG 48, 636: «Καὶ γὰρ δέδοικα μὴ τὴν ἀγέλην τοῦ Χριστοῦ, σφριγῶσαν καὶ εὐτραφῆ λαβών, εἶτα αὐτὴν ἐξ ἀπροσεξίας λυμηνάμενος, παροξύνω κατ᾽ ἐμαυτοῦ τὸν οὕτως αὐτὴν ἀγαπήσαντα Θεόν, ὡς ἑαυτὸν ἐκδοῦναι διὰ τὴν ταύτης σωτηρίαν τε καὶ τιμήν».
[16]. Ἐφ. 1, 23.
[17]. Ἰω. 14, 17· 15,26· 16, 13. Α´ Τιμ. 3, 15.
[18]. Βλ. Ιωαννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος ΙΙ, Graz – Austria 1968, σελ. 920.
[19]. Βλ. Ιωάννου Καρμίρη, Σύνοψις τῆς Δογματικῆς Διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐν Ἀθήναις 1957, σελ. 77-85.
[20]. Παναγιώτου Τρεμπέλα, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἔκδοσις Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», τόμος Β´, Ἀθῆναι 19792, σελ. 368.
[21]. Πρὸς Ἀναστάσιον μονάζοντα, PG 90, 132. Ἐξήγησις τῆς κινήσεως τῆς γενομένης μεταξὺ τοῦ κυροῦ ἀββᾶ Μαξίμου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ καὶ τῶν ἀρχόντων ἐπὶ σεκρέτου 12. PG 90, 148: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανὼν ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».
[22]. Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608.
[23]. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστία καὶ τῷ ἐπισκόπῳ, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθῆναι 19902, σελ. ιβ´.
[24]. Βλ. περισσότερα εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις, Θεσσαλονίκη 2017, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», σελ. 29ἑ., 48ἑ.
[25]. Βλ. ὑποσημ. 13 παρόντος ἄρθρου.
[26]. Χωρὶς ἄλλες δογματικὲς κατοχυρώσεις μνημονεύουμε ἀπὸ τὴν «Ἐμπειρικὴ Δογματική» τῆς Ἐκκλησίας ὅσα ἀπήντησαν οἱ εἰκοσιέξι Ὅσιοι Μάρτυρες Μοναχοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωγράφου τοῦ Ἁγίου Ὄρους στοὺς Λατίνους καὶ Λατινόφρονες, ποὺ ἦλθαν στὸ Ἅγιο Ὄρος μετὰ τὴν προδοτικὴ σύνοδο τῆς Λυών (1274), μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Παλαιολόγου καὶ τοῦ Λατινόφρονος πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου, ἀπαιτοῦντες ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν πάπα ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Μοναχοὶ ἀπήντησαν ὡς ἑξῆς καὶ μετὰ τὴν ἀπάντηση τοὺς ἔκαψαν: «Καὶ τίς εἶπεν εἰς ὑμᾶς ὅτι ὁ ἰδικός σας Πάπας εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας; Πόθεν ἡ τοιαύτη παρ᾽ ὑμῖν διδασκαλία; Εἰς ἡμᾶς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός! Εὐκολώτερον ἡμεῖς ἀποφασίζομεν ἵνα ἀποθάνωμεν, ἤ νὰ ὑποχωρήσωμεν, ὥστε νὰ μολυνθῇ ὁ ἱερὸς οὗτος τόπος ὑπὸ τῆς ἰδικῆς σας βίας καὶ τυραννίας. Δὲν ἀνοίγομεν τὰς πύλας τῆς Μονῆς. Ἀναχωρήσατε ἐντεῦθεν!». Βλ. Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Βίκτωρος Μοναχοῦ καὶ Ματθαίου Λαγγη, Ἀθῆναι 20028, Μὴν Σεπτέμβριος (22), σελ. 485-487.
[27]. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι οἰκοδομοῦν οἱ θεολόγοι τοῦ Φαναρίου ἕνα παγκόσμιο πρωτεῖο γιὰ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἕναν πάπα τῶν Ὀρθοδόξων, ἕναν μονάρχη, μὲ τὸν ἐπισκοποκεντρισμό, κάθε ἐπίσκοπος μεταβάλλεται σὲ πάπα τῆς ἐπαρχίας του ἀλάθητο. Δὲν ἀπέχει γι᾽ αὐτὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τὸ λεγόμενο ὅτι οἱ Παπικοὶ ἔχουν ἕναν πάπα, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε τόσους πάπες ὅσους καὶ ἐπισκόπους. Στὴν Ρώμη ὁ Πάπας εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν σύνοδο, στοὺς Ὀρθοδόξους ὁ ἐπίσκοπος πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ πρεσβυτέριο.
[28]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, Θεσσαλονίκη 20182, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον».
[29]. Σχετικῶς βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀναφορὲς στὴν ἐπικαιρότητα, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 33-34.
[30]. Ἰω. 10, 1-5. 11-12.
[31]. Πράξ. 20, 28-31.
[32]. Πρόκειται γιὰ τὸν μητροπολίτη Νέας Ἰωνίας καὶ Φιλαδελφείας Γαβριήλ.
[33]. Γαλ. 1, 8.
[34]. Γρηγοριου Θεολογου, Ἐπιτάφιος εἰς Μ. Βασίλειον 48-50, ΕΠΕ 6, 208-210.
[35]. Ἔξ. 18, 19.
[36]. Ὅροι κατ᾽ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις 114, PG 31, 1160. EΠE 9, 144-146.
[37]. Ἐπιτάφιος εἰς Μ. Βασίλειον, 26, ΕΠΕ 6, 178.
[38]. Ἔπη εἰς ἑαυτόν, Ποίημα ιβ´, Εἰς ἑαυτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων, ΕΠΕ 10, 174.
[39]. Αὐτόθι 10, 192.
[40]. Περὶ Ἱερωσύνης 3, 10, PG 48, 647: «Ἐπεὶ πόθεν, εἰπέ μοι, νομίζεις τὰς τοσαύτας ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τίκτεσθαι ταραχάς; Ἐγὼ μὲν γὰρ οὐδὲ ἄλλοθέν πόθεν, οἶμαι, ἤ ἐκ τοῦ τὰς τῶν προεστώτων αἱρέσεις καὶ ἐκλογὰς ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε γίνεσθαι». Αὐτόθι 3, 15, PG 48, 652-653: «Ἆρα γένοιτ᾽ ἄν τι τούτου παρανομώτερον; Ὅταν ἄνθρωποι μοχθηροὶ καὶ μυρίων γέμοντες κακῶν διὰ ταῦτα θεραπεύωνται δι᾽ ἃ κολάζεσθαι ἔδει, καὶ ὧν ἕνεκεν μηδὲ τὸν οὐδὸν τῆς Ἐκκλησίας ὑπερβαίνειν ἐχρῆν, ὑπὲρ τούτων καὶ εἰς τὴν ἱερατικὴν ἀναβαίνωσιν ἀξίαν... ἐξ εὐτελῶν καὶ ἀτίμων ἔντιμοι καὶ περίβλεπτοι γεγονότες τῇ τιμῇ κατὰ τοῦ τετιμηκότος κέχρηνται καὶ τολμῶσι τὰ ἀτόλμητα, καὶ ἐνυβρίζουσιν εἰς τὰ ἅγια, τοὺς σπουδαίους ἀπωθούμενοι καὶ ἐκβάλλοντες, ἵνα ἐν ἐρημίᾳ πολλῇ καὶ μετὰ ἀδείας τῆς ἐσχάτης οἱ πονηροὶ πάντα, ὅσαπερ ἂν ἐθέλωσιν, ἀνατρέπωσι». Αὐτόθι 4, 1, PG 48, 662: «Πολλαὶ τούτων τῶν χειροτονιῶν οὐκ ἀπὸ τῆς θείας γίνονται χάριτος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῆς τῶν ἀνθρώπων σπουδῆς».
[41]. Εἰς τὴν Ὀλυμπιάδα. Ἐπιστολὴ 14, 4, PG 52, 617.
[42]. Βλ. Μοναχὸς Βρυέννιος, «Ρωμανίδης: Ἂν φορᾶς τὸ ἐγκόλπιο γιὰ νὰ λιτανεύσεις μιὰ Κολωνακιώτικη ἐκκλησιαστικὴ ἀριστοκρατία ὡς ὑπεροχή, εἶσαι ἕνας μασκαρεμένος ἀπατεωνίσκος», στὸν Ἱστότοπο ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ, 3 Νοεμβρίου 2024.
[43]. Βλ. ὑποσημείωση 24 τοῦ παρόντος ἄρθρου.
[44]. Κανὼν ΙΕ´ τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τὰ ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέροι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ Θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ σχίσμα ποιούντων, καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
[45]. Βλ. μεταξὺ ἄλλων: «Ὅταν ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης προειδοποιοῦσε τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὅτι θὰ τοῦ κόψει τὸ μνημόσυνο», Ἱστολόγιο ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ (23.10.24). «Διαψεύδει ὁ ἴδιος ὁ π. Αὐγουστῖνος τὰ ψεύδη τοῦ π. Ματθαίου Χάλαρη καὶ τοῦ Λεμεσοῦ Ἀθανασίου γιὰ τὴν ἀποτείχιση ποὺ ἔκανε. ΝΤΡΟΠΗ», Ἱστολόγιο ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ (22.10.24) Κ. Ν., Λάρισα, «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος καὶ οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι», Ἱστολόγιο ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ (4.10.24) Στὸ γνωστὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ισαακ Ιερομοναχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος 2004, σελ. 690-691, διαβάζουμε: «Καταπολέμησε τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν πληροφορία του ἀρυόμενος ἀπὸ τὴν ἐν καρδίᾳ του θεία χάρη. Ὁ βίος του ἀποδείκνυε τὴν ὑπεροχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιὰ ἕνα διάστημα εἶχε διακόψει, μαζὶ μὲ ὅλο σχεδὸν τὸ ὑπόλοιπο Ἅγιο Ὄρος, τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα γιὰ τὰ ἐπικίνδυνα ἀνοίγματά του πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς». Συνυπογράφει σὲ κοινὴ ἐπιστολὴ μὲ τὸν τότε ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα Ἀρχιμανδρίτη Βασίλειο (Γοντικάκη) καὶ τὸν Ἱερομόναχο Γρηγόριο (Χατζηεμμανουήλ) τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου. Βλ. Ὀρθόδοξος Τύπος 1680 (9.3.2007) σελ. 1, 5 καὶ Θεοδρομία 17 (2015) 193-196.
[46]. Βλ. π.χ. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ Ἱερωσύνης, 4, 4, PG 48, 666-667: «Οὕτως οὖν καὶ ἡ τοῦ Θεοῦ πόλις, ὅταν μὲν αὐτὴν πανταχόθεν ἀντὶ τείχους ἡ τοῦ ποιμένος ἀγχίνοιά τε καὶ σύνεσις περιβάλλῃ, πάντα εἰς αἰσχύνην καὶ γέλωτα τοῖς ἐχθροῖς τὰ μηχανήματα τελευτᾷ καὶ μένουσιν οἱ κατοικοῦντες ἔνδον ἀσινεῖς.... Καὶ τί δεῖ πάσας καταλέγειν τοῦ διαβόλου τὰς αἱρέσεις ... Οὕτω γὰρ ἀποτειχίσαι δυνησόμεθα τὰς ἀμφοτέρων ἐφόδους», ἐννοεῖ τοῦ Σαβελλίου καὶ τοῦ Ἀρείου, σήμερα βέβαια τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
[47]. PG 5, 912 καὶ ΕΠΕ, Ἀποστολικοὶ Πατέρες. Ἅπαντα τὰ ἔργα, 4, 304.
[48]. Βλ. κανόνα Β´ τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ κανόνα ΚΔ´ τῆς ἐν Καρθαγένῃ τοπικῆς.
[49]. Ιωάννης Καρμίρης, «Αἵρεσις», ΘΗΕ, 1, 1088.
[50]. Βλ. Ἀρχιερατικόν, συνταχθὲν ὑπὸ τοῦ μητροπολίτου Τυρολόης καὶ Σερεντίου Παντελεημονοσ Ροδοπουλου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Ἔκδοσις Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 132-133: «Πρὸς δὲ τούτοις στέργω καὶ ἀποδέχομαι τὰς ἁγίας ἑπτὰ Οἰκουμενικὰς Συνόδους καὶ τῶν Τοπικῶν, ἃς ἐκεῖναι ἀποδεξάμεναι ἐκύρωσαν, ἐπὶ φυλακῇ τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων ἀθροισθεῖσαι. Ὁμολογῶ πάντας τοὺς ὑπ᾽ αὐτῶν, ὡς ὑπὸ φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος ὁδηγουμένων, ἐκτεθέντας ὅρους τῆς ὀρθῆς Πίστεως καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, οὓς οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι πρὸς τὴν τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας διακόσμησιν καὶ τῶν ἠθῶν εὐταξίαν κατὰ τὰς Ἀποστολικὰς παραδόσεις καὶ τὴν διάνοιαν τῆς Εὐαγγελικῆς θείας διδασκαλίας συντάξαντες παρέδοσαν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐνστερνίζομαι καὶ αὐτοὺς ἰθύνειν ἐπιμελήσομαι τὴν θείῳ βουλήματι κληρωθεῖσάν μοι διακονίαν καὶ κατ᾽ αὐτοὺς διατελέσω διδάσκων πάντα τὸν τῇ πνευματικῇ μοι ποιμαντορίᾳ πεπιστευμένον ἱερὸν Κλῆρον καὶ τὸν περιούσιον λαὸν τοῦ Κυρίου».
[51]. Πρόκειται γιὰ τὸν π. Ἰωσὴφ Κουτσούρη, ἐφημέριο τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίων Ἀναργύρων Ἡλιουπόλεως τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος σὲ ἐκπομπὴ τοῦ διαδικτυακοῦ ἱστοτόπου «Ἀπαρχή», τὸν ὁποῖο ἴσως διευθύνει, παρουσίασε τὸ θέμα: «(Ἀντι-)Οἰκουμενισμός: Ὁ δούρειος ἵππος τῆς Ἐκκλησίας». Ἐπιβραβεύοντάς τον ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος γιὰ τὴν διαστροφικὴ τῆς ἀληθείας ἐκπομπὴ καὶ προφανῶς γνωρίζοντας αὐτές του τὶς ἱκανότητες τὸν ἐτοποθέτησε καὶ ἡγούμενο στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου στὸ Μήλεσι Ἀττικῆς, ὥστε νὰ ἐκπέμπονται ἐκεῖθεν ἀντίθετα μηνύματα ἀπὸ ὅσα ἐξέπεμπε ὁ ἀντιοικουμενιστὴς Ἅγιος Πορφύριος. Φαίνεται πὼς ὁ ἀντιοικουμενιστὴς Ἅγιος ἦταν καὶ αὐτὸς κρυμμένος μέσα στὴν κοιλιὰ τοῦ δούρειου ἵππου. Δὲν φοβοῦνται τὴν ὀργή του; Βλ. σχετικῶς Ἱστότοπο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, «Ἔξαρσις προκλητικότητος, ὑποστολὴ θάρρους» (30 Σεπτεμβρίου 2024). Πορφυριτησ, «Εἴμαστε πολλοί, γινόμαστε περισσότεροι καὶ τὸ ξέρουν. Αὐτὸ φοβοῦνται», Διαδίκτυο, 9.10.24, ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ καὶ ΑΚΤΙΝΕΣ. Αγιορείτες Κελλιώτες Πατέρες, Φρενίτιδα Οἰκουμενισμοῦ καὶ Παπισμοῦ ἀπὸ Ἀθηναῖο Ἀρχιμανδρίτη, Ἱστότοπος ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ, 4.10.24. Πρωτοφανεῖς ὕβρεις κατὰ ἀντιοικουμενιστῶν ἀπὸ ἐπίδοξον νεαρὸν κληρικόν! ΑΚΤΙΝΕΣ 18.11.24.
[52]. Μητροπολίτου πρῴην Καλαβρύτων Αμβροσιου, Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπον Ἱερώνυμον μὲ θέμα: Αἱ περὶ “ἀποτειχίσεως” προσφάτως γενόμεναι δηλώσεις ὑμῶν (14.10.2021) «Ἐπισφραγίζων τὴν μακρὰν ταύτην ἀναφορὰν πρὸς Ὑμᾶς, ἐπιτρέψατέ μοι νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω ὅτι ἡ Ὑμετέρα συμπεριφορὰ ἔναντι τοῦ ἀειμνήστου Προκατόχου Σας Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου δὲν ἦτο σύμφωνος μὲ τὰ ὅσα σήμερον γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ὑποστηρίζετε! Διότι, ἐνῶ Ὑμεῖς ἤσασταν ἐνίοτε σφόδρα ἀντίθετος μὲ τὰ ὑπὸ τοῦ Χριστοδούλου ὑποστηριζόμενα, δὲν ἀπεσύρθητε στὸ σπίτι Σας, στὸ Μοναστήρι Σας ἤ στὸ κελλί Σας, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως, πλήρης ὀργῆς καὶ θυμοῦ ἐξήρχεσθε τῆς Αἰθούσης τῶν Συνεδριῶν, σκορπίζοντας μάλιστα ἐνίοτε καὶ τὰ Συνοδικὰ ἔγγραφα εἰς τὸν ἀέρα!». Ἐπίσης βλ. Γεωργιοσ Τζανακησ, Τὸ ἄσπρο μαῦρο. «Ἐπισκοπικά» ἔργα καὶ ἡμέρες (14.10.2021). Του Ιδιου, Τὸ ἄσπρο μαῦρο (Β´). Σύνοδοι, ἐπίσκοποι, κλῆρος, λαός. Πιάσ᾽ τὸν ἕνα, χτύπα τὸν ἄλλο (16.10.2021). Ἱστολόγιο ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ «Ὅταν ὁ νῦν Ἀθηνῶν Ἱερώνυμος (Λιάπης) ἐκσφενδόνιζε τὰ Συνοδικὰ ἔγγραφα στὸν ἀέρα!!!» (24.10.2021).
[53]. Ἑρμηνεία ΛΒ´ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, ὑποσημ. 3. Βλ. Ἁγίου Νικοδημου Αγιορειτου, Πηδάλιον, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 35. Τοῦ Ἁγίου Διονυσιου, Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 7, PG 3, 564: «Οὕτω καὶ τὰς ἀφοριστικὰς ἔχουσιν οἱ ἱεράρχαι δυνάμεις, ὡς ἐκφαντορικοὶ τῶν θείων δικαιωμάτων, οὐχ ὡς ταῖς αὐτῶν ἀλόγοις ὁρμαῖς τῆς πανσόφου θεαρχίας (εὐφήμως εἰπεῖν) ὑπηρετικῶς ἑπομένης, ἀλλ᾽ ὡς αὐτῶν ὑποφητικῶς ὑποκινοῦντι τῷ τελεταρχικῷ πνεύματι τοὺς κεκριμένους Θεῷ κατ᾽ ἀξίαν ἀφοριζόντων. Τοὺς μὲν οὖν ἐνθέους ἱεράρχας, οὕτω καὶ τοῖς ἀφορισμοῖς, καὶ πάσαις ταῖς ἱεραρχικαῖς δυνάμεσι χρηστέον, ὅπως ἂν ἡ τελετάρχις αὐτοὺς θεαρχία κινήσοι». Τοῦ Ἁγίου Μαξιμου, Σχόλια εἰς τὰ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Εἰς τὸ Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. 7, PG 4, 181.
[54]. Βλ. Ἀρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία. Ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἐκδκοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19592, σελ. 246ἑ. Βλασιου Φειδα, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Α´, Ἀθῆναι 1992, σελ. 752-759.
[55]. Βλ. Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος 1986, τόμ. Γ´, σελ. 137-138.
[56]. Αὐτόθι, σελ. 17.
[57]. Αὐτόθι, σελ. 138.
[58]. Πηδάλιον, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 214.
[59]. Βλασιου Φειδα, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 756.
[60]. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζησης, Μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἔστω καὶ ἂν πλανᾶται; Παρερμηνεύουν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τρεῖς ἐπίσκοποι καὶ Ἁγιορείτης ἡγούμενος, Θεσσαλονίκη 2020, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον».
[61]. Κήρυγμα στὸ Τσοτύλι (17.7.2024).
[62]. Ἑβρ. 13, 17.
[63]. Εἰς τὴν Πρὸς Ἑβραίους Ὁμ. 34, 1, PG 63, 231.
[64]. Βλ. Συνέντευξη μητροπολίτη Φλωρίνης Εἰρηναίου στὸ True Story Radio (14.11.2024) στὸν δημοσιογράφο Ἀντώνιο Πουγαρίδη. Ἐπίσης βλ. «“Προβατόσχημους λύκους” ἀποκαλεῖ ὁ Φλωρίνης Εἰρηναῖος τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγωνίζονται κατὰ τοῦ ξηλώματος τῆς Πίστεως “φρουρούς” τοὺς ἀποκαλοῦσε ὁ Φλωρίνης Αὐγουστῖνος», Ἱστολόγιο ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ (19.11.2024).
[65]. Ματθ. 5, 10-12.
[66]. Ἀποκ. 3, 15-16.
[67]. Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α´, Ἔκδοσις Π. Χρηστου, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 24.
[68]. Τῷ Σχολαρίῳ ὁ Ἐφέσου 2. Βλ. Docuents relatifs au Concile de Florence, II, Oevres anticonciliaires de Marc d’ Ephèse, Editions Brepols, Turnhout (Belgique 1944), σελ. 461.
[69]. Εἶπε ἐπὶ λέξει ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ». Βλ. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ» 15.6.1989 καὶ «Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια», 16.12.1998.
[70]. Ἀποκ. 2, 23: «Καὶ γνώσονται πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας, καὶ δώσω ὑμῖν ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν».
[71]. Βλ. ὑποσημ. 26 παρόντος, Ὁ Μέγας Συναξαριστής, Μὴν Σεπτέμβριος 22, σελ. 486: «Εἶπε ἡ Παναγία πρὸς τὸν Γέροντα ποὺ ἔλεγε τὸν Ἀκάθιστο πρὸ τῆς εἰκόνος Της: “Χαῖρε καὶ σὺ Γέρον τοῦ Θεοῦ! Μὴ φοβοῦ, ἀλλ᾽ ἀπελθὼν ταχέως εἰς τὴν Μονήν, ἀνάγγειλον εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ εἰς τὸν Καθηγούμενον ὅτι οἱ ἐχθροὶ ἐμοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ μου ἐπλησίασαν».
[72]. Ἰακ. 4, 4.
[73]. Α´ Ἰω. 2, 15-17: «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. Ἐάν τις ἀγαπᾶ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρός μου ἐν αὐτῷ· ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρός, ἀλλ᾽ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί. Καὶ ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα».
Πηγή Ἀκτίνες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου