Ἡ συμπεριφορὰ μας στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία σχετικὰ μὲ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Ι΄ Λουκᾶ. (Λουκᾶ 13, 10-17)
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 9-12-2001. (Β 448) Ἔκδοσις Β΄
(†) Μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς περιγράφει ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἔλαβε χώρα μέσα σὲ μία Συναγωγή. Ἐπῆγε ὁ Κύριος νὰ διδάξει καὶ ἦταν ἡμέρα Σάββατο. Ἐκεῖ εὑρίσκετο μία γυναῖκα συγκύπτουσα. Δηλαδή, εἶχε καμπούρα. Συγκύπτουσα· ἐπὶ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, ποὺ δὲν μποροῦσε τελείως νὰ ἀνορθωθεῖ. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὴν εἶδε, τῆς εἶπε: «Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου». Δηλαδή: «Ἐλευθερώνεσαι ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου».
Καὶ ἔθεσε τὰ χέρια Τοῦ ἐπάνω της. Καὶ ἀμέσως ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἀνορθώθηκε. Καὶ ἐδόξαζε βέβαια τὸν Θεόν.
Δὲν συνέβη ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν ἀρχισυνάγωγο, ποὺ ἀμέσως ἐφθόνησε. Ἔκρυψε ὅμως τὸν φθόνο του μὲ μιὰ δῆθεν ἀγανάκτηση, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐθεράπευσε σὲ ἡμέρα Σαββάτου.
Καὶ στρεφόμενος στὰ πλήθη, τοὺς ἔλεγε ὅτι νὰ ἀποφεύγουν θεραπεῖες τους καὶ τέτοια τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, γιατί ἦταν ἀργία. Γιατί ἐφθόνησε; Ω ἀγαπητοί μου! Γιατί αὐτός, ὡς ἀρχισυνάγωγος, κατὰ κάποιο τρόπο ἐσκιάζετο ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ...
Ἀλλὰ ὁ Κύριος τὸν ἀποκαλύπτει. Πράγματι ἦταν φθονερός. Καὶ τοῦ λέει ὁ Κύριος: «Ὑποκριτά –ἀποκάλυψις· πλήρης!-· ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββὰτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; «Τὸ Σάββατο», λέει, «δὲν παίρνει τὸ ὑποζύγιό του νὰ τὸ πάει στὸ πηγάδι, στὴ βρύση νὰ πιεῖ νερό;»
- ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν –«Αὐτὴ δὲ ὑπάρχουσα θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ» –ὄχι τοῦ Ἀδὰμ· ἀλλὰ τοῦ Ἀβραάμ-, ἥν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμὲρᾳ τοῦ Σαββάτου; -Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν αὐτὴ νὰ θεραπευτεῖ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;». Καὶ ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, αὐτοὶ ποὺ ἀντετίθεντο, γιὰ φανταστεῖτε, εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸ ἔργον Του, γιατί, φαίνεται, ἦσαν ἀρκετοί, πίσω ἀπὸ τὸν ἀρχισυνάγωγο, ντροπιάστηκαν. Ὄχι ὅμως καὶ ὁ λαός, ποὺ χαιρόταν καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
Στὸν χῶρο τῆς συναγωγῆς παρατηροῦμε, ἀγαπητοί, ὅτι τὰ πρόσωπα εἶχαν διαφορετικὴ συμπεριφορά. Ὁ Κύριος διδάσκει, θεραπεύει, τοποθετεῖ σωστὰ τὴν ἔννοια τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ἡ θεραπευθεῖσα γυναῖκα, σιωπηλή, ἀκούει τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, χαίρεται, καὶ βέβαια καθόλου δὲν ὑποπτεύεται τὴ μεγάλη εὐεργεσία ποὺ σὲ λίγη ὥρα θὰ ἐδέχετο. Δηλαδή, νὰ θεραπευθεῖ.
Τὸ ἐκκλησίασμα ἀκούει, χαίρεται, ἀλλὰ ὄχι ὅλοι. Ὁ ἀρχισυνάγωγος αἰσθάνεται, ὅπως εἴπαμε, φθόνο, γιατί ἐπεσκιάζετο ἡ παρουσία του ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ κρύψει τὸν φθόνο του.
Καὶ μὲ προσωπεῖο δῆθεν ἀγανακτήσεως, περὶ τῆς μὴ τηρήσεως τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ἐκφράζει τὴν πικρία του.
Ἐδῶ εἶναι... Πόσες φορὲς ὑποκριτικότατα οἱ ἄνθρωποι καλύπτουν τάχα σὰν θρησκευτικοὶ ποὺ εἶναι, μιὰ παράβαση δῆθεν κ.λπ.!
Εἶναι καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ ἔχουν διεφθαρμένο βίο. Καὶ συμφωνοῦν βεβαίως μὲ τὴ στάση του ἀρχισυναγώγου καὶ ἀντιτίθενται καὶ αὐτοὶ στὸν Κύριον· γιατί δὲν θέλουν νὰ μὴ συνεχίσουν τὴ ζωὴ τὴ διεφθαρμένη ποὺ κάνουν. Εἶναι καὶ ὁ λαός. Ὁ ἐκκλησιαζόμενος λαὸς· ποὺ διετήρει μία ἀγαθὴ προαίρεση καὶ χαίρεται γιὰ ὅ,τι συνέβη μέσα εἰς τὴν συναγωγή. Στερεότυπη αὐτὴ ἡ εἰκόνα. Ὅπου ὁ Κύριος ἐπήγαινε, στερεότυπη σᾶς εἶπα. Ἔχομε τὸν καταμερισμὸ τοῦ ὄχλου, τῆς ὁμάδος τῶν ἀνθρώπων, πῶς οἱ μὲν ἀπὸ τοὺς δὲ κινοῦνται, αἰσθάνονται, διαφέρουν.
Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν στὸν χῶρο τῆς συναγωγῆς. Καὶ πῆγαν, βέβαια, νὰ προσευχηθοῦν· διότι κάθε Σάββατο ἐγίνετο προσευχὴ εἰς τὴν ὄχι λατρεία, ἀλλὰ προσευχή. Ἡ λατρεία ἐγίνετο μόνο εἰς τὸν ναὸν ποὺ ἦταν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα· διότι εἶναι γνωστὸ ὅτι ποτὲ δὲν ἐπετρέπετο μία θυσία νὰ γίνει στὸν χῶρο τῆς συναγωγῆς. Καὶ ἡ θυσία εἶναι πάντοτε λατρεία. Συνεπῶς δὲν ἔχομε τὴ λατρεία εἰς τὴν συναγωγή, παρὰ μόνο προσευχή.
Αὐτὴ ἡ ποικίλη καὶ διαφορετικὴ συμπεριφορά, μᾶς θέτει ἕνα ἐρώτημα, σὲ μᾶς. Ἐμεῖς, στὸν χριστιανικό μας ναό, πῶς κινούμεθα; Πῶς αἰσθανόμεθα; Πῶς συμπεριφερόμεθα;
Εἴσαστε κάποιοι ἄνθρωποι ἐδῶ. Ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, πῶς αἰσθάνεσθε; Ὁ καθένας πῶς κινεῖται εἰς τὸν χῶρον τοῦ ναοῦ; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας τὴν πρώτη του ἐπιστολὴ στὸν ἐπίσκοπο τῆς Ἐφέσου, τὸν Τιμόθεο, σημειώνει: «Ταῦτὰ σοὶ γράφω: (Αυτά σοῦ γράφω), ἵνα εἰδῇς: (για νὰ μάθεις, νὰ γνωρίσεις) πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι: (πώς πρέπει κανεὶς μέσα εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν· ποὺ ἐμεῖς δὲν ἔχομε μόνο προσευχή, ἔχομε καὶ λατρεία. Καὶ μάλιστα τὸ κατ' ἐξοχὴν μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἔχομε λατρεία «ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος».
Δηλαδὴ πρέπει νὰ μάθει ὁ καθένας πῶς κινεῖται εἰς τὸν χῶρον τοῦ ναοῦ, πού...- θὰ τὸ ἐπαναλάβω- προπαντὸς καὶ κυρίως, τελεῖται ὄχι ἡ προσευχὴ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἡ λατρεία. Δηλαδὴ θέτει τὸ θέμα τῆς συμπεριφορᾶς τῶν Χριστιανῶν, μέσα εἰς τὸν χῶρον τοῦ ναοῦ. Καὶ αὐτὸ τὸ θέμα, λίγο ἂς μᾶς ἀπασχολήσει.
Ἀλήθεια, ποιά εἶναι ἡ συμπεριφορά μας; Πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι δὲν εἶναι καθόλου καλή. Ἡμῶν, τῶν Χριστιανῶν... Στερούμεθα μιᾶς λειτουργικῆς ἀγωγῆς. Ὅλα τὰ πράγματα, μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς ζωῆς μας, χρήζουν μιᾶς ἀγωγῆς.
Φερειπείν, δὲν πρέπει νὰ ἔχω μία ἀγωγὴ τηλεφώνου; Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, σᾶς τὸ εἶπα. Καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα. Τὰ ἐλάχιστα... Ὅτι... πῶς θὰ τηλεφωνήσω; Θὰ περιμένω νὰ μοῦ πεῖ ὁ ἄλλος τὸ ὄνομά του ἢ θὰ πῶ πρῶτος ἐγὼ τὸ ὄνομά μου; Ἔχετε προσέξει πόσος χρόνος «τρώγεται» προκειμένου νὰ διασαφησθεῖ τέλος πάντων ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ τηλεφωνεῖ; Αὐτὸ παθαίνομε ὅλοι. Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ τηλεφωνεῖ; Γιατί δὲν ἔμαθε νὰ λέει πρῶτα τὸ ὄνομά του.
Στὸ λεωφορεῖο...· γιατί τοῦ ἀρέσει του ἀλλουνοῦ νὰ καπνίζει, καὶ βγάζει νὰ καπνίσει. Μὰ ἐνοχλεῖται ὁ ἄλλος. Ἢ θέλει νὰ ἀνοίξει τὸ παράθυρο γιατί ζεστάθηκε. Ἢ γιατί θέλει νὰ κλείσει τὸ παράθυρο, γιατί κρυώνει. Δηλαδὴ καταλαβαίνετε, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ ἔχομε μία ἀνάλογη συμπεριφορά. Ὅταν δὲν εἴμαστε μόνοι μας· εἶναι μαζί μας καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι.
Ἔτσι, πρέπει νὰ ἔχομε, ἀγαπητοί μου, μίαν ἀγωγήν. Ἀπὸ τὸ σπίτι μας θὰ πάρομε αὐτὴν γιὰ τὸν ναό, ἀπὸ τὸ σχολεῖο μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἴδια τήν Ἐκκλησία.
Φερειπεὶν αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέμε σήμερα. Ὁ καθένας πρέπει νὰ συμμορφωθεῖ, νὰ μάθει ποιά πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀγωγή του μέσα εἰς τὸν χῶρο τοῦ ναοῦ. Ἂν στὸν χῶρο τοῦ ναοῦ δὲν προσέχομε, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχομε χάσει τὸ νόημα τῆς λατρείας, ἀλλὰ καὶ τῆς φοβερότητος τοῦ χώρου τοῦ ναοῦ, ποὺ τελεῖται τὸ μυστήριον –κατ' ἐξοχήν- τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἔχετε προσέξει πόσες φορὲς οἱ ἱερεῖς κάνουν παρατήρηση ὅταν γίνεται ἕνας γάμος, μιὰ βάπτιση· προπαντὸς ἕνας γάμος. Πόσες φορὲς ὁ ἱερεὺς νὰ λέγει: «Παρακαλῶ ἡσυχία, παρακαλῶ μὴ γελᾶτε»· «παρακαλῶ τοῦτο», «παρακαλῶ ἐκεῖνο». Καὶ νὰ θέλει νὰ ἐπαναφέρει εἰς τὴν τάξιν τοὺς καλεσμένους ποὺ εἶναι παρόντες εἰς τὸ μυστήριον τοῦ γάμου.
Γιατί ὅλα αὐτὰ κάθε φορά; Γιατί μᾶς λείπει αὐτὴ ἡ ἀγωγὴ ποὺ πρέπει νὰ ἔχομε μέσα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὁ Μωυσῆς, ἀγαπητοί, διετάχθη νὰ ἀποβάλει τὰ ὑποδήματά του -τοῦ εἰπώθηκε ὅταν εἶδε ἐκείνη τὴν βάτον νὰ καίεται χωρὶς νὰ κατακαίεται...
- «Μπά, πάω νὰ δῶ τί συμβαίνει». Καὶ ἀμέσως ἀκούει μίαν φωνήν. «Βγάλε τὰ ὑποδήματά σου. Ὁ χῶρος εἶναι ἱερός».
Πόσο περισσότερο, ἀγαπητοί μου, ἐμεῖς, ποὺ δὲν εἴμεθα πρὸ μιᾶς καιομένης βάτου, ἀλλὰ εἴμεθα εἰς τὸν χῶρον τοῦ ναοῦ, ποὺ τελεῖται τὸ μυστήριον, κατ' ἐξοχὴν τὸ μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας; Πόσο περισσότερο;
Ἔτσι, στερούμενοι μιᾶς λειτουργικῆς ἀγωγῆς καὶ συναισθήσεως τῆς παρουσίας τοῦ φοβεροῦ Θεοῦ, συζητοῦμε, γελᾶμε, κατακρίνομε τὸν πλαϊνό μας, ἕτοιμοι νὰ κάνομε κριτικὴ πρὸς ὅλους, ἀκόμα καὶ στὸν ἱερέα καὶ νὰ τὸ ποῦμε καὶ εἰς τὸν πλαϊνό μας. Δὲν ἔχομε εὐλαβῆ στάση. Ἀναιδῶς κινούμεθα.
Πολλὲς φορὲς μπαίνομε στὸν ναὸ μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες. Ναί, ναί, Καὶ προκλητικῶς. Ὅταν μπαίνει μία γυναῖκα, ἂς ποῦμε, μὲ ἀνδρικὴ ἀμφίεση –παντελόνια- δὲν εἶναι μία πρόκληση; Καὶ ὅταν φθάνουν πρὸ τῆς πύλης τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σοῦ λέει: «Ἔχετε καμία φούστα νὰ μοῦ δώσετε;».
Ἐμεῖς θὰ δώσουμε φούστα, νὰ βάλεις ἐσύ, ὅταν ἔφυγες ἀπὸ τὸ σπίτι σου, καὶ ἤξερες πὼς θὰ πᾶς νὰ ἐπισκεφθεῖς ἕνα μοναστήρι, θὰ σοῦ δώσω ἐγὼ φούστα, γιατί φορᾶς παντελόνια; Ὁρίστε, παρακαλῶ. Τόσο συναίσθηση, παρακαλῶ, ἔχουν ἐκεῖνοι ποὺ καταστρατηγοὺν τὸν χῶρον τοῦ ναοῦ μὲ τὸν τρόπο ποὺ κινοῦνται. Ἔτσι σκανδαλίζουν, σκανδαλίζονται, ἐνοχλοῦν τοὺς πάντας, τὰ πάντα.
Ἔχομε τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ εἶναι ἀγορά, εἶναι πεζοδρόμιο. Βγήκαμε στὰ καταστήματα γιὰ νὰ πᾶμε νὰ ψωνίσουμε... Ἔτσι κάπως αἰσθανόμεθα ὅτι εἶναι ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα αὐτὰ ὅμως χαρακτηρίζουν μίαν ἀσεβῆ, ἀσεβῆ διάθεση. Καὶ ὅμως. Ἡ βαθεῖα συναίσθηση τὸ φοβεροῦ χώρου πρέπει νὰ μᾶς κάνει νὰ εἴμεθα εὐλαβέστατοι. Νὰ λέμε μέσα μας: «Κύριε, σὲ φοβᾶμαι. Μπαίνω στὸν ναό Σου». Θὰ κάνομε τὸν σταυρό μας, θὰ προσκυνήσομε στὸ προσκυνητάρι. Ἡ ἀμφίεσή μας θὰ εἶναι σωστὴ· κ.λπ.
Ἕνα πρόχειρο σταχυολόγημα, θὰ ἔλεγα, ἀπὸ τὶς διατάξεις τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης, μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες Λειτουργίες, βλέπομε νὰ διατυποῦνται αὐτές, ἢ αὐτὸ τὸ σταχυολόγημα ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα, σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο ποὺ λέγεται «Διαταγαί Ἀποστόλων». Καὶ βρίσκονται εἰς τὸ 8ον κεφάλαιον. Πολὺ παλιὸ βιβλίο.
Λέει: «Διάκονοι περιπατείτωσαν καὶ σκοπείτωσαν τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας: (Να κινοῦνται οἱ διάκονοι -ὑπῆρχαν πολλοὶ διάκονοι- νὰ κινοῦνται μέσα στὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ νὰ βλέπουν καὶ νὰ παρατηροῦν καὶ νὰ ἐξετάζουν πῶς κινοῦνται οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες) ὅπως μὴ θόρυβός τις γένηται (:νὰ μὴ γίνει κανένας θόρυβος. Ἐδῶ, πολλὲς φορές, ἀγαπητοί μου, δὲν ξέρω πῶς γίνεται μὲ τὸν ἀέρα, δὲν ξέρω... καί, ὅπως μπαίνετε ἀπ’ τὴν πόρτα...’’μπαπ’’ χτυπάει ἡ πόρτα...!
Ξέρετε ὅτι ὁποιαδήποτε κίνησις, θόρυβος, κρότος ποὺ μπορεῖ ὁ ἐκκλησιαζόμενος νὰ τρομάξει, προσβάλλει τὴν εὐλάβεια, προσβάλλει τὴν συγκέντρωση ποὺ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ διαθέτει ὅταν προσεύχεται. Τὸ ξέρετε αὐτό; Καὶ ἀκόμη λέγει:( Καὶ μὴ τὶς νεὺσῃ ἢ ψιθυρὶσῃ ἢ νυστάξῃ.
-Επιτηρούν ἀκόμη οἱ διάκονοι-«νεύω»-συνεννοούνται ἀπὸ μακριὰ μὲ τὰ μάτια τους γιὰ κάτι. Ὄχι! Ἤ: «ψιθυρίσῃ». Ὄχι! Ἤ: «νυστάξῃ», τὸν παίρνει ὁ ὕπνος στὴν καρέκλα ἐπάνω. Ὄχι!) ὅπως μὴ τὶς ἐξέλθοι μήτε ἀνοιχθείη ἡ θύρα: (ούτε νὰ ἀνοίξει, νὰ κλείσει ἡ πόρτα, νὰ γίνει θόρυβος), κἂν πιστὸς τίς ᾖ, κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἀναφορᾶς
-Ὁ καιρὸς τῆς ἀναφορᾶς εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ ἁγία ἀναφορά-. Ὀρθοὶ πρὸς Κύριον μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἑστῶτες ὦμεν προσφέρειν». Ὄχι μετὰ φόβου, ἀλλὰ καὶ τρόμου, ποὺ εἶναι ἡ ἐπίτασις τοῦ φόβου, πρέπει νὰ στεκόμαστε στὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Κλήμης Ρώμης: «Τὰ παιδία προσλαμβάνεσθε, αἱ μητέρες». Τ’ ἀκοῦτε; «Νὰ κρατᾶτε κοντά σας τὰ παιδάκια». Νὰ μὴν τὰ ξαμολᾶτε - συγχωρήσατέ με γιὰ τὴν λέξη πῶς τὴν εἶπα-μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ γυρίζουν ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ κι ἐνοχλοῦν, τρέχουν.
Ὄχι... Τὸ παιδάκι ἀπὸ μικρὸ θὰ μάθει πῶς νὰ στέκεται εἰς οἶκον Κυρίου. Δὲν μποροῦμε νὰ πιάσομε καρέκλα γιὰ τὸ παιδάκι. Ὄχι. Θὰ ἔχομε ἀπὸ κεῖνα τὰ σκαμνάκια, τὰ πτυσσόμενα. Θὰ τὸ παίρνομε πάντα μαζί μας, ὅταν ἔχομε τὰ παιδιά μας καὶ πηγαίνομε στὴν Ἐκκλησία. Θὰ ἀνοίγομε τὸ σκαμνάκι καὶ τὸ παιδὶ θὰ κάθεται μπροστά μας. Οὔτε στασίδι, οὔτε καρέκλα. Αὐτὰ εἶναι γιὰ κάποιον μεγάλο.
Σημειώσατε δὲ ὅτι, ὅπως καὶ σήμερα, στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, σὲ κάποια σημεῖα τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ λαὸς ἐκάθητο.
Γι΄αυτό ἔχομε καὶ τὰ παραγγέλματα: «Ὀρθοί. -Τελεία-. Μεταλαβόντες τῶν θείων καὶ ἀχράντων Μυστηρίων...». Δηλαδή, «τώρα σηκωθεῖτε». Γιατί ὅσο νὰ κοινωνήσουν ὅλοι, οἱ ἄλλοι περίμεναν. Καὶ βέβαια μποροῦσαν νὰ καθίσουν. Καὶ ἔτσι θὰ περνοῦσε πολλὴ ὥρα. Ἐκάθηντο. Γύριζε ὁ καθένας στὴ θέση του καὶ ἐκάθητο. Τώρα τελειῶσαν ὅλοι. «Ὀρθοί - δηλαδή, «τώρα ὄρθιοι»-. Μεταλαβόντες...». Ἀλλὰ τὸ λέμε ἐμεῖς: «Ὀρθοὶ μεταλαβόντες...». Καὶ ἀλλάζομε τὸ νόημα τῆς φράσεως. Ὄρθιοι λοιπόν. Ἐκεῖνοι ποὺ μεταλάβανε νὰ σηκωθοῦν, διότι θὰ συνεχίσομε ὅ,τι εἴχαμε προηγουμένως κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία.
Ὥστε λοιπὸν «τὰ παιδία προσλαμβάνεσθε αἱ μητέρες». Νὰ τὰ κρατᾶτε κοντά σας τὰ παιδιά. «Καὶ μετὰ τοῦτο μεταλαμβανέτω ὁ ἐπίσκοπος, ἔπειτα οἱ πρεσβύτεροι – ἐδῶ, σειρὰ πῶς θὰ κοινωνήσει ὁ λαός, ὅλοι- καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ ὑποδιάκονοι καὶ οἱ ἀναγνῶσται, καὶ οἱ ψάλται καὶ οἱ ἀσκηταί, καὶ ἐν ταῖς γυναιξίν, αἱ διάκονοι καὶ αἱ παρθένοι καὶ αἱ χῆραι - μιὰ διαφοροποίηση τῆς τάξεως τῶν γυναικῶν-· εἶτα τὰ παιδία- ὕστερα τὰ παιδιά-, καὶ τότε πᾶς ὁ λαὸς κατὰ τάξιν μετὰ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας- νὰ κοινωνήσουν ὅλοι μὲ τάξη, μὲ σεβασμό, μὲ ντροπή, μὲ εὐλάβεια- ἄνευ θορύβου». Εἴδατε;
Μάλιστα τέτοιες μέρες, δόξα τῷ Θεῷ, δὲν τὸ ἔχομε ἐμεῖς ἐδῶ, ἔχετε πάρει ἀρκετὴ ἀγωγὴ ἀπὸ δῶ, δόξα τῷ Θεῷ, δεῖτε στοὺς ναούς, ὄχι τῆς Λαρίσης, κάθε πόλεως, μόλις πεῖ τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως...» τρέχουν ὅλοι- μπουλούκι!- μπροστὰ ἐδῶ στὸν σολέα γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Καὶ ὁ ἕνας σπρώχνεται μὲ τὸν ἄλλον. Ἤμουνα λαϊκός, ὅταν κάποτε μία κυρία, ὅταν ἔκανε ὁ ἱερεὺς παρατήρηση νὰ μὴν εἶναι μπουλούκι, ἀκοῦστε τί λέει μία κυρία σὲ μίαν ἄλλη κυρία δίπλα της: «Ὁ σιχαμένος -ὁ ἱερεύς!-· ὁ σιχαμένος μὲ σύγχυσε!».
Ἐπειδὴ εἶπε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν εἶναι μπουλούκια. Ἀλλὰ νὰ εἶναι σὲ μία σειρά.
Εἴδατε, παρακαλῶ; Ἀποκαλεῖ τὸν ἱερέα, ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ ὁποίου θὰ κοινωνήσει, τὸν ἀποκαλεῖ «σιχαμένον». «Ταῦτά περί τῆς μυστικῆς λατρείας- συνεχίζει ὁ ἅγιος Κλήμης- διατασσόμεθα ἡμεῖς οἱ ἀπόστολοι».
Ὅλα τὰ πιὸ πάνω ἐκφράζουν τὴν ἀποστολικὴ διαταγή, ἐπιταγὴ ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ εἶναι: «Πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω». Ὅλα νὰ γίνονται εὐσχήμονα, ὄχι ἄσχημα, ἀλλὰ εὐσχήμονα, δηλαδὴ νὰ ἔχουν καλὸ σχῆμα. Γιατί «ἄσχημο» τί θὰ πεῖ; Δὲν ἔχει καλὸ σχῆμα. «Καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω». «Καὶ νὰ γίνονται ὅλα μὲ τάξη». «Οὐ γὰρ ἐστὶν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλὰ εἰρήνης», γράφει στὴν Α΄Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ 14ο κεφάλαιο. Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς ἀκαταστασίας, ἀλλὰ εἰρήνης. Καὶ πρέπει νὰ συμμορφωθοῦμε κι ἐμεῖς ἔτσι νὰ κινούμεθα.
Ὅμως δὲν ἐξαντλεῖται ἡ καλή μας ἀναστροφὴ εἰς τὸν χῶρο τοῦ ναοῦ μὲ τὴν εὐλάβεια. Χρειάζεται καὶ ἡ ζωντανή μας συμμετοχὴ στὴ Θεία λατρεία. Ὁ ἀνελλιπὴς ἐκκλησιασμός μας. Αὐτὴ ἡ καημένη ἡ γυναικούλα, ἡ καμπουριασμένη, ἂν δὲν πήγαινε ἐκεῖνο τὸ Σάββατο, θὰ τὴν ἔκανε καλὰ ὁ Κύριος;
Πήγαινε ὅμως ἀνελλιπῶς κάθε Σάββατο. Καὶ κάποιο Σάββατο τὴν ἐτίμησε ὁ Κύριος καὶ τὴν ἔκανε καλά. Αὐτὴν τὴ συγκύπτουσα γυναῖκα. Καὶ πρέπει νὰ ἔχομε ἀνελλιπῆ ἐκκλησιασμό. Ὄχι μία Κυριακὴ νὰ πηγαίνομε καὶ μία Κυριακὴ νὰ μὴν πηγαίνομε.Ανήκει δὲ ὡς καθῆκον εἰς τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοῦτο γιατί ὁ σκοπὸς τοῦ ἐκκλησιασμοῦ εἶναι ἡ «θεραπεία τοῦ θείου», δηλαδὴ ὅταν λέμε «θεραπεία» ἐννοοῦμε λατρεία, δηλαδή, Θεία Λειτουργία.
Γι΄αυτό γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ ἐγκαταλιπόντες τὴν ἐπισυναγωγὴν ἑαυτῶν- «ἐπισυναγωγὴ» εἶναι αὐτὴ ἡ συγκέντρωσις. Μὴν ἀφήνομε τὴν συγκέντρωση αὐτή- καθὼς ἔθος τισίν – «ὅπως εἶναι συνήθεια», λέει, «σὲ μερικούς. Μιὰ νὰ πηγαίνουν καὶ μιὰ νὰ μὴν πηγαίνουν»- ἀλλὰ παρακαλοῦντες καὶ τοσοὺτῳ μᾶλλον, ὃσῳ βλέπετε ἐγγίζουσαν τὴν ἡμέραν». Ποιά «ἡμέρα»; Τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας.
Πλησιάζει, ὁ Κύριος ἐγγύς. Πότε θὰ συνέλθομε; Ἡ συγκύπτουσα, παρὰ τὴ σωματική της ταλαιπωρία, ὅπως εἴπαμε, δὲν ἀμελοῦσε νὰ φοιτᾶ ἀνελλιπῶς εἰς τὴν συναγωγήν. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἐτίμησε βέβαια ὁ Κύριος.
Ἀκόμη ἡ παρουσία μας στὴ λατρεία νὰ εἶναι παρουσία ἀγαθῆς καρδίας, γεμάτη ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς γύρω μας ἐκκλησιαζομένους. Νὰ μὴ λέμε ὅτι «μὲ ἐνοχλεῖ ὁ ἄλλος». Γιατί; «Γιατί ἔτσι μ’ ἀρέσει ἐμένα. Νὰ λέω ὅτι μ’ ἐνοχλεῖ ὁ ἄλλος». Ὄχι, ἀγαπητοί μου!
«Ἒχοντες οὖν ἀδελφοί - λέει στὴν πρὸς Ἑβραίους ὁ Ἀπόστολος- ἱερέα μέγαν ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, προσερχώμεθα –ἂς προσερχόμεθα- μετὰ ἀληθινῆς καρδίας, ἐν πληροφορὶᾳ πίστεως, ἐρραντισμένοι τὰς κὰρδίας ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς· καὶ κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων». «Παροξυσμός;». Λέμε: «Αὐτὸς ἔχει παροξυσμὸ πυρετοῦ». Κάτι πολὺ θερμό. Ἐδῶ ἔχομε τὸν παροξυσμὸ τῆς ἀγάπης. Κάτι πολὺ ζεστό. Ἐκεῖ, στὴ θεία λατρεία.
Αὐτὸ καὶ τὸ σημαντικότατο: Προσφέρεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. Μόνον αὐτό, μόνον αὐτό, ἂν κατανοήσομε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κοινωνοῦμε, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τελεσιουργεῖται, θὰ πρέπει νὰ εἴμεθα ἱστάμενοι μετὰ φόβου καὶ τρόμου μέσα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ.
«Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς –λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος-, ἀδελφοὶ διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν- τὰ σώματά σας. Σὰν νὰ μπαίνει τὸ κάθε σῶμα ἐπάνω σὲ μία ἐσχάρα, προκειμένου νὰ θυσιασθεῖ.
Τὰ σώματα-ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν». Ὅταν ταυτόχρονα κι ἐγὼ ὁ ἴδιος προσφέρομαι, ὅπως προσφέρεται ὁ Χριστός, γιὰ τὴ σωτηρίαν τοῦ λαοῦ Του. Δηλαδὴ μία συμμετοχή, μία πραγματικὴ συμμετοχή. Ἂν μάθομε τί σημαίνει αὐτό, ὅτι ἔχομε πραγματικὰ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι εἰκονικά, ὄχι μεταφορικά, ὄχι συμβολικά, ἀλλὰ πραγματικά, τότε ὄντως συγκλονιζόμαστε.
Νὰ εὐχαριστοῦμε πάντα τὸν Ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν, πάντοτε, ὅταν κατανοοῦμε ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα. Νὰ εὐχαριστοῦμε ὅταν κοινωνοῦμε, προσέξτε, καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἡ ὁποία ἔδωσε τὸ σῶμα της στὸν Υἱόν της, τὸ ὁποῖο σῶμα κοινωνοῦμε ἐμεῖς.
Ἡ Παναγία Του τὸ ἔδωσε, Τοῦ τὸ ἐδάνεισε. Ἂς μὴν ἐξηγήσω πιὸ πολύ, γιατί τὸ ἐδάνεισε. Θὰ ἀργήσομε πολύ. Καὶ πρέπει λοιπὸν νὰ εὐχαριστήσομε καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Γι΄αυτό καὶ τὸ μυστήριον τῆς Θείας Κοινωνίας, λέγεται: «τὸ μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας».
Ἀγαπητοί, ἡ συναγωγὴ ποὺ ὁ Κύριος βρέθηκε, ὑπέστη μία βαθιὰ τομή. Ἐκεῖνοι ποὺ δέχτηκαν τὴν εὐεργεσία καὶ χάρηκαν μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἐκεῖνοι ποὺ φθόνησαν καὶ ἀντιστάθηκαν στὴν παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἔτσι πάντα γίνεται. Δυστυχῶς, ἔτσι πάντα γίνεται.
Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου δημιουργεῖ δύο στρατόπεδα. Τῶν δικῶν Του ἀνθρώπων καὶ τῶν ἐχθρῶν Του. Καὶ πολλὲς φορὲς συνυπάρχουν στὸν ἴδιο χῶρο τῆς λατρείας, μέσα στὸν ναό.
Γι΄αυτό «ὁ καιρός -λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στὴν Α΄του ἐπιστολή- τοῦ ἄρξασθαι τὸ κρῖμα ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ· εἰ δὲ πρῶτον ἀφ' ἡμῶν- ἐὰν ἀπὸ μᾶς ἀρχίζει-, τί τὸ τέλος τῶν ἀπειθούντων τῷ τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίῳ; -Τί θὰ γίνουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀπειθοῦν στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ; Ἂν ἀρχίζει τὸ κρῖμα, ἡ καταδίκη, ἀπὸ μᾶς;».
Ἔτσι, ἂς μάθομε, ἐπαναλαμβάνω, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι». Νὰ μάθομε. Εἴδατε; Νὰ μάθομε. Πῶς πρέπει νὰ συμπεριφερόμεθα μέσα εἰς τοὺς χώρους τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 9-12-2001. (Β 448) Ἔκδοσις Β΄
(†) Μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς περιγράφει ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἔλαβε χώρα μέσα σὲ μία Συναγωγή. Ἐπῆγε ὁ Κύριος νὰ διδάξει καὶ ἦταν ἡμέρα Σάββατο. Ἐκεῖ εὑρίσκετο μία γυναῖκα συγκύπτουσα. Δηλαδή, εἶχε καμπούρα. Συγκύπτουσα· ἐπὶ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, ποὺ δὲν μποροῦσε τελείως νὰ ἀνορθωθεῖ. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὴν εἶδε, τῆς εἶπε: «Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου». Δηλαδή: «Ἐλευθερώνεσαι ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου».
Καὶ ἔθεσε τὰ χέρια Τοῦ ἐπάνω της. Καὶ ἀμέσως ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἀνορθώθηκε. Καὶ ἐδόξαζε βέβαια τὸν Θεόν.
Δὲν συνέβη ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν ἀρχισυνάγωγο, ποὺ ἀμέσως ἐφθόνησε. Ἔκρυψε ὅμως τὸν φθόνο του μὲ μιὰ δῆθεν ἀγανάκτηση, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐθεράπευσε σὲ ἡμέρα Σαββάτου.
Καὶ στρεφόμενος στὰ πλήθη, τοὺς ἔλεγε ὅτι νὰ ἀποφεύγουν θεραπεῖες τους καὶ τέτοια τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, γιατί ἦταν ἀργία. Γιατί ἐφθόνησε; Ω ἀγαπητοί μου! Γιατί αὐτός, ὡς ἀρχισυνάγωγος, κατὰ κάποιο τρόπο ἐσκιάζετο ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ...
Ἀλλὰ ὁ Κύριος τὸν ἀποκαλύπτει. Πράγματι ἦταν φθονερός. Καὶ τοῦ λέει ὁ Κύριος: «Ὑποκριτά –ἀποκάλυψις· πλήρης!-· ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββὰτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; «Τὸ Σάββατο», λέει, «δὲν παίρνει τὸ ὑποζύγιό του νὰ τὸ πάει στὸ πηγάδι, στὴ βρύση νὰ πιεῖ νερό;»
- ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν –«Αὐτὴ δὲ ὑπάρχουσα θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ» –ὄχι τοῦ Ἀδὰμ· ἀλλὰ τοῦ Ἀβραάμ-, ἥν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμὲρᾳ τοῦ Σαββάτου; -Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν αὐτὴ νὰ θεραπευτεῖ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;». Καὶ ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, αὐτοὶ ποὺ ἀντετίθεντο, γιὰ φανταστεῖτε, εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸ ἔργον Του, γιατί, φαίνεται, ἦσαν ἀρκετοί, πίσω ἀπὸ τὸν ἀρχισυνάγωγο, ντροπιάστηκαν. Ὄχι ὅμως καὶ ὁ λαός, ποὺ χαιρόταν καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
Στὸν χῶρο τῆς συναγωγῆς παρατηροῦμε, ἀγαπητοί, ὅτι τὰ πρόσωπα εἶχαν διαφορετικὴ συμπεριφορά. Ὁ Κύριος διδάσκει, θεραπεύει, τοποθετεῖ σωστὰ τὴν ἔννοια τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ἡ θεραπευθεῖσα γυναῖκα, σιωπηλή, ἀκούει τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, χαίρεται, καὶ βέβαια καθόλου δὲν ὑποπτεύεται τὴ μεγάλη εὐεργεσία ποὺ σὲ λίγη ὥρα θὰ ἐδέχετο. Δηλαδή, νὰ θεραπευθεῖ.
Τὸ ἐκκλησίασμα ἀκούει, χαίρεται, ἀλλὰ ὄχι ὅλοι. Ὁ ἀρχισυνάγωγος αἰσθάνεται, ὅπως εἴπαμε, φθόνο, γιατί ἐπεσκιάζετο ἡ παρουσία του ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ κρύψει τὸν φθόνο του.
Καὶ μὲ προσωπεῖο δῆθεν ἀγανακτήσεως, περὶ τῆς μὴ τηρήσεως τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ἐκφράζει τὴν πικρία του.
Ἐδῶ εἶναι... Πόσες φορὲς ὑποκριτικότατα οἱ ἄνθρωποι καλύπτουν τάχα σὰν θρησκευτικοὶ ποὺ εἶναι, μιὰ παράβαση δῆθεν κ.λπ.!
Εἶναι καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ ἔχουν διεφθαρμένο βίο. Καὶ συμφωνοῦν βεβαίως μὲ τὴ στάση του ἀρχισυναγώγου καὶ ἀντιτίθενται καὶ αὐτοὶ στὸν Κύριον· γιατί δὲν θέλουν νὰ μὴ συνεχίσουν τὴ ζωὴ τὴ διεφθαρμένη ποὺ κάνουν. Εἶναι καὶ ὁ λαός. Ὁ ἐκκλησιαζόμενος λαὸς· ποὺ διετήρει μία ἀγαθὴ προαίρεση καὶ χαίρεται γιὰ ὅ,τι συνέβη μέσα εἰς τὴν συναγωγή. Στερεότυπη αὐτὴ ἡ εἰκόνα. Ὅπου ὁ Κύριος ἐπήγαινε, στερεότυπη σᾶς εἶπα. Ἔχομε τὸν καταμερισμὸ τοῦ ὄχλου, τῆς ὁμάδος τῶν ἀνθρώπων, πῶς οἱ μὲν ἀπὸ τοὺς δὲ κινοῦνται, αἰσθάνονται, διαφέρουν.
Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν στὸν χῶρο τῆς συναγωγῆς. Καὶ πῆγαν, βέβαια, νὰ προσευχηθοῦν· διότι κάθε Σάββατο ἐγίνετο προσευχὴ εἰς τὴν ὄχι λατρεία, ἀλλὰ προσευχή. Ἡ λατρεία ἐγίνετο μόνο εἰς τὸν ναὸν ποὺ ἦταν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα· διότι εἶναι γνωστὸ ὅτι ποτὲ δὲν ἐπετρέπετο μία θυσία νὰ γίνει στὸν χῶρο τῆς συναγωγῆς. Καὶ ἡ θυσία εἶναι πάντοτε λατρεία. Συνεπῶς δὲν ἔχομε τὴ λατρεία εἰς τὴν συναγωγή, παρὰ μόνο προσευχή.
Αὐτὴ ἡ ποικίλη καὶ διαφορετικὴ συμπεριφορά, μᾶς θέτει ἕνα ἐρώτημα, σὲ μᾶς. Ἐμεῖς, στὸν χριστιανικό μας ναό, πῶς κινούμεθα; Πῶς αἰσθανόμεθα; Πῶς συμπεριφερόμεθα;
Εἴσαστε κάποιοι ἄνθρωποι ἐδῶ. Ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, πῶς αἰσθάνεσθε; Ὁ καθένας πῶς κινεῖται εἰς τὸν χῶρον τοῦ ναοῦ; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας τὴν πρώτη του ἐπιστολὴ στὸν ἐπίσκοπο τῆς Ἐφέσου, τὸν Τιμόθεο, σημειώνει: «Ταῦτὰ σοὶ γράφω: (Αυτά σοῦ γράφω), ἵνα εἰδῇς: (για νὰ μάθεις, νὰ γνωρίσεις) πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι: (πώς πρέπει κανεὶς μέσα εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν· ποὺ ἐμεῖς δὲν ἔχομε μόνο προσευχή, ἔχομε καὶ λατρεία. Καὶ μάλιστα τὸ κατ' ἐξοχὴν μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἔχομε λατρεία «ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος».
Δηλαδὴ πρέπει νὰ μάθει ὁ καθένας πῶς κινεῖται εἰς τὸν χῶρον τοῦ ναοῦ, πού...- θὰ τὸ ἐπαναλάβω- προπαντὸς καὶ κυρίως, τελεῖται ὄχι ἡ προσευχὴ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἡ λατρεία. Δηλαδὴ θέτει τὸ θέμα τῆς συμπεριφορᾶς τῶν Χριστιανῶν, μέσα εἰς τὸν χῶρον τοῦ ναοῦ. Καὶ αὐτὸ τὸ θέμα, λίγο ἂς μᾶς ἀπασχολήσει.
Ἀλήθεια, ποιά εἶναι ἡ συμπεριφορά μας; Πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι δὲν εἶναι καθόλου καλή. Ἡμῶν, τῶν Χριστιανῶν... Στερούμεθα μιᾶς λειτουργικῆς ἀγωγῆς. Ὅλα τὰ πράγματα, μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς ζωῆς μας, χρήζουν μιᾶς ἀγωγῆς.
Φερειπείν, δὲν πρέπει νὰ ἔχω μία ἀγωγὴ τηλεφώνου; Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, σᾶς τὸ εἶπα. Καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα. Τὰ ἐλάχιστα... Ὅτι... πῶς θὰ τηλεφωνήσω; Θὰ περιμένω νὰ μοῦ πεῖ ὁ ἄλλος τὸ ὄνομά του ἢ θὰ πῶ πρῶτος ἐγὼ τὸ ὄνομά μου; Ἔχετε προσέξει πόσος χρόνος «τρώγεται» προκειμένου νὰ διασαφησθεῖ τέλος πάντων ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ τηλεφωνεῖ; Αὐτὸ παθαίνομε ὅλοι. Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ τηλεφωνεῖ; Γιατί δὲν ἔμαθε νὰ λέει πρῶτα τὸ ὄνομά του.
Στὸ λεωφορεῖο...· γιατί τοῦ ἀρέσει του ἀλλουνοῦ νὰ καπνίζει, καὶ βγάζει νὰ καπνίσει. Μὰ ἐνοχλεῖται ὁ ἄλλος. Ἢ θέλει νὰ ἀνοίξει τὸ παράθυρο γιατί ζεστάθηκε. Ἢ γιατί θέλει νὰ κλείσει τὸ παράθυρο, γιατί κρυώνει. Δηλαδὴ καταλαβαίνετε, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ ἔχομε μία ἀνάλογη συμπεριφορά. Ὅταν δὲν εἴμαστε μόνοι μας· εἶναι μαζί μας καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι.
Ἔτσι, πρέπει νὰ ἔχομε, ἀγαπητοί μου, μίαν ἀγωγήν. Ἀπὸ τὸ σπίτι μας θὰ πάρομε αὐτὴν γιὰ τὸν ναό, ἀπὸ τὸ σχολεῖο μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἴδια τήν Ἐκκλησία.
Φερειπεὶν αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέμε σήμερα. Ὁ καθένας πρέπει νὰ συμμορφωθεῖ, νὰ μάθει ποιά πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀγωγή του μέσα εἰς τὸν χῶρο τοῦ ναοῦ. Ἂν στὸν χῶρο τοῦ ναοῦ δὲν προσέχομε, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχομε χάσει τὸ νόημα τῆς λατρείας, ἀλλὰ καὶ τῆς φοβερότητος τοῦ χώρου τοῦ ναοῦ, ποὺ τελεῖται τὸ μυστήριον –κατ' ἐξοχήν- τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἔχετε προσέξει πόσες φορὲς οἱ ἱερεῖς κάνουν παρατήρηση ὅταν γίνεται ἕνας γάμος, μιὰ βάπτιση· προπαντὸς ἕνας γάμος. Πόσες φορὲς ὁ ἱερεὺς νὰ λέγει: «Παρακαλῶ ἡσυχία, παρακαλῶ μὴ γελᾶτε»· «παρακαλῶ τοῦτο», «παρακαλῶ ἐκεῖνο». Καὶ νὰ θέλει νὰ ἐπαναφέρει εἰς τὴν τάξιν τοὺς καλεσμένους ποὺ εἶναι παρόντες εἰς τὸ μυστήριον τοῦ γάμου.
Γιατί ὅλα αὐτὰ κάθε φορά; Γιατί μᾶς λείπει αὐτὴ ἡ ἀγωγὴ ποὺ πρέπει νὰ ἔχομε μέσα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὁ Μωυσῆς, ἀγαπητοί, διετάχθη νὰ ἀποβάλει τὰ ὑποδήματά του -τοῦ εἰπώθηκε ὅταν εἶδε ἐκείνη τὴν βάτον νὰ καίεται χωρὶς νὰ κατακαίεται...
- «Μπά, πάω νὰ δῶ τί συμβαίνει». Καὶ ἀμέσως ἀκούει μίαν φωνήν. «Βγάλε τὰ ὑποδήματά σου. Ὁ χῶρος εἶναι ἱερός».
Πόσο περισσότερο, ἀγαπητοί μου, ἐμεῖς, ποὺ δὲν εἴμεθα πρὸ μιᾶς καιομένης βάτου, ἀλλὰ εἴμεθα εἰς τὸν χῶρον τοῦ ναοῦ, ποὺ τελεῖται τὸ μυστήριον, κατ' ἐξοχὴν τὸ μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας; Πόσο περισσότερο;
Ἔτσι, στερούμενοι μιᾶς λειτουργικῆς ἀγωγῆς καὶ συναισθήσεως τῆς παρουσίας τοῦ φοβεροῦ Θεοῦ, συζητοῦμε, γελᾶμε, κατακρίνομε τὸν πλαϊνό μας, ἕτοιμοι νὰ κάνομε κριτικὴ πρὸς ὅλους, ἀκόμα καὶ στὸν ἱερέα καὶ νὰ τὸ ποῦμε καὶ εἰς τὸν πλαϊνό μας. Δὲν ἔχομε εὐλαβῆ στάση. Ἀναιδῶς κινούμεθα.
Πολλὲς φορὲς μπαίνομε στὸν ναὸ μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες. Ναί, ναί, Καὶ προκλητικῶς. Ὅταν μπαίνει μία γυναῖκα, ἂς ποῦμε, μὲ ἀνδρικὴ ἀμφίεση –παντελόνια- δὲν εἶναι μία πρόκληση; Καὶ ὅταν φθάνουν πρὸ τῆς πύλης τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σοῦ λέει: «Ἔχετε καμία φούστα νὰ μοῦ δώσετε;».
Ἐμεῖς θὰ δώσουμε φούστα, νὰ βάλεις ἐσύ, ὅταν ἔφυγες ἀπὸ τὸ σπίτι σου, καὶ ἤξερες πὼς θὰ πᾶς νὰ ἐπισκεφθεῖς ἕνα μοναστήρι, θὰ σοῦ δώσω ἐγὼ φούστα, γιατί φορᾶς παντελόνια; Ὁρίστε, παρακαλῶ. Τόσο συναίσθηση, παρακαλῶ, ἔχουν ἐκεῖνοι ποὺ καταστρατηγοὺν τὸν χῶρον τοῦ ναοῦ μὲ τὸν τρόπο ποὺ κινοῦνται. Ἔτσι σκανδαλίζουν, σκανδαλίζονται, ἐνοχλοῦν τοὺς πάντας, τὰ πάντα.
Ἔχομε τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ εἶναι ἀγορά, εἶναι πεζοδρόμιο. Βγήκαμε στὰ καταστήματα γιὰ νὰ πᾶμε νὰ ψωνίσουμε... Ἔτσι κάπως αἰσθανόμεθα ὅτι εἶναι ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα αὐτὰ ὅμως χαρακτηρίζουν μίαν ἀσεβῆ, ἀσεβῆ διάθεση. Καὶ ὅμως. Ἡ βαθεῖα συναίσθηση τὸ φοβεροῦ χώρου πρέπει νὰ μᾶς κάνει νὰ εἴμεθα εὐλαβέστατοι. Νὰ λέμε μέσα μας: «Κύριε, σὲ φοβᾶμαι. Μπαίνω στὸν ναό Σου». Θὰ κάνομε τὸν σταυρό μας, θὰ προσκυνήσομε στὸ προσκυνητάρι. Ἡ ἀμφίεσή μας θὰ εἶναι σωστὴ· κ.λπ.
Ἕνα πρόχειρο σταχυολόγημα, θὰ ἔλεγα, ἀπὸ τὶς διατάξεις τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης, μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες Λειτουργίες, βλέπομε νὰ διατυποῦνται αὐτές, ἢ αὐτὸ τὸ σταχυολόγημα ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα, σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο ποὺ λέγεται «Διαταγαί Ἀποστόλων». Καὶ βρίσκονται εἰς τὸ 8ον κεφάλαιον. Πολὺ παλιὸ βιβλίο.
Λέει: «Διάκονοι περιπατείτωσαν καὶ σκοπείτωσαν τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας: (Να κινοῦνται οἱ διάκονοι -ὑπῆρχαν πολλοὶ διάκονοι- νὰ κινοῦνται μέσα στὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ νὰ βλέπουν καὶ νὰ παρατηροῦν καὶ νὰ ἐξετάζουν πῶς κινοῦνται οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες) ὅπως μὴ θόρυβός τις γένηται (:νὰ μὴ γίνει κανένας θόρυβος. Ἐδῶ, πολλὲς φορές, ἀγαπητοί μου, δὲν ξέρω πῶς γίνεται μὲ τὸν ἀέρα, δὲν ξέρω... καί, ὅπως μπαίνετε ἀπ’ τὴν πόρτα...’’μπαπ’’ χτυπάει ἡ πόρτα...!
Ξέρετε ὅτι ὁποιαδήποτε κίνησις, θόρυβος, κρότος ποὺ μπορεῖ ὁ ἐκκλησιαζόμενος νὰ τρομάξει, προσβάλλει τὴν εὐλάβεια, προσβάλλει τὴν συγκέντρωση ποὺ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ διαθέτει ὅταν προσεύχεται. Τὸ ξέρετε αὐτό; Καὶ ἀκόμη λέγει:( Καὶ μὴ τὶς νεὺσῃ ἢ ψιθυρὶσῃ ἢ νυστάξῃ.
-Επιτηρούν ἀκόμη οἱ διάκονοι-«νεύω»-συνεννοούνται ἀπὸ μακριὰ μὲ τὰ μάτια τους γιὰ κάτι. Ὄχι! Ἤ: «ψιθυρίσῃ». Ὄχι! Ἤ: «νυστάξῃ», τὸν παίρνει ὁ ὕπνος στὴν καρέκλα ἐπάνω. Ὄχι!) ὅπως μὴ τὶς ἐξέλθοι μήτε ἀνοιχθείη ἡ θύρα: (ούτε νὰ ἀνοίξει, νὰ κλείσει ἡ πόρτα, νὰ γίνει θόρυβος), κἂν πιστὸς τίς ᾖ, κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἀναφορᾶς
-Ὁ καιρὸς τῆς ἀναφορᾶς εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ ἁγία ἀναφορά-. Ὀρθοὶ πρὸς Κύριον μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἑστῶτες ὦμεν προσφέρειν». Ὄχι μετὰ φόβου, ἀλλὰ καὶ τρόμου, ποὺ εἶναι ἡ ἐπίτασις τοῦ φόβου, πρέπει νὰ στεκόμαστε στὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Κλήμης Ρώμης: «Τὰ παιδία προσλαμβάνεσθε, αἱ μητέρες». Τ’ ἀκοῦτε; «Νὰ κρατᾶτε κοντά σας τὰ παιδάκια». Νὰ μὴν τὰ ξαμολᾶτε - συγχωρήσατέ με γιὰ τὴν λέξη πῶς τὴν εἶπα-μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ γυρίζουν ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ κι ἐνοχλοῦν, τρέχουν.
Ὄχι... Τὸ παιδάκι ἀπὸ μικρὸ θὰ μάθει πῶς νὰ στέκεται εἰς οἶκον Κυρίου. Δὲν μποροῦμε νὰ πιάσομε καρέκλα γιὰ τὸ παιδάκι. Ὄχι. Θὰ ἔχομε ἀπὸ κεῖνα τὰ σκαμνάκια, τὰ πτυσσόμενα. Θὰ τὸ παίρνομε πάντα μαζί μας, ὅταν ἔχομε τὰ παιδιά μας καὶ πηγαίνομε στὴν Ἐκκλησία. Θὰ ἀνοίγομε τὸ σκαμνάκι καὶ τὸ παιδὶ θὰ κάθεται μπροστά μας. Οὔτε στασίδι, οὔτε καρέκλα. Αὐτὰ εἶναι γιὰ κάποιον μεγάλο.
Σημειώσατε δὲ ὅτι, ὅπως καὶ σήμερα, στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, σὲ κάποια σημεῖα τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ λαὸς ἐκάθητο.
Γι΄αυτό ἔχομε καὶ τὰ παραγγέλματα: «Ὀρθοί. -Τελεία-. Μεταλαβόντες τῶν θείων καὶ ἀχράντων Μυστηρίων...». Δηλαδή, «τώρα σηκωθεῖτε». Γιατί ὅσο νὰ κοινωνήσουν ὅλοι, οἱ ἄλλοι περίμεναν. Καὶ βέβαια μποροῦσαν νὰ καθίσουν. Καὶ ἔτσι θὰ περνοῦσε πολλὴ ὥρα. Ἐκάθηντο. Γύριζε ὁ καθένας στὴ θέση του καὶ ἐκάθητο. Τώρα τελειῶσαν ὅλοι. «Ὀρθοί - δηλαδή, «τώρα ὄρθιοι»-. Μεταλαβόντες...». Ἀλλὰ τὸ λέμε ἐμεῖς: «Ὀρθοὶ μεταλαβόντες...». Καὶ ἀλλάζομε τὸ νόημα τῆς φράσεως. Ὄρθιοι λοιπόν. Ἐκεῖνοι ποὺ μεταλάβανε νὰ σηκωθοῦν, διότι θὰ συνεχίσομε ὅ,τι εἴχαμε προηγουμένως κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία.
Ὥστε λοιπὸν «τὰ παιδία προσλαμβάνεσθε αἱ μητέρες». Νὰ τὰ κρατᾶτε κοντά σας τὰ παιδιά. «Καὶ μετὰ τοῦτο μεταλαμβανέτω ὁ ἐπίσκοπος, ἔπειτα οἱ πρεσβύτεροι – ἐδῶ, σειρὰ πῶς θὰ κοινωνήσει ὁ λαός, ὅλοι- καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ ὑποδιάκονοι καὶ οἱ ἀναγνῶσται, καὶ οἱ ψάλται καὶ οἱ ἀσκηταί, καὶ ἐν ταῖς γυναιξίν, αἱ διάκονοι καὶ αἱ παρθένοι καὶ αἱ χῆραι - μιὰ διαφοροποίηση τῆς τάξεως τῶν γυναικῶν-· εἶτα τὰ παιδία- ὕστερα τὰ παιδιά-, καὶ τότε πᾶς ὁ λαὸς κατὰ τάξιν μετὰ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας- νὰ κοινωνήσουν ὅλοι μὲ τάξη, μὲ σεβασμό, μὲ ντροπή, μὲ εὐλάβεια- ἄνευ θορύβου». Εἴδατε;
Μάλιστα τέτοιες μέρες, δόξα τῷ Θεῷ, δὲν τὸ ἔχομε ἐμεῖς ἐδῶ, ἔχετε πάρει ἀρκετὴ ἀγωγὴ ἀπὸ δῶ, δόξα τῷ Θεῷ, δεῖτε στοὺς ναούς, ὄχι τῆς Λαρίσης, κάθε πόλεως, μόλις πεῖ τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως...» τρέχουν ὅλοι- μπουλούκι!- μπροστὰ ἐδῶ στὸν σολέα γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Καὶ ὁ ἕνας σπρώχνεται μὲ τὸν ἄλλον. Ἤμουνα λαϊκός, ὅταν κάποτε μία κυρία, ὅταν ἔκανε ὁ ἱερεὺς παρατήρηση νὰ μὴν εἶναι μπουλούκι, ἀκοῦστε τί λέει μία κυρία σὲ μίαν ἄλλη κυρία δίπλα της: «Ὁ σιχαμένος -ὁ ἱερεύς!-· ὁ σιχαμένος μὲ σύγχυσε!».
Ἐπειδὴ εἶπε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν εἶναι μπουλούκια. Ἀλλὰ νὰ εἶναι σὲ μία σειρά.
Εἴδατε, παρακαλῶ; Ἀποκαλεῖ τὸν ἱερέα, ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ ὁποίου θὰ κοινωνήσει, τὸν ἀποκαλεῖ «σιχαμένον». «Ταῦτά περί τῆς μυστικῆς λατρείας- συνεχίζει ὁ ἅγιος Κλήμης- διατασσόμεθα ἡμεῖς οἱ ἀπόστολοι».
Ὅλα τὰ πιὸ πάνω ἐκφράζουν τὴν ἀποστολικὴ διαταγή, ἐπιταγὴ ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ εἶναι: «Πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω». Ὅλα νὰ γίνονται εὐσχήμονα, ὄχι ἄσχημα, ἀλλὰ εὐσχήμονα, δηλαδὴ νὰ ἔχουν καλὸ σχῆμα. Γιατί «ἄσχημο» τί θὰ πεῖ; Δὲν ἔχει καλὸ σχῆμα. «Καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω». «Καὶ νὰ γίνονται ὅλα μὲ τάξη». «Οὐ γὰρ ἐστὶν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλὰ εἰρήνης», γράφει στὴν Α΄Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ 14ο κεφάλαιο. Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς ἀκαταστασίας, ἀλλὰ εἰρήνης. Καὶ πρέπει νὰ συμμορφωθοῦμε κι ἐμεῖς ἔτσι νὰ κινούμεθα.
Ὅμως δὲν ἐξαντλεῖται ἡ καλή μας ἀναστροφὴ εἰς τὸν χῶρο τοῦ ναοῦ μὲ τὴν εὐλάβεια. Χρειάζεται καὶ ἡ ζωντανή μας συμμετοχὴ στὴ Θεία λατρεία. Ὁ ἀνελλιπὴς ἐκκλησιασμός μας. Αὐτὴ ἡ καημένη ἡ γυναικούλα, ἡ καμπουριασμένη, ἂν δὲν πήγαινε ἐκεῖνο τὸ Σάββατο, θὰ τὴν ἔκανε καλὰ ὁ Κύριος;
Πήγαινε ὅμως ἀνελλιπῶς κάθε Σάββατο. Καὶ κάποιο Σάββατο τὴν ἐτίμησε ὁ Κύριος καὶ τὴν ἔκανε καλά. Αὐτὴν τὴ συγκύπτουσα γυναῖκα. Καὶ πρέπει νὰ ἔχομε ἀνελλιπῆ ἐκκλησιασμό. Ὄχι μία Κυριακὴ νὰ πηγαίνομε καὶ μία Κυριακὴ νὰ μὴν πηγαίνομε.Ανήκει δὲ ὡς καθῆκον εἰς τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοῦτο γιατί ὁ σκοπὸς τοῦ ἐκκλησιασμοῦ εἶναι ἡ «θεραπεία τοῦ θείου», δηλαδὴ ὅταν λέμε «θεραπεία» ἐννοοῦμε λατρεία, δηλαδή, Θεία Λειτουργία.
Γι΄αυτό γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ ἐγκαταλιπόντες τὴν ἐπισυναγωγὴν ἑαυτῶν- «ἐπισυναγωγὴ» εἶναι αὐτὴ ἡ συγκέντρωσις. Μὴν ἀφήνομε τὴν συγκέντρωση αὐτή- καθὼς ἔθος τισίν – «ὅπως εἶναι συνήθεια», λέει, «σὲ μερικούς. Μιὰ νὰ πηγαίνουν καὶ μιὰ νὰ μὴν πηγαίνουν»- ἀλλὰ παρακαλοῦντες καὶ τοσοὺτῳ μᾶλλον, ὃσῳ βλέπετε ἐγγίζουσαν τὴν ἡμέραν». Ποιά «ἡμέρα»; Τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας.
Πλησιάζει, ὁ Κύριος ἐγγύς. Πότε θὰ συνέλθομε; Ἡ συγκύπτουσα, παρὰ τὴ σωματική της ταλαιπωρία, ὅπως εἴπαμε, δὲν ἀμελοῦσε νὰ φοιτᾶ ἀνελλιπῶς εἰς τὴν συναγωγήν. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἐτίμησε βέβαια ὁ Κύριος.
Ἀκόμη ἡ παρουσία μας στὴ λατρεία νὰ εἶναι παρουσία ἀγαθῆς καρδίας, γεμάτη ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς γύρω μας ἐκκλησιαζομένους. Νὰ μὴ λέμε ὅτι «μὲ ἐνοχλεῖ ὁ ἄλλος». Γιατί; «Γιατί ἔτσι μ’ ἀρέσει ἐμένα. Νὰ λέω ὅτι μ’ ἐνοχλεῖ ὁ ἄλλος». Ὄχι, ἀγαπητοί μου!
«Ἒχοντες οὖν ἀδελφοί - λέει στὴν πρὸς Ἑβραίους ὁ Ἀπόστολος- ἱερέα μέγαν ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, προσερχώμεθα –ἂς προσερχόμεθα- μετὰ ἀληθινῆς καρδίας, ἐν πληροφορὶᾳ πίστεως, ἐρραντισμένοι τὰς κὰρδίας ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς· καὶ κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων». «Παροξυσμός;». Λέμε: «Αὐτὸς ἔχει παροξυσμὸ πυρετοῦ». Κάτι πολὺ θερμό. Ἐδῶ ἔχομε τὸν παροξυσμὸ τῆς ἀγάπης. Κάτι πολὺ ζεστό. Ἐκεῖ, στὴ θεία λατρεία.
Αὐτὸ καὶ τὸ σημαντικότατο: Προσφέρεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. Μόνον αὐτό, μόνον αὐτό, ἂν κατανοήσομε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κοινωνοῦμε, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τελεσιουργεῖται, θὰ πρέπει νὰ εἴμεθα ἱστάμενοι μετὰ φόβου καὶ τρόμου μέσα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ.
«Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς –λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος-, ἀδελφοὶ διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν- τὰ σώματά σας. Σὰν νὰ μπαίνει τὸ κάθε σῶμα ἐπάνω σὲ μία ἐσχάρα, προκειμένου νὰ θυσιασθεῖ.
Τὰ σώματα-ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν». Ὅταν ταυτόχρονα κι ἐγὼ ὁ ἴδιος προσφέρομαι, ὅπως προσφέρεται ὁ Χριστός, γιὰ τὴ σωτηρίαν τοῦ λαοῦ Του. Δηλαδὴ μία συμμετοχή, μία πραγματικὴ συμμετοχή. Ἂν μάθομε τί σημαίνει αὐτό, ὅτι ἔχομε πραγματικὰ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι εἰκονικά, ὄχι μεταφορικά, ὄχι συμβολικά, ἀλλὰ πραγματικά, τότε ὄντως συγκλονιζόμαστε.
Νὰ εὐχαριστοῦμε πάντα τὸν Ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν, πάντοτε, ὅταν κατανοοῦμε ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα. Νὰ εὐχαριστοῦμε ὅταν κοινωνοῦμε, προσέξτε, καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἡ ὁποία ἔδωσε τὸ σῶμα της στὸν Υἱόν της, τὸ ὁποῖο σῶμα κοινωνοῦμε ἐμεῖς.
Ἡ Παναγία Του τὸ ἔδωσε, Τοῦ τὸ ἐδάνεισε. Ἂς μὴν ἐξηγήσω πιὸ πολύ, γιατί τὸ ἐδάνεισε. Θὰ ἀργήσομε πολύ. Καὶ πρέπει λοιπὸν νὰ εὐχαριστήσομε καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Γι΄αυτό καὶ τὸ μυστήριον τῆς Θείας Κοινωνίας, λέγεται: «τὸ μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας».
Ἀγαπητοί, ἡ συναγωγὴ ποὺ ὁ Κύριος βρέθηκε, ὑπέστη μία βαθιὰ τομή. Ἐκεῖνοι ποὺ δέχτηκαν τὴν εὐεργεσία καὶ χάρηκαν μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἐκεῖνοι ποὺ φθόνησαν καὶ ἀντιστάθηκαν στὴν παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἔτσι πάντα γίνεται. Δυστυχῶς, ἔτσι πάντα γίνεται.
Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου δημιουργεῖ δύο στρατόπεδα. Τῶν δικῶν Του ἀνθρώπων καὶ τῶν ἐχθρῶν Του. Καὶ πολλὲς φορὲς συνυπάρχουν στὸν ἴδιο χῶρο τῆς λατρείας, μέσα στὸν ναό.
Γι΄αυτό «ὁ καιρός -λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στὴν Α΄του ἐπιστολή- τοῦ ἄρξασθαι τὸ κρῖμα ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ· εἰ δὲ πρῶτον ἀφ' ἡμῶν- ἐὰν ἀπὸ μᾶς ἀρχίζει-, τί τὸ τέλος τῶν ἀπειθούντων τῷ τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίῳ; -Τί θὰ γίνουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀπειθοῦν στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ; Ἂν ἀρχίζει τὸ κρῖμα, ἡ καταδίκη, ἀπὸ μᾶς;».
Ἔτσι, ἂς μάθομε, ἐπαναλαμβάνω, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι». Νὰ μάθομε. Εἴδατε; Νὰ μάθομε. Πῶς πρέπει νὰ συμπεριφερόμεθα μέσα εἰς τοὺς χώρους τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 695.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου