Ἄλλοτε καὶ τώρα...Χριστουγεννιάτικη ἱστορία
Γαλάτειας Γρηγοριάδου Σουρέλη
Σὰν ἤμουνα παιδὶ ὀνειρευόμουνα, ξύπνια καὶ κοιμισμένη, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Πρωτοχρονιά, ὁλόκληρη ἡ χρονιά, νόμιζε κανένας εἶχε συμπτυχθεῖ τὸ ἐνδιαφέρον σὲ ἐκεῖνο τὸ μαγευτικὸ δεκαπενθήμερο τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ὁ κόσμος δὲ ζοῦσε στὴ σημερινὴ καταναλωτικὴ κοινωνία. Ἦταν ἕνας κόσμος ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ πόλεμο, ζοῦσε ἕνα διχασμό, ἦταν φτωχός, φοβισμένος, πεινασμένος.
Δὲν ξέραμε τότε ἀπὸ γιορτὲς γενεθλίων, ἡ ζαχαρένια τούρτα καὶ τὰ κεράκια στὴ μέση ἦταν ἄγνωστα σὲ μᾶς. Τόπι καὶ βέβαια παίζαμε στὰ δρομάκια ποὺ ἦταν ἥσυχα, νοικοκυρεμένα, μὲ τὶς αὐλὲς καὶ τὰ δεντράκια, δὲν περνοῦσαν παρὰ ποὺ καὶ ποὺ αὐτοκίνητα. Δὲν κινδυνεύαμε λοιπόν. Παίζαμε βέβαια τόπι, ἀλλὰ τὸ φτιάχναμε ἐμεῖς ἀπὸ παλιοκούρελα.
Τὸ σφιχτοδέναμε μὲ χοντρὸ σπάγγο καὶ φάνταζε στὰ μάτια μας τόσο, ποὺ καμμιὰ μπάλλα δερμάτινη δὲν φαντάζει στὰ μάτια τῶν χορτασμένων μπουχτισμένων παιδιῶν του σήμερα.
Καὶ βέβαια εἴχαμε κοῦκλες. Κοῦκλες, πάλι, ἀπὸ παλιόπανα. Κοῦκλες ποὺ κάποια γιαγιά μας εἶχε φτιάξει. Γιατί, θεέ μου, εἴχαμε τότε καὶ γιαγιάδες! Γιαγιάδες ποὺ μᾶς κανάκευαν, μᾶς πρόσεχαν, μᾶς ἔφτιαχναν φανταχτερὰ παιχνίδια καὶ μᾶς ἔλεγαν παραμύθια.
Καὶ βέβαια εὔκολο ἤτανε μὲ δυὸ καλάμια νὰ κάνουμε τσιλίκι, μὲ μιὰ κιμωλία τριμμένη νὰ φτιάξουμε τετράγωνα στὸν ἴσιο δρόμο καὶ νὰ παίξουμε κουτσό, ἕνα σχοινὶ μπουγάδας βρισκότανε γιὰ νὰ τὸ στριφογυρίζουμε καὶ νὰ τὸ πηδᾶμε.
Αὐτὰ ἦταν τὰ καθημερινά μας παιχνίδια. Γιατί ὁ ἀγαπημένος μας Ἅγιος τῶν παιδιῶν, ὁ Ἅγιος ὁ μοναδικὸς Ἅγιος Βασίλης θὰ ἔφερνε τὸ "ἔξτρα" νὰ ποῦμε τὸ ὀνειρεμένο, τὸ φανταστικό, τὸ δῶρο τὸ δικό του. Ὅταν βλέπαμε ἕνα κουρντιστὸ τραινάκι -ποῦ τότε τὰ ἠλεκτρονικά!- μιὰ πολύχρωμη σβούρα, μιὰ πραγματικὴ κούκλα στὸ μεγάλο μαγαζὶ καὶ θερμοπαρακαλούσαμε νὰ μᾶς τὰ ἀγοράσουν, ἔλεγαν οἱ μεγάλοι "Ὑπομονή, θά 'ρθοῦνε οἱ γιορτές".
Ἀναστενάζαμε, μετρούσαμε τοὺς μῆνες, πόσοι μᾶς μένουν μέχρι τότε.
Λοιπὸν σὰν ἤμουν παιδὶ ὀνειρευόμουνα ξύπνια καὶ κοιμισμένη τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Πρωτοχρονιά.
Ἡ ἀτμόσφαιρα στὸ σπίτι εἶχε τώρα ἀλλάξει. Ἀσπρίσματα, καθαρίσματα, γλυκὰ φτιαγμένα ἀπὸ τὴ μητέρα, κουραμπιέδες μὲ τὸ ἀμύγδαλο ποὺ σπάζαμε ἐμεῖς τὰ παιδιά, μελομακάρονα ποὺ μπροστὰ στὰ μάτια μᾶς πέφταν στὸ πετιμέζι, μυρουδιές...
Μυρουδιὲς καὶ ἀναμονή. Νηστεύαμε, δὲν τρώγαμε ἀπὸ τὰ γλυκὰ ποὺ ἑτοιμάζονταν. Ἀναμονὴ καὶ παραμύθι.
Γιατί ἡ γιαγιὰ σὰν παραμύθι μας μίλαγε γιὰ τὰ Χριστούγεννα.
Κι ἦταν μιὰ σκάλα. Κι ἐπάνω στὴ σκάλα ἀνεβοκατέβαιναν Ἄγγελοι. Μεγάλοι Ἄγγελοι μ' ἀσημένια φτερά, μικροὶ Ἄγγελοι, μὲ μαλλιὰ σγουρὰ μεταξένια.
Κοιτάζαμε τὸ μικρὸ ἀδελφάκι μας, ἔτσι εἶχε τὰ μαλλιά του σγουρὰ καὶ μεταξένια. Λὲς νὰ ἦταν ἕνας τοσοδούλης ἄγγελος. Καὶ τρά-γουδούσανε καὶ ψέλνανε οἱ Ἄγγελοι, συνέχιζε ἡ γιαγιὰ καθὼς πασπάλιζε μὲ ἄχνη ζάχαρη τοὺς κουραμπιέδες.
Τί ψέλνανε γιαγιά; ρωτούσαμε.
Τὸ "ἐπὶ γῆς εἰρήνη", μᾶς ἐξηγοῦσε ἡ γιαγιά.
Δηλαδή ;
Νά, πὼς ἔφερε ὁ μικρὸς Χριστούλης τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο, ἐξηγοῦσε ἡ γιαγιά.
Αὐτὴ τὴ σκάλα τῶν Ἀγγέλων ὀνειρευόμουνα, κι ἄκουγα ὁλοκάθαρα στ' αὐτιά μου τὸ τραγούδι τῆς εἰρήνης ποὺ ἔλεγαν οἱ Ἄγγελοι.
Καὶ τὸ ἄλλο μᾶς ἔλεγε ἡ γιαγιά :
Ὁ Ἅγιος Βασίλης δουλεύει ὅλη τὴ χρονιὰ μὲ τοὺς μαστόρους του. Νύχτα-μέρα δουλεύει. Φτιάχνει παιχνίδια γιὰ νὰ τὰ δώσει στὰ παιδιά. Κι ὅταν κοντεύουν οἱ μέρες, τὰ φορτώνει στὸ ἕλκηθρο του, βάζει βαθιά-βαθιὰ τὸ κόκκινο σκουφί του, φοράει τὰ μεγάλα καὶ ζεστά του γάντια, τὶς μαῦρες γούνινες μπότες του καὶ ξεκινάει. Τάραντοι δώδεκα καὶ δώδεκα κι ἄλλοι δώδεκα σέρνουν τὸ βαρυφορτωμένο ἕλκηθρο του.
Φτιάχνει καὶ τὴ δική μου κούκλα ; Αὐτὴ ποὺ θέλω, ποὺ περπατάει καὶ μιλάει ; ρώτησα, θυμᾶμαι, μαγεμένη.
Δὲν ξέρω ἂν θὰ μιλάει ἢ θὰ περπατάει, μὰ σίγουρα σοῦ ἑτοιμάζει τὴν κούκλα σου, εἶπε μὲ ἀπόφαση στὸ τέλος.
Θυμᾶμαι καὶ νοσταλγῶ. Σήμερα δὲν ὑπάρχουν πιὰ γιαγιάδες αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Οἱ γιαγιάδες δὲν μένουν μαζί μας, εἶναι μοντέρνες γιαγιάδες, ποὺ δὲν ξέρουν νὰ μιλοῦν γιὰ τὰ Χριστούγεννα, γιὰ τὸν Ἄη Βασίλη.
Σὲ πολλὰ σπίτια δὲν κάνουνε πιὰ γλυκά. Τί νὰ τὰ κάνεις; Φασαρία εἶναι. Παίρνεις ἕνα-δυὸ κιλὰ ἀπ' τὸ ζαχαροπλαστεῖο, ξεμπερδεύεις, στοὺς δρόμους κυκλοφοροῦν πάρα πολλὰ αὐτοκίνητα, τὰ παιδιὰ δὲν παίζουν. Βουβά, βλέπουν τηλεόραση.
Τὰ φύλλα τῶν ἐφημερίδων μιλοῦν γιὰ Χριστούγεννα, ἄδεια ἀπὸ Χριστό. Ἡ τηλεόραση ἔχει χορευτικὰ σώου καὶ ἀνόητα νούμερα. Τὶς γιορτινὲς μέρες δὲν τὶς λένε κἂν χριστουγεννιάτικες. Ἡ οἰκογένεια χωρίζει, δὲ σμίγει. Οἱ γονεῖς πᾶνε ἐκδρομή. Τὰ μεγάλα παιδιὰ πᾶνε σὲ "χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν".
Τὸ λινὸ τραπεζομάντηλο ποὺ ἔστρωνε ἡ μάνα μου αὐτὴ τὴ μέρα μένει σὰν ἀντίκα στὸ συρτάρι. Καὶ ἡ "εἰρήνη", μιὰ λέξη-καραμέλα, βρίσκεται ξεκομμένη ἀπὸ τὸν χορηγό της.
Σέρνεται στοὺς δρόμους, γράφεται σὲ πλακάτ, γίνεται σύνθημα, γίνεται τὸ "ἀπολεσθὲν" ἀντικείμενο, γίνεται ἡ παραστρατημένη κόρη, ἡ χωρὶς γονιούς, τὸ ἔκθετο. Καὶ ὁ "εὑρὼν ἀμοιφθήσεται!"
Καὶ ὁ Ἄη Βασίλης ;
Ἐκεῖνος ἐξακολουθεῖ ὅλη τὴ χρονιὰ νὰ φτιάχνει δῶρα. Δῶρα ὅμως περίεργα. Δηλαδή, ἂν κρίνεις ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γέμισαν τὴν ἀγορὰ καὶ τὶς βιτρίνες, ὁ Ἅγιος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσφορᾶς ἔγινε, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, πολεμοκάπηλος.
Κατασκευάζει τάνκς, στρατιωτάκια, πυραύλους, πιστόλια. Τὰ πολεμικὰ παιχνίδια τὰ χρεώνουμε στὸν Ἄη Βασίλη κι αὐτὸς θαρθεῖ τὸ τελευταῖο βράδυ τοῦ χρόνου, θὰ φιλήσει τὸ κάθε παιδὶ καὶ θὰ τοῦ ψιθυρίσει:
Καλὴ χρονιά, παιδί μου! Ἡ ἀτομικὴ βόμβα ποὺ βλέπεις εἶναι δική σου.
Λοιπόν, σὰν ἤμουνα παιδί, ὀνειρευόμουνα, ξύπνια καὶ κοιμισμένη, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Πρωτοχρονιά.
Τώρα θέλω νὰ κλείνω τὰ μάτια μου καὶ νὰ ὀνειρεύομαι πὼς ἔπαιζα μὲ κείνη τὴν πάνινη μπάλα μου, πὼς γύριζα γιὰ νὰ δῶ τὸ σωρὸ μὲ τοὺς ἄσπρους κουραμπιέδες, νὰ μυρίσω τις εὐωδιὲς ποὺ πλημμυρίζουν ὅλα τὰ μέρη τοῦ σπιτιοῦ, ν' ἀκούσω τὴ γιαγιά:
Κι ἦταν μιὰ σκάλα. Μιὰ χρυσῆ, ὁλόχρυση σκάλα. Κι ἐπάνω τῆς ἀνεβοκατέβαιναν Ἄγγελοι μ' ἀσημένια φτερά.
Χριστούγεννα μὲ Χριστὸ ποθῶ τώρα νὰ βρῶ μέσα στὰ ὄνειρα μου. Καὶ τὸν Ἄη Βασίλη νὰ ἑτοιμάζει γιὰ μένα μιὰ κούκλα.
Νὰ μὴ μιλᾶ, νὰ μὴν περπατᾶ, δὲν πειράζει. Μιὰ κούκλα ποὺ θὰ χαμογελάει. Μιὰ κούκλα χωρὶς τὸ κομμωτήριο της ἢ τόν... φίλο της.
Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου