Λόγος κατὰ τὴν Ἀγρυπνίαν ἐπὶ τῇ ἱερὰ μνήμῃ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Διονυσίου Ἐπισκόπου Ζακύνθου τοῦ θαυματουργοῦ (16/17-12-2003)
Ἱερὰ Μονή Ἀσωμάτων Πετράκη
Λιπῶν τα τῆς γῆς, νῦν κατοικεῖ ἐν πόλῳ,
Κλέος Ζακύνθου Διονύσιος ὁ νέος.
Κλέος Ζακύνθου Διονύσιος ὁ νέος.
Σεβαστοὶ Πατέρες, ἀγαπητοὶ Ἀδελφοί.
Χαρὰ ἀνεκλάλητο ἔχει σήμερα ἡ Ἁγιώτατη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τιμῶντας τὴ μνήμη τοῦ Ἱεράρχου διαπρεποῦς, γνήσιας εἰκόνος τοῦ Ἀρχιεποίμενος Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔζησε καὶ σὲ χρόνους ποὺ δὲν ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τοὺς δικούς μας.
Πράγματι, ὁ Ἅγιος μόλις πρὶν 379 ἔτη, τὸ 1624, ἐκοιμήθη μεταβαίνων ἀπὸ τῶν ἐπίγειων εἰς τὰ οὐράνια, ἐκ τῶν πρόσκαιρων εἰς τὰ αἰώνια.
Ἄφησε μάλιστα φήμη Ὁσίου ἀνθρώπου μὲ τὰ ἀναρίθμητα περιστατικὰ συμμορφώσεως τοῦ εἰς τὶς εὐαγγελικὲς ἐπιταγές, τὰ ὁποῖα κοσμοῦν τὴν ἐπὶ γῆς ἅγια ζωή του.
Εἶναι δὲ τόσα πολλὰ καὶ σπουδαῖα, ὥστε νὰ διστάζουμε νὰ ἐπιλέξουμε κάποιο ἀπὸ αὐτὰ πρὸς πλατύτερη ἀνάπτυξη, ἀποσιωπῶντας τὰ ὑπόλοιπα. Ὅμως, ἐπειδὴ λόγῳ στενότητος χρόνου δὲν δυνάμεθα νὰ τὰ ἀναπτύξουμε ὅλα καὶ στὴν πληρότητα τους, αἰτούμενοι διὰ τοῦτο την συγνώμη τοῦ Ἁγίου, περιοριζόμεθα μόνον εἰς τὸ νὰ ἀναφέρουμε τὰ ἑξῆς:
Ὁ κάθε ἄνθρωπος κατὰ τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ πορεία πολεμάται ἀπὸ τρεῖς θανατηφόρους ἐχθροὺς τὴ Σάρκα, τὸν Κόσμο καὶ τὸ Διάβολο.
Ὅποιος ἀναδειχθεῖ νικητὴς καὶ τῶν τριῶν εἶναι γνήσιος στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστός, ἄνδρας τέλειος εἰς μέτρον ἡλικίας, εἰς τὸν ὁποῖον ἐγκατοικεὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ὁ Ἅγιος Διονύσιος τέτοιος ἐπόθησε νὰ γίνει.
Ἔτσι, ἂν καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια, θεώρησε τὴν πᾶσαν ἀπόλαυση τῆς παρούσης ζωῆς ὡς σκύβαλα καὶ «γενναίως κατεφρόνησε γονέων ἀγάπην, πλούτου ὄγκον, γένους περιφάνειαν, ἀξιωμάτων τιμᾶς καὶ δόξας καὶ πᾶσαν ἄλλη σαρκὸς ἀρεσκείαν καὶ ἡδυπάθειαν».
Ἔσπευσε νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ Μονὴ δοκιμασμένη καὶ ἀποδεδειγμένως ἱερὰ μάνδρα, διάσημη γιὰ τοὺς πνευματικοὺς μοναχούς της, τὴν Ἱερὰ Μονὴ Στροφάδων. Κι ἐκεῖ ὡς δόκιμος ἀρχικῶς, μετέπειτα δὲ ὡς Μοναχὸς προσπάθησε νὰ ὑπερβεῖ τοὺς Πατέρες τῆς Μονῆς εἰς τὴν ἀγρυπνία, τὴν ἀνάγνωση πνευματικῶν βιβλίων, τὴν προσευχή, τὴ νηστεία καὶ τὰ ἄλλα τοῦ ἀγγελομίμητου βίου.
Ἔγινε δὲ γρήγορα ὀνομαστὸς γιὰ τὸ ἀδιάπτωτο ἀγωνιστικὸ φρόνημά του καὶ τὴ μεγάλη του ταπείνωση. Ἔτσι, οἱ Προεστοὶ τῆς Μονῆς ἐκείνης εὐκόλως ἀπεφάσισαν τὴν προαγωγή του εἰς τὰς τάξεις τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, ὥστε ὡς ἄλλος Μελχισεδὲκ νὰ προσφέρει «ἱλαστηρίους εὐχὰς» καὶ τὴν ἀναίμακτον ἱερουργία.
Ὅταν κάποτε ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς προσκύνησιν τῶν Ἁγίων Τόπων «οὐ ἔστησαν οἱ πόδες τοῦ Κυρίου», διῆλθε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ἐπεσκέφθη κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη τὸν τότε Μητροπολίτη. Ὁ δὲ Δημιουργὸς τοῦ παντὸς καὶ Κύριος τοῦ ἐλέους ἐφώτισε τὴν διάνοια τοῦ συνετοῦ ἐκείνου Ἱεράρχου καὶ ἐπίεσε τὸν Διονύσιο νὰ δεχθεῖ την διαποίμανση τῆς Ἐπισκοπῆς Αἰγίνης, ἡ ὁποία τότε ἐχήρευε.
Βεβαίως, ὁ Διονύσιος ὄρθωσε τεῖχος ἀπροσπέλαστο τὴν ταπείνωση του, ἐπικαλούμενος τὴν ἀναξιότητά του. Ὅμως, οἱ πιέσεις ποὺ ἀσκήθηκαν ἦσαν τόσο ἀσφυκτικὲς ὥστε ὁ Διονύσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ὑποχωρήσει πειθόμενος ὅτι ἔτσι κάνει ὑπακοὴ εἰς τὸ θεῖο θέλημα.
Ἐχειροτονήθη μάλιστα εἰς τὸ Ἱερὸ Παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, τὸ ὁποῖο μέχρι σήμερα σώζεται δίπλα ἀπὸ τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἀθηνῶν.
Ὅμως, οὔτε ἡ ἐξουσία, οὔτε ἡ αἴγλη τοῦ Ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ ἐθάμβωσαν τὸν ταπεινὸ νοῦ τοῦ Διονυσίου. Ἐκεῖνος ἦταν μονίμως αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ τὰ θέλγητρα τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καὶ τῆς μοναχικῆς τάξεως τὴν ὁποία συνεχῶς ἐπεδίωκε.
Ἔτσι, μόλις ἐτακτοποίησε κάποια σοβαρὰ προβλήματα τῆς Ἐπισκοπῆς του, ἔσπευσε νὰ ἀναζητήσει τὸν κατάλληλο διάδοχό του καὶ ἀνεχώρησε ἐπιστρέφοντας εἰς τὴν πατρίδα του Ζάκυνθο, προκειμένου νὰ συνεχίσει τὴν ὁσιακὴ βιοτή του εἰς τὴν ἀγαπημένη του Μονή των Στροφάδων.
Ὅμως, καὶ πάλι «ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει». Ἐπιστρέφοντας εἰς τὴν πατρίδα του, εὑρίσκει τὴν Ἐπισκοπὴ Ζακύνθου χηρεύουσα καὶ τὰ προβλήματα νὰ σωρεύονται. Εὐγνώμονες οἱ Ζακυνθινοὶ πρὸς τὸ Θεὸ γιὰ τὸ ἀναπάντεχο δῶρο νὰ τοὺς στείλει σὲ κρίσιμη ὥρα τὸν ἐνάρετο συμπατριώτη τους καὶ μάλιστα χειροτονημένο Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, σπεύδουν νὰ τοῦ ζητήσουν νὰ ἀναλάβει τὴ διαποίμανση τῆς Ἐπισκοπῆς Ζακύνθου.
Ὁ Ἅγιος ὅμως, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπιστρέψει εἰς τὴν Ζάκυνθο μὲ μόνο σκοπὸ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν θεωρητικὴ βίωση τῆς μοναδικῆς πολιτείας, ἀρνιόταν ἐπιμόνως. Ἔτσι, προκειμένου νὰ εὑρεθεῖ λύση, οἱ Ζακυνθινοὶ συμφώνησαν καὶ τὸ Πατριαρχεῖο συγκατατέθηκε νὰ ἀναλάβει ὁ Διονύσιος τὴν Ἐπισκοπὴ Ζακύνθου ἐπιτροπικώς, δηλαδὴ νὰ ἐκτελεῖ χρέη Ἐπισκόπου Ζακύνθου μέχρι τὴν ἐκλογὴ τοῦ καταλλήλου εἰς τὴν Ἐπισκοπὴ αὐτήν.
Μετὰ δὲ τὴν ἐκλογὴ νέου Ἐπισκόπου, ὁ Διονύσιος ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπονομαζομένης Ἀναφωνήτριας. Τὸ ἔκανε δὲ αὐτὸ διότι τὸ Μοναστήρι αὐτὸ εὑρίσκεται εἰς ὑψηλὸ καὶ δύσβατο ὅρος τῆς Ζακύνθου, ὅπου λόγῳ τῆς τραχύτητος τοῦ δρόμου ἀποθαρρύνονταν οἱ πολλοὶ καὶ δὲν ἀνέβαιναν.
Ἔτσι, μὲ μοναδικὸ κριτήριο τὴ διασφάλιση τῆς τόσο ποθητῆς του ἡσυχίας ὁ Ἅγιος ἀνέβηκε εἰς τὴν νέα τοῦ πνευματικὴ παλαίστρα ὅπου κυριολεκτικῶς ἐλησμόνησε τὰ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ ἐπιδιδόμενος εἰς τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή.
Ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς ζωῆς του προέρχονται καὶ τὰ περισσότερα θαύματά του, τὰ ὁποῖα τὸν κατέστησαν διάσημο εἰς τοὺς κόλπους τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματος καὶ τὸν ἀνέδειξαν ταχὺ ἀντιλήπτορα καὶ πρεσβευτὴ πρὸς Κύριον θερμόν, τόσο ἐν ζωῇ, ὅσον καὶ μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του.
Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴν παρουσιάζεται ἀνάγλυφος ἡ σμιλεμένη εἰς τὴν ψυχή του ἀρετὴ καὶ ἀναδεικνύεται ὁ Ἅγιος κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ περίοδος κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος συγχωρεῖ τὸν ἴδιο τὸ φονέα τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τὸν φυγαδεύει προκειμένου νὰ γλυτώσει τὸν βέβαιο θάνατο ἀπὸ τὸ ἀπόσπασμα ποὺ τὸν καταδίωκε.
Εἶναι ἡ περίοδος κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος λύοντας ἀπὸ τὸν δεσμὸ τοῦ ἀφορισμοῦ τυμπανιαῖο πτῶμα γυναικὸς κεκοιμημένης ἀπὸ ἐτῶν, ἐπιτυγχάνει τὴν παραχρῆμα διάλυσή του καὶ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς της.
Εἶναι ἡ περίοδος κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος ἀποκτῶντας τὸ διορατικὸ χάρισμα ἀναδεικνύεται εἰς ἀπλανῆ πνευματικὸ πατέρα καὶ διακριτικὸ ἐξομολόγο, προλαμβάνοντας τοὺς ἐξομολογουμένους καὶ ἀνακοινώνοντας αὐτὸς πρῶτος τὰ κρίματά τους, ὥστε νὰ τοὺς ὁδηγήσει εἰς συναίσθησιν καὶ μεγαλυτέρα μετάνοια.
Εἰς τὴν Ἱερὰν τέλος μονὴ τῆς Παναγίας της Ἀναφωνητρίας παρέδωκε εἰς Κύριον τὸ πνεῦμα του προγνωρίζοντας τὸ θανατό του καὶ ἀνακοινώνοντας τον, εἰς τοὺς Πατέρες τῆς Μονῆς δίδων καὶ λαμβάνων συγχώρησιν ἀπὸ ὅλους.
Ἦταν ἡ 17η Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1624, ὅταν τὸ θλιβερὸ ἄγγελμα διεδόθη ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς νήσου Ζακύνθου καὶ γοερὸς θρῆνος τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀνεβιβάζετο εἰς τὸν θρόνο τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ Πατρός, τοῦ Διδασκάλου, τοῦ τροφέως τῶν πτωχῶν, τοῦ προστάτου τῶν χήρων καὶ τῶν ὀρφανῶν, γενικῶς τοῦ εὐεργέτου τῶν πάντων. Τὸ σεβάσμιο λείψανό του κατετέθη ἐντὸς τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου εἰς τὴν Ἱερὰ Μονὴ Στροφάδων, ὅπου ὁ Ἅγιος εἶχε δεχθεῖ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ τὴν ὁποίαν τόσο πολὺ εἶχεν ἀγαπήσει.
Ὅμως, «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσιν». Δὲν παρῆλθαν πολλὰ ἔτη καὶ ὁ Ἅγιος ἐφάνη εἰς τὸν Ἡγούμενο καὶ τοὺς Ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς λέγων: «τί μὲ κρατεῖτε ἐδῶ εἰς τὸν τάφο κεκλεισμένο; Ἐκβάλλετε μὲ ἔξω».
Πράγματι ὁ Ἡγούμενος καὶ οἱ Πατέρες ἔσπευσαν νὰ κάμουν τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων, ὁπότε ἔκθαμβοι ἀνακάλυψαν ὅτι τὸ Ἱερὸ σκήνωμα δὲν εἶχε ἀποσυντεθεῖ, ἀλλὰ ἦταν ὁλόσωμο ἐνδεδυμένο τὴν Ἀρχιερατικὴ στολὴ μὲ τὴν ὁποία εἶχε ταφεῖ. Ἀποπνέον ἄρρητο εὐωδία.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἐως τὶς μέρες μας, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἀποτελεῖ τὴν ζῶσα ἀπόδειξη τῆς ἀληθοῦς Πίστεως τῶν εὐσεβῶν καὶ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Τὸ ἄφθαρτο λείψανό του εἶναι σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία, ἐνῷ πλῆθος πιστοὶ καταφεύγουν εἰς τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ λάβουν τὸ αἴτημα τῆς καρδίας τους.
Ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον ὁ Ἅγιος ἐξακολουθεῖ νὰ διδάσκει, ὄχι μόνον μὲ ὅσα ἐν ζωῇ ἔπραξε, ἀλλὰ καὶ μὲ παράδειγμα μοναδικό, διαρκὲς καὶ ἀναμφισβήτητο μέχρι σήμερα.
Ἀγάπησε ὁ Ἅγιος τὴ Χριστομίμητο Ταπείνωση καὶ τὴν ἔκανε κτῆμα τῆς ψυχῆς του πολύτιμο. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ταπείνωση τὸν συνοδεύει ἐως τώρα καὶ ὁ ἴδιος τῆς ταπεινώσεως αὐτῆς γίνεται κῆρυξ διαπρύσιος.
Πῶς; Ἐὰν κανεὶς ἐπισκεφθεῖ τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ προσέλθει νὰ προσκυνήσει τὸ σεπτὸ λείψανό του, θὰ παρατηρήσει ὅτι εἶναι μὲν ἐνδεδυμένο Ἀρχιερατικὴ Στολή, ὅμως, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἀντὶ τῆς Δεσποτικῆς Μίτρας φέρει ἁπλοῦν καλυμμαύχιο μετὰ ἐπανωκαλυμμαύχου.
Πολλὲς δὲ φορὲς ἐπεχείρησαν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς του νὰ ἀφαιρέσουν τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο καὶ νὰ τοποθετήσουν μίτρα, ὁ Ἅγιος ὅμως, δὲν συγκατετέθη ποτὲ καὶ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κεφάλι του.
Μία μάλιστα φορὰ κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπίεσαν πολὺ οἱ Πατέρες τὰ πράγματα καὶ μετὰ δυνάμεως πολλῆς καὶ βίας ἐπιχειροῦσαν νὰ ἀφαιρέσουν τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο γιὰ νὰ τοποθετήσουν μίτρα, ὁ Ἅγιος ἐπέτρεψε καὶ ἐσχίσθη λίγο τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς του εἰς τὸ μέτωπο καὶ ἀμέσως ἔτρεξε αἷμα ζεστό, ὁπότε καὶ οἱ Πατέρες βλέποντας τὸ θαῦμα αὐτὸ φοβήθηκαν καὶ ζητῶντας τὴ συγνώμη τοῦ Ἁγίου τὸν ἄφησαν εἰς τὴν ἡσυχία του, νὰ φέρει ἐπανωκαλύμμαυχο, ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ὁ Ἅγιος προέκρινε καὶ προέβλεπε τὴν μοναχική του ἰδιότητα, μιὰ ποὺ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του τὸ μοναχικό του φρόνημα, ἦταν αὐτὸ ποὺ ἐπεβάλλετο εἰς τὴν κάθε ἀπόφαση του, τὴν κάθε του κίνηση, τὴν κάθε του φράση.
Ἀδελφοί μου.
Ἐὰν θέλουμε νὰ διδαχθοῦμε κάτι ἀπὸ τὸν σήμερον ἑορταζόμενον καὶ τιμώμενον Ἅγιον Διονύσιο, Ἐπίσκοπο Αἰγίνης καὶ πολιοῦχο Ζακύνθου, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἔκδηλη εἰς πᾶσα στιγμὴ τῆς ζωῆς του Χριστομίμητος, Ταπείνωση.
Εἶναι ἡ ἴδια ἀρετὴ ποὺ τὸ μετὰ ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες γεννώμενο νήπιο τῆς Βηθλεὲμ παρουσιάζει καὶ διδάσκει εἰς τὴν ἀνθρωπότητα.
Ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἀντιγράψουμε τὸν Ἅγιο καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὸ Χριστὸ καταστέλλοντας τὸ ὑψηλὸ φρόνημα μᾶς καὶ συνειδητοποιῶντας τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ οὐτιδανότητα μας. Ἀμήν.
Πηγή κειμένου monipetraki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου