Κατὰ Λουκᾶν, κεφάλαιο Β΄, ἐδάφια 20-21 καὶ 40-52
40 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτό.41 Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ᾿ ἔτος εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. 42 Καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς ῾Ιεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς 43 καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν ᾿Ιησοῦς ὁ παῖς ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω ᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ.
44 Νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τοῖς γνωστοῖς· 45 καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν.
46 Καὶ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· 47 Ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. 48 Καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; Ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε.
49 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; Οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; 50 Καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. 51 Καὶ κατέβη μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. Καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. 52 Καὶ ᾿Ιησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Παναγιώτη Τρεμπέλα
΄ 20 Καὶ οἱ ποιμένες γύρισαν πίσω στὸ ποίμνιό τους καὶ δόξαζαν καὶ ὑμνολογούσαν τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα ἄκουσαν ἀπὸ τὸν ἄγγελο καὶ εἶδαν τὰ μάτια τους ὅταν πῆγαν στὴ Βηθλεέμ, καὶ τὰ ὁποῖα ἦταν ἀκριβῶς ὅπως τοὺς τὰ εἶπε ὁ ἄγγελος. 21 Καὶ ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ὀκτὼ ἡμέρες γιὰ νὰ γίνει στὸ παιδὶ ἡ περιτομή, τοῦ ἔκαναν περιτομή, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ καὶ μὲ τὴν πράξη αὐτὴ ὅτι ἦταν γνήσιος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, ὅπως δηλαδὴ τὸ εἶχε ὀνομάσει ὁ ἄγγελος προτοῦ ἀκόμα συλληφθεῖ τὸ παιδὶ στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του.
40 Τὸ παιδὶ στὸ μεταξὺ μεγάλωνε στὸ σῶμα. Καὶ ἡ θεότητα, μὲ τὴν ὁποία ἦταν ἑνωμένο, ἐνίσχυε τὶς διανοητικὲς καὶ πνευματικές του δυνάμεις.
Καὶ καθὼς ἡ ἡλικία του προχωροῦσε, ἐκδήλωνε σταδιακὰ τὴν σοφία ποὺ σὲ τέλειο βαθμὸ τοῦ εἶχε μεταδώσει ἐξ ἀρχῆς ἡ θεία Τοῦ φύση.
Καὶ ἦταν πάνω του ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τὸ ἐνίσχυε σὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὸ φύλαγε ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, διευθύνοντας τὴν ὁμαλὴ καὶ ἀπρόσκοπτη ἀνάπτυξή του.
41 Κάθε χρόνο οἱ γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ὅπως ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλῖτες. 42 Ὅταν λοιπὸν τὸ παιδὶ ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, καὶ ἀνέβηκαν αὐτοὶ στὰ Ἱεροσόλυμα σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια ποὺ εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τὸ νόμο γιὰ τὴν ἑορτή, τὸ πῆραν κι αὐτὸ μαζί τους. 43 Καὶ ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τῆς παραμονῆς τους στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπέστρεφαν στὴν πατρίδα τους, ὁ μικρὸς Ἰησοῦς ἔμεινε πίσω στὴν Ἱερουσαλήμ. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἀντιλήφθηκαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ.
44 Κι ἐπειδὴ νόμισαν ὅτι αὐτὸς ἦταν στὸ καραβάνι τῶν προσκυνητῶν, προχώρησαν μιᾶς ἡμέρας δρόμο. Καὶ τὸ ἀπόγευμα ζητοῦσαν νὰ τὸν βροῦν ἀνάμεσα στοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς γνωστούς τους. 45 Κι ἐπειδὴ δὲν τὸν βρῆκαν, γύρισαν πίσω στὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ στὸ δρόμο ζητοῦσαν νὰ τὸν βροῦν ρωτῶντας καὶ τοὺς προσκυνητὲς ποὺ συναντοῦσαν.
46 Ὅταν τελικὰ ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τότε ποὺ εἶχαν ἀναχωρήσει ἀπὸ ἐκεῖ χωρὶς τὸν Ἰησοῦ, τὸν βρῆκαν στὸν ἱερὸ περίβολο τοῦ Ναοῦ νὰ κάθεται ἀνάμεσα στοὺς διδασκάλους, καὶ νὰ τοὺς ἀκούει καὶ νὰ τοὺς ρωτᾶ γιὰ σπουδαῖα ζητήματα, ἀσυνήθιστα γιὰ τὴν ἡλικία του. 47 Κι ὅλοι ὅσοι Τὸν ἄκουγαν ἀποροῦσαν καὶ θαύμαζαν γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ νοημοσύνη Του καὶ γιὰ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδινε.
48 Μόλις Τὸν εἶδαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία, καταλήφθηκαν ἀπὸ ἔκπληξη, διότι γιὰ πρώτη φορὰ ὁ μικρὸς Ἰησοῦς φαινόταν νὰ μὴ σκέπτεται τὴν ἀνησυχία ποὺ θὰ τοὺς προκαλοῦσε ἡ καθυστέρηση αὐτή. Καὶ ἡ μητέρα τοῦ τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, γιατί μᾶς τὸ ἔκανες αὐτὸ ἔτσι κι ἔμεινες πίσω; Ἰδού, ὁ πατέρας σου κι ἐγὼ μὲ πόνο καὶ λαχτάρα σὲ ζητούσαμε».
49 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τους εἶπε: «Γιατί ζητούσατε νὰ μὲ βρεῖτε; Δὲν ξέρατε ὅτι πρέπει νὰ βρίσκομαι στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα μου; Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἀνησυχεῖτε, οὔτε ὑπῆρχε λόγος νὰ μὲ ἀναζητεῖτε νομίζοντας ὅτι χάθηκα». 50 Αὐτοὶ ὅμως δὲν κατάλαβαν τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ τοὺς εἶπε, διότι δὲν ἤξεραν ἀκόμη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε καὶ τὴ θεία φύση καὶ ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς δικαιοῦνταν νὰ ὀνομάσει τὸν ναὸ πατρικὴ κατοικία Του.
51 Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς κατέβηκε μαζί τους ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθε στὴ Ναζαρέτ. Καὶ ἐξακολουθοῦσε ὡς ὑπάκουο παιδὶ νὰ ὑποτάσσεται σὲ αὐτούς. Ἡ μητέρα Τοῦ μάλιστα διατηροῦσε τὰ λόγια καὶ τὰ γεγονότα αὐτὰ στὴ μνήμη της, βαθιὰ χαραγμένα στὴν καρδιά της.
52 Καὶ ὁ Ἰησοῦς βαθμιαῖα καὶ προοδευτικὰ ἐκδήλωνε τὴν θεία σοφία ποὺ ἐξ ἀρχῆς εἶχε. Ἐπίσης ἀναπτυσσόταν καὶ σωματικά. Καὶ σταδιακὰ ἀπεκάλυπτε τὴν χάρη ποὺ Τοῦ εἶχε δώσει ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐκδήλωνε τὴν εὔνοιά Του σὲ Αὐτόν. Κατὰ τὸ μέτρο δηλαδὴ τῆς σωματικῆς αὐξήσεως καὶ ἀναπτύξεώς Του ἀπεκάλυπτε περισσότερο τὴν ἐνίσχυση καὶ τὴν εὐλογία ποὺ ὁ Θεὸς ἐξέχυνε πάνω στὴν ἀνθρώπινη φύση Τοῦ ἤδη ἀπὸ τὴ σύλληψή Του. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔβρισκαν σὲ Αὐτὸν ὁλοένα καὶ περισσότερο ἔκτακτα καὶ ἀσυνήθιστα χαρίσματα σοφίας, καλοσύνης καὶ ἀρετῆς.
Ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου