Ἀμβροσίου Μεδιολάνων, Ἀθηνοδώρου, Νεοφύτου, Δομετίου, τῶν Ἁγίων
Ἰσιδώρου, Ἀκεψιμᾶ καὶ Λέωντος, Ἀμμοῦν Ὁσίου, Γαΐου καὶ Γαϊανού, τῶν
Ἁγίων 300 Μαρτύρων, τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Μαρτύρων ποὺ κάηκαν ἐντὸς Ναοῦ,
τῶν Ἁγίων 2 Ἱερέων, τῶν Ἁγίων 60 Ἱερέων, τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξης Γυναίκας,
Ἰγνατίου Ὁσίου, Παύλου Ὑποτακτικοῦ, Πρίσκου, Μαρτίνου, Νικολάου,
Ἐγκαίνια Ναοῦ Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Γρηγορίου Ἠσυχαστοῦ, Ἰωάννη Νηστευτῆ,
Γερασίμου ἐξ Εὐρίπου, Τυχικοὺ Ἀποστόλου, Φιλοθέη Ἄρτζες Ρουμανίας, Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ὁ ὑμνογράφος
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων
Ὁ Ἀμβρόσιος, διακεκριμένος Ρωμαῖος πολίτης, γεννήθηκε περίπου τὸ 340 μ.Χ.
Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία καὶ νομικά. Στὰ Μεδιόλανα ἀσχολήθηκε μὲ τὸ
ἐπάγγελμα τοῦ δικαστή. Φύλασσε μὲ λόγια καὶ ἔργα τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπέδιδε
ἀντικειμενικὰ τὴν δικαιοσύνη , ἂν καὶ δὲν εἶχε βαπτισθεῖ ἀκόμα
χριστιανός. Ὅσον ἀφορὰ σ’ αὐτὸ ὅμως, ἀπαντᾶ ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς
Ἁγίας Γραφῆς:
«Ἀλλ’ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην
δεκτὸς αὐτῷ ἐστι». Δηλαδή, σὲ κάθε ἔθνος, ὅποιος σέβεται τὸν Θεὸ καὶ
πολιτεύεται στὴν ζωή του μὲ δικαιοσύνη, εἶναι δεκτὸς ἀπ’ Αὐτὸν καὶ εἶναι
δυνατὸν νὰ ἀρέσει σ’ Αὐτόν.
Καὶ πράγματι, ὁ Ἀμβρόσιος μὲ τὴν ζωή του ἄρεσε στὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ
τὸν ἀξίωσε νὰ βαπτισθεῖ χριστιανός, νὰ γίνει ἔπειτα ἀναγνώστης, καὶ ἀφοῦ
μέσα σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα πέρασε ὅλους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς
βαθμούς, μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ βασιλιὰ Οὐαλεντιανοῦ τοῦ Α’, χειροτονήθηκε
Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων.
Σὰν Ἐπίσκοπος, ὁ Ἀμβρόσιος ποίμανε ἄριστα τὸ
ποίμνιό του, ἀγωνίστηκε κατὰ τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ καὶ στὸν βασιλιὰ
Θεοδόσιο δὲν ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθει στὸ ναό, παρὰ μόνο ὅταν μετάνιωσε
εἰλικρινὰ γιὰ τοὺς φόνους ποὺ ἔκανε στὸν Ἱππόδρομο τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἀμβρόσιος κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 397 μ.Χ., σὲ ἡλικία 57 χρονῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος διδάσκαλος, καὶ ἱεράρχης σοφός, δογμάτων ἀκρίβειαν, μυσταγωγεῖς
τοὺς πιστούς, Ἀμβρόσιε Ὅσιε· λύεις αἱρετιζόντων, τὴν ἀχλὺν τοῖς σοῖς
λόγοις· φαίνεις τῆς εὐσεβείας, τὴν θεόσδοτον χάριν, ἐν ᾗ τοὺς σὲ
γεραίροντας, συντήρει ἀπήμονας.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασι περιαστράπτων, ὡς φωστὴρ ἐξέλαμψας, τῇ οἰκουμένῃ ἐκ
Δυσμῶν, καταφωτίζων τοὺς ψάλλοντας· χαίροις Πατέρων τὸ κλέος Ἀμβρόσιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερέων ἡ καλλονή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, στῦλος ὄντως ὁ θεαυγής·
χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστολέκτα, Ἀμβρόσιε τρισμάκαρ, Τριάδος
πρόμαχε.
Ὁ Ἅγιος Ἀθηνόδωρος ὁ Μάρτυρας
Ὑπερβολικὰ θαυμαστὴ ὑπῆρξε ἡ εὐψυχία, μὲ τὴν ὁποία ὑπέφερε φρικιαστικὰ μαρτύρια, ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀθηνόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία καὶ μαρτύρησε ὅταν
αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανὸς (290). Ἔτσι λοιπόν, στὴν ἀρχὴ τοῦ
ἔκαψαν τὶς σάρκες μὲ ἀναμμένες ἀπὸ ρητίνη λαμπάδες. Ἔπειτα, τοῦ ἔβαλαν
στὶς μασχάλες σιδερένιες πυρακτωμένες σφαῖρες. Καὶ στὴν συνέχεια τὸν
ξάπλωσαν σὲ χάλκινο πυρωμένο τάπητα.
Ἀλλὰ ἡ καρτερία ποὺ ἔδειξε σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια καὶ οἱ θερμὲς
προσευχές του πρὸς τὸν Ὕψιστο, τράβηξαν στὴν χριστιανικὴ πίστη πενήντα
εἰδωλολάτρες.
Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχή, ἀφοῦ προετοίμασε γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ ἄλλες ἐκλεκτὲς, διὰ τῆς ἀληθινῆς ἀρετῆς, ψυχές.
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.
Ὁ Ἅγιος Δομέτιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Ἰσίδωρος, Ἀκεψιμᾶς καὶ Λέων οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν «ὁ τῆς Νιτρίας»
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος Ἅγιος μὲ αὐτὸν τῆς 4ης Ὀκτωβρίου, ἀλλὰ αὐτὸς λέγεται «ὁ ἐν Νιτρίᾳ».
Κατ’ ἄλλα δὲ Μηνολόγια, ἀναφέρεται (ἐσφαλμένα) Ἐπίσκοπος Νιτρίας. Δηλαδή, τὰ λιγοστὰ βιογραφικά του στοιχεῖα δὲν εἶναι σαφή.
Οἱ Ἅγιοι Γάϊος καὶ Γαϊανὸς οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Οἱ Ἅγιοι 300 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴν Ἀφρικὴ
Μαρτύρησαν τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. στὰ χρόνια του βασιλιὰ Ζήνωνα.
Τότε στὴν Ἀφρικὴ δύο ἐπίσκοποι Μονοφυσίτες, ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Βαλινάρδης,
ἔπεισαν τὸν ἄρχοντα Ὀνώριχο, μονοφυσίτης καὶ αὐτός, νὰ κινήσει ἄγριο
καὶ φονικὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Οἱ ἐν λόγῳ λοιπὸν Μάρτυρες, καταγγέλθηκαν καὶ ἐπέμειναν στὴν ὀρθόδοξη
ὁμολογία καὶ ἔτσι ὅλοι πέθαναν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Μεταξὺ αὐτῶν, ἦταν
γέροντες, νέοι καὶ οἰκογενειάρχες, ἀλλὰ ὅλοι ὑπέστησαν τὸ μαρτύριο
γενναιότατα, ἀληθινοὶ ἥρωες τῆς θρησκείας τοῦ Σταυροῦ.
Οἱ Ἅγιοι Ὀρθόδοξοι Μάρτυρες ποὺ κάηκαν μέσα σὲ Ναό
Αὐτοὶ κάηκαν ζωντανοὶ ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς στὴν Καρχηδόνα, τὴν στιγμὴ ποὺ ἦταν συναθροισμένοι στὸ Ναὸ καὶ προσεύχονταν.
Οἱ Ἅγιοι δύο Μάρτυρες ἱερεῖς
Αὐτοὶ μαρτύρησαν στὴν Καρχηδόνα στὰ χρόνια του βασιλιὰ Ζήνωνα (474 – 476) καὶ ὅταν ἄρχοντας ἐκεῖ ἦταν ὁ Ὀνώριχος ὁ Ἀρειανός.
Ἀφοῦ τοὺς συνέλαβαν τοὺς θανάτωσαν μαρτυρικὰ μὲ πριόνισμα.
Οἱ Ἅγιοι 60 Μάρτυρες ἱερεῖς
Ἀφοῦ συνελήφθησαν μαζὶ μὲ τοὺς πιὸ πάνω Μάρτυρες, θανατώθηκαν, ἀφοῦ τοὺς ἔκοψαν τὶς γλῶσσες.
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Γυναίκα ἡ Μάρτυς
Κάηκε ζωντανὴ στὴν Ρώμη, ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ δεχτεῖ τὸν Ἀρειανισμὸ καὶ προτίμησε τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος
Αὐτὸς λέγεται ὅτι μόναζε σ’ ἕνα κελὶ κοντὰ στὶς Βλαχερνὲς καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ὑποτακτικὸς
Ἀπὸ ποῦ ἦταν καὶ ποῦ μόναζε, οἱ Συναξαριστὲς δὲν τὸ ἀναφέρουν. Ἀναφέρουν μόνο μερικὲς
παράδοξες θαυματουργίες του, ὅτι δηλαδὴ ἔβαλε τὸ χέρι του μέσα σὲ καυτὴ πίσσα χωρὶς νὰ καεῖ καὶ ἄλλα παρόμοια.
Ἀπὸ τὴν Μονή του, στὴν ὁποία εἶχε φήμη Ἁγίου καὶ Θαυματουργοῦ, ἀναχώρησε
στὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, πέρασε στὴν
Κύπρο, ὅπου ἀσκήτευε πάνω σ’ ἕνα βουνὸ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια. Ἐπειδὴ ὅμως
τὸν ἐνοχλοῦσαν οἱ προστρέχοντας σ’ αὐτόν, ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη
καί, ἀφοῦ ἀνέβηκε μὲ θεία προσταγὴ στὸ ὄρος Παρηγοριά, ἀπεβίωσε μετὰ ἀπὸ
μικρὸ χρονικὸ διάστημα.
Ὁ Ἅγιος Πρῖσκος ὁ Μάρτυρας
Γιὰ τὸν Μάρτυρα αὐτὸν σημειώνεται μόνο, ὅτι συμμαρτύρησε μαζὶ μὲ τοὺς
Μάρτυρες Μαρτῖνο καὶ Νικόλαο καὶ ὅτι πέθανε μαρτυρικὰ ἀπὸ στέρηση
τροφῆς.
Γίνεται δὲ καὶ τῶν τριῶν ἡ πανήγυρης κοντὰ στὸ τεῖχος τῶν Βλαχερνῶν.
Ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν κομμάτιασαν μὲ τσεκούρι.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Ἐγκαίνια Ναοῦ Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Κουράτορος
Ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἡσυχαστὴς
Ἔζησε στὰ μέσα του 14ου αἰώνα μ.Χ. καὶ ὑπῆρξε κτήτορας τῆς Μονῆς Ἁγίου
Νικολάου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Μονὴ Γρηγορίου, ἀπὸ τὸ
ὄνομα τοῦ κτήτορα. Ἔζησε ὁσιακὰ καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Ὁ ποιμενικὸς αὐλός.
Ὁ θεοειδὴς καὶ ἰσάγγελος βίος σου, τοῖς ἐν τῷ Ἄθῳ κανὼν ἐχρημάτισεν·ὡς
γὰρ καθάρας τὸν νοῦν δι’ ἀσκήσεως, τοῦ Παρακλήτου ἐδείχθης κειμήλιον.
Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἐγρήγορσιν ἀεί, πρὸς ζωῆς ἀναβάσεις, ποιούμενος σοφέ, τοὺς ὁσίους σου
πόνους, εἰς ὕψος ἀνέδραμες, ἀπαθείας Γρηγόριε· ὅθεν ἔλαμψας, τῶν ἀρετῶν
ταῖς ἀκτῖσι, καὶ κατηύγασας, τῶν Μοναστῶν τὰς χορείας, πιστῶς ἑπομένας
σοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἐγκρατείας ὑπογραμμός, καὶ τῆς ἀπαθείας, ἐνδιαίτημα ἀγλαόν·
χαίροις φοιτητῶν σου, ὁ γρήγορος προστάτης, Γρηγόριε θεόφρον, τοῦ Ἄθω
καύχημα.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ ἐξ Εὐρίπου (Εὐβοίας)
Ἱεραπόστολος τῆς Ἑλλάδας κατὰ τοὺς χρόνους τῆς φραγκοκρατίας (μέσα 13ου αἰώνα – περὶ τὸ 1320).
Γεννήθηκε στὴ νῆσο Εὔριπο (Εὔβοια) ἀπὸ πλούσιους καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Οἱ
γονεῖς τοῦ Γερασίμου κατάγονταν ἀπὸ τὴν δυτικὴ φραγκικὴ οἰκογένεια τοῦ
Ρήγα Φάτζου. Κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 13ου αἰώνα, ὁ Γεράσιμος ἦλθε στὸ
Σινᾶ, στὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἐκεῖ γνώρισε τὸ "ὑπερβάλλον" τῆς
ἀρετῆς τοῦ Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, προσκολλήθηκε σ’ αὐτὸν καὶ ἔγινε ἕνας
ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Ἔτσι ἔφθασε σὲ μεγάλο ὕψος πράξεως καὶ θεωρίας,
ὥστε νὰ γίνει γιὰ τοὺς ἄλλους «ὑπόδειγμα καὶ ἀρχέτυπον τῶν καλῶν
ἁπάντων» καὶ «ἐκμαγεῖον ἀρετῶν».
Ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἐγκατέλειψε τὸ Σινᾶ, ὁ μαθητής του Γεράσιμος
τὸν ἀκολούθησε καὶ ὅταν ἔφθασαν στὴν Ἑλλάδα, στάθμευσαν γιὰ λίγο στοὺς
Καλοὺς λιμένες τῆς Κρήτης, ἀπὸ ὅπου ὁ μὲν Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης
κατευθύνθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ δὲ Γεράσιμος ἀποβιβάστηκε στὴν ἠπειρωτικὴ
Ἑλλάδα, ὅπου καὶ ἔδρασε Ἱεραποστολικά.
Τελικά, ἐπέστρεψε ὡς μοναχὸς Γεράσιμος Σιναΐτης στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴν Εὔβοια.
Ἀπολυτίκιο (Ἦχος πλ. δ')
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ' εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γὰρ ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἀβράμιε τὸ πνεῦμά σου.
Ὁ Ἅγιος Τυχικὸς ὁ Ἀπόστολος
Ἀνάμεσα
στὶς ἅγιες μορφές, ποὺ δούλεψαν σκληρὰ γιὰ νὰ στεριώσει στὸ νησί μας ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καὶ ὁ Ἀπόστολος Τυχικός.
Τὸ ὄνομά του δὲν συμπεριλαμβάνεται στὸν κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα. Ὅμως αὐτὸ
δὲν ἐμποδίζει τὸν ἱερὸ συναξαριστὴ νὰ τὸν ἐγκωμιάζει μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
«Μὴ τὸν τυχόντα Τυχικὸν τοῦτον νόει. Οὗτος γὰρ εἰς πέφυκε τῶν
Ἀποστόλων». Ἀδελφέ μου, μὴ θελήσεις νὰ θεωρήσεις ἕνα τυχαῖο πρόσωπο τὸν
Τυχικό. Γιατί αὐτὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους.
Γιὰ τὸν ζηλωτὴ αὐτὸν ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου χαράσσονται καὶ οἱ γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ἀπὸ τὰ λίγα γενικὰ καὶ ἀόριστα ποὺ κατορθώσαμε νὰ συλλέξουμε ἀπὸ
διάφορες πηγὲς γιὰ τὸν βίο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Ἀποστόλου, καταλήγουμε στὸ
συμπέρασμα, πὼς ὁ Τυχικὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ ἐπαρχία τῆς Ἀσίας.
Σὰν συνοδὸ καὶ συνεργάτη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τὸν συναντοῦμε περὶ τὸ
τέλος τῆς τρίτης τοῦ Παύλου ἀποστολικῆς περιοδείας. Ὅπως γνωρίζουμε,
κατὰ τὴν περιοδεία αὐτή, ποὺ κράτησε τρία χρόνια, ἀπὸ τὸ 54 – 57 μ.Χ. ὁ
θεῖος Ἀπόστολος μὲ κέντρο τὴν Ἔφεσο ἐπισκέφθηκε πολλὲς πόλεις τῆς Μ.
Ἀσίας. Περὶ τὸ τέλος τοῦ τρίτου ἔτους τῆς παραμονῆς του στὴν Ἔφεσο, ἀπὸ
τὸ φούντωμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ξέσπασε σ’ αὐτὴ μιὰ μεγάλη ταραχὴ
μὲ αἴτιο κάποιο ἀργυροκόπο (ἀργυροτεχνίτη) ὀνομαζόμενο Δημήτριο.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔφτιαχνε μὲ ἀσήμι μικροὺς ναούς, ὁμοιώματα τοῦ ναοῦ τῆς
Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος. Μὲ τὴν δραστηριότητα ὅμως τοῦ Παύλου καὶ τὸ κήρυγμά
του, ποὺ συνοψιζόταν στὸ ὅτι οἱ θεοί, ποὺ κατασκευάζονται ἀπὸ χέρια
ἀνθρώπινα, εἶναι θεοὶ ψεύτικοι, ἡ ἐπιχείρηση αὐτὴ ἔπεσε ἀρκετά. Μπροστὰ
στὶς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις ποὺ εἶχε τοῦτο τὸ γεγονός, κάποια ἡμέρα ὁ
Δημήτριος, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του ὅλους τοὺς ἐργάτες καὶ τεχνίτες ποὺ
ἀπασχολοῦντο στὴν ἐργασία του, τοὺς ξεσήκωσε ἐνάντια στὸν Παῦλο:
– Ἄνδρες, τοὺς εἶπε: Ὅπως ξέρετε, ἀπὸ τὴν ἐργασία μας αὐτὴ βγαίνει τὸ
ψωμὶ καὶ τὰ ἔξοδα τῆς οἰκογένειάς μας. Μὲ τὸ κήρυγμα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου,
ὄχι μόνο στὴν Ἔφεσο, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἀσία πολλοὶ ἔχουν ἐγκαταλείψει
τὴν θρησκεία μας. Ἔτσι δὲν κινδυνεύει μόνο ἡ δουλειά μας ἀπὸ ξεπεσμὸ
καὶ διάλυση, ἀλλὰ κινδυνεύει καὶ ὁ ναὸς τῆς μεγάλης μας προστάτιδας νὰ
μὴ λογαριάζεται πιὰ ἀπὸ κανέναν.
Τὰ λόγια τοῦ ἀργυροκόπου, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ξεσήκωσαν ὄχι μόνο τοὺς
ἐργάτες του, ἀλλὰ καὶ μεγάλο πλῆθος τῆς Ἐφέσου. Γιὰ πολλὲς ὧρες ἡ πόλη
εἶχε γίνει ἀνάστατη. Ὅλοι ζητοῦσαν νὰ συλληφθεῖ ὁ Παῦλος καὶ νὰ
θανατωθεῖ. Πολλοὶ πέρασαν ἀπὸ τὰ μέρη ποὺ συνήθιζε νὰ παραμένει ὁ
Ἀπόστολος καὶ τὸν ζητοῦσαν. Εὐτυχῶς δὲν τὸν βρῆκαν καὶ στὸ τέλος
κατέληξαν στὸ θέατρο τῆς πόλεως.
Ἐκεῖ ἐπὶ ὦρες φώναζαν διάφορα συνθήματα
καὶ πρὸ παντὸς τὴν φράση: «Μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων». Ἡ κατάσταση ἦταν,
στ’ ἀλήθεια, ἐκρηκτική. Κάποια στιγμὴ παρουσιάστηκε ὁ πρῶτος ὑπάλληλος
τῆς πόλεως, ὁ γραμματέας νὰ ποῦμε, καὶ ἀφοῦ συνέστησε στὸ πλῆθος νὰ
σιωπήσει, μίλησε σ’ αὐτὸ μὲ πολλὴ μαεστρία καὶ πέτυχε νὰ τὸ διαλύσει. Ὁ
Παῦλος ὅλες αὐτὲς τὶς ὧρες ἔμενε κρυμμένος σὲ κάποιο σπίτι.
Ὅταν
ἀργότερα ἀποκαταστάθηκε ἡ ἡσυχία, ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀφοῦ προσκάλεσε
τοὺς χριστιανοὺς κοντά του καὶ τοὺς ἐνίσχυσε, τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ πῆρε
τὸν δρόμο γιὰ τὴν Μακεδονία, ποὺ ἤθελε πολὺ νὰ πάει γιὰ νὰ ξαναδεῖ τοὺς
ἐκεῖ πιστούς.
Περιῆλθε διάφορες πόλεις, μετὰ προχώρησε καὶ «ἦλθεν εἰς
τὴν Ἑλλάδα», δηλαδὴ κατέβηκε στὴν Ἀχαΐα (Πελοπόννησο) καὶ πάλιν
ἐπέστρεψε διὰ ξηρὰς στὴν Μακεδονία, ἐπειδὴ πληροφορήθηκε πὼς οἱ Ἰουδαῖοι
τῶν Κεγχρεῶν εἶχαν ἀποφασίσει νὰ τὸν δολοφονήσουν.
Ἀπὸ τὴν Μακεδονία κατέβηκε στὴν Τρωάδα – Τροία, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνέλαβε
μεγάλο ταξίδι πρὸς τὴν Ἀσία. Ἐδῶ στὴν Τροία, σὰν ἔφτασε ὁ Παῦλος, βρῆκε
διάφορους πιστοὺς συνεργάτες νὰ τὸν περιμένουν. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ἦταν ὁ
Σώπατρος ἀπὸ τὴν Βέροια, ὁ Ἀρίσταρχος καὶ ὁ Σεκοῦνδος ἀπὸ τὴν
Θεσσαλονίκη, ὁ Γάϊος καὶ ὁ Τιμόθεος ἀπὸ τὴν Δέρβη τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ὁ
Τυχικὸς καὶ ὁ Τρόφιμος ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας. Ὅλοι αὐτοὶ
εἶχαν πάει νωρίτερα στὴν Τρωάδα καὶ τὸν περίμεναν. Μ’ αὐτοὺς ἀνέλαβε ὁ
ἀκούραστος Ἀπόστολος τὸ ταξίδι του πρὸς τὶς διάφορες πόλεις τῆς Ἀσίας.
Τώρα, ποὺ βρῆκε τὰ πρόσωπα αὐτά, εἰδικὰ τὸν Ἅγιο Τυχικό, γιὰ τὸν ὁποῖο
ἐνδιαφερόμαστε, καὶ πῶς αὐτὸς κλήθηκε στὸ Εὐαγγέλιο, δὲν γνωρίζουμε.
Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς ἀπὸ τὴν Ἀσία τὸν ψάρεψε μαζὶ μὲ τὸν
Τρόφιμο καὶ πὼς καὶ οἱ δύο ὑπῆρξαν ζηλωτὲς συνοδοί του.
Συνοδός, λοιπόν, τοῦ Παύλου ὁ Τυχικός, μὰ καὶ ὁ Τρόφιμος. Ἀκούραστοι
συνοδοί. Πόσος ζῆλος καὶ πόση φλόγα ἔκαιε στὶς καρδιές τους γιὰ τὴν δόξα
τοῦ Χριστοῦ, ὥστε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ παίζουν κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα,
ὅπως εἴδαμε, τὸ κεφάλι κορῶνα γράμματα! «Ὦ! καὶ νὰ εἴχαμε οἱ σημερινοὶ
ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ κάτι ἀπὸ τὸν φλογερὸ ζῆλο τῶν ἐργατῶν αὐτῶν τοῦ
Εὐαγγελίου, ποὺ λεγόντουσαν Τυχικοὶ καὶ Τρόφιμοι, πόσο διαφορετικὸς θὰ
ἦταν σήμερα ὁ κόσμος!
Πιστὸς συνεργάτης καὶ ἀκόλουθος τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου, λοιπόν, ὁ
Τυχικός. Μαζί του στὶς ἐπιτυχίες καὶ τὶς χαρούμενες στιγμές.
Μαζί του ὅμως καὶ στοὺς πιὸ μεγάλους κινδύνους. Τοὺς κινδύνους ποὺ
ἀντιμετώπιζε ἀπὸ τὰ ὄργανα τοῦ Σατανᾶ στὶς συνεχείς του ἀποστολικὲς
περιοδεῖες. Μαζί του καὶ σ’ αὐτὴν τὴν φυλακὴ τῆς Ρώμης. Χαρά του νὰ
διακονεῖ καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου. Στὸν Τυχικὸ ἐπαναπαύεται
καὶ προσβλέπει ὁ γηραιὸς Ἀπόστολος στὶς ποικίλες ἀνάγκες ποὺ
ἀντιμετωπίζει. Στὸν Τυχικὸ ἀναθέτει τὴν ὑπεύθυνο ἀποστολὴ νὰ μεταφέρει
καὶ νὰ ἐπιδώσει μὲ ἀσφάλεια τὶς ἐπιστολές του πρὸς τοὺς πιστοὺς τῆς
Ἐφέσου, τῶν Κολοσσῶν καὶ τῆς Α’ πρὸς τὸν μαθητή του Τιμόθεο.
Μὲ πόση συγκίνηση γράφει ὁ στοργικὸς Ἀπόστολος πρὸς τοὺς Ἐφεσίους (στ’
21 – 22) τοῦτα τὰ λόγια: «Ἴνα δὲ εἰδῆτε καὶ ὑμεῖς τὰ κατ’ ἐμέ, τί
πράσσω, πάντα ὑμῖν γνωρίσει Τυχικὸς ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς
διάκονος ἐν Κυρίῳ ὃν ἔπεμψα πρὸς ὑμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο, ἴνα γνῶτε τὰ περὶ
ἡμῶν καὶ παρακαλέσῃ τὰς καρδίας ὑμῶν».
Γιὰ νὰ μάθετε δὲ καὶ ἐσεῖς τὰ
ἰδικά μου νέα, νὰ γνωρίσετε δηλαδὴ τί κάμνω καὶ πὼς περνῶ τὶς ἡμέρες μου
ἐδῶ στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, σᾶς στέλλω τὸν Τυχικό. Ὁ
ἀγαπητός μου αὐτὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, θὰ
σᾶς τὰ καταστήσει ὅλα γνωστά. Αὐτὸς θὰ σᾶς παρηγορήσει καὶ θὰ στηρίξει
τὶς καρδιές σας, ποὺ εἶναι θλιμμένες ἐξ αἰτίας τῆς φυλακίσεώς μου.
Μεγάλη στοργὴ καὶ ἀσύγκριτη ἀγάπη ἀποπνέουν τοῦτα τὰ λόγια τοῦ θείου
Παύλου... «Ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ» ὁ Τυχικός.
Εἶναι ἀδελφός μου λέγει ὁ Τυχικός, γιατί ἔχουμε τὸν ἴδιο Πατέρα, τὸν
Πανάγαθο Θεό. Μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα μᾶς υἱοθέτησε καὶ μᾶς ἔκαμε κατὰ χάριν
παιδιά Του. Εἶναι καὶ «πιστὸς διάκονος», γιατί ὑπηρετεῖ πιστὰ στὸ
θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.
Στὴν
ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κολασσαεῖς προσθέτει καὶ τὶς λέξεις «σύνδουλός μου».
Εἶναι ὁ Τυχικὸς καὶ σύνδουλός μου, γιατί καὶ οἱ δυό μας ἔχουμε ἕναν
Κύριο καὶ ἕναν Θεό. Καὶ οἱ δυό μας δουλεύουμε στὸν ἴδιο πνευματικὸ
ἀμπελώνα καὶ στὸν ἴδιο ἀγρό.
Ὁποῖο μεγαλειώδη τίτλο τιμῆς γιὰ τὸν εἰλικρινὴ συνεργάτη τοῦ φλογεροῦ
Ἀποστόλου ἀποτελοῦν τὰ κολακευτικὰ τοῦτα λόγια. Καὶ μόνο αὐτὰ γραμμένα
ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ θείου Παύλου, ὁ ὁποῖος ζεῖ καὶ ἀγωνίζεται μονάχα γιὰ τὴν
δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, εἶναι
ἀποδεικτικὰ τῆς ξεχωριστῆς καὶ ἰδιάζουσας θέσης, ποὺ κατέχει στὴν πρώτη
ἐκκλησία ἡ προσωπικότητα τοῦ πιστοῦ καὶ πρόθυμου διακόνου τοῦ
Εὐαγγελίου, τοῦ Ἁγίου Τυχικοῦ.
Καὶ πολὺ δίκαια.
Γιατί ὁ Τυχικὸς μὲ πολὺ ἐνθουσιασμὸ ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς
διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου ἀκολουθώντας μὲ ζῆλο τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν
Παῦλο στὶς περιοδεῖες του. Ἀλλὰ καὶ πάντα πρόθυμος νὰ τὸν ἐξυπηρετήσει,
ὅπου τὸν ἤθελε αὐτὸς καλέσει. «Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρὸς σὲ ἢ Τυχικόν,
σπούδασαν ἐλθεὶν πρὸς μὲ εἰς Νικόπολιν ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμᾶσαι»
(Τίτ. γ’ 12). Αὐτὰ γράφει ὁ Παῦλος πρὸς τὸν Ἀπόστολο καὶ συνεργάτη του
Τίτο.
Καὶ οἱ ὁδηγίες αὐτὲς δείχνουν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ μεγάλου
Ἀποστόλου πρὸς τὸν ἀκόλουθο καὶ βοηθό του Τυχικό, ποὺ εἶναι συνεργὸς καὶ
συνέκδημος τοῦ σκεύους αὐτοῦ τῆς ἐκλογῆς τοῦ Κυρίου. Συνεργὸς καὶ
συνέκδημος ἀλλὰ καὶ διεκπεραιωτὴς πολλῶν ἐμπιστευτικῶν ἀποστολῶν. Ὅταν ὁ
Ἀπόστολος Μάρκος μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ θείου του, Ἀποστόλου Βαρνάβα,
ἔφυγε ἀπ’ τὴν Κύπρο, πέρασε ἀπ' τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ κατέληξε στὴν Ρώμη
γιὰ νὰ συναντήσει τὸν πολύπειρο καὶ φυλακισμένο Ἀπόστολο.
Μὲ τὴν εὐλογία
τοῦ Θεοῦ ἡ συνάντηση πραγματοποιήθηκε γρήγορα. Οἱ δύο Ἀπόστολοι, ἀφοῦ
ἀντάλλαξαν ἀσπασμὸ χριστιανικῆς ἀγάπης ἄρχισαν μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον
νὰ συνομιλοῦν γιὰ τὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας στὴν Κύπρο.
Κατὰ τὴν
συνομιλία αὐτή, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὁ Μάρκος ἀποκάλυψε στὸν φλογερὸ
Ἀπόστολο τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ φίλου του, ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ τοῦ
φανέρωσε πὼς στὴν Κύπρο δὲν ἦταν ἄλλος Ἀπόστολος, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ
ἔργο τους. Ἡ πληροφορία αὐτὴ ἀνησύχησε τὸν γηραιὸ Ἀπόστολο, ποὺ ἔσπευσε
ἀμέσως νὰ στείλει στὸ πολύπαθο νησὶ τοὺς συνεργάτες του Τυχικό, Ἐπαφρᾶ
καὶ μερικοὺς ἄλλους.
Ἡ ὁμάδα αὐτή, σὰν ἔφτασε στὴν Κύπρο, ἔσπευσε νὰ
συναντηθεῖ μὲ τὸν Ἠρακλείδιο ποὺ βρισκόταν στὴν Ταμασὸ καὶ νὰ τοῦ
ἐπιδώσει σχετικὴ ἐπιστολή. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ Παῦλος λέγεται πὼς
συνιστοῦσε στὸν πιστὸ μαθητή του νὰ ἐγκαταστήσει τὸν Ἐπαφρᾶ ἐπίσκοπο
στὴν Πάφο, τὸν Τυχικὸ στὴ Νεάπολη, δηλαδὴ τὴν Λεμεσό, καὶ τὸν Αὐξίβιο
στοὺς Σόλους, πράγμα τὸ ὁποῖο καὶ ἔκαμε.
Ὁ Ἀπόστολος Τυχικὸς ὑπῆρξε ἕνας δόκιμος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ
Χριστοῦ, ποὺ μὲ προθυμία δέχθηκε τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ.
Τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ ἀψηφώντας κάθε κίνδυνο κινεῖται
παντοῦ γιὰ νὰ τὸ προσφέρει καὶ σ’ ἄλλους. Μαζὶ μὲ τὸν θεῖο Παῦλο μπορεῖ
καὶ αὐτὸς νὰ λέγει: «Ὀδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις
ληστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει,
κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις...»
(Β’ Κορ. ια’ 26). Ὑπηρέτησα τὸν Κύριο μὲ μακρὲς ὁδοιπορίες πολλὲς
φορές, μὲ κινδύνους ἀπὸ ποτάμια καὶ μάλιστα κατὰ τὸν χειμώνα ποὺ
ἐπλημμύριζαν.
Ἀντίκρυσα πολλοὺς κινδύνους ἀπὸ ληστές, κινδύνους ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς μου
Ἑβραίους, κινδύνους ἀπὸ ἐθνικοὺς καὶ εἰδωλολάτρες, κινδύνους μέσα ἀπὸ
τὶς πόλεις, κινδύνους μέσα σὲ ἔρημους τόπους, κινδύνους στὴν θάλασσα,
κινδύνους ἀπὸ μέρους ψευδαδέλφων, ποὺ ὑποκρίνονταν ὅτι εἶναι χριστιανοί.
Σὰν ἕνας γνήσιος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου ἀνέλαβε καὶ αὐτὸς μὲ φλόγα στὴν
καρδιὰ καὶ συνέπεια καὶ σύνεση τὸ ἔργο τῆς πανανθρώπινης σωτηρίας.
Ἀντιμετώπισε διωγμοὺς καὶ ἐξευτελισμούς. Ἐν τούτοις ποτὲ δὲν ἐδειλίασε.
Οὔτε μετανόησε γιατί ἀνέλαβε τέτοιο βαρυσήμαντο ἔργο. Ἄλλωστε τὸ γνώριζε
αὐτό. Τὸ προεῖπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Ἰδοὺ ἐγὼ
ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. γ’ 16). «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν
καὶ ὑμᾶς διώξουσι» (Ἰωάν. ιε’ 20)· καὶ «ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ
τὸ ὄνομά μου» (Ματθ. ι’ 22). Τὸ γνώριζε.
Πολλὲς φορὲς τὸ δοκίμασε σὰν βρισκόταν μὲ τὸν δάσκαλό του καὶ τὸ ἄκουσε.
Ὅμως καμιὰ δύναμη δὲν μπόρεσε νὰ τοῦ κάμψει τὴν θέληση. Ὁπλισμένος μὲ
ἀκατάβλητη αὐταπάρνηση καὶ καρτερία καὶ ὑπομονὴ συνεχίζει πιστὸς μέχρι
θανάτου τὸ ποιμαντικό του ἔργο στὴν Κύπρο.
Σ’ ἕναν τόπο σὰν καὶ τὸ νησί
μας, ποὺ ἡ λατρεία τῆς ἀκολασίας στὸ πρόσωπο τῆς θεᾶς τῆς σαρκολατρίας,
τῆς Ἀφροδίτης, βασίλευε, ὁ πιστὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀρετῆς καὶ
τῆς χριστιανικῆς τελειώσεως κινεῖται παντοῦ. Μὲ ἀποφασιστικότητα
μοναδικὴ καὶ ὅπλο ἀκαταμάχητο τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ πετυχαίνει νὰ κρημνίσει
τῆς ἀθεΐας τὰ πυργώματα καὶ νὰ διαδώσει, ὅπου πῆγε, τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Ἀπόστολος Τυχικὸς μετὰ ποὺ διεκπεραίωσε τὴν ἀποστολή του στὴν Κύπρο,
ἐπέστρεψε και πάλι κοντὰ στὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Μετὰ δὲ τὸν μαρτυρικὸ
θάνατο τοῦ θείου αὐτοῦ Ἀποστόλου κατὰ μία παράδοση ὁ Τυχικὸς χρημάτισε
Ἐπίσκοπος τῆς Χαλκηδόνος, μιᾶς πόλεως τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἐκεῖ στὸ χωριὸ τῆς Πάφου, τὰ Μέσανα τοῦ διαμερίσματος Κελοκεδάρων, ποὺ
βρίσκεται καὶ ὁ ναός του κτισμένος στὰ ἐρείπια ἐνὸς πολὺ παλαιοῦ, ποὺ
δὲν φαίνονται δυστυχῶς σήμερα οὔτε τὰ σημάδια του, κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου
πρὸς τὸ χωριὸ Σαλαμιοῦ σώζονται ἀκόμη τρεῖς ἐλιές, ποὺ κατὰ τὴν
παράδοση βλάστησαν ἀπὸ τὰ ἐλιοκόκκονα, ποὺ ἔρριψαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν
περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔτρωγαν ἐλιές. Στὸν ναὸ τοῦ μικροῦ αὐτοῦ χωριοῦ
εἶναι δύο εἰκόνες τοῦ Ἁγίου Τυχικοῦ. Μιὰ πολὺ παλαιὰ καὶ μία κάπως
νεώτερη μὲ ἡμερομηνία ἁγιογραφήσεως τὸ 1830.
Οἱ εἰκόνες αὐτὲς, πόσα στ’ ἀλήθεια πρέπει νὰ μᾶς θυμίζουν καὶ πόση
εὐγνωμοσύνη θὰ πρέπει νὰ πλημμυρίζει τὴν ψυχή μας στὸ ἀντίκρισμά τους.
Τὸ μαρτυρικὸ νησί μας, χάρη στὸ ἔργο ὅλων αὐτῶν τῶν φλογερῶν ἐργατῶν τοῦ
Εὐαγγελίου, ποὺ ἔσπειραν στὶς καρδιὲς τῶν προγόνων μας τὸν θεῖο σπόρο,
συνεχίζει μέχρι σήμερα τὸν δρόμο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς του καὶ κρατάει μὲ
καύχηση τὸν τιμητικὸ τίτλο του. «Νῆσος τῶν Ἁγίων ἡ Ἁγία Νῆσος».
Ἡ τιμὴ αὐτὴ δημιουργεῖ σ’ ἐμᾶς καὶ τὶς ἀνάλογες ὑποχρεώσεις. «Οὗ
καταισχύνω ὅπλα τὰ ἱερά», ἔλεγαν οἱ νέοι τῶν Ἀθηνῶν στὸν ὅρκο τους, ὅταν
ἔπαιρναν τὰ ὅπλα τους. Ἂς μὴ ντροπιάσω ποτὲ τὴν καταγωγή μου καὶ τὶς
ἑλληνοχριστιανικὲς ρίζες μου, ἂς λέμε καὶ ἐμεῖς σήμερα. «Εἴμαστε
ἀπόγονοι μαρτύρων, μέσα μας τρέχει ἡρώων αἷμα» τονίζει ὁ Ἴων Δραγούμης.
Ἂν τὸ νησί μας παρέμεινε μέχρι σήμερα νησὶ Ἑλληνικό, παρέμεινε χάρη στὴν
Ὀρθοδοξία μας. Αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ ἂς προσέξουμε ὅλοι σήμερα σὰν
κόρη ὀφθαλμοῦ. Τὸ ἀπαιτοῦν οἱ ἅγιοί μας. Μᾶς τὸ ζητὰει ὁ Ἅγιος Τυχικός.
Τὸ θέλει ὁ Χριστός μας. Τὸ ἐπιβάλλει κι αὐτὸ τὸ συμφέρον μας. Νὰ τὸ
ξαναποῦμε; Τὸ ἀπαιτοῦν οἱ Ἅγιοί μας καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου
Τυχικοῦ, τοῦ ὁποίου εἴθε οἱ πρεσβεῖες πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστὸ νὰ χαρίζουν
στὸν καθένα μας «πᾶν δώρημά Του τέλειον». Σ’ αὐτὸν ἂς ψάλλουμε καὶ
ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας: Ἀπόστολε τοῦ Σωτῆρος Πανεύφημε,
τὸ δοχεῖον τῆς πίστεως, υἱὲ παρακλήσεως, ἡ γαλήνη τῶν χειμαζόμενων,
ἀπαύστως ἐν τῇ μνήμῃ σου παρρησίαν ἔχων, Τυχικὲ παναοίδιμε, ἱκέτευε ἐν
εἰρήνῃ φυλαχθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Τυχικέ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχη ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοῦ Παύλου μαθητὴς καὶ ἀκόλουθος ὑπάρχων, τὸν καλὸν ἀγώνα τῆς πίστεως
χαίρων ἠγωνίσω, ὑψῶν ἀληθείας τὸν πυρσὸν καὶ ἔθνεσι παρέχων φωτισμῶν.
Δία τοῦτο, Πανσεβάσμιε Τυχικέ, τιμῶντές σε νῦν βοῶμεν. Χαῖρε Χριστοῦ, ὦ
σκεῦος ἐκλεκτῶν, χαῖρε Θεοῦ ἀπόστολε, ὢ καὶ πρέσβευε δωρήσασθαι πᾶσι τὴν
λύτρωσιν.
Ἁγία Φιλοθέη του Ἄρτζες Ρουμανίας (1207-1218)
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φιλοθέη, καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία. Γεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου μ.Χ. αἰῶνα στὴν πόλη Τύρνοβο ἀπὸ ἁπλοὺς καὶ ἀγραμμάτους γονεῖς. Στὴν πιὸ τρυφερή της ἡλικία παρέμεινε ὀρφανῆ ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα της, ἡ ὁποία τὴν εἶχε διδάξει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, καὶ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς, τὴν προσευχή, καὶ ὅλα τὰ χριστιανικὰ καθήκοντα.
Πράγματι, μεγαλώνοντας ἡ κόρη της προόδευσε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχούς, καὶ τοὺς πάσχοντας.
Ὁ πατέρας της παντρεύτηκε πάλι καὶ ἡ ἄσπιλος παρθένος ὑπέφερε τὰ πάνδεινα ἀπὸ τὴν μητρυιά της. Ὑπέμενε ὅμως τὰ πάντα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Κάποια φορά, τὴν ἔστειλε ἡ μητρυιά της νὰ μεταφέρει φαγητὸ στὸν πατέρα της, ὁ ὁποῖος δούλευε στὸ χωράφι. Ἡ κόρη ὅμως, ἀπὸ τὴν ἄδολη ἀγάπη ποὺ εἶχε γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά, τοὺς μοίρασε τὸ φαγητὸ καθὼς τοὺς συναντοῦσε στὸν δρόμο.
Τὸ βράδυ ποὺ ἐπέστρεψε ὁ πατέρας της κουρασμένος καὶ νηστικός, ἐρώτησε τὴν γυναῖκα του, ἐὰν τοῦ ἔστειλε φαγητό, καὶ ἐκείνη τοῦ εἶπε ὅτι τοῦ ἔστειλε μὲ τὸ κορίτσι του. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ πατέρας της παραφύλαξε σὲ ἕνα τόπο γιὰ νὰ δεῖ τί τὸ κάνει τὸ φαγητὸ ἡ κόρη του, ὅταν φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι.
Ὅταν λοιπὸν τὴν εἶδε νὰ τὸ μοιράζει στοὺς φτωχούς, ὅρμησε μὲ ἕνα ρόπαλο κατεπάνω της. Τὴν ἔδεσε μὲ σχοινιά, τὴν κτυποῦσε καὶ τὴν τσαλαπατοῦσε μὲ τὰ πόδια του.
Τὴν ὥρα ἐκείνη, ἡ παρθένος Φιλοθέη παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸν Θεό, σὲ ἡλικία μόλις 11 ἐτῶν. Ἦταν 7 Δεκεμβρίου τοῦ 1218 μ.Χ. Ὅταν κατόπιν δοκίμασε ὁ παιδοκτόνος πατέρας της νὰ τὴν σηκώσει, τὸ σῶμα της ἦταν τόσο βαρύ, ὥστε τὸ ἄφησε καὶ πῆγε στὸ Τύρνοβο, ὅπου παραδόθηκε στὶς ἀρχές.
Εἰδοποιήθηκε καὶ ὁ Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος μὲ συνοδεία πολλῶν ἱερέων καὶ πλήθους χριστιανῶν ἦλθαν στὸν τόπο ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα της Μάρτυρος. Στὴν προσπάθειά τους νὰ μετακινήσουν τὸ Ἱερὸ Λείψανο στάθηκε ἀδύνατον.
Ἀπεφάσισαν νὰ μνημονεύσουν μοναστήρια καὶ ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας, ἐνῷ συγχρόνως κρατοῦσαν τὸ σῶμα της Μάρτυρος, μήπως εἶναι θέλημά της νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ κάποιο ἱερὸ τόπο.
Ἀφοῦ τελείωσαν τὴν μνημόνευση τῶν ἱερῶν καθιδρυμάτων τῆς Βουλγαρίας καὶ τὸ Λείψανο παρέμεινε ἀσήκωτο, ἄρχισαν νὰ μνημονεύουν Μοναστήρια καὶ Ἐκκλησίες της Ρουμανίας. Ὅταν μνημόνευσαν τὴν περικαλλῆ ἐκκλησία τῆς Μονῆς Κουρτέα τῆς πόλεως Ἄρτζες, ἀμέσως τὸ σῶμα της Μάρτυρος ἐλάφρωσε περισσότερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ φυσικό του βάρος.
Τότε, ὅλοι γνώρισαν ὅτι εἶναι θέλημά της νὰ μεταφερθεῖ στὴν Μονὴ ἐκείνη, μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα της.
Κατ’ ἀρχάς, μετέφεραν τὸ Λείψανό της μὲ τιμὲς καὶ θυμιάματα στὴν μητροπολιτικὴ ἐκκλησία του Τυρνόβου. Κατόπιν, εἰδοποίησαν τὸν ἡγεμόνα τῆς Ρουμανικῆς Χώρας Ράδο τον Μέγα, ὅτι ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἐπιθυμεῖ νὰ ἔλθει στὴν Ρουμανία.
Ὁ ἡγεμὼν Ράδος, μὲ ὅλο τὸν κλῆρο, τοὺς αὐλικοὺς καὶ πλῆθος λαοῦ ἐξῆλθε στὸν Δούναβη ποταμό, γιὰ νὰ προϋπαντήσει καὶ παραλάβει τὸ ἱερὸ αὐτὸ θησαύρισμα.
Τὸ μετέφερε στὴν ἐκκλησία Κουρτέα ντὲ Ἄρτζες στὴν πόλη Ἄρτζες τῆς Ρουμανίας ποὺ εὐαρεστήθηκε νὰ κατοικήσει ἡ Ἁγία καὶ ἐκεῖ παραμένει μέχρι σήμερα πρὸς μεγάλη παρηγοριὰ τοῦ εὐσεβοῦς ρουμανικοῦ λαοῦ.
Ἡ Ἁγία Φιλοθέη, δοξάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ ἀφθαρσίας τοῦ σώματός της. Σήμερα, τὸ Ἱερό της Λείψανο, τοποθετημένο σὲ μικρὴ ἀργυρᾶ θήκη, εὑρίσκεται στὸ παρεκκλήσιο τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ἐπειδὴ ἡ μεγάλη ἡγεμονικὴ ἐκκλησία διατηρεῖται ὡς ἱστορικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ μνημεῖο.
Τὸ Λείψανο τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Φιλοθέης, εἶναι μιὰ ἀστείρευτη πηγὴ ἰάσεων, ἕνας ἀνάργυρος ἰατρὸς τοῦ ὀρθοδόξου ρουμανικοῦ λαοῦ. Ἰδιαίτερα θεραπεύονται ἀσθενεῖς ἀπὸ ἐπιληψία.
Ὅσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ὁ ὑμνογράφος
Κατὰ τὸν ἡγούμενο τῆς ἱερᾶς μονῆς Γρηγορίου ἀρχιμανδρίτη Γεώργιο, ὁ Γέροντας Γεράσιμος ὑπῆρξε «μοναχὸς ταπεινός, βιαστὴς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὑπερορῶν σαρκὸς καὶ τῶν τῆς σαρκός, προσευχητικός, πρᾶος, γλυκύς, προσηνής, φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος, διδακτικός, συγχωρητικός, εὐκατάνυκτος, ἄγρυπνον ἔχων τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς, αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του καὶ συγκαταβατικὸς στοὺς συνανθρώπους του».
Γεννήθηκε στὴ Δρόβιανη τῆς Β. Ἠπείρου τὸ 1903 μ.Χ. (καὶ ὄχι τὸ 1905 μ.Χ., ὅπως ἀπὸ λάθος εἶναι γραμμένο στὰ ἀρχεῖα) καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος - Ἀθανάσιος Γρέκας. Ἀπὸ τὸν πατέρα του, Ἰωάννη, πῆρε τὴν αὐστηρότητα πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπὸ τὴ μητέρα του, Ἀθηνᾶ, τὴ βαθιά, ἄδολη καὶ ἀνυπόκριτη θρησκευτικὴ εὐλάβεια.
Σύχναζε στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του καὶ στὰ ἐξωκλήσια τῶν βουνῶν. Εἶχε ἐπίδοση στὰ γράμματα, γιατί ἦταν εὐφυὴς καὶ εἶχε καλῆ μνήμη. Τὴ βασική του μόρφωση ἔλαβε στὸν Πειραιᾶ καὶ τὴν Ἀθήνα, ὅπου γνώρισε καὶ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως (βλέπε 9 Νοεμβρίου).
Ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ ἔφυγε μὲ πλοῖο γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος στὶς 15 Αὐγούστου 1923 μ.Χ.
Μετέβη στὴν Καλύβη τοῦ Τίμιου Προδρόμου στὴ σκήτη τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης ὑπὸ τὸν Γέροντα Μελέτιο Ἰωαννίδη. Περὶ τοῦ τόπου μονασμοῦ του γράφει ἀργότερα ὁ ἴδιος: «Εἰς τὴν ΒΑ ὑπώρειαν τοῦ ἀγιωνύμου καὶ οὐρανογείτονος Ἄθωνος, ἐν τῇ ἡγιασμένῃ τούτου ἐρήμῳ ἐπὶ φαραγγώδους κλιτύος, εὑρίσκεται ἡ Ἱερὰ Σκήτη τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης.
Αὕτη ἀποτελεῖται ἐκ δέκα ἀσκητικῶν καλυβῶν ἢ ἡσυχαστηρίων, ἔνθα ἀρνησίκοσμοι καὶ λιτοδίαιτοι μονασταί, ἀσκούμενοι τὸν καλὸν τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς ἀγῶνα, καλλιεργοῦσιν ἐμπόνως τὸ γλυκύτατον μέλι τῆς ἀσκητικῆς ἀρετῆς καὶ οὐρανίου φιλοσοφίας».
Μετὰ ἕνα ἔτος εὐδόκιμης δοκιμῆς κείρεται μοναχός, στὶς 20 Ὀκτωβρίου τοῦ 1924 μ.Χ. κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας.
Μετὰ μία πενταετία ἀναχωρεῖ ὁ Γέροντάς του γιὰ τὸν κόσμο καὶ μένει μόνος στὴν ἔρημο. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ τοῦ γίνεται πιὸ αἰσθητὴ τότε. Μόνη παρηγοριά του ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μελέτη. Μελετοῦσε συνέχεια, ἀχόρταγα, προσεκτικά. Μετὰ μία εἰκοσαετία ἀπέκτησε μία μικρὴ συνοδεία καλῶν πατέρων.
Ὁ μακάριος Γέροντας δίδασκε καὶ μὲ τὴ σιωπὴ καὶ μὲ τὸν λόγο του. Τὴ σιωπὴ θεωροῦσε «μητέρα σοφωτάτων ἐννοιῶν». Ὁ λόγος ἦταν πάντα προσεγμένος, ὡραῖος, διδακτικὸς καὶ ψυχωφελής. Οἱ φιλοξενούμενοι κατεγοητεύοντο ἀπὸ τὴ συνομιλία μαζί του.
Ἔλεγε: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι το μόνον τὸ ὁποῖον ἀδυνατεῖ νὰ πράξει ὁ Παντοδύναμος Θεὸς εἶναι το νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἀκάθαρτον ἄνθρωπον. Εἰς αὐτὸ ἀδυνατεῖ».
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἀναδείχθηκε κι ἔγινε παντοῦ γνωστὸς εἶναι ἡ ὑμνογραφία του. Νὰ πὼς περιγράφει τὴν ἀρχὴ τοῦ ἔργου του περὶ τὸ 1926 μ.Χ.: «Ὅταν συνέταξα τὸν πρῶτο κανόνα τῆς Παναγίας, τὸν εἶδε ὁ μακαρίτης ὁ Γέροντας ὁ δικός μου· ἤξερε λίγα γράμματα. Πολὺ ὡραῖος εἶπε. Τὸν πῆγα στὸν Καλλίνικο στὰ Κατουνάκια.
Ἦταν ἔγκλειστος σαράντα χρόνια, μὲ νοερὰ προσευχή, μὲ θεῖο φωτισμὸ καὶ τὸν συμβουλευόμουν. Λίγα γράμματα γνώριζε, ἀλλὰ εἶχε πεῖρα μεγάλη καὶ χάρη Θεοῦ.
Ἄλλωστε «ἐρώτησον τοὺς πρεσβυτέρους σου καὶ ἐροῦσι σέ». Λέει ὁ Καλλίνικος, «εἶναι ἄριστος ὁ κανών, ἀλλὰ ἕνα σοῦ λέω: ταπείνωση, ταπεινοφροσύνη. Πρόσεχε καλὰ μὴν σὲ πολεμήσει ὁ διάβολος».
Ὑμνογραφεὶ κατόπιν ἐπισταμένης μελέτης καὶ πολλῆς προσευχῆς. Λέγει πάλι ὁ ἴδιος: «Ὅ,τι κάνω τὸ ὀφείλω εἰς τὴν προσευχήν. Πρὸ τῆς ἐργασίας θὰ κάνω μίαν προσευχὴν ἔνθερμον, αὐτοσχέδιον μέν, ἀλλὰ θερμοτάτην, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ καὶ ἐπενεργεῖ καὶ φέρει ὅ,τι ἀποτέλεσμα ὡραῖον φέρνει. Προσευχή, τὸ πᾶν. Μὴ στηριζόμαστε στὴν ἐξωτερικὴν σοφίαν· στὰ μέτρα. Εἶναι ἕνας ψυχρὸς λόγος. Ὁ ψυχρὸς αὐτὸς λόγος πρέπει νὰ γίνει ζωντανός. Καὶ ζωντανὸς θὰ γίνει μόνον διὰ τῆς προσευχῆς».
Τὸ πλούσιο ὑμνογραφικό του ἔργο ὑπολογίζεται σὲ περισσότερες ἀπὸ 2000 ἱερὲς ἀκολουθίες. Πολλοὶ πολλὰ ἔγραψαν περὶ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἔργου του καὶ πολλοὶ τὸν τίμησαν καὶ τὸν βράβευσαν γι’ αὐτό, τὸν σπουδαῖο αὐτὸν Ὑμνογράφο τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Μάλιστα, στὶς 25 Ἰουνίου τὸ 1963 μ.Χ., ἐπὶ πατριαρχείας Ἀθηναγόρα, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο βράβευσε τὸν Ἅγιο Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη γιὰ τὴ συμβολή του στοὺς ἑορτασμοὺς γιὰ τὴ χιλιετηρίδα τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἐνῷ στὶς 28 Δεκεμβρίου 1968 μ.Χ. τὸν τίμησε μὲ ἀργυρὸ μετάλλιο ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.
Ὅπως διηγοῦνται οἱ ὑποτακτικοὶ του εἶχε παρακαλέσει τὴν Παναγία νὰ ἔχει τὰ λογικὰ του ἕως τέλους γιὰ νὰ μὴν κουράσει κανένα. Πράγματι εἶχε διαύγεια μέχρι τὴν τελευταία ἀναπνοή του.
Εἶπε τρεῖς φορές: «Ἅγιε Νεκτάριε, βοήθει μοὶ» καὶ ἐξέπνευσε. Μία γλυκύτητα ἦταν ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό του, νόμιζες πὼς κοιμόταν γαληνά. Ἀνεπαύθη στὶς 7 Δεκεμβρίου 1991 μ.Χ. Ὁ βιογράφος του Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης τὸν χαρακτηρίζει· σεμνὸ καὶ ἄριστο ὑμνογράφο, σπάνια προσωπικότητα καὶ ἀληθινὸ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Χρυσοστόμου λέει ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἐξέχουσα μορφὴ τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, κορυφαῖα, διάσημη, χαρισματικὴ καὶ μοναδική. Ἔφυγε μὲ τ’ ὄνομα τοῦ θαυματουργοῦ ἁγίου Νεκταρίου στὰ χείλη του, στὸν ὁποῖο εἶχε συνθέσει μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες ἱερὲς ἀκολουθίες του.
Στὶς 10 Ἰανουαρίου 2023 μ.Χ. ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀποφάσισε τὴν κατάταξη τοῦ Ὁσίου Γερασίμου Μικραγιαννανίτη στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α ́. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Συνεργίᾳ
τῆς Χάριτος κόσμῳ ἔλαμψας ὡς ὑμνηπόλος Ἁγίων, ἐγκρατευτὰ θαυμαστέ,
Ἄννης Σκήτεως Μικρᾶς Ἁγίας ἔνοικε, χρηστοηθείας κορυφὴ καὶ εὐχῆς
καρδιακῆς, Γεράσιμε, μυροθήκη· διὸ τιμῶντές σε πόθῳ θερμὰς εὐχάς σου
ἐκδεχόμεθα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν
τηρητὴν τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὑμνογραφοῦντα ἐμμελῶς τὰ κατορθώματα
τῶν Ἁγίων, εὐφημήσωμεν κατ’ ἀξίαν, προσευχῆς ὡς ἐραστὴν καὶ ταπεινώσεως
ἐνδιαίτημα καὶ νοῦν πνευματοκίνητον πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, πάτερ
Γεράσιμε.
Πληροφορίες ἀπό saint.gr καί synaxarion.gr
Ἀπολυτίκια ἀπό youtube.com/@orthodoxmusic-8948
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Κουμπιά
- Αρχική
- Οπτικό Αγιολόγιο
- Ιανουάριος
- Φεβρουάριος
- Μάρτιος
- Απρίλιος
- Μάιος
- Ιούνιος
- Ιούλιος
- Αύγουστος
- Σεπτέμβριος
- Οκτώβριος
- Νοέμβριος
- Δεκέμβριος
- Πατερικά
- Γεροντικά
- Ομιλίες
- Εσταυρωμένος
- Επικοινωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου