Ἅγιος Ἀνδρέας : Ὁ πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ
Λάμπρου Σκόντζου, Θεολόγου –ΚαθηγητοῦΟἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατέχουν τὴν πρωτοκαθεδρία στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι αὐτοὶ ὑπῆρξαν οἱ ἄμεσοι διάδοχοι τοῦ Κυρίου καὶ οἱ συνεχιστὲς τοῦ ἐπὶ γῆς σωτηριώδους ἔργου Του. Αὐτοὶ συνέπηξαν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἐπεξέτειναν ὡς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου καὶ γι’ αὐτὸ ὁμολογοῦμε στὸ «Σύμβολο τῆς Πίστεως» πίστη σὲ «Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος.
O Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἦταν, σύμφωνα μὲ τὶς εὐαγγελικὲς διηγήσεις, ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου, καὶ ἀμφότεροι γιοὶ τοῦ Ἰωνᾶ, ἢ Ἰωάννη καὶ τῆς Ἰωάννας. Γεννήθηκε στὴ πόλη Βηθσαϊδᾶ της Γαλιλαίας, ἡ ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, κατοικοῦνταν κυρίως ἀπὸ ἐθνικοὺς ἑλληνιστὲς καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τῆς περιοχῆς εἶχαν γίνει κοινωνοὶ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ κουλτούρας.
Τὸ ἑλληνικὸ ὄνομα τοῦ Ἀνδρέα (ποὺ σημαίνει ἀνδρεῖος, γενναῖος), ὅπως καὶ ἄλλων μαθητῶν (Φιλίππου), μαρτυρεῖ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια.
Πιθανότατα ἦταν μεγαλύτερος στὴν ἡλικία ἀπὸ τὸν Πέτρο. Συγκατοικοῦσε μὲ αὐτὸν στὴν Καπερναοὺμ καὶ συνεργαζόταν ὡς ἁλιέας στὴν λίμνη τῆς Γενησαρὲτ ἢ Τιβεριάδας (Μάτθ.4,18.Μαρκ.1,29). Τὸν διέκρινε βαθιὰ πίστη στὸ Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ πρωτύτερα εἶχε χρηματίσει μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἐκεῖ κοντὰ στὸν Τίμιο Πρόδρομο ἀπέκτησε σπάνια εὐσέβεια καὶ τὸ σπουδαιότερο ἔμαθε γιὰ τὸν ἐρχόμενο Μεσσία.
Φαίνεται ὅτι ἦταν παρὼν ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του τὸν Κύριο καὶ εἶπε: «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου» (Ἰωάν.1,30). Αὐτὴ ἡ φανέρωση τοῦ Μεσσία ἔκαμε προφανῶς τὸν εὐσεβῆ ψαρᾶ νὰ ἀκολουθήσει πρῶτος τὸν Κύριο, χωρὶς κανέναν δισταγμὸ καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάστηκε «Πρωτόκλητος» (Ἰωάν.1,35-41). Ἄφησαν, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Πέτρο, τὰ ἀκριβὰ πλεούμενά τους, τὰ δίχτυα καὶ τὰ σύνεργα τῆς ἁλιείας τους καὶ προσκολλήθηκαν στὸ Χριστὸ ὡς ἀφοσιωμένοι μαθητές Του.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἀνδρέα ἀναφέρεται στὴν Καινὴ Διαθήκη πάντοτε μαζὶ μὲ αὐτὸ τοῦ Φιλίππου, ὁ ὁποῖος καταγόταν, ὅπως καὶ ἐκεῖνος, ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδᾶ. Μαζὶ μὲ αὐτὸν εἶχε ἐκφράσει τὴ δυσπιστία του γιὰ τὸν χορτασμὸ τῶν πεντακισχιλίων ἀνθρώπων μὲ τοὺς πέντε κρίθινους ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθεὶς (Ἰωάν.6,6-9).
Ἀναφέρεται ἐπίσης καὶ στὴν περίπτωση τῆς παρακλήσεως τῶν Ἑλλήνων νὰ ἰδοῦν τὸν Κύριο (Ἰωάν.12,20-22). Γιὰ τελευταία φορὰ ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Ἀνδρέα στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅταν ἀνέβηκε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ «προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τὴ προσευχὴ καὶ τὴ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρία τὴ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ» (Πράξ.1,13-14), ὅπου καὶ ἔλαβε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πράξ.2,4).
Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἔλαχε σ’ αὐτὸν νὰ ἀποσταλεῖ γιὰ εὐαγγελισμὸ στὴν Ἔφεσο, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Ἰωάννη κήρυξαν μαζὶ καὶ ἑδραίωσαν τὴν Ἐκκλησία τῆς μεγάλης αὐτῆς πόλεως.
Μετὰ ἔκαμε ἱεραποστολικὴ περιοδεία στὸν Εὔξεινο Πόντο, ὅπου μὲ κέντρο τὴ Σινώπη κήρυξε τὸν Χριστιανισμὸ στὴν περιοχή, μεταστρέφοντας πλῆθος Ἰουδαίων καὶ εἰδωλολατρῶν στὴ νέα πίστη. Κατόπιν πῆγε μὲ τὸν ἀπόστολο Ματθία στὴν Σαμψούντα, στὴν Ἰβηρία καὶ στὴν Παρθία, ὅπου ἵδρυσαν Ἐκκλησίες.
Τὸ 34 μ. Χ. τὸν βρίσκουμε Ἱερουσαλὴμ νὰ ἑορτάζει τὸ Πάσχα μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Μετὰ ἀνάλαβε νέα ἱεραποστολικὴ περιοδεία στὴν Ἀντιόχεια, Ἔφεσο, Λαοδικεία, Φρυγία, Νίκαια. Μετὰ περιόδευσε στὸν Πόντο. Στὴ συνέχεια, σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο, μετέβηκε καὶ κήρυξε στὴ Σκυθία καὶ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Ναζιανζηνὸ πέρασε στὸ Βυζάντιο, ὅπου ἵδρυσε καὶ ἐκεῖ Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ θεωρεῖται ὡς ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα καὶ κήρυξε κατ’ ἀρχὰς στήν
Ἡράκλεια τῆς Θράκης. Ὕστερα στὴ Μακεδονία, κατέβηκε στὴν Πελοπόννησο, μὲ κατάληξη στὴν Πάτρα, τὴν ὁποία ἔκαμε κέντρο τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου του. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐξορμοῦσε σὲ ὅλη τὴ δυτικὴ Ἑλλάδα, ὅπου μετέστρεφε πλῆθος Ἰουδαίων καὶ εἰδωλολατρῶν, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός του μὲ πολλὰ θαύματα.
Στὴν Πάτρα ἦταν ρωμαῖος διοικητὴς ὁ ἀνθύπατος Λεσβίος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀνεκτικὸς στὴ δράση τοῦ Ἀνδρέα. Ὄχι ὅμως ὁ διάδοχός του Αἰγεάτης, ὁ ὁποῖος ἦταν φανατικὸς εἰδωλολάτρης. Τὸ ἔναυσμα τοῦ διωγμοῦ του ἔδωσε ἡ μεταστροφὴ τῆς συζύγου του Αἰγεάτη, Μαξιμίλλα, ἡ ὁποία πίστεψε στὸ Χριστὸ ὕστερα ἀπὸ θαυματουργικὴ θεραπεία της ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστια.
Οἱ σκοταδιστὲς εἰδωλολάτρες ἱερεῖς διέβαλαν τὸν ἅγιο Ἀνδρέα στὸν Αἰγεάτη, ὡς ἐπικίνδυνο, διότι ἐρήμωναν τὰ «ἱερά» τους. Ἐκεῖνος ἔγειρε τότε μεγάλο διωγμὸ στὴν Ἀχαΐα, ὅπου συνέλαβε πρῶτον τὸν ἅγιο Ἀνδρέα, τὸν ὁποῖο καταδίκασε σὲ σταυρικὸ θάνατο, σὲ σταυρὸ σχήματος Χ., μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, ἐπὶ ἐποχῆς Νέρωνα (54-68 μ. Χ.).
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τύπος αὐτὸς τοῦ σταυροῦ καλεῖται «Σταυρὸς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου». Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἔθαψε μὲ τιμὲς ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Πατρῶν Στρατοκλὴς μὲ τιμές. Τὸν 4ο αἰῶνα μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τοποθετήθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μαζὶ μὲ τὰ τίμια λείψανα τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, ἀπὸ ὅπου τὸ ἅρπαξαν οἱ ἀντίχριστοι σταυροφόροι τὸ 1204 καὶ τὸ μετέφεραν στὴ Δύση.
Τὸ 1964 ἐπέστρεψαν οἱ παπικοὶ τὴν Τιμία Κάρα του στὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν Πατρῶν, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸν μεγαλοπρεπῆ ναὸ ποὺ ἔχτισαν οἱ Χριστιανοί της ἀχαϊκῆς πρωτεύουσας. Στὸ ναὸ αὐτὸ φυλάσσεται καὶ τεμάχιο ἀπὸ τὸ σταυρό, μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Ἐπίσης ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ σώζεται ἀρχαιότατο πηγάδι, ὅπου ὑπῆρχε καὶ λειτουργοῦσε σκοταδιστικὸ μαντεῖο τῆς «θεᾶς» Δήμητρας καὶ ὅπου διαδραματίζονταν σκηνὲς ἀπίστευτης δεισιδαιμονίας καὶ οἰκονομικῆς ἐκμετάλλευσης τῶν ἄτυχων ὀπαδῶν τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρικῆς θρησκείας. Ἐκεῖ, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση κήρυττε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, καταδεικνύοντας τὶς ἀπάτες τῶν ἀδίστακτων εἰδωλολατρῶν ἱερέων καὶ τὸν πρωτογονισμὸ τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Ἐκεῖ συνελήφθη καὶ σταυρώθηκε.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 30 Νοεμβρίου σὲ ὅλο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο, κυρίως στὴν πόλη τῶν Πατρῶν καὶ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς ἱδρυτής, ὅπως προαναφέραμε, καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου