Ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας
Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ
Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ
π. Δημητρίου Μπόκου
Καθ’ ὁδὸν πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὸ τελευταῖο Πάσχα του ὁ Χριστός, προσεγγίζοντας στὴν Ἱεριχώ, συνάντησε ἕνα ζητιάνο τυφλό, ὁ ὁποῖος τὸν ἱκέτευσε μὲ μεγάλες κραυγὲς νὰ τὸν ἐλεήσει.
Ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του καὶ τὸν ρώτησε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Καὶ ὁ τυφλὸς ἀπάντησε: «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Θέλω τὸ φῶς μου (Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ). Ὁ τυφλὸς τῆς Ἱεριχοῦς εἶχε ξεκάθαρο αἴτημα, γιατὶ εἶχε σαφῆ ἐπίγνωση τῆς κατάστασής του. Γνώριζε καλὰ τὴν ἀδυναμία του, ὅτι εἶναι τυφλός. Βίωνε τὶς συνέπειες τῆς τύφλωσης μὲ τρόπο ποὺ δὲν τοῦ ἄφηνε περιθώριο γιὰ ψευδαισθήσεις. Οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες, οἱ για-τροί, τὰ φάρμακα, κρίθηκαν ὅλα ἀνώφελα. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο μέσο, ἔβλεπε καθαρὰ τί τοῦ ἔλειπε, ἀλλὰ καὶ ποῦ θὰ τὸ βρεῖ. Ἡ σωματικὴ τύφλωση εἶχε ἀνοίξει μιὰ φωτεινὴ ρωγμὴ στὴν ψυχή του.
Κατάλαβε καλά, ὅτι βοήθεια θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἢ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἔριξε λοιπὸν τὴν ἀδυναμία του μπροστὰ στὸν Θεό.
Δὲν τὸ κατανοοῦμε ὅλοι τόσο εὔκολα αὐτό. Ἰδιαίτερα ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα τῆς ψυχῆς μας. Ἐμπιστευόμαστε περισσότερο τὶς δυνάμεις μας. Θεωροῦμε ὅτι βλέπουμε καλὰ καὶ γνωρίζουμε νὰ διορθώνουμε μόνοι μας τὸν ἑαυτό μας.
Ἔτσι, ὅταν κάποτε ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ τυφλοὺς ποὺ ὅμως βλέπουν καὶ γιὰ κάποιους μὲ ἀνοιχτὰ μάτια ποὺ δὲν βλέπουν, οἱ «φωτισμένοι καὶ σοφοὶ» Φαρισαῖοι τοῦ εἶπαν: Μήπως καὶ ἐμεῖς εἴμαστε τυφλοί; (Ἰω. 9, 39-40). Οἱ ἀναγνωρισμένοι διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ; Οἱ διάδοχοι τοῦ Μωυσέως; Καὶ θὰ πρέπει νὰ γίνουμε δικοί σου μαθητὲς γιὰ νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια μας;
Ἀδύνατο νὰ κατανοήσουν τὴν ἀδυναμία τους. Καὶ νὰ πέσουν ταπεινὰ στὰ πόδια τοῦ Θεοῦ, ζητώντας ἀπὸ αὐτὸν φωτισμὸ καὶ βοήθεια. «Δὲν εἶχαν συναίσθηση πόσο τυφλοὶ ἦταν! Ἡ τραγωδία εἶναι ὅτι δὲν ἀναγνωρίζουμε τὴν τύφλωσή μας» (Antony Bloom).
Ὁ μακάριος Μωυσῆς ὁ Αἰθίοψ, ὁ φοβερὸς λήσταρχος ποὺ ἔγινε μέγας ἀσκητής, ἐφάμιλλος τῶν μεγάλων Πατέρων, πολεμήθηκε σφοδρὰ κάποτε ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας. Νόμισε ὅτι μπορεῖ νὰ τὸν ἀντιπαλέψει μὲ φοβερὴ ἄσκηση, ἄκρα νηστεία, ἐγκλεισμὸ σὲ κελλί, συνεχῆ ἀγρυπνία ἐπὶ ἕξι χρόνια καὶ ἄλλους κόπους, ἀλλὰ εἰς μάτην. Τὸ σῶμα του ἔλειωσε ἀπ’ τὶς σκληραγωγίες, ἀρρώστησε κιόλας βαριὰ γιὰ ἕνα χρόνο, μὰ ἀποτέλεσμα μηδέν.
Τοῦ λέει τότε ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος: «Πάψε λοιπόν, ἀδελφὲ Μωυσῆ, νὰ πολεμᾶς τόσο τοὺς δαίμονες. Ὑπάρχουν ὅρια καὶ στὴν ἄσκηση ὅταν παλεύεις μαζί τους. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτή, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, παύει κάθε πόλεμος ἐναντίον σου. Βασανίστηκες ὅμως τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ πάθος αὐτό, γιὰ νὰ μὴν καυχηθεῖς ὅτι τὸ νίκησες ἐσύ, μὲ τὴ δική σου δύναμη. Βλέποντας τὴν ἀδυναμία σου, νὰ μὴ θαρρεῖς στὴν ἄσκησή σου, ἀλλὰ νὰ προστρέχεις πάντα στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ τὸ καλό σου, γιὰ νὰ μὴν πέφτεις σὲ ὑπερηφάνεια» (Εὐεργετινός, τ. Β΄, Ὑπόθ. 26, σ. 304ἑξ.). Γνώριζε τί μπορεῖς καὶ τί εἶναι πέρα ἀπὸ τὶς δυνατότητές σου. «Ρίψον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ἀδυναμίαν σου» καὶ θὰ βρεῖς ἀνάπαυση (ἀββᾶς Ἀγάθων, κα΄).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου