Τὸ δέσιμο
Κυριακή ΙΓ΄Λουκᾶ
π. Δημητρίου Μπόκου
Ἕνας πλούσιος νεανίσκος, στὸ ἄκουσμα τῆς προτροπῆς τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ πλούτη του, νὰ πουλήσει τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ μοιράσει στοὺς φτωχοὺς καὶ μετὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, «περίλυπος ἐγένετο• ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα». Βλέποντας ὁ Χριστὸς τὴ μεγάλη στενοχώρια τοῦ νεαροῦ, ἐπισήμανε στοὺς ἀκροατές του ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ τρύπα βελόνας, παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ). Τρομερὴ ἡ κουβέντα τοῦ Χριστοῦ! Οἱ ἀκροατές του ἐξεπλάγησαν. Ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ; εἶπαν. Φαίνεται μὲν ἀδύνατο αὐτὸ σὲ σᾶς, εἶπε ὁ Χρι-στός, μὰ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μεταβάλει τὰ πράγματα. Μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημα καὶ τῶν πλουσίων ἀκόμα. Γιατὶ τὸ πρόβλημα δὲν τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀκριβῶς στὸν πλοῦτο, ἀλλὰ στὴ φοβερὴ ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ἀπόκτησής του καὶ κατοχῆς του. Ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ καταργεῖ τὸ ὅριο μεταξὺ τοῦ σωστοῦ καὶ τοῦ λάθους, τὸ ἄριστο μέτρο ποὺ ὀφείλει νὰ ἔχει σὲ ὅλα ὁ ἄνθρωπος.
Συνήθως ὁ Χριστιανὸς πλούσιος ξεγελάει τὸν ἑαυτό του, λέγοντας ὅτι θέλει πολλὰ λεφτά, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βοηθάει τάχα περισσότερο τοὺς φτωχούς. Κάνοντας μερικὲς φιλανθρωπίες, ἐπαναπαύεται. Ἀποκοιμίζει ἔτσι τὴ συνείδη-σή του, δικαιολογεῖ τὸ πάθος του γιὰ ἀπεριόριστη ἀπόκτηση ἀγαθῶν, «ἀεὶ προσλαμβάνειν ζητῶν. Τοιαύτη γὰρ ἡ τοῦ πλουτεῖν νόσος», τὸ νὰ μὴν ἔχει ὅριο στὸ νὰ ζητάει περισσότερα.
Ὄχι ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ τὸ πάθος γιὰ πλοῦτο εἶναι ποὺ καταστρέφει τὸν ἄνθρωπο καὶ μαστίζει ἐξ ἴσου πλούσιους καὶ φτωχούς. Ἡ προσκόλληση στὴν ἐπιθυμία αὐτὴ δὲν εἶναι μόνο ἐμπόδιο γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κάνει τεράστια ζημιὰ καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Ὁ ἄνθρωπος, ζητώντας ἀπεγνωσμένα ὅλο καὶ περισσότερα, δὲν ἐργάζεται, ἀλλὰ δουλεύει. Ἡ ἐργασία ἔγινε δουλεία (δουλειά), σκλαβιά. Δὲν ἐργάζεται γιὰ νὰ ζεῖ, ἀλλὰ ζεῖ γιὰ νὰ δουλεύει. Πιάνει καὶ δεύτερη δουλειὰ κ. λ. π., μὴν ἀφήνοντας στὸν ἑαυτό του οὔτε ἐλάχιστο χρόνο γιὰ νὰ ζήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ «πλοῦτον νόμιζε γνήσιον καὶ βέβαιον τὴν ὀλιγόδειαν». Ἡ ὀλιγάρκεια εἶναι ὁ σωστὸς καὶ σίγουρος πλοῦτος. Ὄχι τὸ νὰ ἔχεις πολλά, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ χρειάζεσαι πολλὰ (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, PG 35, 780C. 37, 388Α).
Τὸ τέλειο παράδειγμα εἶναι οἱ μοναχοί. Ἀποτάσσονται τὰ τοῦ κόσμου, ἀκολουθοῦν τὴν ἀκτημοσύνη. Λέει ὅμως ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, ὅτι καὶ αὐτὸ ἀκόμα δὲν φτάνει. Ἀφήνοντας ὅ,τι εἶχαν στὸν κόσμο, γονεῖς, χρήματα, κτήμα-τα, δουλειές, δοσοληψίες, κάνουν τὸν κόσμο νὰ σταυρωθεῖ, νὰ εἶναι νεκρός, νὰ μὴν ὑπάρχει γι’ αὐτούς. «Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται» (Γαλ. 6, 14).
Ἀπομένει ὅμως νὰ σταυρωθοῦν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὸν κόσμο. Νὰ νεκρώσουν κι αὐτοὶ μέσα τους κάθε ἐπιθυμία γι’ αὐτὰ ποὺ ἄφησαν πίσω τους. «Ἐμεῖς φα-νήκαμε ὅτι σταυρώσαμε τὸν κόσμο μέσα μας, ὅτι ἐγκαταλείψαμε τὰ κοσμικὰ πράγματα. Καὶ ἤρθαμε στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ τοὺς ἑαυτούς μας δὲν θέλουμε νὰ τοὺς σταυρώσουμε γιὰ τὸν κόσμο, γιατὶ ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία του, εἴμαστε δε-μένοι μὲ ἐμπάθεια μαζί του, ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴ δόξα του, γιὰ φαγητὰ καὶ ροῦχα… Ἐνῶ ἀφήσαμε τὰ μεγάλα καὶ πολύτιμα ποὺ εἴχαμε, τρέφουμε ἐδῶ μὲ μερικὰ τιποτένια πράγματα τὶς ἐπιθυμίες μας» (Ἀββᾶ Δωροθέου, Α΄ Διδασκαλία (Περὶ ἀποταγῆς), 13-14.
Τὸ δέσιμο λοιπόν, ἡ προσκόλληση στὸ καθετί, μεγάλο ἢ μικρό, κάνει ὅλη τη ζημιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου