Στεφάνου Ὁμολογητῆ, Ἀνδρέα, Πέτρου, Ἄννας Ὁσιομάρτυρος, Τῶν Ἁγίων
Βασιλείου, Στεφάνου, Ἰωάννη, Γρηγορίου καὶ Γρηγορίου οἱ σὺν Στεφάνω
μαρτυρήσαντες, Εἰρηνάρχου καὶ οἱ σὺν αὐτῶ ἑπτὰ γυναῖκες, τῶν Ἁγίων
Τιμοθέου καὶ Θεοδώρου καὶ οἱ σὺν αὐτῶν μαρτυρήσαντες, Ρωμανοῦ Ἐπισκόπου.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Ὁμολογητής ὁ Νέος
Γεννήθηκε
στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἰωάννης καὶ Ἄννα, τὸν
ἀνέθρεψαν κατὰ τὸν καλύτερο χριστιανικὸ τρόπο. Ὅταν μεγάλωσε, μορφώθηκε
ἀρκετὰ καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡγούμενος στὸ περίφημο ὄρος τοῦ Ἁγίου
Αὐξεντίου.
Ὅταν ξέσπασε ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνο δὲ
συμμορφώθηκε μὲ τὶς αὐτοκρατορικὲς διαταγές, ἀλλὰ καὶ χαρακτήρισε
αἱρετικοὺς τοὺς εἰκονομάχους βασιλεῖς.
Καταγγέλθηκε στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τὸν Κοπρώνυμο, ὁ ὁποῖος ἤλπιζε
μὲ τὴν προσωπική του ἐπιβολή, ὅταν τὸν ἔφερνε μπροστά του, νὰ δαμάσει
τὸ φρόνημα τοῦ Στεφάνου.
Συνέβη ὅμως τὸ ἀντίθετο. Ὁ Στέφανος, ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους μὲ «πολλὴν παρρησίαν ἐν πίστει τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», δηλαδὴ μὲ
πολλὴ παρρησία καὶ θάρρος στὸ νὰ διακηρύττει τὴν πίστη ποὺ ὁμολογοῦν ὅσοι εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ
Χριστό, ἤλεγξε αὐστηρὰ κατὰ πρόσωπο τὸν Κοπρώνυμο. Αὐτὸς τότε τὸν
ἔκλεισε στὴ φυλακὴ καὶ μετὰ ἀπὸ μέρες διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακή, ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν καὶ
νὰ τὸν κτυποῦν μὲ βαρεία ρόπαλα. Ἕνα ἰσχυρὸ κτύπημα στὸ κεφάλι ἔδωσε
τέλος στὴ ζωὴ τοῦ Στεφάνου, τὸ 767 μ.Χ. Κατόπιν τὸ σῶμά του τὸ ἔριξαν
στὴν θάλασσα, ἀλλὰ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ ποὺ τὸ βρῆκαν ὅταν τὰ κύματα τὸ
ἔφεραν στὴν παραλία, τὸ ἔθαψαν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας, δικαιοσύνης, διαπρεπῶν
ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς
ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον, τῆς θείας
εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντάς σε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν τῆς Τριάδος ἐραστὴν καὶ μύστην ἔνθεον
Ὡς ἐν ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει διαλάμψαντα
Στεφανώσωμεν τῶν ὕμνων τῷ θείῳ στέφει·
Τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὸ ἐκτύπωμα σεβόμενος
Τῶν ἀνόμων καταβέβληκε τὸ φρύαγμα.
Ὅθεν εἴπωμεν, χαίροις ἔνδοξε Στέφανε.
Μεγαλυνάριον.
Αἷμα τῆς ἀθλήσεως τῆς σεπτῆς, ἱδρῶσι κεράσας, θεοφόρε ἀσκητικοῖς, ὡς
εὔπνοον μύρον, τὴν παναγίαν κρᾶσιν, προσήγαγες τῷ Λόγῳ, Ὅσιε Στέφανε.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Μάρτυρας
Ἦταν ἀσκητὴς καὶ διέμενε σὲ κάποιο κελὶ κοντὰ στὶς Βλαχερνές. Ἐπίσης
ἦταν συναγωνιστὴς τοῦ Ὁσίου Στεφάνου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ποὺ τιμοῦμε σήμερα.
Ὁ Ἀνδρέας μαρτύρησε ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, συρόμενος στὴν γῆ ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους μέχρι θανάτου.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Μάρτυρας
Ἦταν καὶ αὐτὸς ἀσκητὴς στὸν Ὄλυμπο.
Φυλακίστηκε ἀπὸ τὸν Κοπρώνυμο μαζὶ μὲ τὸν Στέφανο τὸν νέο, διότι προσκυνοῦσε τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Κατόπιν τὸν χτύπησαν μέχρι θανάτου καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ Ἁγία Ἄννα ἡ Ὁσιομάρτυς
Συμμαρτύρησε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Στέφανο τὸν νέο, γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες, ἀφοῦ τὴ χτύπησαν μέχρι θανάτου.
Οἱ Ἅγιοι Βασίλειος, Στέφανος, Ἰωάννης ὁ ἀπὸ Λεγαταρίων ἢ Λεγατοκρίων, δύο Γρηγόριοι καὶ ἄλλοι Μάρτυρες
Ὅλοι συμμαρτήρησαν μὲ τὸν Ἅγιο Στέφανο (ποὺ τιμᾶται σήμερα). Ἡ λύσσα τοῦ
Κοπρώνυμου καὶ τῶν γύρω του δὲν περιορίστηκε μόνο σὲ ἕνα θύμα. Μετὰ τὸν
Στέφανο ὑπέστησαν βασανισμοὺς καὶ θανάτους καὶ ἄλλοι ὁμολογητὲς τῆς
Ὀρθοδοξίας.
Ἔτσι ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Βασίλειος, τυφλώθηκε ἀπὸ τοὺς δήμιους,
ἐξακολουθώντας νὰ διακηρύττει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του, καὶ στὴ συνέχεια
τὸν σκότωσαν μὲ κλωτσιές. Ἄλλος ἔπειτα, ὁ Ἰωάννης ὁ ἀπὸ Λεγαταρίων
ἐξορίστηκε στὴ Δαφνούσια, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ συνεχεῖς δαρμούς. Ἄλλοι δὲ
πάλι μὲ ἄλλο βάρβαρο τρόπο θανατώθηκαν ἢ ἐξορίστηκαν καὶ περνοῦσαν
συνεχὴ μαρτυρικὴ ζωή.
Ὁ Ἅγιος Εἰρήναρχος
Ὁ Ἅγιος Εἰρήναρχος ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλιὰ Διοκλητιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σεβάστεια.
Γεννήθηκε σὲ οἰκογένεια εἰδωλολατρῶν καὶ εἶχε μάθει νὰ αἰσθάνεται μᾶλλον
ἀπέχθεια πρὸς τοὺς χριστιανούς. Ὑπηρετοῦσε τοὺς βασανιστὲς τῶν
χριστιανῶν στοὺς διωγμούς των.
Ὅμως ἡ συχνὴ προσέγγιση ποὺ εἶχε μὲ τοὺς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, φώτισε
σταδιακὰ τὸν Εἰρήναρχο. Ἔβλεπε τοὺς ἡρωικοὺς μάρτυρες πράους ἀλλὰ
ταυτόχρονα δυνατοὺς καὶ ἀκλόνητους εἰς τὴν πίστη τους, τὶς γυναῖκες νὰ
ὑπομένουν τὰ φρικτὰ βασανιστήρια μὲ καρτερικότητα καὶ αὐταπάρνηση καὶ
τοὺς θαύμαζε γιὰ τὸ μεγαλεῖο τους. Ἡ βαθμιαία αὐτὴ μεταβολὴ στὴν ψυχὴ
τοῦ Εἰρηνάρχου κατέληξε στὴν ὁμολογία του στὸν Χριστό.
Ἡ ὁμολογία αὐτὴ τοῦ στοίχισε τὸ θάνατο, τὸν ὁποῖο βρῆκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ καὶ τὸν ὁποῖο ὑπέστη μὲ πλήρη ἀγαλλίαση.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰρήνης τὸν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τὸν τάραχον,
κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε· ὅθεν δι’ ὕδατός τε, καὶ πυρὸς ὡς
διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καὶ σωτηρίαν,
πᾶσιν αἰτούμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς στρατιώτης ἄριστος, τοῦ τῆς εἰρήνης ἄρχοντος, τοῦ σκότους Μάρτυς
καθεῖλες τὸν ἄρχοντα, τῇ καρτερᾷ ἐνστάσει σου· καὶ ταῖς σαῖς ἱκεσίαις,
ἐν εἰρήνη φυλάττοις Εἰρήναρχε, τοὺς πίστει εὐφημοῦντας, τὰ θεῖά σου
κατορθώματα.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς εἰρηνοδώρου μαρμαρυγῆς, Εἰρήναρχε μάκαρ, εἰσδεξάμενος τὴν αὐγήν,
υἱὸς φωτὸς ὤφθης, περιφανῶς ἀθλήσας· διὸ ταῖς σαῖς πρεσβείαις, ἡμᾶς
διάσωζε.
Ἅγιοι Πεντεκαίδεκα Ἱερομάρτυρες. Τιμόθεος, Θεόδωρος, Πέτρος, Ἰωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος,
Νικηφόρος, Βασίλειος, Θωμᾶς, Ἱερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης,
Κομάσιος, Εὐσέβιος καὶ Ἐτιμάσιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ ἅγιοι Πεντεκαίδεκα ἱερομάρτυρες, ποὺ τιμῶνται ἰδιαιτέρως καὶ εἶναι πολιοῦχοι τῆς πόλεως τοῦ Κιλκίς, ἀνήκουν στὴν εὐρύτερη χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ εἰδικότερα τῶν μαρτύρων.
Μάρτυρες ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τοὺς ἀγωνισαμένους μέχρι ψυχῆς καὶ αἵματος καὶ μαρτυρήσαντας τὴ δόξη τοῦ Χριστοῦ. (ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων).
Μάρτυρας εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑπομένει θεληματικὰ τὸν σωματικὸ θάνατο, προκειμένου νὰ παραμείνει πιστὸς στὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς του στὸν Χριστό.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἀποκαλεῖ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Μαρτύρων, τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τους, γενέθλια ἡμέρα, διότι αὐτὴν τὴν ἡμέρα εἰσῆλθαν στεφανηφόροι στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Γι' αὐτὸ οἱ πιστοὶ πανηγυρίζουν καὶ ἑορτάζουν μὲ χαρὰ τὴν ἡμέρα μνήμης τῆς ἀθλήσεως τῶν μαρτύρων. «Ὁ θάνατος τῶν μαρτύρων εἶναι παρηγοριὰ τῶν πιστῶν, παρρησία τῶν Ἐκκλησιῶν, σύσταση τοῦ χριστιανισμοῦ, κατάλυση τοῦ θανάτου, ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως, γελοιοποίηση τῶν δαιμόνων, κατηγορία τοῦ διαβόλου, διδασκαλία τῆς ἐνάρετης ζωῆς, παρακίνηση γιὰ περιφρόνηση τῶν παρόντων πραγμάτων καὶ ὁδὸς γιὰ ἐπιθυμία τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, παρηγορία γιὰ τὶς θλίψεις ποὺ μᾶς ἔχουν βρεῖ καὶ αἰτία γιὰ ὑπομονή, καθὼς καὶ ρίζα καὶ πηγὴ καὶ μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν» γράφει ὁ χρυσορρήμων ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Οἱ προστάτες καὶ πολιοῦχοι τῆς πόλεως τοῦ Κιλκὶς Πεντεκαίδεκα Ἱερομάρτυρες ἔζησαν τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, ὅταν αὐτοκράτορας στὴν Κωνσταντινούπολη ἦταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (361 - 363 μ.Χ.). Ἄγνωστη παραμένει ἡ καταγωγή τους, ἐνῷ τὸ Συναξάρι καὶ τὸ μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Ἀχρίδος - Οἱ Δεκαπέντε Μάρτυρες τῆς Τιβεριούπολης, ἐκδόσεις Ζῆτρος) συνέγραψε ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος καὶ πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αἱ.) (βλέπε 31 Δεκεμβρίου). Στὴ σύντομη βασιλεία του ὁ Ἰουλιανὸς προσπάθησε νὰ ἀνασυγκροτήσει τὴν αὐτοκρατορία μὲ βάση τὶς φιλοσοφικὲς καὶ εἰδωλολατρικὲς πεποιθήσεις του. Πρωταρχικὸ μέλημα τοῦ Ἰουλιανοῦ ἦταν ἡ ἀποκατάσταση καὶ ἐπαναφορὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας.
Ἄνοιξε ξανὰ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδώλων, ἐπέστρεψε τὶς περιουσίες τους καὶ ἄρχισε προσφορὰ δημοσίων θυσιῶν. Ταυτόχρονα ἔλαβε μέτρα κατὰ τῶν Χριστιανῶν «των Γαλιλαίων» ὅπως περιφρονητικὰ τοὺς ἀποκαλοῦσε. Τοὺς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὰ δημόσια ἀξιώματα, τοὺς ἀπαγόρευσε νὰ φοιτοῦν στὶς διάφορες σχολές, ἀντικατέστησε τὰ χριστιανικὰ σύμβολα μὲ εἰδωλολατρικά. Ἡ ἀρχική του ἀποτυχία τὸν ἐξαγρίωσε ἀφάνταστα ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἰουλιανὸς πρόσταξε τοὺς διοικητὲς τῶν πόλεων, νὰ συλλαμβάνουν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἂν δὲν ἀρνοῦνταν τὸ Χριστό, νὰ τοὺς βασανίζουν μέχρι θανάτου. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ διαταγή, ὁ τότε ἄρχοντας τῆς Νίκαιας διέταξε τοὺς χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς του νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, διαφορετικὰ τοὺς περίμεναν ἀνεκδιήγητα βασανιστήρια καὶ ὁ θάνατος.
Οἱ χριστιανοί, ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτά, φώναξαν ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ: «Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ θυσιάσουμε στὰ κουφὰ καὶ ἄφωνα εἴδωλα». Αὐτὸ τὸν γέμισε μὲ πολὺ θυμὸ καὶ ἀκατάσχετη μανία, καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ θανατώσεις, ἐνῷ πολλοὶ ξέφυγαν στὰ ὄρη καὶ τὶς ἐρημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σὲ ἄλλους τόπους. Ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους ἦταν οἱ Τιμόθεος, Κομάσιος, Εὐσέβιος καὶ Θεόδωρος οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν κατ’ ἀρχὰς στὴν Θεσσαλονίκη. Δὲν ἔμειναν ὅμως πολὺ καιρὸ καὶ στὴν πόλη αὐτή, λόγῳ τῶν διωγμῶν, καὶ κατέφυγαν βόρεια, στὴν πόλη Στρώμνιτσα, ποὺ τότε ὀνομαζόταν Τιβεριούπολη. Ἡ Στρώμνιτσα βρίσκεται τὶς ὑπώρειες τῆς βορειοδυτικῆς προεκτάσεως τῆς Κερκίνης, στὴ Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εὔφορης πεδιάδας καὶ ἀπέχει ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα.
Στὴν ἀρχαιότητα, στὴν ἴδια θέση βρισκόταν ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλη των Παιόνων, ποὺ ὀνομαζόταν Ἀστραῖον ἢ Αἰστραῖον ἢ καὶ Ἀστέριον. Κατὰ τὸν 3ο π.Χ. αἰῶνα μετονομάσθηκε σὲ Καλλίπολη. Κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο ἡ πόλη ὀνομάζεται Τιβεριούπολη. Ἔτσι ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεοφύλακτο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος καὶ πάσης Βουλγαρίας (τέλη τοῦ 11ου μ.Χ. αἰῶνα), σὲ χρυσόβουλα τῶν Κομνηνῶν καὶ ἀπὸ βυζαντινοὺς συγγραφεὶς κυρίως ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Γρηγορά. Ὑπὸ ποιές συνθῆκες πῆρε τὴν ὀνομασία αὐτὴ δὲν ὑπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ὁ καθηγητὴς Ἀθανάσιος Ἀγγελόπουλος στὸ βιβλίο τοῦ «Βόρειος Μακεδονία – Ὁ Ἑλληνισμός της Στρωμνίτσης», γράφει ὅτι ἡ ὀνομασία ἔγινε μᾶλλον ἐπὶ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου ὀνόματι Τιβερίου. Αὐτοκράτορες μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ὑπῆρξαν δύο. Ὁ πρῶτος βασίλευσε λίγο μετά τον Ἰουστινιανὸ (578 - 582 μ.Χ.) καὶ ὁ δεύτερος ἀργότερα (689 - 705 μ.Χ.).
Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ δόθηκε ἐπὶ τοῦ πρώτου Τιβερίου. Δὲν ἀποκλείει ὁ καθηγητὴς τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μετενομάστηκε σὲ Τιβεριούπολη, λόγῳ τῆς παραμονῆς ἐκεῖ τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Τιβερίου (14 - 37 μ.Χ.). Στὰ χρόνια τῆς Σερβοβουλγαρικῆς κατοχῆς τῆς πόλης, ἡ Τιβεριούπολη ἔλαβε τὴν ὀνομασία «Στρώμνιτσα». Ἀπὸ τὸν 11ο μ.Χ. αἰῶνα ἕως τὸν 13ο μ.Χ. αἰῶνα ἡ πόλη καθίσταται ἀντικείμενο ἔριδος μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Βουλγάρων, ὡς παραμεθόριο κάστρο, καὶ τότε ὀνομάστηκε προφανῶς Στρώμνιτσα. Ἡ ὀνομασία αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ τὸν ποταμὸ Στρυμώνα ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους «Στρούμα».
Τὴν περιοχή της Στρώμνιτσας διαρέει ὁμώνυμος παραπόταμος τοῦ Στρυμώνα, τὸν ὁποῖο οἱ Βούλγαροι ὀνομάζουν «Στρούμιτζα» ἢ «Στρώμνιτσα». Ἔτσι διατηρήθηκε ἡ ὀνομασία Στρώμνιτσα καὶ ἡ πόλη κατοικεῖται ἀπὸ ἀνθηρὸ Ἑλληνισμὸ ὅλη τὴν περίοδο τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Γένους στοὺς Ὀθωμανοὺς ὡς τὸ 1913 μ.Χ. Στὴν Τιβεριούπολη, λοιπόν, τὴν κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οἱ τέσσερις πρῶτοι Ἱερομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν ἁγία ζωή τους καὶ τὴν φλογερὴ διδασκαλία τους «ἔσπειραν τὸν σπόρο τοῦ θείου λόγου στὰ χωράφια τῶν ψυχῶν καὶ δημιούργησαν μὲ ἐπιμέλεια γιὰ τὸν Χριστὸ ἕνα εὔφορο καὶ καλλιεργημένο χωράφι, γεμᾶτο στάχυα» (Ἅγιος Θεοφύλακτος).
Ὁ ἅγιος βίος καὶ ἡ χαριτόβρυτος πολιτεία τους εἵλκυσε καὶ ἄλλους ἕντεκα ἱερεῖς καὶ μοναχούς της Τιβεριούπολης, ἀπαρτίζοντας «τὴν Τρίτη πεντάδα» τῶν πιστῶν δούλων καὶ ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος Χριστοῦ. Τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων εἶναι: Τιμόθεος, καὶ Θεόδωρος ἐπίσκοποι (Ὁ Θεόδωρος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς 318 θεοφόρους πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνῷ ὁ Τιμόθεος κατέστη ἐπίσκοπος Τιβεριουπόλεως), Πέτρος, Ἰωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικοφόρος οἱ ἱερεῖς, Βασίλειος καὶ Θωμᾶς διάκονοι, Ἰερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος καὶ Εὐσέβιος οἱ μοναχοί. Ὅλοι μαζὶ οἱ ἅγιοι ζοῦσαν ἀγγελικὴ ζωή, φώτιζαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ἤλεγχαν τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων στὴν Τιβεριούπολη καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ ἐνῷ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, καὶ μάλιστα τῶν ἰάσεων.
Ἡ ἱεραποστολικὴ καὶ χριστιανικὴ δράση τῶν Δεκαπέντε ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου διαδόθηκε «ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων» καὶ ἔφτασε ὡς τὴν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἦταν διοικητὲς ὁ Οὐάλλης καὶ ὁ Φίλιππος, φανατικοὶ εἰδωλολάτρες, τυφλὰ ὄργανα τοῦ δυσσεβοὺς Ἰουλιανοῦ. Ἀκούγοντας οἱ δυὸ τὴν δράση τῶν ἁγίων, ἔσπευσαν στὴν Τιβεριούπολη, τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς προσήγαγαν σὲ δημόσια δίκη. Ἐκεῖ τοὺς ἐπιτίμησαν καὶ τοὺς κατηγόρησαν ὅτι περιφρονοῦν τὰ διατάγματα τοῦ βασιλέως καὶ πιστεύουν ὡς Θεὸ αὐτὸν ποὺ σταυρώθηκε μὲ ληστές. Οἱ ἅγιοι, χωρὶς δισταγμὸ καὶ μὲ θάρρος στὸν ἀληθινὸ Θεό, ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους, διαλαλῶντας τὸ ἀποστολικὸ «οὐδεὶς ἡμᾶς χωρίσει τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ», ἀποδεικνύοντας ταυτόχρονα τὸ ἄλογον τῆς εἰδωλολατρίας. Μάλιστα, ἡ πειστικότητα τῶν ἐπιχειρημάτων τους ἦταν τέτοια, ὥστε οἱ δυὸ τύραννοι τοὺς διέκοψαν τὸν εἱρμὸ τοῦ λόγου τους λέγοντας τοὺς «ὁμολογεῖτε τοὺς ἀθανάτους θεοὺς ἢ ὄχι;». «Ποτὲ» εἶπαν οἱ μάρτυρες «δὲν θὰ θυσιάσουμε στοὺς δαίμονες καὶ τὰ εἴδωλά τους, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν δαιμόνων».
Ἡ γενναία ἀπάντησή τους ἐξόργισε τοὺς δυὸ διοικητὲς ποὺ ἀποφάσισαν τὴν μὲ ξίφος θανάτωση τῶν ἁγίων. Ξεκίνησαν λοιπὸν μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, γιὰ τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τους, ὅπου καὶ ἔλαβαν τὰ ἀμάραντα στέφανα τῆς ἀθλήσεως τους. Ἕνας ἀπὸ τοὺς Πεντεκαίδεκα ἁγίους, ὁ ἱερεὺς Πέτρος, «θείῳ ζήλῳ πυρωθεὶς τὴν καρδίαν» φώναξε λίγο πρὸ τοῦ μαρτυρίου: «Παραβάτες τῶν ἔργων καὶ ἐχθροὶ τῆς ἀλήθειας, γιατί χύνετε χωρὶς αἰτία τὸ αἷμα τῶν δικαίων, γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἀποδείχτηκε τίποτε ποὺ ν’ ἀξίζει τὸν θάνατο, ἀλλὰ μᾶλλον ὅλες οἱ πράξεις τους ἀξίζουν τιμὲς καὶ στεφάνια;».
Αὐτὰ τὰ λόγια μόλις τὰ ἄκουσαν οἱ μιαροὶ ἐκεῖνοι ἄρχοντες, πρόσταξαν νὰ ξαπλώσουν καταγῆς τὸν μάρτυρα καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν μὲ ραβδιά, ἔπειτα νὰ τοῦ κόψουν τὰ χέρια καὶ τελικὰ νὰ τὸν θανατώσουν μὲ ξίφος. Τὰ χέρια τοῦ ἁγίου τὰ πέταξαν στὰ σκυλιά. Ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὸ δεξὶ χέρι ἔπεσε στὰ πόδια μιᾶς ἐκ γενετῆς τυφλῆς, ἡ ὁποία μόλις τὸ ἀντιλήφθηκε τὸ πῆρε στὸ σπίτι της καὶ τὸ φρόντισε. Καὶ ἀπὸ τὴ χαρά της γιὰ τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ ποὺ κατεῖχε, καταφιλοῦσε τὸ χέρι τοῦ μάρτυρα, τὸ ἀγκάλιαζε, τὸ τοποθετοῦσε στὰ μάτια της. Καὶ τότε ἔγινε τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Κυρίου – ἀνοίξανε τὰ μάτια της καὶ βρῆκε το φῶς της. Τὸ ἅγιο αὐτὸ λείψανο, ἡ εὐσεβὴς γυναῖκα τὸ ἐναπέθεσε ἀργότερα στὴ Θεσσαλονίκη, στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς καλλινίκου μάρτυρος Ἀναστασίας, τὸ ὁποῖο ὅμως ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴν Στρώμνιτσα.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν χριστιανομάχων διοικητῶν στὴ Θεσσαλονίκη, οἱ πιστοί της Τιβεριούπολης πῆραν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν ἁγίων, τὰ τοποθέτησαν σὲ λάρνακες, στὶς ὁποῖες ἔγραψαν τὸ ὄνομα, τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἀξίωμά τους. Ἦταν 28 Νοεμβρίου τοῦ 362 μ. Χ. Ἀργότερα ἀνήγειραν καὶ μεγαλοπρεπῆ ναό, ὅπου τοποθετήθηκαν οἱ Δεκαπέντε λάρνακες ποὺ ἀποτέλεσαν πηγὴ θαυμάτων καὶ ἰάσεων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα διασώζει ὁ βιογράφος τοὺς Ἅγιος Θεοφύλακτος ὥστε ὅπως γράφει, «νὰ γίνει ἡ Τιβεριούπολη ἕνας λαμπρὸς πυρσός, ποὺ ἅπλωνε τὸ φῶς τῆς πίστης σὲ ἄλλες πόλεις καὶ ἀνακαλοῦσε ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ πλάνη ὅσους βρίσκονταν στὸ πέλαγος τῆς ἀπιστίας».
Δυστυχῶς, ἐξ αἰτίας βαρβαρικῶν ἁλώσεων καὶ καταστροφῶν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων χάθηκαν καὶ μόνο τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ἱερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, τὸ ὁποῖο ἐπεστράφη στὴν Στρώμνιτσα καὶ τὸ κρατοῦσαν οἱ εὐσεβεῖς Ἕλληνες τῆς Στρώμνιτσας ὡς θησαυρὸ πολυτίμητο, στοὺς δίσεκτους χρόνους τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Δευτέρου Βαλκανικοῦ Πολέμου, ὁ ἔνδοξος ἑλληνικὸς στρατός, ἀπελευθερώνει καὶ τὴν Στρώμνιτσα ἀπὸ τὸν βουλγαρικὸ ζυγό. Στὶς 26 Ἰουνίου τοῦ 1913 μ.Χ. εἰσέρχεται στὴν πόλη μιὰ ἴλη τοῦ ἑλληνικοῦ ἱππικοῦ καὶ τὴν ἀπελευθερώνει. Χαρᾶς εὐαγγέλια. Ἡ πόλη πλημμυρισμένη ἀπὸ τὴν κυανόλευκη ὑποδέχεται τοὺς ἀπελευθερωτὲς μὲ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».
Δυστυχῶς ὅμως μὲ τὴ συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου στὶς 26 Ἰουλίου τοῦ 1913 μ.Χ. ἡ πόλη ἐπιδικαζόταν στοὺς Βουλγάρους. Τὸ τρομακτικὸ νέο γνωστοποιεῖται τηλεγραφικῶς στὸν τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Ἀρσένιο καὶ ἐκεῖνος περίλυπος καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸ ἀνακοινώνει στὸ ποίμνιό του. Τὰ ἄδικα καὶ θλιβερὰ νέα διαδόθηκαν ἀστραπιαῖα. Ἡ κατάφωρα ἄδικη ἀπόφαση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ὑποχρέωνε τοὺς Στρωμνιτσιῶτες νὰ ζήσουν κάτω ἀπὸ τὸ μένος τῶν Βουλγάρων. Ἀποφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἀγαπημένη τους πατρίδα καὶ νὰ καταφύγουν στὴν Ἑλλάδα, ἀφοῦ πρῶτα κάψουν τὰ σπίτια καὶ τὰ ἀκίνητα ὑπάρχοντά τους, γιὰ νὰ μὴν βροῦν τίποτε οἱ Βούλγαροι.
Ἔτσι, ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς πανάρχαιας ἑλληνικῆς πόλεως Αἰστραῖον ἢ Τιβεριουπόλεως ἢ Στρώμνιτσας ἐγκατέλειπε κατώδυνος τὴν προγονική του γῆ. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν τῶν προσφύγων Στρωμνιτσιωτῶν ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἐρειπωμένη ἀπὸ τὸν πόλεμο πόλη τοῦ Κιλκὶς (περίπου 3.500) τὴν ὁποία μὲ πολὺ ζῆλο καὶ ἀγάπη ἄρχισαν γρήγορα νὰ τὴν ἀνοικοδομοῦν. Ἄλλοι ἐγκαταστάθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη. Οἱ Στρωμνιτσιῶτες ἔφεραν μαζί τους στὸ Κιλκὶς ὡς ἱερὰ κειμήλια μιὰ παλαιὰ εἰκόνα τῶν Πεντεκαίδεκα ἱερομαρτύρων, τὴν ὁποία ἐναπόθεσαν σ’ ἕναν παλαιὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος κοντὰ στὸ Κοιμητήριο, τὸν ὁποῖο μετονόμασαν σὲ ναὸ τῶν Πεντεκαίδεκα Ἱερομαρτύρων καὶ μιὰ παλιὰ Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τὴν ὁποία ἐναπόθεσαν ἐπίσης σὲ ἕναν παλαιὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ποὺ μετονόμασαν καὶ αὐτὸν σὲ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου λόγῳ τοῦ ὅτι καὶ στὴν Στρώμνιτσα ὑπῆρχε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ὁ ὁποῖος μάλιστα, ἦταν ὁ Μητροπολιτικὸς ναὸς τῆς πόλεως.
Ὁ μεγαλύτερος θησαυρὸς ὅμως ποὺ ἔφεραν ἀπὸ τὴν πατρίδα εἶναι τὸ ἱερὸ λείψανο, τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ἱερομάρτυρα Πέτρου τοῦ Πρεσβυτέρου, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς Πεντεκαίδεκα, τὸ ὁποῖο ἐναπόθεσαν καὶ αὐτὸ στὸν μετονομασθέντα ναό. Οἱ Στρωμνιτσιῶτες ἐγκαταστάθηκαν στὸ Κιλκὶς γύρω ἀπὸ τοὺς δύο προαναφερθέντες ναούς. Τὸ 1967 μ.Χ. μὲ ἐνέργειες τοῦ τότε Μητροπολίτη Πολυανὴς καὶ Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη του Ποντίου, πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας καὶ πρὸς τὸ ἁρμόδιο Ὑπουργεῖο, καθιερώθηκε μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα τῆς 19ης Ἰουλίου 1967 μ.Χ. νὰ ἑορτάζονται ἐπίσημα ὡς πολιοῦχοι τῆς πόλεως Κιλκὶς καὶ ἡ ἡμέρα τῆς γιορτῆς τους (28 Νοεμβρίου) ὡς ἀργία γιὰ τὸν τόπο.
Στὰ ἑπόμενα χρόνια ὅμως ὁ παλαιὸς ναὸς ἔπαθε σημαντικὲς ζημιὲς ἀπὸ σεισμοὺς καὶ γκρεμίσθηκε. Στὶς 12 Ἰουνίου 1977 μ.χ. θεμελιώθηκε ὁ σημερινὸς περικαλλὴς ναὸς τῶν ἁγίων, ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀμβρόσιο Στάμενα, τὸν μετέπειτα Παροναξίας, ἰερατεύοντος τοῦ π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τὰ θυρανοίξια τοῦ νέου ναοῦ ἔγιναν στὶς 27 Νοεμβρίου 1989 μ.Χ., ἐνῷ τα Ἐγκαίνια στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1990 μ.Χ. ἰερατεύοντος τοῦ π. Σταύρου Χριστοφορίδη. Στὸ νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ ἡ παλαιὰ εἰκόνα. Ὁ εὐσεβὴς λαὸς τοῦ Κιλκίς, κάθε χρόνο στὶς 28 Νοεμβρίου, τιμᾶ καὶ γεραίρει τὴν μνήμη τῶν πολιούχων κα προστατῶν του Πεντεκαίδεκα Ἱερομαρτύρων.
Ἀπολυτίκιον (Ἦχος δ΄. Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ)
Τῇ ἀσκήσει τὴν σάρκα νεκρώσαντες, εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες, καταφρονήσαντες τῶν ἐπιγείων, καὶ Χριστὸν ποθοῦντες σοφοὶ Ἀθληταί, τοῖς τυράννοις γενναιοφρόνως ἀντικατέστητε, καὶ στεφάνοις ἀθλητικοῖς κατεστέφθητε, ἰάσεις τοῖς προσιοῦσιν ἀναπηγάζετε
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Οἱ
πεντεκαίδεκα Χριστοῦ Ἀθλοφόροι, τῆς Τιβερίου οἱ στεῤῥοὶ πολιοῦχοι,
ὥσπερ ἀστέρες σήμερον ἀνίσχουσι φαιδροί, Τιμόθεος Θεόδωρος, οἱ κλεινοὶ
Ἱεράρχαι, Εὐσέβιος Κομάσιος, καὶ ὁ θεῖος Σωκράτης, σὺν τῇ δεκάδι τῶν
συναθλητῶν, πᾶσι θαυμάτων, ἀκτίνας πυρσεύοντες.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς
Ἱερομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, τοὺς πέντε καὶ δέκα, καθαιρέτας τῆς
δυσσεβοῦς, πλάνης τῶν εἰδώλων, καὶ τοῦ παραβάτου, δοξολογοῦντες
ἀνυμνήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ὑμνείσθω
Τιμόθεός τε σεπτῶς, Κομάσιος ἅμα, καὶ Εὐσέβιος καὶ Θωμᾶς, Δανιὴλ
Χαρίτων, σὺν τῷ Ἱεροθέῳ, ὡς τῷ Χριστῷ συστρατευσάμενοι.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ὑμνείσθωσαν
ἔτι πανευλαβῶς, Πέτρος καὶ Σωκράτης, καὶ Θεόδωροι οἱ σεπτοί, σὺν τῷ
Βασιλείῳ, Σεργίῳ Νικηφόρῳ, καὶ Ἰωάννη οἱ θεόφρονες.
Ὁ Οἶκος
Τοὺς
Ἰεράρχας τοὺς σεπτοὺς καὶ θείους ὑποφήτας, τῶν ξένων μυστηρίων Χριστοῦ
τῆς παρουσίας, μέλλων ὑμνῆσαι τολμηρῶς, ὁ ἐσκοτισμένος, ἐκ πταισμάτων
χαλεπῶν, ψυχήν τε καὶ διάνοιαν, τὴν ἄνωθεν αἰτοῦμαι βοήθειαν, ὅπως
ἐγκωμίοις καταστέψω τοὺς Ἁγίους, οὓς ἄνωθεν ἔστεψεν ὁ Κτίστης· διττοὺς
γὰρ ἀνδρικῶς ἔῤῥιψαν τοὺς τυράννους, τόν τε Ἄρειον τὸ πρίν, καὶ
παραβάτην, ὑφ’ οὗ τὰς ἱερὰς ἐτμήθησαν κάρας, πᾶσι θαυμάτων ἀκτίνας
πυρσεύοντες
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν
Τριάδος
τῆς σεπτῆς, ἡ τριπλὴ πεντὰς θεία, αἰνέσθω παρ’ ἡμῶν, Θεοδώρῳ σὺν ἅμα, ὁ
μέγας Τιβέριος, καὶ ὁ θεῖος Κομάσιος, σὺν τοῖς δώδεκα, τῆς Ἐκκλησίας
φωστῆρσιν, οἱ πανάριστοι, τῶν σωζομένων ποιμένες, οἱ στύλοι τῆς πίστεως.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν
Οἱ
σοφοὶ διδάσκαλοι, τῶν Τιβερίων, τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἔργοις καὶ
λόγοις ἐπὶ γῆς, μεγαλυνέσθωσαν σήμερον, ὡς σωτηρίας ἡμῶν ὄντες πρόξενοι.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Φωστῆρες
ὑπέρλαμπροι τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, τὸν κόσμον ἐφωτίσατε ταῖς διδαχαῖς
ὑμῶν, Πατέρες θεόσοφοι· τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων,
σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι,
Χριστῷ πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Τοὺς
Μάρτυρας Χριστοῦ, καὶ στεῤῥοὺς πολιούχους, συνέλθωμεν πιστοί, ἐπαξίως
τιμῆσαι, ὡς θύματα ὁλόκληρα, ὡς θυσίας ὡς θύτας Χριστοῦ· οὗτοι Ἄρειον,
καὶ παραβάτην εἰς τέλος, κατετρώπωσαν, τοῦ μαρτυρίου τὸ στέφος, λαμπρῶς
ἐνδυσάμενοι.
Ὁ Ἅγιος Ῥωμανὸς Ἐπίσκοπος Μακεδονίας
Ἡ μνήμη του δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπ’ αὐτὸν τοῦ Delehaye.
Βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 σὰν ἐπίσκοπος Μακεδονίας.
Πληροφορίες ἀπό saint.gr καί synaxarion.gr
Ἀπολυτίκια ἀπό youtube.com/@orthodoxmusic-8948
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Κουμπιά
- Αρχική
- Οπτικό Αγιολόγιο
- Ιανουάριος
- Φεβρουάριος
- Μάρτιος
- Απρίλιος
- Μάιος
- Ιούνιος
- Ιούλιος
- Αύγουστος
- Σεπτέμβριος
- Οκτώβριος
- Νοέμβριος
- Δεκέμβριος
- Πατερικά
- Γεροντικά
- Ομιλίες
- Εσταυρωμένος
- Επικοινωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου