Ἀβδίου
Προφήτου, Βαρλαάμ, Ἄζη τοῦ Θαυματουργοῦ,τῶν Ἁγίων 150 Μαρτύρων, τῆς
Ἁγίας Μάνας καὶ τῆς θυγατρός της,τῶν Ἁγίων 12 Μαρτύρων Στρατιωτῶν,
Ἀγαπίου, Ἠλιοδώρου, τῶν Ἁγίων Ἀνθίμου, Θαλλαλαίου, Χριστοφόρου, Εὐφημίας
καὶ Παγχαρίου, Βαρλαὰμ Ὁσίου, Σίμωνος Ὁσίου, Ἰλαρίωνα τοῦ Ἴβηρα.
Ὁ Προφήτης Ἀβδίας ἢ Ὀβδιοὺ ἢ Ἀβδιού
Τὸ
ὄνομά του σημαίνει «δοῦλος Κυρίου». Ἔζησε στὸ δεύτερο μισό του 6ου
αἰώνα π.Χ., (κατ’ ἄλλη ἐκδοχὴ τὸ 800 π.Χ.), καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς
δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συχὲμ (ἐκ τοῦ ἀγροῦ Βηθοχαρὰμ ἢ Βαθαχαράμ), καὶ μὲ τὴν
σύντομη προφητεία του αὐστηρὰ παρατηρεῖ μὲ ἰσχυρὲς ποιητικὲς ἐκφράσεις
τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν πτώση τοῦ Ἰσραήλ.
Νὰ τί λέει χαρακτηριστικὰ γιὰ
τὴν ὑπερηφάνεια: «Ὑπερηφανία τῆς καρδίας σου ἐπῆρέ σε κατασκηνοῦντα ἐν
ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν, ὑψῶν κατοικίαν αὐτοῦ, λέγων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, τὶς
κατάξει μὲ ἐπὶ τὴν γῆν; ἐὰν μετεωρισθῆς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν
ἄστρων θῆς νοσσιᾶν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος» Δηλαδή:
Ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μὲ κατεβάσει στὴ γῆ; Καὶ ἂν ἀκόμα πετάξεις σὲ μεγάλα ὕψη σὰν τὸν ἀετό, καὶ ἂν στήσεις τὴν φωλιά σου ψηλὰ ἀνάμεσα στ’ ἀστέρια, ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ καταρρίψω καὶ θὰ σὲ κατεβάσω, λέγει ὁ Κύριος.
Ἂς προσέξουμε, λοιπόν, τὰ λόγια τοῦ προφήτη καὶ ἂς καλλιεργοῦμε τὸ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση. Νὰ ἀναφέρουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ Ὀβδιοὺ ἦταν μαθητὴς τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ, ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀχοζία, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τὸν Ὀβδιοὺ στὸν Ἠλία γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ βουνὸ πρὸς τὸν βασιλιά. Μετὰ τὴν μετάβαση τοῦ Ἠλία στὸν Ὀχοζία, ὁ Ὀβδιού, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ πεντηκοντάρχου, ἀκολούθησε τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε.
Ὅταν πέθανε ἐτάφη στὸν τάφο τῶν πατέρων του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὥσπερ θεράπων φερωνύμως τοῦ Λόγου, τοῦ ὑπὲρ ἔννοιαν φωτὸς ἠξιώθης, καὶ προφητείας ἔλλαμψιν ἐδέξω σοφὲ· δόξαν γὰρ τὴν ἄϋλον, καθαρῶς ἐποπτεύων, ὄργανον θεόπνευστον, Ἀβδιοὺ ἀνεδείχθης, προμελῳδοῦν ἐν κόσμῳ μυστικῶς, τῶν ἐσομένων, Προφῆτα τὴν ἔκβασιν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀπαρχὴν εὐπρόσδεκτον, προσαγαγὼν τὸν βίον σου, τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ παναοίδιμε, θεαρχικῆς ἐλλάμψεως, ἀπηνέγκω τὸ κάλλος, καὶ μελλόντων ἐκφάντωρ θεοειδέστατος, Ἀβδιοὺ ἀνεδείχθης, κραυγάζων· Ἀλληλούϊα.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν προφητείας οἷα πηγήν, Ἀβδιοὺ Προφῆτα, δεδεγμένος ἐν τῇ ψυχῇ, ὄμβροις οὐρανίοις, προφητικῶς ἐπάρδεις, ἡμῶν τὰς διανοίας, τῶν εὐφημούντων σε.
Ὁ Ἅγιος Βαρλαάμ
Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, θεώρησαν χρέος τους νὰ ἀσχοληθοῦν στὸ δίκαιο ἐγκώμιο τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἀθλητὴ τῆς πίστης.
Παρὰ τὰ βαθιὰ γεράματά του, ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἔπαρχο Ἀντιοχείας, τὸν ἀντιμετώπισε μὲ θαυμαστὴ εὐψυχία.
Ἔτσι τὸν μαστίγωσαν μὲ νεῦρα βοδιοῦ καὶ τοῦ ξερίζωσαν τὰ νύχια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑποχωροῦσε ἄναψαν κάρβουνα καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ βάλουν τὰ χέρια του ἐπάνω σ’ αὐτά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς πρόλαβε.
Βάδισε μόνος του καὶ ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι στὴν φωτιά. Καὶ ἐνῶ καίγονταν οἱ σάρκες καὶ τὰ κόκαλά του, ὁ γέροντας Βαρλαάμ, ὑμνοῦσε καὶ εὐλογοῦσε τὸν Κύριο.
Μετὰ ἀπὸ λίγο παρέδιδε καὶ τὴν τελευταία του πνοή, ἀλλὰ κράτησε καὶ ἀμετακίνητη τὴν πίστη του (304 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ὃ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Νεανικὴν ἐνδεδυμένος ἀνδρείαν, μαρτυρικὴν ἐν πολιᾷ καρτερίαν, σὺ ἐνεδείξω ἔνδοξε δοξάσας τὸν Χριστὸν· τούτῳ δὲ προσήγαγες, δεξιᾷ κεκαυμένη, ὡς θυσίαν ἄμωμον, τὴν ἁγίαν ψυχήν σου. Μεγαλομάρτυς πρέσβευε ἀεί, πᾶσι δοθῆναι, Βαρλαὰμ συγχώρησιν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Γηραιῷ ἐν σώματι, τὸν παλαιὸν ἐν κακίᾳ, κρατεροῖς παλαίσμασι, καταβαλὼν Ἀθλοφόρε, ἤνεγκας, καθάπερ ἄσαρκος τὰς στρεβλώσεις, ἔφερες, τὴν τῆς χειρός σου καῦσιν ἀνδρείως· διὰ τοῦτό σε ὁ Λόγος, στεφάνῳ δόξης, Βαρλαὰμ ἔστεψε.
Μεγαλυνάριον.
Δρόσον οὐρανίου ἀναψυχῆς, γραφικῶς σταλάζει, Ἐκκλησίᾳ τῇ εὐαγεῖ, Βαρλαὰμ θεόφρον, ἡ κεκαυμένη χείρ σου, Κυρίῳ αἰρομένη, ὑπὲρ τῶν δούλων σου.
Ὁ Ἅγιος Ἄζης
Σήμερα ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ τὸν Ἅγιο Ἄζη, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Ἰσαύρων καὶ ἦταν στὸ ἐπάγγελμα στρατιωτικός. Ἄφησε ὅμως τὴν στρατιωτικὴ ζωὴ καὶ πῆγε στὴν ἔρημο γιὰ νὰ μονάσει, ὅπου καὶ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα.
Τὸν κατήγγειλαν ὅμως, οἱ εἰδωλολάτρες στὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν.
Στὸν δρόμο πρὸς τὸν ἔπαρχο, οἱ στρατιῶτες ποὺ τὸν συνόδευαν δίψασαν πολύ. Ὁ Ἅγιος τοὺς λυπήθηκε καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως ἀνέβλυσε ἀπὸ τὴν γῆ δροσερὸ νερό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἤπιαν ὅλοι καὶ ἀνακουφίστηκαν.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἔκανε τοὺς στρατιῶτες νὰ πιστέψουν στὸ Θεό.
Ὁ ἔπαρχος πῆρε τὸν Ἄζη καὶ τοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς πῆγε σὲ κάποιο τόπο, ὅπου ὑπέβαλε τὸν Ἅγιο σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, γιὰ ἐκφοβισμὸ τῶν ὑπολοίπων. Ἔπειτα ἀπὸ τὰ βασανιστήρια τὸν ἔριξε μέσα σὲ μία πυρακτωμένη κάμινο. Μὲ τὴν Θεία ἐπέμβαση ὅμως ἡ φλόγα ἔσβησε καὶ ὁ Ἅγιος ἐξῆλθε ἀπὸ αὐτὴ ἀπόλυτα ἀβλαβής.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἀσπάστηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἡ κόρη καὶ ἡ γυναίκα τοῦ ἐπάρχου, κάτι ποὺ τὸν ἐξόργισε ἀφάνταστα. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο μὲ προσταγή του, οἱ δήμιοι ἀποκεφάλισαν τοὺς στρατιῶτες μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα καὶ τὴν κόρη του. Μετὰ βασάνισε τὸν Ἅγιο καὶ στὴν συνέχεια ζήτησε τὸν ἀποκεφαλισμό του.
Ἔτσι παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.
Οἱ Ἅγιοι 150 Μάρτυρες Στρατιῶτες
Αὐτοὶ πίστεψαν διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἁγίες Μάννα καὶ Θυγατέρα
Ἦταν σύζυγος καὶ κόρη τοῦ ἐπάρχου Ἀκυλίνου, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι 12 Μάρτυρες Στρατιῶτες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, ἴσως τὴν ἐποχὴ τῶν 150 Ἁγίων μαρτύρων στρατιωτῶν ποὺ ἑορτάζωνται σήμερα.
Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ διέπρεψε γιὰ τὴν σεμνότητα τῆς ζωῆς του. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Μαξιμίνο (311 – 313), ἐπὶ δούκα Οὐρβανοῦ, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἦταν χριστιανός.
Τότε τὸν διαπόμπευσαν μέσα στὸ στάδιο καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἄφησαν γιὰ τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Αὐτὰ τὸν κατασπάραξαν, ἀλλὰ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο.
Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὸν ἔπνιξαν στὴ θάλασσα.
Ὁ Ἅγιος Ἠλιόδωρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (272) στὴ Μαγιδῶ τῆς Παμφυλίας, καὶ ὅταν ἡγεμόνευε στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Ἀέτιος.
Ὁ Ἠλιόδωρος λοιπόν, συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, στὴν ἀρχὴ ξέσχισαν τὶς πλευρές του μὲ σιδερένια νύχια καὶ ἔπειτα ἔκαψαν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες ἀπὸ ρητίνη λαμπάδες. Παρὰ λίγο ὁ Ἅγιος νὰ λιποψυχήσει, ἀλλὰ διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Κύριο, ἡ ψυχή του στερεώθηκε.
Ἀκολούθησε σειρὰ σκληρῶν καὶ φρικτῶν βασανιστηρίων, ἀλλὰ ἡ σταθερότητα τῆς πίστης τοῦ Ἠλιόδωρου δὲν κάμφθηκε. Τελικὰ ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἐκεῖ ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος, Θαλλελαῖος, Χριστόφορος, Εὐφημία σὺν τὰ παιδιά τους καὶ Παγχάριος οἱ Μάρτυρες
Δὲν βρίσκουμε κανένα στοιχεῖο γιὰ τὴν ζωή τους καὶ τὸ μαρτύριό τους.
Ὁ Ὅσιος Βαρλαὰμ καθηγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων (Ρῶσος, † 1065)
Ὁ Ὅσιος πατέρας μας Βαρλαὰμ καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ γενιὰ βογιάρων.
Ἦταν γιὸς τοῦ πιὸ φημισμένου στρατηγοῦ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα Ἰζιασλάβου, τοῦ βογιάρου Ἰωάννου.
Ὁ Κύριος εἶχε προικίσει πλούσια τὸ Βαρλαὰμ μὲ πολλὰ χαρίσματα — σωματικὴ ὀμορφιά, ρώμη καὶ εὐφυΐα. Ἀπὸ τὴ μητέρα του Μαρία ὁ νεαρὸς βογιάρος πῆρε χριστιανικὴ ἀγωγὴ καὶ γρήγορα ξεχώρισε γιὰ τὴν ψυχική του καθαρότητα.
Ὅταν ἦταν ἀκόμη παιδί, σ' ὅλη τὴν περιοχὴ τοῦ Κιέβου εἶχε ἁπλωθεῖ ἡ φήμη τῆς θεάρεστης ἀσκητικῆς ζωῆς καὶ τῶν μεγάλων θαυμάτων τῶν ὁσίων πατέρων Ἀντωνίου καὶ Θεοδοσίου των σπηλαιωτών. Κι ὅταν ἔγινε ἔφηβος, συχνὰ ἐπισκεπτόταν τοὺς ἁγίους ἀσκητὲς μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους συμπολῖτες του καὶ δὲν χόρταινε ν' ἀκούει τὶς ψυχωφελεῖς νουθεσίες καὶ τὶς γλυκύτατες διδαχές τους.
Ἡ ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Βαρλαὰμ αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τὴ θεία γοητεία τῶν μελίρρυτων ὁσιακῶν λόγων καὶ πόθησε τὴν ἀμέριμνη, ἀγγελικὴ ζωὴ τῶν ἁγίων ἀσκητῶν.
Δὲν ἄργησε ν' ἀποστραφεῖ τὸν πλοῦτο, τὴ χλιδὴ καὶ τὴ δόξα τῆς βογιάρικης ζωῆς καὶ νὰ κυριευτεῖ ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα τοῦ ἀφανοῦς καὶ σκληροῦ βίου τῶν σπηλαιωτὼν μοναχῶν. Στὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, ὁ Βαρλαὰμ ἔβλεπε τὸν πιὸ ἀσφαλῆ δρόμο γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῷ στὴ ζωὴ τῶν κοσμικῶν διαπίστωνε πλῆθος πειρασμῶν καὶ πνευματικῶν κινδύνων.
Ἰδιαίτερα τὸν φόβιζαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Εὐκολότερων ἐστὶ κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν».
Ἀποφασισμένος πιὰ ν' ἀλλάξει τὸν κοσμικὸ πλοῦτο μὲ τὴ μοναχικὴ πτώχεια καὶ τὶς πριγκιπικὲς τιμὲς μὲ τὸν ὀνειδισμὸ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Βαρλαάμ, ἂν καὶ ἦταν ἤδη ἀρραβωνιασμένος μὲ μιὰ πλούσια πριγκίπισσα, πῆγε στὸ μακάριο Ἀντώνιο, ἀκούμπησε στὰ πόδια του τοὺς καρδιακούς του πόθους καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ δεχτῇ κι ἐκεῖνον σὰν μαθητὴ καὶ ὑποτακτικό του.
Ἀγαθὴ πρόθεση ἔχεις παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ ὅσιος. Πρόσεξε ὅμως, γιατί πολλοὶ ξεκίνησαν μὲ τὸ δικό σου ἐνθουσιασμό, ἀλλὰ δὲν «ὑπέμειναν εἰς τέλος». Τὰ πλούτη, οἱ ἡδονὲς καὶ ἡ δόξα τοῦ κόσμου εἶναι τὰ μεγαλύτερα ὅπλα τοῦ δολεροῦ διαβόλου. Μ' αὐτὰ θὰ προσπαθήσει νὰ σὲ νικήσει. Νὰ θυμᾶσαι ὅμως αὐτὸ ποῦ εἶπε ὁ Κύριος: «Οὐδεὶς ἐπιβολῶν τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ' ἀρότρων καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετος ἐστὶν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Τὰ λόγια του γέροντα φλόγισαν ἀκόμη περισσότερο τὴν καρδιὰ τοῦ Βαρλαὰμ μὲ τὸν πόθο τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα γι' ἀναμέτρηση μὲ τὸ φθονερὸ διάβολο.
Μιὰ μέρα φόρεσε τὴν ἐπίσημη χρυσοποίκιλτη φορεσιά του, ἀνέβηκε σ' ἕνα καταστόλιστο, μεγαλόπρεπο ἄλογο καὶ μὲ συνοδεία πολλῶν στρατιωτῶν καὶ ὑπηρετῶν ἔφτασε στὸ σπήλαιο τῶν ὁσίων.
Οἱ μοναχοὶ βγῆκαν νὰ προϋπαντήσουν τὸν ἄρχοντα καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσουν τις πρέπουσες τιμές. Ὁ Βαρλαὰμ κατέβηκε τότε ἀπὸ τὸ ἄλογο του, ἔβαλε στρωτὴ μετάνοια στὸν ὅσιο Ἀντώνιο κι ἔπειτα ἔβγαλε τὰ φανταχτερὰ ροῦχα του βογιάρου καὶ τ' ἀκούμπησε κάτω, στὰ πόδια τοῦ ὁσίου. Μετὰ ὁδήγησε μπροστὰ στὸν ὅσιο τὸ ἄλογό του, καθὼς καὶ ὁλόκληρη τὴ συνοδεία τῶν ὑπηρετῶν του καὶ εἶπε:
Νὰ ἡ γοητεία τῆς κοσμικῆς ζωῆς! Τὴν ἀπαρνοῦμαι! Ὅ,τι θέλεις κάνε μαζί τους... Γιὰ μένα ὅλ' αὐτὰ δὲν ἀξίζουν τίποτα. Θέλω νὰ ζήσω στὸ σπήλαιο, γιὰ νὰ κερδίσω τὸ Χριστό. Καὶ σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι ποτὲ δὲν θὰ γυρίσω πίσω!
Νὰ θυμᾶσαι, παιδί μου, εἶπε ὁ ὅσιος, σὲ Ποιόν δίνεις τὶς ὑποσχέσεις καὶ Ποιός εἶναι ὁ Βασιλιᾶς ποὺ θέλεις νὰ γίνεις στρατιώτης Του. Ἐδῶ βρίσκονται ἀόρατος ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ καὶ καταγράφουν τὰ λόγια σου. Πρόσεξε ὅμως! Ἂν ἔρθει ἐδῶ ὁ πατέρας σου καὶ σὲ πάρει μὲ τὴ βία, τί θὰ γίνει; Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ σὲ βοηθήσουμε κι ἐσὺ θ' ἀθετήσεις τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσες στὸ Θεό.
Ἀλλὰ ὁ Βαρλαὰμ ἦταν ἀποφασισμένος καὶ ἀμετάπειστος.
-Καὶ νὰ μὲ βασανίσει ἀκόμη ὁ πατέρας μου, δὲν θὰ γυρίσω πίσω στὸν κόσμο. Μόνο σὲ παρακαλῶ πάτερ, τὸ συντομότερο νὰ μὲ κάνης μοναχό.
Βλέποντας τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ διαβλέποντας τὴ μελλοντική του πορεία, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἔδωσε ἐντολὴ στὸ μακάριο Νίκωνα νὰ τοῦ δώσει τὸ ἅγιο μοναχικὸ σχῆμα.
Σὰν πληροφορήθηκε ὁ βογιάρος Ἰωάννης τὴν κούρα τοῦ ἀγαπημένου του γιοῦ, κεραυνοβολήθηκε κι ἔπεσε κάτω λιπόθυμος.
Λύπη θανάσιμη τὸν κυρίευσε. Γρήγορα ὅμως ἡ λύπη μεταβλήθηκε σὲ ὀργή, σὲ θηριώδη μανία κατὰ τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς. Πιστεύοντας ὅτι ἐκεῖνοι παρέσυραν τὸ γιό του, ἦρθε μὲ στρατὸ στὰ σπήλαια καὶ σκόρπισε μὲ τὶς λόγχες τοὺς μοναχούς. Ἅρπαξε μετὰ τὸ Βαρλαάμ, τοῦ ξέσκισε τὰ μοναχικὰ ἐνδύματα, τοῦ φόρεσε τὴ λαμπρὴ βογιάρικη φορεσιὰ καὶ τὸν πῆρε μὲ τὴ βία στὸ παλάτι του.
Στὸ δρόμο ὁ Βαρλαὰμ πέταξε πολλὲς φορὲς ἀπὸ πάνω του μὲ ἀηδία τὴ φανταχτερὴ στολὴ καὶ τὴν ποδοπατοῦσε μέσα στὴ λάσπη. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, γιὰ νὰ τιμωρήσει τὸ γιό του, ἔδινε ἐντολὴ στοὺς στρατιῶτες νὰ τοῦ φοροῦν κάθε φορὰ τὰ λασπωμένα ροῦχα μὲ βάναυσα χτυπήματα καὶ προπηλακισμούς.
Στὸ σπίτι ὁ Βαρλαὰμ ἔμενε μακριὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ τὴν πρώην μνηστή του. Δὲν ἤθελε οὔτε στὸ τραπέζι νὰ καθίσει μαζί τους. Τὸν ἔφερναν σέρνοντας οἱ ὑπηρέτες, ἐκεῖνος ὅμως καθόταν σιωπηλὸς καὶ μὲ κατεβασμένα μάτια, χωρὶς νὰ τρώει μπουκιὰ καὶ χωρὶς νὰ πτοεῖται ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς τοῦ πατέρα, ἀπὸ τὶς ἱκεσίες τῆς μητέρας, ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς μνηστῆς...
Ὁ βογιάρος Ἰωάννης ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κλείσουν στὸ διαμέρισμά του καὶ νὰ τὸν ἐπιτηροῦν αὐστηρά, γιὰ νὰ μὴ δραπετεύσει. Ἔπειτα κάλεσε μιὰ νεαρὴ καὶ ὄμορφη ὑπηρέτρια καὶ τῆς ὑποσχέθηκε μεγάλη ἀμοιβὴ ἂν κατόρθωνε νὰ ξεμυαλίσει τὸ Βαρλαὰμ καὶ ἂν τὸν κατάφερνε νὰ μείνει στὸ σπίτι. Ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα ἡ ξεδιάντροπη γυναῖκα δὲν σταμάτησε νὰ προκαλεῖ καὶ νὰ σκανδαλίζει τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ, μ' ὅλα τὰ πονηρὰ τεχνάσματα ποὺ τὴ δίδαξε ὁ φίλος της ὁ διάβολος. Ντύθηκε μὲ προκλητικὰ φορέματα, ἀλείφτηκε μ' ἐρεθιστικὰ ἀρώματα, στολίστηκε μὲ φανταχτερὰ στολίδια κι ἔβαλε σκοπὸ νὰ πιάσει μὲ κάθε μέσο τὸν ἁγνὸ νέο στὰ σατανικὰ δίχτυα της.
Ὁ σώφρων Βαρλαὰμ πάλι, παραδομένος σταθερὰ στὴ διακονία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, κουλουριάστηκε σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ δωματίου του, ντυμένος μόνο μ' ἕνα τρίχινο πουκάμισο. Γιὰ τρεῖς ἡμέρες, οὔτε τροφή, οὔτε νερὸ ἔβαλε στὸ στόμα του. Ἀδιάλειπτα προσευχόταν στὸν Κύριο νὰ τοῦ δώσει δύναμη γιὰ νὰ ξεπεράσει τὴν ἀσθένεια τῆς φύσεως, ν' ἀντισταθεῖ στὸ σαρκικὸ πειρασμὸ καὶ νὰ βγεῖ νικητὴς μὲ τὴ συνεργεῖα τῆς θείας χάριτος ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἐκείνη δοκιμασία, γιὰ νὰ δοξαστεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ντροπιαστεῖ ὁ πανοῦργος καὶ μισόκαλος διάβολος.
Ἡ ὑπηρέτρια, μὲ τὴν πρόφαση πὼς εἶχε ἐντολὴ νὰ τὸν φροντίζει καὶ νὰ τὸν ἐξυπηρετεῖ, ἦταν ἀδιάκοπα σχεδὸν κοντά του. Καὶ χωρὶς ντροπὴ τὸν χάϊδευε, τὸν φιλοῦσε, τοῦ ἔλεγε ἐρωτόλογα καὶ προτροπὲς γιὰ ν' ἁμαρτήσει μαζί της. Ὁ ὅσιος ἀντιστεκόταν μ' ὅλες του τὶς δυνάμεις, ὄχι τόσο στὴ γυναῖκα, ὅσο στὴ δική του ἀμαρτητικὴ ροπή. Ἀλλὰ δυστυχῶς, ὅσο ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν, τόσο ἡ γυναῖκα πείσμωνε καὶ γινόταν προκλητικότερη καὶ ἐπιθετικότερη.
Στὸ μεταξὺ ὁ ὅσιος Ἀντώνιος μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς, προσευχόταν μὲ δάκρυα στὸ Σωτῆρα νὰ λυπηθεῖ τὸ γνήσιο τέκνο Του καὶ νὰ τὸ ἐλεήσει.
Πράγματι, ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, εἰσάκουσε τὶς προσευχὲς τῶν ἐκλεκτῶν Του καὶ προκάλεσε μιὰν ἀπροσδόκητη ἀλλοίωση στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰωάννη. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη νίκησε τὴν ἐμπάθεια καὶ τὴ φιλοκοσμία. Σὰν πληροφορήθηκε ὁ βογιάρος ὅτι ὁ γιὸς τοῦ εἶχε τρεῖς ἡμέρες νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ, φοβήθηκε μήπως πεθάνει ἀπὸ πεῖνα καὶ δίψα. Ἡ σκληρότητά του τότε μεταβλήθηκε σὲ εὐσπλαχνία καὶ ἡ ὀργή του σὲ συμπάθεια. Τὸν φώτισε ὁ Θεὸς καὶ κατάλαβε ὅτι μάταια προσπαθοῦσε νὰ μεταπείσει τὸ παιδί του. Δέχτηκε λοιπὸν σὰν θέλημα Θεοῦ τὴν ἀπόφαση τοῦ Βαρλαάμ, τὸν κάλεσε ἀμέσως κοντά του, τοῦ ζήτησε δακρυσμένος συγγνώμη καὶ τὸν ἄφησε νὰ ἐπιστρέψει ἀνεμπόδιστα στὸ σπήλαιο.
Συγκινητικὴ ἦταν ἡ στιγμὴ τοῦ ἀποχωρισμοῦ:
Στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ, πικρὰ θρηνοῦσαν γιὰ τὸ παιδί τους σὰν νὰ ἦταν πλέον νεκρό. Ἡ πρώην μνηστὴ τοῦ Βαρλαὰμ ἔπεσε λιπόθυμη στὰ σκαλιά. Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ ἀναίσχυντη ὑπηρέτρια εἶχε σωριαστῇ παράμερα, κλαίγοντας βουβὰ γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ ἐραστῆ καὶ τῶν χρημάτων ποὺ θὰ κέρδιζε.
Μόνο ὁ ὅσιος ἔλαμπε ἀπὸ χαρά.
Σὰν πουλὶ ποῦ βγῆκε ἀπὸ τὸ κλουβί, βιαζόταν νὰ φύγει γιὰ τὸ ποθητὸ σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς του.
Μ' εὐχαριστίες καὶ δοξολογίες πρὸς τὸν Κύριο, ποὺ ἄκουσε τὶς προσευχές τους, δέχτηκαν οἱ μοναχοὶ τῶν Σπηλαίων τὸν ἀγαπημένο τους πνευματικὸ ἀδελφό.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ὁ Βαρλαάμ, ἐπιδόθηκε μὲ μεγάλο ζῆλο καὶ ἀκατασίγαστο πόθο στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἡ ἐνάρετη ζωή του, ἀκτινοβολοῦσε σὰν ὁλόλαμπρη φωτεινὴ φλόγα ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μοναχούς. Βλέποντας τὴν ὑπεροχή του ὁ ὅσιος Ἀντώνιος καὶ νιώθοντας ὁ ἴδιος τὴν ἀνάγκη τῆς μονώσεως καὶ τῆς ἡσυχίας, τὸν ἄφησε ἡγούμενο στὴ θέση του καὶ ὁ ἴδιος ἀναχώρησε γιὰ ν' ἀσκηθεῖ μόνος σ' ἄλλο σπήλαιο, ὅπως εἴδαμε στὸ βίο του.
Μὲ πολλοὺς κόπους καὶ μόχθους ἀσκοῦσε τὴ διακονία του ὁ ὅσιος Βαρλαὰμ γιὰ μερικὰ χρόνια. Ἔχτισε μάλιστα μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τὴν ξύλινη ἐκκλησία πάνω ἀπὸ τὰ σπήλαια, τὴν ἀφιερωμένη στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ τελοῦσαν ἀπὸ τότε τὶς ἀκολουθίες τους οἱ ἀδελφοί, γιατί ἡ μικρὴ ὑπόγεια ἐκκλησία τοῦ σπηλαίου, δὲν τοὺς χωροῦσε.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ ἡγεμόνας του Κιέβου Ἰζιασλάβος Παροσλάβιτς, ποὺ ὀνομάστηκε στὸ ἅγιο βάπτισμα Δημήτριος, ἔχτισε μοναστήρι στὸ ὄνομα τοῦ προστάτη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καὶ κάλεσε τὸ μακάριο Βαρλαὰμ νὰ τὸ ὀργανώσει, σὰν ἄνθρωπο φημισμένο γιὰ τὴν ἀσκητικότητα, τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἱκανότητες του.
Καὶ στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὁ ὅσιος συνέχισε τὴ θεάρεστη ζωὴ καὶ διακονία του μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο, δίνοντας πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς αὐταπαρνήσεως γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ καθοδηγῶντας τὸ ποίμνιο Ἐκείνου στὸ δρόμο τῆς ἁγιότητας. Ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὴν πρόθεση καὶ τοὺς κόπους τοῦ ὁσίου καὶ γρήγορα οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἔγιναν ξακουστοὶ γιὰ τὴν ἐνάρετη βιωτὴ καὶ τὴ θεοφιλῆ πολιτεία τους.
Ἀφοῦ ὀργάνωσε τὸ μοναστήρι κι ἔβαλε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ τὴ νέα ἀδελφότητα, ὁ ὅσιος Βαρλαὰμ ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Προηγουμένως ὅμως θέλησε νὰ ἐκπληρώσει ἕνα παλαιὸ εὐσεβῆ πόθο του: νὰ προσκύνηση τοὺς Ἁγίους καὶ Θεοβάδιστους Τόπους.
Πράγματι, πῆγε στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης, στὰ χώματα ποὺ ἁγίασε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴν ἐνσώματη λυτρωτικὴ παρουσία Του καὶ ἐπισκέφθηκε ὅλα τὰ πανάγια προσκυνήματα, ἀποκομίζοντας μεγάλη χάρη, ὠφέλεια πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ εὐφροσύνη.
Ἐπιστρέφοντας πέρασε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ περιόδευσε στὰ ἐκεῖ μοναστήρια, ὅπου τοῦ πρόσφεραν πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ σκεύη, εἰκόνες καὶ ἄμφια. Μετὰ πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν πατρίδα του.
Φτάνοντας ὅμως στὸ Βλαντιμίρ, ὁ ὅσιος Βαρλαὰμ ἀσθένησε Βαριά.
Μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ πεῖ πὼς ἐπιθυμοῦσε νὰ μεταφέρουν τὸ σῶμα του στὴ Λαύρα του Κιέβου καὶ νὰ παραδώσουν τὰ ἐκκλησιαστικὰ εἴδη στὸν ὅσιο Θεοδόσιο. Ἀμέσως μετὰ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
Ἡ ἐπιθυμία τοῦ μακαρίου δούλου τοῦ Θεοῦ ἐκπληρώθηκε.
Τὸ σῶμα του μεταφέρθηκε στὴν Πετσέρσκαγια, ὅπου ἀναπαύεται μέχρι σήμερα ἀβλαβὲς καὶ ἄφθορο.
Ὁ Ὅσιος Σίμων
Ἡ τοῦ Ὁσίου Σίμωνος μνήμη δὲν ἀπαντᾶται οὔτε εἰς τὰ ἔντυπα Μηναῖα οὔτε εἰς τὸν Συναξαριστὴν Νικόδημου. Ἀπαντᾶται εἰς τὸν Παρισινὸν Κώδ. 1621 (αἰών. ιγ’), ἔνθα περὶ αὐτοῦ ἀναγινώσκομεν ταῦτα:
Οὗτος ἣν ἐκ Καλαβρίας μοναχὸς μονῆς μεγάλης καὶ θαυμαστής, ὄτε ποτὲ ἐστάλησαν εἰς διακονίαν μοναχοί τινες ἐκ τῆς μονῆς παρὰ τὴν θάλασσαν συνελήφθησαν ὑπὸ πειρατῶν Τούρκων καὶ ὡδηγήθησαν εἰς τὴν Ἀφρικήν.
Πρὸς ἐξαγορὰν τῶν αἰχμαλώτων ἀδελφῶν ἐλθῶν οὗτος καὶ εὕρων αὐτοὺς διηρώτα ἐν συγκινήσει τὰ κατ’ αὐτούς, ὄτε πλησιάσας Ἀγαρηνὸς ἐξέτεινε τὴν χείρα αὐτοῦ νὰ ραπίση τὸν Ὅσιον, ἀλλ’ ἐξηράνθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ.
Τὸ αὐτὸ ἐπανελήφθη καὶ εἰς τὸν δεύτερον ἐλθόντα, ὄτε οἱ ἄλλοι οἱ μετ’ αὐτοῦ ἀπήγαγαν αὐτὸν εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου καὶ διηγήθησαν τὰ διατρέξαντα, ἐκ τούτων ὁ ἄρχων κατεπλάγη καὶ παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον δι’ εὐχῆς ν’ ἀποκαταστήσει τὰς ἐξηραμένας τῶν στρατιωτῶν χείρας, καὶ τούτου γενομένου, διέταξε νὰ μεταφέρωσιν ἐν τιμῇ τοὺς αἰχμαλώτους μοναχοὺς εἰς τὸν τόπον αὐτῶν. Κατὰ δὲ τὸ ταξίδιον, ἀπολιπόντος τοῦ ὕδατος διὰ προσευχῆς τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ μετέβαλεν εἰς γλυκύτητα ὅπερ ἐκίνησεν εἰς θαυμασμὸν τοὺς ἀπίστους ἐγένετο αὐτουργὸς καὶ ἄλλων θαυμάτων καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ (Ἁγιολόγιο Σ. Εὐστρατιάδη, σελ. 425).
Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ὁ Ἴβηρ, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα. Ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο στὴ θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου του (Γεωργία).
Ταξίδευσε στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὴν Βιθυνία, ὅπου γνωρίστηκε μὲ ἄλλους πνευματικοὺς πατέρες.
Κατόπιν ταξίδευσε στὴ Ρώμη διὰ Θεσσαλονίκης, ὅπου ἔκανε θαύματα.
Ἐπανερχόμενος ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔκτισε καὶ ἱερὸ ναὸ τὸ 870.
Τὸ ἔργο του, ποὺ ἦταν κυρίως διδακτικό, ὑπῆρξε ἐξαιρετικὸ γιὰ τοὺς Θεσσαλονικεῖς. Πέθανε τὸ 875.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου "Παρηγοριά τῶν Θλίψεων"
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί synaxarion.gr. pigizois.gr. & Απόσπασμα από το βιβλίο:Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου, Ι Μονήw Παρακλήτου
Ἀπολυτίκιον ἀπό youtube.com/@Apolitikia
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου