Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Ὁ σύγχρονος ἅγιος Γέρων τῆς Ἁγιοσαββιτικῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθηγητής τῆς Δογματικῆς καί Οἰκουμενικός Διδάσκαλος, Ὅσιος καί Θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Ἰουστίνος Πόποβιτς, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται στίς 14 Ἰουνίου, ὑπῆρξε διαπρύσιος κήρυκας τῆς οἰκουμενικότητος τῆς Θεανθρωπίνης Ὀρθοδοξίας καί ἄσπονδος ἐχθρός τοῦ οὐμανιστικοῦ, ἀνθρωποπαγοῦς καί ἀνθρωπολατρικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Στό ἐξαίρετο σύγγραμμά του «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός» σημειώνει ὅτι «ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»[1].
Ὁ σύγχρονος ἅγιος Γέρων τῆς Ἁγιοσαββιτικῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθηγητής τῆς Δογματικῆς καί Οἰκουμενικός Διδάσκαλος, Ὅσιος καί Θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Ἰουστίνος Πόποβιτς, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται στίς 14 Ἰουνίου, ὑπῆρξε διαπρύσιος κήρυκας τῆς οἰκουμενικότητος τῆς Θεανθρωπίνης Ὀρθοδοξίας καί ἄσπονδος ἐχθρός τοῦ οὐμανιστικοῦ, ἀνθρωποπαγοῦς καί ἀνθρωπολατρικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Στό ἐξαίρετο σύγγραμμά του «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός» σημειώνει ὅτι «ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»[1].
Μέ ἀφορμή τήν
ἐφετινή μνήμη του παραθέτουμε τήν Ὀρθόδοξη θεολογική
γνωμοδότηση καί μαρτυρία του, ἡ ὁποία
προκλήθηκε κατόπιν αἰτήματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, γιά τό ἄν
μπορεῖ νά συμμετάσχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέ οἰκουμενι(στι)κές ἀκολουθίες, πού
διοργάνωναν οἱ παπικοί τῆς Γιουγκοσλαβίας στά πλαίσια τῆς «ἑβδομάδος ἐν τῆ
ἐνότητι». Ἡ γνωμοδότηση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, ἡ ὁποία ἔχει δημοσιευθεῖ μέ
εἰσαγωγικό σημείωμα τοῦ τότε παραδοσιακοῦ ἱερομονάχου καί νῦν οἰκουμενιστοῦ
Μητροπολίτου κ. Εἰρηναίου Μπούλοβιτς στό περιοδικό «Κοινωνία»[2],
σέ μετάφραση ἀπό τά σερβικά τῆς κ. Μαρίνας Σκλήρη, ἀποτελεῖ ἀπάντηση στήν
πρόσφατη ἐπίσκεψη τοῦ αἱρεσιάρχου Ἰησουΐτη «πάπα» Φραγκίσκου στό Σεράγεβο (6-6-2015)
καί στήν συμμετοχή τῆς ἀντιπροσωπείας
τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἐπίσκοπο Ζαχουμίου καί
Ἐρζεγοβίνης κ. Γρηγόριο στήν οἰκουμενιστική
διαθρησκειακή συνάντηση Πάπα, Ἰσλαμιστῶν, Ὀρθοδόξων καί Ἑβραίων [3]. Νά σημειωθεῖ δέ ὅτι ὁ αἱρεσιάρχης «πάπας», μόλις
τρεῖς μέρες πρίν τήν ἐπίσκεψή του στό Σεράγεβο, στίς 3 Ἰουνίου, βλασφήμησε καί
προσέβαλε μέ τόν χειρότερο τρόπο τήν Ἁγία Γραφή, τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη,
τό Ἱερόν καί Ἅγιον Εὐαγγέλιον, ἐξισώνοντάς το μέ τό βλάσφημο ψευδοβιβλίο τοῦ Κορανίου, δηλώνοντας μέ
ξεκάθαρο τρόπο πώς «θεωρεῖ ὅτι ἡ Ἁγία
Βίβλος εἶναι τό ἴδιο πράγμα μέ τό Κοράνι τῶν μουσουλμάνων»[4].
Ἡ γνωμοδότηση τοῦ τότε ἀρχιμανδρίτου καί νῦν ἁγίου Ἰουστίνου
Πόποβιτς ἔχει ὡς ἐξῆς :
«Πανιερώτατοι
Πατέρες,
Τήν στάσιν της
ἔναντι τῶν αἱρετικῶν - καί αἱρετικοί εἶναι ὅλοι οἱ μή Ὀρθόδοξοι - ἡ Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ ἔχει καθορίσει ἅπαξ διά παντός, διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν
ἁγίων Πατέρων, δηλαδή διά τῆς ἁγίας Θεανθρωπίνης Παραδόσεως, τῆς μοναδικῆς καί
ἀναλλοιώτου.
Συμφώνως πρός
αὐτήν τήν στάσιν, εἰς τούς
Ὀρθοδόξους εἶναι ἀπηγορευμένη κάθε συμπροσευχή καί κάθε λατρευτική
ἐπικοινωνία μετά αἱρετικῶν. Διότι,
«τίς μετοχή δικαιοσύνη καί ἀνομία; τίς δέ
κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῶ πρός Βελίαρ; ἡ τίς μερίς
πιστῶ μετά ἀπίστου»[5];
Ὁ 45ος κανών
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει : «Ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος…, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον,
ἀφοριζέσθω· εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς ἐνεργήσαί τι, καθαιρείσθω»[6].
Αὐτός ὁ ἱερός Κανών τῶν ἁγίων Ἀποστόλων
δέν προσδιορίζει ποία ἀκριβῶς προσευχή
ἤ ἀκολουθία ἀπαγορεύεται, ἀλλά ἀπαγορεύει
κάθε κοινήν μεθ’ αἱρετικῶν προσευχήν, ἔστω καί τήν κατ’ ἰδίαν («συνευξάμενος»). Εἰς δέ τάς οἰκουμενιστικάς κοινάς προσευχάς
μήπως δέν γίνονται καί ἀδρότερα καί εὐρύτερα
τούτων; Ὁ 32ος κανών τῆς ἐν Λαοδικεία Συνόδου ὀρίζει · «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν
εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινές εἰσιν ἀλογίαι μᾶλλον ἤ εὐλογίαι»[7].
Μήπως, ὅμως, δέν συμβαίνει εἰς τάς κοινάς οἰκουμενιστικάς
συναντήσεις καί συμπροσευχάς νά εὐλογοῦν αἱρετικοί
ρωμαιοκαθολικοί ἐπίσκοποι καί ἱερείς,
προτεστάνται πάστορες, ἀκόμη δέ καί γυναίκες;(!).
Αὐτοί καί ὅλοι οἱ ἄλλοι σχετικοί κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί
τῶν ἁγίων Πατέρων ἴσχυον ὄχι μόνον κατά τήν παλαιάν ἐποχήν, ἀλλ’ ἐξακολουθοῦν
νά εἶναι ἐν ἀπολύτω ἰσχύϊ καί σήμερον, δι' ὅλους ἡμᾶς τούς συγχρόνους ὀρθοδόξους Χριστιανούς.
Ἰσχύουν ἀναμφιβόλως καί διά τήν θέσιν
μας ἔναντι τῶν ρωμαιοκαθολικῶν καί προτεσταντῶν. Διότι, ὁ μέν
ρωμαιοκαθολικισμός εἶναι πολλαπλή αἵρεσις, περί δέ τοῦ
προτεσταντισμοῦ τί νά εἴπωμεν; Καλλίτερον νά μή ὁμιλῶμεν. Ἤδη ὁ Ἅγιος
Σάββας εἰς τήν ἐποχήν του, ἐπτάμισυ αἰώνας πρίν, δέν ὠνόμαζεν ἄραγε τόν
ρωμαιοκαθολικισμόν «λατινικήν αἵρεσιν»; Καί πόσα ἀπό τότε νέα
δόγματα δέν ἐπενόησεν ὁ πάπας καί «ἀλαθήτως» ἐδογμάτισε! Δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι,
διά τοῦ δόγματος περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, ὁ ρωμαιοκαθολικισμός
κατέστη παναίρεσις.
Καί ἡ πολύ
ἐπαινουμένη Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος οὐδέν ἤλλαξεν οὔτε ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν
τερατώδη ταύτην αἵρεσιν, ἀλλά, τοὐναντίον, ἐπεκύρωσεν αὐτήν.
Ἕνεκα τούτου, ἄν εἴμεθα Ὀρθόδοξοι καί
θέλωμεν νά παραμείνωμεν Ὀρθόδοξοι, τότε ὀφείλομεν καί ἡμεῖς νά τηρήσωμεν τήν
στάσιν τοῦ Ἁγίου Σάββα, τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου, τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ,
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Κροστάνδης καί τῶν λοιπῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν καί Μαρτύρων καί
Νεομαρτύρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν
προτεσταντῶν, ἐκ τῶν ὁποίων οὔτε οἱ μέν, οὔτε οἱ δέ, δέν πιστεύουν ὀρθοδόξως
εἰς τά δύο βασικά δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ : εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα
καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν.
Πανιερώτατε καί Ἅγιοι Συνοδικοί Πατέρες,
Ἕως πότε θά
ἐξευτελίζωμεν δουλικῶς τήν Ἁγίαν μας Ὀρθόδοξον Ἁγιοπατερικήν καί Ἁγιοσαββιτικήν
Ἐκκλησίαν διά τῆς οἰκτρῶς καί φρικωδῶς ἀντιαγιοπαραδοσιακῆς στάσεώς μας ἔναντι
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν; Ἐντροπή καταλαμβάνει πάντα
εἰλικρινή Ὀρθόδοξον, ἀνατραφέντα ὑπό τήν καθοδήγησιν τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅταν
ἀναγιγνώσκη ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Σύνεδροι τῆς 5ης Πανορθοδόξου Διασκέψεως τῆς Γενεύης (8-16
Ἰουνίου 1968), σχετικῶς πρός τήν συμμετοχήν τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τό ἔργον τοῦ «Παγκοσμίου
Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἔλαβον τότε τήν ἀπόφασιν «ὅπως ἐκφρασθῆ ἡ κοινή
ἐπίγνωσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι αὕτη ἀποτελεῖ ὀργανικόν μέρος τοῦ
Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν».
Αὕτη ἡ ἀπόφασις
εἶναι κατά τήν ἀνορθοδοξίαν καί ἀντιορθοδοξίαν της ἀποκαλυπτικῶς φρικαλέα. Ἤτο
ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτό τό πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα
καί ὀργανισμός τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ νά ταπεινωθεῖ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί
της θεολόγοι, ἀκόμα δέ καί Ἱεράρχαι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί Σέρβοι, νά ἐπιζητοῦν
τήν «ὀργανικήν» μετοχήν καί συμπερίληψιν εἰς τό Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν
Ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖον, κατ’ αὐτόν τόν τρόπον
γίνεται εἷς νέος ἐκκλησιαστικός «ὀργανισμός», μία «νέα Ἐκκλησία» ὑπεράνω τῶν
Ἐκκλησιῶν, τῆς ὁποίας οἱ Ὀρθόδοξοι καί μή Ὀρθόδοξοι ἐκκλησίαι ἀποτελοῦν μόνο «μέλη»
(«ὀργανικῶς μεταξύ των συνδεδεμένα»!); Ἀλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία !
Ἀπορρίπτομεν τήν
ὀρθόδοξον θεανθρωπίνην πίστιν, αὐτόν τόν ὀργανικόν δεσμόν μετά τοῦ Θεανθρώπου
Κυρίου Ἰησοῦ καί τοῦ παναχράντου Του Σώματος – τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν
ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων – καί θέλομεν νά γίνωμεν «ὀργανικά
μέλη» τοῦ αἱρετικοῦ, οὐμανιστικοῦ, ἀνθρωποπαγοῦς καί ἀνθρωπολατρικοῦ συλλόγου, ὁ
ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπό 263 αἱρέσεις, ἡ δέ κάθε μία ἀπό αὐτάς εἶναι πνευματικός θάνατος!
Ὡς Ὀρθόδοξοι, εἴμεθα
«μέλη Χριστοῦ». «Ἄρα οὖν τά μέλη τοῦ Χριστοῦ, ποιήσω πόρνης μέλη; Μή γένοιτο»[8]!
Καί ἡμεῖς τοῦτο πράττομεν διά τῆς «ὀργανικῆς» συνδέσεώς μας μετά τοῦ Παγκοσμίου
Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖον οὐδέν ἄλλο εἶναι εἰ μή ἀναβίωσις τῆς ἀθέου
ἀνθρωπολατρείας – εἰδωλολατρείας.
Εἶναι πλέον
ἔσχατος καιρός, Πανιερώτατοι Πατέρες, ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἁγιοπατερική καί
Ἁγιοσαββίτικη Ἐκκλησία μας, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων
Πατέρων, τῶν ἁγίων Ὁμολογητῶν, Μαρτύρων καί Νεομαρτύρων, παύση νά ἀναμιγνύεται
ἐκκλησιαστικῶς, ἱεραρχικῶς καί λατρευτικῶς μετά τοῦ οὕτω καλουμένου Παγκοσμίου
Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί ὅπως ἀρνηθεῖ διά παντός τήν οἱανδήποτε συμμετοχήν εἰς
τάς κοινάς προσευχάς καί τήν λατρείαν (ἡ ὁποία λατρεία εἰς τήν Ὀρθόδοξον
Ἐκκλησίαν εἶναι ὅλη ὀργανικῶς συνδεδεμένη εἰς μίαν ὁλότητα καί συγκεφαλαιοῦται
εἰς τήν θείαν Εὐχαριστίαν), καί γενικῶς τήν συμμετοχήν εἰς οἰανδήποτε
ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν, ἡ ὁποία ὡς τοιαύτη, φέρει ἐν ἑαυτῆ καί ἐκφράζει τόν
μοναδικόν καί ἀνεπανάληπτον χαρακτήρα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας, τῆς πάντοτε Μιᾶς καί Μοναδικῆς.
Μή σμίγουσα
ἐκκλησιαστικῶς μετά τῶν αἱρετικῶν, εἴτε ἄν εἶναι αὐτοί συγκεντρωμένοι
πέριξ τῆς Γενεύης, εἴτε πέριξ τῆς Ρώμης, ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία, κατά πάντα
πιστή πρός τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς ἁγίους Πατέρας, δέν θά ἀρνηθῆ διά τοῦτο τήν
Χριστιανικήν της ἀποστολήν καί τό εὐαγγελικόν της χρέος : ὅπως
ἐνώπιον τοῦ συγχρόνου κόσμου, ὅσον τοῦ μή ὀρθοδόξου, τόσον καί τοῦ ἀπίστου, ταπεινῶς
ἀλλά εὐθαρσῶς μαρτυρῆ περί τῆς Ἀληθείας, τῆς Παναληθείας, περί τοῦ ζῶντος καί
ἀληθινοῦ Θεανθρώπου καί περί τῆς πανσωστικῆς καί παμμεταμορφωτικῆς δυνάμεως τῆς
Ὀρθοδοξίας. Ὁδηγουμένη
ὑπό τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία μας, διά τοῦ ἁγιοπατερικοῦ πνεύματος καί χαρακτῆρος
τῶν θεολόγων της, πάντοτε θά εἶναι «ἕτοιμη
πρός ἀπολογίαν παντί τῷ αἰτοῦντι ἡμᾶς λόγον περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος»[9].
Καί ἡ Ἐλπίς ἡμῶν νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων καί εἰς ὅλην τήν
αἰωνιότητα εἶναι μία καί μοναδική : Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἐν
τῷ Θεανθρωπίνω του σώματι, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ὀφείλουν νά
συμμετέχουν ὄχι εἰς «οἰκουμενικάς κοινάς προσευχάς», ἀλλ' εἰς θεολογικούς
διαλόγους ἐν τῆ Ἀληθείᾳ καί περί τῆς Ἀληθείας, ὅπως διά μέσου τῶν αἰώνων
ἔπραττον οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας
καί τῆς Ὀρθοπιστίας εἶναι «μερίς μόνον
τῶν σωζομένων»[10].
Παναληθές εἶναι τό
Εὐαγγέλιον τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου : «σωτηρία
ἐν ἁγιασμῶ καί πίστει ἀληθείας»[11].
Ἡ θεανθρωπίνη πίστις εἶναι ἡ πίστις τῆς Ἀληθείας. Ἡ Οὐσία αὐτῆς τῆς
πίστεως εἶναι ἡ Ἀλήθεια, εἶναι ἡ μόνη Παναλήθεια, δηλαδή ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ἡ
δέ θεανθρωπίνη ἀγάπη εἶναι «ἡ ἀγάπη τῆς
Ἀληθείας»[12]. Ἡ
οὐσία αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ Παναλήθεια, δηλ. ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Καί αὐτή
ἡ Πίστις καί αὐτή ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ καρδία καί ἡ συνείδησις τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας. Πάντα ταῦτα
διεφυλάχθησαν ἀλώβητα μόνον ἐν τῆ ἁγιοπατερικῆ Ὀρθοδοξία, περί τῆς ὁποίας
οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί εἶναι κεκλημένοι νά μαρτυροῦν ἀφόβως ἐνώπιον τῆς Δύσεως
καί τῆς ψευδοπίστεώς της καί τῆς ψευδοαγάπης της.
Ἱερά Μονή Τσελιέ 13/26 Νοεμβρίου
1974
Συνιστᾶ ἑαυτόν ταῖς ἁγίαις ἀποστολικαῖς προσευχαῖς
τῆς Ὑμετέρας Πανιερότητος καί τῶν ἁγίων Πατέρων
τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιερέων, ὁ ἀνάξιος
Ἀρχιμανδρίτης Ἰουστίνος (Πόποβιτς)
Συνιστᾶ ἑαυτόν ταῖς ἁγίαις ἀποστολικαῖς προσευχαῖς
τῆς Ὑμετέρας Πανιερότητος καί τῶν ἁγίων Πατέρων
τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιερέων, ὁ ἀνάξιος
Ἀρχιμανδρίτης Ἰουστίνος (Πόποβιτς)
[2] Κοινωνία
18 (1975) 95- 101
[3]
http://aktines.blogspot.gr/2015/06/blog-post_17.html,
http://www.agioritikovima.gr/batikano/item/61205-έφτασε-ο-πάπας-στο-σαράγεβο-τι-είπε-για-την-χριστιανική-ενότητα
[4]
http://aktines.blogspot.gr/2015/06/blog-post_71.html
[5] Β΄ Κορ. 6, 14-15
[6] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος,
Θεσ/κη 2003, σσ. 50-51.
[7] Ὅ. π., σ. 433.
[8] Α΄ Κορ. 6, 15.
[9] Α΄ Πέτρ. 3, 15.
[10] Ὅ.π., 7ος
κανών Β΄ Οἰκ. Σύν., σ. 163.
[11] Β΄ Θεσ. 2, 13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου