Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Ἡ ἑρμηνεία τῆς Παλαιάς Διαθήκης. (33,12-17), (33,18-20), (34,1-5), (34,6-24), (34,25-31), (35,1-15), (35,16-20), (35,21), (35,22-26), (35,27-29), (36,1-43),

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

Ὁ Ἰακώβ χωρίζεται ἀπό τόν Ἡσαῦ (33,12-17), Ἄφιξη στή Συχέμ (33,18-20), Ὁ βιασμός τῆς Δείνας (34,1-5), Γαμήλια συνθήκη μέ τούς Συχεμῖτες (34,6-24), Δόλια ἐκδίκηση τοῦ Συμεών καί τοῦ Λευί (34,25-31), Ὁ Ἰακώβ στήν Βαιθήλ (35,1-15), Γέννηση τοῦ Βενιαμίν καί θάνατος τῆς Ραχήλ (35,16-20), Αἱμομιξία τοῦ Ρουβήν (35,21), Οἱ δώδεκα υἱοί τοῦ Ἰακώβ (35,22-26), Θάνατος τοῦ Ἰσαάκ (35,27-29), Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ (36,1-43)

Ὁ Ἰακώβ χωρίζεται ἀπό τόν Ἡσαῦ (33,12-17)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Τέλος τῆς συνάντησης: Ὁ Ἡσαῦ ἐπέστρεψε στήν Σηείρ καί ὁ Ἰακώβ ἔφτασε στήν Σοκχώθ, μιά τοποθεσία νότια τοῦ παραπόταμου Ἰαβώκ, ἀριστερά τοῦ Ἰορδάνου. Ἐκεῖ ὁ Ἰακώβ «ἔκανε σκηνές γιά τά κτήνη του» (στίχ. 16.17), πράγμα πού σημαίνει μιά ἀρχή σταθερότητας στήν νομαδική ζωή τῶν πατριαρχῶν. Τά δύο ἀδέρφια ξανασυναντήθηκαν στήν Χεβρών, στήν κηδεία τοῦ πατέρα τους Ἰσαάκ (βλ. 35,27-29). Τελειώνει πλέον, ἀπ’ ἐδῶ καί πέρα, ἡ ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Ἡσαῦ. Δέν ἀναφέρεται πλέον αὐτός στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας.

(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

33,12Καί εἶπε (ὁ Ἡσαῦ): «Ἄς συνεχίσουμε τόν δρόμο μας κατ’ εὐθεῖαν».α 13Ἐκεῖνος δέ (ὁ Ἰακώβ) ἀπάντησε:
«Ὁ κύριός μου γνωρίζει ὅτι τά παιδιά εἶναι ἀδύνατα καί τά πρόβατά μου καί τά βόδια μου ἔχουν μικρά· ἄν τά ἐξαναγκάσω νά προχωρήσουν γρήγορα, ἔστω καί μία ἡμέρα, θά πεθάνει ὅλο τό ποίμνιό μου. 14Γι’ αὐτό, ἄς περάσει (παρακαλῶ) ὁ κύριός μου μπροστά ἀπό τόν δοῦλο του, ὥστε ἐγώ νά μπορῶ νά βαδίζω ἀνάλογα μέ τήν ταχύτητα αὐτῶν πού βαδίζουν μπροστά μου, καί κατά τό βάδισμα τῶν παιδαρίων, μέχρι νά ἔλθω στόν κύριό μου στήν Σηείρ». 15Καί εἶπε ὁ Ἡσαῦ: «Θά ἀφήσω κοντά σου μερικούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μέ συνοδεύουν». Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Γιατί νά τό κάνεις αὐτό; Ἀρκετό πού βρῆκα τήν εὔνοιά σου, κύριέ μου». 16Ἔτσι ὁ Ἡσαῦ ξεκίνησε ἐκείνη τήν ἡμέρα γιά νά ἐπιστρέψει στήν Σηείρ. 17Ὁ δέ Ἰακώβ πῆγε στήν τοποθεσία Σκηνές,β ὅπου ἔκτισε οἰκίες γιά τόν ἑαυτό του καί ἔφτιαξε σκηνές γιά τά κτήνη του. Γι’ αὐτό τό μέρος αὐτό τό ὀνόμασε Σκηνές.

α. Τό ἀντίστοιχο Ἑβρ. ἑρμηνεύουν: «... καί ἐγώ θά προπορεύομαι μπροστά ἀπό σένα».
β. Ἑβρ. «Σοκχώθ».

(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

33,12-17. Ὁ Ἰακώβ χωρίζεται ἀπό τόν Ἡσαῦ, γιατί δυσπιστεῖ πρός αὐτόν· ἔτσι, τόν ἀφήνει νά πάρει τούς ἐμπροσθίους καί, ἀντί νά τόν ἀκολουθήσει, τοῦ στρέφει τά νῶτα. Ἀκόμη μιά φορά ὁ εὐφυής Ἰακώβ παίζει αὐτόν τόν ἀγροῖκο Ἡσαῦ! 33,14. Εἰς Σηείρ. Βλ. σχόλιο εἰς 32,3. 33,17. Καί Ἰακώβ ἐπαίρει εἰς σκηνάς. Τό Ἑβρ. λέγει «εἰς Σουκκώθ». Ὁ στίχος περιέχει μιά αἰτιολογία τῆς ὀνομασίας Σοκχώθ, «παραπήγματα» ἤ «καλύβες» (Ο΄ «Σκηνάς»), μιᾶς τοποθεσίας κειμένης στό Τέλλ Ἀκσάς στήν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου πλησίον τοῦ Ἰαββώκ. Τό ὄνομα Σοκχώθ σημαίνει κυρίως «καλύβες ἀπό κλαδιά», ὅπως τό ἐξηγεῖ ἡ συνέχεια τοῦ στίχου.

Ἄφιξη στή Συχέμ (33,18-20)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ὁ Ἰακώβ ἔφθασε στήν Σαλήμ ἤ στήν Συχέμ, ὅπως τήν λέει τό Ἑβραϊκό κείμενο (στίχ. 19). Ὀνομάστηκε καί «Συχέμ» ἡ πόλη, ἐπειδή κατοικοῦσε σ᾽ αὐτήν ὁ Συχέμ, γιά τόν ὁποῖο θά διαβάσουμε στήν ἑπόμενη παράγραφο. Ὁ Ἰακώβ τώρα πέρασε τόν Ἰορδάνη ποταμό καί ὅταν συνῆλθε ἀπό τήν ἀναπηρία του ἐπισκέφθηκε τόν πατέρα του. Γιά νά ἔχει κατοχή ὁ Ἰακώβ στήν περιοχή πού ἦλθε, ἀγόρασε ἕνα τεμάχιο ἀγροῦ ὅπου ἔστησε τήν σκηνή του καί ἀνήγειρε ἕνα θυσιαστήριο στόν Θεό (στίχ. 19.20). Ἡ ἀνέγερση αὐτή τοῦ θυσιαστηρίου δήλωνε τήν ὀρθή πίστη του πού διεφύλαξε στήν ξένη χώρα, ὅπως τό δηλώνει τό ὄνομα τοῦ θυσιαστηρίου «Θεός Ἰσραήλ», ἤ, ὅπως τό λέει καθαρώτερα τό Ἑβραϊκό, «Ἔλ Ἐλώχε Ἰσραήλ». Σέ ἀντίθεση μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς, πού σ’ ὅποια χώρα πήγαιναν ἔπαιρναν τό θρήσκευμα τῆς χώρας αὐτῆς, ὁ πατριάρχης μας Ἰακώβ ἐξακολουθεῖ νά πιστεύει τόν Ἴδιο Θεό, τόν Κύριο.

(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

33,18Ἀφοῦ ἐπέστρεψε ὁ Ἰακώβ ἀπό τήν Μεσοποταμία τῆς Συρίας,γ ἔφθασε στήν Σαλήμ, πόλη τῶν Συχεμιτῶν,δ πού εἶναι στήν γῆ Χαναάν· καί κατεσκήνωσε μπροστά στήν πόλη. 19Ἀγόρασε δέ τήν μερίδα τοῦ ἀγροῦ, ὅπου ἔστησε τήν σκηνή του, ἀντί τοῦ ποσοῦ ἑκατό «ἀμνῶν»ε ἀπό τόν Ἐμμώρ,ζ τόν πατέρα τοῦ Συχέμ. 20Καί ἀνήγειρε ἐκεῖ θυσιαστήριο καί ἐπικαλέστηκε τόν Θεό Ἰσραήλ.η


γ. «Ἀπό τήν Παδάν-Ἀράμ», λέει τό Ἑβρ.
δ. «Πόλην Συχέμ», λέει τό Ἑβρ.
ε. «Ἀργυρίων», μεταφράζουν τό ἀντίστοιχο Ἑβρ. Βλ. σχόλ.
ζ. «Ἀπό τούς υἱούς τοῦ Ἐμμώρ», λέει τό Ἑβρ.
η. Τό Ἑβρ. λέει: «Καί ἀνήγειρε θυσιαστήριο καί κάλεσε αὐτό Ἔλ-ἐλώχε-Ἰσραήλ».


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

33,18-20. Ὁ στίχ. 18 εἶναι Ἱερατικός, οἱ στίχ. 19-20 εἶναι Ἐλωχιμικοί. Ἄφιξη στήν Συχέμ. Στήν Συχέμ, ὅπου ἤδη εἶχε φθάσει ὁ Ἀβραάμ (12,6), ὁ Ἰακώβ ἀπέκτησε ἕνα τίτλο γαιοκτήμονος στήν Χαναάν, ὅπως εἶχε κάνει καί ὁ Ἀβραάμ στήν Χεβρών (κεφ. 23). Σ᾿ αὐτόν τόν ἀγρό πού ἀγόρασε ὁ Ἰακώβ ἐτάφησαν τά ὀστᾶ τοῦ Ἰωσήφ μεταφερθέντα ἀπό τήν Αἴγυπτο, Ἰησ. Ν. 24,32. Τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ ἦταν γνωστό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ (Ἰωαν. 4,6) καί δεικνύεται ἀκόμη καί τώρα. 33,19. Γιά τόν Συχέμ καί τούς υἱούς τοῦ Ἐμμώρ βλ. κεφ. 34.– Ἡ ἀξία τοῦ μνημονευμένου ποσοῦ εἶναι ἄγνωστη. Τό ἑβρ. «κεσιτά», πού οἱ Ο΄ μεταφράζουν «ἀμνῶν», εἶναι μιά μονάδα πού δέν μπορεῖ νά καθοριστεῖ· βλ. Ἰησ. Ν. 24,32. Ἰώβ 42,11.


Ὁ βιασμός τῆς Δείνας (34,1-5)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ὅπως λέει ὁ Ἰώσηπος, οἱ Συχεμῖτες εἶχαν μιά γιορτή καί ἡ Δείνα, ἡ μόνη θυγατέρα τοῦ Ἰακώβ, πῆγε στήν γιορτή αὐτή γιά νά δεῖ τίς θυγατέρες τῶν Συχεμιτῶν στόν χορό. Καί τῆς συνέβη τό κακό: Βιάστηκε ἀπό τόν Συχέμ, τό παιδί τοῦ ἄρχοντα τοῦ τόπου Ἐμμώρ (στίχ. 1.2). Ἀπό τόν στίχ. 3, πού λέει ὅτι ὁ Συχέμ «μίλησε στήν καρδιά τῆς κόρης», φαίνεται ὅτι ἡ ἁμαρτία ἔγινε ὄχι χωρίς τήν θέληση τῆς Δείνας. Πάντως ὁ Συχέμ ἦταν ἕτοιμος νά διορθώσει τό ἁμάρτημά του παίρνοντας τήν Δείνα γιά γυναίκα του (στίχ. 4).


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

34,1Ἡ Δείνα, ἡ κόρη πού γέννησε ἡ Λεία στόν Ἰακώβ, βγῆκε γιά νά γνωρίσει τίς κοπέλλες τῆς περιοχῆς. 2Καί ὅταν τήν εἶδε ὁ Συχέμ, ὁ υἱός τοῦ Ἐμμώρ τοῦ Εὐαίου, ὁ ἄρχοντας τοῦ τόπου, τήν ἅρπαξε καί κοιμήθηκε μαζί της καί τήν ταπείνωσε. 3Προσκολλήθηκε δέ ψυχικά στήν Δείνα, τήν θυγατέρα τοῦ Ἰακώβ, ἀγάπησε τήν κόρη καί τῆς μίλησε καρδιακά. 4Εἶπε δέ ὁ Συχέμ στόν πατέρα του Ἐμ­μώρ: «Πάρε τήν κόρη αὐτή γιά γυναίκα μου». 5Ὁ Ἰακώβ ἄκουσε ὅτι ὁ υἱός τοῦ Ἐμμώρ μόλυνε τήν Δείνα, τήν θυγατέρα του· ἀλλά οἱ υἱοί του εὑρίσκοντο ἔξω στόν ἀγρό μέ τά κτήνη καί (γι’ αὐτό) δέν ἔκανε τίποτα μέχρι νά ἐπιστρέψουν.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

34,1-5. Αὐτό τό κεφ. συνδυάζει μία ἱστορία τῆς οἰκογενείας (ὁ Συχέμ βίασε τήν Δείνα, τήν ζήτησε σέ γάμο, δέχτηκε γι᾽ αὐτήν τήν περιτομή, ἀλλά σκοτώθηκε προδοτικά ἀπό τόν Συμεών καί τόν Λευί) καί μία ἱστορία τῶν φυλῶν (γενική γαμική διαθήκη προτεινόμενη ἀπό τόν Ἐμμώρ, τόν πατέρα τοῦ Συχέμ, στούς υἱούς τοῦ Ἰακώβ, πού γίνεται ἀποδεκτή ὑπό τήν συνθήκη τῆς περιτομῆς καί διακόπτεται ἀπό τούς υἱούς τοῦ Ἰακώβ, οἱ ὁποῖοι λεηλατοῦν τό χωριό καί σφάζουν τούς κατοίκους). Ἡ ἀπόδοση στίς δύο πηγές Ἐλωχιμική καί Γιαχβική εἶναι αὐθαίρετη. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορική ἀνάμνηση μιᾶς ἀτυχοῦς ἐπιχειρήσεως ὁρισμένων ἑβραϊκῶν ὁμάδων γιά νά ἐξουσιάσουν τήν περιοχή τῆς Συχέμ κατά τήν πατριαρχική ἐποχή. Πρβλ. 49,5-7. 34,2. Ὁ Εὐαῖος. «Xιββί», ἔχει τό Ἑβραϊκό, πού εἶναι ἕνας παλαιός λαός τῆς Χαναάν 10,7. Ἀλλά, πρέπει μᾶλλον νά διαβάσουμε «Χορραῖος» μιά μικρή συνοικία ἑνός λαοῦ, ὄχι σημιτικοῦ, ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπό τόν βορρᾶ· οἱ Συχεμῖτες δέν εἶναι Χαναναῖοι, γιατί δέν ἐξασκοῦσαν τήν περιτομή, στίχ. 14 ἑξ.


Γαμήλια συνθήκη μέ τούς Συχεμῖτες (34,6-24)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ὁ πατέρας Ἰακώβ καί οἱ υἱοί του ὀργίστηκαν γιά τήν προσβολή πού ἔγινε στήν Δείνα ἀπό τόν Συχέμ, πού ἦταν προσβολή σ᾽ ὅλο τό ἔθνος τους (στίχ. 7). Ὁ Συχέμ, ἀλλά καί ὁ πατέρας του Ἐμμώρ, παρεκάλεσαν τόν πατέρα καί τούς ἀδελφούς τῆς Δείνας νά δεχθοῦν νά συνάψουν συγγένεια μαζί τους ἀλλά καί μέ ὅλο τό ἔθνος τους μέ τό νά θελήσουν νά δώσουν τήν Δείνα σέ γάμο μέ τόν Ἐμμώρ καί νά συγκατοικήσουν ἔτσι οἱ δύο λαοί (στίχ. 8 ἑξ.). Στήν πρόταση αὐτή τοῦ Συχέμ καί τοῦ Ἐμμώρ ἀπάντησαν οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ Συμεών καί Λευί «μέ δόλο» (στίχ. 13), ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό νά νυμφευθεῖ, δηλαδή, ὁ Συχέμ τήν Δείνα καί νά κατοικήσουν μαζί τους, γιατί αὐτοί εἶναι ἀπερίτμητοι (στίχ. 13-17). Ἀπό ὅσα ὅμως γνωρίζουμε δέν ὑπῆρχε ἔθιμο, αὐτόν τόν καιρό τοὐλάχιστον, κατά τῶν ἐπιγαμιῶν μέ μή περιτετμημένα πρόσωπα. Γι’ αὐτό ὡραῖα σημειώνει ὁ ἱερός συγγραφεύς μας ὅτι οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ μίλησαν «μέ δόλο» στόν Συχέμ καί τόν Ἐμμώρ (στίχ. 13). Ἀλλά καί ὁ Συχέμ καί ὁ Ἐμμώρ σύστησαν στόν λαό τους ἀπό δόλο, πάλι, ἀπό συμφέρον γι᾽ αὐτούς, νά κάνουν συμφωνία μέ τόν Ἰακώβ καί τούς υἱούς του καί νά θελήσουν νά περιτμηθοῦν. Γιατί αὐτό θά ἦταν πρός ὄφελός τους, ἀφοῦ ὁ Ἰακώβ δέν εἶναι ἁπλᾶ φιλήσυχος ἄνθρωπος, ἀλλά καί πλούσιος σέ ποίμνια καί ἀγέλες καί θά αὔξαναν ἔτσι τόν πλοῦτο τῆς χώρας τους (στίχ. 23). Οἱ Συχεμῖτες μέ τίς ἰσχυρές αὐτές προτάσεις τοῦ Ἐμμώρ καί τοῦ Συχέμ (βλ. 20-23) δέχθηκαν νά περιτμηθοῦν καί περιετμήθησαν (στίχ. 24). Ἀλλά, δέν τούς ὠφέλησε σέ τίποτα ἡ περιτομή, γιατί δέν περιτμήθηκαν ἀπό θεοσέβεια.


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

34,6Ὁ δέ Ἐμμώρ ὁ πατέρας τοῦ Συχέμ πῆγε στόν Ἰακώβ γιά νά μιλήσει μαζί του. 7Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπό τόν ἀγρό οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ καί πληροφορήθηκαν αὐτό πού ἔγινε, ὀργίστηκαν οἱ ἄνδρες καί θύμωσαν πολύ γιά τήν προσβολή πού ἐκεῖνος ἔκανε κατά τοῦ Ἰσραήλ, μέ τό νά κοιμηθεῖ μέ τήν θυγατέρα τοῦ Ἰακώβ, πράγμα πού δέν ἔπρεπε νά γίνει. 8Ὁ δέ Ἐμμώρ εἶπε σ’ αὐτούς: «Ὁ υἱός μου ὁ Συχέμ ἀγάπησε μέ τήν καρδιά του τήν θυγατέρα σας. Δῶστε την, σᾶς παρακαλῶ, σ’ αὐτόν γιά γυναίκα. 9Ἐλᾶτε νά κάνετε γάμους μαζί μας· δῶστε μας τίς θυγατέρες σας καί πάρτε τίς θυγατέρες μας γιά τούς ἑαυτούς σας.
10Καί κατοικῆστε μαζί μας· νά ἡ γῆ (μας) εἶναι στήν διάθεσή σας. Μείνετε σ’ αὐτήν, κάνετε τό ἐμπόριό σας καί ἐγκατασταθεῖτε σ’ αὐτήν». 11Εἶπε δέ ὁ Συχέμ πρός τόν πατέρα της (τῆς Δείνας) καί πρός τούς ἀδελφούς της: «Ἄς βρῶ χάρη ἀπό σᾶς καί θά σᾶς δώσουμε ὅ,τι μᾶς ζητήσετε. 12Αὐξῆστε πολύ τήν προίκα καί θά σᾶς δώσω ὅ,τι ἀκριβῶς μοῦ ζητήσετε· ἀρκεῖ νά μοῦ δώσετε τήν κόρη αὐτή γιά γυναίκα».
13Οἱ δέ υἱοί τοῦ Ἰακώβ ἀπάντησαν στόν Συχέμ καί τόν Ἐμμώρ τόν πατέρα του μέ δόλο, ἐπειδή μόλυναν τήν Δείνα τήν ἀδερφή τους. 14Εἶπαν, λοιπόν, σ’ αὐτούς ὁ Συμεών καί ὁ Λευΐ, οἱ ἀδελφοί τῆς Δείνας: «Δέν εἶναι δυνατόν νά κάνουμε αὐτό τό πράγμα καί νά δώσουμε ἔτσι τήν ἀδελφή μας σέ ἄνδρα πού εἶναι ἀπερίτμητος, γιατί θά εἶναι ντροπή γιά μᾶς. 15Μόνο μέ τόν ἑξῆς ὅρο θά δεχτοῦμε νά συμφωνήσουμε μαζί σας καί νά κατοικήσουμε μέ σᾶςα: Ἄν γίνετε ὅμοιοι μέ ’μᾶς μέ τό νά περιτμηθοῦν ὅλοι οἱ ἄρρενες. 16Τότε θά δώσουμε τίς θυγατέρες μας σέ γάμο καί θά πάρουμε τίς δικές σας γιά γυναῖκες μας καί θά κατοικήσουμε μαζί σας καί θά γίνουμε ἕνας λαός. 17Ἄν ὅμως δέν συμφωνήσετε νά περιτμηθεῖτε, τότε θά πάρουμε τήν θυγατέρα μας καί θά φύγουμε». 18Ἡ πρόταση αὐτή ἄρεσε στόν Ἐμμώρ καί στόν Συχέμ, τόν υἱό τοῦ Ἐμμώρ. 19Καί δέν βράδυνε ὁ νέος νά ἐκτελέσει τόν ὅρο, γιατί ἀγαποῦσε πολύ τήν θυγατέρα τοῦ Ἰακώβ· αὐτός δέ ὁ ἴδιος ἦταν ὁ πιό σπουδαῖος ἀπό ὅλη τήν οἰκογένεια τοῦ πατέρα του.
20Ἦρθε, λοιπόν, ὁ Ἐμμώρ καί ὁ υἱός του Συχέμ στήν πύλη τῆς πόλης τους καί εἶπαν στούς συμπολῖτες τους: 21«Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι εἰρηνικοί· ἄς τούς ἀφήσουμε νά κατοικήσουν μαζί μας στήν χώρα μας καί νά ἐμπορεύονται σ’ αὐτήν, ἀφοῦ ἡ γῆ μας ἔχει ἀρκετή ἔκταση καί γι’ αὐτούς· ἄς νυμφευθοῦμε τίς θυγατέρες τους καί ἄς δώσουμε σ’ αὐτούς τίς θυγατέρες μας γιά γάμο. 22Ἀλλά μέ μιά μόνον προϋπόθεση οἱ ἄν­θρωποι αὐτοί θά συμφωνήσουν νά κατοικήσουν μαζί μας, ὥστε νά ἀποτελέσουμε ἕνα λαό: Ἄν περιτμηθοῦμε ὅλοι οἱ ἄρρενες, ὅπως περιτέμνονται καί αὐτοί. 23Ἔτσι, δέν θά εἶναι πρός ὄφελός μας τά κτήνη τους καί τά ποίμνιά τους καί ὅλα τά ὑπάρχοντά τους; Ἄς συμφωνήσουμε μόνον σ’ αὐτό μ’ αὐτούς καί θά κατοικήσουν μαζί μας». 24Ὅλοι ἐκεῖνοι, πού ἔβγαιναν ἀπό τήν πύλη τῆς πόλης, συμφώνησαν μέ τόν Ἐμ­μώρ καί μέ τόν Συχέμ, τόν υἱό του. Καί περιέτεμαν ὅλοι οἱ ἄρρενες τήν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας τους.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

34,7. Ἄσχημον ἐποίησε ἐν Ἰσραήλ. Καθιερωμένη ἔκφραση, Δευτ. 22,21. Κριτ. 20,10. Ἰερ. 29,23. Ὁ συγγραφεύς λησμονεῖ ὅτι ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ δέν ὑπάρχει ἀκόμη. 34,12. Ὁ Ἐμμώρ στούς στίχ. 9-10 διαπραγματεύεται γιά τό γενικό συμφέρον τοῦ λαοῦ του (βλ. καί τούς στίχ. 21-23). Ὁ ἐρωτευμένος ὅμως Συχέμ δέν σκέπτεται παρά μόνο τόν ἑαυτό του καί τήν γυναίκα πού ἐπιθυμεῖ. 34,20. Πρός τήν πύλη τῆς πόλεως αὐτῶν. Βλ. 19,1. 34,24. Στό τέλος τοῦ στίχ. τό Ἑβρ. ἐπαναλαμβάνει: «Ὅλοι αὐτοί πού δρασκελίζουν τήν πόρτα τῆς πόλεώς τους». Ἡ πρόταση παραλείπεται ἀπό τούς Ο´. 


Δόλια ἐκδίκηση τοῦ Συμεών καί τοῦ Λευί (34,25-31)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Οἱ δύο ἀδελφοί τῆς Δείνας ἀπό τήν ἴδια μητέρα, ὁ Συμεών καί ὁ Λευΐ, ἐκδικήθηκαν τούς Συχεμῖτες γιά τήν ἀτίμωση τῆς ἀδελφῆς τους. Τήν τρίτη ἡμέρα τῆς γενομένης περιτομῆς (πιθανόν τήν νύκτα), τότε πού ἡ φλόγωση καί ὁ πυρετός τῶν περιτμηθέντων ἀνδρῶν ἦταν δυνατός καί οἱ Συχεμῖτες, λοιπόν, ἦταν ἀβοήθητοι, αὐτοί οἱ δυό ἀδελφοί εἰσέβαλαν στίς οἰκίες τους καί θανάτωσαν ὅλους τούς ἄρρενες, ὅπως ἐπίσης καί τόν κύριο ἔνοχο, τόν Συχέμ, μαζί μέ τόν πατέρα του Ἐμμώρ καί ἐλευθέρωσαν τήν ἁρπαγεῖσα ἀδελφή τους Δείνα (στίχ. 25.26). Συμπληρώθηκε ὅμως ἡ καταστροφή ἀπό τούς ἄλλους υἱούς τοῦ Ἰακώβ, οἱ ὁποῖοι λεηλάτησαν τήν πόλη καί ἅρπαξαν τούς Συχεμῖτες ὡς αἰχμαλώτους (στίχ. 27-29). – Δέν ἔπρεπε οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ νά ἐκτραποῦν σέ τέτοια σκληρότητα. Ἡ  σφαγή καί ἡ γενική καταστροφή τῶν Συχεμιτῶν ἦταν παράβαση μιᾶς γενομένης συμφωνίας (βλ. στίχ. 5-24) καί ἀκόμη περισσότερο ἡ διαγωγή τῶν υἱῶν τοῦ Ἰακώβ ἦταν μιά ἱεροσυλία, γιατί μεταχειρίστηκαν τήν ἱερή τελετή τῆς περιτομῆς γιά νά ἐπιδοθοῦν στήν φοβερή σκληρότητά τους. Ὁ πατέρας Ἰακώβ δέν συμφώνησε μέ τήν πράξη αὐτή τῶν παιδιῶν του, γιατί αὐτός ἦταν εἰρηνικός καί ἀκόμη φοβήθηκε μήπως ὁ Θεός ἀποσύρει πλέον τήν προστασία ἀπό πάνω του καί τόν φονεύσουν οἱ ἐπιτόπιοι κάτοικοι (στίχ. 30). Τούς συγκράτησε ὅμως ὁ Θεός ἀπό τό νά ἐπιτεθοῦν ἐναντίον του. Ἀπό τήν ὅλη ἱστορία διδασκόμαστε ὅτι μία ἁμαρτία φέρει τήν ἄλλη: Ἡ περιέργεια καί ἀνυπακοή τῆς Δείνας ἔφερε τήν ἀτίμωσή της. Καί αὐτό ἔγινε αἰτία σκληρῆς ἐκδίκησης, ἀγρίων φόνων ἀπό τούς ἀδελφούς τῆς Δείνας.


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

34,25Κατά τήν τρίτη δέ ἡμέρα, ὅταν αὐτοί (οἱ Συχεμῖτες ἄρρενες) ἦταν στόν ὀδυνηρό τους πόνο (ἀπό τήν περιτομή), δύο ἀπό τούς υἱούς τοῦ Ἰακώβ, ὁ Συμεών καί ὁ Λευΐ, ἀδελφοί τῆς Δείνας, πῆρε καθένας τό ξίφος του καί μπῆκαν στήν πόλη χωρίς καμμιά ἀντίσταση καί φόνευσαν ὅλους τούς ἄρρενες. 26Καί τόν Ἐμμώρ καί τόν Συχέμ, τόν υἱό του, τούς ἔσφαξαν. Καί, ἀφοῦ πῆραν τήν Δείνα ἀπό τόν οἶκο τοῦ Συχέμ, ἔφυγαν. 27Τότε ἦλθαν οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ στούς φονευμένους καί λεηλάτησαν τήν πόλη, στήν ὁποία μίαναν τήν ἀδελφή τους Δείνα. 28Ἅρπαξαν τά πρόβατά τους, τά βόδια τους καί τούς ὄνους τους καί ὅλα ὅσα ἦταν στήν πόλη καί τούς ἀγρούς. 29Ἅρπαξαν τούς ἀνθρώπους τους καί ὅλα τά πολύτιμα ἀντικείμενά τους· αἰχμαλώτισαν τίς γυναῖκες τους καί πῆραν (γενικά) ὅ,τι ὑπῆρχε στήν πόλη καί μέσα στά σπίτια.
30Τότε ὁ Ἰακώβ εἶπε στόν Συμεών καί τόν Λευΐ: «Μέ κάνατε μισητό, ὥστε οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου (αὐτοῦ), οἱ Χαναναῖοι καί οἱ Φερεζαῖοι, νά μέ θεωροῦν κακοποιό. Ἐγώ δέ ἔχω λίγους ἀνθρώπους καί ἄν αὐτοί συναχθοῦν ἐναντίον μου θά μέ κατασφάξουν καί θά καταστραφῶ καί ἐγώ καί ἡ οἰκογένειά μου». 31Ἀλλ’ αὐτοί ἀπάντησαν: «Ἔπρεπε, λοιπόν, τήν ἀδελφή μας νά τήν μεταχειριστοῦν σάν πόρνη;».


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

34,25 ἑξ. Τά μετά τήν περιτομή. 34,25. Ὁ Συμεών καί ὁ Λευΐ ἦσαν υἱοί τῆς Λείας, ὅπως ἡ Δείνα. 34,30-31. Ἡ ἀποδοκιμασία τοῦ Ἰακώβ προέρχεται ἁπλῶς ἀπό τόν φόβο γιά τίς συνέπειες. Ὁ χαρακτήρας τῶν Συμεών καί τοῦ Λευί καταδικάζεται καί εἰς 49,5 ἑξ. 34,30. Χαναναῖοι καί... Βλ. 13,7.


Ὁ Ἰακώβ στήν Βαιθήλ (35,1-15)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ὁ Ἰακώβ ἦταν πολύ ταραγμένος καί φοβισμένος ἀπό τά συμβάντα καί γι᾽ αὐτό ὁ Θεός, γιά νά τόν τονώσει καί νά τόν ἠρεμήσει, τοῦ ἔδωσε μιά νέα ἀποκάλυψη. Τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά μεταβεῖ στήν Βαιθήλ, ἐκεῖ ὅπου παλαιότερα, πηγαίνοντας γιά τήν Μεσοποταμία, εἶχε πάλι μιά ἀποκάλυψη καί ἔκανε τάξιμο νά στήσει ἐκεῖ ἕνα θυσιαστήριο (βλ. 28,20-22). Ἀλλά μόλις τώρα ὁ Ἰακώβ, μετά ἀπό σαράντα τέσσερα χρόνια, θά ἐκπληρώσει τό τάξιμό του καί θά στήσει τό θυσιαστήριο στήν Βαιθήλ (στίχ. 1.7). Γιατί ἀργοπόρησε τόσο; Φαίνεται ὅτι βρῆκε εὐχάριστη καί ἱκανοποιητική διαμονή κοντά στήν Συχέμ καί γι᾽ αὐτό ἀργοπόρησε νά ἐκπληρώσει τό τάξιμό του. Τώρα ὅμως πού ὁ Ἰακώβ τό ἐκπληρώνει, γιά τήν πορεία του πρός τήν Βαιθήλ καί γιά τήν ἀνέγερση θυσιαστηρίου ἐκεῖ,  φρόντισε νά καθαρίσει τόν οἶκόν του καί τούς οἰκογενεῖς του ἀπό πάντα μολυσμό τῶν εἰδώλων (στίχ. 2.4). – Παλαιότερα ὁ τόπος, στόν ὁποῖο ὁ Ἰακώβ τώρα στήνει τό θυσιαστήριο, λεγόταν Λούζ (στίχ. 9)· ἀλλά, ἀνανεώνοντας τήν ὀνομασία πού ἔδωσε στόν τόπο κατά τό ὅραμά του, ὅταν πορευόταν στήν Μεσοποταμία (βλ. 28,18.19), τόν ὀνομάζει τώρα «Βαιθήλ», πού σημαίνει «οἶκος Θεοῦ» (στίχ. 7.15). Τότε, ὅταν ὁ Ἰακώβ πήγαινε γιά τήν Μεσοποταμία, εἶδε στήν Βαιθήλ ὅραμα πού τόν διαβεβαίωνε γιά τήν θεία προστασία (28,13-15). Καί τώρα, στήν Βαιθήλ πάλι, ἀνανεώνει ὁ Θεός τήν διαθήκη Του στόν Ἰακώβ, στερεώνοντας σ’ αὐτόν τό ὄνομα «Ἰσραήλ» καί μεταβιβάζοντας σ’ αὐτόν τίς ὑποσχέσεις περί ἀναριθμήτων ἀπογόνων καί κατοχῆς τῆς χώρας (στίχ. 10-12). Αὐτό εἶναι ἡ ἐπικύρωση στόν Ἰακώβ γιά τήν κληρονομία ὅλων τῶν ὑποσχέσεων καί διαβεβαιώσεων πού δόθηκαν στόν Ἀβραάμ. Καί εἶδε ὁ Ἰακώβ ἀμέσως τήν προστασία τοῦ Θεοῦ: Ἐνῶ, γιά τό ἀδίκημα τῶν υἱῶν του (βλ. 34,25-31), φοβόταν καταδίωξη ἀπό τήν περιοχή τῆς Συχέμ πού διέμενε, ὅμως «ἔπεσε τρόμος τοῦ Θεοῦ στίς γύρω πόλεις, ὥστε δέν καταδίωξαν τούς υἱούς Ἰσραήλ» (στίχ. 5). – Στήν περικοπή μας ἐδῶ διαβάζουμε καί γιά τό θάνατο τῆς Δεβώρας, τῆς τροφοῦ τῆς μητέρας του Ρεβέκκας. Ὁ Ἰακώβ πένθησε γι᾽ αὐτήν (στίχ. 8). Λέγουν ὅμως ὅτι ὁ κλαυθμός ἐδῶ δέν εἶναι μόνο γιά τήν Δεβώρα ἀλλά καί γιά τήν μητέρα του Ρεβέκκα, γιατί τώρα ἔλαβε εἴδηση γιά τόν θάνατό της. Γι’ αὐτό, ὅπως λέγεται παρακάτω (στίχ. 27), ὁ Ἰακώβ πῆγε νά ἐπισκεφθεῖ τόν πενθοῦντα πατέρα του Ἰσαάκ στήν Χεβρών.


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

35,1Εἶπε δέ ὁ Θεός στόν Ἰακώβ: «Σήκω νά ἀνεβεῖς στήν Βαιθήλ καί νά κατοικήσεις ἐκεῖ· κατασκεύασε δέ ἐκεῖ θυσιαστήριο στόν Θεό, πού ἐμφανίστηκε σέ σένα, ὅταν ἔφευγες μακρυά ἀπό τόν ἀδελφό σου Ἡσαῦ».
2Καί εἶπε ὁ Ἰακώβ στήν οἰκογένειά του καί σ’ ὅλους ὅσοι ἦταν μαζί του: «Πετάξτε τούς ξένους θεούς, πού ἔχετε μεταξύ σας, καθαριστεῖτε καί ἀλλάξτε τά ροῦχα σας. 3Ἄς σηκωθοῦμε νά ἀνεβοῦμε στήν Βαιθήλ καί νά κάνουμε ἐκεῖ θυσιαστήριο στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος μέ ἐπάκουσε στόν καιρό τῆς θλίψης μου καί ἦταν μαζί μου καί μέ φύλαγε στόν δρόμο πού βάδιζα». 4Παρέδωσαν, λοιπόν, στόν Ἰακώβ τούς ξένους θεούς πού εἶχαν, ὅπως καί τά σκουλαρίκια πού εἶχαν στά αὐτιά τους· ὁ δέ Ἰακώβ τά κατέχωσε στήν δρῦ πού ἦταν στήν Συχέμ καί ἔτσι τά ἐξαφάνισε μέχρι σήμερα (πού γράφονται αὐτά).α 5Ἔπειτα ἔφυγε ὁ Ἰσραήλ (δηλ. ὁ Ἰα­κώβ) ἀπό τήν Συχέμ·β καί ἔπεσε τρόμος τοῦ Θεοῦ στίς πόλεις τίς γύρω ἀπ’ αὐ­τούς, ὥστε δέν καταδίωξαν τούς υἱούς Ἰσραήλ.γ
6Ἔφθασε λοιπόν ὁ Ἰακώβ καί ὅλος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ἦταν μαζί του στήν Λουζά, πού εἶναι στήν γῆ Χαναάν καί πού ὀνομάζεται (διαφορετικά) Βαιθήλ. 7Ἐκεῖ αὐτός οἰκοδόμησε θυσιαστήριο καί ὀνόμασε τόν τόπο Βαιθήλ,δ γιατί ἐκεῖ φανερώθηκε σ’ αὐτόν ὁ Θεός, ὅταν ἔφευγε μακρυά ἀπό τόν ἀδελφό του Ἡσαῦ. 8Καί πέθανε ἡ Δεβώρα, ἡ τροφός τῆς Ρεβέκκας, καί τάφηκε πιό κάτω ἀπό τήν Βαιθήλ, κάτω ἀπό τήν βελανιδιά· καί κάλεσε ὁ Ἰακώβ τό ὄνομά της «βελανιδιά πένθους».ε
9Φανερώθηκε δέ πάλι ὁ Θεός στόν Ἰα­κώβ στήν Λουζά,ζ μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Μεσοποταμία τῆς Συρίαςη καί τόν εὐλόγησε. 10Καί τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Τό ὄνομά σου δέν θά εἶναι πιά Ἰακώβ, ἀλλά θά ὀνομάζεται Ἰσραήλ». Καί κάλεσε τό ὄνομά του Ἰσ­ραήλ.
11Εἶπε δέ (ἀκόμη) σ’ αὐτόν ὁ Θεός: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός σου!θ Νά αὐξάνεσαι καί νά πληθύνεσαι· ἔθνη καί πλῆθος ἐθνῶν θά προέλθουν ἀπό σένα καί βασιλεῖς θά βγοῦν ἀπό τήν ὀσφῦ σου. 12Τήν γῆ πού ἔδωσα στόν Ἀβραάμ καί τόν Ἰσαάκ θά τήν δώσω σέ σένα· θά εἶναι δική σου καί μετά ἀπό σένα θά τήν δώσω στούς ἀπογόνους σου». 13Καί ἀνέβηκε ὁ Θεός ἀπ’ αὐτόν, ἀπό τόν τόπο ὅπου μίλησε μαζί του.
14Ἔστησε δέ ὁ Ἰακώβ στήλη στόν τόπο ὅπου μίλησε μαζί του ὁ Θεός, στήλη λίθινη· ἔκανε σπονδή σ’ αὐτή καί ἔχυσε πάνω της λάδι. 15Καί κάλεσε ὁ Ἰακώβ τόν τόπο, ὅπου μίλησε μαζί του ὁ Θεός, Βαιθήλ.


α. Ἡ φράση τῶν Ο´ «καί ἀπώλεσεν αὐτά ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
β. Τό Ἑβρ. λέει: «Μετά ἀπό αὐτά ἀναχώρησαν».
γ. «Ἀπό τούς υἱούς Ἰακώβ», λέει τό Ἑβρ.
δ. Κατά τό Ἑβρ.: «Ἔλ-Βαιθήλ».
ε. Κατά τό Ἑβρ.: «Καί ὀνομάστηκε (ἡ δρῦς) “Ἀλλών-βαχούθ”».
ζ. Τό «ἐν Λουζᾷ» τῶν Ο´ λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
η. «Ἀπό τήν Παδάν Ἀράμ», λέει τό Ἑβρ. Ὁμοίως καί στήν συνέχεια τοῦ κεφ.
θ. Κατά τό Ἑβρ.: «Ἐγώ (εἶμαι) ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ (Ἔλ-Σαντάγι)».


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

35,1-15. Αὐτό τό κεφ. συγκεντρώνει, στήν διαδρομή τοῦ Ἰακώβ μεταξύ Συχέμ καί Χεβρών, παραδόσεις ποικίλλης προελεύσεως. 35,2. Αὐτό ἐδῶ δηλώνει κάτι περισσότερο ἀπό τήν ἀπόρριψη τῶν οἰκειακῶν εἰδώλων, τά ὁποῖα ἔφερε ἡ Ραχήλ (31,19.34). Εἶναι, ὅπως στό Ἰησ. Ν. 24 (πάλι στήν Συχέμ), μία πράξη πίστεως στόν μοναδικό Θεό τοῦ Ἰσραήλ. – Καθαρίσθητε... Ὁ καθαρμός καί ἡ ἀλλαγή τῶν ἐνδυμάτων εἶναι μιά προετοιμασία καθαρμοῦ γιά τό προσκύνημα τῆς Βαιθήλ, βλ. Ἐξ. 19,10. 35,4.Τούς θεούς... οἵ ἦσαν ἐν ταῖς χερσίν αὐτῶν. Πρόκειται γιά μικρά εἴδωλα, ἀνάλογα μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔκρυψε ἡ Ραχήλ (βλ. 31,19) καί πού κρατοῦσαν στά χέρια. – Τά ἐνώτια...Τά δακτύλια καί τά κρεμάμενα σκουλαρίκια δέν τά εἶχαν μόνο ὡς στολίδια, ἀλλά καί ὡς φυλακτά, τά ὁποῖα ἐπίστευαν ὅτι διά μαγείας τούς προσφέρουν προστασία (βλ. Κριτ. 8,26) καί ἀκόμη τά θεωροῦσαν ὡς θεῖα σύμβολα. – Τήν ἐν Σικίμοις. Εἶναι ἡ Δρῦς Μορέχ τῆς Συχέμ, βλ. 12,6. Ἡ «δρῦς τοῦ Μορέχ», ἡ μνημονευομένη εἰς Δευτ. 11,30, ταυτίζεται ἴσως μέ τήν «βελανιδιά τῶν μάντεων» τοῦ Κριτ. 9,37. «Μορέχ» δύναται νά σημαίνει «μάντις». 35,6. Γιά τήν Λουζά (Λούζ), ὡς τό παλαιό ὄνομα τῆς Βαιθήλ, μνημονεύεται ἀκόμη εἰς 28,19 (Οὐλαμλούζ). 48,3. Κριτ. 1,23. Ἡ ἀρχή τῆς Βαιθήλ ὡς ἕνα ἰσραηλιτικό ἱερό ἀποδίδεται ἐδῶ στόν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος κτίζει ἕνα θυσιαστήριο, ἀκριβῶς ὅπως εἶχε κάνει ὁ Ἀβραάμ (12,8). Αὐτή ἡ ἀπόδοση τῆς ἀρχῆς τοῦ θυσιαστηρίου στούς δυό μεγάλους Πατριάρχες ὑποδηλώνει τήν μετέπειτα σπουδαιότητά του. 35,7. «Ἔλ Βαιθήλ». Θεός Βαιθήλ ἤ Θεός τῆς Βαιθήλ (βλ. σχόλ. 28,18). Οἱ μεταφράσεις ἔχουν «Βαιθήλ». – Ἐφάνη... Τό Ἑβρ. κείμενο, ὅπως τό διορθώνουν, ἔχει τό ρῆμα «ἐφάνη», τοῦ στίχ. μας («νιγελού»), στόν πληθυντικό ἀριθμό· τό «Θεός» (Ἐλωχίμ) πιθανόν νά ἀναφέρεται καί σέ ἄλλα οὐράνια ὄντα τοῦ 28,12. 35,8. Ἡ τροφός τῆς Ρεβέκκας δύσκολα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι συνόδευε τόν Ἰακώβ· αὐτή νοεῖται εἰς 24,59 χωρίς νά μνημονεύεται. Ἄραγε, ἦρθε τόσο μακρυά καί συνόδευσε τόν Ἰακώβ στήν Μεσοποταμία; Εἶναι μᾶλλον μιά λάθος σημείωση πού συνδέθηκε μέ τήν παρούσα διήγηση γιά τήν ἀναφορά τῆς Βαιθήλ. Μερικοί ὑποθέτουν μία σχέση τοῦ φοίνικος τῆς προφήτιδας Δεβώρας (Κριτ. 4,5), κειμένου μεταξύ τῆς Ραμά καί τῆς Βαιθήλ καί τῆς βελανιδιᾶς αὐτοῦ τοῦ στίχου. 35,13. Ἡ ἔκφραση «ἐκ τοῦ τόπου, οὗ ἐλάλησε μετ᾽ αὐτοῦ» εἶναι διττογραφία τοῦ ἑπομένου στίχ.

Γέννηση τοῦ Βενιαμίν καί θάνατος τῆς Ραχήλ (35,16-20)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ὅταν μετά ἀπό χρόνια θλιβερῆς ἀτεκνίας ἡ Ραχήλ γέννησε τόν πρῶτο της υἱό, τόν Ἰωσήφ, εἶπε: «Ἄς μοῦ δώσει ὁ Θεός καί ἕνα ἄλλο υἱό» (29,24). Καί ἀπόκτησε, πραγματικά, καί ἄλλο υἱό, ἀλλ’ αὐτός ἦταν Ben-oni, δηλαδή «υἱός ὀδύνης», «θανατηφόρος υἱός», γιατί πέθανε ἡ μητέρα Ραχήλ στήν γέννα του. Καί ὁ πατέρας Ἰακώβ, γιά νά μήν πληγώνεται τό παιδί του μέ τό ὄνομα αὐτό, γιατί θά τοῦ θύμιζε τόν θάνατο τῆς μητέρας του μέ τήν δική του γέννα, τό ὀνόμασε «Βενιαμίν» δηλαδή, παιδί «δεξιοῦ χεριοῦ», ἐπιδέξιο καί πολύτιμο σάν τό δεξί χέρι παιδί. – Ἡ Ραχήλ θάφτηκε στήν Βηθλεέμ, ἐκεῖ ὅπου καί γέννησε τόν Βενιαμίν (στίχ. 16. 19), καί ὅλη ἡ γύρω περιοχή ὀνομάστηκε ἀπό τόν τάφο της «Ραχήλ». Ἔτσι, ὅταν ὁ θηριώδης Ἡρώδης ἔσφαξε τά νήπια τῆς Βηθλεέμ, γιά νά θανατώσει τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος εἶπε ὅτι ἡ «Ραχήλ ἔκλαιε τά τέκνα της» (Ματθ. 2,18. Βλ. καί Ἱερ. 38,15). Δηλαδή, ἡ ἐπαρχία Ραχήλ ἔκλαιε τά σφαγέντα παιδιά της.


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

35,16Ὕστερα ἀπό αὐτά, ἀφοῦ ἀναχώρησε ὁ Ἰακώβ ἀπό τήν Βαιθήλ, ἔστησε τήν σκηνή του πέρα ἀπό τόν πύργο Γαδέρ· καί ἐνῶ πλησίαζε στήν Χαβραθά, ἐρχόμενος στήν Ἐφραθᾶ,ι γέννησε ἡ Ραχήλ, ἔχοντας δυστοκία κατά τόν τοκετό. 17Καί ἐνῶ γεννοῦσε μέ μεγάλη δυσκολία, εἶπε σ’ αὐτήν ἡ μαία: «Κουράγιο! Γιατί καί τό παιδί σου αὐτό εἶναι ἀγόρι!». 18Τήν στιγμή δέ πού ἔβγαινε ἡ ψυχή της – γιατί πέθαινε – τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα «Υἱός ὀδύνης»·κ ὁ πατέρας του ὅμως τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα «Βενιαμίν». 19Ἔτσι πέθανε ἡ Ραχήλ καί τάφηκε στήν ὁδό τοῦ ἱπποδρόμου Ἐφραθᾶλ (ἡ πόλη αὐτή εἶναι ἡ Βηθλεέμ). 20Καί ὁ Ἰακώβ ἔστησε στήλη πάνω στόν τάφο της, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι σήμερα καί λέγεται, «Ἡ στήλη τοῦ τάφου τῆς Ραχήλ».μ


ι. Τό Ἑβρ. λέει: «Καί ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Βαιθήλ· καί ἐνῶ ἔμενε λίγο διάστημα  γιά νά φθάσουν στήν Ἐφραθά».
κ. «Μπέν-ὠνί», κατά τό Ἑβρ.
λ. Κατά τό Ἑβρ.: «Στήν ὁδό τῆς Ἐφραθά».
μ. Τό Ἑβρ. μετά ἀπό τόν στίχ. 20 προσθέτει ὡς στίχ. 21 τό ἑξῆς: «Ἐγερθείς δέ ὁ Ἰσραήλ ἔστησε τήν σκηνή του πέραν τοῦ Μιγδώλ-ἐδέρ». Πρβλ. στίχ. 16α στούς Ο´. Ὁ δέ στίχ. 22 τῶν Ο´ στό Ἑβρ. ἑνώνεται μέ τόν προηγούμενο στίχ.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

35,16. Ἡ Ἐφραθά ταυτίζεται μέ τήν Βηθλεέμ στόν στίχ. 19 καί στόν 48,7, πού ἀναφέρεται στήν παράγραφό μας· βλ. Ρούθ 4,11 καί Μιχ. 5,2. Ἀλλά ἡ Βηθλεέμ ἔλαβε τό ὄνομα τῆς Ἐφραθά, γιατί κατοικήθηκε ἀπό μιά Ἐφραθιτική πατριά, βλ. Α΄ Παραλ. 2,19.50-51. Ρούθ 1,2. Ἡ Βηθλεέμ τοῦ στίχ. 12 εἶναι ἕνα σχόλιο. Ὁ τάφος τῆς Ραχήλ βρισκόταν κανονικά στήν περιοχή τοῦ Βενιαμίν, ὅπου τήν τοποθετεῖ, πραγματικά, τό Α΄ Βασ. 10,2· βλ. καί Ἰερ. 38,15 (Ἑβρ. κεφ. 31). Σ᾿ αὐτή τήν περιοχή θά εἴχαμε μία Ἐφραθά πολύ παλαιά καί ξεχασμένη. 35,18. Τό ὄνομα τοῦ υἱοῦ, ὅπως δίνεται ἀπό τήν Ραχήλ, δέν εἶναι εὐοίωνο («μπέν ὠνί», «υἱός τῆς θλίψης μου»), ἀλλά γρήγορα ἀλλάσσεται ἀπό τόν Ἰακώβ σέ ὄνομα πολύ εὐοίωνο: «Βινγιαμίν», δηλαδή, «υἱός τῆς δεξιᾶς χειρός μου», ἀφοῦ ἡ δεξιά πλευρά θεωρεῖται τόπος τιμῆς, ἤ ὅπως ἑρμηνεύει ὁμοίως ὁ R. de Vaux (εἰς La Sainte Bible), «fils de la droite = fils de bon augur». Υἱός τῆς δεξιᾶς = υἱός καλῆς εὐχῆς. 35,20. Ἡ ἀνέγερση τῆς ἐπιτυμβίου στήλης πιθανόν συνοδεύτηκε καί ἀπό ἄλλες ἐπιθανάτιες τελετές (βλ. στίχ. 14). Τέτοιες τελετές, πού ἐξασκοῦντο εὐρέως, ἀποθαρρύνθηκαν ἀργότερα λόγω τοῦ δυνατοῦ τῆς ἀναμείξεώς τους μέ εἰδωλολατρικά στοιχεῖα.


Αἱμομιξία τοῦ Ρουβήν (35,21)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ὁ πρωτότοκος υἱός τοῦ Ἰακώβ, ὁ Ρουβήν, διέπραξε αἱμομιξία: Κοιμήθηκε μέ τήν Βαλλά, τήν δούλη τῆς Ραχήλ καί παλλακή τοῦ πατέρα του (στίχ. 21.24). Ἡ αἱμομιξία προκαλεῖ ἀποτροπιασμό καί στούς εἰδωλολάτρες ἀκόμη, ὡς μή φυσική (Α΄ Κορ. 5,1. Λευιτ. 18,8). Τό ἁμάρτημα αὐτό τοῦ Ρουβήν πλήγωσε τόν πονεμένο γιά τόν θάνατο τῆς ἀγαπητῆς του Ραχήλ πατέρα Ἰακώβ καί τό θυμόταν μέχρι τήν ὥρα τοῦ θανάτου του (βλ. 49,3-4). Ἄς προσέξουμε ὅτι ὁ Ρουβήν δέν πρόσβαλε τήν Ζελφά, τήν δούλη τῆς δικῆς του μητέρας Λείας, ἀλλά πρόσβαλε τήν Βαλλά, τήν δούλη τῆς Ραχήλ. Βλέπουμε ὅτι ἡ ἀντιζηλία τῶν δύο ἀδελφῶν, Λείας καί Ραχήλ, ἦρθε καί στά παιδιά τους. Γιά τό ἁμάρτημά του αὐτό ὁ Ρουβήν στερήθηκε τά πρωτοτόκιά του. Τό δεύτερο καί τρίτο παιδί, ὁ Συμεών καί ὁ Λευΐ, ἔχασαν καί αὐτοί τά πρωτοτόκια μέ τήν ἀποτρόπαια πράξη τους στά Σίκιμα, ὅπως εἴδαμε (βλ. κεφ. 34). Καί τά τρία παιδιά, λοιπόν, τῆς Λείας ἔχασαν τά πρωτοτόκιά τους.


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

35,21Ὅταν κατοικοῦσε ὁ Ἰσραήλ σ’ ἐ­κείνη τήν γῆ, πῆγε ὁ Ρουβήν καί κοιμήθηκε μέ τήν Βαλλά, τήν παλλακή τοῦ πατέρα του Ἰακώβ. Τό ἔμαθε αὐτό ὁ Ἰσραήλ καί τοῦ φάνηκε πολύ κακό.ν


ν. Ἡ φράση τῶν Ο´ «καί πονηρόν ἐφάνη ἐναντίον αὐτοῦ» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

35,21. Ἡ τόσο σύντομη καί ἀτελής μνεία τοῦ ἁμαρτήματος τοῦ Ρουβήν προετοιμάζει τήν καταδίκη του ὑπό τοῦ Ἰακώβ εἰς 49,3-4· γιά τό ἁμαρτημά του αὐτό ὁ Ρουβήν ἔχασε τά δικαιώματα τοῦ πρωτοτόκου. – Στήν ἀρχή τοῦ στίχ. λέγει τό Ἑβρ.: «Ὕστερα ἀπό αὐτά ὁ Ἰσραήλ ἀναχώρησε καί ἔστησε τήν σκηνή του πέρα ἀπό τό “Μιγντάλ Ἕδερ”» Ἡ τοποθεσία Mιγδάλ Ἕδερ (πύργος τοῦ ποιμνίου) θεωρεῖται ὡς ἄγνωστη· ὑπῆρχε σ᾿ αὐτήν ἕνας πύργος πού προστάτευε τό ποίμνιο.


Οἱ δώδεκα υἱοί τοῦ Ἰακώβ (35,22-26)

Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ἀφοῦ ἀναφέρθηκε ἡ γέννηση τοῦ τελευταίου υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ, τοῦ Βενιαμίν, ὁ ἱερός συγγραφεύς ἀνακεφαλαιώνει τώρα καί δίνει ἕνα κατάλογο τῶν δώδεκα υἱῶν τοῦ Πατριάρχου. Ἕνα ἐρώτημα: Γιατί λέγεται ἐδῶ ὅτι οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ γεννήθηκαν στήν Μεσοποταμία, ἀφοῦ ὁ Βενιαμίν γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ; (35,16) Σ’ αὐτό μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε ὅτι αὐτό λέγεται μέ μιά γενικότητα, ἐπειδή οἱ ἄλλοι του υἱοί γεννήθηκαν στήν Μεσοποταμία· ἀλλά καί ὁ Βενιαμίν πού γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ πιθανόν νά συνελήφθη στήν Μεσοποταμία.


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

35,22Οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ ἦταν δώδεκα. 23Οἱ υἱοί τῆς Λείας ἦταν: Ὁ πρωτότοκος τοῦ Ἰακώβ Ρουβήν, ὁ Συμεών, ὁ Λευί, ὁ Ἰούδας, ὁ Ἰσσάχαρ, ὁ Ζαβουλών. 24Οἱ υἱοί τῆς Ραχήλ ἦταν: Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Βεμιαμίν. 25Οἱ υἱοί τῆς Βαλλᾶς, τῆς δούλης τῆς Ραχήλ, ἦταν: ὁ Δάν καί ὁ Νεφθαλείμ. 26Οἱ υἱοί τῆς Ζελφᾶς, τῆς δούλης τῆς Λείας, ἦταν: Ὁ Γάδ καί ὁ Ἀσήρ. Αὐτοί εἶναι οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ, πού γεννήθηκαν σ’ αὐτόν στήν Μεσοποταμία τῆς Συρίας.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

35,22-26. Ὁ ἱερατικός κατάλογος τῶν δώδεκα υἱῶν τοῦ Ἰακώβ εἶναι σέ γενική συμφωνία μέ τά κεφ. 29-30. Ὁ κατάλογος προέρχεται ἀπό ἱερατικό συγγραφέα, πού πρῶτα ἀριθμεῖ τούς υἱούς τῶν συζύγων καί μετά τούς υἱούς τῶν παλλακίδων. Ἄς συγκρίνουμε τήν διήγηση μέ τήν περικοπή 29,31 - 30,24 καί ἄς παρατηρήσουμε ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Βενιαμίν, πού ἀναφέρεται στήν προηγούμενη διήγηση, λέγεται ἐδῶ ὅτι ἔγινε στήν Μεσοποταμία.


Θάνατος τοῦ Ἰσαάκ (35,27-29)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Σάν τόν Ἀβραάμ (25,8) καί ὁ Ἰσαάκ τελείωσε τήν ζωή του μέ εἰρήνη, μέ μιά βαθμιαία ἐξασθένηση τῶν φυσικῶν του δυνάμεων, «πρεσβύτερος καί πλήρης ἡμερῶν» (στίχ. 29). Ὁ θάνατός του ἀναμενόταν πρίν ἀπό σαράντα χρόνια (βλ. 27,41), ἀλλά παρατάθηκε ἡ ζωή του γιά νά δεῖ τόν Ἰακώβ ἐπιστρέφοντα στήν Χαναάν καί συμφιλιωμένο μέ τόν Ἡσαῦ. Πραγματικά, βλέπουμε καί ἐδῶ τούς δύο ἀδελφούς συμφιλιωμένους καί θάπτοντας μαζί τόν πατέρα τους (στίχ. 29).


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

35,27Ἦρθε δέ ὁ Ἰακώβ στόν πατέρα του Ἰσαάκ στήν Μαμβρῆ, στήν πόλη τῆς πεδιάδαςξ (δηλαδή τήν Χεβρών), στήν χώρα Χαναάν,ο ὅπου εἶχαν παροικήσει ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Ἰσαάκ. 28Ὁ Ἰσαάκ ἦταν ἑκατόν ὀγδόντα χρόνων· 29ἀλλά ἐκπνεύσας πέθανε, καί προσετέθη στόν λαό του, γέροντας μέ πολλά χρόνια ζωῆς. Τόν ἔθαψαν δέ οἱ υἱοί του, ὁ Ἡσαῦ καί ὁ Ἰακώβ.

ξ. «Στήν Κιριάθ-Ἀρβά», λέει τό Ἑβρ.
ο. Τό «ἐν γῇ Χαναάν» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

35,27-29. Τέλος τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσαάκ, κατά τήν ῾Ιερατική παράδοση, ἡ ὁποία παρέτεινε μέχρις ἐδῶ τήν ζωή τοῦ Πατριάρχου (βλ. 27,1-2) καί ἡ ὁποία ταυτίζει τήν Μαμβρῆ μέ τήν Χεβρών ἀπό ἀντίδραση κατά τῆς λατρείας πού ἐγίνετο ἐκεῖ, βλ. σχόλιο εἰς 13,18, καί κρύπτει τήν διαφορά μεταξύ Ἰακώβ καί Ἡσαῦ, βλ. 36,6 ἑξ. καί ἤδη 27,46-28,2.

Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ (36,1-43)

(Προλογικό  σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Τό κεφάλαιο αὐτό συνίσταται κατά βάση ἀπό καταλόγους ὀνομάτων τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἡσαῦ (στίχ. 9-14) καί τοῦ Χορραίου Σηείρ (στίχ. 20-30), τῶν κατοίκων τοῦ ὄρους Σηείρ. Γιατί δίδεται ἐδῶ ἡ γενεαλογία τῶν Χορριτῶν; Σέ κάποια ἐκστρατεία στήν χώρα τοῦ Σηείρ ὁ Ἡσαῦ ἔλαβε γιά γυναίκα του τήν θυγατέρα ἑνός ἐκ τῶν ἐκεῖ ἀρχόντων (ἡ Ὀλιβεμά, στίχ. 2, ἦταν Χορρίτισσα γυναίκα) καί ἀπό αὐτή ἀπέκτησε ἀρχοντικά δικαιώματα στήν χώρα. Καί ἐπειδή κατοίκησε ὁ Ἡσαῦ μεταξύ τῶν Χορριτῶν ὡς ὑπερισχύων καί ἐπειδή συγχωνεύτηκαν, ὡς φαίνεται, οἱ Ἐδωμῖτες (υἱοί τοῦ Ἡσαῦ) μέ τούς Χορρῖτες μέ κατάκτηση (Δευτ. 2,12.22), γι’ αὐτό καί στό κεφάλαιό μας ἀναφέρεται καί ἡ γενεαλογία τῶν Χορριτῶν. Φαίνεται πάντως ὅτι οἱ Χορρῖτες ἦταν μιά ἀδύναμη ἰθαγενής φυλή, γι’ αὐτό καί παραλείφθηκαν ἀπό τόν πίνακα τῶν λαῶν τοῦ κεφ. 10 τῆς Γενέσεως. Ἀριθμοῦνται στό κεφάλαιό μας ἐδῶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ (στίχ. 9-19) γιά νά δειχθεῖ ὅτι ἡ εὐλογία πού δόθηκε στόν Ἡσαῦ ἀπό τόν πατέρα του Ἰσαάκ δέν ἦταν χωρίς ἀποτέλεσμα. Γιά τήν εὐλογία αὐτή ὁ Θεός ἔδειξε ἔλεος καί στόν Ἡσαῦ, γιατί τόν ἔκανε πατέρα καί θεμελιωτή ἑνός σημαντικοῦ ἔθνους, τῶν Ἐδωμιτῶν (στίχ. 15-19. 31-43).


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

36,1Αὐτοί εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ, τοῦ γνωστοῦ ὡς Ἐδώμ: 2Ὁ Ἡσαῦ νυμφεύτηκε Χαναναῖες γυναῖκες· τήν Ἀδά, θυγατέρα τοῦ Αἰλώμ τοῦ Χετταίου, τήν Ὀλιβεμά, θυγατέρα τοῦ Ἀνά, τοῦ υἱοῦ τοῦ Σεβεγών τοῦ Εὐαίου, 3καί τήν Βασεμάθ, τήν θυγατέρα τοῦ Ἰσμαήλ, ἀδελφή τοῦ Ναβαιώθ. 4Ἡ Ἀδά γέννησε σ᾽ αὐτόν τόν Ἑλιφάς, ἡ Βασεμάθ γέννησε τόν Ραγουήλ 5καί ἡ Ὀλιβεμά γέννησε τόν Ἰεούς, τόν Ἰεγλόμ καί τόν Κορέ· αὐτοί ἦταν οἱ υἱοί τοῦ Ἡσαῦ, πού γεννήθηκαν σ’ αὐτόν στήν γῆ Χαναάν.
6Πῆρε δέ ὁ Ἡσαῦ τίς γυναῖκες του, τούς υἱούς του καί τίς θυγατέρες του, ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του, ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ὅλα τά κτήνη καί ὅλα γενικά ὅσα εἶχε ἀποκτήσει στήν γῆ Χαναάν καί ἔφυγε ἀπό τήν γῆ Χαναάν, μακρυά ἀπό τόν ἀδελφό του Ἰακώβ. 7Τά ὑπάρχοντά τους ἦταν πολλά, ὥστε δέν μποροῦσαν νά ζήσουν καί οἱ δυό μαζί· καί ἡ γῆ στήν ὁποία ζοῦσαν ὡς πάροικοι δέν μποροῦσε νά τούς χωρέσει λόγω τῶν πολλῶν τους ὑπαρχόντων. 8Κατοίκησε, λοιπόν, ὁ Ἡσαῦ στό ὄρος τοῦ Σηείρ· ὁ Ἡσαῦ εἶναι γνωστός ὡς Ἐδώμ.
9Αὐτοί εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ, τοῦ προγόνου τῶν Ἐδωμιτῶν στό ὄρος Σηείρ.
10Αὐτά εἶναι τά ὀνόματα τῶν υἱῶν τοῦ Ἡσαῦ: Ὁ Ἑλιφάς, ὁ υἱός τῆς Ἀδᾶς, τῆς γυναίκας τοῦ Ἡσαῦ, καί ὁ Ραγουήλ, ὁ υἱός τῆς Βασεμάθ, τῆς γυναίκας τοῦ Ἡσαῦ.
11Οἱ υἱοί τοῦ Ἑλιφάς ἦταν: Ὁ Θαιμάν, ὁ Ὡμάρ, ὁ Σωφάρ, ὁ Γοθώμ και ὁ Κενέζ. 12Ἡ Θαμνά ἦταν παλλακή τοῦ Ἑλιφάς, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἡσαῦ, καί γέννησε στόν Ἑλιφάς τόν Ἀμαλήκ. Αὐτοί ἦταν οἱ ἔγγονοι τῆς Ἀδᾶς, τῆς γυναίκας τοῦ Ἡσαῦ.
13Αὐτοί ἦταν οἱ υἱοί τοῦ Ραγουήλ: Ὁ Ναχόθ, ὁ Ζαρέ, ὁ Σομέ καί ὁ Μοζέ· αὐτοί ἦταν οἱ ἔγγονοι τῆς Βασεμάθ, τῆς γυναίκας τοῦ Ἡσαῦ.
14Αὐτοί ἦταν οἱ υἱοί τῆς Ὀλιβεμᾶς, τῆς γυναίκας τοῦ Ἡσαῦ, τῆς θυγατέρας τοῦ Ἀνά, τοῦ υἱοῦ τοῦ Σεβεγών· αὐτή γέννησε στόν Ἡσαῦ τόν Ἰεούς, τόν Ἰεγλόμ καί τόν Κορέ.
15Αὐτοί ἦταν οἱ ἡγεμόνες τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἡσαῦ: Οἱ υἱοί τοῦ Ἑλιφάς, τοῦ πρωτοτόκου τοῦ Ἡσαῦ· ὁ ἡγεμόνας Θαιμάν, ὁ ἡγεμόνας Ὡμάρ, ὁ ἡγεμόνας Σωφάρ, ὁ ἡγεμόνας Κενέζ, 16ὁ ἡγεμόνας Κορέ, ὁ ἡγεμόνας Γοθώμ, ὁ ἡγεμόνας Ἀμαλήκ. Αὐτοί ἦταν οἱ ἡγεμόνες πού γεννήθηκαν ἀπό τόν Ἑλιφάς στήν γῆ τῆς Ἰδουμαίας· αὐτοί ἦταν οἱ ἔγγονοι τῆς Ἀδᾶς.
17Καί αὐτοί ἦταν οἱ υἱοί τοῦ Ραγουήλ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἡσαῦ: Ὁ ἡγεμόνας Ναχώθ, ὁ ἡγεμόνας Ζαρέ, ὁ ἡγεμόνας Σομέ, ὁ ἡγεμόνας Μοζέ. Αὐτοί ἦταν οἱ ἡγεμόνες πού γεννήθηκαν ἀπό τόν Ραγουήλ στήν γῆ Ἐδώμ· αὐτοί ἦταν οἱ ἔγγονοι τῆς Βασεμάθ τῆς γυναίκας τοῦ Ἡσαῦ.
   18Καί αὐτοί ἦταν οἱ υἱοί τῆς Ὀλιβεμᾶς τῆς γυναίκας τοῦ Ἡσαῦ: Ὁ ἡγεμόνας Ἰεούλ, ὁ ἡγεμόνας Ἰεγλόμ, ὁ ἡγεμόνας Κορέ. Αὐτοί ἦταν οἱ ἡγεμόνες πού γεννήθηκαν ἀπό τήν Ὀλιβεμά, τήν θυγατέρα τοῦ Ἀνά, τήν γυναίκα τοῦ Ἡσαῦ.
   19Αὐτοί ἦταν οἱ υἱοί τοῦ Ἡσαῦ καί αὐτοί ἦταν οἱ ἡγεμόνες τους. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἐδώμ.
20Αὐτοί εἶναι οἱ υἱοί τοῦ Σηείρ τοῦ Χορραίου, πού κατοικοῦσε στήν χώρα: Ὁ Λωτάν, ὁ Σωβάλ, ὁ Σεβεγών, ὁ Ἀνά, 21ὁ Δησών, ὁ Ἀσάρ καί ὁ Ρισών·α αὐτοί ἦταν οἱ ἡγεμόνες τῶν Χορριτῶν, τῶν υἱῶν τοῦ Σηείρ στήν γῆ Ἐδώμ. 22Οἱ δέ υἱοί τοῦ Λωτάν ἦταν ὁ Χορρί καί ὁ Αἰμάν· καί ἡ ἀδελφή τοῦ Λωτάν ἦταν ἡ Θαμνά. 23Οἱ δέ υἱοί τοῦ Σωβάλ ἦταν οἱ ἑξῆς: Ὁ Γωλάμ, ὁ Μαναχάθ, ὁ Γαιβήλ, ὁ Σωφάρ καί ὁ Ὡμάρ.β 24Οἱ ἑξῆς ἦταν οἱ υἱοί τοῦ Σεβεγών: Ὁ Ἀϊέ καί ὁ Ἀνά· αὐτός ὁ Ἀνά εἶναι ἐκεῖνος πού βρῆκε τόν Ἰαμείνγ στήν ἔρημο, ἐνῶ ἔβοσκε τούς ὄνους τοῦ πατέρα του Σεβεγών. 25Οἱ ἑξῆς ἦταν οἱ υἱοί τοῦ Ἀνά: Ὁ Δησών καί ἡ Ὀλιβεμά, ἡ θυγατέρα τοῦ Ἀνά. 26Καί οἱ υἱοί τοῦ Δησών ἦταν οἱ ἑξῆς: Ὁ Ἀμαδά, ὁ Ἀσβάν, ὁ Ἰθράν καί ὁ Χαρράν. 27Οἱ υἱοί τοῦ Ἀσάρ ἦταν οἱ ἑξῆς: Ὁ Βαλαάμ, ὁ Ζουκάμ καί ὁ Ἰουκάμ. 28Καί οἱ ἑξῆς ἦταν οἱ υἱοί τοῦ Ρισών: Ὁ Ὧς καί ὁ Ἀράν.
29Οἱ ἡγεμόνες τῶν Χορραίων ἦταν οἱ ἑξῆς: Ὁ ἡγεμόνας Λωτάν, ὁ ἡγεμόνας Σωβάλ, ὁ ἡγεμόνας Σεβεγών, ὁ ἡγεμόνας Ἀνά, 30ὁ ἡγεμόνας Δησών, ὁ ἡγεμόνας Ἀσάρ καί ὁ ἡγεμόνας Ρισών. Αὐτοί ἦταν οἱ ἡγεμόνες τῶν Χορραίων στίς ἡγεμονίες τους στήν γῆ τοῦ Ἐδώμ.δ 31Οἱ βασιλεῖς πού βασίλεψαν στήν γῆ Ἐδώμ, προτοῦ ἀκόμα οἱ Ἰσραηλῖτες ἀποκτήσουν βασιλέα εἶναι οἱ ἑξῆς: 32Βασίλεψε στήν Ἐδώμ ὁ Βαλάκ,ε ὁ υἱός τοῦ Βεώρ, καί τό ὄνομα τῆς πόλης τους ἦταν Δενναβά. 33Πέθανε δέ ὁ Βαλάκ καί τόν διαδέχτηκε ὁ Ἰωβάβ, ὁ υἱός τοῦ Ζαρά ἀπό τήν Βοσόρρα. 34Πέθανε ὁ Ἰωβάβ καί τόν διαδέχτηκε ὁ Ἀσώμ ἀπό τήν χώρα Θαιμανών. 35Πέθανε ὁ Ἀσώμ καί τόν διαδέχτηκε ὁ Ἀδάδ, ὁ υἱός τοῦ Βαράδ, ὁ ὁποῖος νίκησε τούς Μαδιανῖτες στήν πεδιάδα Μωάβ· τό ὄνομα τῆς πόλης του ἦταν Γετθαίμ.ζ 36Πέθανε ὁ Ἀδάδ καί τόν διαδέχτηκε ὁ Σαμαδά ἀπό τήν Μασεκκά.η 37Πέθανε ὁ Σαμαδά καί τόν διαδέχτηκε ὁ Σαούλ ἀπό τήν Ροωβώθ, ἡ ὁποία βρίσκεται κοντά στόν ποταμό. 38Πέθανε ὁ Σαούλ καί τόν διαδέχτηκε ὁ Βαλαεννών, ὁ υἱός τοῦ Ἀχοβώρ. 39Πέθανε ὁ Βαλαεννών, ὁ υἱός τοῦ Ἀχοβώρ, καί τόν διαδέχτηκε ὁ Ἀράδ, ὁ υἱός τοῦ Βαράδ· τό ὄνομα τῆς πόλης του ἦταν Φογώρ·θ καί τό ὄνομα τῆς γυναίκας του ἦταν Μετεβεήλ, ἡ θυγατέρα τοῦ Ματραΐθ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Μαιζοώβ.
40Τά ὀνόματα τῶν ἡγεμόνων τοῦ Ἡσαῦ κατά τίς φυλές τους καί κατά τούς τόπους τους, κατά τίς χῶρες τους καί κατά τά ἔθνη τους εἶναι τά ἑξῆς: Ὁ ἡγεμόνας Θαμνά, ὁ ἡγεμόνας Γωλά,ι ὁ ἡγεμόνας Ἰε­θέρ,κ 41ὁ ἡγεμόνας Ὀλιβεμάς, ὁ ἡγεμόνας Ἡ­λάς, ὁ ἡγεμόνας Φινών, 42ὁ ἡγεμόνας Κενέζ, ὁ ἡγεμόνας Θαιμάν, ὁ ἡγεμόνας Μαζάρ, 43ὁ ἡγεμόνας Μαγεδιήλ, ὁ ἡγεμόνας Ζαφωίν.λ Αὐτοί ἦταν οἱ ἡγεμόνες τοῦ Ἐδώμ, δηλαδή τοῦ Ἡσαῦ, τοῦ προγόνου τῶν Ἐδωμιτῶν, καταταγμένοι κατά τούς τόπους τῆς κατοικίας τους στήν χώρα τους.


α. «Δισάν», λέει τό Ἑβρ. Ὁμοίως καί παρακάτω.
β. Κατά τό Ἑβρ. τά ὀνόματα εἶναι: «Ἀλβάν καί Μαναχάθ καί Ἐβάλ καί Σεφώ καί Ὠνάμ».
γ. «Εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βρῆκε θερμά ὕδατα», λέει, κατά μία ἑρμηνεία, τό Ἑβρ.
δ. «Στήν γῆ Σηείρ», λέει τό Ἑβρ.
ε. «Ὁ Βελά», λέει τό Ἑβρ.
ζ. «Ἀβίθ», λέει τό Ἑβρ.
η. Κατά τό Ἑβρ.: «Ὁ Σαμλά ἀπό τήν Μαρσεκά».
θ. Κατά τό Ἑβρ.: «Καί βασίλευσε ἀντ᾽ αὐτοῦ ὁ Χαδδάρ· τό δέ ὄνομα τῆς πόλεώς του (ἦταν) Παού».
ι. «Ἀλβά», λέει τό Ἑβρ.
κ. «Ἰεθέθ», λέει τό Ἑβρ.
λ. «Ἰράμ», λέει τό Ἑβρ.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

Τό κεφ. 36 εἶναι πολύ περιπεπλεγμένο. Περιέχει ἕξι διαφορετικούς καταλόγους (στίχ. 1-8. 9-14. 15-19. 20-30. 31-39 καί 40-43) πού, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἀποδίδονται στήν Ἱερατική πηγή (ὁ Von Rad ἀποδίδει στήν Ἱερατική παράδοση τούς τρεῖς πρώτους καταλόγους καί τόν τελευταῖο), ἀλλά ὅλοι οἱ κατάλογοι ἀντανακλοῦν προέλευση ἀπό παλαιές πηγές. Tό κεφ. συγκεντρώνει παραδόσεις (ἤ ἔγγραφα), προελεύσεως ἰσραηλιτικῆς ἤ ἐδωμιτικῆς, τά ὁποῖα ἀφοροῦν στούς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ. 36,1-5: Γυναῖκες καί παιδιά τοῦ Ἡσαῦ στήν Χαναάν. Στό ἑξῆς δέν θά γίνει πιά λόγος περί τοῦ Ἡσαῦ καί ἡ Γένεση σταματᾶ ἐδῶ τίς πληροφορίες πού ἀφοροῦν στήν καταγωγή του (ὅπως γιά τούς ἀδελφούς τοῦ Ἰσαάκ, 25,1-6. 12-18). Τό κεφάλαιό μας ἐδῶ συνοψίζει τίς παραδόσεις (ἤ τά ἔγγραφα) γιά τήν καταγωγή τοῦ Ἰσραηλίτου (στίχ. 1-5) ἤ τοῦ Ἐδωμίτου (στίχ. 9-14 ἤ 15-39) χωρίς νά ἀσχοληθεῖ νά τίς ἐναρμονίσει μεταξύ τους ἤ μέ αὐτήν πού προηγήθηκε. Ἔτσι τά ὀνόματα τῶν γυναικῶν τοῦ Ἡσαῦ στούς στίχ. 2-3 δέν ἀνταποκρίνονται μέ ἐκεῖνα πού δόθηκαν εἰς 26,34 καί 28,9. 36,2. «Υἱός τοῦ Γιβεών τοῦ Χορρίτη», κατά τίς μεταφράσεις καί τόν στίχ. 20· «κόρη τοῦ Γιβεών τοῦ Χιββίτη» κατά τό Ἑβρ. – Διορθώνουν ὁμοίως τό «κόρη» σέ «υἱό» στόν στίχ. 14. 36,6-8: Μετανάστευση τοῦ Ἡσαῦ. Ἡ Ἱερατική παράδοση ἡ ὁποία ἀποσιωπεῖ τήν διαμάχη Ἰακώβ καί Ἡσαῦ (βλ. σχόλ. 35,27-28), ἐξηγεῖ ἐδῶ τόν χωρισμό τους, ὅπως αὐτόν πού ἔγινε γιά τόν Ἀβραάμ καί τόν Λώτ, καί σχεδόν μέ τήν ἴδια φρασεολογία. 36,6. «Χώρα τῆς Σηείρ» Συρ.· «χώρα» Ἑβρ. 36,9-14: Ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ στήν Σηείρ. Παρατηροῦμε ὅτι, ἄν ἀποκλείσουμε τόν παράνομο Ἀμαλήκ, ἔχουμε δώδεκα ὀνόματα, ὅπως γιά τόν Ἰσραήλ, 35,22β-26, καί γιά τόν Ἰσμαήλ, 25,12-16. 36,15-19: Οἱ ἀρχηγοί τοῦ Ἐδώμ. Ὁ κατάλογος αὐτός εἶναι παράλληλος πρός τόν προηγούμενο μέ κάποιες ἐλαφρές παρεκκλίσεις (ὁ Θαιμάν εἶναι ἐδῶ υἱός τῆς Ἀδᾶς). Ἀποδίδεται στήν Ἱερατική πηγή, ἀλλά ἡ πρωταρχική του προέλευση εἶναι πιθανόν Ἐδωμιτική. Ἡ ἑβραϊκή λέξη «ἀλλούφ», πού χρησιμοποιεῖται ἐδῶ γιά τούς «ἡγεμόνες», ἁρμόζει μόνο γιά τούς Ἐδωμῖτες (καί Χορρῖτες) ἀρχηγούς (βλ. στίχ. 29-30 καί 40-43. Ἐξ. 15,15). 36,15. Τό Ἑβρ. προσθέτει ἐδῶ «ὁ ἀρχηγός Κορά». 36,20-30: Ἀπόγονοι τοῦ Σηείρ τοῦ Χορραίου. Κατάλογος χορριτῶν φυλῶν, παλαιῶν κατοίκων τῆς χώρας Σηείρ, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα προέρχονται ἀπό τόν πρόγονό τους. Οἱ Χορρῖτες (βλ. σχόλ. Δευτ. 2,12) εἶναι οἱ ἀρχαῖοι κάτοικοι τῆς γῆς τῆς Σηείρ, τῶν ὁποίων τό ὄνομα εἶναι αὐτό τοῦ προγόνου τους. Αὐτοί ἐκτοπίστηκαν ἀπό τούς Ἐδωμῖτες (Δευτ. 2,12.22). Ὅμως εἶναι καλύτερα νά ποῦμε ὅτι τά χωρία αὐτά ὑπαινίσσονται μία μείξη φυλῶν, ἡ ὁποία βεβαιώνεται ἀπό τόν ἐδῶ κατάλογο. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ τό ὅτι ξανασυναντοῦμε τά ὀνόματα Θαμνά (Ἑβρ. [n:m]Ti [«Τιμνά῾»], στίχ. 22) καί ᾿Ολιβεμά (Ἑβρ. «Ἀχολιβαμά», στίχ. 25). Ἡ Θαμνά τοῦ στίχ. 22 εἶναι ἡ παλλακίδα τοῦ Ἐλιφάς, στίχ. 12. Ἡ Ὀλιβεμά τοῦ στίχ. 25 εἶναι μιά ἄλλη γυναίκα τοῦ Ἡσαῦ, στίχ. 2. 36,31-39: Οἱ Ἐδωμῖτες βασιλεῖς. Ὁ κατάλογος αὐτός ἐπαναλαμβάνεται καί εἰς Α΄ Παραλ. 1,43-50. Εἶναι ἕνα παλαιό ἔγγραφο, πού ἀριθμεῖ τούς Ἐδωμῖτες βασιλεῖς ἀπό τόν Βαλάκ, ὁ ὁποῖος, ἴσως, εἶναι ὁ σύγχρονος τοῦ Μωυσέως βασιλεύς, Ἀριθμ. 20,14, μέχρι τόν Hadad, πού πρέπει νά εἶναι ὁ ἐνθρονισθείς ἀπό τόν Δαυΐδ βασιλεύς, Β΄ Βασ. 8,13-14. Κανείς ἀπό αὐτούς τούς βασιλεῖς δέν εἶναι υἱός τοῦ προηγουμένου του καί ἡ πρωτεύουσα ἀλλάζει μέ τούς βασιλεῖς. Ἔνδειξη αὐτό περί μιᾶς αἱρετῆς βασιλείας ἤ διαδοχικῆς ἐπικράτησης διαφόρων φυλῶν. Πολλά ἀπό τά ὀνόματα εἶναι ἀραβικά καί μαρτυροῦν τήν ἀνάμειξη τῶν αἱμάτων στήν Ἐδώμ. 36,31. Ὁ στίχ. μπορεῖ νά μεταφραστεῖ ὅτι σημαίνει πώς αὐτοί οἱ βασιλεῖς ἐβασίλευσαν προτοῦ ὁ Ἰσραήλ νά ἔχει ἕνα βασιλέα (πρίν, δηλαδή, ἀπό τόν Σαούλ) ἤ προτοῦ Ἰσραηλίτης βασιλεύς νά βασιλεύσει ἐπί τῆς Ἐδώμ (δηλαδή, πρό τοῦ Δαυΐδ, βλ. Β΄Βασ. 8,14). 36,39. «Χαντάντ» Α´ Παραλ. 1,50 καί μεταφράσεις· «Χαδάρ» Ἑβρ. 36,40-43: Οἱ Ἐδωμῖτες ἡγεμόνες. Ἡ τελευταία αὐτή παράγραφος, ὅπως φαίνεται ἀπό τό ὕφος της, μᾶς ἐπανασυνδέει μέ τήν Ἱερατική πηγή. Ὁ κατάλογος ἐπαναλαμβάνεται εἰς Α΄ Παραλ. 1,51 ἑξ. Μερικά ὀνόματα παριστάνονται στούς καταλόγους τῶν στίχ. 15-30 (οἱ γυναῖκες Θαμνά καί Ὀλιβεμά γίνονται «ἡγεμόνες»), ἄλλα ὀνόματα εἶναι νέα καί, κατά τήν παρατήρηση εἰς στίχ. 40, φαίνονται νά εἶναι τοπωνύμια. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου