Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας
Ἡ διαθήκη τῆς περιτομῆς (17,1-27). Ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στόν Ἀβραάμ εἰς Μαμβρῆ (18,1-15). Ἡ μεσιτεία τοῦ Ἀβραάμ (18,16-33). Ἡ καταστροφή τῶν Σοδόμων (19,1-29). Καταγωγή τῶν Μωαβιτῶν καί τῶν Ἀμμωνιτῶν (19,30-38). Ὁ Ἀβραάμ στά Γέραρα (20,1-18). Γέννηση τοῦ Ἰσαάκ (21,1-7). Ἐκδίωξη τῆς Ἄγαρ καί τοῦ Ἰσμαήλ (21,8-21). Ἀβραάμ καί Ἀβιμέλεχ στήν Βερσεβά (21,22-34)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἡ διαθήκη τῆς περιτομῆς (17,1-27). Ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στόν Ἀβραάμ εἰς Μαμβρῆ (18,1-15). Ἡ μεσιτεία τοῦ Ἀβραάμ (18,16-33). Ἡ καταστροφή τῶν Σοδόμων (19,1-29). Καταγωγή τῶν Μωαβιτῶν καί τῶν Ἀμμωνιτῶν (19,30-38). Ὁ Ἀβραάμ στά Γέραρα (20,1-18). Γέννηση τοῦ Ἰσαάκ (21,1-7). Ἐκδίωξη τῆς Ἄγαρ καί τοῦ Ἰσμαήλ (21,8-21). Ἀβραάμ καί Ἀβιμέλεχ στήν Βερσεβά (21,22-34)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Τό κεφάλαιο αὐτό περιέχει τήν τρίτη διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ
τόν ἄνθρωπο, τήν διαθήκη τῆς περιτομῆς, πού ἴσχυε μέχρι τόν Χριστό. (Ἡ πρώτη
διαθήκη ἦταν μέ τούς πρωτοπλάστους, νά μή φᾶνε ἀπό τό ἀπαγορευμένο δένδρο καί ὁ
Θεός θά τούς ἔχει πάντα στόν Παράδεισο. Ἡ δεύτερη διαθήκη ἦταν ἐκείνη μέ τόν Νῶε
νά μή φονεύουν οἱ ἄνθρωποι ἀνθρώπους καί νά μήν τρῶνε αἷμα ζώων καί ὁ Θεός δέν
θά τούς καταστρέψει πάλι μέ κατακλυσμό).
Ὕστερα ἀπό δέκα τρία χρόνια ἀπό τά ἱστορούμενα στό προηγούμενο κεφάλαιο ὁ Θεός ἐμφανίστηκε πάλι στόν Ἀβραάμ (στίχ, 1), τοῦ ξαναθύμισε τίς ὑποσχέσεις πού τοῦ εἶχε δώσει, κι ἔκανε μαζί του τήν διαθήκη τῆς περιτομῆς (στίχ. 2 ἑξ.). Ἦρθε ὁ καιρός νά ἀρχίσει νά ἐκπληρώνεται ἡ ὑπόσχεση πού ἔδωσε παλαιότερα ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ, ὅτι θά τόν κάνει μέγα ἔθνος (βλ. 15,7-21).
Καί ὡς σημεῖο τῆς ἐκπλήρωσης τῆς διαθήκης αὐτῆς εἶναι τό ὅτι ὁ Ἀβραάμ καί ἡ Σάρα θά ἀλλάξουν τά ὀνόματά τους καί ὅλα τά ἀρσενικά παιδιά θά προσαχθοῦν στόν Κύριο μέ μία ἐπίσημη θρησκευτική τελετή-θυσία, τήν περιτομή.
Μέχρι τώρα ὁ Ἀβραάμ ἐκαλεῖτο Ἅβραμ· ἀλλά τώρα θά ὀνομαστεῖ Ἀβραάμ, γιατί ὁ Θεός θά τόν καταστήσει γενάρχη πολλῶν ἐθνῶν (στίχ. 5). Καί ἡ Σάρα, ἐπειδή θά γίνει μητέρα καί θά ἔχει ἀπογόνους, θά ὀνομαστεῖ Σάρρα (στίχ. 15). Ἡ ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἅβραμ σέ Ἀβραάμ, ἡ αὔξηση δηλαδή μιᾶς συλλαβῆς (τῆς αμ) στό προηγούμενο ὄνομα, ὑποδηλώνει τήν αὔξηση τῶν ἀπογόνων τοῦ προσώπου αὐτοῦ.
Τό ἴδιο θά ποῦμε καί γιά τήν ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος Σάρα σέ Σάρρα: Μέ τόν διπλασιασμό τοῦ γράμματος «ρ» ὑποδηλώνεται πάλι τό ἴδιο νόημα, ὁ πολλαπλασιασμός, δηλαδή, τῶν ἀπογόνων τῆς γυναίκας αὐτῆς. Κατά τήν ἐντολή τῆς περιτομῆς ἔπρεπε νά περιτμηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνδρες ἀνεξαιρέτως. Καί στό ἑξῆς θά περιτέμνεται κάθε ἀρσενικό παιδί ὀκτώ ἡμέρες μετά τήν γέννησή του. Ἡ περιτομή εἶχε μία ἔννοια ἀφιέρωσης στόν Θεό διά τῆς ἀποβολῆς τοῦ παλαιοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς ἀποκοπῆς τεμαχίου ἀπό τό μέλος ὅπου ἐκδηλώνεται τό σαρκικό πάθος.
Εἶναι μία νέα κατάσταση στήν ὁποία εἰσέρχονται οἱ Ἰσραηλῖτες παῖδες μέ τήν γέννησή τους, μία δεύτερη γέννηση, ἄς τό ποῦμε ἔτσι. Ἡ ἀλλαγή τῶν ὀνομάτων τοῦ Ἀβραάμ καί τῆς Σάρρας, γενομένη μέ τήν ἐντολή τῆς περιτομῆς, ἴσως νά ὑποδήλωνε αὐτήν τήν νέα κατάσταση. Ἔπρεπε πάλι νά ἀναγεννηθοῦν, γι’ αὐτό ἔπρεπε πάλι νά ὀνοματισθοῦν.
Οἱ γυναῖκες δέν ἀφιερώνοντο μέ τό σημεῖο τῆς περιτομῆς, πλήν ὅμως συμμετεῖχαν στά προνόμια τῆς διαθήκης μέ τήν συζυγία τους μέ τούς ἄνδρες, πού ἦταν ἐγγυητές γι’ αὐτές. Ἡ περιτομή ἦταν τύπος τοῦ βαπτίσματος.
Ὅπως γιά νά ἀνήκει κανείς στόν λαό τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νά περιτμηθεῖ, ἔτσι πρέπει νά βαπτισθεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἀνήκει στήν Ἐκκλησία καί νά συμμετέχει στά ἱερά Μυστήρια. Ἡ ἐντολή περιτομῆς τήν ὀγδόη ἡμέρα εἶναι ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ. – Ὅταν ὁ Θεός εἶπε στόν Ἀβραάμ ὅτι θά γεννήσει παιδί ἀπό τήν γυναίκα του Σάρρα, «γέλασε» γιά τό παράδοξο αὐτό ἄκουσμα, γιατί καί αὐτός καί ἡ Σάρρα ἦταν σέ πολύ προχωρημένη ἡλικία (στίχ. 17).
Πῶς ἐξηγεῖται αὐτός ὁ «γέλωτας» τοῦ Ἀβραάμ; Ὄχι ὡς ἀπιστία, λένε οἱ Πατέρες, ἀλλά ὡς χαρά (Χρυσόστομος: «Ἐγέλασεν ἀντί τοῦ περιχαρής ἐγένετο». Ἀνωνύμου: «Οὐκ ἀπιστῶν, ἀλλά πιστεύσας ἐχάρη. Τοῦτο γάρ τό “ἐγέλασε”»). Ἡ χαρά ὅμως τοῦ Ἀβραάμ γιά τήν γέννηση παιδιοῦ ἀπό τήν Σάρρα ἀναμείχθηκε μέ πόνο, φυσικό γιά πατέρα, πού γνώριζε ὅτι ὁ Ἰσμαήλ θά στενοχωρηθεῖ, γιατί τά δικαιώματά του, ὡς πρώτου νομιζομένου μέχρι τώρα κληρονόμου, θά μεταβιβασθοῦν σέ ἄλλον, στό παιδί τῆς Σάρρας, πού πρόκειται νά γεννηθεῖ.
Γι’ αὐτό καί λέει στόν Θεό παρακαλώντας: «Ἄς εἶναι καλά ὁ γυιός μου Ἰσμαήλ» (στίχ. 18). Καί ὁ Θεός τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά εὐλογήσει καί τόν Ἰσμαήλ· θά τόν αὐξήσει καί θά τόν κάνει πρόγονο δώδεκα ἐθνῶν (στίχ. 20). Τήν διαθήκη Του ὅμως ὁ Θεός θά τήν κάνει μέ τό παιδί πού θά γεννηθεῖ ἀπό τήν Σάρρα (στίχ. 21)· τό ὄνομα τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ θά εἶναι «Ἰσαάκ» (στίχ. 19), πού σημαίνει «γέλωτας», ἐπειδή ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ θά προξενήσει «γέλωτα», δηλαδή χαρά στόν Ἀβραάμ καί τήν Σάρρα.
Ὕστερα ἀπό δέκα τρία χρόνια ἀπό τά ἱστορούμενα στό προηγούμενο κεφάλαιο ὁ Θεός ἐμφανίστηκε πάλι στόν Ἀβραάμ (στίχ, 1), τοῦ ξαναθύμισε τίς ὑποσχέσεις πού τοῦ εἶχε δώσει, κι ἔκανε μαζί του τήν διαθήκη τῆς περιτομῆς (στίχ. 2 ἑξ.). Ἦρθε ὁ καιρός νά ἀρχίσει νά ἐκπληρώνεται ἡ ὑπόσχεση πού ἔδωσε παλαιότερα ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ, ὅτι θά τόν κάνει μέγα ἔθνος (βλ. 15,7-21).
Καί ὡς σημεῖο τῆς ἐκπλήρωσης τῆς διαθήκης αὐτῆς εἶναι τό ὅτι ὁ Ἀβραάμ καί ἡ Σάρα θά ἀλλάξουν τά ὀνόματά τους καί ὅλα τά ἀρσενικά παιδιά θά προσαχθοῦν στόν Κύριο μέ μία ἐπίσημη θρησκευτική τελετή-θυσία, τήν περιτομή.
Μέχρι τώρα ὁ Ἀβραάμ ἐκαλεῖτο Ἅβραμ· ἀλλά τώρα θά ὀνομαστεῖ Ἀβραάμ, γιατί ὁ Θεός θά τόν καταστήσει γενάρχη πολλῶν ἐθνῶν (στίχ. 5). Καί ἡ Σάρα, ἐπειδή θά γίνει μητέρα καί θά ἔχει ἀπογόνους, θά ὀνομαστεῖ Σάρρα (στίχ. 15). Ἡ ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἅβραμ σέ Ἀβραάμ, ἡ αὔξηση δηλαδή μιᾶς συλλαβῆς (τῆς αμ) στό προηγούμενο ὄνομα, ὑποδηλώνει τήν αὔξηση τῶν ἀπογόνων τοῦ προσώπου αὐτοῦ.
Τό ἴδιο θά ποῦμε καί γιά τήν ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος Σάρα σέ Σάρρα: Μέ τόν διπλασιασμό τοῦ γράμματος «ρ» ὑποδηλώνεται πάλι τό ἴδιο νόημα, ὁ πολλαπλασιασμός, δηλαδή, τῶν ἀπογόνων τῆς γυναίκας αὐτῆς. Κατά τήν ἐντολή τῆς περιτομῆς ἔπρεπε νά περιτμηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνδρες ἀνεξαιρέτως. Καί στό ἑξῆς θά περιτέμνεται κάθε ἀρσενικό παιδί ὀκτώ ἡμέρες μετά τήν γέννησή του. Ἡ περιτομή εἶχε μία ἔννοια ἀφιέρωσης στόν Θεό διά τῆς ἀποβολῆς τοῦ παλαιοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς ἀποκοπῆς τεμαχίου ἀπό τό μέλος ὅπου ἐκδηλώνεται τό σαρκικό πάθος.
Εἶναι μία νέα κατάσταση στήν ὁποία εἰσέρχονται οἱ Ἰσραηλῖτες παῖδες μέ τήν γέννησή τους, μία δεύτερη γέννηση, ἄς τό ποῦμε ἔτσι. Ἡ ἀλλαγή τῶν ὀνομάτων τοῦ Ἀβραάμ καί τῆς Σάρρας, γενομένη μέ τήν ἐντολή τῆς περιτομῆς, ἴσως νά ὑποδήλωνε αὐτήν τήν νέα κατάσταση. Ἔπρεπε πάλι νά ἀναγεννηθοῦν, γι’ αὐτό ἔπρεπε πάλι νά ὀνοματισθοῦν.
Οἱ γυναῖκες δέν ἀφιερώνοντο μέ τό σημεῖο τῆς περιτομῆς, πλήν ὅμως συμμετεῖχαν στά προνόμια τῆς διαθήκης μέ τήν συζυγία τους μέ τούς ἄνδρες, πού ἦταν ἐγγυητές γι’ αὐτές. Ἡ περιτομή ἦταν τύπος τοῦ βαπτίσματος.
Ὅπως γιά νά ἀνήκει κανείς στόν λαό τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νά περιτμηθεῖ, ἔτσι πρέπει νά βαπτισθεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἀνήκει στήν Ἐκκλησία καί νά συμμετέχει στά ἱερά Μυστήρια. Ἡ ἐντολή περιτομῆς τήν ὀγδόη ἡμέρα εἶναι ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ. – Ὅταν ὁ Θεός εἶπε στόν Ἀβραάμ ὅτι θά γεννήσει παιδί ἀπό τήν γυναίκα του Σάρρα, «γέλασε» γιά τό παράδοξο αὐτό ἄκουσμα, γιατί καί αὐτός καί ἡ Σάρρα ἦταν σέ πολύ προχωρημένη ἡλικία (στίχ. 17).
Πῶς ἐξηγεῖται αὐτός ὁ «γέλωτας» τοῦ Ἀβραάμ; Ὄχι ὡς ἀπιστία, λένε οἱ Πατέρες, ἀλλά ὡς χαρά (Χρυσόστομος: «Ἐγέλασεν ἀντί τοῦ περιχαρής ἐγένετο». Ἀνωνύμου: «Οὐκ ἀπιστῶν, ἀλλά πιστεύσας ἐχάρη. Τοῦτο γάρ τό “ἐγέλασε”»). Ἡ χαρά ὅμως τοῦ Ἀβραάμ γιά τήν γέννηση παιδιοῦ ἀπό τήν Σάρρα ἀναμείχθηκε μέ πόνο, φυσικό γιά πατέρα, πού γνώριζε ὅτι ὁ Ἰσμαήλ θά στενοχωρηθεῖ, γιατί τά δικαιώματά του, ὡς πρώτου νομιζομένου μέχρι τώρα κληρονόμου, θά μεταβιβασθοῦν σέ ἄλλον, στό παιδί τῆς Σάρρας, πού πρόκειται νά γεννηθεῖ.
Γι’ αὐτό καί λέει στόν Θεό παρακαλώντας: «Ἄς εἶναι καλά ὁ γυιός μου Ἰσμαήλ» (στίχ. 18). Καί ὁ Θεός τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά εὐλογήσει καί τόν Ἰσμαήλ· θά τόν αὐξήσει καί θά τόν κάνει πρόγονο δώδεκα ἐθνῶν (στίχ. 20). Τήν διαθήκη Του ὅμως ὁ Θεός θά τήν κάνει μέ τό παιδί πού θά γεννηθεῖ ἀπό τήν Σάρρα (στίχ. 21)· τό ὄνομα τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ θά εἶναι «Ἰσαάκ» (στίχ. 19), πού σημαίνει «γέλωτας», ἐπειδή ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ θά προξενήσει «γέλωτα», δηλαδή χαρά στόν Ἀβραάμ καί τήν Σάρρα.
17,1Ὅταν ὁ Ἅβραμ ἦταν ἐνενήντα ἐννέα χρόνων, τοῦ
φανερώθηκε ὁ Κύριος καί τοῦ εἶπε:
«Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός σου· νά πορεύεσαι ἐνώπιόν μου καί νά εἶσαι
τέλειος. 2Καί θά συνάψω τήν διαθήκη μου μεταξύ Ἐμοῦ καί σοῦ καί θά σέ πληθύνω
πάρα πολύ». 3Τότε ὁ Ἅβραμ ἔπεσε μέ τό πρόσωπό του στήν γῆ.
Καί μίλησε σ’ αὐτόν ὁ Θεός καί τοῦ εἶπε:
4«Ἰδού Ἐγώ! Ἔκανα διαθήκη μέ σένα· θά γίνεις πατέρας
πλήθους ἐθνῶν· 5καί δέν θά εἶναι πλέον τό ὄνομά σου Ἅβραμ, ἀλλά Ἀβραάμ θά εἶναι
τό ὄνομά σου, γιατί σέ ἔκανα πατέρα πλήθους ἐθνῶν. 6Θά σέ αὐξήσω πάρα πολύ καί
θά κάνω ἔθνη ἀπό σένα καί ἀπό σένα θά βγοῦν βασιλεῖς. 7Καί θά στερεώσω τήν
διαθήκη μου μέ σένα καί μέ τούς ἀπογόνους σου μετά ἀπό σένα, διά μέσου τῶν γενεῶν
τους, εἰς αἰώνια διαθήκη, γιά νά εἶμαι Θεός σέ σένα καί στούς ἀπογόνους σου
μετά ἀπό σένα. 8Καί θά δώσω σέ σένα καί στούς ἀπογόνους σου μετά ἀπό σένα τήν γῆ,
στήν ὁποία τώρα βρίσκεσαι σάν ξένος, ὁλόκληρη τήν γῆ Χαναάν, ὡς αἰώνια κατοχή,
γιά νά εἶμαι Θεός τους».
9Καί εἶπε ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ: «Ἐσύ νά φυλάξεις τήν διαθήκη
μου, ἐσύ καί οἱ ἀπόγονοί σου μετά ἀπό σένα διά μέσου τῶν γενεῶν τους. 10Ἡ
διαθήκη μου μεταξύ Ἐμοῦ καί σοῦ καί τῶν ἀπογόνων σου μετά ἀπό σένα, διά μέσου τῶν
γενεῶν τους,α θά εἶναι ἡ ἑξῆς: Ὅλοι οἱ ἄρρενές σας νά περιτέμνονται. 11Θά
περιτέμνετε τήν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας σας καί αὐτό θά εἶναι σημεῖο τῆς διαθήκης
ἀνάμεσα σέ Ἐμένα καί σέ σᾶς. 12Θά περιτέμνετε τά παιδιά σας σέ ἡλικία ὀκτώ ἡμερῶν,
ὅλους τούς ἄρρενες ἀπό γενεά σέ γενεά, ὅπως καί ὅλους τούς δούλους σας, εἴτε
γεννήθηκαν στήν οἰκία σας, εἴτε ἀγοράστηκαν μέ χρήματα ἀπό ξένο καί δέν
κατάγονται ἀπό σᾶς. 13Ὁ δοῦλος σας, εἴτε γεννήθηκε στήν οἰκία σας, εἴτε ἀγοράστηκε
ἀπό σᾶς μέ χρήματα, πρέπει ὁπωσδήποτε νά περιτέμνεται. Ἔτσι ἡ διαθήκη μου θά ἀποτυπωθεῖ
στό σῶμα σας ὡς διαθήκη αἰώνιος. 14Ἀπερίτμητος ἄρρην, πού ἡ σάρκα τῆς ἀκροβυστίας
του δέν περιτμήθηκε τήν ὀγδόη ἡμέρα,β τό πρόσωπο αὐτό θά ἐξολοθρευθεῖ ἀπό τόν
λαό του, γιατί παρέβηκε τήν διαθήκη μου».
15Εἶπε ἐπίσης ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ: «Ἡ Σάρα ἡ γυναίκα σου
δέν θά ὀνομάζεται Σάρα, ἀλλά Σάρραγ θά εἶναι τό ὄνομά της. 16Θά τήν εὐλογήσω
καί θά σοῦ δώσω τέκνο ἀπό αὐτή· καί θά εὐλογήσω τό τέκνο αὐτό, θά γίνει πατέρας
ἐθνῶν καί βασιλεῖς λαῶν θά κατάγονται ἀπό αὐτό».δ 17Τότε ὁ Ἀβραάμ ἔπεσε μέ τό
πρόσωπό του στήν γῆ καί γέλασε λέγοντας μέσα του: «Μπορεῖ ἄνθρωπος ἑκατό ἐτῶν
νά γεννήσει υἱό; Καί ἡ Σάρρα, γυναίκα ἐνενήντα ἐτῶν μπορεῖ νά γεννήσει;». 18Εἶπε
δέ ὁ Ἀβραάμ στόν Θεό: «Εἴθε νά ζήσει ὁ Ἰσμαήλ ἐνώπιόν Σου»!
19Καί τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Ναί! Ἡ γυναίκα σου Σάρρα θά σοῦ γεννήσει υἱό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰσαάκ· καί θά συνάψω τήν διαθήκη μου μέ αὐτόν, διαθήκη αἰώνια, γιά νά εἶμαι Θεός σ’ αὐτόν καί τούς μετά ἀπό αὐτόν ἀπογόνους του. 20Καί γιά τόν Ἰσμαήλ σέ εἰσήκουσα. Ἰδού τόν ἔχω εὐλογήσει· θά τόν αὐξήσω καί θά τόν πληθύνω πάρα πολύ· θά γεννήσει δώδεκα ἔθνηε καί θά γίνει μεγάλο ἔθνος. 21Τήν διαθήκη μου ὅμως θά συνάψω μέ τόν Ἰσαάκ, πού θά σοῦ γεννήσει ἡ Σάρρα τό ἐρχόμενο ἔτος τήν ἴδια ἐποχή». 22Ἀφοῦ δέ τελείωσε νά λαλεῖ μέ τόν Ἀβραάμ ὁ Θεός, ἀνέβηκε ἀπό αὐτόν.
19Καί τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Ναί! Ἡ γυναίκα σου Σάρρα θά σοῦ γεννήσει υἱό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰσαάκ· καί θά συνάψω τήν διαθήκη μου μέ αὐτόν, διαθήκη αἰώνια, γιά νά εἶμαι Θεός σ’ αὐτόν καί τούς μετά ἀπό αὐτόν ἀπογόνους του. 20Καί γιά τόν Ἰσμαήλ σέ εἰσήκουσα. Ἰδού τόν ἔχω εὐλογήσει· θά τόν αὐξήσω καί θά τόν πληθύνω πάρα πολύ· θά γεννήσει δώδεκα ἔθνηε καί θά γίνει μεγάλο ἔθνος. 21Τήν διαθήκη μου ὅμως θά συνάψω μέ τόν Ἰσαάκ, πού θά σοῦ γεννήσει ἡ Σάρρα τό ἐρχόμενο ἔτος τήν ἴδια ἐποχή». 22Ἀφοῦ δέ τελείωσε νά λαλεῖ μέ τόν Ἀβραάμ ὁ Θεός, ἀνέβηκε ἀπό αὐτόν.
23Τότε ὁ Ἀβραάμ ἔλαβε τόν υἱό του Ἰσμαήλ καί ὅλους τούς
δούλους, πού εἶχαν γεννηθεῖ στόν οἶκο του, καί ὅλους ὅσους εἶχαν ἀγοραστεῖ ἀπό
αὐτόν μέ χρήματα καί ὅλους τούς ἄρρενες, πού ἦταν στό οἶκο του, καί περιέτεμε
τήν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας τους τήν ἴδια ἡμέρα, ὅπως τόν διέταξε ὁ Θεός. 24Ἦταν
δέ ὁ Ἀβραάμ ἐνενήντα ἐννέα χρόνων, ὅταν περιτμήθηκε τήν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας
του. 25Ὁ δέ Ἰσμαήλ ὁ υἱός του ἦταν δέκα τριῶν χρόνων, ὅταν περιτμήθηκε τήν
σάρκα τῆς ἀκροβυστίας του. 26Τήν ἴδια ἐκείνη ἡμέρα περιτμήθηκε ὁ Ἀβραάμ καί ὁ υἱός
του Ἰσμαήλ, 27καί ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ οἴκου του, ὅσοι δοῦλοι εἶχαν γεννηθεῖ στόν
οἶκο του καί ὅσοι εἶχαν ἀγοραστεῖ ἀπό ξένους μέ χρήματα· ὅλους αὐτούς τούς
περιέτεμε.
α. Ἡ φράση τῶν Ο´ «εἰς
τάς γενεάς αὐτῶν» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
β. Ἡ φράση τῶν Ο´ «τῇ
ὀγδόῃ ἡμέρᾳ» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
γ. Κατά τό Ἑβρ. τό μέχρι τώρα ὄνομα τῆς Σάρας ἦταν «Σαράϊ» καί τώρα γίνεται «Σάρρα».
δ. Στό Ἑβρ. γίνεται λόγος γιά τήν Σάρα: «Θά εὐλογήσω αὐτήν καί θά γίνει (μητέρα)
ἐθνῶν· βασιλεῖς λαῶν θά ἐξέλθουν ἀπό αὐτήν».
ε. «Θά γεννήσει
δώδεκα ἄρχοντες», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
17,1-27: Νέα διήγηση τῆς
διαθήκης ἀπό τήν Ἱερατική παράδοση. Ἡ διήγηση αὐτή εἶναι μία ἄλλη ἄποψη τῆς
διαθήκης μέ τόν Ἀβραάμ (σύγκρ. τήν ἀρχική παράδοση, 15,7-21). Ἡ διαθήκη ἐδῶ
σφραγίζει τίς ἴδιες τίς ὑποσχέσεις μέ τήν Γιαχβική παράδοση τοῦ κεφ. 15, ἀλλά ἐπιβάλλει
αὐτή τήν φορά στόν ἄνθρωπο τίς ὑποχρεώσεις τῆς τελείας ἠθικῆς (στίχ. 1), ἕνα
θρησκευτικό δεσμό μέ τόν Θεό (στίχ. 7.19) καί μία θετική ἐντολή, τήν περιτομή. Ἄς
συγκρίνουμε στήν ἰδία πηγή τήν διαθήκη μέ τόν Νῶε, βλ. 9,9 σχόλ. 17,1. Ἐγώ εἰμί ὁ Θεός σου. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει
τόν Ἑαυτό του τώρα ὡς «El Shaddai». Παλαιό θεῖο ὄνομα τῆς
πατριαρχικῆς ἐποχῆς (βλ. 28,3. 35,11. 43,14. 48,3. 49,25) κρατούμενο ἰδιαίτερα ἀπό
τήν ἱερατική παράδοση (βλ. Ἐξ. 6,3) καί σπάνια συναντώμενο ἔξω ἀπό τήν
Πεντάτευχο, ἐκτός ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ. Ἡ συνήθης μετάφραση τοῦ θείου αὐτοῦ ὀνόματος
ὡς «Θεός ὁ παντοδύναμος» δέν εἶναι ἀκριβής. Ἡ ἔννοια τοῦ ὀνόματος εἶναι ἀβεβαία·
ἔχουν προτείνει τήν μετάφραση «Θεός τοῦ ὄρους», κατά τό ἀκκαδικό shadu· θά ἦταν προτιμώτερο
νά νοήσουμε «Θεός τῆς στέππης», κατά τό Ἑβρ. Sadeh καί κατά μία ἄλλη ἔννοια
τῆς ἀκκαδικῆς λ. shadu. Τό ὄνομα θά ἦταν
μία θεία ὀνομασία πού ἦλθε ἀπό τήν Ἄνω Μεσοποταμία διά τῶν προγόνων. 17,5. Καί οὐ κληθήσεται ἔτι τό ὄνομά σου Ἅβραμ...
Κατά μία παλαιά ἀντίληψη τό ὄνομα ἑνός ὄντος δέν σημαίνει μόνο αὐτό τό ὄν, ἀλλά
καθορίζει καί τήν φύση του. Μία, λοιπόν, ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος σημαίνει μία ἀλλαγή
προορισμοῦ· τό ἴδιο θά συμβεῖ μέ τήν Σάρρα (στίχ. 15) καί μέ τόν Ἰακώβ (35,10).
Πράγματι, «Ἅβραμ» καί «Ἀβραάμ»
φαίνεται νά εἶναι δύο διαλεκτικές μορφές τοῦ ἰδίου ὀνόματος καί
σημαίνουν ὁμοίως: « ὁ πατήρ (χωρίς ἀμφιβολία δηλώνεται ἐδῶ ὁ προστάτης Θεός τῆς
φυλῆς) εἶναι μέγας» ἤ «ὁ πατέρας ἀγαπᾶ». Τό ὄνομα Abraham ἐξηγεῖται ἐδῶ μέ
τήν παρήχηση πρός τό ῾ab hamon «πατέρα πλήθους». Ἐπί τῶν δύο ὀνομάτων ὁ
διδάσκαλος Βέλλας σχολιάζει: «Ἐκ τῶν δύο τύπων “Ἅβραμ” καί “Ἀβραάμ” ἀσφαλῶς ὁ
πρῶτος, ὁ βραχύτερος, εἶναι ὁ ἀρχαιότερος. Τό ὄνομα “Ἀβραάμ” (= ὁ πατήρ εἶναι ἐξέχων,
τετιμημένος) ἀπαντᾷ καί ἀλλαχοῦ τῆς Π.Δ. ὑπό τόν τίτλον “ Ἀβιράμ” (Ἀριθμ. 16,1.
Γ΄Βασ. 16,34) καί παρά Βαβυλωνίοις καί Ἀσσυρίοις. Ἐν τῷ ἀνεπτυγμένῳ τύπῳ “Ἀβραάμ’’
ἡ διήγησις Γεν. 17,5 διαβλέπει τήν ἔννοιαν τοῦ πλήθους, τοῦ πληθύνεσθαι, καθ᾿ ὅσον ἀμέσως προσθέτει μετά τήν ἀλλαγήν
τοῦ ὀνόματος “διότι πατέρα (= Ab) πλήθους (= hamon) ἐθνῶν θά σέ
καταστήσω”. Ἀλλ᾿ εἶναι ἀδύνατον νά διακρίνωμεν ἐν τῷ ὀνόματι τήν λέξιν hamon (= πλῆθος). Ὑποθέτω ὅτι
ἡ διήγησις ἴσως εἰς τήν αὔξησιν τῶν συλλαβῶν τοῦ ὀνόματος τοῦ Προπάτορος διεῖδε
συμβολικῶς τήν αὔξησιν τῶν ἀπογόνων αὐτοῦ» (Θρησκευτικαί
Θρησκευτικότητες Π.Δ., τόμ. Α΄, σελ. 28). 17,10. Περιτμηθήσεται ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν. Ἡ περιτομή ἦταν ἀρχικά
μία τελετή μυήσεως στόν γάμο καί στήν ζωή τῆς πατριᾶς (βλ. Γεν. 34,14 ἑξ. Ἐξ.
4,24-26. Λευτ. 19,23). Γίνεται ὅμως ἡ περιτομή ἐδῶ ἕνα «σημεῖο» ὑπενθυμίζον εἰς
μέν τόν Θεόν (ὅπως καί τό οὐράνιον τόξον, 9,16-17) τήν διαθήκην του, εἰς δέ τόν
ἄνθρωπον τήν συμμετοχή του στόν ἐκλεκτό λαό καί τίς ὑποχρεώσεις τίς ὁποῖες
συνεπάγεται ἡ συμμετοχή αὐτή. Ἡ ἄρνηση νά περιτμηθοῦν ἰσοδυναμεῖ μέ ἀπόρριψη τῆς
διαθήκης καί ἐπιφέρει τόν διαβεβαιούμενο ἀφορισμό. Παρά ταῦτα ὅμως οἱ διατάξεις
δέν κάνουν παρά μόνον δύο ὑπαινιγμούς σ᾽ αὐτήν τήν ἐντολή (Ἐξ. 12,44. Λευιτ.
12,3· βλ. Ἰησ. Ν. 5,2-8). Ἡ περιτομή, ἄν καί εἶναι μία παλαιά συνήθεια μεταξύ τῶν
Ἑβραίων, τήν πλήρη θρησκευτική σημασία, τήν ὑποδηλουμένη ἐδῶ, ἔλαβε μόνον κατά
τούς χρόνους τῆς αἰχμαλωσίας (βλ. Α΄ Μακκ. 1,60 ἑξ. Β΄ Μακκ. 6,10). Γιά
περισσότερα περί περιτομῆς βλ. τόν σχολιασμό τῆς περικοπῆς μας στό ἄλλο μας, τό
πρακτικό ὑπόμνημα στήν Γένεση (Πειραιεύς 1986). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ τήν
περιτομή ὡς τήν «σφραγίδα τῆς δικαιοσύνης
τῆς πίστεως», Ρωμ. 4,11. Διά τήν «περιτομήν τῆς καρδίας», τήν ὁποία ἀπαιτοῦν
οἱ προφῆται βλ. Ἰερ. 4,4 σχόλ. 17,15.
Σάρα ἡ γυνή σου οὐ κληθήσεται... Sara (Σάρα) καί Sarai (Σάρρα) εἶναι δύο
μορφές τοῦ ἰδίου ὀνόματος, τό ὁποῖο σημαίνει «ἡγεμονίδα»· καί ἡ Σάρρα θά γίνει
μητέρα βασιλέων (βλ. στίχ. 16). 17,17.
Καί ἐγέλασε. Στόν γέλωτα τοῦ Ἀβραάμ θά κάνει ἠχώ ὁ γέλωτας τῆς Σάρρας
(18,12) καί τοῦ Ἰσμαήλ (21,9· βλ. ἀκόμη καί εἰς 21,6), ὅπως ὁ γέλωτας αὐτός θά
κάνει ὑπαινιγμούς καί στό ὄνομα Ἰσαάκ (συντετμημένη μορφή ἀπό τό Ychq-El), τό σημαῖνον «ἄς
γελάσει ὁ Θεός», ἄς φανεῖ, δηλαδή, εὐμενής· ἤ τό ὄνομα σημαίνει «ὁ Θεός ἐγέλασε»,
ἐφάνη, δηλαδή, εὐνοϊκός. Ὁ γέλωτας τοῦ Ἀβραάμ ἐκφράζει ὀλιγώτερο ἀπιστία καί
περισσότερο ἔκπληξη γιά τήν ὑπερβολή τῆς ὑποσχέσεως. Τοὐλάχιστον ὁ Ἀβραάμ θέλει
μία ἐπιβεβαίωση, ἡ ὁποία θά τοῦ ὑπενθυμίζει τήν ὕπαρξη τοῦ Ἰσμαήλ, τοῦ
δυναμένου νά εἶναι ὁ ὑπεσχημένος κληρονόμος.
Ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στόν Ἀβραάμ εἰς Μαμβρῆ (18,1-15)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Ἡ ἐπίσκεψη αὐτή τοῦ Θεοῦ στόν Ἀβραάμ ἔγινε μετά τήν
περιτομή του. Θά πρέπει, λοιπόν, νά κάνουμε τήν περιτομή τῆς καρδιᾶς μας ἀπό τά
πάθη, γιά νά ἔχουμε θεοφάνεια! Ἡ ἐμφάνιση αὐτή τοῦ Θεοῦ εἶχε σκοπό τήν ἀνανέωση
τῆς ὑποσχέσεως πού δόθηκε στό προηγούμενο κεφάλαιο καί τῆς ἀγγελίας ὅτι ἔφτασε ὁ
χρόνος γιά τήν ἐκπλήρωσή της. Ὁ Ἀβραάμ εἶδε τρεῖς ἄνδρες νά ἔρχονται πρός αὐτόν
καί τούς προσκάλεσε νά δεχθοῦν τήν φιλοξενία του (στίχ. 3-5). Ποιοί εἶναι αὐτοί
οἱ τρεῖς ξένοι; Τό ἑπόμενο κεφ. 19 καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰς Ἑβρ. 13,1-2 τούς ὀνομάζει
«Ἀγγέλους». Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στήν ἐμφάνιση τῶν τριῶν Ἀγγέλων στόν Ἀβραάμ,
μέ τήν σαφῆ μάλιστα δήλωση «ὤφθη αὐτῷ ὁ
Θεός» (στίχ. 1), διεῖδε τήν ἐμφάνιση τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος
καί ἔτσι εἰκονίζεται στήν ἁγιογραφία. Κατά τήν ὡραία παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου,
ἐνῶ ὁ Ἀβραάμ ἀπευθύνεται σέ τρία πρόσωπα, ὅμως τά προσφωνεῖ ὡς ἕνα διά τοῦ «Κύριε» (στίχ. 3)· τά θεῖα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας
Τριάδος εἶναι ὁμοούσια. Ὁ Ἀβραάμ μιλάει κατά θεία παρόρμηση. Ὑπάρχει ἀπό παλαιά
καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἰουστίνου ὅτι ἀπό τούς τρεῖς θείους Ἐπισκέπτες ὁ ἕνας εἶναι
Θεός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο εἶναι συνοδοί ἄγγελοι.
Ἡ ἑρμηνεία ὅμως αὐτή ἔχει ἐναντίον της τό ὅτι στόν στίχ. 21 λέγεται ὅτι ὁ
Κύριος, ὁ Γιαχβέ, θά κατεβεῖ στά Σόδομα, πράγμα πού μᾶς κάνει νά ποῦμε ὅτι οἱ
δυό Ἄγγελοι πού κατέβηκαν ἐκεῖ δέν ἦταν ἁπλοί ἄγγελοι. Ἐξ ἄλλου Αὐτοί οἱ Ἄγγελοι
στά Σόδομα παρουσιάζονται δρῶντες ὁ Καθένας ὡς Κύριος, καί δέχονται τιμές καί
προσφωνήσεις πού ἁρμόζουν στόν Θεό. Στόν στίχ. 19,2 ὁ Λώτ τούς προσφωνεῖ σέ
πληθυντικό μέ τό «Κύριοι», ἀλλά στόν στίχ. 18 τούς προσφωνεῖ σέ ἑνικό μέ τό
«Κύριε». Καί οἱ δύο, ὡς πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔχουν τήν ἴδια θεία οὐσία.
(Βλέπε δυνατά ἐπιχειρήματα γιά στηριγμό τῆς παραπάνω ἑρμηνείας στό βιβλίο τοῦ
Ν. Σωτηροπούλου «Ὁ Ἰησοῦς Γιαχβέ» σ.
81 ἑξ. καί τοῦ ἰδίου πάλι «Ἀντιχιλιαστικόν
Ἐγχειρίδιον» σ. 31 ἑξ. Τά μυστηριώδη
κεφ. Γεν. ιη΄- ιθ΄. Συνιστοῦμε ἰδιαίτερα τήν ἀνάγνωση τῶν παραπομπῶν αὐτῶν).
Μᾶς κάνει ἐντύπωση ὅτι τήν ἑρμηνεία αὐτή δέχονται καί ξένοι ἑρμηνευτές. Βλ. ὅμως
καί τά ἑρμηνευτικά ὑπομνήματά μας στήν Γένεση.
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
18,1Ἐμφανίστηκε δέ στόν Ἀβραάμ ὁ Θεός στήν δρῦ τοῦ Μαμβρῆ,α
ἐνῶ καθόταν στήν εἴσοδο τῆς σκηνῆς τό μεσημέρι.β 2Καί ἀφοῦ ὕψωσε τά μάτια του εἶδε,
ἰδού!, τρεῖς ἄνδρες, πού ἐστέκοντο μπροστά του. Μόλις τούς εἶδε ἔτρεξε ἀπό τήν
εἴσοδο τῆς σκηνῆς του νά τούς προϋπαντήσει καί τούς προσκύνησε μέχρι τό ἔδαφος.
3Καί εἶπε: «Κύριε, ἄν ἔχω τήν εὔνοιά σου, μήν προσπεράσεις τόν δοῦλο σου (χωρίς
νά παραμείνεις). 4Ἄς φέρουν, παρακαλῶ, νερό γιά νά πλύνετε τά πόδια σας καί ἄς ἀναπαυθεῖτε
κάτω ἀπό τό δένδρο. 5Καί ἐγώ θά φέρω ψωμί γιά νά φᾶτε.γ Ἔπειτα θά συνεχίσετε
τόν δρόμο σας ἀπό τόν ὁποῖο παρεκκλίνατε πρός τόν δοῦλο σας». Καί αὐτοί εἶπαν:
«Κάνε ὅπως εἶπες».
6Τότε ἔσπευσε ὁ Ἀβραάμ στήν σκηνή πρός τήν Σάρρα καί τῆς
εἶπε: «Ζύμωσε γρήγορα τρία μέτρα σιμιγδάλι καί κάνε πίττες». 7Ἔπειτα ὁ Ἀβραάμ ἔτρεξε
στά βόδια καί πῆρε ἕνα μοσχάρι τρυφερό καί καλό καί τό ἔδωσε στόν ὑπηρέτη. Αὐτός
δέ ἔσπευσε νά τό ἑτοιμάσει. 8Καί μετά πῆρε βούτυρο καί γάλα καί τό μοσχάρι πού ἑτοίμασε
καί τά ἔφερε ἐνώπιόν τους. Καί αὐτοί τά ἔφαγαν. Αὐτός δέ στεκόταν κοντά τους,
κάτω ἀπό τό δένδρο.
9Καί εἶπεδ σ’ αὐτόν: «Ποῦ εἶναι ἡ Σάρρα ἡ γυναίκα σου;» –
«Ἐκεῖ στήν σκηνή», ἀπάντησε ἐκεῖνος. 10Καί εἶπε (ὁ Κύριος): «Θά ξανάρθω σέ σένα
σ’ ἕνα χρόνο τήν ἴδια ἐποχή καί ἡ γυναίκα σου Σάρρα θά ἔχει υἱό». Ἡ δέ Σάρρα ἦταν
κοντά στήν θύρα τῆς σκηνῆς, πίσω ἀπό αὐτόν, καί ἄκουσε. 11Ὁ Ἀβραάμ καί ἡ Σάρρα ἦταν
γέροντες σέ πολύ προχωρημένη ἡλικία καί στήν Σάρρα εἶχαν παύσει (πιά) νά
συμβαίνουν τά συμβαίνοντα στίς γυναῖκες. 12Γέλασε, λοιπόν, ἡ Σάρρα μόνη της καί
εἶπε: «Δέν ἔγινε αὐτό σ᾽ ἐμένα μέχρι τώρα·ε ὁ δέ κύριός μου εἶναι γέροντας».
13Καί εἶπε ὁ Κύριος στόν Ἀβραάμ: «Γιατί γέλασε ἡ Σάρρα καί εἶπε μέσα της, “μπορῶ,
πραγματικά, νά γεννήσω; Ἐγώ γέρασα”. 14Εἶναι τίποτα ἀδύνατο στόν Θεό;ζ Θά ἐπιστρέψω
σέ σένα τήν ἴδια ἐποχή σέ ἕνα χρόνο καί ἡ Σάρρα θά ἔχει υἱό». 15Τότε ἡ Σάρρα, ἐπειδή
φοβήθηκε, ἀρνήθηκε καί εἶπε: «Δέν γέλασα». Ἀλλά (ὁ Κύριος) τῆς εἶπε: «Ὄχι,
γέλασες»!
α. «Στίς δρῦς τοῦ
Μαμβρῆ», λέει τό Ἑβρ.
β. «Στό καῦμα τῆς ἡμέρας»,
λέει τό Ἑβρ.
γ. «Καί στηρίξτε
τήν καρδιά σας», λέει τό Ἑβρ.
δ. «Εἶπαν»,
λέει ἐδῶ τό Ἑβρ.
ε. Τό Ἑβρ. λέει: «Ἀφοῦ
γέρασα, θά γίνει σέ μένα ἡδονή;».
ζ. «Στόν Κύριο»,
λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
18,1-15: Στήν τελική της
σύνταξη αὐτή ἡ Γιαχβική διήγηση ἐξιστορεῖ μία ἐμφάνιση τοῦ Γιαχβέ (στίχ. 1. 10 ἑξ.
13. 22) συνοδευομένου ἀπό δύο «ἀνθρώπους», οἱ ὁποῖοι, κατά τό 19,1 εἶναι δύο Ἄγγελοι.
Οἱ μαρτυρίες τοῦ κειμένου εἶναι διφορούμενες: Τό κείμενο ἐναλλάσσεται σέ πολλά
χωρία μεταξύ τοῦ πληθυντικοῦ καί τοῦ ἑνικοῦ (ὅπως τό δεικνύουν οἱ παραλλαγές τῶν
κειμένων Σαμαρειτικοῦ καί Ο΄). Ὅπως ὑποθέτουν οἱ ἑρμηνευτές ἡ πρωταρχική
παράδοση θά ὁμιλοῦσε μόνον περί τῶν τριῶν «ἀνδρῶν» καί ἄφηνε ὡς μυστήριο τήν ἀναγνώρισή
τους. Σ᾿ αὐτούς τούς τρεῖς ἀνθρώπους, πρός τούς ὁποίους ὁ Ἀβραάμ ἀπευθύνεται
στόν ἑνικό, πολλοί ἀπό τούς Πατέρες εἶδαν τήν ἀγγελία τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας
Τριάδος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀποκάλυψη διατηρήθηκε γιά τήν Καινή Διαθήκη. – Ἡ διήγηση
προπαρασκευάζει τήν διήγηση τοῦ κεφ. 19. Οἱ ἑρμηνευτές ὑποθέτουν ὅτι ὁ
Γιαχβιστής συνέλεξε καί μετεσχημάτισε μία παλαιά παράδοση γιά τήν καταστροφή τῶν
Σοδόμων, στήν ὁποία παρενέβησαν τρία θεῖα Πρόσωπα. Ἡ ἱστορία αὐτή, κατά τούς ἑρμηνευτές
πάλι, ἐσχημάτισε τόν πυρήνα ἑνός κύκλου διηγήσεων τοῦ Λώτ, ὁ ὁποῖος ἦταν
συνδεδεμένος μέ τόν κύκλο τοῦ Ἀβραάμ. 18,2.
Καί προσεκύνησεν ἐπί τήν γῆν. Αὐτό δέν εἶναι μία λατρευτική πράξη, ἀλλά ἕνα
ἁπλό σημεῖο τιμῆς. Ὁ Ἀβραάμ στήν ἀρχή εἶδε τούς τρεῖς ἐπισκέπτες του ὡς ἁπλούς
ξένους, γι᾿ αὐτό καί τούς προσέφερε νά φάγουν. Τό ὅτι εἶναι θεῖα πρόσωπα θά ἀποκαλυφθεῖ
σιγά – σιγά, βλ. στίχ. 2.9.13.14. 18,12.
Ἐγέλασε δέ Σάρρα ἐν ἑαυτῇ. Ὑπαινιγμός στό ὄνομα Ἰσαάκ, βλ. σχόλ. εἰς 17,17.
Αὐτός ὁ γέλωτας δέν εἶναι ἔλλειψη πίστεως· ἡ Σάρρα δέν γνώριζε ἀκόμη ποιός εἶναι
ὁ ξένος, τόν ὁποῖο θά γνωρίσει στόν στίχ. 15, ὅπου ἔχουμε τόν φόβο της.
Ἡ μεσιτεία τοῦ Ἀβραάμ (18,16-33)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Οἱ τρεῖς «ἄνδρες» ξεκίνησαν γιά τίς πόλεις Σόδομα καί
Γόμορρα· καί ὁ Ἀβραάμ συνόδευσε τούς τρεῖς ξένους του γιά νά τούς κατευοδώσει
(στίχ. 16). Πρῶτα ὁ Κύριος ξαναεῖπε στόν Ἀβραάμ τήν πρώτη ἐκείνη καί μεγάλη ὑπόσχεση,
ὅτι στό πρόσωπό του θά εὐλογηθοῦν ὅλες οἱ φυλές καί οἱ γενεές τῆς γῆς (στίχ.
18) καί ἔπειτα εἶπε γιά τίς ἁμαρτίες τῶν πόλεων Σόδομα καί Γόμορρα ὅτι εἶναι
πολλές καί βαρειές, ὅτι «κράζουν» πρός Αὐτόν (στίχ. 20). Ἔτσι, ἀξίζει νά
καταστραφοῦν οἱ πόλεις αὐτές γιά τά ἁμαρτήματά τους. Ὁ ἕνας Ἄγγελος, Αὐτός πού
μιλοῦσε μέ τόν Ἀβραάμ, ἔμεινε ἀκόμη μαζί του, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο προχώρησαν γιά
τά Σόδομα (στίχ. 22). Ἡ πληροφορία ὅτι θά καταστραφοῦν τά Σόδομα ἔβαλε τόν Ἀβραάμ
σέ ἀνησυχία· γιατί οἱ ἅγιοι δέν χαίρονται γιά τήν καταστροφή τῶν ἀνθρώπων.
Πλησιάζει, λοιπόν, ὁ Ἀβραάμ τόν Κύριο καί Τόν ρωτάει ἕνα μεγάλο ἐρώτημα, ἄν θά
καταστραφεῖ καί ὁ δίκαιος μαζί μέ τόν ἀσεβῆ (στίχ. 23), ἐννοώντας τήν οἰκογένεια
τοῦ Λώτ στά Σόδομα. Ἐδῶ θίγεται ἐλαφρά τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας. Ὁ Ἀβραάμ στή
συνέχεια ρωτάει τόν Κύριο, ἄν βρεθοῦν πενήντα δίκαιοι στήν πόλη, θά καταστραφοῦν
καί αὐτοί μέ τούς ἄλλους; Δέν θά εὐσπλαγχνισθεῖ τόν τόπο γιά χάρη αὐτῶν τῶν
δικαίων; (στίχ. 24). Καί ὁ Κύριος στά συνεχῆ μετέπειτα ἐρωτήματα τοῦ Ἀβραάμ ἀπαντᾶ
ὅτι καί δέκα δίκαιοι ἄν βρεθοῦν στά Σόδομα, δέν θά τά καταστρέψει χάρη τῶν δέκα
(στίχ. 32). Ὁ Θεός κατέστρεψε τελικά τά Σόδομα, ὅπως θά δοῦμε στήν ἑπόμενη
περικοπή, γιατί δέν βρῆκε οὔτε δέκα δίκαιους στήν πόλη αὐτή! Βρῆκε μόνο τρεῖς:
Τόν Λώτ καί τίς δυό θυγατέρες του. – Ἡ περικοπή μας αὐτή μᾶς δείχνει ὅτι καί ὁ ἐθνικός
κόσμος ὑπόκειται καί αὐτός στήν κυριαρχία τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕτοιμος
νά δείξει καί σ’ αὐτόν τά ἐλέη Του, ὅπως στόν λαό τῆς διαθήκης Του. Αὐτό στά
μετέπειτα χρόνια θά ἀποτελέσει τό θέμα τοῦ βιβλίου τοῦ Ἰωνᾶ. Ἀκόμα ἡ περικοπή
μας ἐδῶ μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, ὅπως
ὁ Ἀβραάμ προσευχήθηκε ἕξι φορές γιά τήν σωτηρία τῶν ἀσεβῶν Σοδομιτῶν. Ἄς μή
θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας τά «χαϊδεμένα» παιδιά τοῦ Θεοῦ!
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
18,16Ἀφοῦ σηκώθηκαν δέ ἀπό ἐκεῖ οἱ ἄνδρες κατευθύνθηκαν
πρός τά Σόδομα καί τήν Γομόρρα· καί ὁ Ἀβραάμ πορευόταν μαζί τους γιά νά τούς
προπέμψει. 17Καί εἶπε ὁ Κύριος: «Δέν θά κρύψω Ἐγώ ἀπό τόν δοῦλο μου Ἀβραάμ ὅ,τι
πρόκειται νά κάνω. 18Ὁ Ἀβραάμ θά γίνει μεγάλο καί πολυπληθές ἔθνοςη καί θά εὐλογηθοῦν
δι’ αὐτοῦ ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς· 19γιατί γνωρίζω ὅτι θά διατάξει τούς υἱούς του
καί τούς ἀπογόνους του μετά ἀπό αὐτόν καί θά φυλάξουν τήν ὁδό τοῦ Κυρίου,
πράττοντες καλωσύνη καί δικαιοσύνη, γιά νά ἐκπληρώσει ὁ Κύριος στόν Ἀβραάμ τά ὅσα
εἶπε πρός αὐτόν». 20Εἶπε δέ ὁ Κύριος: «Ἡ κραυγή τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας
πλήθυνε ἐναντίον Μου καί οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι πολύ μεγάλες. 21Κατεβαίνω,
λοιπόν, γιά νά δῶ, ἄν οἱ πράξεις τους εἶναι σύμφωνες μέ τήν κραυγή πού φτάνει
σέ Μένα ἤ ἄν δέν εἶναι, γιά νά ξέρω (ὅτι δέν εἶναι)».
22Ἔστρεψαν, λοιπόν, ἀπό ἐκεῖ οἱ ἄνδρες καί ἦρθαν στά
Σόδομα. Ὁ δέ Ἀβραάμ στεκόταν ἀκόμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. 23Τότε πλησίασε ὁ Ἀβραάμ
καί εἶπε: «Θά καταστρέψεις τόν δίκαιο μέ τόν ἀσεβῆ; Θά βρεθεῖ ὁ δίκαιος στήν ἴδια
θέση μέ τόν ἀσεβῆ;θ 24Ἄν βρίσκονται πενήντα δίκαιοι στήν πόλη, θά τούς
καταστρέψεις; Δέν θά σπλαγχνιστεῖς τόν τόπο αὐτό γιά χάρη τῶν πενήντα δικαίων,
πού βρίσκονται ἐκεῖ; 25Δέν μπορεῖ ποτέ Ἐσύ νά κάνεις τέτοιο πράγμα, νά
καταστρέψεις τόν δίκαιο μέ τόν ἀσεβῆ καί ὁ δίκαιος νά μή διακρίνεται ἀπό τόν ἀσεβῆ!
Δέν μπορεῖ! Ὁ Κριτής ὅλης τῆς γῆς δέν θά ἐνεργήσεις δίκαια;». 26Καί ὁ Κύριος εἶπε:
«Ἄν βρίσκονται στήν πόλη Σόδομα πενήντα δίκαιοι, θά σπλαχνιστῶ γιά χάρη τους ὁλόκληρη
τήν πόλη καί ὁλόκληρο τόν τόπο».
27Καί ὁ Ἀβραάμ εἶπε πάλι: «Θά τολμήσω νά λαλήσω πάλι πρός
τόν Κύριό μου, ἐνῶ εἶμαι γῆ καί σποδός! 28Ἄν λιγοστέψουν οἱ πενήντα δίκαιοι σέ
σαράντα πέντε, θά καταστρέψεις ὁλόκληρη τήν πόλη γιά πέντε;». Καί (ὁ Κύριος) εἶπε:
«Δέν θά τήν καταστρέψω, ἄν βρῶ σ’ αὐτήν σαράντα πέντε». 29Καί συνέχισε (ὁ Ἀβραάμ)
νά μιλάει σ᾽ Αὐτόν (στόν Κύριο) καί εἶπε: «Ἄν βρεθοῦν ἐκεῖ σαράντα;». – «Δέν θά
τήν καταστρέψω γιά χάρη τῶν σαράντα», εἶπε ὁ Κύριος.
30Καί εἶπε ὁ Ἀβραάμ: «Μήν ὀργισθεῖς, Κύριε, ἄν πάλι
μιλήσω· Ἄν βρεθοῦν ἐκεῖ τριάντα;». – «Δέν θά τήν καταστρέψω γιά χάρη τῶν
τριάντα», εἶπε ὁ Κύριος. 31Καί εἶπε (ὁ Ἀβραάμ): «Τολμάω πάλι νά λαλήσω πρός τόν
Κύριο· Ἄν βρεθοῦν ἐκεῖ εἴκοσι;». – «Δέν θά τήν καταστρέψω, ἄν βρῶ ἐκεῖ εἴκοσι»,
εἶπε (ὁ Κύριος). 32Καί εἶπε (ὁ Ἀβραάμ): «Μήν ὀργισθεῖς, Κύριε, ἄν μιλήσω ἀκόμα
μιά φορά· Ἄν βρεθοῦν ἐκεῖ δέκα;» Καί εἶπε: «Δέν θά τήν καταστρέψω γιά χάρη τῶν
δέκα».
33Ἀνεχώρησε δέ ὁ Κύριος, μόλις ἔπαυσε νά μιλάει στόν Ἀβραάμ.
Καί ὁ Ἀβραάμ ἐπέστρεψε στόν τόπο του.
η. «Μεγάλο καί
δυνατό», λέει τό Ἑβρ.
θ. Στό Ἑβρ. ἡ τελευταία πρόταση λείπει.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
18,22. Οἱ ἄνδρες. Οἱ δύο «ἄνδρες»
διακρίνονται τοῦ Γιαχβέ, ὁ ὁποῖος παραμένει μέ τόν Ἀβραάμ. Εἰς τό 19,1 θά εἰπωθεῖ
ὅτι αὐτοί οἱ «ἄνδρες» εἶναι Ἄγγελοι. – Ἦν
ἑστηκώς ἐναντίον Κυρίου. Ἡ ἔκφραση αὐτή στό πρωτότυπο ἔχει: «Ὁ δέ Γιαχβέ
παρέμεινεν ἀκόμη ἱστάμενος ἐνώπιον τοῦ Ἀβραάμ». Διορθώθηκε ὅμως σκοπίμως ἡ ἔκφραση
αὐτή ἀπό τούς Ραββίνους πρός ἀποφυγήν βλασφημίας, γιατί τό «ἵστασθαι ἐνώπιον» δύναται νά ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «ὑπηρετεῖν». 18,24. Ἐδῶ θίγεται ἕνα πρόβλημα ὅλων τῶν
χρόνων: Οἱ καλοί πρέπει νά ὑποφέρουν μέ τούς κακούς καί ἐξ αἰτίας τους; Ἐπειδή
στό ἀρχαῖο Ἰσραήλ ἦταν πολύ ἀνεπτυγμένο τό αἴσθημα τῆς συλλογικῆς εὐθύνης, δέν ἐρωτᾶται
ἐδῶ ἄν οἱ δίκαιοι ἠμποροῦν νά διαφυλαχθοῦν ὡς ἄτομα. Ὁ Θεός θά σώσει τόν Λώτ
καί τήν οἰκογένειά του (βλ. 19,15-16)· ἡ διδασκαλία ὅμως τῆς ἀτομικῆς εὐθύνης
δέν θά ἀναπτυχθεῖ παρά μόνον εἰς Δευτ. 7,10. 24,16. Ἰερ. 31,29-30. Ἰεζ. 14,12 ἑξ.
καί κεφ. 18. Ὁ Ἀβραάμ ἐρωτᾶ μόνον, ἄν μερικοί δίκαιοι δύνανται νά ἐπιτύχουν τήν
σωτηρία πολλῶν ἐνόχων. Οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Γιαχβέ βεβαιώνουν τόν σωτήριο ρόλο τῶν
ἁγίων στόν κόσμο. Σχετικῶς ὅμως μέ τό πόσο θά δειχθεῖ ἡ εὐσπλαχνία Του, ὁ Ἀβραάμ
δέν τολμᾶ νά κατεβεῖ κάτω ἀπό τόν ἀριθμό τῶν δέκα δικαίων. Κατά τό Ἰερ. 5,1 καί
Ἰεζ. 22,30 ὁ Θεός θά συγχωρήσει τήν Ἰερουσαλήμ ἀκόμη καί ἄν εὑρεθεῖ σ᾿ αὐτήν
καί ἕνας δίκαιος. Τέλος, κατά τό Ἠσ. κεφ. 53, ὅλους τούς ἀνθρώπους θά τούς
σώσει τό Πάθος τοῦ μοναδικοῦ Σωτῆρος, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. 18,25. Βλ. Ρωμ. 3,6. Εἶναι μεγαλύτερη ἀδικία
νά καταδικασθοῦν μερικοί ἀθῶοι ἀπό τό νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν καταδίκη πολλοί ἔνοχοι.
18,33. Ἀβραάμ ἐπέστρεψεν εἰς τόν τόπον...
Ὁ Ἀβραάμ θά ἔλθει πάλι τό πρωΐ γιά νά δεῖ· βλ. 19,27.
Ἡ καταστροφή τῶν Σοδόμων (19,1-29)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Τήν νύχτα ἔφτασαν οἱ δύο Ἄγγελοι στά Σόδομα καί
φιλοξενήθηκαν στό σπίτι τοῦ Λώτ (στίχ. 1-3). Καί τώρα ἀρχίζει μιά φοβερή σκηνή,
πού περιγράφεται παραστατικά στήν περικοπή μας: Οἱ Σοδομῖτες ἄνδρες
περικύκλωσαν τό σπίτι τοῦ Λώτ καί τοῦ ζητοῦσαν ἀπαιτητικά καί ἀπειλητικά (στίχ.
9) νά τούς παραδώσει τούς ἄνδρες πού φιλοξενεῖ γιά νά ἁμαρτήσουν μαζί τους
(στίχ. 5). Ὁ Λώτ ἔπαθε μεγάλη ταραχή καί σύγχυση καί προσπαθώντας νά ὑπερασπίσει
τούς ξένους του πρότεινε στούς ἀκόλαστους Σοδομῖτες νά τούς δώσει τίς θυγατέρες
του γιά νά ἁμαρτήσουν (!), ἀλλά ὄχι τούς φιλοξενουμένους του (στίχ. 7.8). Οἱ αἰσχροί
Σοδομῖτες ἀπείλησαν τόν Λώτ, γιατί δέν ὑποχωροῦσε στήν ἀπαίτησή τους νά τούς
παραδώσει τούς ξένους, καί πλησίασαν τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του νά τήν σπάσουν
(στίχ. 9). Τότε τά θεῖα Πρόσωπα χτύπησαν τούς ἀσεβεῖς μέ τυφλότητα, σάν μιά
τιμωρία γιά τήν ἠθική τους τυφλότητα (στίχ. 11)! Πιθανόν ἡ τυφλότητα αὐτή νά ἦταν
ἕνα θάμπωμα, ὅπως στήν περίπτωση τῶν συριακῶν στρατευμάτων στό Δ΄ Βασ. 6,18. Ἤ,
ἀκόμα, μπορεῖ νά ἦταν μιά ζάλη, πού τούς ἔκανε νά χάσουν τήν δύναμή τους (βλ.
τό «παρελύθησαν» τοῦ στίχ. 11) καί νά
τρικλίζουν (βλ. Ψαλμ. 26,2. 61,3). – Πρέπει, λοιπόν, νά καταστραφοῦν τά Σόδομα
γιά τήν αἰσχρότητά τους, ἀλλά πρέπει νά χωριστοῦν ἀπ’ αὐτούς οἱ ἄνθρωποι τοῦ
Θεοῦ, γιά νά μήν ἔχουν καί αὐτοί τήν ἴδια τύχη μέ τούς ἀσελγεῖς. Γι’ αὐτό καί οἱ
Ἄγγελοι παράγγειλαν στόν Λώτ νά παραλάβει τήν οἰκογένειά του καί νά φύγει ἀπό
τήν πόλη (στίχ. 12-15). Ὁ Λώτ καί ἡ οἰκογένειά του ἐφαίνοντο διστακτικοί νά ἐγκαταλείψουν
τήν ὡραία τους περιοχή καί γι’ αὐτό οἱ Ἄγγελοι τούς ἔπιασαν ἀπό τό χέρι καί
τούς ἔβγαλαν βιαίως ἔξω ἀπό τήν πόλη (στίχ. 15-17α). (Ἐπί τέλους, πρέπει νά
μεταχειριζόμαστε καί βία γιά τήν σωτηρία ψυχῶν!) Βγάζοντάς τους δέ ἀπό τήν πόλη
οἱ Ἄγγελοι τούς ἔδωσαν τήν ἐντολή νά μήν κοιτάξουν πρός τά πίσω, λαχταρώντας τά
πλούτη τους, καί νά μή σταθοῦν στήν πεδιάδα, ἀλλά νά τρέξουν νά σωθοῦν στό ὄρος
(στίχ. 17). Ὁ Λώτ φοβούμενος μήπως δέν μπορέσει νά φτάσει γρήγορα στό ὄρος, πού
τοῦ ὑπέδειξε ὁ Θεός γιά νά σωθεῖ, ζητάει ἀπό τά θεῖα Πρόσωπα νά καταφύγει σέ
μιά κοντινή μικρή πόλη (στίχ. 19-20). Ἰδιαίτερα τονίζει ὁ Λώτ ὅτι ἡ πόλη αὐτή εἶναι
μικρή («Δέν εἶναι μικρή;», στίχ. 20),
γιατί σάν μικρή δέν θά εἶναι καί τόσο ἁμαρτωλή, ὥστε νά καταστραφεῖ. Γι’ αὐτό
καί ἡ πόλη ὀνομάστηκε «Σηγώρ» (στίχ. 22), πού σημαίνει «μικρή», ἐνῶ τό πρῶτο
της ὄνομα ἦταν «Βαλάκ», πού σημαίνει «καταστροφή» (14,2). Ὁ Θεός ἐπέτρεψε στόν
Λώτ νά καταφύγει στήν πόλη αὐτή καί νά σωθεῖ ἐκεῖ (στίχ. 22). Ὄντας ἀσφαλισμένος
πλέον ὁ Λώτ, ὁ Θεός ἔβρεξε φωτιά καί θειάφι καί κατέστρεψε τά Σόδομα, τά
Γόμορρα καί τά περίχωρα (στίχ. 24.25). Ἐδῶ διαβάζουμε μιά περίεργη ἔκφραση: «Ὁ Κύριος ἔβρεξε... θειάφι καί φωτιά ἐκ
μέρους τοῦ Κυρίου» (στίχ. 24). Ὁ ἕνας Κύριος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἄλλος
ὁ Θεός Πατέρας. – Παρά τήν ἀπαγορευτική ἐντολή (βλ. στίχ. 17), ἡ γυναίκα τοῦ
Λώτ γύρισε πίσω νά δεῖ τήν περιουσία πού ἄφηνε καί ἔγινε κολώνα ἁλατιοῦ (στίχ.
26) ἤ μέ ἕνα κεραυνοβόλο θάνατο καί ἀπολίθωση τοῦ σώματος ἤ μέ μιά φοβερή μπόρα
ἀπό φωτιά καί θειάφι πού τήν κάλυψε. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε νά θυμόμαστε τήν γυναίκα
τοῦ Λώτ (Λουκ. 17,32), γιά νά μήν ἐπιστρέψουμε μέ τήν καρδιά μας στά Σόδομα καί
τήν Αἴγυπτο τοῦ κόσμου τούτου (βλ. Πράξ. 7,39-40. Ἀριθμ. 11,4.5. 14,4. Λουκ.
9,62. Φιλιπ. 3,13-14). Τέλος, στήν περικοπή μας γίνεται λόγος γιά τόν Ἀβραάμ, ὁ
ὁποῖος, γεμάτος ἀγάπη, ἦταν ἀνήσυχος γιά τόν Λώτ καί ζήτησε νά δεῖ τί ἀπέγινε
μέ τά Σόδομα καί τά Γόμορρα (στίχ. 27.28). Ὁ Λώτ σώθηκε γιά χάρη τοῦ θείου του Ἀβραάμ
(στίχ. 29).
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
19,1Οἱ δύο Ἄγγελοι ἦρθαν στά Σόδομα τήν ἑσπέρα· ὁ δέ Λώτ
καθόταν στήν πύλη τῶν Σοδόμων. Ὅταν τούς εἶδε σηκώθηκε γιά νά τούς συναντήσει
καί προσκύνησε μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. 2Καί εἶπε: «Κύριοί μου, παρακαλῶ, ἐλᾶτε
στόν οἶκο τοῦ δούλου σας, γιά νά καταλύσετε καί νά νίψετε τά πόδια σας· καί
νωρίς τό πρωί, ἀφοῦ σηκωθεῖτε, νά πάρετε τόν δρόμο σας». Ἀλλά αὐτοί ἀπάντησαν:
«Ὄχι! Θά καταλύσουμε στήν πλατεία». 3Ἀλλά ὁ Λώτ τούς πίεσε πολύ καί
παρεξέκκλιναν πρός αὐτόν καί εἰσῆλθαν στόν οἶκο του· καί αὐτός τούς ἔκανε
συμπόσιο καί τούς ἔψησε ἄζυμα καί ἔφαγαν.
4Πρίν νά κοιμηθοῦν ὅμως αὐτοί, περικύκλωσαν τόν οἶκο οἱ ἄνδρες
τῆς πόλης, οἱ Σοδομῖτες, ἀπό τούς νέους μέχρι τούς γέροντες, ὅλος ὁ λαός, 5καί
φώναζαν στόν Λώτ καί ἔλεγαν σ’ αὐτόν: «Ποῦ εἶναι οἱ ἄνδρες, πού ἦρθαν σπίτι σου
τήν νύχτα; Βγάλε τους ἔξω γιά νά “βρεθοῦμε” μ’ αὐτούς».
6Τότε ὁ Λώτ βγῆκε σ’ αὐτούς στό πρόθυρο καί, ἀφοῦ ἔκλεισε
τήν πόρτα πίσω του, 7τούς εἶπε: «Μή, φίλοι μου! Μήν κάνετε τό κακό! 8Ἔχω δυό
κόρες, πού δέν “γνώρισαν” ἄνδρα. Νά σᾶς φέρω αὐτές καί κάνετε σ’ αὐτές, ὅπως σᾶς
ἀρέσει. Στούς ἄνδρες ὅμως αὐτούς μήν κάνετε κακό, λόγω τοῦ ὅτι φιλοξενοῦνται
στό σπίτι μου». 9Αὐτοί ὅμως τοῦ εἶπαν: «Κάνε πέρα! Ἦρθες ἐδῶ νά κατοικήσεις σάν
ξένος. Θέλεις νά μᾶς γίνεις καί κριτής; Τώρα θά κακοποιήσουμε ἐσένα περισσότερο
ἀπό ἐκείνους». Καί πίεζαν πολύ τόν ἄνθρωπο, τόν Λώτ, καί πλησίασαν γιά νά
σπάσουν τήν πόρτα. 10Τότε οἱ ἄνδρες ἅπλωσαν τά χέρια τους καί ἔσυραν τόν Λώτ
πρός τό μέρος τους, στό σπίτι καί ἔκλεισαν τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ. 11Τούς δέ ἀνθρώπους
πού βρίσκονταν στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, ἀπό τόν μικρότερο μέχρι τόν μεγαλύτερο,
χτύπησαν μέ τύφλωση, ὥστε αὐτοί ἀπέκαμαν ψάχνοντας γιά τήν πόρτα.
12Καί εἶπαν οἱ ἄνδρες στόν Λώτ: «Ἔχεις ἐδῶ γαμπρούς, υἱούς
ἤ θυγατέρες, ἤ κανένα ἄλλο συγγενῆ στήν πόλη; Βγάλε τους ἔξω ἀπό τόν τόπο αὐτό.
13Γιατί ἐμεῖς θά καταστρέψουμε τόν τόπο αὐτό, ἐπειδή ἡ κατακραυγή τους ὑψώθηκε ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου καί ὁ Κύριος μᾶς ἔστειλε νά τόν καταστρέψουμε». 14Ὁ Λώτ, λοιπόν, βγῆκε
καί μίλησε στούς γαμπρούς του, πού θά ἔπαιρναν τίς θυγατέρες του, καί τούς εἶπε:
«Σηκωθεῖτε, φύγετε ἀπό τόν τόπο αὐτό, γιατί ὁ Κύριος θά καταστρέψει τήν πόλη».
Οἱ γαμπροί του ὅμως νόμισαν ὅτι ἀστειεύεται.
15Ὅταν δέ ξημέρωνε οἱ Ἄγγελοι πίεζαν τόν Λώτ νά βιαστεῖ
λέγοντας: «Σήκω, πάρε τήν γυναίκα σου καί τίς δύο θυγατέρες σου, πού ἔχεις, καί
φύγε γιά νά μή χαθεῖς καί σύ μέ τίς ἁμαρτίες τῆς πόλης». 16Ἀλλά αὐτοί ἦλθαν σέ
σύγχυση καί οἱ Ἄγγελοι ἔπιασαν τό χέρι του καί τό χέρι τῆς γυναίκας του καί τά
χέρια τῶν δύο θυγατέρων του, γιατί ὁ Κύριος τόν σπλαχνίστηκε.
17Καί ὅταν τούς ἔβγαλαν ἔξω εἶπανα: «Φύγε γιά νά σώσεις
τήν ζωή σου· μήν κοιτάξεις πίσω σου, οὔτε νά σταματήσεις σέ κανένα μέρος τῶν
περιχώρων· τρέξε στό ὄρος νά σωθεῖς, γιά νά μήν καταστραφεῖς καί σύ». 18Καί εἶπε
ὁ Λώτ σ’ αὐτούς: «Σέ παρακαλῶ, Κύριε, 19ἐπειδή ὁ δοῦλος σου ἔτυχε τῆς εὐσπλαγχνίας
σου καί ἔδειξες μεγάλη καλωσύνη, μέ αὐτό πού ἔκανες σέ ᾽μένα, μέ τό νά σώσεις
τήν ζωή μου· ἴσως νά μή μπορέσω νά καταφύγω στό ὄρος καί νά μέ προφτάσει ἡ
καταστροφή καί νά πεθάνω. 20Ἰδού, αὐτή ἡ πόλη, αὐτή πού εἶναι μικρή, εἶναι
κοντά μου γιά νά καταφύγω ἐκεῖ· ἄς διασωθῶ σ’ αὐτή. Δέν εἶναι μικρή; Ἄς σωθῶ ἀπό
Σένα (ἐκεῖ)». 21Καί εἶπε σ’ αὐτόν (ὁ Κύριος): «Ἰδού σέ ἄκουσα στόν λόγο αὐτό,
νά μήν καταστρέψω τήν πόλη, γιά τήν ὁποία μίλησες· 22σπεῦσε, λοιπόν, γρήγορα νά
σωθεῖς ἐκεῖ· γιατί δέν θά κάνω τίποτε, μέχρι νά σωθεῖς ἐκεῖ». – Γι’ αὐτό κάλεσε
τό ὄνομα τῆς πόλεως ἐκείνης Σηγώρ (= μικρή).
23Ὅταν ὁ ἥλιος ἀνέτειλε στήν γῆ, ἔμπαινε ὁ Λώτ στήν
Σηγώρ. 24Καί ὁ Κύριος ἔβρεξε στά Σόδομα καί τά Γόμορρα θειάφι καί φωτιά ἐκ
μέρους τοῦ Κυρίου ἀπό τόν οὐρανό. 25Καί κατέστρεψε αὐτές τίς πόλεις καί ὅλα τά
περίχωρα καί ὅλους τούς κατοίκους τῶν πόλεων καί τήν βλάστηση τῆς γῆς. 26Ἡ γυναίκα
ὅμως τοῦ Λώτ κοίταξε πρός τά πίσω καί ἔγινε στήλη ἅλατος.
27Ὁ Ἁβραάμ σηκώθηκε νωρίς τό πρωί καί ἦρθε στόν τόπο ὅπου
εἶχε σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. 28Κοίταξε πρός τά Σόδομα καί τά Γόμορρα καί σ’ ὅλη
τήν περίχωρο και εἶδε, πραγματικά, νά ἀνεβαίνει καπνός ἀπό τήν γῆ, σάν καπνός
καμινιοῦ.
29Ἔτσι, λοιπόν, ὅταν ὁ Κύριος κατέστρεψε ὅλες τίς πόλεις
τῆς κοιλάδας, θυμήθηκε ὁ Θεός τόν Ἀβραάμ καί ἔστειλε τόν Λώτ μακρυά ἀπό τήν
καταστροφή, ὅταν ὁ Κύριος κατέστρεψε τίς πόλεις, στίς ὁποῖες κατοικοῦσε ὁ Λώτ.
α. «Εἶπε», λέει
τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
19,1-29: Ἡ διήγησή αὐτή
συνδέεται μέ τό κεφ. 18, ὅπου καί προετοιμάσθηκε (βλ. 18,16-32). Τό ἴδιο
μυστήριο τοῦ κεφ. 1816 ἀναπτύσσουν οἱ ἐδῶ
πρωταγωνιστές: Οἱ τοῦ 19,1 «ἄγγελοι» εἶναι οἱ «ἄνδρες», 16οἱ ὁποῖοι χωρίσθηκαν
ἀπό τόν Γιαχβέ (18,22), μετά τήν ἐπίσκεψη τῶν «τριῶν ἀνδρῶν» στόν Ἀβραάμ
(18,2), ἀλλά συνεχίζουν νά καλοῦνται «ἄνδρες» καί στό παρόν κεφάλαιο (ἐκτός ἀπό
τόν στίχ. 15). Αὐτοί ὁμιλοῦν ἤ τούς ὁμιλοῦν (καί μάλιστα μερικές φορές τήν ἰδία
φράση, βλ. στίχ. 17 καί 18), ἄλλοτε στόν πληθυντικό καί ἄλλοτε στόν ἑνικό, ὡς ἀντιπροσώπους
τοῦ Γιαχβέ, ὁ Ὁποῖος δέν ἐπεμβαίνει προσωπικῶς. Ἀπό αὐτό τό παλαιό κείμενο ἐπιβεβαιώνεται
ὁ ἠθικός χαρακτήρας τῆς θρησκείας τοῦ Ἰσραήλ καί ἡ παγκόσμια δύναμη τοῦ Γιαχβέ.
Τό φοβερό μάθημα τῆς περικοπῆς μας θά ὑπενθυμίζεται συχνά στήν Βίβλο· βλ. ἰδιαίτερα
Δευτ. 29,22. Ἠσ. 1,9. 13,19. Ἰερ. 29,18. 27,40. Ἀμ. 4,11. Σ. Σολ. 6-7 καί στήν
Κ.Δ. Ματθ. 10,15. 11,23-24. Λουκ. 17,28 ἑξ. Β΄ Πέτρ. 2,6. Ἰούδ. 7. 19,5. Ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς. «Διά νά τούς γνωρίσωμεν», λέγει τό Ἑβραϊκό. Ἐννοεῖται ἡ σεξουαλική
γνώση (βλ. 4,1), ἐδῶ ἡ ὁμοφυλοφιλία, στίχ. 5.8. Ἡ παρά φύση ἁμαρτία πού ἕλκει
τήν ὀνομασία της ἀπό αὐτήν ἐδῶ τήν διήγηση, ἦταν βδελυκτή στούς Ἰσραηλῖτες (βλ.
Λευιτ. 18,22) καί ἐτιμωρεῖτο μέ θάνατο (βλ. Λευιτ. 20,13), ἀλλ᾿ ἦταν
διαδεδομένη γύρω ἀπό αὐτούς (βλ. Λευιτ. 20,23. Κριτ. 19,22 ἑξ. 19,8α). Ἡ τιμή
μιᾶς γυναίκας εἶχε τότε ὀλιγώτερη ἀξία (βλ. 12,13· 12,10 σχόλ.) ἀπό τό ἱερό καθῆκον
τῆς φιλοξενίας. 19,11. Ἐν ἀορασίᾳ. Πιθανόν
ἡ τυφλότητα αὐτή νά ἦταν ἕνα θάμπωμα, ὅπως στήν περίπτωση τῶν συριακῶν
στρατευμάτων στό Δ΄ Βασ. 6,18. Ἤ, ἀκόμα, μπορεῖ νά ἦταν μιά ζάλη, πού τούς ἔκανε
νά χάσουν τήν δύναμή τους (βλ. τό
«παρελύθησαν» τοῦ στίχ.) καί νά τρικλίζουν (βλ. Ψαλμ. 26,2. 61,3). 19,12. Τό «γαμβροί» τοῦ στίχ. 12 θεωρεῖται
ὡς μία προσθήκη κατά τόν στίχ. 14. 19,22.
Διά τοῦτο ἐκάλεσε... Σηγώρ. Ἑβρ.
«τσω῾άρ». Συνδέουν τό ὄνομα αὐτό μέ τό «μιτσ῾άρ» = ἕνα μικρό πρᾶγμα», «ἕνα
τίποτα». Ἡ πόλη, πού εἶχε διαφύγει τήν καταστροφή, ὑπῆρχε στά νότια ἀνατολικά τῆς
Νεκρᾶς Θαλάσσης (βλ. 13,10. Δευτ. 34,3. Ἠσ. 15,5. Ἰερ. 31,34). Τό πρῶτο ὄνομά
της ἦταν «Βαλάκ», πού σημαίνει «καταστροφή» (14,2). Στήν ρωμαϊκή ἐποχή ἕνας
νέος σεισμός ἐβύθισε τήν πόλη στά νερά, ἀλλά πολύ ἀργότερα τήν ἀνοικοδόμησαν
πάλι καί κατοικήθηκε μέχρι τόν Μεσαίωνα. 19,24.
Θεῖον καί πῦρ. Μία ἀνάμνηση μιᾶς καταστροφῆς σέ πολύ παλαιούς χρόνους, ὅταν
σεισμική ἐνέργεια καί ἔκρηξη τῶν ὑπογείων ἀερίων ἄλλαξαν τήν ὄψη τῆς περιοχῆς, ἡ
ὁποία προηγουμένως ἦταν εὔφορη (13,10). 19,25.
Τό κείμενο ἐπιτρέπει νά τοποθετήσουμε τόν κατακλυσμό (μία ἰσχυρή σεισμική
δόνηση συνοδευομένη ἀπό ἔκρηξη ἀερίου;) στήν νότιο περιοχή τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης.
Ἡ καθίζηση τοῦ νοτίου μέρους τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης εἶναι γεωλογικά πρόσφατη καί ἡ
περιοχή παρέμεινε ἀσταθής μέχρι τήν νέα ἐποχή. Ἐκτός τῶν Σοδόμων καί τῆς
Γομμόρας (Ἀμ. 4,11. Ἠσ. 1,9.10), οἱ καταδικασθεῖσες πόλεις εἶναι ἡ Ἀδαμά καί ἡ
Σεβωΐμ (Γεν. κεφ. 14. Δευτ. 29,22. Ὠσ. 11,8). 19,26. Ἐδῶ ἔχουμε μία λαϊκή ἑρμηνεία ἑνός βράχου παραδόξου
σχήματος ἤ ἑνός ἁλατούχου ὄγκου. 19,29. Ὁ
στίχος αὐτός εἶναι τοῦ συντάκτου.
Καταγωγή τῶν Μωαβιτῶν καί τῶν Ἀμμωνιτῶν (19,30-38)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Ὁ Λώτ, ὅπως εἴδαμε, κατέφυγε στήν μικρή πόλη Σηγώρ γιά νά
διασωθεῖ. Καί ὁ Θεός τόν βεβαίωσε γιά τήν ἀσφάλειά του ἐκεῖ (βλ. 19,20-22). Ἀδύνατος
ὅμως στήν πίστη ὁ Λώτ καί ἴσως γιατί θυμήθηκε ὅτι ἀρχικά ὁ Θεός τόν εἶχε
διατάξει νά πάει στά βουνά (στίχ. 17β), ἀφήνει τήν Σηγώρ καί καταφεύγει ἐκεῖ
μαζί μέ τίς δύο θυγατέρες του (στίχ. 30). Οἱ θυγατέρες του, φαίνεται, βλέποντας
τήν μεγάλη καταστροφή πού ἔγινε, νόμισαν ὅτι καταστράφηκε ὅλος ὁ κόσμος καί ἑπομένως
δέν ὑπάρχει ἄλλος ἄνδρας ἀπό τόν ὁποῖο νά τεκνοποιήσουν καί νά ζήσει ἡ φυλή
τους (στίχ. 31)· γι’ αὐτό καί πρότεινε ἡ μεγαλύτερη στήν μικρότερη νά μεθύσουν
τόν πατέρα τους καί νά κοιμηθοῦν μαζί του γιά νά ἀποκτήσουν ἀπ’ αὐτόν παιδί
(στίχ. 32). Ἔτσι καί ἔκαναν (στίχ. 33. 35) καί τεκνοποίησαν καί οἱ δύο ἀπό τόν
πατέρα τους. Ἡ μεγαλύτερη ὀνόμασε τό παιδί της «Μωάβ», πού σημαίνει ὅτι τό ἀπόκτησε ἀπό τόν πατέρα της καί ἡ
μικρότερη ὀνόμασε τό παιδί της «Ἀμμάν»,
«Βέν-ἀμμί», ὅπως τό λέει τό Ἑβραϊκό
κείμενο, πού σημαίνει ὅτι ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ καί ἡ μητέρα του εἶναι ἀπό τόν ἴδιο
λαό, ἀπό τό ἴδιο οἰκογενειακό στέλεχος. Τό παιδί τῆς μεγαλύτερης θυγατέρας, ὁ
Μωάβ, ἔγινε πατέρας τῶν Μωαβιτῶν καί τό παιδί τῆς μικρότερης, ὁ Ἀμμάν, ἔγινε ὁ
πατέρας τῶν Ἀμμωνιτῶν. Τά παιδιά αὐτά ἦταν κατά τό ἥμισυ ἀδέλφια μέ τίς μανάδες
τους, γιατί εἶχαν τόν ἴδιο πατέρα μέ αὐτές. Ἡ αἰσχρή πράξη τῆς περικοπῆς μας ἦταν
ἡ αἱμομιξία, ἁμάρτημα πού θεωρεῖται ἀποτροπιαστικό καί στούς εἰδωλολάτρες ἀκόμα
(βλ. Α΄ Κορ. 5,1. Λευιτ. κεφ. 18 καί Δευτ. κεφ. 27). Μέ τήν διήγηση αὐτή
τελειώνει ἡ ἱστορία τοῦ Λώτ καί ἐξηγεῖται πολύ καλά, γιατί αὐτός καί οἱ ἀπόγονοί
του ἀποκλείστηκαν ἀπό τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
19,30Ἀνέβηκε ὅμως ὁ Λώτ ἀπό τήν Σηγώρ μαζί μέ τίς δύο
θυγατέρες του καί κατοίκησε στό ὄρος, γιατί φοβήθηκε νά κατοικήσει στήν Σηγώρ.
Καί κατοίκησε σέ σπηλιά, αὐτός καί οἱ δύο θυγατέρες του.
31Εἶπε δέ ἡ μεγαλύτερη (θυγατέρα) στήν μικρότερη: «Ὁ
Πατέρας μας εἶναι γέροντας καί δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος στήν γῆ, γιά νά μᾶς
νυμφευτεῖ, καθώς εἶναι συνήθεια σ’ ὅλη τήν γῆ. 32Ἔλα νά ποτίσουμε τόν πατέρα
μας κρασί καί νά κοιμηθοῦμε μαζί του καί νά ἀποκτήσουμε παιδί ἀπό τόν πατέρα
μας». 33Πότισαν, λοιπόν, τόν πατέρα τους κρασί ἐκείνη τήν νύχτα. Καί πῆγε ἡ
μεγαλύτερη καί κοιμήθηκε μέ τόν πατέρα της. Αὐτός δέ δέν τήν ἀντιλήφθηκε οὔτε ὅταν
ξάπλωσε οὔτε ὅταν σηκώθηκε. 34Τήν ἑπόμενη ἡμέρα εἶπε ἡ μεγαλύτερη στήν
μικρότερη: «Ἰδού, ἐγώ κοιμήθηκα χθές μέ τόν πατέρα μας· ἄς τόν μεθύσουμε καί αὐτή
τήν νύχτα καί νά πᾶς νά κοιμηθεῖς μαζί του, γιά νά ἀποκτήσουμε παιδί ἀπό τόν
πατέρα μας». 35Πότισαν, λοιπόν, καί τήν νύχτα ἐκείνη τόν πατέρα τους κρασί καί
πῆγε ἡ μικρότερη κόρη καί κοιμήθηκε μαζί του. Αὐτός δέ δέν τήν ἀντιλήφθηκε οὔτε
ὅταν ξάπλωσε οὔτε ὅταν σηκώθηκε. 36Καί συνέλαβαν οἱ δύο θυγατέρες τοῦ Λώτ ἀπό
τόν πατέρα τους. 37Καί ἡ μέν μεγαλύτερη γέννησε υἱό καί κάλεσε τό ὄνομά του Μωάβ,
«γιατί –εἶπε – εἶναι ἀπό τόν πατέρα μου».β Αὐτός εἶναι ὁ πρόγονος τῶν σημερινῶν
Μωαβιτῶν. 38Ἡ δέ νεώτερη γέννησε ἐπίσης υἱό καί κάλεσε τό ὄνομά του Ἀμμάν,γ
«γιατί – εἶπε – εἶναι παιδί ἀπό τό γένος μου».δ Αὐτός εἶναι ὁ πρόγονος τῶν
σημερινῶν Ἀμμωνιτῶν.
β. Ἡ φράση «λέγουσα·
ἐκ τοῦ πατρός μου» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
γ. «Βέν-ἁμμί»,
λέει τό Ἑβρ.
δ. Ἡ φράση «λέγουσα·
υἱός γένους μου» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύντομα προλογικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
19,30-38: Ἡ ἐδῶ περικοπή ἀναπαράγει
μία παράδοση περί τῶν Μωαβιτῶν καί τῶν Ἀμμωνιτῶν (βλ. σχόλ. εἰς Ἀριθμ. 20,23),
οἱ ὁποῖοι μποροῦσαν νά ἔχουν δόξα ἀπό μία τοιαύτη προέλευση. Ὅπως ἡ Θάμαρ (Γεν.
κεφ. 38), καί οἱ θυγατέρες τοῦ Λώτ δέν παρουσιάζονται ὡς ἀσελγεῖς· πρίν ἀπό
κάθε ἄλλο ἐπιθυμοῦν νά διαιωνίσουν τήν φυλή τους. Ὁ στίχ. 31 ὑποθέτει ὅτι ὁ Λώτ
καί οἱ θυγατέρες του εἶναι οἱ μόνοι πού ἀπέμειναν ἀπό τήν καταστροφή. Ἡ ἱστορία
τῶν Σοδόμων, καταστραφέντων γιά τήν ἁμαρτία τῶν κατοίκων τους, μπορεῖ νά ὑπῆρξε
ἀρχικά ἕνα παράλληλο τῆς πέραν τοῦ Ἰορδάνου περιοχῆς μέ τήν διήγηση τοῦ
κατακλυσμοῦ. 19,38. Λαϊκές ἐτυμολογίες.
Τό «Μωάβ» ἑρμηνεύεται ἀπό τό «με᾿άβ», «γεννημένος ἀπό τόν πατέρα»· «μπέν ἁμμί»,
«υἱός τοῦ γονέως μου» συγγενεύει φυσικά μέ τό «μπενέ ἁμμών», «οἱ υἱοί τοῦ Ἀμμών»,
κανονική ὀνομασία τῶν Ἀμμωνιτῶν.
Ὁ Ἀβραάμ στά Γέραρα (20,1-18)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἀβραάμ μετακινεῖται ἀπό τήν Μαμβρῆ πρός τά νότια καί
κατοικεῖ προσωρινά στά Γέραρα (στίχ. 1), μιά πόλη τῶν Φιλισταίων, ὅπου κατοικοῦσαν
οἱ βασιλεῖς τους (βλ. 26,6.17). Πιθανόν τήν μετακίνησή του αὐτή ὁ Ἀβραάμ νά τήν
ἔκανε γιά νά εἶναι σέ μεγαλύτερη ἀπόσταση ἀπό τά Σόδομα καί τά Γόμορρα, ἀπό τίς
θειοῦχες ἀναθυμιάσεις τους. Ἀλλά στά Γέραρα πού βρίσκεται τώρα ὁ Ἀβραάμ δέν
νοιώθει ἀσφαλής, γιατί φοβᾶται τόν βασιλέα τῶν Γεράρων Ἀβιμέλεχ μήπως τόν
φονεύσει γιά νά τοῦ ἁρπάσει τήν ὡραία γυναίκα του, τήν Σάρρα· γι’ αὐτό καί τήν
παρέστησε ὡς ἀδελφή του καί ὄχι ὡς γυναίκα του (στίχ. 2). Ὁ Ἀβιμέλεχ ἔστειλε
καί πῆρε τήν Σάρρα, ἀλλά ὁ Θεός ἀνέλαβε τήν ὑπεράσπιση τῆς μητέρας τοῦ ἐκλεκτοῦ
Του λαοῦ: Ἀπείλησε τόν Ἀβιμέλεχ στόν ὕπνο του ὅτι θά πεθάνει γιά τήν γυναίκα
πού πῆρε, γιατί αὐτή εἶναι νυμφευμένη (στίχ. 3). Ὁ βασιλεύς Ἀβιμέλεχ ἀπολογήθηκε
στόν Θεό λέγοντας ὅτι «τό ἔπραξε αὐτό μέ ἁγνή
καρδιά καί ἀθωότητα» (στίχ. 5), μή γνωρίζοντας ὅτι ἡ γυναίκα ἔχει ἄνδρα. Ὁ
Θεός δέχτηκε τήν ἀπολογία τοῦ Ἀβιμέλεχ (στίχ. 6), τοῦ ἐπέβαλε ὅμως νά ξαναδώσει
τήν γυναίκα στόν ἄνδρα της· καί ὁ ἄνδρας της Ἀβραάμ, σάν «προφήτης» πού εἶναι, θά προσεύχεται γι’ αὐτόν (στίχ. 7). Ὁ Ἀβιμέλεχ
ὑπάκουσε σ’ αὐτήν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἀπηύθυνε ὅμως μερικές ἐλαφρές ἐπιπλήξεις
στόν Ἀβραάμ (στίχ. 8-10), ὅπως ἄλλοτε καί ὁ Φαραώ (βλ. 12,10-20). Ὁ Ἀβιμέλεχ
πρόσφερε καί μεγάλα δῶρα στόν Ἀβραάμ (στίχ. 14.15). Δίνοντάς του «χίλια
δίδραχμα» τοῦ εἶπε: «Αὐτά νά εἶναι εἰς
τιμή τοῦ προσώπου σου» (στίχ. 16). Κατά τόν Χρυσόστομο ἡ ἔκφραση σημαίνει ὅτι
τά χρήματα καί γενικά ὅλα τά δῶρα δίνονται γιά νά ξεχάσει ἡ Σάρρα τήν προσβολή
πού τῆς ἔγινε.
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
20,1Ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἀβραάμ κίνησε γιά τά νότια τῆς χώρας καί
κατοίκησε μεταξύ Κάδης καί Σούρ καί ἔμεινε προσωρινά στά Γέραρα.
2Εἶπε δέ γιά τήν Σάρρα τήν γυναίκα του, «εἶναι ἀδερφή
μου», γιατί φοβήθηκε νά πεῖ, «εἶναι γυναίκα μου», μήπως τόν φονεύσουν γι’ αὐτήν
οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως.α Τότε ὁ Ἀβιμέλεχ, ὁ βασιλέας τῶν Γεράρων, ἔστειλε καί ἔλαβε
τήν Σάρρα. 3Ἀλλά ὁ Θεός ἦρθε τήν νύχτα στόν Ἀβιμέλεχ στόν ὕπνο του καί τοῦ εἶπε:
«Θά πεθάνεις ἐξ αἰτίας τῆς γυναίκας πού πῆρες· γιατί αὐτή εἶναι νυμφευμένη μέ ἄνδρα».
4Ὁ Ἀβιμέλεχ ὅμως δέν τήν εἶχε πλησιάσει καί εἶπε: «Κύριε, θά καταστρέψεις ἀκόμα
καί ἔθνος πού εἶναι ἀθῶοβ καί δίκαιο; 5Αὐτός δέν μοῦ εἶπε, “εἶναι ἀδερφή μου”;
Καί αὐτή, πάλι, δέν μοῦ εἶπε, “εἶναι ἀδερφός μου”; Ἔπραξα αὐτό μέ ἁγνή καρδιά,
χωρίς ἀδικία». 6Τοῦ εἶπε δέ ὁ Θεός στό ὄνειρο· «Καί Ἐγώ γνωρίζω ὅτι μέ ἁγνή
καρδιά ἔκανες αὐτό, γι’ αὐτό καί σέ ἐμπόδισα νά μήν ἁμαρτήσεις σέ Ἐμένα. Γι’ αὐτό
δέν σέ ἄφησα νά τήν ἀγγίξεις. 7Τώρα, λοιπόν, δῶσε πάλι τήν γυναίκα στόν ἄνθρωπο,
γιατί εἶναι προφήτης καί θά προσευχηθεῖ γιά σένα, ὥστε νά ζήσεις. Ἄν ὅμως δέν
τήν ἐπιστρέψεις, γνώριζε ὅτι θά πεθάνεις ἐσύ καί ὅλα ὅσα ἔχεις».
8Ἀφοῦ δέ σηκώθηκε ὁ Ἀβιμέλεχ νωρίς τό πρωί κάλεσε ὅλους
τούς δούλους του καί τούς εἶπε ὅλα τά λόγια αὐτά. Καί ὅλοι οἱ ἄνδρες φοβήθηκαν
πολύ. 9Καί κάλεσε ὁ Ἀβιμέλεχ τόν Ἀβραάμ καί τοῦ εἶπε: «Γιατί μᾶς τό ἔκανες αὐτό;
Σοῦ ἔκανα κανένα κακό, ὥστε νά φέρεις τέτοιο μεγάλο ἁμάρτημα σέ μένα καί τό
βασίλειό μου; Μοῦ ἔκανες πράγμα, πού κανείς δέν κάνει». 10Καί πρόσθεσε ὁ Ἀβιμέλεχ:
«Τί εἶδες καί ἔκανες αὐτό;». 11Καί εἶπε ὁ Ἀβραάμ: «(Τό ἔκανα αὐτό) ἐπειδή
σκέφτηκα ὅτι δέν θά ὑπάρχει θεοσέβεια στόν τόπο αὐτό καί (γι’ αὐτό) θά μέ
φονεύσουν λόγω τῆς γυναίκας μου. 12Ἀλλά καί πραγματικά εἶναι ἀδερφή μου, ἀπό
τόν πατέρα μου, ὄχι ὅμως ἀπό τήν μητέρα μου· καί ἔγινε γυναίκα μου.
13Καί ὅταν ὁ Θεός μέ ἔκανε νά φύγω ἀπό τόν οἶκο τοῦ
πατέρα μου εἶπα σ’ αὐτή: Αὐτή τήν χάρη θέλω νά μοῦ κάνεις· σέ ὁποιονδήποτε τόπο
φτάνουμε νά λές γιά μένα, “αὐτός εἶναι ἀδελφός μου”».
14Ὁ Ἀβιμέλεχ τότε πῆρε χίλια δίδραχμαγ καί πρόβατα,
μοσχάρια, δούλους καί δοῦλες καί τά ἔδωσε στόν Ἀβραάμ καί ἐπέστρεψε σ᾽ αὐτόν
τήν γυναίκα του Σάρρα. 15Καί εἶπε ὁ Ἀβιμέλεχ στόν Ἀβραάμ: «Ὁρίστε, ἡ χώρα μου εἶναι
στήν διάθεσή σου· κατοίκησε ὅπου σοῦ ἀρέσει». 16Καί στήν Σάρρα εἶπε: «Ἔδωσα
χίλια δίδραχμα στόν “ἀδελφό” σου· αὐτά εἶναι γιά τήν προσβολή πού ἔνοιωσες ἐσύ
καί ὅλες οἱ ἀκόλουθες γυναῖκες σου. Πάντα νά λές τήν ἀλήθεια».δ 17Προσευχήθηκε
δέ ὁ Ἀβραάμ στόν Θεό καί θεράπευσε ὁ Θεός τόν Ἀβιμέλεχ καί τήν γυναίκα του καί
τίς δοῦλες του καί τεκνοποίησαν. 18Γιατί ὁ Κύριος εἶχε κλείσει ὅλες τίς μῆτρες
στήν οἰκία τοῦ Ἀβιμέλεχ ἐξ αἰτίας τῆς Σάρρας, τῆς γυναίκας τοῦ Ἀβραάμ.
α. Ἡ φράση τῶν Ο´ «ἐφοβήθη
γάρ... δι᾽ αὐτήν» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
β. Τό «ἀγνοοῦν»
λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
γ. Ἡ φράση «χίλια
δίδραχμα» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
δ. Τό Ἑβρ. στόν στίχ. 16 λέει: «Καί πρός τήν Σάρρα εἶπε: “Ἰδού, ἔδωσα χίλια ἀργύρια στόν ἀδελφό σου· ἰδού,
αὐτός (εἶναι) σέ σένα σκέπη τῶν ὀφθαλμῶν
σου πρός ὅλους τούς μετά σοῦ καί πρός ὅλους (τούς ἄλλους. Ἔτσι) αὐτή ἐπεπλήχθη».
20,1-18: Ἡ περικοπή μας εἶναι
ἕνα ἐλωχιμιστικό ἀντίγραφο τοῦ 12,10-20, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα παράλληλο πρός αὐτή
τήν περικοπή (σύγκρ. καί πρός 26,6-11), γλυκαθέν ἀπό διάφορα χαρακτηριστικά μιᾶς
πιό ἐξελιγμένης ἠθικῆς. 20,4. Ἡ λ. «ἔθνος» θεωρεῖται παρέμβλητος καί
συνήθως διαγράφεται ἀπό τούς ἑρμηνευτές. 20,7.
Προφήτης. Ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται ἐδῶ μέ τήν εὐρεία ἔννοια καί δηλώνει τόν ἄνθρωπο
τόν ἔχοντα προνομιακές σχέσεις μέ τόν Θεό, πράγμα πού τόν κάνει ἕνα πρόσωπο ἀπαραβίαστο
(Ψαλμ. 104,15) καί ἕνα δυνατό πρέσβυ (βλ. Ἀριθμ. 11,2. 12,13. 21,7 περί τοῦ
Μωυσέως, καλουμένου «προφήτου» εἰς Δευτ. 34,10· βλ. καί Α΄ Βασ. 12,19-23). 20,16. Ταῦτα ἔσται σοι εἰς τιμήν τοῦ
προσώπου σου. Τό Ἑβρ. λέγει: «Αὐτός
(ὁ Ἀβραάμ) νά σοῦ εἶναι σκέπη (πέπλον)
τῶν ὀφθαλμῶν σου», δηλαδή, προστασία
σου. Ἡ ἔννοια κατά τούς Ο΄ εἶναι: «Μέ τό ποσόν πού παρέχω ἀποκαθίσταται ἡ τιμή
σου». Τό ποσό προσφέρεται ὡς δῶρο γιά ἀποκατάσταση τῆς Σάρρας καί γιά νά πείσει
τόν καθένα νά παραβλέψει τήν ἀδικία πού τῆς ἔγινε. 20,17.18. Ὁ Ἀβιμέλεχ καί τό χαρέμι του κτυπήθηκε μέ ἀνικανότητα καί
στειρότητα, πράγμα τό ὁποῖο δικαιολογεῖ τόν θεωρούμενο ὡς σχόλιο στίχ. 18.
Γέννηση τοῦ Ἰσαάκ (21,1-7)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Ὅ,τι ὑπόσχεται ὁ Θεός πραγματοποιεῖται, πραγματοποιεῖ ὅμως
ὁ Θεός τήν ὑπόσχεσή του «εἰς τόν καιρόν»,
ὅπως λέει ἡ περικοπή μας ἐδῶ (στίχ. 2), στόν κατάλληλο δηλαδή χρόνο, πού ἔχει
καθορίσει γιά τό κάθε πράγμα. Ἔτσι, λοιπόν, καί ἡ παλαιά ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στόν
Ἀβραάμ γιά γέννηση ἀπογόνου (βλ. 17,21. 18,10.14) πραγματοποιεῖται ἤδη καί ἡ
Σάρρα γεννᾶ υἱό. Τό γεννηθέν παιδί ἔπρεπε νά περιτμηθεῖ καί ξέρουμε ὅτι κατά
τήν περιτομή ἐδίδετο τό ὄνομα τοῦ παιδιοῦ. Ἀλλά στήν περίπτωσή μας ἐδῶ βλέπουμε
ὅτι τό παιδί τῆς Σάρρας ἔλαβε τό ὄνομά του ὄχι κατά τήν περιτομή του (τήν 8η ἡμέρα),
ἀλλά ὅταν γεννήθηκε καί μάλιστα ἔλαβε τό ὄνομα ἀπό τόν πατέρα του Ἀβραάμ καί ὄχι
ἀπό τήν μητέρα του (στίχ. 3.4). Στήν πραγματικότητα τό παιδί ὀνοματοδοτήθηκε ἀπό
τόν ἴδιο τόν Θεό (βλ. 17,19)· ὀνομάστηκε «Ἰσαάκ»,
πού σημαίνει «χαρά». – Πραγματικά ἡ γέννηση τοῦ Ἰσαάκ προξένησε χαρά στούς γονεῖς
του, γι’ αὐτό καί ἡ μητέρα του Σάρρα εἶπε «γέλωτά
μοι ἐποίησε Κύριος» (στίχ. 6). Ὅμως ὄχι μόνον ἡ Σάρρα, ἀλλά καί ἄλλοι
χάρηκαν μαζί της γιά τήν γέννηση τοῦ Ἰσαάκ (βλ. στίχ. 6β) καί ἀσφαλῶς ἡ γέννηση
τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ εἶναι χαρά ὅλου τοῦ μετέπειτα χριστιανικοῦ κόσμου, γιατί ἀπό
τήν γραμμή του γεννήθηκε ὁ Μεσσίας (βλ. Ματθ. 1,2), ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Γι’
αὐτό καί στήν περικοπή μας τονίζεται ἡ θαυμαστή γέννηση τοῦ Ἰσαάκ ἀπό γέρο
πατέρα (στίχ. 5) καί ἀπό γερόντισσα μητέρα (στίχ. 7).
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
21,1Ὁ Κύριος ἐπισκέφτηκε τήν Σάρρα, ὅπως εἶχε πεῖ, καί ἔκανε
στήν Σάρρα ὅπως εἶπε. 2Συνέλαβε καί γέννησε γιά τόν Ἀβραάμ υἱό στό γῆρας,α τήν ἐποχή
πού εἶπε σ’ αὐτόν ὁ Κύριος.β 3Ὁ Ἀβραάμ ὀνόμασε τόν υἱό του, πού γεννήθηκε σ’ αὐτόν,
αὐτόν πού τοῦ γέννησε ἡ Σάρρα, Ἰσαάκ. 4Περιέτεμε δέ ὁ Ἀβραάμ τόν Ἰσαάκ τήν ὀγδόη
ἡμέρα, ὅπως διέταξε σ’ αὐτόν, ὁ Θεός. 5Ὁ Ἀβραάμ ἦταν ἑκατό ἐτῶν, ὅταν γεννήθηκε
σ’ αὐτόν ὁ υἱός του Ἰσαάκ. 6Καί εἶπε ἡ Σάρρα: «Ὁ Θεός μέ ἔκανε νά γελάσω· ὅποιος
τό ἀκούσει θά χαρεῖγ μαζί μου». 7Καί εἶπε ἀκόμα:
«Ποιός θἄλεγε στόν Ἀβραάμ ὅτι ἡ Σάρρα θά θήλαζε παιδί;
Καί ὅμως τοῦ γέννησα υἱό στό γῆρας μου».δ
α. «Στό γῆρας του»,
λέει τό Ἑβρ.
β. «Ὁ Θεός»,
λέει τό Ἑβρ.
γ. «Θά γελάει»,
λέει τό Ἑβρ.
δ. «Στό γῆρας του»,
λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
21,1-21: Ὅλη αὐτή ἡ περικοπή ἀναφέρεται
στόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰσμαήλ. Ἄν καί ὁ Ἰσαάκ ἦταν προορισμένος νά συνεχίσει τήν
γραμμή τοῦ Ἀβραάμ, ὅμως καί στόν Ἰσμαήλ ἐπίσης δόθηκε ὑπόσχεση γιά ἕνα μέλλον. 21,1-7: Οἱ τρεῖς παραδόσεις συγχέονται ἐδῶ·
Οἱ στίχ. 1α.2α.7 ἔρχονται συνέχεια τοῦ 18,15 καί εἶναι γιαχβικοί· οἱ στίχ. 2β.5
ἔρχονται συνέχεια τοῦ 17,21 καί εἶναι ἱερατικοί· οἱ στίχ. 1β καί 6 εἶναι ἐλωχιμικοί.
21,6. Πάλι λογοπαίγνιο στό ὄνομα τοῦ
Ἰσαάκ, βλ. σχόλ. εἰς 17,17 καί 18,9-15. Στόν στίχ. μας ἐδῶ ἔχουμε ἕνα γέλωτα
χαρᾶς.
Ἐκδίωξη τῆς Ἄγαρ καί τοῦ Ἰσμαήλ (21,8-21)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Μετά τρία ἤ καί περισσότερα χρόνια ὁ Ἰσαάκ ἀπογαλακτίσθηκε
(στίχ. 8). Ὁ ἀπογαλακτισμός στήν Ἀνατολή ἦταν μιά εὐφρόσυνη οἰκογενειακή ἑορτή
καί γι’ αὐτό ὁ Ἀβραάμ ἔκανε μεγάλο συμπόσιο γιά τόν ἀπογαλακτισμό τοῦ Ἰσαάκ
(στίχ. 8β). Συνέβη ὅμως ἕνα θλιβερό κατά τήν ἑορτή, πού χάλασε τήν χαρούμενη ἀτμόσφαιρά
της: Ὁ Ἰσμαήλ, πού θά ἦταν τότε 16 ἤ 17 ἐτῶν, κατάλαβε ὅτι πλέον δέν ἀνήκει σ’
αὐτόν ἡ κληρονομιά, γιατί εἶναι παιδί δούλης (τῆς Ἄγαρ), ἀλλά ἡ κληρονομιά ἀνήκει
στόν μικρό Ἰσαάκ, τό παιδί τῆς κυρίας, τῆς Σάρρας. Γι’ αὐτό καί ἐφθόνησε τόν Ἰσαάκ
καί τοῦ ἐπιτέθηκε (τό κείμενο λέει ὅτι «ἔπαιξε»
μέ τόν Ἰσαάκ, στίχ. 9, ἀλλά αὐτό τό «ἔπαιξε»
σημαίνει μάλωμα καί κτύπημα). Ἀσφαλῶς αὐτό πλήγωσε καί θύμωσε τήν Σάρρα καί εἶπε
ἀπαιτητικά στόν Ἀβραάμ νά διώξει τήν δούλη Ἄγαρ καί τόν υἱό της ἀπό τήν οἰκία
(στίχ. 9-10). Καί ὁ Ἀβραάμ ἀποφάσισε νά πράξει ἔτσι, ὅπως τοῦ εἶπε ἡ Σάρρα,
γιατί ἔτσι τοῦ εἶπε καί ὁ Θεός νά πράξει (στίχ. 11-12). Ἔπρεπε νά διαφυλαχθεῖ
καθαρή ἡ γενεαλογική του γραμμή, γιατί ἀπ᾽ αὐτήν θά προερχόταν ὁ Μεσσίας. Πέρα,
λοιπόν, ὁ Ἰσμαήλ, γιατί δέν εἶναι αὐτός τό παιδί τῆς ἐπαγγελίας, ἀλλά τό παιδί
μιᾶς σκέτης συνουσίας. – Ἀλλά ὁ Θεός φρόντισε γιά τήν Ἄγαρ καί γιά τό παιδί της
Ἰσμαήλ, γιατί εἶναι καί αὐτῶν Θεός καί Πατέρας. Ἔτσι, καί ὅταν αὐτοί
λιποψύχησαν στήν ξηρή ἔρημο τοῦ διωγμοῦ τους, ὁ Θεός ἔστειλε ἄγγελο γιά νά τούς
τονώσει καί νά τούς δείξει πηγή νεροῦ γιά νά πιοῦν καί νά συνεχίσουν τόν δρόμο
τους (στίχ. 17-19). Καί γιά τόν υἱό τῆς δούλης Ἰσμαήλ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός ὅτι θά
τόν ἀναδείξει σέ μέγα ἔθνος (στίχ. 13), ὅπως καί ἔγινε, γιατί, ὅπως ρητῶς μᾶς
λέει ἡ περικοπή μας, «ἦν ὁ Θεός μετά τοῦ
παιδίου» (στίχ. 20). Δέν ἦταν ὅμως αὐτός ὁ υἱός τῆς ἐπαγγελίας, ἀπό τήν
γενεά τοῦ ὁποίου θά ἔβγαινε ὁ Μεσσίας, γι’ αὐτό ἔπρεπε νά χωρισθεῖ ἀπό τόν Ἰσαάκ.
Στούς τελευταίους δύο στίχους τῆς περικοπῆς μας μᾶς λέγονται τέσσερις
λεπτομέρειες γιά τήν μετέπειτα ζωή τοῦ Ἰσμαήλ: (α) Ὅτι ἡ μητέρα του Ἄγαρ
παρέμεινε συνέχεια κοντά του· (β) ὅτι ἡ συνηθισμένη κατοικία του, αὐτοῦ καί τῶν
ἀπογόνων του, ἦταν ἡ ἔρημος. Καί μάλιστα λέγεται ὅτι κατοίκησε στήν ἔρημο
Φαράν, πρός τό βόρειο μέρος τῆς Πετραίας Ἀραβίας (βλ. 14,6). Δέν κατέφυγε στήν
Αἴγυπτο, οὔτε σέ ἄλλη χαναανιτική πόλη, ἀλλά προτίμησε τήν περιπλάνησή του στήν
ἔρημο, ὅπως συμβαίνει μέχρι σήμερα στίς ἀραβικές φυλές· (γ) ὅτι ἔγινε ἐπιδέξιος
τοξότης καί κατά συνέπεια ἔγινε σπουδαῖος κυνηγός καί (δ) ὅτι ἡ μητέρα του τόν ἐνύμφευσε
μέ μία Αἰγυπτία. Αὐτό ἦταν φυσικό, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ Ἄγαρ ἦταν Αἰγυπτία. Παρά ὅμως
τόν χωρισμό τοῦ Ἰσμαήλ ἀπό τόν Ἀβραάμ, τόν βρίσκουμε πάλι κατόπιν νά διατηρεῖ
σχέσεις μέ τόν Ἰσαάκ (25,9. 28,8.9).
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
21,8Τό παιδί μεγάλωσε καί ἀπογαλακτίσθηκε. Καί ὁ Ἀβραάμ ἔκανε
μεγάλο συμπόσιο τήν ἡμέρα πού ἀπογαλακτίσθηκε ὁ υἱός του Ἰσαάκ. 9Ἀλλά ἡ Σάρρα εἶδε
τόν υἱό τῆς Ἄγαρ τῆς Αἰγυπτίας, πού γέννησε στόν Ἀβραάμ, νά περιγελάει τόν υἱό
της Ἰσαάκ. 10Καί εἶπε στόν Ἀβραάμ: «Διῶξε αὐτή τήν δούλη καί τόν υἱό της· γιατί
δέν θά κληρονομήσει ὁ υἱός τῆς δούλης αὐτῆς μέ τόν υἱό μου Ἰσαάκ». 11Φάνηκε δέ
πολύ σκληρή ἡ πρόταση στόν Ἀβραάμ γιά τόν υἱό του. 12Ἀλλά ὁ Θεός εἶπε στόν Ἀβραάμ:
«Μή σοῦ φαίνεται σκληρή ἡ πρόταση γιά τό παιδί καί τήν δούλη. Ἄκουσε τά λόγια τῆς
Σάρρας κατά πάντα ὅσα σοῦ εἶπε· γιατί ἀπό τόν Ἰσαάκ θά ὑπολογιστοῦν σέ σένα οἱ ἀπόγονοι.
13Ἀλλά καί τόν υἱό τῆς δούλης αὐτῆς θά τόν ἀναδείξω σέ μέγα ἔθνος, ἐπειδή εἶναι
σπέρμα σου». 14Ὁ Ἀβραάμ σηκώθηκε τό πρωί, πῆρε ἄρτους καί ἀσκό ὕδατος καί τά ἔδωσε
στήν Ἄγαρ· ἔβαλε στόν ὦμο της τό παιδί καί τήν ἔδιωξε.
Καί αὐτή ἔφυγε καί περιπλανιόταν στήν ἔρημο, κοντά στό
«Φρέαρ τοῦ ὅρκου». 15Ἀφοῦ δέ τελείωσε τό νερό ἀπό τόν ἀσκό ἔρριξε τό παιδί κάτω
ἀπό ἕνα ἔλατο.ε 16Πῆγε δέ καί κάθισε ἀπέναντί του σέ ἀπόσταση βολῆς τόξου,
«γιατί –εἶπε– δέν ἀντέχω νά δῶ τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ μου». Καί κάθισε ἀπέναντί
του. Φώναξε δέ τό παιδί καί ἔκλαψε.ζ
17Καί ἄκουσε ὁ Θεός τήν φωνή τοῦ παιδιοῦ ἀπό τόν τόπο πού
βρισκόταν·η καί φώναξε ἄγγελος Κυρίουθ τήν Ἄγαρ ἀπό τόν οὐρανό καί τῆς εἶπε:
«Τί σοῦ συμβαίνει Ἄγαρ; Μή φοβᾶσαι· γιατί ἄκουσε ὁ Θεός τήν φωνή τοῦ παιδιοῦ ἀπό
τόν τόπο πού βρίσκεται. 18Σήκω, πάρε τό παιδί καί κράτησέ το μέ τό χέρι σου,
γιατί θά τό ἀναδείξω σέ μέγα ἔθνος». 19Καί ἄνοιξε ὁ Θεός τά μάτια της καί εἶδε ἕνα
φρέαρ μέ δροσερό νερό. Καί πῆγε καί γέμισε τόν ἀσκό μέ νερό καί πότισε τό
παιδί.
20Καί ἦταν ὁ Θεός μέ τό παιδί, τό ὁποῖο μεγάλωσε καί
κατοίκησε στήν ἔρημο καί ἔγινε τοξότης. 21Κατοίκησε δέ στήν ἔρημο Φαράν· καί ἡ
μητέρα του ἔλαβε γι’ αὐτό γυναίκα ἀπό τήν γῆ τῆς Αἰγύπτου.
ε. «Ἑνός θάμνου»,
λέει τό Ἑβρ.
ζ. Κατά τό Ἑβρ.: «Καί
κάθισε ἀπέναντι καί ὕψωσε τήν φωνή της καί ἔκλαψε».
η. Τό «ἐκ τοῦ
τόπου, οὗ ἦν» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
θ. «Ἄγγελος Θεοῦ»,
λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
21,8-21: Ἐάν ἡ διήγηση τῆς
περικοπῆς μας συνεχίζει τήν διήγηση τοῦ κεφ. 16, πρέπει νά ἐπισημάνουμε μία
δυσκολία: Ἀπό τά ἐδάφια 16,16 καί 21,5 συμπεραίνουμε ὅτι ὁ Ἰσμαήλ ἦταν
περισσότερο ἀπό δέκα πέντε ἐτῶν· ἀλλά ἡ διήγησή μας ἐδῶ ὑποθέτει ὅτι ὁ Ἰσμαήλ εἶναι
ἕνα μικρό παιδί, ὀλίγο μεγαλύτερος ἀπό τόν Ἰσαάκ (στίχ. 9), ὅτι φέρεται στόν ὦμο
(στίχ. 14), ὅτι ἀφήνεται κατά γῆς (στίχ. 15), ὅτι κλαίει (στίχ. 16). Ἡ δυσκολία
ἔχει ἐπισημανθεῖ ἀπό παλαιά καί ἀπό Ἰουδαίους ἑρμηνευτές, γι᾿ αὐτό καί
προέβησαν σέ διορθώσεις τοῦ κειμένου· ἔτσι στόν στίχ. 14 δέν διαβάζουν ὅτι ὁ Ἰσμαήλ
φέρεται ἀπό τήν μητέρα του ἐπί τῶν ὤμων της (ἄρα δέν εἶναι μικρός) καί στόν
στίχ. 16 διόρθωσαν ὅτι εἶναι ἡ Ἄγαρ ἡ κλαίουσα καί ὄχι ὁ Ἰσμαήλ. Εἶναι φανερό ὅτι
τό ἐπεισόδιο εἶναι μία Ἐλωχιμική διήγηση παράλληλη στήν Γιαχβική τοῦ κεφ. 16. Οἱ
δύο διηγήσεις συνδέονται σέ ἕνα φρέαρ τῆς ἐρήμου τῆς Βηρσαβεέ καί ἐξηγοῦν τίς
σχέσεις συγγενείας μεταξύ τῶν Ἰσμαηλιτῶν καί τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσαάκ Ἰσραηλιτῶν.
Καί οἱ δύο περικοπές εἶναι πολύ ὡραῖες καί ἡ σύγκρισή τους ἀποκαλύπτει τήν ἴδια
διαφορά σκέψεως καί ὕφους τήν ὑπάρχουσα μεταξύ τῶν περικοπῶν 12,10-20 καί
20,1-18. Ἀπό τήν διαφορά τῶν δύο υἱῶν τοῦ Ἀβραάμ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξάγει εἰς
Γαλ. 4,22-31 τήν ἀλληγορία τῶν δύο Διαθηκῶν. 21,9. Παίζοντα. Ἀκόμη ἕνας ὑπαινιγμός στό ὄνομα Ἰσαάκ, βλ. σχόλ. εἰς
17,17. Τό ἴδιο ρῆμα qjx; («τσαχάκ») σημαίνει «γελῶ» καί «παίζω». –
Μετά Ἰσαάκ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς. Κατά τούς
Ο΄ καί τήν Βουλγάτα. Παραλείπεται ὅμως ἡ φράση στό Ἑβρ. 21,17. Ἐπακήκοε. Ὑπαινιγμός στό ὄνομα Ἰσμαήλ, βλ. σχόλ. εἰς 16,11.
Ἀβραάμ καί Ἀβιμέλεχ στήν Βερσεβά (21,22-34)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Στήν περικοπή μας ἐδῶ ὁ βασιλεύς τῶν Φιλισταίων Ἀβιμέλεχ
ζητᾶ ἀπό τόν Ἀβραάμ μέ εὐγενικό καί ταπεινό τρόπο συμμαχία μαζί του. Τό κάνει αὐτό
γιατί παραδέχεται, ὅπως ὁμολογεῖ, ὅτι ὁ Θεός εὐλογεῖ ὅλα τά ἔργα τοῦ Ἀβραάμ
(στίχ. 22). Μέ τήν συνθήκη αὐτή ὁ Ἀβιμέλεχ θέλει νά συμμετάσχει στήν εὐλογία τοῦ
Ἀβραάμ, γιατί ὁ Θεός θά εὐλογοῦσε αὐτούς πού θά εὐλογοῦσαν τόν Ἀβραάμ, δηλαδή,
τούς φίλους του (Γεν. 12,3. Ἠσ. 2,3. Ζαχ. 8,23). Θέλει δέ ὁ Ἀβιμέλεχ στήν αἴτησή
του γιά συμμαχία μέ τόν Ἀβραάμ νά δώσει δημόσιο καί πολιτικό χρακτήρα, γι’ αὐτό
καί προσλαμβάνει μαζί του ἀξιωματούχους συνοδούς (στίχ. 22). Ὁ Ἀβραάμ δέχεται
τήν πρόταση τοῦ Ἀβιμέλεχ, ἐπωφελεῖται ὅμως τό περιστατικό γιά νά ὑπερασπίσει τό
δίκαιό του, γιατί οἱ ποιμένες τοῦ Ἀβιμέλεχ εἶχαν κατάσχει τά πηγάδια του (στίχ.
25) καί δέν ἄφηναν τά ποίμνιά του νά πιοῦν νερό. Ὁ Ἀβιμέλεχ ζήτησε συγγνώμη γι’
αὐτό πού τοῦ κατήγγειλε ὁ Ἀβραάμ (στίχ. 26) καί ἔτσι ἔχουμε τώρα τό τυπικό τῆς
συμφωνίας (στίχ. 27-32): Ὁ Ἀβραάμ ἔδωσε δῶρα στόν Ἀβιμέλεχ γιά τήν σύναψη τῆς
συμφωνίας (στίχ. 27), ἀλλά ἔδωσε καί ἄλλα ἀκόμη δῶρα – ἑπτά θηλυκά ἀρνιά (στίχ.
28) – γιά νά στερεώσει τά δικαιώματά του στά φρέατα πού εἶχε ἀνοίξει (στίχ.
29-30) καί γιά τά ὁποῖα εἶχε παραπονεθεῖ ὅτι τοῦ τά κατεπάτησαν οἱ ποιμένες τοῦ
Ἀβιμέλεχ (στίχ. 25). Ἡ συμφωνία ἔγινε σέ ἕνα φρέαρ, τό ὁποῖο γι’ αὐτό ὀνόμασαν «φρέαρ ὁρκισμοῦ» (στίχ. 31), «Βεερ-σεβά», ὅπως τό λέει τό Ἑβραϊκό,
λόγω τῶν ἑπτά ἀμνάδων, πού πρόσφερε ἐπί πλέον ὁ Ἀβραάμ. Μετά ἀπό αὐτά μᾶς λέει ἡ
περικοπή μας ὅτι ὁ Ἀβιμέλεχ μέ τήν συνοδία του ἐπέστρεψαν στήν γῆ τῶν
Φιλισταίων (στίχ. 32). Ἄρα ἡ περιοχή ὅπου ἔγινε ἡ συμφωνία καί ὅπου εὑρίσκοντο
τά φρέατα τοῦ Ἀβραάμ ἦταν μέν ἔξω ἀπό τά ὅρια τῶν Φιλισταίων· ἦταν ὅμως ὑπό τήν
ἐπικράτεια τῶν Φιλισταίων. – Ὁ Ἀβραάμ, ἀφοῦ ἔλαβε βεβαία τήν κατοχή γιά τά
φρέατα, ἐφύτευσε ἕνα ἱερό ἄλσος («ἄρουρα»,
στίχ. 33) γύρω ἀπό αὐτά. Γιατί; Γιά νά προσεύχεται κάτω ἀπό τήν σκιά τῶν
δένδρων, σάν τά ὁρατόρια πού ἵδρυσαν μετά οἱ Ἰουδαῖοι στίς ὄχθες τῶν ποταμῶν
(βλ. Πράξ. 16,13)! Ὅτι πραγματικά γιά προσευχή ἤθελε ὁ Ἀβραάμ τό ἄλσος αὐτό
φαίνεται ἀπό αὐτό πού λέει τό κείμενο: «Καί
ἐπεκαλέσατο ἐκεῖ τό ὄνομα Κυρίου, Θεός αἰώνιος» (στίχ. 33β).
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
21,22Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Ἀβιμέλεχ μαζί μέ τόν Ὁχοζάθ, τόν
νυμφαγωγό του,ι καί τόν Φιχόλ, τόν ἀρχιστράτηγο τῶν στρατευμάτων του, εἶπε στόν
Ἀβραάμ: «Ὁ Θεός εἶναι μαζί σου σέ ὅλα ὅσα κάνεις. 23Τώρα, λοιπόν, ὁρκίσου μου
στόν Θεό ὅτι δέν θά φερθεῖς κακῶς σέ μένα, οὔτε στούς ἀπογόνους μου, οὔτε στό ὄνομά
μου.κ Ἀλλά θά δείξεις σέ ἐμένα καί στήν γῆ, στήν ὁποία κατοίκησες, καλωσύνη,
σύμφωνα πρός τήν καλωσύνη πού σοῦ ἔδειξα». 24Καί εἶπε ὁ Ἀβραάμ: «Ὁρκίζομαι».
25Παραπονέθηκε ὅμως ὁ Ἀβραάμ στόν Ἀβιμέλεχ γιά τά φρέατα
νεροῦ, πού εἶχαν κατάσχει οἱ δοῦλοι τοῦ Ἀβιμέλεχ. 26Ὁ δέ Ἀβιμέλεχ ἀπάντησε:
«Δέν ξέρω ποιός σοῦ ἔκανε αὐτό τό πράγμα. Οὔτε ἐσύ μοῦ τό φανέρωσες, οὔτε ἐγώ
τό ἄκουσα (ἀπό ἄλλον), παρά μόνο σήμερα (τό ἀκούω)». 27Τότε ὁ Ἀβραάμ πῆρε
πρόβατα καί μοσχάρια καί τά πρόσφερε στόν Ἀβιμέλεχ καί συνῆψαν καί οἱ δύο
διαθήκη. 28Ὁ Ἀβραάμ τότε ἔβαλε κατά μέρος ἑπτά ἀμνάδες ἀπό τά πρόβατα. 29«Τί
σημαίνουν αὐτές οἱ ἀμνάδες τῶν προβάτων, πού ἔβαλες κατά μέρος;», ρώτησε ὁ Ἀβιμέλεχ
τόν Ἀβραάμ. 30Καί (τοῦ) εἶπε ὁ Ἀβραάμ: «Θά δεχτεῖς αὐτές τίς ἀμνάδες ἀπό μένα,
γιά νά μοῦ χρησιμεύουν ὡς μαρτυρία ὅτι ἐγώ ἔσκαψα τό φρέαρ αὐτό». 31Γι’ αὐτό ὀνόμασε
τόν τόπο ἐκεῖνο «Φρέαρ Ὁρκισμοῦ»,λ γιατί ἐκεῖ ὁρκίστηκαν καί οἱ δύο.
32Καί συνῆψαν διαθήκη στό Φρέαρ τοῦ Ὁρκισμοῦ. Σηκώθηκε δέ
ὁ Ἀβιμέλεχ καί ὁ Ὁχοζάθ, ὁ νυμφαγωγός του, καί ὁ Φιχόλ, ὁ ἀρχιστράτηγος τῶν
στρατευμάτων του, καί ἐπέστρεψαν στήν γῆ τῶν Φιλισταίων. 33Ὁ δέ Ἀβραάμ φύτεψε ἕνα
ἄλσος στό Φρέαρ τοῦ Ὅρκου καί ἐπικαλέστηκε ἐκεῖ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου «Θεός αἰώνιος».
34Κατοίκησε δέ ὁ Ἀβραάμ στήν γῆ τῶν Φιλισταίων γιά πολύ καιρό.
ι. Ἡ φράση «καί Ὁχοζάθ
ὁ νυμφαγωγός αὐτοῦ» λείπει ἀπό τό Ἑβρ. Ὁμοίως στόν στίχ. 32.
κ. «Οὔτε πρός ἐμένα,
οὔτε πρός τόν υἱό μου, οὔτε πρός τούς ἐγγόνους μου», λέει τό Ἑβρ.
λ. Στά Ἑβρ. «Βηρ-σαβεέ».
21,22-34: Ἡ ἐλωχιμική διήγησή
μας ἐδῶ (πλήν τοῦ στίχ. 33), συνδυάζει δύο ἑρμηνεῖες τοῦ ὀνόματος Βεερ-σεβά,
«τό φρέαρ τοῦ Ὅρκου» ἤ τό «φρέαρ τῶν Ἑπτά» (ἀμνάδων)· βλ. ἀκόμη 26,33. 21,22-24. Ἡ πρωτοβουλία τοῦ Ἀβιμέλεχ ἐξηγεῖται
ἀπό τό 20,1-18: Ὁ εἰδωλολάτρης βασιλεύς ἀναγνωρίζει
ὅτι ἡ αἰτία γιά τάς ἐπιτυχίες καί τόν πλοῦτο τοῦ Ἀβραάμ εἶναι ἡ θεία εὐλογία
καί ἐπιθυμεῖ νά στερεώσει μαζί του μία διαθήκη. Ὁ θεόπνευστος συγγραφεύς
θεώρησε αὐτό ὡς μία διαβεβαίωση ἀπό τόν εἰδωλολατρικό κόσμο γιά τήν προνομοιοῦχο
κατάσταση τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Φιχόλ, μνημονευόμενος ἐδῶ καί εἰς τό 26,26, εἶναι
πιθανόν ἕνας Χουρρῖτης (βλ. Cazelles εἰς Vigouroux, Dictionnaire de la Bible, Supplement 7,126). Καί ἐδῶ καί στόν
στίχ. 32 φαίνεται νά ἔχει ἕνα ρόλο παραθεωρημένο. Θεωρεῖται ὡς πιθανόν ὅτι εἰσήχθη
ἐδῶ κατά τήν παράλληλη διήγηση τῆς περικοπῆς 26,26 ἑξ. 21,25-26. Στήν διαφωνία γιά τό φρέαρ, ὁ Ἀβραάμ ἔλαβε τήν
πρωτοβουλία. Ὁ εὐγενικότερος τόνος τῆς προηγουμένης παραγράφου δέν ὑπάρχει
πλέον ἐδῶ· ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε ἕνα συνηθισμένο περιστατικό, τό ὁποῖο
δίνει τήν εὐκαιρία γιά πολλές τοιαῦτες διενέξεις. – Κατά τούς ἑρμηνευτές
φαίνεται ὅτι οἱ στίχ. 25-26.28-30.32α.33-34 ἐνεσωματώθησαν στήν ἐλωχιμική
διήγηση τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀβραάμ, ζητηθέντος ὑπό τοῦ Ἀβιμέλεχ, ὡς μία ἄλλη διήγηση
(γιαχβική), κατά τήν ὁποία ὁ ὅρκος καί ἡ διαθήκη εἶναι τό τέλος μιᾶς διαμάχης
γιά τά πηγάδια. Αἱ ἑπτά ἀμνάδες εἶναι ἕνα εἶδος φόρου γιά τό ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἐκράτησε
τήν ἀναγνώριση τῶν δικαιωμάτων στό φρέαρ. 21,32.
Γῆν Φιλιστιείμ. Ἀναχρονισμός, γιατί οἱ Φιλισταῖοι δέν εἶχαν ἔλθει στήν
Χαναάν μέχρι τήν ἐποχή τῶν Κριτῶν, βλ. 10,14. 26,1. 13,1. βλ. σχόλ. εἰς Ἰησ. Ν.
13,2. 21,33. Πιθανόν γνωστή ὀνομασία
ἀπό τοπική χαναανιτική θεότητα, βλ. καί τήν ὀνομασία El Elyon (Θεός Ὕψιστος) εἰς 14,19-20.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου