Λόγοι Γ΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Μέρος Τέταρτο - Κεφάλαιο 2ον
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Μέρος Τέταρτο - Κεφάλαιο 2ον
Oἱ μαῦρες δυνάμεις τοῦ Σκότους
«Οἱ δαιμονισμένοι ἀντιδροῦν σέ ὁτιδήποτε ἱερό»
«Οἱ δαιμονισμένοι ἀντιδροῦν σέ ὁτιδήποτε ἱερό»
- Γέροντα, πῶς μπορεῖ κανείς νά καταλάβη ἄν κάποιος εἶναι δαιμονισμένος καί ὄχι ψυχοπαθής;
- Αὐτό καί ἕνας ἁπλός γιατρός, εὐλαβής, μπορεῖ νά τό καταλάβη. Ὅσοι πάσχουν ἀπό δαιμόνιο, ὅταν πλησιάσουν σέ κάτι ἱερό, τινάζονται. Ἔτσι φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ἔχουν δαιμόνιο.
Λίγο ἁγιασμό ἄν τούς δώσης ἤ μέ ἅγιο Λείψανο ἄν τούς σταύρωσης, ἀντιδροῦν, ἐπειδή στρυμώχνονται μέσα τούς τά δαιμόνια, ἐνῶ, ἄν ἔχουν ψυχοπάθεια, δέν ἀντιδροῦν καθόλου. Ἀκόμη καί ἐπάνω σου ἄν ἔχης ἕναν σταυρό καί τούς πλησίασης, ἀνησυχοῦν, ταράζονται.
Κάποτε σέ μιά ἀγρυπνία στό Ἅγιον Ὅρος μου εἶπαν οἱ πατέρες ὅτι ἔχουν τόν λογισμό πῶς κάποιος λαϊκός ποῦ ἦταν ἐκεῖ εἶχε δαιμόνιο.
Κάθησα στό διπλανό στασίδι καί ἀκούμπησα ἐπάνω του τόν σταυρό μου ποῦ ἔχει Τίμιο Ξύλο. Τινάχθηκε ἐπάνω· σηκώθηκε καί πῆγε στήν ἄλλη μεριά. Ὅταν ἔφυγε λίγο ὁ κόσμος, πῆγα μέ τρόπο δίπλα του. Πάλι τά ἴδια. Κατάλαβα ὅτι πράγματι εἶχε δαιμόνιο.
Ὅταν μου φέρνουν στό Καλύβι παιδάκια καί μοῦ λένε ὅτι ἔχουν δαιμόνιο, γιά νά διαπιστώσω ἄν εἶναι δαιμονισμένα, μερικές φορές παίρνω ἕνα τεμάχιο ἁγίου Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου καί τό κρύβω στήν χούφτα μου. Καί νά δῆτε, ἐνῶ ἔχω κλειστά καί τά δυό χέρια μου, τό παιδάκι, ἄν ἔχη δαιμόνιο, κοιτάζει φοβισμένο τό χέρι μέ τό ὅποιο κρατῶ τό ἅγιο Λείψανο.
Ἄν ὅμως δέν ἔχη δαιμόνιο, ἄλλα λ.χ. κάποια ἀρρώστια ἐγκεφαλική, δέν ἀντιδρᾶ καθόλου. Ἄλλοτε πάλι τούς δίνω νερό στό ὁποῖο προηγουμένως ἔχω βουτήξει τεμάχιο ἅγιου Λειψάνου, ἀλλά, ἄν ἔχουν δαιμόνιο, δέν τό πίνουν ἀπομακρύνονται.
Σέ ἕνα δαιμονισμένο παιδάκι ἔδωσα μιά φορά νά φάη πρῶτα γλυκά, γιά νά διψάση πολύ, καί μετά τοῦ ἔφερα ἀπό αὐτό τό νερό. «Στόν Γιαννάκη, εἶπα, θά δώσω πιό καλό νερό». Μόλις ἤπιε λίγο, ἄρχισε νά φωνάζη: «Αὐτό τό νερό μέ καίει. Τί ἔχει μέσα;». «Τίποτε», τοῦ λέω. «Τί μέ κάνεις; μέ καίει», φώναζε.«Δέν καίει ἐσένα· κάποιον ἄλλον καίει», τοῦ λέω. Τόν σταύρωνα στό κεφάλι, καί τινάζονταν τά χέρια, τά πόδια του... Ἔπαθε δαιμονική κρίση.
Τό δαιμόνιο τό ἔκανε ἕνα κουβάρι. Θυμάστε κι ἐκεῖνον τόν φοιτητή ποῦ εἶχε ἔρθει ἐδῶ παλιά; «Ἔχω μέσα μου δαιμόνιο, μοῦ ἔλεγε, καί μέ τυραννάει πολύ. Περνάω μαρτύριο ἀπό τόν δαίμονα, γιατί μέ ἀναγκάζει νά λέω καί αἰσχρά. Ἔχω φθάσει σέ ἀπελπισία. Αἰσθάνομαι νά μέ πιέζη μέσα μου, νά μέ σφίγγη πότε ἐδῶ, πότε ἐκεῖ», καί ὁ καημένος ἔδειχνε τήν κοιλιά του, τό στῆθος, τά πλευρά, τά χέρια. Ἐπειδή ἦταν πολύ εὐαίσθητος, γιά νά μήν τόν πληγώσω καί γιά νά τόν παρηγορήσω, τοῦ εἶπα: «Κοίταξε, δέν ἔχεις μέσα σου δαιμόνιο· μιά ἐξωτερική δαιμονική ἐπίδραση εἶναι ἐπάνω σου».
Ὅταν πήγαμε στήν ἐκκλησία, εἶπα στίς ἀδελφές ποῦ ἦταν ἐκεῖ νά κάνουν εὐχή γιά τό δυστυχισμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ, κι ἐγώ πῆρα ἀπό τό Ἱερό ἕνα τεμάχιο ἁγίου Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, τόν πλησίασα καί τόν ξαναρώτησα: «Σέ ποιό σημεῖο σέ πιέζει καί σέ βασανίζει ὁ δαίμονας; Ποῦ νομίζεις ὅτι βρίσκεται;».
Μοῦ ἔδειξε τότε τά πλευρά του. «Ποῦ, ἐδῶ;», τόν ρώτησα καί ἀκούμπησα ἐπάνω τήν χούφτα μου μέ τό ἅγιο Λείψανο. Βγάζει ἀμέσως ἕνα οὐρλιαχτό! «Μ' ἔκαψες, μ' ἔκαψες! Δέν φεύγω...ω...ὤ! Δέν φεύγω!». Φώναζε, ἔβριζε, ἔλεγε αἰσχρά. Τότε ἄρχισα μέσα μου νά λέω: Κύριε Ἴησου Χριστέ, Κύριε Ἴησου Χριστέ, δίωξε τό ἀκάθαρτο πνεῦμα ἀπό τό πλάσμα Σου καί νά τόν σταυρώνω μέ τό ἱερό Λείψανο.
Αὐτό γινόταν ἐπί εἴκοσι λεπτά. Ὕστερα ὁ δαίμονας τόν σπάραξε, τόν ἔρριξε κάτω. Ἔκανε τοῦμπες. Τό κουστούμι τοῦ ἔγινε μέσ' στίς σκόνες. Τόν σηκώσαμε ὄρθιο. Ἔτρεμε ὁλόκληρος καί ἔκανε ἔντονες σπασμωδικές κινήσεις. Πιάσθηκε ἀπό τό τέμπλο, γιά νά στηριχτεῖ. Ἀπό τά χέρια τοῦ ἔτρεχε κρύος ἱδρώτας, ὅπως εἶναι ἡ δροσιά στά χορτάρια. Σέ λίγο ἔφυγε ὁ δαίμονας καί ἠρέμησε. Ἔγινε καλά καί τώρα εἶναι μιά χαρά.
«Μή δίνετε σημασία στά λόγια τοῦ δαιμονισμένου»
- Γέροντα, τί πρέπει νά προσεχῆ κανείς, ὅταν συζητᾶ μέ ἕναν δαιμονισμένο;
- Νά λέη τήν εὐχή καί νά τοῦ φέρεται μέ καλωσύνη.
- Γέροντα, θυμοῦνται οἱ δαιμονισμένοι τί λένε πάνω στήν κρίση τους;
- Ἄλλα τά θυμοῦνται καί ἄλλα δέν τά θυμοῦνται. Δέν ξέρουμε πῶς ἐργάζεται ὁ Θεός. Μερικές φορές ἐπιτρέπει νά τά θυμοῦνται, γιά νά ταπεινωθοῦν καί νά μετανοήσουν.
Καί ὅταν ζητάη κάτι ὁ δαιμονισμένος, δέν εἶναι εὔκολο νά καταλάβη κανείς πότε αὐτό εἶναι ἀπό τόν διάβολο καί πότε τό ἔχει ἀνάγκη ὁ ἴδιος. Εἶχα συναντήσει κάπου μιά δαιμονισμένη κοπέλα. Αὐτή εἶχε διαβάσει Καζαντζάκη καί πίστευε κάτι βλάσφημα πράγματα μέ ἀποτέλεσμα νά δαιμονισθῆ.
Ξαφνικά τήν ἐπίασε τό δαιμόνιο καί ἔβαλε κάτι φωνές! «Καίγομαι, καίγομαι!». Οἱ δικοί της τήν κρατοῦσαν, γιά νά τήν σταυρώσω.
Μετά φώναζε: «Νερό, νερό!». Λέω:«Φέρτε τῆς νερό». «Ὄχι, ὄχι, μοῦ λένε, γιατί μᾶς εἶπε κάποιος νά μήν κάνουμε ὑπακοή στόν διάβολο». «Τώρα, λέω, ἡ καημένη διψάει. Φέρτε νερό». Καταλάβαινα πότε ἦταν τό κάψιμο ἀπό τόν διάβολο καί πότε ἦταν ἀπό δίψα. Ἤπιε ἡ καημένη κάνα-δυό ποτήρια νερό. «Κάρβουνα, ἔλεγε, ἔχω μέσα μου, τόσο κάψιμο νιώθω. Καί ἕναν κουβά νερό νά ἔπινα, δέν θά ἔσβηνε μέσα μου ἤ φωτιά». Τέτοιο κάψιμο ἔνιωθε!
-Ὅταν, Γέροντα, φωνάζη ἕνας δαιμονισμένος, πῶς καταλαβαίνουμε πότε μιλάει ὁ διάβολος μέσω τοῦ ἄνθρωπου καί πότε ὁ ἄνθρωπος;
- Ὅταν μιλάη ὁ διάβολος, τά χείλη δέν κινοῦνται κανονικά· κινοῦνται σάν μηχανή. Ἐνῶ, ὅταν μιλάη ὅ ἄνθρωπος, κινοῦνται φυσιολογικά. Ὅταν φωνάζη ἕνας δαιμονισμένος, τήν ὥρα ποῦ τοῦ διαβάζουν ἐξορκισμούς ἤ οἱ ἄλλοι εὔχονται γι' αὐτόν, ἄλλοτε ἡ ἴδια ἡ ψυχή βασανίζεται καί λέει λ.χ. στόν διάβολο: «φύγε, τί κάθεσαι;» καί ἄλλοτε ὁ διάβολος βρίζει τόν ἄνθρωπο ἤ τόν ἱερέα ἤ βλασφημάει τόν Χριστό, τήν Παναγία, τούς Ἅγιους. Ἄλλοτε λέει ψέματα ἤ ἄλλοτε πιέζεται ἀπό τήν δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ νά πῆ τήν ἀλήθεια.
Μερικές φορές πάλι ὁ δαιμονισμένος λέει δικά του ἀπό τά πνευματικά ποῦ ἔχει διαβάσει κ.λπ. Τί νά πῶ; Μπερδεμένα πράγματα. Γι' αὐτό, ὅταν συζητᾶτε μαζί του, νά προσέχετε πολύ. Μή δίνετε σημασία στά λόγια του. Μπορεῖ νά λέη λ.χ. «μέ καῖς». Ἄν πράγματι τόν καῖς καί πῆς «τόν καίω», κάηκες. Ἄν δέν τόν καῖς καί πιστέψης ὅτι τόν καῖς, κάηκες δυό φορές. Ἤ μπορεῖ νά φωνάζη «βρωμιάρες» καί σέ μιά νά πῆ: «Ἐσύ εἶσαι καθαρή». Ἄν ἐκείνη τό πιστέψη, πάει, χάθηκε. Γι' αὐτό μήν κάνετε πειράματα μέ τόν διάβολο.
Σέ ἕνα μοναστήρι πῆγαν ἕναν δαιμονισμένο καί ὁ ἡγούμενος εἶπε στούς πατέρες νά πᾶνε στήν ἐκκλησία νά κάνουν κομποσχοίνι. Εἶχαν ἐκεί καί τήν κάρα τοῦ Ἁγίου Παρθενίου1, ἐπισκόπου Λαμψάκου, καί τό δαιμόνιο στρυμώχθηκε πολύ. Συγχρόνως, ὁ ἡγούμενος ἀνέθεσε καί σέ ἕναν ἱερομόναχο νά διάβαση στόν δαιμονισμένο ἐξορκισμούς.
Ὁ ἱερομόναχος αὐτός ἦταν εὐλαβής μέν ἐξωτερικά, ἀλλά ἐσωτερικά εἶχε κρυφή ὑπερηφάνεια. Ἦταν ἀγωνιστής καί τυπικός σέ ὅλα. Νουθετοῦσε πνευματικά τους ἄλλους, γιατί ἦταν καί λόγιος. Ὁ ἲδιος ὅμως δέν βοηθιόταν ἀπό κανέναν, γιατί οἱ ἄλλοι, ἀπό σεβασμό, ὅταν τόν ἔβλεπαν νά κάνη κάτι στραβό, δίσταζαν νά τοῦ τό ποῦν.
Εἶχε δημιουργήσει ψευδαισθήσεις στόν ἑαυτό του ὅτι εἶναι ὁ πιό ἐνάρετός της μονῆς κ.λπ. Ὁ πονηρός βρῆκε εὐκαιρία ἐκείνη τήν ἡμέρα νά τοῦ κάνη κακό. Ἔβαλε τήν πονηριά του, γιά νά τοῦ δώση τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτός διώχνει τό δαιμόνιο ἀπό τόν δαιμονισμένο.
Μόλις λοιπόν ἄρχισε νά διαβάζη τούς ἐξορκισμούς, ἄρχισε τό δαιμόνιο νά φωνάζη: «καίγομαι! ποῦ μέ διώχνεις, ἄσπλαχνε;», ὁπότε νόμισε ὅτι καίγεται ἀπό τόν δικό του ἐξορκισμό - ἐνῶ ὁ δαίμονας ζοριζόταν, γιατί προσεύχονταν καί οἱ ἄλλοι πατέρες -, καί ἀπάντησε στόν δαίμονα: «Νά ἔρθης σ' ἐμένα».
Τό εἶχε πεῖ αὐτό ὁ Ἅγιος Παρθένιος σέ ἕνα δαιμόνιο, ἄλλα ἐκεῖνος ἦταν ἅγιος. Μιά φορά δηλαδή ποῦ ἕνα δαιμόνιο φώναζε: «καίγομαι, καίγομαι, ποῦ νά πάω;», ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε: «Ἔλα σ' ἐμένα». Τότε τό δαιμόνιο εἶπε στόν Ἅγιο: «καί μόνον τό ὄνομά σου μέ καίει, Παρθένιε!», καί ἔφυγε ἀπό τόν δαιμονισμένο ποῦ ταλαιπωροῦσε.
Πῆγε καί αὐτός νά κάνη τόν Ἅγιο Παρθένιο καί δαιμονίσθηκε. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή τόν ἐξουσίαζε πιά ὁ δαίμονας. Χρόνια ὁλόκληρα βασανιζόταν καί δέν μποροῦσε νά ἀναπαυθῆ πουθενά. Συνέχεια γύριζε, πότε ἔξω στόν κόσμο καί πότε μέσα στό Ἅγιον Ὅρος. Τί τράβηξε ὁ καημένος!
Τοῦ εἶχε δημιουργήσει αὐτή ἡ κατάσταση ψυχική κούραση καί σωματική κόπωση μέ τρεμούλα. Καί νά δῆτε, ἐνῶ ἦταν καλός παπάς, δέν μποροῦσε μετά νά λειτουργήση[2]. Βλέπετε τί κάνει ὁ διάβολος;
- Γέροντα, ἔχει κάποια σχέση ὁ καφές μέ τίς ἀντιδράσεις ἑνός δαιμονισμένου;
- Ὅταν τό νευρικό σύστημα εἶναι ταραγμένο καί πιῆ κανείς πολλούς καφέδες, κλονίζονται τά νεῦρα καί τό ταγκαλάκι ἐκμεταλλεύεται αὐτήν τήν κατάσταση. Δέν εἶναι ὅτι ὁ καφές εἶναι κάτι δαιμονικό. Χρησιμοποιεῖ τό ταγκαλάκι τήν ἐπίδρασή του στά νεῦρα, καί ὁ δαιμονισμένος ἀντιδράει χειρότερα.
_______________
1. Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στίς 7 Φεβρουαρίου.
2. Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορείται Πατέρες καί Ἁγιορείτικα, σ. 96-97.
Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 195-200 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Γ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου