Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἕνας πνευματικός ὀργανισμός στόν ὁποῖο Κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός. Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει μία κοινή πίστη, μία κοινή καθολική συνείδηση, πού ὁδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Αὐτή ἡ καθολική συνείδηση εἶναι πάντοτε στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἐκφράζεται κατά τρόπο περισσότερο καθορισμένο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Κατά τόν 37ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δηλαδή ἀπό τήν ἀρχαία Ἐκκλησία, δυό φορές τό ἔτος πρέπει νά γίνονται τοπικές Σύνοδοι τῶν διαφόρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.1
Ὁμοίως συχνά στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας γίνονταν Σύνοδοι περιφερειακῶν ἐπισκόπων, πού ἀντιπροσώπευαν μιά εὐρύτερη περιοχή ἀπό τήν περιοχή μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, καί ἀκόμη γίνονται Σύνοδοι Ἐπισκόπων ὅλης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς.
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι διατυπώνουν μέ ἀκρίβεια ὁρισμένες θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης ὑπερασπίζοντας τήν παλαιά διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν διαστροφῶν τῶν αἱρετικῶν.
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐπίσης διατυπώνουν ὁρισμένους Νόμους καί Κανόνες πού ρυθμίζουν τήν δημόσια καί ἰδιωτική χριστιανική ζωή, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται Ἐκκλησιαστικοί Κανόνες καί ἀπαιτεῖται ἀπό ὅλους τούς πιστούς ἡ ὑπακοή σ᾽ αὐτούς. Τέλος, οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐπιβεβαίωσαν διατάγματα ὁρισμένων Τοπικῶν Συνόδων καί ἐπίσης τίς δογματικές ἐκθέσεις πού συνέταξαν, ὁρισμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γιά παράδειγμα τήν Ἔκθεση τῆς πίστεως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, Ἐπισκόπου Νεοκαισαρείας,2 τούς Κανόνες τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου3 καί ἄλλων Πατέρων.
Ὅταν στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας συνέβαινε Σύνοδοι Ἐπισκόπων νά ἐκφράζουν αἱρετικές δοξασίες στίς ἀποφάσεις τους, τότε ἡ καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ταρασσόταν καί δέν ἠρεμοῦσε μέχρις ὅτου στερεωνόταν πάλι ἡ ὀρθόδοξη ἀλήθεια διά μέσου ἄλλης Συνόδου. Δέν πρέπει δέ νά λησμονοῦμε ὅτι οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν τίς δογματικές διατάξεις τους μετά ἀπό προσεκτική καί πλήρη ἐξέταση ὅλων τῶν χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῶν σχετικῶν μέ τό θιγόμενο θέμα καί ὅτι ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσε ἡ οἰκουμενική Ἐκκλησία στά χωρία αὐτά, αὐτή εἶναι ἡ σωστή ἑρμηνεία τους. Ἔτσι οἱ διατάξεις τῶν Συνόδων οἱ σχετικές μέ τήν πίστη ἐκφράζουν τήν ἁρμονία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς καθολικῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο οἱ διατάξεις αὐτές ἔγιναν αὐθεντικές, ἀπαραβίαστες, ἔγιναν ἡ οἰκουμενική καί ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πού στηρίζεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἀποστολική Παράδοση.
Πολλές ἀλήθειες τῆς πίστης μας εἶναι τόσο σαφεῖς ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὥστε δέν μποροῦν νά παρερμηνευθοῦν ἀπό τούς αἱρετικούς• ἔτσι σχετικά μέ τίς ἀλήθειες αὐτές δέν ἔχουμε εἰδικές διατάξεις τῶν Συνόδων. Ἄλλες ὅμως ἀλήθειες, πού τά σχετικά μέ αὐτές χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιδέχονται παρερμηνεῖες ἀπό τούς αἱρετικούς, στερεώνονται ἀπό τίς Συνόδους.
Ὅλες οἱ δογματικές διατάξεις τῶν Συνόδων, ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἀναγνωρίζουν ὡς πρωταρχικό καί θεμελιῶδες τό Σύμβολο πίστεως τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως4 καί ἀπαγορεύουν ὁποιαδήποτε ἀλλαγή σ᾽ αὐτό, ὄχι μόνο ἀλλαγή στίς ἰδέες, ἀλλά καί στά λόγια, εἴτε προσθέτοντας εἴτε ἀφαιρώντας (διάταξη τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἐπαναλήφθηκε ἀπό τήν Δ´, Ε´, ΣΤ´ καί Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο).
Οἱ ἀποφάσεις οἱ σχετικές μέ τήν πίστη τοπικῶν Συνόδων ἤ μερικές ἐκθέσεις ἁγίων Πατέρων, πού γίνονται παραδεκτές ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀριθμοῦνται στόν δεύτερο Κανόνα τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (τῆς ἐν Τρούλλῳ).5
Στήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία Δόγματα εἶναι οἱ ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, οἱ ἀλήθειες τῆς πίστης μας καί Κανόνες εἶναι οἱ ἐντολές οἱ σχετικές μέ τήν ἐκκλησιαστική τάξη καί διοίκηση, μέ τίς ὑποχρεώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καί κάθε χριστιανοῦ, πού προέρχονται ἀπό τήν εὐαγγελική καί ἀποστολική διδασκαλία. Γιά τήν ἔννοια τῆς λ. «Κανόνας» βλ. ὑποσ. 9, του 3ου δογμ. μαθήματος.
Σέ θέματα πίστης, γιά τήν ὀρθή ἔννοια τῶν ἁγίων Γραφῶν καί γιά νά διακρίνουμε τήν αὐθεντική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ψευδεῖς διδασκαλίες, ἐπικαλούμαστε τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί παραδεχόμαστε ὅτι ἡ ὁμοφωνία ὅλων τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας στήν διδασκαλία τῆς πίστης μας εἶναι ἕνα ἀναμφίβολο σημεῖο τῆς ἀλήθειάς της. Οἱ φιλόσοφοι ἔστησαν «πύργο Βαβέλ», γιατί οἱ ἰδέες τους προκαλοῦν σύγχυση. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔστησαν πύργο ὁμοφωνίας! Ἐνῶ ὑπῆρξαν ποικίλοι στούς τρόπους, ὅμως βίωναν ὅλοι καί κήρυτταν τήν ἴδια πίστη. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπεράσπισαν τήν ἀλήθεια τῆς πίστης μας μέ σθένος πολύ, μή φοβούμενοι οὔτε τίς ἀπειλές, οὔτε τούς διωγμούς, οὔτε καί αὐτόν τόν θάνατο.
Μελετώντας τά ἱερά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας μαθαίνουμε τά δόγματα τῆς πίστης μας μέ τίς μαρτυρίες μάλιστα γι᾽ αὐτά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή• καί ἀκόμη ἀπό τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων μαθαίνουμε τήν ἠθική διδασκαλία τῶν δογμάτων, τό πῶς θά μπορέσουμε νά βιώσουμε τά δόγματα στήν ζωή μας. Χρειάζεται ὅμως προσοχή σέ μερικές προσωπικές γνῶμες τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας σέ θέματα πού δέν ἔχουν καθοριστεῖ ἀκριβῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία. Οἱ γνῶμες αὐτές δέν πρέπει νά συγχέονται μέ τά δόγματα, κατά τήν ἀκριβῆ ἔννοια τῆς λέξης• δέν ἀναγνωρίστηκαν ὡς πλήρως σύμφωνες μέ τήν γενική καθολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί γι᾽ αὐτό δέν ἔχουν πλήρη αὐθεντικότητα.6
Ἡ καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας, σ᾽ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν διδασκαλία τῆς πίστη μας, ἐκφράζεται ἐπίσης στήν ὀρθόδοξη λατρεία μας καί εἶναι καταγραμμένη στά λειτουργικά μας βιβλία. Ὅποιος διαβάζει καί κατανοεῖ τά βιβλία αὐτά γνωρίζει, πραγματικά, τήν ὀρθόδοξη πίστη μας. Οἱ συνθέτες καί ποιητές τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν μεγάλοι θεολόγοι, ἦταν θεοφόροι ἄνθρωποι. Γιά παράδειγμα ἀναφέρουμε τήν «Παρακλητική» ἤ «Ὀκτώηχο», τό πιό σπουδαῖο βιβλίο τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας μας. Τό βιβλίο αὐτό εἶναι κυρίως ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἁγίου πατέρα τοῦ 8ου αἰώνα, πού ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξη θεολογία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία μας ἐκφράζει πολύ πιστά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί σέ δογματικά καί σέ ἠθικά θέματα. Αὐτό ἐκφράζεται καθαρά στό παρακάτω Κοντάκιο τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγίων τριακοσίων δέκα ὀκτώ θεοφόρων Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τῶν Ἀποστόλων τό κήρυγμα καί τῶν Πατέρων τά δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ, μίαν τήν πίστιν ἐσφράγισαν• ἥ καί χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τόν ὑφαντόν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καί δοξάζει τῆς εὐσεβείας τό μέγα μυστήριον».
«Σύμβολα» στήν Ἐκκλησία μας καλοῦνται κείμενα, πού ἔχουν διατυπωμένους τούς ὅρους τῆς πίστης μας ἤ καί σημεῖα πού παριστάνουν κάποια ἀλήθεια τῆς πίστης, ὅπως ὁ ἰχθύς (Ἰησοῦς Χριστός Θεοῦ Υἱός Σωτήρ), ὁ Σταυρός κ.ἄ.
Γενικά ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία μας δέν ἔχει συμβολικά βιβλία, πού νά συντάχθηκαν ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο ἤ ἀπό Πατέρες, ἔχουμε ὅμως τά ἑξῆς Σύμβολα:
α) Τό Ἀποστολικό Σύμβολο, πού λέγεται ἔτσι γιατί ἔχει ἀποστολικό περιεχόμενο, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἰεροσολύμων,7 καί ὄχι γιατί συντάχθηκε ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ὅπως πιστευόταν παλαιότερα ἀπό λανθασμένη πληροφορία τοῦ Ρουφίνου. Κατά τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας (βλ. Ματθ. 28,19) ὅσοι ἐδέχοντο τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ἔπρεπε νά βαπτίζονται εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, ἡ ἀνάγκη ἀπό τήν ἀρχή νά γίνει μιά σύντομη ὁμολογία πίστης, πού θά περιελάμβανε τίς γενικώτερες ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ περί Ἁγίας Τριάδος καί Ἐκκλησίας. Ἡ ὁμολογία αὐτή σιγά-σιγά δεχόταν διάφορες προσθῆκες γιά μιά πληρέστερη ἔκθεση, ἀλλά κυρίως γιά τήν ἀντίκρουση τῶν ἀναφανεισῶν αἱρέσεων. Πάντως τό Ἀποστολικό Σύμβολο συντάχθηκε πρό τοῦ 200 π.Χ. καί ἡ ἀρχαιότερη μορφή του πρέπει νά ἀναζητηθεῖ στούς ἀποστολικούς χρόνους, σύμφωνα καί μέ τό ἀποστολικό χωρίο: «Ὡμολόγησας τήν καλήν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων» (Α´ Τιμ. 6,12).
β) Τό Σύμβολο τῆς Νικαίας καί Κωνσταντινουπόλεως, τό λεγόμενο «Σύμβολο τῆς Πίστεως» ἤ κοινῶς «Πιστεύω». Ἀποτελεῖται ἀπό δώδεκα ἄρθρα, ἀπό τά ὁποῖα τά μέν πρῶτα ἑπτά θεσπίστηκαν ἀπό τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας (325 μ.Χ.) καί τά ὑπόλοιπα πέντε ἀπό τήν Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη (381 μ.Χ.). Δέν πρόκειται γιά δύο διαχωρισμένα μεταξύ τους σύμβολα, ἀλλά γιά ἕνα ἑνιαῖο σύμβολο, τό ὁποῖο ἐξέδωσε ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐνῶ ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος τό ἀνέπτυξε πλατύτερα, γιατί ἐν τῷ μεταξύ ἐμφανίστηκαν νέες αἱρέσεις καί χρειαζόταν ἕνα περισσότερο ἄρτιο δογματικό σύμβολο.
γ) Τό Σύμβολο τοῦ Ἀθανασίου. Ἔτσι καλεῖται μιά ἐκτενής ὁμολογία στήν Ἁγία Τριάδα, πού συντάχθηκε ἀπό τόν Πατέρα τῆς Ὀρθοδοξίας Ἀθανάσιο γιά βεβαίωση τῆς ὀρθοδοξίας του καί δόθηκε στόν ἐπίσκοπο Ρώμης Ἰούλιο κατά τήν πρώτη ἤ δεύτερη ἐξορία του στήν Δύση. Σήμερα ὅμως πιστεύεται ὅτι ἡ ὁμολογία αὐτή δέν εἶναι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, γιατί ποτέ αὐτός δέν ἔλαβε ἀφορμή νά συντάξει αὐτήν• ἀντίθετα ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος στόν τόμο του πρός Ἀντιοχεῖς λέει ὅτι μετά τόν καθορισμό τῆς ἐν Νικαίᾳ πίστεως κάθε ἄλλο σύμβολο εἶναι περιττό καί ἐπιβλαβές. Τό Σύμβολο αὐτό ἐμφανίστηκε κατά πρῶτον τόν 5ο αἰώνα χωρίς νά γνωρίζουμε ποιός εἶναι ὁ συντάκτης του.
Γενικές ἑρμηνεῖες τοῦ Συμβόλου τῆς πίστης μας καί ὅλης τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκει κανείς στίς ἑρμηνεῖες τῶν Κανόνων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Κανόνων τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο (Πηδάλιο) καί στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ἡ θεολογία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ὡς συμβολικά βιβλία δυό ἐκθέσεις τῆς πίστης πού προεκλήθησαν ἀπό τήν ἀνάγκη νά παρουσιαστεῖ ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία κατά τῆς διδασκαλίας τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁμολογιῶν τῆς δεύτερης χιλιετηρίδας. Τά βιβλία αὐτά εἶναι:
Ἡ Ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ Δοσιθέου, Πατριάρχου Ἰεροσολύμων, ἡ ὁποία διαβάστηκε καί ἐπιδοκιμάστηκε στήν Σύνοδο τῆς Ἰερουσαλήμ τό 1672. Πέντε χρόνια ἀργότερα ἡ Ὁμολογία αὐτή στάλθηκε ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ὡς ἀπάντηση εἰς ἐρώτημα τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας, καί εἶναι, λοιπόν, ἡ Ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ Δοσιθέου εὐρύτερα γνωστή μέ τό ὄνομα «Ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς περί τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως».
Σ᾽ αὐτήν τήν κατηγορία ἐπίσης περιλαμβάνεται καί ἡ Ὀρθόδοξη ὁμολογία τοῦ Πέτρου Μογίλα, Μητροπολίτου Κιέβου, ἡ ὁποία ἐξετάστηκε καί διορθώθηκε σέ δύο τοπικές Συνόδους, τοῦ Κιέβου τό 1640 καί στήν Σύνοδο τοῦ Ἰασίου τό 1643 καί ἔπειτα ἐγκρίθηκε ἀπό τέσσερις οἰκουμενικούς Πατριάρχες καί τούς Ρώσους Πατριάρχες Ἰωακείμ καί Ἀνδριανό.
Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Κατήχηση τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, ἐκδοθεῖσα τό 1870, ἀπολαμβάνει τήν ἴδια τιμή στήν Ρωσική Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα τό τμῆμα πού περιέχει τήν ἔκθεση τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως. Ἡ Κατήχηση αὐτή ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων καί δημοσιεύτηκε γιά διδασκαλία στά Σχολεῖα καί γιά μελέτη ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς.8
ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ
Μία διεξοδική ἔκθεση ὅλης τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας γιά τήν πίστη μας τήν λέμε «Σύστημα δογματικῆς θεολογίας», ἤ ἁπλῶς «Δογματική». Ἕνα πλῆρες τέτοιο δογματικό σύστημα, πολύ ἀξιόλογο γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία μας, γράφτηκε τόν 8ο αἰώνα ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό μέ τόν τίτλο «Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». Σ᾽ αὐτό τό ἔργο, μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός συνέλεξε ὅλη τήν θεολογική σκέψη τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας μέχρι τόν 8ο αἰώνα.
Στήν πατρίδα μας ἔχουμε μεταξύ τῶν ἄλλων τίς ἑξῆς σπουδαῖες Δογματικές: α) Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χρήστου Ἀνδρούτσου (Ἀθῆναι 1903), β) Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα (σέ τρεῖς τόμους. Ἀθῆναι 1959) γ) Δογματική καί Συμβολική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου (σέ δυό τόμους. Θεσσαλονίκη 1983). Ὁμοίως δύο τόμοι Δογματικῆς Διδασκαλίας τοῦ ἰδίου μακαριστοῦ πατρός, μεγάλου (τοῦ μεγαλυτέρου ἴσως) θεολόγου τοῦ 20ου αἰ., ἐκδοθέντες ὑπό τοῦ λογίου Ἐπισκόπου, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου μέ ἰδική Του (τοῦ Σεβασμιωτάτου) σύνθεση καί σύνταξη, ε) Δογματική καί Συμβολική θεολογία τοῦ Νίκου Ματσούκα (σέ δυό τόμους. Θεσσαλονίκη 1985) καί ἄλλα δογματικά ἐγχειρίδια.
Ἐπίσης καί στά παλαιότερα καί στά νεώτερα χρόνια ἐκτός ἀπό τά γενικά συγγράμματα Δογματικῶν ἔχουν γραφεῖ ἀξιόλογες ἐργασίες σέ ἐπί μέρους κεφάλαια καί θέματα τῆς Δογματικῆς. Ἀπ᾽ αὐτές σημειώνουμε ἰδιαίτερα τίς ἐργασίες τοῦ Χ. Ἀνδρούτσου,9 τοῦ Ι. Καρμίρη,10 τοῦ πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδου11 καί τοῦ Μ. Φαράντου.12
Ἀπό τούς Ρώσους θεολόγους τά σπουδαιότερα ἔργα δογματικῆς θεολογίας ἔγραψαν τόν δέκατο ἔνατο αἰώνα οἱ: Μακάριος, Μητροπολίτης Μόσχας (Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία• μεταφράστηκε στήν Γαλλική σέ δύο τόμους)• Φιλάρετος, Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Chernigon (Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, σέ δυό μέρη)• Σίλβεστρος, Ἐπίσκοπος καί πρύτανις τῆς θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Κιέβου (Δοκίμιο στήν Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, μέ ἱστορική ἔκθεση τοῦ Δόγματος, σέ πέντε τόμους) Νικόλαος, Πρωτοπρεσβύτερος Μαλινόφσκυ (᾽Ορθόδοξη Δογματική Θεολογία, σέ τέσσερις τόμους καί ἕνα ἐγχειρίδιό της σέ δυό μέρη) καί ὁ Ρ. Σβιέτλωβ, Πρωτοπρεσβύτερος (Ἡ χριστιανική διδασκαλία τῆς πίστης, μιά ἀπολογητική ἔκθεση).13
Ἡ δογματική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει σκοπό νά στερεώσει στήν συνείδηση τῶν πιστῶν τίς ἀλήθειες τῆς πίστης μας, πού ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὁμολογήσει ἀπό τήν ἀρχή. Καί κατά πρῶτον ἡ δογματική θεολογία ἔργο ἔχει νά διατυπώσει ἀκριβῶς ὀρθόδοξα τίς ἀλήθειες αὐτές τῆς πίστης μας, δηλαδή νά διατυπώσει τά δόγματα• ἔπειτα δέ νά ἀναφέρει ποῦ στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἱερή Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας στηρίζονται οἱ ἀλήθειες αὐτές, τά δόγματα αὐτά, ὅπως ἔτσι τά ἔχει διατυπώσει. Ἔτσι, μέ τήν ἰσχυρή προπαντός ἁγιογραφική θεμελίωση τῶν δογμάτων τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, θά μποροῦν οἱ πιστοί νά ἀποκρούουν τούς αἱρετικούς καί γενικά νά εἶναι ἕτοιμοι νά δίνουν ἀπολογία στόν καθένα πού τούς ρωτάει γιά τήν πίστη τους (βλ. Α´ Πέτρ. 3,15), γιατί θά γνωρίζουν τά δόγματά της, τίς ἀλήθειες της.
Ἡ δογματική θεολογία δέν πρόκειται νά «ἀνακαλύψει» νέες ἀλήθειες τῆς πίστης μας, γιατί, ὅπως γνωρίζουμε καί ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἡ πλήρης ἀποκάλυψη τῆς πίστης μας δόθηκε διά τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἕνας δηλαδή χριστιανός τοῦ αἰώνα μας καί κάθε αἰώνα, δέν πρόκειται νά πεῖ καμμιά νέα ἀλήθεια πού νά μήν ἔχει ἀνακαλυφθεῖ, μπορεῖ ὅμως, ἄν ἔχει καθαρότητα καρδιᾶς, μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ νά εἰσχωρήσει βαθύτερα στήν παραδοθεῖσα «ἅπαξ» στούς ἀνθρώπους πίστη (Ἰούδ. στίχ. 3). Καί αὐτό τό πέτυχαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι βιώνοντας τήν πίστη μέ τήν ἁγία τους ζωή ἐμβάθυναν σ᾽ αὐτήν ὅλο καί περισσότερο• γι᾽ αὐτό, καί μᾶς εἶναι πολύ ἀπαραίτητη ἡ πατερική διδασκαλία στά δόγματα τῆς πίστης μας. Σέ κάθε ἐποχή δέ οἱ ἅγιοι Πατέρες τόνιζαν καί κάποια ἄλλη πλευρά τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης μας, γιατί ἐμφανίζονταν καί νέες αἱρέσεις, πού ἔπρεπε νά πολεμηθοῦν μέ τήν προβολή καί ἐξήγηση τῆς πλευρᾶς τῆς ἀλήθειας τῆς πίστης πού ἔθιγαν οἱ αἱρετικοί.14
Ἡ δογματική θεολογία εἶναι γιά τόν πιστό χριστιανό. Δηλαδή, δέν δημιουργεῖ πίστη στόν ἄνθρωπο, ἀλλά προϋποθέτει ὑπάρχουσα σ᾽ αὐτόν τήν πίστη. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λέει: «Ἐπίστευσα, διό ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115,1). Καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀποκάλυψε τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς μαθητές Του, ἀφοῦ πρῶτα αὐτοί πίστεψαν σ᾽ Αὐτόν. «Κύριε» – εἶπε ὁ Πέτρος στόν Χριστό – «σέ ποιόν νά πᾶμε; Ἔχεις λόγια ζωῆς αἰωνίου, καί ἐμεῖς ἔχουμε πιστέψει καί γνωρίσει ὅτι Ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωντανοῦ» (Ἰωάν. 6,68-69). Ἡ πίστη, καί πιό συγκεκριμένα, ἡ πίστη στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο, εἶναι ἡ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς Ἁγίας Γραφῆς• εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς προσωπικῆς μας σωτηρίας• καί ἀκόμη εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς θεολογίας μας. «Ὅλα αὐτά ἔχουν γραφεῖ γιά νά πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί πιστεύοντες νά ἔχετε ζωή στό ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰωάν. 20,31), γράφει ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του καί τήν ἴδια σκέψη τήν ἐπαναλαμβάνει πολλές φορές στίς ἐπιστολές του• καί τήν ἴδια σκέψη πάλι τήν ἐκφράζουν ὅλα τά ἱερά γραπτά τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. ΠΙΣΤΕΥΩ! Ἡ Δογματική μας ἀρχίζει μέ αὐτήν τήν ὁμολογία. Ἡ ὁμολογία δέ αὐτή δέν πρέπει νά εἶναι μιά ἀφηρημένη ἔκφραση, ἀλλά μιά συγκλονιστική μαρτυρία, μιά δυνατή φωνή ἀγάπης πρός τόν Θεό. Γιά ἕνα ἄπιστο ἡ δογματική θεολογία εἶναι χωρίς ἀποτέλεσμα, γιατί γι᾽ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ἕνας λίθος στόν ὁποῖο θά προσκόψει καί βράχος πού θά τόν κάνει νά πέφτει» (Α´ Πέτρ. 2,7-8• βλ. Ματθ. 21,44)!...
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ὁ Κανόνας λέει: «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν Ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν, ἅπαξ μέν, τῇ τετάρτῃ ἑβδομάδι τῆς Πεντηκοστῆς, δεύτερον δέ Ὑπερβερεταίου δωδεκάτη».
2. MPG 21,984.
3. MPG τ. 31.
4. Εἶναι τό «Πιστεύω» («Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...»), πού τό ἀπαγγέλλουμε σέ κάθε θεία Λειτουργία καί σέ ἄλλες ἱερές ἀκολουθίες, ὅπως καί στίς ἀτομικές μας προσευχές.
5. Ἡ Σύνοδος αὐτή λέγεται «Πενθέκτη», ἔγινε τό ἔτος 692 στήν Κωνσταντινούπολη, στό περίφημο βασιλικό παλάτιο πού λεγόταν «Τροῦλλος». Ἡ Σύνοδος ἔγινε ἕντεκα χρόνια μετά τήν ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά οἱ ἀποφάσεις της ἔγιναν δεκτές στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς συνέχεια τῶν ἀποφάσεων ἐκείνης. Βλ. τόν δεύτερο Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ αὐτῆς Συνόδου στό Πηδάλιο, ἔκδοση «Ἀστέρος» σ. 220.
6. Ὡς ἕνα παράδειγμα τέτοιων προσωπικῶν γνωμῶν μπορεῖ νά λάβει κανείς τήν ἐσφαλμένη γνώμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης ὅτι ἡ κόλαση δέν εἶναι αἰώνια καί ὅτι ὅλα – συμπεριλαμβανομένων καί τῶν δαιμόνων – θά σωθοῦν τελικά. Ἡ γνώμη αὐτή ἀπορρίφθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς ἀντίθετη μέ τήν καθολική συνείδησή της, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναγνωρίζεται ὡς ἅγιος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί γίνεται δεκτή ἡ ἄλλη του διδασκαλία χωρίς καμμιά ἀμφιβολία. Γιά τήν προσοχή τῆς Ἐκκλησίας μας σέ μερικές ἐσφαλμένες προσωπικές ἰδέες τῶν Πατέρων βλ. τήν μελέτη τοῦ Seraphim Rose “The Place of Blessed Augustine in the Orthodox Church” στό περιοδικό The Orthodox World, 1978, No 79 καί 80.
7. Kατήχησ. Ε´.
8. Γιά περισσότερα στά παραπάνω βλ. Χρήστου Ἀνδρούτσου Συμβολική σ. 24-25.
9. Σπουδαῖος πανεπιστημιακός διδάσκαλος, ὅπως φαίνεται ἀπό τά βιβλία του, τά αὐστηρῶς μέ ὀρθόδοξο πνεῦμα γραμμένα, καί ὅπως τό ὁμολογοῦν οἱ ἐπιζῶντες ἀκόμη μαθητές του. Γιά νά ἐκτιμήσει ὅμως κανείς τήν προσφορά τοῦ διδασκάλου αὐτοῦ τῆς θεολογίας στήν χώρα μας, θά πρέπει νά τόν κρίνει ἀπό τήν ἐποχή στήν ὁποία ἔζησε.
10. Θεωρεῖται ἀπό ὅλους ὁ καλύτερος δογματολόγος. Κατάγεται ἀπό τήν Φωκίδα (χωρίον Μπράλλος - Παρνασσίδος).
11. Ὁ πατήρ αὐτός εἶναι βαθύς γνώστης τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί γι᾽ αὐτό ἐκφράζει πολύ καλά τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.
12. Σπουδαῖος δογματολόγος, συγγραφεύς πολλῶν δογματικῶν καί ἄλλων θεολογικῶν ἐργασιῶν. Ἀπό τά ἔργα του σημειώνουμε ἰδιαίτερα Δογματικά καί Ἠθικά Ι, Ἀθῆναι 1983 (σελίδες 513) καί Ἡ περί Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985 (σελίδες 586). Κατάγεται ἀπό τήν Φωκίδα (Δεσφίνα - Παρνασσίδος).
13. Αὐτά τά ρωσικά δογματικά συστήματα τοῦ 19ου αἰώνα ὅπως καί δικές μας, στήν ἑλληνική γλώσσα, γραμμένες δογματικές (ἰδιαίτερα τοῦ Ἀνδρούτσου καί τοῦ Τρεμπέλα) κρίθηκαν ἀπό μερικούς συγχρόνους ὀρθοδόξους ὅτι ἔχουν «δυτικές ἐπιρροές». Αὐτή ἡ κριτική, ἄν καί δικαιώνεται σέ μερικά σημεῖα, εἶναι ὅμως μονόπλευρη καί ἄδικη καί ὁδηγεῖ σέ ἔπαρση, στήν ὑπερήφανη πίστη ὅτι ἡ σημερινή θεολογία «καθαρίζεται» καί γίνεται ἀμόλυντη ἀπό ξένες ἐπιδράσεις. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ διαίρεση τῆς θεολογίας σέ «κατηγορίες», ἡ «συστηματοποίησή» της, πού παρατηρεῖται στά δογματικά μας δοκίμια, εἶναι μᾶλλον ἕνας νεώτερος τρόπος, πού εἶναι πραγματικά, δανεισμένος ἀπό τήν Δύση. Στίς ὀρθόδοξες ὅμως δογματικές ὁ τρόπος αὐτός εἶναι καθαρά ἐξωτερικός τρόπος ἔκφρασης, χρησιμοποιούμενος μόνο γιά τήν καλύτερη διδασκαλία τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν πρός τούς μαθητές, φοιτητές καί πιστούς, χωρίς νά ἐπηρεάζει τήν ὀρθόδοξη ἐκφορά τοῦ δόγματος. Ὅπως ὡραῖα γράφει σέ ὑποσημείωσή του ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ, μεταφραστής στήν Ἀγγλική τῆς ρωσικά γραμμένης Δογματικῆς τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Μιχαήλ Ρομαζάνσκυ, «Father Michael himself has elsewhere defended these systems of theology for their usefulness in teaching theology in the schools against accusations of “scholasticism” which are totally unfair. In intent, these systems are only a 19th century attempt to do what St. John Damascene did in the 8th century and no one can deny that the basic content of these works is Orthodox» (Μνημ. ἔργο σ. 41).
14. Τό μνημονευθέν ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου Σιλβέστρου, «Δοκίμιο στήν Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, μέ ἱστορική ἔκθεση τοῦ Δόγματος», σέ πέντε τόμους, ἔχει καταχωρημένη τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπί τῶν ἱερῶν δογμάτων κατά ἱστορική σειρά.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἕνας πνευματικός ὀργανισμός στόν ὁποῖο Κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός. Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει μία κοινή πίστη, μία κοινή καθολική συνείδηση, πού ὁδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Αὐτή ἡ καθολική συνείδηση εἶναι πάντοτε στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἐκφράζεται κατά τρόπο περισσότερο καθορισμένο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Κατά τόν 37ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δηλαδή ἀπό τήν ἀρχαία Ἐκκλησία, δυό φορές τό ἔτος πρέπει νά γίνονται τοπικές Σύνοδοι τῶν διαφόρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.1
Ὁμοίως συχνά στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας γίνονταν Σύνοδοι περιφερειακῶν ἐπισκόπων, πού ἀντιπροσώπευαν μιά εὐρύτερη περιοχή ἀπό τήν περιοχή μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, καί ἀκόμη γίνονται Σύνοδοι Ἐπισκόπων ὅλης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς.
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι διατυπώνουν μέ ἀκρίβεια ὁρισμένες θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης ὑπερασπίζοντας τήν παλαιά διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν διαστροφῶν τῶν αἱρετικῶν.
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐπίσης διατυπώνουν ὁρισμένους Νόμους καί Κανόνες πού ρυθμίζουν τήν δημόσια καί ἰδιωτική χριστιανική ζωή, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται Ἐκκλησιαστικοί Κανόνες καί ἀπαιτεῖται ἀπό ὅλους τούς πιστούς ἡ ὑπακοή σ᾽ αὐτούς. Τέλος, οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐπιβεβαίωσαν διατάγματα ὁρισμένων Τοπικῶν Συνόδων καί ἐπίσης τίς δογματικές ἐκθέσεις πού συνέταξαν, ὁρισμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γιά παράδειγμα τήν Ἔκθεση τῆς πίστεως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, Ἐπισκόπου Νεοκαισαρείας,2 τούς Κανόνες τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου3 καί ἄλλων Πατέρων.
Ὅταν στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας συνέβαινε Σύνοδοι Ἐπισκόπων νά ἐκφράζουν αἱρετικές δοξασίες στίς ἀποφάσεις τους, τότε ἡ καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ταρασσόταν καί δέν ἠρεμοῦσε μέχρις ὅτου στερεωνόταν πάλι ἡ ὀρθόδοξη ἀλήθεια διά μέσου ἄλλης Συνόδου. Δέν πρέπει δέ νά λησμονοῦμε ὅτι οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν τίς δογματικές διατάξεις τους μετά ἀπό προσεκτική καί πλήρη ἐξέταση ὅλων τῶν χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῶν σχετικῶν μέ τό θιγόμενο θέμα καί ὅτι ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσε ἡ οἰκουμενική Ἐκκλησία στά χωρία αὐτά, αὐτή εἶναι ἡ σωστή ἑρμηνεία τους. Ἔτσι οἱ διατάξεις τῶν Συνόδων οἱ σχετικές μέ τήν πίστη ἐκφράζουν τήν ἁρμονία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς καθολικῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο οἱ διατάξεις αὐτές ἔγιναν αὐθεντικές, ἀπαραβίαστες, ἔγιναν ἡ οἰκουμενική καί ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πού στηρίζεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἀποστολική Παράδοση.
Πολλές ἀλήθειες τῆς πίστης μας εἶναι τόσο σαφεῖς ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὥστε δέν μποροῦν νά παρερμηνευθοῦν ἀπό τούς αἱρετικούς• ἔτσι σχετικά μέ τίς ἀλήθειες αὐτές δέν ἔχουμε εἰδικές διατάξεις τῶν Συνόδων. Ἄλλες ὅμως ἀλήθειες, πού τά σχετικά μέ αὐτές χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιδέχονται παρερμηνεῖες ἀπό τούς αἱρετικούς, στερεώνονται ἀπό τίς Συνόδους.
Ὅλες οἱ δογματικές διατάξεις τῶν Συνόδων, ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἀναγνωρίζουν ὡς πρωταρχικό καί θεμελιῶδες τό Σύμβολο πίστεως τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως4 καί ἀπαγορεύουν ὁποιαδήποτε ἀλλαγή σ᾽ αὐτό, ὄχι μόνο ἀλλαγή στίς ἰδέες, ἀλλά καί στά λόγια, εἴτε προσθέτοντας εἴτε ἀφαιρώντας (διάταξη τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἐπαναλήφθηκε ἀπό τήν Δ´, Ε´, ΣΤ´ καί Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο).
Οἱ ἀποφάσεις οἱ σχετικές μέ τήν πίστη τοπικῶν Συνόδων ἤ μερικές ἐκθέσεις ἁγίων Πατέρων, πού γίνονται παραδεκτές ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀριθμοῦνται στόν δεύτερο Κανόνα τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (τῆς ἐν Τρούλλῳ).5
ΔΟΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Στήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία Δόγματα εἶναι οἱ ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, οἱ ἀλήθειες τῆς πίστης μας καί Κανόνες εἶναι οἱ ἐντολές οἱ σχετικές μέ τήν ἐκκλησιαστική τάξη καί διοίκηση, μέ τίς ὑποχρεώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καί κάθε χριστιανοῦ, πού προέρχονται ἀπό τήν εὐαγγελική καί ἀποστολική διδασκαλία. Γιά τήν ἔννοια τῆς λ. «Κανόνας» βλ. ὑποσ. 9, του 3ου δογμ. μαθήματος.
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΩΣ ΟΔΗΓΟΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΗΣ
Σέ θέματα πίστης, γιά τήν ὀρθή ἔννοια τῶν ἁγίων Γραφῶν καί γιά νά διακρίνουμε τήν αὐθεντική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ψευδεῖς διδασκαλίες, ἐπικαλούμαστε τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί παραδεχόμαστε ὅτι ἡ ὁμοφωνία ὅλων τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας στήν διδασκαλία τῆς πίστης μας εἶναι ἕνα ἀναμφίβολο σημεῖο τῆς ἀλήθειάς της. Οἱ φιλόσοφοι ἔστησαν «πύργο Βαβέλ», γιατί οἱ ἰδέες τους προκαλοῦν σύγχυση. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔστησαν πύργο ὁμοφωνίας! Ἐνῶ ὑπῆρξαν ποικίλοι στούς τρόπους, ὅμως βίωναν ὅλοι καί κήρυτταν τήν ἴδια πίστη. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπεράσπισαν τήν ἀλήθεια τῆς πίστης μας μέ σθένος πολύ, μή φοβούμενοι οὔτε τίς ἀπειλές, οὔτε τούς διωγμούς, οὔτε καί αὐτόν τόν θάνατο.
Μελετώντας τά ἱερά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας μαθαίνουμε τά δόγματα τῆς πίστης μας μέ τίς μαρτυρίες μάλιστα γι᾽ αὐτά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή• καί ἀκόμη ἀπό τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων μαθαίνουμε τήν ἠθική διδασκαλία τῶν δογμάτων, τό πῶς θά μπορέσουμε νά βιώσουμε τά δόγματα στήν ζωή μας. Χρειάζεται ὅμως προσοχή σέ μερικές προσωπικές γνῶμες τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας σέ θέματα πού δέν ἔχουν καθοριστεῖ ἀκριβῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία. Οἱ γνῶμες αὐτές δέν πρέπει νά συγχέονται μέ τά δόγματα, κατά τήν ἀκριβῆ ἔννοια τῆς λέξης• δέν ἀναγνωρίστηκαν ὡς πλήρως σύμφωνες μέ τήν γενική καθολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί γι᾽ αὐτό δέν ἔχουν πλήρη αὐθεντικότητα.6
ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ
Ἡ καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας, σ᾽ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν διδασκαλία τῆς πίστη μας, ἐκφράζεται ἐπίσης στήν ὀρθόδοξη λατρεία μας καί εἶναι καταγραμμένη στά λειτουργικά μας βιβλία. Ὅποιος διαβάζει καί κατανοεῖ τά βιβλία αὐτά γνωρίζει, πραγματικά, τήν ὀρθόδοξη πίστη μας. Οἱ συνθέτες καί ποιητές τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν μεγάλοι θεολόγοι, ἦταν θεοφόροι ἄνθρωποι. Γιά παράδειγμα ἀναφέρουμε τήν «Παρακλητική» ἤ «Ὀκτώηχο», τό πιό σπουδαῖο βιβλίο τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας μας. Τό βιβλίο αὐτό εἶναι κυρίως ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἁγίου πατέρα τοῦ 8ου αἰώνα, πού ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξη θεολογία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία μας ἐκφράζει πολύ πιστά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί σέ δογματικά καί σέ ἠθικά θέματα. Αὐτό ἐκφράζεται καθαρά στό παρακάτω Κοντάκιο τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγίων τριακοσίων δέκα ὀκτώ θεοφόρων Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τῶν Ἀποστόλων τό κήρυγμα καί τῶν Πατέρων τά δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ, μίαν τήν πίστιν ἐσφράγισαν• ἥ καί χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τόν ὑφαντόν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καί δοξάζει τῆς εὐσεβείας τό μέγα μυστήριον».
ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ
«Σύμβολα» στήν Ἐκκλησία μας καλοῦνται κείμενα, πού ἔχουν διατυπωμένους τούς ὅρους τῆς πίστης μας ἤ καί σημεῖα πού παριστάνουν κάποια ἀλήθεια τῆς πίστης, ὅπως ὁ ἰχθύς (Ἰησοῦς Χριστός Θεοῦ Υἱός Σωτήρ), ὁ Σταυρός κ.ἄ.
Γενικά ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία μας δέν ἔχει συμβολικά βιβλία, πού νά συντάχθηκαν ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο ἤ ἀπό Πατέρες, ἔχουμε ὅμως τά ἑξῆς Σύμβολα:
α) Τό Ἀποστολικό Σύμβολο, πού λέγεται ἔτσι γιατί ἔχει ἀποστολικό περιεχόμενο, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἰεροσολύμων,7 καί ὄχι γιατί συντάχθηκε ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ὅπως πιστευόταν παλαιότερα ἀπό λανθασμένη πληροφορία τοῦ Ρουφίνου. Κατά τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας (βλ. Ματθ. 28,19) ὅσοι ἐδέχοντο τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ἔπρεπε νά βαπτίζονται εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, ἡ ἀνάγκη ἀπό τήν ἀρχή νά γίνει μιά σύντομη ὁμολογία πίστης, πού θά περιελάμβανε τίς γενικώτερες ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ περί Ἁγίας Τριάδος καί Ἐκκλησίας. Ἡ ὁμολογία αὐτή σιγά-σιγά δεχόταν διάφορες προσθῆκες γιά μιά πληρέστερη ἔκθεση, ἀλλά κυρίως γιά τήν ἀντίκρουση τῶν ἀναφανεισῶν αἱρέσεων. Πάντως τό Ἀποστολικό Σύμβολο συντάχθηκε πρό τοῦ 200 π.Χ. καί ἡ ἀρχαιότερη μορφή του πρέπει νά ἀναζητηθεῖ στούς ἀποστολικούς χρόνους, σύμφωνα καί μέ τό ἀποστολικό χωρίο: «Ὡμολόγησας τήν καλήν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων» (Α´ Τιμ. 6,12).
β) Τό Σύμβολο τῆς Νικαίας καί Κωνσταντινουπόλεως, τό λεγόμενο «Σύμβολο τῆς Πίστεως» ἤ κοινῶς «Πιστεύω». Ἀποτελεῖται ἀπό δώδεκα ἄρθρα, ἀπό τά ὁποῖα τά μέν πρῶτα ἑπτά θεσπίστηκαν ἀπό τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας (325 μ.Χ.) καί τά ὑπόλοιπα πέντε ἀπό τήν Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη (381 μ.Χ.). Δέν πρόκειται γιά δύο διαχωρισμένα μεταξύ τους σύμβολα, ἀλλά γιά ἕνα ἑνιαῖο σύμβολο, τό ὁποῖο ἐξέδωσε ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐνῶ ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος τό ἀνέπτυξε πλατύτερα, γιατί ἐν τῷ μεταξύ ἐμφανίστηκαν νέες αἱρέσεις καί χρειαζόταν ἕνα περισσότερο ἄρτιο δογματικό σύμβολο.
γ) Τό Σύμβολο τοῦ Ἀθανασίου. Ἔτσι καλεῖται μιά ἐκτενής ὁμολογία στήν Ἁγία Τριάδα, πού συντάχθηκε ἀπό τόν Πατέρα τῆς Ὀρθοδοξίας Ἀθανάσιο γιά βεβαίωση τῆς ὀρθοδοξίας του καί δόθηκε στόν ἐπίσκοπο Ρώμης Ἰούλιο κατά τήν πρώτη ἤ δεύτερη ἐξορία του στήν Δύση. Σήμερα ὅμως πιστεύεται ὅτι ἡ ὁμολογία αὐτή δέν εἶναι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, γιατί ποτέ αὐτός δέν ἔλαβε ἀφορμή νά συντάξει αὐτήν• ἀντίθετα ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος στόν τόμο του πρός Ἀντιοχεῖς λέει ὅτι μετά τόν καθορισμό τῆς ἐν Νικαίᾳ πίστεως κάθε ἄλλο σύμβολο εἶναι περιττό καί ἐπιβλαβές. Τό Σύμβολο αὐτό ἐμφανίστηκε κατά πρῶτον τόν 5ο αἰώνα χωρίς νά γνωρίζουμε ποιός εἶναι ὁ συντάκτης του.
Γενικές ἑρμηνεῖες τοῦ Συμβόλου τῆς πίστης μας καί ὅλης τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκει κανείς στίς ἑρμηνεῖες τῶν Κανόνων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Κανόνων τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο (Πηδάλιο) καί στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ἡ θεολογία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ὡς συμβολικά βιβλία δυό ἐκθέσεις τῆς πίστης πού προεκλήθησαν ἀπό τήν ἀνάγκη νά παρουσιαστεῖ ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία κατά τῆς διδασκαλίας τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁμολογιῶν τῆς δεύτερης χιλιετηρίδας. Τά βιβλία αὐτά εἶναι:
Ἡ Ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ Δοσιθέου, Πατριάρχου Ἰεροσολύμων, ἡ ὁποία διαβάστηκε καί ἐπιδοκιμάστηκε στήν Σύνοδο τῆς Ἰερουσαλήμ τό 1672. Πέντε χρόνια ἀργότερα ἡ Ὁμολογία αὐτή στάλθηκε ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ὡς ἀπάντηση εἰς ἐρώτημα τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας, καί εἶναι, λοιπόν, ἡ Ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ Δοσιθέου εὐρύτερα γνωστή μέ τό ὄνομα «Ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς περί τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως».
Σ᾽ αὐτήν τήν κατηγορία ἐπίσης περιλαμβάνεται καί ἡ Ὀρθόδοξη ὁμολογία τοῦ Πέτρου Μογίλα, Μητροπολίτου Κιέβου, ἡ ὁποία ἐξετάστηκε καί διορθώθηκε σέ δύο τοπικές Συνόδους, τοῦ Κιέβου τό 1640 καί στήν Σύνοδο τοῦ Ἰασίου τό 1643 καί ἔπειτα ἐγκρίθηκε ἀπό τέσσερις οἰκουμενικούς Πατριάρχες καί τούς Ρώσους Πατριάρχες Ἰωακείμ καί Ἀνδριανό.
Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Κατήχηση τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, ἐκδοθεῖσα τό 1870, ἀπολαμβάνει τήν ἴδια τιμή στήν Ρωσική Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα τό τμῆμα πού περιέχει τήν ἔκθεση τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως. Ἡ Κατήχηση αὐτή ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων καί δημοσιεύτηκε γιά διδασκαλία στά Σχολεῖα καί γιά μελέτη ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς.8
ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ
Μία διεξοδική ἔκθεση ὅλης τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας γιά τήν πίστη μας τήν λέμε «Σύστημα δογματικῆς θεολογίας», ἤ ἁπλῶς «Δογματική». Ἕνα πλῆρες τέτοιο δογματικό σύστημα, πολύ ἀξιόλογο γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία μας, γράφτηκε τόν 8ο αἰώνα ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό μέ τόν τίτλο «Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». Σ᾽ αὐτό τό ἔργο, μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός συνέλεξε ὅλη τήν θεολογική σκέψη τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας μέχρι τόν 8ο αἰώνα.
Στήν πατρίδα μας ἔχουμε μεταξύ τῶν ἄλλων τίς ἑξῆς σπουδαῖες Δογματικές: α) Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χρήστου Ἀνδρούτσου (Ἀθῆναι 1903), β) Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα (σέ τρεῖς τόμους. Ἀθῆναι 1959) γ) Δογματική καί Συμβολική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου (σέ δυό τόμους. Θεσσαλονίκη 1983). Ὁμοίως δύο τόμοι Δογματικῆς Διδασκαλίας τοῦ ἰδίου μακαριστοῦ πατρός, μεγάλου (τοῦ μεγαλυτέρου ἴσως) θεολόγου τοῦ 20ου αἰ., ἐκδοθέντες ὑπό τοῦ λογίου Ἐπισκόπου, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου μέ ἰδική Του (τοῦ Σεβασμιωτάτου) σύνθεση καί σύνταξη, ε) Δογματική καί Συμβολική θεολογία τοῦ Νίκου Ματσούκα (σέ δυό τόμους. Θεσσαλονίκη 1985) καί ἄλλα δογματικά ἐγχειρίδια.
Ἐπίσης καί στά παλαιότερα καί στά νεώτερα χρόνια ἐκτός ἀπό τά γενικά συγγράμματα Δογματικῶν ἔχουν γραφεῖ ἀξιόλογες ἐργασίες σέ ἐπί μέρους κεφάλαια καί θέματα τῆς Δογματικῆς. Ἀπ᾽ αὐτές σημειώνουμε ἰδιαίτερα τίς ἐργασίες τοῦ Χ. Ἀνδρούτσου,9 τοῦ Ι. Καρμίρη,10 τοῦ πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδου11 καί τοῦ Μ. Φαράντου.12
Ἀπό τούς Ρώσους θεολόγους τά σπουδαιότερα ἔργα δογματικῆς θεολογίας ἔγραψαν τόν δέκατο ἔνατο αἰώνα οἱ: Μακάριος, Μητροπολίτης Μόσχας (Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία• μεταφράστηκε στήν Γαλλική σέ δύο τόμους)• Φιλάρετος, Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Chernigon (Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, σέ δυό μέρη)• Σίλβεστρος, Ἐπίσκοπος καί πρύτανις τῆς θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Κιέβου (Δοκίμιο στήν Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, μέ ἱστορική ἔκθεση τοῦ Δόγματος, σέ πέντε τόμους) Νικόλαος, Πρωτοπρεσβύτερος Μαλινόφσκυ (᾽Ορθόδοξη Δογματική Θεολογία, σέ τέσσερις τόμους καί ἕνα ἐγχειρίδιό της σέ δυό μέρη) καί ὁ Ρ. Σβιέτλωβ, Πρωτοπρεσβύτερος (Ἡ χριστιανική διδασκαλία τῆς πίστης, μιά ἀπολογητική ἔκθεση).13
Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Ἡ δογματική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει σκοπό νά στερεώσει στήν συνείδηση τῶν πιστῶν τίς ἀλήθειες τῆς πίστης μας, πού ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὁμολογήσει ἀπό τήν ἀρχή. Καί κατά πρῶτον ἡ δογματική θεολογία ἔργο ἔχει νά διατυπώσει ἀκριβῶς ὀρθόδοξα τίς ἀλήθειες αὐτές τῆς πίστης μας, δηλαδή νά διατυπώσει τά δόγματα• ἔπειτα δέ νά ἀναφέρει ποῦ στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἱερή Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας στηρίζονται οἱ ἀλήθειες αὐτές, τά δόγματα αὐτά, ὅπως ἔτσι τά ἔχει διατυπώσει. Ἔτσι, μέ τήν ἰσχυρή προπαντός ἁγιογραφική θεμελίωση τῶν δογμάτων τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, θά μποροῦν οἱ πιστοί νά ἀποκρούουν τούς αἱρετικούς καί γενικά νά εἶναι ἕτοιμοι νά δίνουν ἀπολογία στόν καθένα πού τούς ρωτάει γιά τήν πίστη τους (βλ. Α´ Πέτρ. 3,15), γιατί θά γνωρίζουν τά δόγματά της, τίς ἀλήθειες της.
Ἡ δογματική θεολογία δέν πρόκειται νά «ἀνακαλύψει» νέες ἀλήθειες τῆς πίστης μας, γιατί, ὅπως γνωρίζουμε καί ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἡ πλήρης ἀποκάλυψη τῆς πίστης μας δόθηκε διά τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἕνας δηλαδή χριστιανός τοῦ αἰώνα μας καί κάθε αἰώνα, δέν πρόκειται νά πεῖ καμμιά νέα ἀλήθεια πού νά μήν ἔχει ἀνακαλυφθεῖ, μπορεῖ ὅμως, ἄν ἔχει καθαρότητα καρδιᾶς, μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ νά εἰσχωρήσει βαθύτερα στήν παραδοθεῖσα «ἅπαξ» στούς ἀνθρώπους πίστη (Ἰούδ. στίχ. 3). Καί αὐτό τό πέτυχαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι βιώνοντας τήν πίστη μέ τήν ἁγία τους ζωή ἐμβάθυναν σ᾽ αὐτήν ὅλο καί περισσότερο• γι᾽ αὐτό, καί μᾶς εἶναι πολύ ἀπαραίτητη ἡ πατερική διδασκαλία στά δόγματα τῆς πίστης μας. Σέ κάθε ἐποχή δέ οἱ ἅγιοι Πατέρες τόνιζαν καί κάποια ἄλλη πλευρά τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης μας, γιατί ἐμφανίζονταν καί νέες αἱρέσεις, πού ἔπρεπε νά πολεμηθοῦν μέ τήν προβολή καί ἐξήγηση τῆς πλευρᾶς τῆς ἀλήθειας τῆς πίστης πού ἔθιγαν οἱ αἱρετικοί.14
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ
Ἡ δογματική θεολογία εἶναι γιά τόν πιστό χριστιανό. Δηλαδή, δέν δημιουργεῖ πίστη στόν ἄνθρωπο, ἀλλά προϋποθέτει ὑπάρχουσα σ᾽ αὐτόν τήν πίστη. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λέει: «Ἐπίστευσα, διό ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115,1). Καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀποκάλυψε τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς μαθητές Του, ἀφοῦ πρῶτα αὐτοί πίστεψαν σ᾽ Αὐτόν. «Κύριε» – εἶπε ὁ Πέτρος στόν Χριστό – «σέ ποιόν νά πᾶμε; Ἔχεις λόγια ζωῆς αἰωνίου, καί ἐμεῖς ἔχουμε πιστέψει καί γνωρίσει ὅτι Ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωντανοῦ» (Ἰωάν. 6,68-69). Ἡ πίστη, καί πιό συγκεκριμένα, ἡ πίστη στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο, εἶναι ἡ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς Ἁγίας Γραφῆς• εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς προσωπικῆς μας σωτηρίας• καί ἀκόμη εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς θεολογίας μας. «Ὅλα αὐτά ἔχουν γραφεῖ γιά νά πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί πιστεύοντες νά ἔχετε ζωή στό ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰωάν. 20,31), γράφει ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του καί τήν ἴδια σκέψη τήν ἐπαναλαμβάνει πολλές φορές στίς ἐπιστολές του• καί τήν ἴδια σκέψη πάλι τήν ἐκφράζουν ὅλα τά ἱερά γραπτά τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. ΠΙΣΤΕΥΩ! Ἡ Δογματική μας ἀρχίζει μέ αὐτήν τήν ὁμολογία. Ἡ ὁμολογία δέ αὐτή δέν πρέπει νά εἶναι μιά ἀφηρημένη ἔκφραση, ἀλλά μιά συγκλονιστική μαρτυρία, μιά δυνατή φωνή ἀγάπης πρός τόν Θεό. Γιά ἕνα ἄπιστο ἡ δογματική θεολογία εἶναι χωρίς ἀποτέλεσμα, γιατί γι᾽ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ἕνας λίθος στόν ὁποῖο θά προσκόψει καί βράχος πού θά τόν κάνει νά πέφτει» (Α´ Πέτρ. 2,7-8• βλ. Ματθ. 21,44)!...
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ὁ Κανόνας λέει: «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν Ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν, ἅπαξ μέν, τῇ τετάρτῃ ἑβδομάδι τῆς Πεντηκοστῆς, δεύτερον δέ Ὑπερβερεταίου δωδεκάτη».
2. MPG 21,984.
3. MPG τ. 31.
4. Εἶναι τό «Πιστεύω» («Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...»), πού τό ἀπαγγέλλουμε σέ κάθε θεία Λειτουργία καί σέ ἄλλες ἱερές ἀκολουθίες, ὅπως καί στίς ἀτομικές μας προσευχές.
5. Ἡ Σύνοδος αὐτή λέγεται «Πενθέκτη», ἔγινε τό ἔτος 692 στήν Κωνσταντινούπολη, στό περίφημο βασιλικό παλάτιο πού λεγόταν «Τροῦλλος». Ἡ Σύνοδος ἔγινε ἕντεκα χρόνια μετά τήν ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά οἱ ἀποφάσεις της ἔγιναν δεκτές στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς συνέχεια τῶν ἀποφάσεων ἐκείνης. Βλ. τόν δεύτερο Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ αὐτῆς Συνόδου στό Πηδάλιο, ἔκδοση «Ἀστέρος» σ. 220.
6. Ὡς ἕνα παράδειγμα τέτοιων προσωπικῶν γνωμῶν μπορεῖ νά λάβει κανείς τήν ἐσφαλμένη γνώμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης ὅτι ἡ κόλαση δέν εἶναι αἰώνια καί ὅτι ὅλα – συμπεριλαμβανομένων καί τῶν δαιμόνων – θά σωθοῦν τελικά. Ἡ γνώμη αὐτή ἀπορρίφθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς ἀντίθετη μέ τήν καθολική συνείδησή της, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναγνωρίζεται ὡς ἅγιος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί γίνεται δεκτή ἡ ἄλλη του διδασκαλία χωρίς καμμιά ἀμφιβολία. Γιά τήν προσοχή τῆς Ἐκκλησίας μας σέ μερικές ἐσφαλμένες προσωπικές ἰδέες τῶν Πατέρων βλ. τήν μελέτη τοῦ Seraphim Rose “The Place of Blessed Augustine in the Orthodox Church” στό περιοδικό The Orthodox World, 1978, No 79 καί 80.
7. Kατήχησ. Ε´.
8. Γιά περισσότερα στά παραπάνω βλ. Χρήστου Ἀνδρούτσου Συμβολική σ. 24-25.
9. Σπουδαῖος πανεπιστημιακός διδάσκαλος, ὅπως φαίνεται ἀπό τά βιβλία του, τά αὐστηρῶς μέ ὀρθόδοξο πνεῦμα γραμμένα, καί ὅπως τό ὁμολογοῦν οἱ ἐπιζῶντες ἀκόμη μαθητές του. Γιά νά ἐκτιμήσει ὅμως κανείς τήν προσφορά τοῦ διδασκάλου αὐτοῦ τῆς θεολογίας στήν χώρα μας, θά πρέπει νά τόν κρίνει ἀπό τήν ἐποχή στήν ὁποία ἔζησε.
10. Θεωρεῖται ἀπό ὅλους ὁ καλύτερος δογματολόγος. Κατάγεται ἀπό τήν Φωκίδα (χωρίον Μπράλλος - Παρνασσίδος).
11. Ὁ πατήρ αὐτός εἶναι βαθύς γνώστης τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί γι᾽ αὐτό ἐκφράζει πολύ καλά τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.
12. Σπουδαῖος δογματολόγος, συγγραφεύς πολλῶν δογματικῶν καί ἄλλων θεολογικῶν ἐργασιῶν. Ἀπό τά ἔργα του σημειώνουμε ἰδιαίτερα Δογματικά καί Ἠθικά Ι, Ἀθῆναι 1983 (σελίδες 513) καί Ἡ περί Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985 (σελίδες 586). Κατάγεται ἀπό τήν Φωκίδα (Δεσφίνα - Παρνασσίδος).
13. Αὐτά τά ρωσικά δογματικά συστήματα τοῦ 19ου αἰώνα ὅπως καί δικές μας, στήν ἑλληνική γλώσσα, γραμμένες δογματικές (ἰδιαίτερα τοῦ Ἀνδρούτσου καί τοῦ Τρεμπέλα) κρίθηκαν ἀπό μερικούς συγχρόνους ὀρθοδόξους ὅτι ἔχουν «δυτικές ἐπιρροές». Αὐτή ἡ κριτική, ἄν καί δικαιώνεται σέ μερικά σημεῖα, εἶναι ὅμως μονόπλευρη καί ἄδικη καί ὁδηγεῖ σέ ἔπαρση, στήν ὑπερήφανη πίστη ὅτι ἡ σημερινή θεολογία «καθαρίζεται» καί γίνεται ἀμόλυντη ἀπό ξένες ἐπιδράσεις. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ διαίρεση τῆς θεολογίας σέ «κατηγορίες», ἡ «συστηματοποίησή» της, πού παρατηρεῖται στά δογματικά μας δοκίμια, εἶναι μᾶλλον ἕνας νεώτερος τρόπος, πού εἶναι πραγματικά, δανεισμένος ἀπό τήν Δύση. Στίς ὀρθόδοξες ὅμως δογματικές ὁ τρόπος αὐτός εἶναι καθαρά ἐξωτερικός τρόπος ἔκφρασης, χρησιμοποιούμενος μόνο γιά τήν καλύτερη διδασκαλία τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν πρός τούς μαθητές, φοιτητές καί πιστούς, χωρίς νά ἐπηρεάζει τήν ὀρθόδοξη ἐκφορά τοῦ δόγματος. Ὅπως ὡραῖα γράφει σέ ὑποσημείωσή του ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ, μεταφραστής στήν Ἀγγλική τῆς ρωσικά γραμμένης Δογματικῆς τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Μιχαήλ Ρομαζάνσκυ, «Father Michael himself has elsewhere defended these systems of theology for their usefulness in teaching theology in the schools against accusations of “scholasticism” which are totally unfair. In intent, these systems are only a 19th century attempt to do what St. John Damascene did in the 8th century and no one can deny that the basic content of these works is Orthodox» (Μνημ. ἔργο σ. 41).
14. Τό μνημονευθέν ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου Σιλβέστρου, «Δοκίμιο στήν Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, μέ ἱστορική ἔκθεση τοῦ Δόγματος», σέ πέντε τόμους, ἔχει καταχωρημένη τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπί τῶν ἱερῶν δογμάτων κατά ἱστορική σειρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου