Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων
Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη
Μὲ τὴν Κυριακὴν τῶν Ἁγίων Πάντων κατακλείεται ὁ κινητὸς κύκλος τῶν ἑορτῶν, ποὺ ἄρχισε ἀπὸ τὴν Κυριακήν τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Εἰς τὸ κατανυκτικὸν Τριώδιον καὶ εἰς τὸ χαρμόσυνον Πεντηκοστάριον μᾶς παρουσίασε ἡ Ἐκκλησία ὅλον τὸ ἔργον τῆς θείας οἰκονομίας μὲ κέντρον τὴν μεγά- λην ἑορτὴν τοῦ Πάσχα.
Εἴδαμεν τὴν πτῶσιν τῶν πρωτοπλάστων καὶ τὴν ἀνόρθωσιν τοῦ γένους μας διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐχαιρετίσαμεν τὴν ἔλευσιν τοῦ Παρακλήτου εἰς τὸν κόσμον καὶ ἐπαναγυρίσαμεν τὴν γέννησιν τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἔκχυσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐπὶ πᾶσαν σάρκα».
Εἰς στενὸν σύνδεσμον μὲ τὴν ἑορτὴν αὐτὴν εὑρίσκεται ἡ ἑορτὴ τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων, ἡ σφραγὶς καὶ τὸ τέλος τῆς μεγάλης ἑορταστικῆς περιόδου. Ἔρχεται δηλαδὴ σὰν ἀπόδειξις τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὸν κόσμον.
Διότι μᾶς παρουσιάζει τοὺς καρποὺς τῆς σπορᾶς ἐκείνης, τὸν θερισμὸν τῶν λευκῶν χωρῶν, ποὺ ἐστάλησαν νὰ θερίσουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Καὶ ὅπως παρατηρεῖ τὸ Συναξάριον τῆς ἡμέρας: «οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν τὴν ἑορτὴν αὐτὴν μετὰ τὴν κάθοδον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ νὰ δείξουν ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Παναγίου Πνεύματος διὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἐπέτυχε νὰ ἁγιάση καὶ νὰ σοφίση τὸ ἀνθρώπινον φύραμα καὶ νὰ ἀποκαταστήση τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν θέσιν τῶν ἀγγέλων διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴτε μὲ τὴν προσφορὰν τοῦ μαρτυρικοῦ των αἵματος, εἴτε μὲ τὴν ἐνάρετον πολιτείαν καὶ διαγωγὴν των.
Καὶ ἔργον ὑπερφυσικὸν διαπράττεται. Κατεβαίνει τὸ Πνεῦμα, ὁ Θεός, καὶ ἀνεβαίνει τὸ χῶμα, ὁ ἄνθρωπος. Ἀνεβάζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τὴν θεωθεῖσαν σάρκα καὶ ἕλκει μαζί της καὶ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ πράξουν ἔργα συμφιλιώσεως μὲ τὸν Θεόν.
Οἱ πρὶν ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸν Θεόν, ἑνώνονται μὲ τὸν Θεὸν καὶ γίνονται φίλοι του. Τὰ ἔθνη προσφέρουν τὴν ἀπαρχὴν των, τοὺς ἁγίους πάντας. Ἀλλὰ καὶ ἕνας δεύτερος λόγος προεκάλεσε τὴν σύστασιν τῆς συλλογικῆς αὐτῆς ἑορτῆς.
Πολλοὶ ἅγιοι εἶναι γνωστοὶ καὶ τιμῶνται μὲ ἑορτάς καὶ πανηγύρεις ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Καὶ εἰς πολλοὺς ὅμως ἄλλους ἐσκήνωσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ τοὺς καθηγίασε. Ἔμειναν ὅμως ἄγνωστοι καὶ ἀφανεῖς.
Αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς ἀγνώστους της ἁγίους τιμᾶ σήμερον ἡ Ἐκκλησία ὅσους «κατὰ Χριστὸν ἐπολιτεύσαντο ἐν Ἰνδοῖς καὶ Αἰγυπτίοις καὶ Ἄραψι καὶ Μεσοποταμίᾳ τε καὶ Φρυγίᾳ καὶ τοῖς ἄνωθεν τοῦ Εὐξείνου· ἔτι δὲ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ἑσπερίᾳ ἄχρι καὶ αὐτῶν τῶν Βρεττανικῶν νήσων, ἁπλῶς εἰπεῖν ἐν Ἀνατολῇ καὶ Δύσει».
Καὶ ἕνας τρίτος λόγος προβάλλεται ἀπὸ τὸν συναξαριστήν. Ὅλοι οἱ ἅγιοι ὅσοι ἰδιαιτέρως τιμῶνται θὰ ἦτο ἐπιβεβλημένον νὰ συναθροισθοῦν εἰς μίαν κοινὴν ἑορτήν, διὰ νὰ δειχθῆ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ὅτι ὅλοι μαζὶ διʼ ἕνα Χριστὸν ἠγωνίσθησαν, εἰς ἕνα κοινὸν στάδιον, τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἔτρεξαν, ἑνὸς Θεοῦ δοῦλοι ἦσαν καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀξίως ἔλαβον τοὺς στεφάνους τῆς νίκης.
Διὰ νὰ εἶναι ἔτσι ἡ κοινὴ ἑορτὴ κοινὴ παρόρμησις εἰς τοὺς πιστούς, ποὺ πιστεύουν εἰς τὸν ἴδιον Χριστὸν καὶ εἶναι δοῦλοι τοῦ ἰδίου Θεοῦ καὶ ἀγωνίζονται ὅπως καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι εἰς τὸν στίβον τοῦ ἀθλήματος τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς.
Ἡ ἑορτὴ ἀρχικῶς δὲν εἶχε τόσον εὐρύ περιεχόμενον. Ἦτο ἑορτὴ μόνον πάντων τῶν μαρτύρων. Ἡ ἑορτὴ τιτλοφορεῖται «τῶν ἁγίων πάντων», ἀλλὰ τὸ συναξάριον τῆς ἡμέρας προσδιορίζει ὅτι ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη «τῶν ἁγίων καὶ καλλινίκων μαρτύρων τῶν ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ κατὰ διαφόρους καιροὺς μαρτυρησάντων ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Σὺν τῷ χρόνῳ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισεν ὅτι Μάρτυρες Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα των διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Μάρτυρες εἶναι καὶ ὅλοι ὅσοι ἠγωνίσθησαν τὸν ἀγῶνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἐβάστασαν μὲ καρτερίαν τὸν Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον αὐτόν.
Αὐτοὶ ποὺ ἐμαρτύρησαν διὰ τὸν Χριστὸν τὸ καθημερινὸν μαρτύριον τῆς συνειδήσεως.
Οἱ ὁμολογηταί, ποὺ ὡμολόγησαν τὴν καλὴν ὁμολογίαν «ἐνώπιον ἐθνῶν τε καὶ βασιλέων» (Πράξ. 9. 15)
Οἱ ἱεράρχαι, ποὺ ἐποίμαναν θεοφιλῶς τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐστήριξαν τὴν ὀρθὴν πίστιν. Οἱ ὅσιοι καὶ ἀσκηταὶ, ποὺ ἐσταύρωσαν τὴν σάρκα «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυ- μίαις» (Γαλ. 5, 24).
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, ποὺ ἔζησαν εἰς τὴν γῆν τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν δοκιμασιῶν, ἀλλὰ ποὺ «ἐπολιτεύοντο» σὰν οὐρανοπολῖται, σὰν νὰ εὑρίσκοντο εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς οἱ προφῆται, οἱ δίκαιοι καὶ οἱ προπάτορες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἔζησαν κατὰ νόμον καὶ «ἐμαρτυρήθησαν διὰ τῆς πίστεως» περιμένοντες τὴν ἐπαγγελίαν (Ἑβρ. 11. 39)
Καὶ ἐξαιρέτως ἡ ἁγίων ἁγία, ἡ ὑπεραγία παρθένος καί μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἡ Θεοτόκος Μαρία. Καὶ ἐνῶ ἡ παλαιὰ ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς μένει πιστὴ εἰς τὸ ἀρχικὸν θέμα, τοὺς μάρτυρας, ὅπως τὸ ἀπολυτίκον «τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ μαρτύρων σου….» καὶ τὸ κοντάκιον «ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως τῷ φυτουργῷ τῆς κτίσεως, ἡ οἰκουμένη προσφέρει σοι, Κύριε, τοὺς θεοφόρους μάρτυρας», ἡ νεωτέρα ὑμνογραφία ἐπεκτείνει τὴν ἀνύμνησίν της εἰς ὅλους τούς χοροὺς τῶν ἁγίων.
Τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον καὶ συγκεκριμένως αἱ ἑξῆς περικοπαὶ κεφ. ι´ 32-33, 37 -38 καὶ κεφ. ιθ΄ 27-30.
Ἑρμηνεία ἐπ᾽ αὐτοῦ ἔχουν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ ἱ. Θεοφύλακτος καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς, ἐξαίρετον δὲ ὁμιλίαν μεταξὺ ἄλλων ἔχει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ καὶ τὰς ἑρμηνείας τῶν πρὸ αὐτοῦ πατέρων.
Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει: «Θαυμαστὸς ὄντως ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ». Διότι ὅταν κανεὶς ἐνθυμηθῆ τοὺς ὑπερανθρώπους ἀγῶνας τῶν μαρτύρων, πῶς μὲ τὴν ἀσθενῆ σάρκα των ἐντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸν εἰς τὴν κακίαν, πῶς δὲν εἶχαν συναίσθησιν τῶν πόνων καὶ τῶν τραυμάτων, καθὼς ἔρριχναν τὸ σῶμα τους εἰς ἀγῶνα μὲ τὴν φωτιά, μὲ τὸ ξίφος, μὲ τὰ διάφορα εἴδη θανατηφόρων βασανιστηρίων, ἀντιπαλεύοντες μὲ τὴν καρτερίαν.
Ὅταν φέρη κανεὶς εἰς τὸν νοῦν του ὅτι ἐκομμάτιαζαν τὰς σάρκας των καὶ ἔσπαζαν τὰς κλειδώσεις των καὶ συν έτριβον τὰ ὀστᾶ των, αὐτοὶ ὅμως ἐφύλαττον ἀκεραίαν καὶ ἀλώβητον τὴν ὁμολογίαν τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως. Διʼ αὐτὸ καὶ ἔλαβον χάρισμα τὴν ἀδιαφιλονίκητον σοφίαν τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν δύναμιν διὰ τὰ θαύματα.
Ὅταν ἀναλογισθῆ κανεὶς τὴν ὑπομονὴν τῶν ὁσίων, πῶς ὑπέφεραν θεληματικὰ σὰν νὰ ἦσαν ἀσώματοι τὰς πολυημέρους νηστείας, τὰς ἀγρυπνίας, τὰς διαφόρους ἄλλας κακώσεις τοῦ σώματος, πῶς ἀντεστάθησαν ἕως τὸ τέλος εἰς τὰ πονηρὰ πάθη, εἰς τὰ διάφορα εἴδη τῆς ἁμαρτίας, εἰς τὸν ἀόρατον πόλεμον, ποὺ διεξάγεται μέσα μας, εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, εἰς τὰς πνευματικὰς δυνάμεις τῆς κακίας καὶ πῶς ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος ἔλειωνε καὶ ἠφανίζετο, ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἄνθρωπος ἀνενεοῦτο καὶ ἐθεοποιεῖτο, καὶ διʼ αὐτὸ τοὺς ἐδόθη ἡ χάρις νὰ θεραπεύουν καὶ νὰ θαυματουργοῦν.
Ὅταν κανεὶς συλλογισθῆ αὐτὰ καὶ σκεφθῆ ἐπὶ πλέον ὅτι αὐτὰ ξεπερνοῦν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, θαυμάζει καὶ δο- ξολογεῖ τὸν Θεόν, ποὺ τοὺς ἔδωσε τόσην δύναμιν καὶ χάριν. Διότι ἂν καὶ εἶχον τὴν προαίρεσιν τὴν ἀγαθὴν καὶ καλλίστην, ἀλλὰ χωρὶς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν ὑπεράνθρωποι καὶ ἐνῶ ἦσαν ἄνθρωποι σωματικοί, νὰ νικήσουν τὸν ἀσώματον ἐχθρόν.
Διά τοῦτο καὶ ὁ ψαλμωδός Προφήτης εἶπε: «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» ἐπρόσθεσε συγχρόνως: «Αὐτὸς δώσει δύναμιν καὶ κραταίωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ».
Εἰς ὅλον τὸν λαὸν δίδει ὁ Θεὸς δύναμιν καὶ ἀντοχήν… Κερδίζουν ὅμως τὴν χάριν καὶ τὴν δύναμιν… ὄχι ὅλοι γενικῶς παρὰ ὅσοι ἔχουν καλὴν προαίρεσιν καὶ ἐκδηλώνουν μὲ ἔργα τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν.
Καὶ ὅσοι ἀποστρέφονται τελείως τὴν κακίαν καὶ κρατοῦν μὲ ἀσφάλειαν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ στρέφουν τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν Χριστόν, τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης.
Ἐκεῖνος δὲν ἁπλώνει μόνον χεῖρα βοηθείας ἀοράτως εἰς αὐτοὺς, ποὺ ἀγωνίζονται, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰς προτροπὰς τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων συνομιλεῖ μαζί μας. «Πᾶς γὰρ ὃς ἂν ὁμολογήση ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
Ἂς προσέξωμεν· οὔτε ἡμεῖς δυνάμεθα μὲ θάρρος νὰ φανερώσωμεν τὴν πίστιν μας εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ὁμολογίαν μας, χωρὶς τὴν δύναμιν καὶ τὴν βοήθειάν του, οὔτε καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ ὁμιλήση φανερὰ διʼ ἡμᾶς εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, διὰ νὰ μᾶς συστήση καὶ νὰ μᾶς γνωρίση μὲ τὸν Πατέρα, χωρὶς νὰ λάβη ἀφορμὴν ἀπὸ ἡμᾶς.
Αὐτὸ θέλων νὰ φανερώση ὁ Κύριος δὲν εἶπε: «πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοί· ὡς ἐν ἐκείνῳ, καὶ διὰ τῆς ἐκείνου βοηθείας δυνάμενος παρρησιάσασθαι τὴν εὐσέβειαν».
Καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Σκόπει τὴν ἀκρίβειαν· οὐκ εἶπε “Ἐμὲ” ἀλλʼ “ἐν ἐμοὶ” δεικνὺς ὅτι οὐκ οἰκείᾳ δυνάμει, ἀλλὰ τῇ ἄνωθεν βοηθούμενος χάριτι ὁμολογεῖ ὁ ὁμολογῶν.
Περὶ δὲ τοῦ ἀρνουμένου οὐκ εἶπεν “ἐν ἐμοί”, ἀλλʼ “ἐμὲ” ἔρημος γὰρ γενόμενος τῆς δωρεᾶς, οὕτως ἀρνεῖται».
Καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· ἔτσι πάλιν «ὁμολογήσω κἀγώ, καὶ οὐκ εἶπεν αὐτόν, ἀλλ᾽ ἐν αὐτῷ, δηλ. διὰ τῆς τοῦ ὁμολογοῦντος ἀγαθῆς ἐμμονῆς καὶ καρτερίας ἐκείνου ποὺ ὁμολογεῖ, χάριν τῆς εὐσεβείας.
Ἂς προσέξωμεν τί λέγει δι᾽ ἐκείνους, ποὺ ἐδειλίασαν καὶ ἐπρόδωσαν τὴν εὐσέβειαν. «Ὅστις δ᾽ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγώ αὐτὸν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
Δὲν εἶπε ἐδῶ ὅποιος ἀρνηθῆ εἰς τὸ ὄνομά μου. Διότι ὅποιος ἀρνεῖται τὸ κάνει ἀφοῦ προηγουμένως στερηθῆ τὴν χάριν καὶ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὴν στερεῖται, διότι αὐτὸς πρῶτος ἐγκατέλειψε τὸν Θεόν, ἐπειδὴ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ γήϊνα, περισσότερον ἀπὸ ὅσον τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια ἀγαθά, ποὺ ὑπεσχέθη ὁ Θεός.
Ἔτσι πάλιν καὶ ὁ Χριστὸς δὲν θὰ τὸν ἀρνηθῆ εἰς τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ θὰ ἀρνηθῆ αὐτόν, διότι δὲν εὗρε τίποτε εἰς αὐτόν, διὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήση ὡς ἐπιχείρημα.
Ἂς ἴδωμεν τώρα καὶ τὴ διαφορὰ τῆς ἀμοιβῆς. Κάθε ἅγιος σὰν δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔκαμε φανερὰ τὴν ὁμο- λογίαν μέσα εἰς τὸν πρόσκαιρον αὐτὸν βίον καὶ ἐμπρὸς εἰς θνητοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ Κύριός μας ὅμως, ἐπειδὴ εἶναι Κύριος τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, θὰ ὁμιλήση φανερὰ διʼ αὐτοὺς μέσα εἰς τὸν αἰώνιον καὶ ἀκατάλυτον ἐκεῖνον κόσμον ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, εἰς ἀγγέλους, ποὺ στέκονται ὁλόγυρα, εἰς ἀρχαγγέλους, εἰς ὅλας τὰς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ εἶναι παρόντες ὅλοι ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ἕως τῆς συντελείας τοῦ κόσμου.
Ὅλοι θὰ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ σταθοῦν κοντὰ εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τότε, ἐνῶ θὰ εἶναι ὅλοι μπροστὰ καὶ ὅλοι θὰ βλέπουν, θὰ φωνάξῃ τὰ ὀνόματα καὶ θὰ δοξάσῃ καὶ θὰ στεφανώσῃ ἐκείνους, ποὺ ἔδειξαν ἄχρι τέλους τὴν πίστιν τους εἰς Αὐτόν.
Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψῃ κανεὶς τοὺς στεφάνους καὶ τὰς ἀμοιβάς, ποὺ ἀναμένουν τοὺς νικητὰς ἁγίους, τὰς ὁποίας «οὔτε ὀφθαλμὸς ὅπως ὁ ἰδικός μας, δύναται νὰ ἰδῇ, οὔτε αὐτὶ νὰ ἀκούσῃ, οὔτε καρδία νὰ τὰ διανοηθῇ.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπομεν τώρα εἶναι πολὺ ἀξιοθαύμαστα. Ποιὸς λόγος ἀξίως μπορεῖ νὰ διηγηθῇ τὴν δόξαν, ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς εἰς τὰ ἅγια λείψανα καὶ ὀστᾶ τῶν ἁγίων, τὴν ἱερὴ εὐωδία, ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ αὐτά, τὰ μύρα ποὺ ἀναβλύζουν, τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, τὴν διενέργειαν τῶν θαυμάτων.
Δι᾽ αὐτὴν τὴν ὑπερβολὴν τῆς δόξης καὶ τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν κάμνοντας λόγον εἰς τοὺς ἁγίους μαθητάς καὶ ἀποστόλους τούς ἔλεγε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν· ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραὴλ» πρὸς ὅλους δὲ τοὺς πιστεύοντας.
«Πᾶς ὅστις ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφάς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει· ὁ δὲ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος».
Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἔδωσε πρὸς χάριν μας τὸν Υἱὸν τὸν ἀγαπητὸν (καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενὴς ἔδωσε τὴν ζωὴν του ὑπὲρ ἡμῶν) ἀπαιτεῖ καὶ ἀπὸ ἡμᾶς δικαίως ὅλους τούς συγγενεῖς μας νὰ μὴ ὑπολογίζωμεν, ὅταν μᾶς ἐμποδίζουν εἰς τὴν πίστιν καὶ τὸν εὐσεβῆ βίον.
Καὶ κάτι περισσότερον. Εἶναι δίκαιον καὶ ἀναγκαῖον νὰ προσφέρῃ καθεὶς τὴν ἰδίαν τὴν ζωὴν του, ὅταν σημάνῃ ἡ ὥρα, ἂν θέλη νὰ ἐπιτύχῃ τὴν αἰώνιον ζωήν, ἀφοῦ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐθυσίασε τὴν ἰδικὴν του ζωὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Διὰ τοῦτο λέγει πάλιν ὁ Κύριος· «ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολούθει ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος». Σταυρὸς εἶναι καὶ τὸ νὰ σταυρώσῃ κανεὶς τὴν σάρκα «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις».
Ὅταν λοιπὸν εἶναι περίοδος εἰρήνης, νεκρώνει μὲ τὴν ἀρετὴ ὁ ἄνθρωπος τὰ κακὰ πάθη καὶ τὰς ἐπιθυμίας καὶ σηκώνοντας ἔτσι τὸν σταυρόν του, ἀκολουθεῖ τὸν Κύριον.
Ὅταν πάλιν εἶναι περίοδος διωγμοῦ, περιφρονῶν καὶ τὴν ἰδίαν ζωὴν καὶ παραδίδων τὴν ζωὴν του χάριν τῆς εὐσεβείας αἴρει ἔτσι τὸν σταυρόν του καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριον καὶ ἔτσι κληρονομεῖ τὴν αἰώνιον ζωήν.
* * *
Τιμὴ ἁγίου, μίμησις ἁγίου.
Ἂς τιμήσωμεν λοιπὸν καὶ ἐμεῖς,
ἀδελφοί μου, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τοὺς ἁγίους τοῦ
Θεοῦ. Καὶ θὰ τοὺς τιμήσωμεν πῶς:
Ἂν κατὰ τὸ παράδειγμα ἐκείνων καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ
ἂν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὰς κακίας
προχωροῦντες εἰς τὴν ἁγιότητα μὲ
τὴν ἀποχὴν ἀπὸ αὐτάς.Ἂν ἐμποδίσωμεν τὴν γλῶσσαν μας ἀπὸ τὸν ὅρκον καὶ τὴν ἐπιορκίαν, τὴν φλυαρίαν καὶ τὸ ὑβρεολόγιον καὶ τὰ χείλη μας ἀπὸ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν συκοφαντίαν καὶ ἔτσι τοὺς προσφέρομεν τὸν ἔπαινον.
Ἂν δὲν καθαρίσωμεν ἔτσι τὸν ἑαυτόν μας δίκαια θὰ ἀκούσωμεν «ἵνα τί τολμᾶς ἀναλαμβάνειν ἐπὶ μνήμης καὶ λαλεῖν διὰ γλώττης καὶ αὐτά τὰ τῶν ἁγίων ὀνόματα καὶ διηγεῖσθαι τήν πάσης ἀρετῆς καὶ καθαρότητος πεπληρωμένην αὐτῶν διαγωγήν;
Σὺ δὲ ἐμίσησας τὸν ἐνάρετον βίον· Εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις. Τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίας καὶ ἡ γλῶσσα σου περιέπλεκε δολιότητας· καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον».
Ἀπὸ τέτοια στόματα, ἀδελφοί μου, οὔτε ὁ Θεὸς οὔτε οἱ ἅγιοί του δέχονται ὕμνον.
Ἂς μὴ ἑορτάζωμεν ἔτσι, ἀδελφοί. Ἂς φέρωμεν τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς εἰς τὸν Θεὸν ἔτσι ὅπως τὰ θέλει καὶ μάλιστα τὰς ἡμέρας τῶν ἑορτῶν αὐτῶν ἵνα ταῖς πρεσβείαις τῶν ἁγίων ἐξαιρέτως δὲ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου γίνωμεν μέτοχοι ἐκείνης τῆς πανηγύρεως καὶ τῆς ἀπεράντου ἐκείνης εὐφροσύνης.
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. τεύχ.1930 8 Ἰουνίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου