Ἀμέσως καὶ ὁλοψύχως!
«Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ, δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
Κυριακή Β΄ Ματθαίου (Ματθ. δ΄ 18-23)
Κυριακή Β΄ Ματθαίου (Ματθ. δ΄ 18-23)
Ἦταν αἱ πρῶται ἡμέραι ἀκόμη. Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος, ἔρριχνεν ἁπαλὰ τὶς ἀκτῖνες τοῦ σωτηρίου φωτός Του εἰς τὴν γῆν, ποὺ ζοῦσε στὸ φρικτὸ σκοτάδι τῆς πλήρους ἀγνοίας τῶν ἐθνικῶν, ἤ τῆς ἀναιμικῆς πίστεως τῶν Ἰουδαίων. «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»..... Ἔτσι ἤρχισε τὸ κήρυγμά Του.
Ἡ βασιλεία, ποὺ θὰ ἀντικαθίστα τὴν «χώραν»καὶ τὴν «σκιὰν» τοῦ θανάτου, ἐπλησίαζε...
Μίαν ἡμέραν, ἐνῷ περιπατοῦσεν εἰς τὴν παραλίαν τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδεν ἐκεῖ τοὺς ἀδελφούς, τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἀνδρέαν. Ἔρριχαν τὰ δίχτυα εἰς τὴν θάλασσαν. Ψαράδες ἦταν..
-Ἐλᾶτε κοντὰ μου καὶ θὰ σᾶς κάμω «ἁλιεῖς ἀνθρώπων», τοὺς εἶπε. Τίποτε ἄλλο. Καμμιὰν ἄλλην ἀμοιβὴν καὶ ὑπόσχεσιν. Ἀλληλοκοιτάχτηκαν. Καὶ χωρὶς συζήτησιν, ἄφησαν τὰ δίχτυα καὶ τὸν ἠκολούθησαν.
Λίγο πιὸ κάτω ἦσαν ἄλλοι δύο ἀδελφοί: Ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωνάννης. Κοντά των καὶ ὁ πατέρας των, ὁ Ζεβεδαῖος. Τακτοποιοῦσαν καὶ αὐτοὶ τὰ δίχτυα. Μὲ ἁπλότητα καὶ χωρὶς πολλὰ λόγια ἐκάλεσε καὶ τοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀδελφούς. Δὲν ἐπερίμεναν περισσότερο. Σηκώθηκαν. Ἄφησαν τὸν πατέρα τους καὶ τὰ δίχτυα καὶ «εὐθέως» ἠκολούθησαν τὸν Χριστόν...
Δὲν τὸν ἠρώτησαν ποῦ θὰ πάνε! Τί θὰ κάμουν! Πῶς θὰ ζήσουν! Ἀ μ έ σ ω ς καὶ χωρὶς ἀναβολὴν παρέδωκαν τοὺς ἑαυτοὺς των ὁ λ ο ψ ύ χ ω ς εἰς τὸν Χριστόν.
Αὐτὸ τὸ «εὐθέως», ποὺ σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὑαγγελιστής, εἶναι πολὺ σημαντικόν, ἀγαπητέ μου ἀναγνῶστα. Ἀφορᾶ καὶ ἡμᾶς. Ἄς τὸ μελετήσωμεν προσεκτικά.
Δεῦτε ὀπίσω μου...
Ἔτσι ἐκάλεσεν ὁ Κύριος τοὺς μαθητάς Του. Χωρὶς καμμίαν ἄλλην ἐλκυστικὴν πρότασιν. Ἁπλῶς τοὺς ὑπεσχέθη νὰ τοὺς κάμῃ «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Περίεργος, βέβαια, κλῆσις. Ἀσφαλῶς δὲν θὰ κατάλαβαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸ βαθύτερον νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Ἦτο χωρὶς λάμψιν ὁ Διδάσκαλος. Χωρὶς πλοῦτον. Χωρὶς μέγαρα καὶ ἀνέσεις. Ἄν ἠρνοῦντο, θὰ ἦτο φυσικόν, δικαιολογημένοι. Καὶ ὅμως δὲν ἠρνήθησαν. Ἐπίστευσαν χωρὶς ἐπιφύλαξιν. Ἠκολούθησαν ἄνευ ἀναβολῆς. Ὁλοψύχως.
Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἤμειψε. Τοὺς ἀνέδειξε πράγματι «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ἐτράβηξαν εἰς τὴν θείαν «σαγήνη», εἰς τὸ εὐλογημένο δίχτυ τῆς πίστεως, τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἐθεμελίωσαν ἔτσι τὸν νέον κόσμον. Αὐτοὶ ἔγιναν οἱ οἰκοδόμοι. Δοξασμένοι καὶ αἰώνιοι.
Τὶ θὰ ἔχαναν ἄν δὲν ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστόν! Ἄν ἀνέβαλλον! Ἄν ἔλεγαν: «ἔχομεν δουλειές», ἀργότερα!
Θὰ ἔμεναν ἀφανεῖς ψαράδες, ποὺ θὰ τοὺς ἔτρωγε τὸ κῦμα, ἡ ἀγωνία καὶ ἡ βιοπάλη... ὅπως τόσοι ἄλλοι στὴν ἐποχή των... Καὶ ὅμως χάρις εἰς τὸ «εὐθέως» ἐσώθησαν.
«Δεῦτε ὀπίσω μου». λέγει καὶ εἰς ἡμᾶς, φίλε ἀναγνῶστα, ὁ Κύριος. Ὄχι βέβαια διὰ νὰ μᾶς κάμῃ «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ὡρισμένοι παίρνουν καὶ αὐτὴν τὴν τιμητικὴν ἀποστολήν. Καὶ γίνονται οἱ σύγχρονοι μικροὶ ψαράδες, ποὺ προσελκύουν εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωὴν τοὺς ἄλλους.
Οἱ ἄλλοι ὅλοι καλοῦνται ἀπὸ τὸν Χριστὸν διὰ νὰ γνωρίσουν βαθύτερα τὸ θέλημά Του, νὰ γίνουν συνειδητότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, νὰ αἰσθανθοῦν δυνατότερα τὶς συγκινήσεις τῆς ἁγίας καὶ εὐλογημένης γνησίας χριστιανικῆς ζωῆς, νὰ καταστοῦν «υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας», νὰ ἀναδειχθοῦν «ἅλας τῆς γῆς», πολῖται τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Μεγάλη ἡ κλῆσις. Καὶ ὑψηλή. Καὶ αἰωνίων συνεπειῶν. Καὶ τὸ ἄξιον προσοχῆς εἶναι, ὅτι δὲν ζητεῖ ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὰς οἰκογενείας μας καὶ τὰς ἐργασίας μας. Οὔτε νὰ ὑποστῶμεν ταλαιπωρίας καὶ θυσίας, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι. Ἐκεῖνοι Τὸν ἠκολούθησαν μέχρι τέλους καὶ ἔδωσαν καὶ τὸ αἷμα των δι’ Αὐτόν. Ἀπὸ ἡμᾶς ὁ Χριστὸς ζητεῖ μόνον νὰ διακόψωμεν τοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτίαν, νὰ εἴμεθα πρᾷοι καὶ εἰλικρινεῖς, ἄνθρωποι τῆς ἀγάπῃς καὶ τῆς καλωσύνης, ψυχαὶ μὲ ἰδανικὰ καὶ ἀνώτερα αἰσθήματα, ὑπάρξεις μὲ δημιουργικὴν πνοὴν καὶ εὐγενεῖς ἐπιδιώξεις. Μὲ ἄλλας λέξεις, ζητεῖ νὰ μᾶς κάμη προσωπικότητας, ποὺ θὰ ξεχύνουν ἄρωμα καὶ πολιτισμὸν κὰι θὰ δημιουργοῦν γύρω των ἀτμόσφαιρα πλυμμυρισμένην ἀπὸ φῶς καὶ ἀρετήν.
Κρῖμα ὅμως! Ἡ ἀπάντησις εἰς τὴν κλῆσιν τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς στερεότυπη: «Σήμερα ἔχομε δουλειές. Αὔριον βλέπομεν». «Ἄν περάσῃ καὶ αὐτὸς ὁ χρόνος». «Ἔχομε καιρόν». «Βρὲ ἀδελφέ, μὴ βιάζεσαι. Δὲν χάθηκε ὁ κόσμος». Καὶ ὁ καιρὸς περνᾷ. Καὶ ἡ ἡλικία προχωρεῖ καὶ αὐτή. Καὶ τὰ μαλλιὰ ἀσπρίζουν. Καί....
Γιὰ σταθῆτε. Τὸ λάθος μας εἶναι φοβερόν.
Αὐτὴ ἡ ἀναβολὴ ἠμπορεῖ νὰ θάψῃ τὴν αἰώνιαν εὐτυχίαν μας. Δὲν λέγομεν ὑπερβολάς. Γιατὶ λησμονοῦμεν δυὸ σοβαρὰς πλευρὰς τοῦ θέματος;
Πρῶτον. Ποῦ τὸ ξέρεις;
Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θὰ ζήσωμεν ἀρκετὰ ἀκόμη χρόνια, ὥστε νὰ δικαιολογῆται αὐτὴ ἡ ἀναβολή; Δὲν βλέπομεν γύρω μας πόσον ἀδυσώπητος εἶναι ὁ θάνατος; Τὸ δρεπάνι του κοφτερό, θερίζει ἀπροειδοποίητα τοὺς φτωχοὺς ὁδοιπόρους τῆς γῆς.... Δὲν κάμει διακρίσεις. Βασιλεῖς καὶ μεγάλοι εἰς τὸν τάφον, ὅπως καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ ἄσημοι.
Ἔρχεται ὡς «κλέπτης ἐν νυκτί» ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου, διὰ νὰ θέσῃ τέρμα εἰς ὄνειρα καὶ ἐπιδιώξεις, διὰ νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμὴν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κυνηγᾷ τὴν «χίμαιραν», διὰ νὰ διαλύσῃ οἰκογενείας, διὰ νὰ διαψεύσῃ προσδοκίας, διὰ νά....
Καὶ ἄν ἔλθῃ, ἀδελφέ, εἰς ὥραν, ποὺ ἡμεῖς ἔχομεν ἀκόμη ἁπλωμένα τὰ δίχτυα τῶν ὑποθέσεών μας, χάριν τῶν ὁποίων ἀνεβάλαμεν τὴν προσέλευσίν μας εἰς τὸν Χριστόν; Ἄν ἔλθῃ εἰς τοιαύτην ὥραν; Γυμνὴ ἡ ψυχή μας, τραυματισμένη ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ διαβόλου, ρυπαρὰ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν, ἀνίσχυρη, ἔνοχος, ἀπροσταύτευτη, ἐγκαταλελειμμένη ἀπὸ ὅλα καὶ ἀπὸ ὅλους, τί θὰ ἀπαντήσῃ εἰς τὸν Θεόν, πῶς θὰ δικαιολογηθῇ διὰ τὴν ἀναβολή, διὰ τὴν κατάπτωσίν της;
Μή! Μὴ ἀναβάλωμεν δι’ αὔριον, ὅ,τι ἠμποροῦμεν νὰ κάνωμεν σήμερον. Τὸ «αὐριον» δὲν εἶναι ἰδικόν μας. Εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ μὴ τὸ ἀντικρύσωμεν. Τὸ «σήμερον» μόνον μᾶς ἀνήκει. Ἄς μὴ τὸ ἀφήσωμε νὰ παρέλθῃ ἀνεκμετάλλευτον καὶ νεκρόν. Ὁ δρόμος τοῦ «αὔριον» ὁδηγεῖ εἰς τὴν πόλιν τοῦ «ποτέ», λέγει μία σοφὴ παροιμία.
Πολλὰ ἔργα ἔμειναν στὴ μέση, ἐνῷ ἦτο δυνατὸν νὰ ὁλοκληρωθοῦν. Ἡ συνεχὴς ἀναβολὴ τὰ ἐματαίωνεν. Ἔτσι ἦλθεν ὁ θάνατος καί.... Ἄς κάμωμεν, λοιπόν, χωρὶς ἀναβολὴν τὸ καθῆκόν μας. Εἶναι πιὸ ἀργὰ ἀπὸ ὅ,τι νομίζομεν. Τὸ κερὶ τῆς ζωῆς μας σβήνει κάποτε ἀπότομα. Καὶ ἄν ἤδη πλησιάζῃ;
Καὶ δεύτερον. Θὰ τὸ θέλῃς τότε;
Ἀναβάλλομεν. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς. Ἡμεῖς τίποτε. «Ὅταν γηράσω. Ἔχω καιρόν». Πολὺ καλά. Ἔχεις καιρόν. Δηλ. ἄν τὸν ἔχῃς. Ἔστω ὅμως. Θὰ ἕχῃς ἇρά γε τότε τὴν διάθεσιν; Καὶ ἄν σκληρυνθῇ ἡ ψυχή; Καὶ ἄν ἡ ἁμαρτία διαποτίσῃ τὸ εἶναι μας κατὰ τρόπον μόνιμον καὶ ὁλοκληρωτικόν; Καὶ πεθάνῃ μέσα μας ἡ ἐπιθυμία μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς; Καὶ διαστραφῇ ἡ συνείδησις; Καὶ νεκρωθῇ ἡ πίστις;
Ἡ διάθεσις τῆς ψυχῆς πρὸς μετάνοιαν ὁμοιάζει μὲ εὐαίσθητο σπάνιο λουλούδι. Φυτρώνει ὡρισμένην ἐποχὴν καὶ χρειάζεται πολὺ ὁμαλὰς καιρικὰς συνθήκας. Στὸ χειμῶνα, στὸ λίβα δὲν ἀντέχει. Καίεται καὶ ξηραίνεται....
Πόσες ψυχὲς ἔπαθαν αὐτὴν τὴν φθοράν! Πόσοι ἄφησαν τὴν εὐκαιρίαν νὰ περάσῃ, καὶ ἀργότερα δὲν ξανῆλθε ἤ δὲν ἦσαν πιὰ πρόθυμοι νὰ τὴν ἐκμεταλευθοῦν! Καὶ ἔφυγαν μὲ τὰ μεγάλα χρέη ἀνεξόφλητα! Ὑπόδικοι! Χρεῶσται! Γιὰ πάντα. Χωρὶς ἐλπίδα πιὰ ἀλλαγῆς! Μὴν ποῦμε, λοιπόν, ὅτι θὰ «ἀκολουθήσω τὸν Χριστὸν ἀργότερα».
Αὐτὸ σημαίνει ματαίωσιν. Καὶ αὐτὴ ἡ ματαίωσις εἶναι ὄλεθρος. Χωρὶς τέλος. Χωρὶς ἐλπίδα μεταβολῆς. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς, εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορινθ. στ΄ 2) . «Νῦν». Τώρα. Ὅχι αὔριον. Λοιπὸν, ἀδελφοί, «μὴ καθεύδωμεν, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν» (Α΄ Θεσ/κεῖς ε΄ 6), μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ἡ ἀναβολὴ εἶναι ὕπνος ὕπουλος. Ἀποκοιμίζει τὸν ἄνθρωπον σὲ στιγμὴν, ποὺ ὁ διάβολος κάμει ἀνεμπίδιστα τὸ ἔργον τῆς φθορᾶς.
Βγάζει σιγὰ-σιγὰ τὰ ἀγκωνάρια ἀπὸ τὴν οἰκοδομήν. Μᾶς ξεγελάει μὲ τὴν σκέψιν, ὅτι ἔχομεν καιρόν.... Και αἴφνης, ὅλα γίνονται συντρίμμια. Τὸ σπίτι πέφτει. Καὶ παρασέρνει μὲ τὴν πτῶσιν του τὰ πάντα. Ψυχήν, σωτηρίαν, παράδειον... Τρομερόν!
Ἀγαπητοί,
Ἦταν κλειδοῦχος σὲ σιδηροδρομικὸ σταθμό. Χρόνια πολλά. Κανόνιζε μὲ τὰ κλειδιὰ του τὶς γραμμές. Ἤξερε πότε ἔρχονται τὰ τραῖνα.
Μιὰ βραδιὰ εἶχαν ἔλθει κάποιοι φίλοι του. Θέλησε νὰ τοὺς περιποιηθῇ. Ἔστρωσαν τραπέζι στὸ σπίτι του. Εἶχαν καὶ λιγάκι κρασί. Ἦλθαν στὸ κέφι... Ὥρα 10.30΄ μ.μ. Σκοτάδι ἔξω. Στὶς 12.15΄ περνοῦσεν ἡ ταχεῖα. Ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ἐλεύθερη τὴ γραμμή. Δὲν σταματοῦσε σ’ αὐτὸν τὸν σταθμόν. Κοίταξε τὸ ὡρολόγι του.
-Ἔχουμε ἀκόμη καιρό, εἶπε. Ἀργότερα.
Ὥρα 11. 39΄.... 12.... 12.14΄... Σφυρίζει ἡ ταχεῖα... Θυμήθηκε τότε, ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀνοίξῃ τὴ γραμμή... Ἔτρεξε. Δὲν ἐπρόφθασε. Σὲ λίγο ἀκούστηκε ἕνας δαιμονιώδῃς κρότος. Φωνές, κλάματα, αἵματα... Καὶ τὸ σκοτάδι ἀπαίσιο... Τὶ εἶχε συμβῇ... Ἡ ταχεῖα μπῆκε σὲ ἄλλη γραμμή. Ἔπεσαν ἐπάνω σὲ σταματημένα βαγόνια. Σύγκρουσις τρομερά. Ἔξετροχιάσθη. Νεκροὶ καὶ τραυματίαι ἀρκετοί.... Ὁ κλειδοῦχος τρελλάθηκε ἀπὸ τὴ θλῖψι του. Ἐγύριζε χρόνια στοὺς δρόμους καὶ ἐφώναζε:
-Ἐγὼ φταίω. Ἐγὼ φταίω.
Ἀδελφοί μου,
Ἀπὸ τὰ συντρίμμια τοῦ τραίνου, ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν τραυματιῶν, ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔρχεται καθαρὰ ἡ προτροπή, ποὺ μᾶς λέγει:
-Σᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ Τὸν ἀκολουθήσετε. Μὴ ἀναβάλλετε οὔτε στιγμήν. Ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία σας. Σπεύσατε! Ἀμέσως καὶ ὁλοψύχως!....
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.52-56)
Ἐκδόσεις Β΄Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου