Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Ἐν Πειραιεῖ 25-5-2014
Γεμάτο λύπη καί πικρία παρακολούθησε τὸ θεοσεβὲς πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τίς, ἐντός τοῦ πλαισίου τοῦ παναιρετικοῦ διαχριστιανικοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἔσχατες καινοφανεῖς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος συναντήθηκε στά Ἱεροσόλυμα τό διάστημα 25 καί 26 Μαΐου ἑ.ἔ. μέ τόν ἀρχηγό τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ καί αἱρεσιάρχη «πάπα Ρώμης», ἐκλαμπρότατο κ. Φραγκίσκο. Στίς 25-5 ὑπέγραψαν ‘Κοινή Δήλωση’[1], τήν ὁποία θά σχολιάσουμε παρακάτω.
Ἐν Πειραιεῖ 25-5-2014
Εἰσαγωγή
Γεμάτο λύπη καί πικρία παρακολούθησε τὸ θεοσεβὲς πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τίς, ἐντός τοῦ πλαισίου τοῦ παναιρετικοῦ διαχριστιανικοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἔσχατες καινοφανεῖς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος συναντήθηκε στά Ἱεροσόλυμα τό διάστημα 25 καί 26 Μαΐου ἑ.ἔ. μέ τόν ἀρχηγό τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ καί αἱρεσιάρχη «πάπα Ρώμης», ἐκλαμπρότατο κ. Φραγκίσκο. Στίς 25-5 ὑπέγραψαν ‘Κοινή Δήλωση’[1], τήν ὁποία θά σχολιάσουμε παρακάτω.
Ἐν πρώτοις, ἀναγινώσκοντας κανείς την ‘Κοινή Δήλωση’,
μπορεῖ κάλλιστα νά κάνει λόγο γιά μιά παπική-οὐνιτική ‘Κοινή Δήλωση’, στήν ὁποία
κυριαρχεῖ ἡ νέα λατινική ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία οὐσιαστικῶς ἀποτελεῖ πλήρη ἐφαρμογή
τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου καί ἀπό την ὁποία λείπει ὁποιαδήποτε
Ὀρθόδοξη ἀναφορά, ὁπότε μποροῦμε να μιλᾶμε γιά μία ἀκόμη νίκη τοῦ Βατικανοῦ καί
γιά μία ἀκόμη ἤττα τοῦ Φαναρίου καί ὑποχώρηση στά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Α) Ὁ κοινός Λυτρωτής καί ἡ αἵρεση
τοῦ Filioque
Στήν
εἰσαγωγή τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος ἡμῶν, εἶναι ὁ
κοινός Λυτρωτής τοῦ Πάπα Φραγκίσκου
καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαῖου, ὁ Ὁποῖος ἀπέστειλε τό Ἅγιον Πνεῦμα. Πιό κάτω στήν παράγραφο 2
λέγεται ὅτι μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα
δύναται νά τούς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πορείαν πρός τήν ἑνότητα.
Τά
παραπάνω σημεῖα τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ δημιουργοῦν τήν ἑσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ὁ
αἱρεσιάρχης Πάπας καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης πιστεύουν στόν ἴδιο Χριστό, τήν
στιγμή πού αὐτό δέν συμβαίνει, καί
βεβαίως δέν μᾶς λένε ποιό εἶναι αὐτό τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού θά τούς ὁδηγήσει στήν
ἑνότητα, τό Ὀρθόδοξο Ἅγιον Πνεῦμα ἤ τό Παπικό «Ἅγιον Πνεῦμα», ἀφοῦ ἀποκρύπτεται
τεχνηέντως ἡ φρικτή αἵρεση τοῦ Filioque
τῶν Παπικών.
Σύμφωνα
μέ τόν ἐλλογιμώτατο Καθηγητή τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο
Τσελεγγίδη, «ἡ ἔνταξη
καί ἡ παραμονή στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι
ἀπροϋπόθετη. Προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν χωρίς ὅρους ἀποδοχή
καί ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς
πίστεως, ὅπως αὐτή ἑρμηνεύτηκε καί ὁριοθετήθηκε ἀπό τίς ἀποφάσεις
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὅταν κάποιος πιστός -ἀνεξάρτητα ἀπό
τή θεσμική θέση, πού ἔχει στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας- ἤ σύνολα πιστῶν -ἀνεξαρτήτως
τοῦ ἀριθμοῦ τους- παραβιάσουν ἐκ πεποιθήσεως τήν ὁριοθετημένη
πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκόπτονται ἀπό τό σῶμα της. Καί ἄν εἶναι σ' ὁποιοδήποτε
ἱερατικό ἀξίωμακαθαιροῦνται, ἐνῶ οἱ λαϊκοί ἀφορίζονται, ὅπως προκύπτει ἀπό
τά Πρακτικά τῶν ΟἰκουμενικῶνΣυνόδων. Τοῦτο σημαίνει
ὅτι δέν μποροῦν στό ἑξῆς νά μετέχουν καί νά κοινωνοῦν στά μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας.
Οἱ Παπικοί ἔχουν ἐκπέσει ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐπισήμως
τόν 11ο αἰώνα. Τό 1014 εἰσήγαγαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν ἐσφαλμένη
δογματική διδασκαλία τους γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό γνωστό Filioque.
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία αὐτή τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς θεῖο Πρόσωπο ἔχει
τήν ὕπαρξή του ἐκπορευτῶς καί ἀπό
τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό. Ἡ δογματική διδασκαλία τῶν Παπικῶν ὅμως
ἀνατρέπει
τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας στόν Τριαδικό Θεό, ἀφοῦ κατά
τόν Εὐαγγελιστη Ἰωάννη τό Πνεῦμα
τῆς Ἀληθείας «παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»
(15, 26). Ἄλλωστε, ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος διά τοῦ Προέδρου της, ἁγίου
Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἀναφερόμενη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καθόρισε
ἀπαγορευτικά, ὅτι «οὐδενί ἐπιτρέπεται
λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε ἤ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβήν»
(σέ κανέναν δέν ἐπιτρέπεται νά προσθέσει ἤ νά ἀφαιρέσει οὔτε μία συλλαβή
ἀπό αὐτά πού διατυπώθηκαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως). Ὅλες οἱ ἑπόμενες
Οἰκουμενικές Σύνοδοικατακύρωσαν
τίς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς.
Εἶναι, λοιπόν, προφανές ὅτι οἱ Παπικοί ἔχουν ἐκπέσει
ἀπό τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας»[2].
Με βάση τα ἀνωτέρω, ἀτυχέστατη εἶναι καί ἡ φράση τῆς
παραγράφου 2, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι «κατά τά ἔτη ταῦτα, ὁ Θεός, ἡ πηγή πάσης εἰρήνης καί ἀγάπης,
μᾶς ἐδίδαξε νά σεβώμεθα ἀλλήλους ὡς μέλη
τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας, ὑπό τόν ἕνα Κύριον καί Σωτῆρα Ἰησοῦν Χριστόν
καί νά ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὥστε νά δυνηθῶμεν νά ὁμολογήσωμεν τήν πίστιν μας εἰς τό ἴδιον Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὅπως
παρελήφθη ὑπό τῶν Ἀποστόλων καί ἐξεφράσθη καί μετεδόθη εἰς ἡμᾶς ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας».
Β) Ἡ ἀναγνώριση τοῦ αἱρεσιάρχου
Πάπα ὡς Ἐπισκόπου μέ ἔγκυρη ἱερωσύνη καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ ὡς Ἐκκλησίας
Στήν
παράγραφο 1 λέγεται ὅτι «ἡ συνάντησις ἡμῶν,
μία εἰσέτι συνάντησις τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως,
ἱδρυθεισῶν ὑπό τῶν δύο αὐταδέλφων Ἀποστόλων Πέτρου καί Ἀνδρέου, εἶναι πηγή
πνευματικῆς χαρᾶς δι᾽ ἡμᾶς».
Μέ
τόν παραπάνω ἰσχυρισμό ὅλως ἀντικανονικῶς καί ἑσφαλμένως ἀναγνωρίζεται ἱερωσύνη
καί ἐκκλησιαστικότητα στόν αἱρεσιάρχη Πάπα καί τήν αἱρετική θρησκευτική
παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ.
Ὁ
κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης ἐπισημαίνει ὅτι
«μέ τήν ἀποστολική
πίστη συνδέεται ἀδιαίρετα καί ἡ ἀποστολική διαδοχή.
Ἡ ἀποστολική διαδοχή ἔχει οὐσιαστικό περιεχόμενο μόνο μέσα
στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καί προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν ἀποστολική πίστη.
Λέγοντας ἀποστολική διαδοχή ἐννοοῦμε τήν
ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς Ἀποστόλους.
Ἡ συνέχεια αὐτή ἔχει χαρισματικό χαρακτήρα καί διασφαλίζεται
μέ τή μετάδοση τῆςπνευματικῆς
ἐξουσίας τῶν Ἀποστόλων στούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας καί δι' αὐτῶν
στούς ἱερεῖς.
Ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς πνευματικῆς-ἀποστολικῆς
ἐξουσίας στούς Ἐπισκόπους γίνεται μέ τή χειροτονία.
Ἄν, ἑπομένως, κάποιος ἐπίσκοπος ἔχει λάβει μέ κανονικό - ἐκκλησιαστικό
τρόπο τή χειροτονία
του καί στή συνέχεια βρεθεῖ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἐξαιτίας τῆς ἐσφαλμένης
πίστεώς του, παύει οὐσιαστικά νά ἔχει καί τήν ἀποστολική διαδοχή,
ἀφοῦ αὐτή ἔχει νόημα μόνο μέσα στό μυστηριακό
σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, ἄν κάποιος ἐπίσκοπος ἤ καί ὁλόκληρη
τοπική Ἐκκλησία -ἀνεξαρτήτως ἀριθμοῦ μελῶν- ἐκπέσουν ἀπό
τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκφράστηκε ἀλαθήτως στίς Οἰκουμενικές
Συνόδους, παύουν νά ἔχουν οἱ ἴδιοι τήν ἀποστολική διαδοχή, ἐπειδή
βρίσκονται ἤδη ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Καί, ἀφοῦ
διακόπτεται ἡ ἀποστολική διαδοχή οὐσιαστικά, δέν μπορεῖ νά γίνεται
λόγος γιά κατοχή ἤ γιά συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς στούς ἐκπεσόντες
ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Μέ βάση τά παραπάνω, ὁ ἴδιος ὁ Πάπας, ἀλλά
καί τό σύνολο τῶν Παπικῶν «ἐπισκόπων» στεροῦνται τήν ἀποστολική διαδοχή,
ἐπειδή, στερηθέντες τήν ἀποστολική πίστη, ἐξέπεσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, λόγος
γιά ἀποστολική διαδοχή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λόγος ἀτεκμηρίωτος
ἐπιστημονικά,
εἶναι δηλαδή λόγος ἀθεολόγητος.
Ἡ ἱερωσύνη στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τελεῖ τά μυστήρια
τῆς Ἐκκλησίας Του διά τῶν Ἐπισκόπων καί Ἱερέων Του.
Ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τήν ἀδιάκοπη συνέχειά
της ἀπό τούς Ἀποστόλους, προϋποθέτει δηλαδή τήν ἀποστολική διαδοχή.
Πρωτίστως ὅμως ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τόν Θεάνθρωπο Χριστό ὡς ἱερουργό
στό μυστηριακό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία. Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ ἱερωσύνη
τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται στήν
Ἐκκλησία καί παρέχεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό διά τῆς Ἐκκλησίας
Του καί γιά τήν Ἐκκλησία
Του. Αὐτονομημένη ἱερωσύνη καί αὐτονομημένα ἀπό τήν Ἐκκλησία
μυστήρια δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν.
Ἡ ἱερωσύνη, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλα τά μυστήρια,
ἀποτελεῖ λειτουργική φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας (ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται
ἐν τοῖς μυστηρίοις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα). Τοῦτο σημαίνει, ὅτι
γιά νά ὑπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως νά ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία.
Τά μυστήρια εἶναι σάν τά κλαδιά ἑνός δένδρου.
Ζωντανά κλαδιά, πού ἀνθοῦν καί καρποφοροῦν, μποροῦν νά ὑπάρχουν μόνον
ὅταν αὐτά εἶναι ὀργανική
προέκταση τοῦ δένδρου, ὅταν δηλαδή εἶναι ὀντολογικά συνδεμένα μέ
τόν κορμό τοῦ δένδρου.
Εἶναι θεολογικά ἀκατανόητο νά ὑποστηρίζεται
ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι Παπικοί ἔχουν ἔστω καί ἕνα μυστήριο, π.χ.
τό βάπτισμα. Τό θεμελιῶδες ἐρώτημα πού πρέπει νά τίθεται ἐδῶ εἶναι
: Ποιός ἱερούργησε τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος; Ποῦ βρῆκε τήν ἱερωσύνη
ὁ ἱερουργός; Ποιός τοῦ ἔδωσε τήν ἱερωσύνη,ἀφοῦ αὐτήν τήν παρέχει
μόνον ἡ Ἐκκλησία; Καί ποῦ βρέθηκε ἡ Ἐκκλησία στούς ἑτεροδόξους, ἀφοῦ
αὐτοί λόγῳ τῆς ἐσφαλμένης
δογματικῆς πίστεώς τους ἐξέπεσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία»[3];
Γ)
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέν ἰδρύθηκε ἀπό τόν Ἀπ. Πέτρο, ἀλλά ἀπό τόν Ἀπ. Παῦλο
Στήν
ἴδια παράγραφο (1) ὑποστηρίζεται ἀμάρτυρα ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἰδρύθηκε ἀπό
τον Ἀπ. Πέτρο. «Ἡ συνάντησις ἡμῶν, μία εἰσέτι
συνάντησις τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ἱδρυθεισῶν
ὑπό τῶν δύο αὐταδέλφων Ἀποστόλων Πέτρου καί Ἀνδρέου».
Ὑπάρχουν, ὅμως, σαφεῖς ὡσαύτως μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς
(Πράξεις τῶν Ἀποστόλων), ἀλλά καί τῆς ἱστορίας (ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως), ἀπό
τίς ὁποίες πλήρως, καί καθ’ ἡμᾶς, ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος οὔτε ἱδρυτής
ὑπῆρξε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οὔτε στήν πόλη αὐτή μαρτύρησε· οὔτε κἄν μετέβη
σ’αὐτήν[4].
Δ) Ὁ ὅρος «ἀδελφές ἐκκλησίες»
Στήν
παράγραφο 2 ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη ἦταν ἀδελφική. Κατά
τήν ‘Κοινή Δήλωση’, Πάπας καί Πατριάρχης εἶναι «ἀδελφοί» καί κατ’ἐπέκτασιν Ρώμη
καί Κωνσταντινούπολη εἶναι «ἀδελφές ἐκκλησίες».
Ὃμως, σύμφωνα μέ τόν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, «ὁ ὅρος
«ἀδελφές Ἐκκλησίες» εἶναι ἀπό ἀδόκιμος ἕως ἀπαράδεκτος. Ἀδόκιμος
θεολογικά εἶναι, ὅταν χρησιμοποιεῖται, γιά νά ἐκφράσει τή σχέση
μεταξύ τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τελείως ἀπαράδεκτος θεολογικά
εἶναι ὁ ὅρος, ὅταν χρησιμοποιεῖται
γιά νά προσδιορίσει τόν ὀντολογικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
καί τοῦ Παπισμοῦ.
Καταρχήν, ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» δέν εἶναι
βιβλικά θεμελιωμένος, οὔτε κἄν νομιμοποιημένος. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται
στίς διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες, δέν τίς ἀποκαλεῖ «ἀδελφές», οὔτε ὑπονοεῖ ὅτι ὑπάρχει
κάποια Ἐκκλησία ὡς «μητέρα» αὐτῶν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἔχει
τή συνείδηση ὅτι
ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὅτι αὐτή ἔχει καθολικό χαρακτήρα, μέ τήν
ἔννοια τῆςπληρότητας τῆς
ἀληθείας καί τῆς ζωῆς της, κεφαλή τῆς ὁποίας εἶναι, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ,
ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔτσι, ὅταν ἀπευθύνεται σέ κάποια τοπική Ἐκκλησία,
ἔχει τή στερεότυπη ἔκφραση : «τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ οὔσῃ
ἐν... (π.χ. Κορίνθῳ)». Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ φανέρωση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας
μπορεῖ νά γίνεται σέ κάθε τόπο, ὅπου ὑπάρχει ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα
τῶν πιστῶν ὑπό τόν Ἐπίσκοπό της. Εἶναι βεβαίως αὐτονόητο ὅτι ἡ ἑνότητα
τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν αὐτῶν διασφαλίζεται μέ τήν κοινωνία μεταξύ
τους στήν αὐτή πίστη, ζωή καί ἐκκλησιαστική τάξη. Τήν ἑνότητα τῶν
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἐγγυᾶται στήν πράξη
ἡ σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τους.
Ἀπό τά παραπάνω γίνεται κατανοητό ὅτι, ἀφοῦ
καί οἱ ὁμόφρονες τοπικές Ἐκκλησίες στό πλαίσιο τῆς Ὀρθοδοξίας δέν
νομιμοποιοῦνται θεολογικά, ὅταν ὀνομάζονται «ἀδελφές», πολύ περισσότερο
δένὑπάρχει θεολογικό-ἐκκλησιολογικό
ὑπόβαθρο γιά νά ὀνομάζονται «ἀδελφές Ἐκκλησίες» ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
καί ὁ Παπισμός. Ἄλλωστε ὁ Παπισμός δέν μπορεῖ νά ὀνομάζεται κατά κυριολεξία
Ἐκκλησία μετά τό 1014, ἐπειδή ἀπό τότε ὑφίστανται πνευματικῶς γι'
αὐτόν τά ἐπιτίμια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ
συνέπεια τήν ἔκπτωση ἀπό τό Θεανθρώπινο σῶμα.
Εἶναι λοιπόν φανερό ὅτι, ἐπισήμως, ἀπό τό
1014 ὁ Παπισμός δέν εἶναι Ἐκκλησία. Τοῦτο πρακτικῶς σημαίνει ὅτι δέν ἔχει
τήν ὀρθή ἀποστολική πίστη καί τήν ἀποστολική διαδοχή. Δέν ἔχει
τήν ἄκτιστη Χάρη
καί κατ’επέκταση δέν ἔχει τά θεουργά μυστήρια, πού καθιστοῦν τό Θεανθρώπινο
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
«κοινωνία θεώσεως» τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ
παρά νά εἶναι καί νά παραμένει ἕως τῆς συντελείας μία καί ἀδιαίρετη,
κάθε χριστιανική κοινότητα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ἁπλά
αἱρετική»[5].
Ε) Κοινωνία ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ.
Στήν
δεύτερη παράγραφο τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ γράφεται ὅτι ἡ πορεία πρός τήν ἑνότητα εἶναι ἡ κοινωνία ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ. «Ἡ
ἀδελφική ἡμῶν συνάντησις σήμερον εἶναι ἕν νέον καί ἀναγκαῖον βῆμα εἰς τήν
πορείαν πρός τήν ἑνότητα, πρός τήν ὁποίαν μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα δύναται νά μᾶς ὁδηγήσῃ,
ἐκείνην τῆς κοινωνίας ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ».
Εἶναι
φανερό ὅτι ἡ ‘Κοινή Δήλωση’ κάνει λόγο γιά τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τῆς ἑνότητος
ἐν τῆ ποικιλία (unity
in
diversity),
οὐσιαστικά δηλ. γιά οὐνιτική ἕνωση. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
ὅμως, δέν ἰσχύει ἡ ἕνωση τύπου Οὐνίας, πού θέλει νά ἐπιβάλλει ὁ Παπισμός, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε «ὁμολογία» θά κρατήσει
τή δική της πίστη καί τά ὅποια δικά της ἐκκλησιαστικά ἤθη καί ἔθιμα, δέν θά ἀλλάξει
τίποτα, μόνο πού θά πρέπει νά ἀναγνωρίσει τό οἰκουμενικό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα καί νά
τόν μνημονεύει στά δίπτυχα καί τίς ἀκολουθίες. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑφίσταται
μονάχα ἕνα καί ἀποκλειστικό μοντέλο καί σχῆμα ἐπανενώσεως τῶν αἱρετικῶν μέ τήν Καθολική
Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν, τήν ἐπίσημη
ἀποκήρυξη τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν τους, τήν δημόσια ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως
καθ'ὁλοκληρίαν καί τήν ἐπιστροφή τους στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξο
Ἐκκλησία. Οἱ Ὀρθόδοξοι προσευχόμασθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός
νά ἐπισυναγάγει τούς
πεπλανημένους αἱρετικούς καί ἑτεροδόξους διά τῆς μετανοίας καί τῆς ἀποκηρύξεως τῆς
πλάνης τους στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
ΣΤ) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Στήν
παράγραφο 2 τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’, γράφεται ἐπίσης ὅτι «ὁ ἐναγκαλισμός, ὁ ὁποῖος ἀντηλλάγη μεταξύ τοῦ Πάπα Παύλου Στ´ καί τοῦ
Πατριάρχου Ἀθηναγόρου ἐδῶ εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, μετά ἀπό αἰῶνας σιωπῆς, ἤνοιξε
τόν δρόμον διά μίαν ἱστορικήν χειρονομίαν, τήν ἐξάλειψιν ἀπό τήν μνήμην καί ἀπό
τοῦ μέσου τῆς Ἐκκλησίας τῶν πράξεων τῶν ἀμοιβαίων ἀναθεμάτων τοῦ 1054».
Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
δέν μπορεῖ νά γίνει ἀπό κανένα θεσμικό πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας,
ὅσο ψηλά καί ἄν βρίσκεται στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, παρά μόνον
ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀλλά
καί τοῦτο μπορεῖ νά γίνει μόνο στήν περίπτωση πού ἀρθοῦν προηγουμένως
οἱ δογματικοί λόγοι, στούς ὁποίους οὐσιαστικά ὀφείλεται ἡ ἔκπτωση
τοῦ Παπισμοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία[6].
Ζ) Το ἀληθές νόημα τοῦ χωρίου «ἵνα
πάντες ἕν ὦσιν»
Παραλλήλως,
στήν παράγραφο 2 τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’, ἀναφέρεται ὅτι «ἐπιβεβαιοῦμεν σήμερον τήν δέσμευσίν μας νά συνεχίσωμεν βαδίζοντες ἀπό
κοινοῦ πρός τήν ἑνότητα, διά τήν ὁποίαν προσηυχήθη ὁ Κύριος πρός τόν Πατέρα «ἵνα
πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν. 17, 21)».
Τό πασίγνωστο χωρίο «ἵνα ὧσιν ἕν» ἀπό τήν ἀρχιερατική
προσευχή τοῦ Κυρίου ἐπιστρατεύεται ἀπό τούς συντάκτες τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’,
γιά νά στηρίξει τὴν ἐγγενῆ στὴν Ἐκκλησία ἀνάγκη
ἐπιδείξεως φιλενωτικοῦ πνεύματος.
Σύμφωνα μέ τήν Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ἡ τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου αἴτηση πρὸς τὸν Θεὸν
Πατέρα «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» ἐκπληρώνεται ἤδη ἐντὸς τῆς
Μιᾶς Ἐκκλησίας,
διότι τὸ αἴτημα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώνεται διὰ τῆς ταυτότητος τῆς ὀρθοδόξου
Πίστεως πάντων· δὲν ὑφίσταται, λοιπὸν, ἐκκρεμότητα ὡς πρὸς τοῦτο, ἀλλ’ ἐκκρεμεῖ
ἡ ὑπὸ τῶν ἑτεροδόξων ἀποδοχὴ τῆς μόνης ἀληθοῦς Πίστεως · ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦτο παρατηρεῖ : «Ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς
σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί, καὶ ἐγὼ ἐν σοί [...] Τί εἶναι, λοιπόν, τὸ “Ἐν ἡμῖν”; Στὴν
πίστη πρὸς ἐμᾶς. Ἐπειδὴ βέβαια τίποτε δὲν σκανδαλίζει ὅλους, ὅσο ἡ
διάσπαση, αὐτὸ κατασκευάζει, ὥστε νὰ γίνουν ἕνα. Τί, λοιπόν; Τὸ κατόρθωσε αὐτό,
λέγουν; Καὶ πάρα πολύ τὸ κατόρθωσε. Διότι,
ὅλοι ὅσοι πίστευσαν μέσῳ τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἕνα, μολονότι
κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀποσπάστηκαν [...] Εἴτε γιὰ τὰ σημεῖα, εἴτε γιὰ
τὴν ὁμόνοια, εἴτε γιὰ τὴν εἰρήνη ὁμιλεῖ, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ
Ἴδιος ποὺ τοὺς τὰ ἔχει δώσει. Ἔτσι, ἦταν φανερὸ ὅτι [μόνο] γιὰ
παρηγοριὰ δική τους γίνεται ἡ προσευχὴ αὐτή»[7].
Ἡ δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, χάρη στοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι κάτι τό ζητούμενον,
ἀλλὰ κάτι τὸ δεδομένον. Οἱ Ἅγιοι, οἱ θεούμενοι, ἔχουν τὴν μεταξύ
τους ἑνότητα τῆς δογματικῆς Πίστεως, χάρη στὴ θεωτική, ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, οἱ δὲ ὑπόλοιποι πιστοὶ κατέχουν ἀλαθήτως τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη
τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες, «ἑπόμενοι τοῖς θείοις
Πατράσι». Ἀντιθέτως πρὸς τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη, τὴν δογματικὴ ὁμοφωνία
τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη ὡς ἀρετή, ὡς πεποίθηση στὸ Θεό, ποικίλλει μεταξὺ τῶν
πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἁγίων, κατὰ τὰ μέτρα τῆς προόδου ἑκάστου. Χάρη στὸ γεγονὸς
αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ δογματικὴ ἑνότητα εἶναι κάτι δεδομένον καὶ ὄχι
ζητούμενον, ἡ Ἐκκλησία δὲν εὔχεται ὑπὲρ τῆς θεραπείας μιᾶς ἀνυπάρκτου
διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ εὔχεται ὑπὲρ ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ὅπως
εἶναι μαρτυρημένο στὰ λειτουργικὰ κείμενά της[8]. Ἀντιθέτως, ἡ πρακτικὴ τῶν
Οἰκουμενιστῶν εἶναι προφάσει τῆς φράσεως αὐτῆς νὰ προβοῦν σὲ συγκόλληση
ἑτεροπίστων ὁμολογιῶν.
Τὴν παραπλανητικὴ
αὐτὴ τακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν στιγματίζει καὶ ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος,
ὁ ὁποῖος ἀναφέρει χαρακτηριστικά : «Μερικοὶ
θεολόγοι ἑρμηνεύουν τὴ φράση τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» (Ἰω.
17/ιζ΄, 21), ποὺ εἶναι τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς Του, μὲ τὸ ὅτι
δῆθεν ἀνaφέρεται στὴν μελλοντικὴ ἑνότητα
τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὴν χρησιμοποιοῦν κατὰ κόρον, γιὰ νὰ δηλώσουν ὅτι ὁ
Χριστὸς προανήγγειλε ὅτι ὅλες οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες θὰ ἀποκτήσουν
στὸ μέλλον ἑνότητα μεταξύ τους καὶ θὰ ἀποτελέσουν τὴ “μία” ἐκκλησία,
ὑπονοώντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία τώρα εἶναι διασπασμένη. Ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία
τῆς φράσεως εἶναι διαφορετική. Τὸ “ἵνα πάντες ἓν ὦσι”, ἐὰν διαβάσει
κανεὶς πολὺ προσεκτικὰ ὅλο τὸ κείμενο τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, θὰ
δεῖ ὅτι συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ ἄλλες φράσεις, ὅπως “καθὼς σύ, πάτερ,
ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί” (Ἰω. 17/ιζ΄, 21) καὶ τὴ φράση “ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ
σὺ ἐν ἐμοὶ ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἓν” (Ἰω. 17/ιζ΄, 23) καὶ ἐπίσης
τὴν ἄλλη φράση “ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν ἔδωκάς μοι” (Ἰω.
17/ιζ΄, 24). Καὶ σαφῶς, ἐδῶ, ὁ Χριστὸς ἀναφέρεται στὴν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων
κατὰ θεωρίαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποὺ ἔγινε
τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γιατὶ ἀκριβῶς τότε οἱ Ἀπόστολοι ἀπέκτησαν
καὶ ἑνότητα οὐσιαστικὴ μεταξύ τους. Ἑπομένως ὅσοι ἐκ τῶν Ἁγίων
μέσα στὴν ἱστορία φθάνουν στὴ θέωση καὶ στὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός,
ἀποκτοῦν ἑνότητα μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτοὺς καὶ
ἐφαρμόζεται τὸ χωρίο αὐτό, τοῦ Χριστοῦ, “ἵνα ὦσιν ἕν”»[9].
Κι ὅμως ἡ
ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση τῶν Οἰκουμενιστῶν φαίνεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι,
παρὰ τὴν ὡς ἄνω διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρονται στὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν»,
συμπεριλαμβάνοντας ὅλες τίς αἱρέσεις καί ὅλες τίς θρησκεῖες[10].
Η) Ἀγάπη καί ἀλήθεια
Ἡ
‘Κοινή Δήλωση’ εἶναι κατάφορτη ἀπό τίς λέξεις «ἀγάπη» καί «ἀλήθεια», οἱ ὁποῖες ὅμως
ἔχουν οἰκουμενιστική νοηματοδότηση καί περιεχόμενο. Στήν παράγραφο 4 λέγεται ὅτι
«ταῦτα οὐδόλως ἀποτελοῦν ἁπλῆν θεωρητικήν
ἄσκησιν, ἀλλ᾽ ἄσκησιν ἐν τῇ ἀληθείᾳ καί τῇ ἀγάπῃ, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ διαρκῶς βαθυτέραν γνῶσιν τῶν παραδόσεων ἑνός ἑκάστου, διά νά
κατανοήσωμεν αὐτάς καί νά μάθωμεν ἐξ αὐτῶν. Οὕτω, βεβαιοῦμεν διά μίαν εἰσέτι
φοράν ὅτι ὁ θεολογικός διάλογος δέν ἐπιζητεῖ
ἕνα ἐλάχιστον κοινόν παρανομαστήν, ἐπί τοῦ ὁποίου νά ἐπιτευχθῇ συμβιβασμός, ἀλλά
πρόκειται μᾶλλον περί τῆς ἐμβαθύνσεως εἰς τήν κατανόησιν συνόλου τῆς ἀληθείας,
τήν ὁποίαν ὁ Χριστός παρέδωκεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, μιᾶς ἀληθείας, τήν ὁποίαν
οὐδέποτε παύομεν νά κατανοῶμεν καλλίτερον καθώς ἀκολουθοῦμεν τάς ὁδηγίας τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Οὕτω, βεβαιοῦμεν ἀπό κοινοῦ ὅτι ἡ πιστότης μας εἰς τόν Κύριον ἀπαιτεῖ
ἀδελφικήν συνάντησιν καί ἀληθῆ διάλογον. Μία τοιαύτη ἀναζήτησις δέν μᾶς ἀπομακρύνει
ἀπό τήν ἀλήθειαν· μᾶλλον, διά τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν δωρεῶν, διά τῆς καθοδηγήσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν (πρβλ. Ἰω. 16,
13)».
Τό ἐπιχείρημα τῶν Οἰκουμενιστῶν
καί συγκρητιστῶν γιά
τήν ἀγάπη, πού πρέπει
νά ἔχουμε πρός τούς ἄλλους, τούς αἱρετικούς καί τούς ἀπίστους, εἶναι ἕνα χιλιοειπωμένο
ἐπιχείρημα ἀπό ὅσους δέν διακρίνουν τά πράγματα καί συγχέουν τά ἀσύγχυτα. Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἡ στάση τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι
ὁμόφωνη. Ἀσφαλῶς ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, πού τή δείχνει πρός ὅλους, δικαίους καί ἁμαρτωλούς, καί ἀσφαλῶς
καί ἐμεῖς πρέπει νά χαρακτηριζόμαστε ἀπό αὐτήν τήν καθολική, τήν συνολική ἀγάπη,
γιατί αὐτή εἶναι τό κατ' ἐξοχήν γνώρισμα τῶν Χριστιανῶν. Ἡ ἀγάπη, ὅμως, αὐτή δέν
πρέπει νά ἀναιρεῖ τήν ἀλήθεια καί τήν εὐσέβεια, πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένη μέ
τήν ἀλήθεια, γιατί διαφορετικά εἶναι ψεύτικη καί ὑποκριτική. Πρέπει νά ἀγκαλιάζει
τόν πλησίον ὄχι μόνο ὡς σωματική, βιολογική παρουσία, ἀλλά ὡς πνευματική ὕπαρξη,
μέ αἰώνια προοπτική, καί νά ἐνδιαφέρεται πρό παντός ὄχι γιά τά κοσμικά καί τά
πρόσκαιρα, ἀλλά γιά τά αἰώνια, γιά τήν σωτηρία του. Ἡ σωτηρία τοῦ πλησίον δέν μπορεῖ
νά ἐπιτευχθεῖ, ὅταν βρίσκεται στήν πλάνη καί στήν αἵρεση, στήν ὁποία μάλιστα ἐγωιστικά ἐπιμένει.
Χάνεται καί ὁ ἴδιος καί παρασύρει καί ἄλλους στήν ἀπώλεια. Ἀπό ἀγάπη, λοιπόν, καί
ὄχι ἀπό μίσος κινουμένη ἡ Ἐκκλησία καί ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καί
τῶν Ἀποστόλων ἀπαγορεύει τήν μετά τῶν αἱρετικῶν καί ἀπίστων κοινωνία καί
συναναστροφή, ὥστε καί τούς ἰδίους παιδαγωγικῶς νά ὁδηγήσει σέ συναίσθηση τῆς πλάνης, ἀλλά καί τούς ἄλλους νά
προφυλάξει. Ἀπό ἀγάπη πρός τά πρόσωπα τῶν αἱρετικῶν καί ἀπίστων, ἀποστρεφόμαστε
τήν πλάνη καί τήν αἵρεση. Τήν ἀποστροφή αὐτή τήν δείχνουμε μέ πόνο ψυχῆς πρός
τούς ἰδίους, γιατί ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη εἶναι ἀπρόσωπες. Μόνο μ'αὐτόν τόν τρόπο μποροῦμε
νά ἀληθεύουμε ἐν ἀγάπη καί νά ἀγαπᾶμε ἐν ἀληθείᾳ.
Ἡ ἀλήθεια
δέν εἶναι ἀφηρημένη καί ἀπρόσωπη ἔννοια. Ἀντιθέτως, εἶναι ἐξόχως συγκεκριμένη
καί προσωπική. Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὀρθοδόξως νοούμενος καί
πιστευόμενος, καί ὄχι παπικῶς. Ἡ Ἀλήθεια, δηλ. ὁ Χριστός, μᾶς ἀποκαλύφθηκε στήν
ὁλότητα, καθολικότητα καί πληρότητά της μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί μένει
διά παντός ἀποκλειστικά καί μόνο μέσα στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθοδοξία κατέχει ὁλόκληρη τήν Ἀλήθεια, δηλ. τόν Χριστό,
καί ὄχι σπέρματα ἤ κομμάτια ἀληθείας, γι’αυτό οἱ Ὀρθόδοξοι δέν τήν ἀναζητοῦμε
ἐκτός Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά προσπαθοῦμε κατά τό ἀνθρώπινο δυνατό νά τήν
βιώσουμε ἐν Αὐτῆ. Εἶναι ἐκκλησιολογικά αὐθαίρετη καί γι’αὐτό μή νόμιμη ἡ
οἰκουμενιστική θεωρία, πού ἐκφράζει ἡ ‘Κοινή Δήλωση’, ὅτι δῆθεν καί ἡ Ὀρθοδοξία
καί ὁ Παπισμός, ἀλλά καί γενικά ὅλες οἱ αἱρέσεις καί οἱ παραθρησκεῖες, κατέχουν
σπέρματα ἤ κομμάτια ἀληθείας, καί ὅτι γιά νά βροῦμε τήν πλήρη ἀλήθεια, θά
πρέπει ἡ Ὀρθοδοξία νά ἑνωθεῖ μέ τίς ὑπόλοιπες αἱρέσεις καί ἑτεροδοξίες. Πολύ δέ
περισσότερο ἄκυρη εἶναι ἡ θέση ὅτι καμμία Ἐκκλησία (οὔτε ἡ Ὀρθόδοξη) δέν
ταυτίζεται μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς
Πίστεως, παρά μόνον ἀποτελεῖ ἡ κάθε μία μέρος Αὐτῆς, γι’αὐτό θά πρέπει ὅλες νά
ἑνωθοῦν, γιά νά ἀποκαλυφθεῖ καί φανερωθεῖ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία.
Θ) Ἡ διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion)
Στήν
παράγραφο 2 τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ οἱ ὑπογράψαντες αὐτήν παραδέχονται ὅτι «γνωρίζομεν πλήρως ὅτι δέν ἔχομεν φθάσει εἰς
τόν σκοπόν τῆς πλήρους κοινωνίας»
καί παρακάτω στήν παράγραφο 3 ὅτι «προσβλέπομεν
ἐν ἐντόνῳ προσδοκίᾳ εἰς τήν ἡμέραν, κατά τήν ὁποίαν θά μετάσχωμεν, τελικῶς, ἀπό κοινοῦ εἰς τό εὐχαριστιακόν δεῖπνον. Ὡς
χριστιανοί, καλούμεθα νά ἑτοιμασθῶμεν νά λάβωμεν τό δῶρον τοῦτο τῆς Εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, συμφώνως πρός
τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Είρηναίου τοῦ Λουγδούνου, διά τῆς ὁμολογίας τῆς μιᾶς
πίστεως, ἐμμένοντες ἐν τῇ προσευχῇ, τῇ ἐσωτερικῇ μετανοίᾳ, τῇ ἀνακαινώσει τῆς
ζωῆς καί τῷ ἀδελφικῷ διαλόγῳ. Διά τῆς κατορθώσεως τοῦ ἐλπιζομένου τούτου
στόχου, θά φανερώσωμεν εἰς τόν κόσμον τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας ἀναγνωριζόμεθα
ὡς ἀληθινοί μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Ἰωαν. 13, 35)». Ἐπίσης, στήν
παράγραφο 4 γράφεται «πρός τόν σκοπόν αὐτόν,
ὁ θεολογικός διάλογος, τόν ὁποῖον ἔχει
ἀναλάβει ἡ Μικτή Διεθνής Ἐπιτροπή, προσφέρει θεμελιώδη συμβολήν εἰς τήν
προσπάθειαν διά πλήρη κοινωνίαν μεταξύ Ρωμαιοκαθολικῶν καί Ὀρθοδόξων». Τέλος, στήν παράγραφο 10 λέγεται ὅτι «ταπεινῶς παραθέτομεν εἰς τήν μεσιτείαν τῆς
Παναγίας καί Ἀειπαρθένου Μαρίας τά μελλοντικά ἡμῶν βήματα εἰς τήν ὁδόν πρός τήν πληρότητα τῆς κοινωνίας».
Ἀλλά καί ὁ Σεβ. Μητρ. Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ,
μέλος τῆς πατριαρχικῆς συνοδείας, σέ συνέντευξη, πού παραχώρησε στό πρακτορείο
εἰδήσεων τοῦ Βατικανοῦ, Radio Vatican, στίς 23-5-2014,
δήλωσε ὅτι «θά ἦταν
ὡραῖο ἄν μετά ἀπό αὐτή τή συνάντηση, ὑπῆρχε κοινωνία ἀπό τό ἴδιο δισκοπότηρο. Εἶναι ἐπιθυμία μας καί αὐτός εἶναι
ὁ στόχος μας. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ διαλόγου»[11].
Σχετικά μέ τήν intercommunion (διαμυστηριακή κοινωνία) θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι
ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας.
Μάλιστα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα
στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν
ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό
σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά την intercommunion καί μάλιστα
πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους[12].
Ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος
θεολόγος, λέει ὅτι θά πρέπει νά ἐφαρμοσθοῦν ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στούς
διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
μέ τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς : Νά ἐπιτευχθεῖ α) ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας˙ δηλ. νά ἀποδεχθοῦν οἱ αἱρετικοί
καί ἀλλόθρησκοι τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. β)
ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται
στήν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων,
στούς Ἱερούς Κανόνες καί στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων καί θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας,
καί γ) ἑνότητα στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας[13].
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Πατρολογίας τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, αἰδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, ὑπογραμμίζει ὅτι τό νά προχωρήσουν ὁ πάπας και
οἱ ὀρθόδοξοι πατριάρχες και προκαθήμενοι σέ κοινό ποτήριο, νά γίνει δηλαδή καί
συλλείτουργο, νά κοινωνήσουν ἀπό τό ἴδιο ποτήριο, τό εὔχονται βέβαια ἀνά τούς
αἰῶνες ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί το εὐχόμεθα ὅλοι μας, ὑπό τήν ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη
προϋπόθεση ὅτι ὁ πάπας θά ἀποκηρύξει ὅλες τις αἱρέσεις καί τίς πλάνες του καί
θα ἐπιστρέψει ἐν μετανοίᾳ εἰς την Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν
Ἐκκλησίαν. Διαφορετικά δεν θά ἔχουμε ἀληθινή ἕνωση, ἀλλά ψεύτικη, ὅπως ἔγινε
καί στό παρελθόν μέ τίς ψευδοσυνόδους τῆς Λυών (1274) καί τῆς Φερράρας -
Φλωρεντίας (1438-1439). Καί ἐπειδή ὁ ἑωσφορικός Παπισμός δέν πρόκειται ποτέ νά
δεχθεῖ τά λάθη του καί νά μετανοήσει, γιατί τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις τίς
ὑπαγορεύει καί τίς ὑποψιθυρίζει ὁ ἀμετανόητος Ἑωσφόρος, ἐκτιμοῦμε ὅτι θά ἦταν
εὐχῆς ἔργο νά προχωρήσει ἡ ψευδής ἕνωση, ἡ ἕνωση δηλαδή μέ διατήρηση τῶν πλανῶν
καί τῶν αἱρέσεων, ὥστε νά ξεκαθαρίσει ἡ κατάσταση καί νά ἀντιληφθοῦν ὅλοι πῶς
συσκευάζεται και πῶς κατασκευάζεται ὅλη αὐτή ἡ εἰρηνιστική καί ἀγαπητική
Θεολογία τῶν Διαλόγων τῶν Οἰκουμενιστῶν, γιά τήν ἐξαπάτηση τῶν μή εἰδότων καί
ἁπλουστέρων. Συμφέρει στους Οἰκουμενιστάς ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν νά προωθοῦν τήν
ἕνωση ὑπογείως ἐν κρυπτῷ, μέ τήν σταδιακή διάβρωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος
στίς Θεολογικές Σχολές καί στίς τάξεις τῶν κληρικῶν, ὥστε νά μήν ὑπάρξουν
ἀντιδράσεις, ὅταν θά ἐπιχειρηθεῖ ἡ ψευδής ἕνωση. Αὐτό μάλιστα πρέπει νά
ἀφυπνίσει καί ὅσους καλοπροαιρέτους κληρικούς καί θεολόγους δέν ἀνησυχοῦν πολύ
γιά ὅσα τεκταίνονται ἤδη καταστροφικά καί ἀντιπατερικά, μέ τις συμπροσευχές,
τίς λειτουργικές φιλοξενίες, τίς μεταπατερικές ἐκδηλώσεις, τήν βαπτισματική
ἐκκλησιολογία, τήν κατάργηση τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, τίς δωρεές κορανίων καί
πατριαρχικῶν μιτρῶν ὡς και ἁγίων ποτηρίων, τήν ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν
αἱρετικῶν, τους ὁποίους θεωροῦμε ὡς ἐκκλησίες, συμμετέχοντας ἰσοτίμως στό
«Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», και πλεῖστα ἄλλα. Ἡ μειωμένη καί ὑποτονική
ἀντίδραση καί ἀντίσταση σε ὅλα αὐτά, πού δέν δικαιολογεῖται οὔτε ἀπό τήν Ἁγία
Γραφή οὔτε ἀπό τήν Πατερική Παράδοση, μέ τήν δικαιολογία τῆς «κόκκινης γραμμῆς
τοῦ κοινοῦ ποτηρίου», λειτουργεῖ πρός ὄφελος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
διότι ἐν τῇ πράξει ἐπιβάλλουν τήν ἕνωση καί πρό τοῦ κοινοῦ ποτηρίου. Ὅταν
ἐπισήμως ἀποφασίσουν τήν διακοινωνία τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, θά ἔχει προχωρήσει
τόσο πολύ ἡ ἐσωτερική διάβρωση, ὁ εἰρηνισμός καί ὁ ἀγαπισμός τῆς Μεταπατερικῆς
Βαπτισματικῆς Θεολογίας, ὥστε δέν θά ὑπάρχουν πλέον πρόσωπα πού θά βλέπουν
κόκκινες γραμμές, θά ἐπιβληθεῖ, ὅπως ἀθεολογήτως καί διεστραμμένως
ἰσχυρίζονται, ἡ «ἑνότης ἐν τῇ ποικιλίᾳ», πού δῆθεν διδάσκει ὁ Μ. Φώτιος, ὁ
πρῶτος καί ἀποτελεσματικώτερος πολέμιος καί καθαιρέτης τοῦ Παπισμοῦ.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ διάβρωση καί ἡ ἐσωτερική ἅλωση δέν
ἔχουν ἀκόμη γενικευθῆ, ἐκτιμοῦμε ὅτι δέν τους συμφέρει νά προχωρήσουν τώρα στό
κοινό ποτήριο. Ἐμεῖς εὐχόμαστε νά προχωρήσουν, ὥστε καί οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων
θέτοντες ὡς κόκκινη γραμμή τό κοινό ποτήριο, να συμπαραταχθοῦν μαζί μας, ὥστε
με τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ὁμολογητῶν Ἁγίων νά διαλυθεῖ τό σκοτεινό νέφος
τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί νά λάμψει και πάλιν ὁ ἥλιος τῆς Ὀρθοδοξίας[14].
Ι) Ὁ πρακτικός Οἰκουμενισμός
Στήν παράγραφο 5 τονίζεται ἡ κοινή συνεργασία σέ
θέματα πρακτικά καί ηθικά. Οὐσιαστικά προωθεῖται ὁ λαϊκός ἤ πρακτικός οἰκουμενισμός.
«Ἔχομεν ἤδη τό καθῆκον νά προσφέρωμεν
κοινήν μαρτυρίαν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους συνεργαζόμενοι εἰς
τήν ὑπηρεσίαν τῆς ἀνθρωπότητος».
Ἡ διαχριστιανική
συνεργασία σέ πρακτικούς τομεῖς ἤ ἀλλιῶς ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός ἀποτελεῖ μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Οἱ οἰκουμενιστές διατείνονται ὅτι τά ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ἠθικά,
περιβαλλοντικά, βιοηθικά κ. ἄ.) ὀφείλουν νά μᾶς ἑνώνουν.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καί δείχνει πάντα
μεγάλη εὐαισθησία σ΄ ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα, ὡστόσο ἡ ἀπό κοινοῦ μέ τούς αἱρετικούς
ἀντιμετώπισή τους παρουσιάζει τά ἑξῆς μειονεκτήματα
:
α) Ἡ φωνή τῆς ὀρθοδοξίας, ὅταν συμφύρεται, μέ τίς ἄλλες
«χριστιανικές» φωνές, χάνει τή διαύγειά της καί ἀδυνατεῖ νά κοινοποιήσει στόν
σημερινό ἄνθρωπο τόν δικό της μοναδικό τρόπο ζωῆς, πού εἶναι
θεανθρωποκεντρικός, σέ ἀντίθεση μέ τόν ἀνθρωποκεντρικό τρόπο ζωῆς τῶν ἑτεροδόξων.
β) Ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στόν πειρασμό τῆς ἐκκοσμικεύσεως,
χρησιμοποιώντας στό κοινωνικότης ἔργο κοσμικές πρακτικές τῶν ἄλλων «ὁμολογιῶν»,
σέ βάρος τοῦ σωτηριολογικοῦ της μηνύματος. Ἑκεῖνο, ὅμως, πού ἔχει ἀνάγκη ὁ
σημερινός ἄνθρωπος, δέν εἶναι ἡ βελτίωση τῆς ζωῆς του μέσω ἑνός ἐκκοσμικευμένου
Χριστιανισμοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός μπορέσει νά ἐξαλείψει ὅλες τίς κοινωνικές
πληγές, ἀλλά ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ θέωσή του μέσα στό
άληθινό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
γ) Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, βλέποντας τούς ἑτεροδόξους νά
συνεργάζονται μέ τούς ἐκκλησιαστικούς του ποιμένες, ἀποκομίζει τήν ἑσφαλμένη ἐντύπωση
ὅτι ἀνήκουν κι αὐτοί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρά τίς δογματικές διαφορές[15].
ΙΑ) Τό οἰκολογικό – περιβαλλοντικό ἐνδιαφέρον
Στήν παράγραφο 6 γίνεται λόγος γιά τήν «ἀπό
κοινοῦ δέσμευσίν μας νά καλλιεργήσωμεν τήν συνείδησιν τῆς φροντίδος διά τήν
δημιουργίαν καί τήν μέριμναν διά τήν προστασίαν της».
Δέν θά πρέπει, ὅμως, νά λησμονοῦμε ὅτι μέ τό πρόσχημα καί ἐν ὀνόματι τῆς προστασίας τῆς
δημιουργίας γίνονται διαθρησκειακές συναντήσεις μέ συμπροσευχές, τίς ὁποῖες ἐπιβάλλει
ἡ μασονική «Νέα Ἐποχή» καί «Νέα Τάξη Πραγμάτων» τοῦ Ἀντιχρίστου. Εἶναι γνωστή ἡ
σιωπηλή συμπροσευχή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου μπροστά σέ «ὁμοίωμα»
τῆς ὑδρογείου μέ τόν πρόεδρο τοῦ κοινοβουλίου τῆς Γροιλανδίας καί θρησκευτικούς
ἡγέτες Παπικῶν, Εὐαγγελικῶν, Λουθηρανῶν, Σιϊτῶν καί Σουνιτῶν Μουσουλμάνων, Ἰουδαίων,
Σιντοϊστῶν, Βουδιστῶν καί Ἰνδουιστῶν στό 7ο περιβαλλοντικό συμπόσιο ἐν
πλῶ : «Θρησκεία, Ἐπιστήμη καί Περιβάλλον», πού ἔλαβε χώρα στόν Ἀρκτικό Ὠκεανό καί συγκεκριμένα στήν Γροιλανδία τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2007[16]. Βεβαίως
κάτω ἀπό τόν μανδύα τοῦ δῆθεν ἐνδιαφέροντος γιά τήν κτίση,
τήν δημιουργία καί τό περιβάλλον, κρύβεται ἡ φυσιολατρεία, πού ἀποτελεῖ στήν οὐσία εἰδωλολατρεία, ἀφοῦ ἀντί νά προσευχηθοῦν
στόν μοναδικό Δημιουργό καί Προνοητή τοῦ σύμπαντος κόσμου, Ἅγιο Τριαδικό Θεό, γιά νά προστατεύσει
τήν δημιουργία Του, αὐτοί ἔχουν ἀναγάγει
τήν Γῆ (Γαῖα) στή σφαίρα τῆς θεότητος καί σ'αὐτήν προσεύχονται.
ΙΒ) Ὁ διαθρησκειακός Οἰκουμενισμός
Στήν παράγραφο 7 λέγεται ὅτι «καλοῦμεν ὅλους τούς χριστιανούς νά προωθήσουν αὐθεντικόν διάλογον μετά
τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Ἰσλάμ καί ἄλλων θρησκευτικῶν παραδόσεων». Στήν παράγραφο 8 : «Ἐνθρρύνομεν ὅλας τάς πλευράς ἀνεξαρτήτως
θρησκευτικῶν πεποιθήσεων νά συνεχίσουν ἐργαζόμενοι διά τήν καταλλαγήν καί τήν
δικαίαν ἀναγνώρισιν τῶν δικαιωμάτων τῶν λαῶν». Καί στήν παράγραφο 9 : «καλοῦμεν
ὅλους τούς χριστιανούς, καθώς καί πιστούς κάθε θρησκευτικῆς παραδόσεως καί ὅλους
τούς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως, νά ἀναγνωρίσουν τό ἐπεῖγον τῆς ὥρας ταύτης, τό ὁποῖον
μᾶς ὑποχρεώνει νά ἐπιζητήσωμεν τήν καταλλαγήν καί ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης οἰκογενείας,
μέ πλήρη σεβασμόν πρός τάς νομίμους διαφοράς, διά τό καλόν ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος
καί τῶν γενεῶν τοῦ μέλλοντος».
Καθίσταται φανερό ὅτι μέ τά παραπάνω προωθεῖται ὁ διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμὸς, ὁ ὁποῖος
εἶναι
κίνηση γιὰ τὴν ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν σ’ ἕνα τερατῶδες
κατασκεύασμα, σέ μία Πανθρησκεία.
Τελικὸ σκοπὸ ἔχει νὰ ἐξαφανίσει, μέσα σ’ αὐτό τὸ χωνευτήρι, τὸν Χριστιανισμὸ καὶ
ἰδίως τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ κατέχει τὴν Ἀλήθεια. Σκοπεύει δὲ στὴν τελικὴ φάση τοῦ
σκοτεινοῦ του σχεδίου νὰ ἀντικαταστήσει τὴν λατρεία τοῦ ἑνός Θεοῦ, μὲ τὴν
λατρεία τοῦ Σατανᾶ!
Ἡ παναίρεση τοῦ
διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ πρεσβεύει ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο. Δέν
εἶναι μόνον ὁ Χριστιανισμός ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας. Τήν σωτηρία μπορεῖ κανείς νά
τήν βρεῖ καί στόν Μουσουλμανισμό καί στόν Ἰουδαϊσμό καί στόν Ἰνδουϊσμό καί στόν
Βουδισμό ἀκόμη καί στήν εἰδωλολατρεία. Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι διαφορετικοί ὁδοί
σωτηρίας. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐπιδιώκεται ἡ ψευδοένωση ὅλων τῶν θρησκειῶν σέ μία
πανθρησκεία. Ἡ γενική τάση εἶναι νά φανεῖ ὅτι δέν ὑπάρχουν δογματικές διαφορές ἀνάμεσα
στίς θρησκεῖες, ὅτι οἱ θρησκεῖες οὐσιαστικά εἶναι ἴδιες.
Ἐπιπροσθέτως,
ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός ὑποστηρίζει τήν ἄποψη ὅτι τό Ἰσλάμ καί ὁ Ἰουδαϊσμός εἶναι μονοθεϊστικές καί ἀποκαλυπτικές
θρησκεῖες. Αὐτή ἡ θέση εἶναι λανθασμένη, διότι οὔτε πιστεύουν στόν μόνο
ἀληθινό Τριαδικό Θεό, οὔτε δέχθηκαν ποτέ κάποια ἀποκάλυψη ἀπ’Αὐτόν. Ἀντιθέτως,
δέχονται ἀποκάλυψη ἀπό κάπου ἀλλοῦ, τόν διάβολο, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό
Κοράνιο, πού ὑβρίζει τόν ἐνσαρκωθέντα Θεόν Λόγον ὡς κτίσμα, ἐπαναλαμβάνοντας
τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, καί ἀπό τό Ταλμούδ καί τήν Καμπαλᾶ, πού καθυβρίζουν τόν
Σωτῆρα Χριστό καί ἐξυμνοῦν τόν Σατανᾶ.
Γίνεται, λοιπόν,
κατανοητό ὅτι ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός προσβάλλει τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς
μοναδικῆς στόν κόσμο ἀποκαλύψεως καί σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων διά Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ
σχέση μέ τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου[17],
μέ ἀποτέλεσμα αὐτός νά ἀποτελεῖ ἀναβίωση τοῦ ἀρειανισμοῦ. Οὐσιαστικά, ὁ
διαθρησκειακός οἰκουμενισμός εἶναι ἕνας νεοαρειανισμός[18].
ΙΓ) Ἡ
κατάσταση στή Μέση Ἀνατολή
Στήν παράγραφο 8 τονίζεται ὅτι «ἐκφράζομεν τήν κοινήν μας βαθεῖαν ἀνησυχίαν διά τήν κατάστασιν τῶν
χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς».
Οἱ συντάκτες τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ ἀποκρύπτουν την
πραγματική αἱτία τῆς καταστάσεως τῶν χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὑπὸ τὴν
καθοδήγησιν τῶν «ὑπογείων ρευμάτων» τῆς Ἀμερικῆς, διοργανώνει κατὰ περιόδους
διαθρησκειακές διασκέψεις μὲ θέματα τὴν εἰρήνη, τὴν ἐξάλειψη τῆς βίας, τῆς
πενίας καὶ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη λαῶν μὲ διαφορετικὸ θρήσκευμα, στις ὁποῖες
βεβαίως ἀντιτασσόμεθα, γιατί ἕως σήμερα, οἱ διαθρησκειακές δὲν ἔχουν βοηθήσει τὴν
ἀνθρωπότητα. Διότι καὶ τρομοκρατικές πράξεις ἔχουμε ἀπὸ τοὺς μὴ Χριστιανοὺς σέ ὅλα
τὰ σημεῖα τοῦ κόσμου, καὶ ἐμφυλίους ἔχουμε, καὶ πολεμικές ἐνέργειες ἔχουμε καὶ
πρωτοφανεῖς διώξεις ὀρθοδόξων καὶ πλανεμένων Χριστιανῶν ἔχομεν κ.λπ. Παρ’ὅλ’αὐτά,
ὁ Παναγιώτατος, ἐμμένει στή συνέχιση τῆς διεξαγωγῆς τῶν διαθρησκειακῶν
συναντήσεων καί διαλόγων. Τελευταίως, κατά τάς ἐπιταγάς τοῦ Κορανίου, πού ἀκολουθοῦν
οἱ δύστυχοι ἰσλαμοφασῖσται τῆς λεγομένης ἀντιπολιτεύσεως στή Συρία, πού
στηρίζουν ἡ ἀνόητη Δύση (Ε.Ε., Η.Π.Α.) καί τό σουνιτικό μπλόκ Σαουδικῆς Ἀραβίας,
Κατάρ καί Τουρκίας, ἔγινε ἡ ἀπαγωγὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Μητροπολίτου Χαλεπίου καὶ τοῦ
Μονοφυσίτου «Μητροπολίτου» τῆς περιοχῆς. Ποιά ἡ ἐπιρροὴ τῶν ἐκπροσώπων τῶν
διαθρησκειακῶν διασκέψεων γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους; Ποιές οἱ ἐνέργειές τους πρὸς
τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή; Πῶς αὔριο τὸ Φανάρι θὰ αἰτιολογήσει
τίς νέες διαθρησκειακές μὲ τὸ περιεχόμενο, τὸ ὁποῖο προανεφέραμε; Μήν λησμονοῦμε
βεβαίως ὅτι τό Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, εὐρισκόμενο σέ οἰκουμενιστική αἰχμαλωσία,
ἀναγνωρίζει στούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες ἐκκλησιαστικότητα καί ἔχει ἔλθει σέ
μερική κοινωνία μαζί τους, ὅπως ἀναγνωρίζει καί τίς ἄλλες θρησκεῖες. Νά,
λοιπόν, ποιά εἶναι ἡ πραγματική αἰτία τῆς καταστάσεως τῶν χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ προδοσία τῆς πίστεως, μέ λίγα λόγια ἡ παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ
καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός δέν ἄργησε νά
στείλει τήν παιδαγωγική τιμωρία Του, μέ τίς διώξεις καί τούς φόνους τῶν
Χριστιανῶν.
ΙΔ) Τό
χειροφίλημα τοῦ Πάπα
Ἔκπληξη προκάλεσε τό γεγονός ὅτι, ὅταν ὁ
Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ὁλοκλήρωσε τήν ὁμιλία του στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως
καί κατευθύνθηκε πρός τόν θρόνο του, ὁ Πάπας Φραγκίσκος
αὐθόρμητα ἔπιασε
τό χέρι τοῦ Προκαθήμενου τῆς Ὀρθοδοξίας καί τό ἀσπάστηκε θερμῶς[19].
Τό γεγονός αὐτό δέν θά πρέπει νά μᾶς ξεγελάει καί νά
νομίσουμε ὅτι ὁ πάπας ἄλλαξε καί ἔγινε ταπεινός καί φιλορθόδοξος. Πρῶτον, διότι
ὁ πάπας, ἐκτός ἀπό τό χέρι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, κατά τήν παραμονή του
στά Ἱεροσόλυμα, ἀσπάστηκε καί τό χέρι μιᾶς ἑβραῖας γυναῖκας, ὅπως δείχνει
βίντεο, πού κυκλοφόρησε[20]. Καί
δεύτερον, διότι γνωρίζουμε ὅτι, ἐξαιτίας τῆς παποκεντρικῆς ἑρμηνείας τοῦ πρωτείου, ὁ
Πάπας περιεβλήθη ἐντελῶς ἀπαράδεκτα προνόμια, χωρίς τήν συγκατάθεσι τῶν λοιπῶν
Ἐκκλησιῶν τῆς ἀρχαίας πενταρχίας καί μᾶλλον εἰς ἀνατροπήν τῆς κανονικῆς
(συνοδικῶς βεβαιωμένης) τάξεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἕνα ἀπό τα ὁποῖα εἶναι τό
νά εἶναι ὁ Πάπας ἡ καθολική κεφαλή τῆς
Ἐκκλησίας μέ ἀποστολή διακονίας. Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο, στό ὁποῖο ἐπενδύει
ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά καί σήμερα, ἄν θυμηθοῦμε τήν περίφημη ἔκφρασι ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ»!
Τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ὁμιλεῖ γιά πρωτεῖο διακονίας τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καί
γι’ αὐτό χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Ὁ προσφάτως καταταγείς στό Ἁγιολόγιο τῆς
Ἐκκλησίας, ὁ ἱερώτατος Πατριάρχης
Ἀλεξανδρείας Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, γράφει μεταξύ ἄλλων ἐπ’ αὐτοῦ : «Ἀλλά, λέγουν, πρέπει κάποιος ἀπό τούς ἐπισκόπους καί μεταξύ τῶν
ἐπισκόπων νά ὑπερέχῃ. Μάλιστα αὐτόν τόν ὀνομάζουν διακονική κεφαλή ... Ἀλλά
ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων μόνον ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ κεφαλή ... Αὐτοί
[σ.σ. οἱ Λατῖνοι] παραχωροῦν στήν διακονική αὐτή κεφαλή ἀπεριόριστη ἐξουσία καί
ἐπί τῆς πίστεως καί ἐπί τῆς Ἐκκλησίας ... Ἐνῶ δείχνουν ἕνα προσωπεῖο διακονικῆς
κεφαλῆς, συμπεριφέρονται μέ μία τυραννία πιό αὐταρχική ἀπό κάθε αὐταρχική
ἐξουσία»[21].
Ἐπίλογος
Σέ ὅλα
τά ἀνωτέρω ἀνατρεπτικά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός ἔστειλε τήν
παιδαγωγική του ὀργή καί τιμωρία. Θεωροῦμε ὡς θεοσημεία τόσο τήν ἰσχυρή σεισμική
δόνηση, πού ὑπολογίζεται σέ 6,5 βαθμούς τῆς κλίμακας ρίχτερ, καί συντάραξε μία
μέρα πρίν τήν ἀνίερη συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη, στίς 24-5-2014, στίς 12:30 τό
μεσημέρι τή Λήμνο[22], ὅσο
καί τήν πυρκαϊά, πού ξέσπασε μία μέρα μετά τή συνάντηση στίς 27-5-2014 στό
Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως στή Βηθλεέμ[23].
Εἶναι φυσικό ὅπου περνάει ὁ Πάπας καί οἱ Οἰκουμενιστές νά σκορποῦν ὅχι τήν εὐλογία
τους, ἀλλά τήν ἀλογία τους, καί νά φέρνουν τήν καταστροφή.
Κατακλείοντας, ἐπισημαίνουμε ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι ἀποκηρύττουμε
τήν ‘Κοινή Δήλωση’ Πάπα-Πατριάρχη, διότι σέ καμμία περίπτωση
δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποτελεῖ προσωπική ἄποψη τῶν ὑπογραψάντων
αὐτήν καί τῶν συνοδειῶν τους. Θεωροῦμε, ἐπίσης, ἐπιτακτική ἀνάγκη τήν ἀρνητική
βεβαίως συνοδική τοποθέτηση ἔναντι τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ τόσο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἀλλά
καί τῆς Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
[2] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Εἶναι οἱ Ἑτερόδοξοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας»; Ἐν Συνειδήσει, Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος
2009, σ. 79, http://aktines.blogspot.gr/2012/02/blog-post_5358.html
[3] Ὅ.π., σσ.
80-81.
[4]
ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἐπιστολή πρός τόν Πάπα, 14-4-2014, σσ. 56-71, http://imp.gr/images/Epikairothta_2014/PAPAS%20EPISTOLH%20ellhnika.pdf καί Άνακοινωθέν τῆς 19ης
-3-2013, http://romfea.gr/arthra-apopseis/16085-2013-03-19-12-10-27
[5] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Εἶναι οἱ Ἑτερόδοξοι…», σ.
83.
[6] Ὅ.π., σ. 83.
[7]
Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην 82,2·
PG 59, 443ἑ. «[...] Τί δέ ἐστιν, Ἐν ἡμῖν; Ἐν τῇ πίστει τῇ εἰς ἡμᾶς.
Ἐπειδὴ γὰρ οὐδὲν οὕτως σκανδαλίζει ἅπαντας,
ὡς τὸ διεσπάσθαι, τοῦτο
κατασκευάζει ὥστε γενέσθαι ἕν.
Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό, φησί;
Καὶ σφόδρα ἤνυσεν.
Ἅπαντες γὰρ οἱ
διὰ τῶν ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν
εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν
διεσπάσθησαν. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο αὐτὸν παρέλαθεν, ἀλλὰ
καὶ αὐτὸ προεῖπε, καὶ ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ῥαθυμίας ὄν
[...] Εἴτε γὰρ περὶ σημείων, εἴτε περὶ ὁμονοίας, εἴτε περὶ εἰρήνης ὁ λόγος αὐτῷ,
φαίνεται αὐτὸς αὐτοῖς ταῦτα παρεσχηκώς. Ὅθεν
δῆλον ἦν, ὅτι παραμυθίας ἕνεκεν
τῆς αὐτῶν ἡ αἴτησις γίνεται».
[8]
Ὅπως λ.χ. στὰ «εἰρηνικὰ» τῆς Θ. Λειτουργίας Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, μετὰ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως: «Καί
ὑπέρ πάσης ψυχῆς
χριστιανῆς, θλιβομένης καὶ
καταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας Θεοῦ ἐπιδεομένης
καί ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων...». Ἐμφανέστερα στήν μετά τό «Ἐξαιρέτως
τῆς Παναγίας Ἀχράντου», εὐχή τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: «Τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ
σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ».
[9]
ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, «Ὁ Οἰκουμενισμὸς στὴν πράξη, ἤτοι τὴν θεολογία καὶ τὴν ἄσκηση», στὸ Οἰκουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, ἐκδ. Θεοδρομία, τ. Β, σελ.
787, ὁμοίως καὶ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ,
«Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνειος Συμφωνία περὶ Οὐνίας, BALAMAND, Λίβανος
1993», “Καιρός”, ἀφιέρωμα στὸν Καθηγητὴ
Δαμιανὸ Δόικο,
τ. Β, σελ. 261-282: «Ἡ συμφωνία τοῦ BALAMAND ἑδράζεται
εἰς μίαν ἑρμηνείαν τῆς
προσευχῆς τοῦ Κυρίου μας εἰς τὸ
κεφάλαιον ΙΖ' τοῦ
κατὰ Ἰωάννην, ἑρμηνείαν, ἡ ὁποία
δὲν ἀνήκει εἰς τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν. Ὁ
Χριστὸς προσεύχεται ἐδῶ, ὥστε
οἱ μαθηταί Του καὶ οἱ
μαθηταὶ τῶν μαθητῶν Του νὰ γίνουν
ἕνα εἰς τὴν θέαν τῆς δόξης Του, εἰς αὐτὴν ἀκόμη
τὴν ἐπίγειον
ζωὴν ὡς μέλη τοῦ Σώματός Του, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποία συγκροτεῖται
κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν
καὶ ἡ ὁποία ἐκτείνεται εἰς τὸν
φωτισμὸν καὶ τὴν θέωσιν ὅλων τῶν ἁγίων τῆς ἱστορίας».
[10] ΣΥΝΑΞΙΣ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφότεροι 17-10-2011, http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx
[11] Les retrouvailles
œcuméniques de Jérusalem vues par le Métropolite Emmanuel, http://aktines.blogspot.gr/2014/05/blog-post_6924.html.
[12] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική
Θεολογία καί πνευματικότητα, ἔκδ. Ὑπηρεσία
Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σ. 49.
[13] π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Γιά ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό, ἐκδ. Ἄθως-Σταμούλης,
Πειραιεύς-Ἀθήνα 1976.
[15] Ὁ Οἰκουμενισμός,
ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ. 16-17.
[16] http://www.interchurch.dk/cn/cn.php?key=1846
[17] ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία πίστεως κατά τοῦ οἰκουμενισμοῦ,
Ἰούλιος 2009, σ. 24.
[18] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ.
ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος
ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2014 περί διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ.
[19] 25-5-2014 Ὁ Πάπας ἀσπάστηκε τό χέρι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη (VIDEO), http://www.amen.gr/article18170
[20] Papa kiss
the hand of a Jewish woman, https://www.facebook.com/IsraelMFA/photos/pcb.10152208651731317/10152208580876317/?type=1&theater
[21] ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΠΗΓΑΣ, «Κατά τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα», ἐν ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1985, σσ. 493-497 (ἡ μετάφρασις ἰδική μας). ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, Ἅγιον Ὄρος, 30
Δεκεμβρίου 2007, Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ.
Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 98, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου