Πολύς λόγος
γίνεται τόν τελευταῖον καιρόν εἰς τόν ἐκκλησιαστικόν χῶρον περί τῆς «Οἰκονομίας».
Τῆς ἐκκλησιαστικῆς βεβαίως «Οἰκονομίας», ἡ ὁποία «Οἰκονομία» θά πρέπῃ, ὅπως ἀρκετοί
ἰσχυρίζονται, κατά κανόνα νά ἐφαρμόζεται ἀπό τούς ποιμένας εἰς τήν σημερινήν ἐποχήν.
Προβάλλουν δέ αὐτήν τήν πρόφασιν, διότι εἰς τήν ἐποχήν μας, εἰς τήν ὁποίαν τό
κακό παρουσιάζει τόσην ἔξαρσιν, λέγουν ὅτι εἶναι δῆθεν ἀδύνατον νά ἐφαρμοσθῇ ἡ ἐκκλησιαστική
«Ἀκρίβεια». Προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις...
Ἐπειδή
λοιπόν ἡ ἄποψις αὐτή τείνει νά κυριαρχήσῃ ὡς ἡ μόνη ποιμαντικῶς σωστή, καλόν εἶναι,
εἰς τήν συνέχειαν, ἁπλᾶ καί σύντομα, νά σκιαγραφήσωμε τί εἶναι ἡ «Ἀκρίβεια» καί
τί εἶναι ἡ «Οἰκονομία».
Ἐννοεῖται, ὅτι τό θέμα αὐτό ἀνήκει εἰς τήν ἁρμοδιότητα τῶν εἰδημόνων τῆς εἰδικότητος τοῦ «Κανονικοῦ Δικαίου», ἀπό ἐπιστημονικῆς καί θεολογικῆς ἀπόψεως, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει πώς δέν ἠμποροῦν νά ἀσχοληθοῦν μέ αὐτό καί νά ἔχουν λόγον καί οἱ ἁπλοί πιστοί. Ὅταν μάλιστα, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ὀρθή πνευματική μας ζωή, γνωρίζωμε πώς μέσα εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουν τά πάντα νά ἐναρμονίζωνται μέ τούς Ἱερούς Κανόνας, ὅπως μᾶς τούς παρέδωσαν οἱ Πατέρες, καί ὄχι σύμφωνα μέ νεωτεριστικές-νικολαϊτικές διδασκαλίες καί ἑρμηνεῖες, πού θέλουν νά περάσουν κάποιοι, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀποκεκομμένες ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι, τότε γίνεται ἀπολύτως κατανοητό πώς εἶναι ὄντως ἀνάγκη νά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς δύο αὐτές ἐκφράσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τόσον δηλαδή τῆς «Ἀκριβείας», ὅσον καί αὐτῆς τῆς «Οἰκονομίας». Ἄς περάσωμε λοιπόν νά δοῦμε τό περιεχόμενο τῶν δύο αὐτῶν ὅρων εἰς τήν ἐκκλησιαστική μας γλῶσσα καί ζωή.
Ἐννοεῖται, ὅτι τό θέμα αὐτό ἀνήκει εἰς τήν ἁρμοδιότητα τῶν εἰδημόνων τῆς εἰδικότητος τοῦ «Κανονικοῦ Δικαίου», ἀπό ἐπιστημονικῆς καί θεολογικῆς ἀπόψεως, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει πώς δέν ἠμποροῦν νά ἀσχοληθοῦν μέ αὐτό καί νά ἔχουν λόγον καί οἱ ἁπλοί πιστοί. Ὅταν μάλιστα, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ὀρθή πνευματική μας ζωή, γνωρίζωμε πώς μέσα εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουν τά πάντα νά ἐναρμονίζωνται μέ τούς Ἱερούς Κανόνας, ὅπως μᾶς τούς παρέδωσαν οἱ Πατέρες, καί ὄχι σύμφωνα μέ νεωτεριστικές-νικολαϊτικές διδασκαλίες καί ἑρμηνεῖες, πού θέλουν νά περάσουν κάποιοι, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀποκεκομμένες ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι, τότε γίνεται ἀπολύτως κατανοητό πώς εἶναι ὄντως ἀνάγκη νά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς δύο αὐτές ἐκφράσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τόσον δηλαδή τῆς «Ἀκριβείας», ὅσον καί αὐτῆς τῆς «Οἰκονομίας». Ἄς περάσωμε λοιπόν νά δοῦμε τό περιεχόμενο τῶν δύο αὐτῶν ὅρων εἰς τήν ἐκκλησιαστική μας γλῶσσα καί ζωή.
«Ἀκρίβεια» εἶναι
ἡ ἀπόλυτος τήρησις τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀλλά καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν
διατάξεων καί τῶν λειτουργικῶν τυπικῶν, τά ὁποῖα ἰσχύουν σέ μία ἐκκλησιαστική
περιφέρεια. Φυσικά, ὁ σκοπός τῆς ἀκριβείας εἶναι ἡ διατήρησις τῆς ἑνότητος καί
τῆς τάξεως εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί μέσῳ αὐτῆς ἡ ἐπίτευξις τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου
καί ἡ ἐν γένει πρόοδος καί προαγωγή τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
«Οἰκονομία»
εἶναι ἡ πρόσκαιρη, περιωρισμένη καί ἔλλογος ἀπόκλισις
ἀπό τήν ἐφαρμογή τῆς «Ἀκριβείας» τῶν Ἱερῶν Κανόνων πρός σωτηρίαν τῶν ψυχῶν. Ἐννοεῖται
δέ, πώς αὐτό δέν εἶναι θέμα τοῦ καθενός, ἀλλά τῶν εἰδικῶν καί ὑπευθύνων, οἱ ὁποῖοι
ἁρμοδίως χειρίζονται τίς λεπτές αὐτές καταστάσεις.
Κατά τήν «Οἰκονομίαν»,
λοιπόν, ἔχομε μέν τήν ἀπόκλισιν ἀπό τόν κανόνα, ἀλλά δέν ἐκφεύγομε ἀπό τόν
σκοπό του. Ἔτσι, ἐπί τῆς οὐσίας, δέν γίνεται παρέκκλισις ἀπό τό πνεῦμα τοῦ
κανόνος, ἀλλά ἀπό τό γράμμα αὐτοῦ. Εἰς τήν παράγραφον αὐτήν, ἄς προσθέσωμεν καί
τόν σοφόν λόγον τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ὁ ὁποῖος, γιά τό
θέμα αὐτό, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἔγραφε εἰς τόν «Ὀρθόδοξον Τύπον» (14/6/91) τά ἑξῆς:
«Ἀναστολή, δέν σημαίνει κατάργησιν. Μόλις ξεπερνιέται ἡ δυσκολία, ἐφαρμόζεται
πάλιν ἡ ἀκρίβεια τῶν Κανόνων». Ὁ δέ Γέροντας Παΐσιος, μέ τόν ἁπλό καί φωτισμένο
λόγο του, σέ κάποια συζήτησι περί οἰκονομίας καί ἀκριβείας καί περί τῶν Ἱερῶν
Κανόνων καί τοῦ Πηδαλίου, εἶχε τονίσει τά ἑξῆς: «Τό Πηδάλιο κάποιες φορές
χρειάζεται νά τό στρίβωμε, ἀρκεῖ αὐτό νά γίνεται γιά λόγους σωτηρίας τῆς ψυχῆς.
Γι᾽ αὐτό ὀνομάζεται ''πηδάλιο''». Ὄντως παράδειγμα ἁπλό καί φωτισμένο. Εἶναι
δηλαδή ὅπως τό τιμόνι στό πλοῖο, γιατί χωρίς πηδάλιο τό σκάφος δέν πηγαίνει
πουθενά.
Μετά ἀπό τίς ἀναγκαῖες διευκρινήσεις ἐπί τοῦ θέματός μας
καί τόν ὁρισμό τῆς «Ἀκριβείας» καί τῆς «Οἰκονομίας» (περισσότερα ἠμπορεῖ νά
μελετήσῃ ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος εἰς τά ὑπάρχοντα ἐγχειρίδια καί εἰς τίς εἰδικές
μελέτες τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου), ἄς ἔλθωμε νά ἀγγίξωμε κάποιες χαίνουσες πληγές
πού καλύπτονται μέ τήν δῆθεν «Ἐκκλησιαστική Οἰκονομία». Διότι, ναί μέν εἴπαμε
περί «Οἰκονομίας», ἀλλά ἄς μή καταντᾷ τελικῶς ἡ «Οἰκονομία» ἀνοικονόμητη καί ἰσοπεδωτική,
ὅσον ἀφορᾶ εἰς τούς Ἱερούς Κανόνας καί εἰς τό Ὀρθόδοξον ἦθος, τά ὁποῖα εἶναι οἱ
δύο πλευρές τοῦ γνησίου νομίσματος.
«Πόθεν ἄρξομαι
θρηνεῖν»;
Ἄς δοῦμε ἀρχικά τό θέμα τῆς τεκνογονίας τῶν Ὀρθοδόξων ζευγαριῶν. Ἔχει
διαμορφωθῆ καί τείνει νά παγιωθῇ, δυστυχῶς, μία κατάστασις, ἡ ὁποία ἀποσπᾶ τόν
γάμο ἀπό τήν τεκνογονία. Ἀποτέλεσμα δέ αὐτοῦ εἶναι τά ζευγάρια (καί δέν ὁμιλοῦμε
ἐδῶ περί τῶν ἀθέων) νά σταματοῦν εἰς τό ἕνα ἤ τό πολύ εἰς τά δύο παιδιά καί
ταυτοχρόνως νά θέλουν νά ἔχουν τήν συχνή μυστηριακή ζωή, τήν Θεία Κοινωνία.
Βεβαίως, ὑπάρχουν καί οἱ περιπτώσεις πού ὄντως χρειάζεται νά ἀντιμετωπίζεται τό
θέμα αὐτό καί κατά περίπτωσιν ἀπό τόν ὑπεύθυνο πνευματικό καί πάντοτε ἐντός τοῦ
πλαισίου τῆς σωστῆς «Οἰκονομίας».
Ὅταν, ὅμως, ἡ
τακτική αὐτή κατευθύνεται ὑπό ὡρισμένων προσώπων πού ἔχουν κάποιο «ὄνομα» εἰς
τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο καί τείνῃ νά παγιώνεται
πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις, τότε τά πράγματα ξεφεύγουν μέ ἀποτέλεσμα ἡ «Οἰκονομία»
νά καταντᾷ «Ἀκρίβεια» (δηλ. ἀκριβής παρανομία) καί τρόπος «ὀρθῆς χριστιανικῆς
ζωῆς». Τό δέ πνευματικό ἐπίπεδο μεταπίπτει, ἀπό ὑψηλό καί ἀγωνιστικό, εἰς τό
χαλαρό, εὔκολο, ἐπιπόλαιο, ὡσάν εἰς ἕναν ἄγευστο καί ἄκοπο προστενταστισμό, ὁ ὁποῖος
δέν ὁδηγεῖ εἰς νομάς σωτηρίους.
Οἱ ὑπεύθυνοι
διά τήν διαμορφουμένην αὐτήν κατάστασιν εἶναι κάποιοι ἐκ τῶν κληρικῶν καί ὡρισμένοι
λαϊκοί. Οἱ κληρικοί αὐτοί, ἐνδεχομένως, ἤ δέν ἔχουν μελετήσει σωστά καί ἀπό Ὀρθοδόξου
σκοπιᾶς τό ζήτημα τῆς τεκνογονίας, ἤ δέν ἔχουν ἀγωνισθῆ διά νά ἀποβάλουν ἀπό
τήν καρδιά τους τό δέλεαρ καί τό φόβητρο τοῦ κόσμου καί ἔτσι διστάζουν νά ὀρθοτομήσουν
τόν λόγον τῆς ἀληθείας κηρύσσοντας καί ἐφαρμόζοντας
πρακτικές ὅλως ἀπαράδεκτες καί ἀντικανονικές. Οἱ δέ λαϊκοί «θεολόγοι», μᾶλλον
κοινωνιολόγοι καί τοῦ κόσμου φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικῶς οὐδέποτε ἐγνώρισαν
τήν ζωντανή πίστι καί τήν ἀγωνιστική Ὀρθοδοξία, ἐνῶ ἔχουν κάποια χαρίσματα, ἔχουν
καταφέρει, μέ τίς ποικίλες θεωρίες των, συσχετίζοντας τήν σαρκική πτῶσι μέ τόν ὑψηλό
καί ἀγγελικό θεῖον ἔρωτα (ἐάν εἶναι ποτέ δυνατόν!), νά ἐπηρρεάζουν ἀρνητικά
τούς ρηχούς περί τήν θεολογίαν καί τούς ἀγεύστους τῆς συνειδητῆς πίστεως ἐγγάμους
κληρικούς καί λαϊκούς.
Τό ἀποτέλεσμα
εἶναι νά ἔχῃ ἤδη δημιουργηθῆ «σχολή» μέ ἄκρως ἀρνητικά ἀποτελέσματα («πονηροί
δέ ἄνθρωποι καί γόητες προκόψουσιν ἐπί τό χεῖρον πλανῶντες καί πλανώμενοι» (Β´
Τιμοθ. γ´ 13)). Τούς λείπει δηλαδή ἡ ἐμπειρία τῆς θείας ἀγάπης-ἔρωτος καί ἔχουν
ὡς ὑποκατάστατα αὐτές τίς νοοτροπίες καί, ἀντί νά χορταίνουν ἀπό τόν ἀκόρεστο
κορεσμό τοῦ Θεοῦ, ἔχουν ὑπαρξιακή ἀνεπάρκεια. Εἶναι ἄνθρωποι, δυστυχῶς, πού ἀντί,
μέ τά ὅποια τάλαντά τους, νά οἰκοδομοῦν τούς πιστούς βάσει τῆς Ὀρθοδόξου
Πατερικῆς Παραδόσεως, αὐτοί, μέ τήν πεπλανημένη διδασκαλία τους, ἔχουν καταστῇ νεωτεριστές-νικολαΐτες-παρερμηνευτές,
«φάροι ἐσβεσμένοι ἀντί τηλαυγεῖς», χλιαροί ἀντί θερμοί, ὄντες «φιλήδονοι μᾶλλον,
ἤ φιλόθεοι» (Β´ Τιμόθ. γ´ 4). Δηλαδή, παρερμηνεύουν καί ἀποδομοῦν τό μυστήριον
τοῦ γάμου (καί ὄχι μόνον), καί, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Γερβάσιος
Παρασκευόπουλος, καταντοῦν τό μυστήριον τοῦ γάμου «ἔννομον παλλακείαν». Φυσικά,
ἐδῶ δέν ἠμπορεῖ νά γίνεται λόγος περί «Οἰκονομίας», ἀλλά περί ὀλιγοπιστίας καί
περί Νικολαϊτισμοῦ, κλπ., διότι καταστρατηγεῖται παντελῶς ἡ ἔννοια τῆς εὐλογημένης
«Οἰκονομίας» καί χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος της ὡς ἐπικάλυμμα τῶν παθῶν καί τῶν ἐγκλημάτων
κατά τῆς πίστεως.
Ἐπίσης, ὑπάρχει
μία ἄλλη μεγάλη ἀνοικτή πληγή, ἡ ὁποία οὐδόλως εἶναι δυνατόν νά ἐπουλωθῇ ἕνεκεν
«Οἰκονομίας», ἀλλά ἀντιθέτως αἱμορραγεῖ ἀκαταπαύστως. Καί ποιά εἶναι αὐτή; Μέ ὀδύνη
καί θλῖψι τήν βλέπομε νά αὐτοαποκαλύπτεται, διότι ἀπό μόνος του «ὅταν ἔλθῃ ὁ ἀσεβής
εἰς βάθος κακῶν καταφρονεῖ» μέ ἀποτέλεσμα νά «ἐπέρχεται αὐτῷ ἀτιμία καί ὄνειδος»
(Παροιμ. ΙΗ´ 3). Βλέπομε δηλαδή αὐτήν τήν ὄζουσαν καί πυορροοῦσαν πληγήν εἰς τό
Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν δημιουργοῦν οἱ ὑπεύθυνοι καί ἡ ὁποία ὀνομάζεται
«κωλύμματα ἱερωσύνης». Ἀπᾴδει τό νά ἀναφέρωμε ἐμεῖς αὐτά τά ὁποῖα λαμβάνουν
χώραν καί γίνονται ὄχι μόνον παγκόσμιον ρεπορτάζ, ἀλλά ἀναπαράγονται, κατά τό μᾶλλον
ἤ ἧττον, ἀπό τούς χώρους, εἰς τούς ὁποίους θά ἔπρεπε νά εὐωδιάζουν τά κρίνα τῆς
ἁγιότητος καί τά μῦρα τῆς Χάριτος.
Τοῦτο μόνον ἐρωτοῦμε
τούς καθ᾽ ὕλην ἁρμοδίους: Ἀποτελεῖ πρᾶξιν «Οἰκονομίας» τό νά κυκλώνουν τό Ἱερόν
Θυσιαστήριον μονάδες πού θά ἔπρεπε νά εὑρίσκωνται εἰς τάς τάξεις τῶν
«προσκλαιόντων»; Χειρίζονται τήν εὐλογημένην «Οἰκονομίαν» ὅσοι θέτουν τάς χεῖρας
των εἰς ἄτομα τά ὁποῖα χρήζουν ἀκόμη καί εἰδικῆς ψυχικῆς θεραπείας καί πού ἔχουν
ξεφύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια;
Ἐδῶ, ἴσως ἀπαντήσουν
κάποιοι ἀπό αὐτούς τούς ὑπευθύνους πώς δέν ἐγνώριζαν ἐξ ἀρχῆς. Ὅταν ὅμως
γίνεται ἀντιληπτόν τοῖς πᾶσι τό φαινόμενον αὐτό, γιατί καί τότε συνεχίζουν νά
βόσκουν μέσα εἰς τήν «κόπρον τοῦ Αὐγείου»; Γιατί καταντοῦν τά Ἱερά Θυσιαστήριά μας
χώρους εἰς τούς ὁποίους πραγματοποιεῖται τό φρικτόν ὅραμα τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου;
Δόξα τῇ
μακροθυμίᾳ σου, Κύριε!
Θέτομε ὅμως καί
ἕνα γενικώτερο ἐρώτημα: Ὑπάρχει «Οἰκονομία» εἰς τά τῆς Ἱερωσύνης; Νομίζομε ναί,
μόνον ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν ἡλικίαν τῶν κληρικῶν καί αὐτό ὑπό ὅρους καί κατά εἰδικές
περιπτώσεις. Ἀλλά, τό νά ἀποδεχώμεθα «Οἰκονομία» εἰς τό θέμα τῶν κωλυμμάτων, αὐτό,
μᾶλλον «κατάρα» εἶναι.
Ὅμως, κατά
τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καί τήν Πατερική Παράδοσι, τό νά ἐφαρμόσῃ ἕνας ποιμήν
τήν κατά περίπτωσιν ἐπιτρεπτήν «Οἰκονομίαν», ἡ ὁποία φυσικά δέν θά προσκρούῃ εἰς
τούς Ἱερούς Κανόνας καί εἰς τό Ὀρθόδοξον ἦθος, εἶναι ἀνάγκη ὁ ἴδιος νά ἔχῃ ὑπερβῆ
τό ἐπίπεδον τῆς καθάρσεως καί νά εὑρίσκεται, εἴτε εἰς τό ἐπίπεδον τοῦ φωτισμοῦ,
εἴτε εἰς ἐκεῖνο τῆς θεώσεως. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, ἡ ἀνοικονόμητος «Οἰκονομία»
καί ἡ οἱαδήποτε κατάλυσις τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί Δογμάτων καταντᾶ ἕνα νυστέρι, ὄχι
εἰς τά χέρια τοῦ εἰδικοῦ χειρουργοῦ, ἀλλά εἰς τά τρεμάμενα χέρια ἑνός ἀσχέτου.
Τά δέ ἀποτελέσματα; Θά εἶναι, τό ὀλιγώτερον, τραγικά.
«Κύριε, μή
μνησθῇς ἀνομιῶν ἡμῶν ἀρχαίων τε καί προσφάτων. Μή ἀντισταθμίσῃς τῷ βάρει τῶν ἁμαρτιῶν
ἡμῶν τήν προσήκουσαν ἀνταπόδοσιν...» (Ἐκ τῆς εὐχῆς ἐπί ἀπειλῇ σεισμοῦ - Μέγα Εὐχολόγιον,
ἐκδόσεις Ἀστέρος, σελ. 539).
Βεβαίως, θά ἠμπορούσαμε
νά ρίξωμε τήν ματιά μας, κρατῶντας τήν ὄσφρησί μας, καί σέ ἄλλες ἀνοικτές
πληγές πού δέν λέγουν νά ἐπουλωθοῦν εἰς τό ὄνομα τῆς ταλαίπωρης «Οἰκονομίας», ὅπως
τό ὅτι πνευματικοί ἐπιτρέπουν τίς προγαμιαῖες σχέσεις καί διάφορα ἄλλα ἀνεπίτρεπτα.
Αὐτοί, εἶναι πνευματικοί τῆς «Διεθνοῦς Ἀμνηστίας», οἱ ὁποῖοι, ἐκτός τῶν ἄλλων,
διά νά ἀποδείξουν εἰς τόν ἑαυτόν τους, ἀλλά καί εἰς ἄλλα πρόσωπα, ὅτι ἔχουν τήν
ἀποδοχήν τῶν πιστῶν, καί μάλιστα τῶν νέων ἀνθρώπων (πνευματικῶν παιδιῶν-ὀπαδῶν...,
Γεροντισμός, κλπ.), ἁμαρτάνουν μέ τό νά ρίπτουν «ὕδωρ εἰς τόν οἶνον των» μέ ἀποτέλεσμα
νά πίπτουν εἰς θανάσιμα ἁμαρτήματα, τόσον οἱ ἴδιοι, ὅσον καί οἱ ψυχές τίς ὁποῖες
ἔχουν χρεωθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καταστάσεις αὐτόχρημα τραγικές, γιά τίς ὁποῖες
τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον τονίζει πώς «τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῇ ἀμφότεροι εἰς
βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. ΙΕ´ 14).
Τό ἀποκορύφωμα
ὅμως ὅλων καί ἡ πληγή τῶν πληγῶν, ἡ Πλάνη τῶν Πλανῶν, εἶναι τά σχεδόν
συλλείτουργα καί οἱ συμπροσευχές (καί ὄχι μόνον) τῶν «Ὀρθοδόξων» οἰκουμενιστῶν,
τά ὁποῖα καταδικάζονται ἀπεριφράστως ἀπό τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας, ἀλλά
καί ἀπό τόν θεηγόρον ὅμιλον πάντων τῶν θεοφόρων Πατέρων.
Οὐδείς ἠμπορεῖ
νά ἀρνηθῇ ὅτι ἡ μεγαλυτέρα διαστροφή εἰς τό θέμα τῆς «Οἰκονομίας» συντελεῖται
μέσῳ τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ. Ἐντός αὐτῆς τῆς καμίνου ρευστοποιεῖται καί
τήκεται τό σύνολον τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Τό δέ ἐκμαγεῖον τοῦ συγκρητισμοῦ ἀποκαλύπτει
ἕνα τερατῶδες προσωπεῖον, τό ὁποῖον οὐδεμίαν σχέσιν δύναται νά ἔχῃ μέ τήν ἀκραιφνῆ
Ὀρθοδοξίαν, τήν ὁποίαν βιώνουν οἱ ἐπίσημοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐννοεῖται
δέ, ὅτι τό θέμα τῶν συμπροσευχῶν, τόσον ἐκτός τῶν Ἱερῶν Ναῶν, ὅσον καί ἐντός αὐτῶν,
μέ ἀρχιερατικά καί ἱερατικά ἄμφια, μέ ἐπιτραχήλια, ὠμοφόρια καί μανδύας, ὄχι
μόνον δέν εἶναι ἁπλό, ἀλλά, δοθέντος ὅτι οἱ οἰκουμενιστές αὐτοί σχεδόν ὁλοκληρώνουν
καί τό συλλείτουργον, ἀνεπιφυλάκτως τότε ἠμπορεῖ νά γίνῃ λόγος περί καταλύσεως
τῶν Ἱερῶν Δογμάτων καί ἄρα περί προδοσίας τῆς ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδοξίας. Ἡ δέ
δικαιολογία, ὅτι ὅλα αὐτά τά θέατρα τοῦ παραλόγου λαμβάνουν χώραν ἕνεκεν τῆς ἀγάπης
καί τῆς προσεγγίσεως τῶν ἀνθρώπων, εἶναι τόσον φαιδρή πού ὅσοι τήν ὑποστηρίζουν
καταπίπτουν εἰς χειροτέραν κατηγορίαν ἀπό ἐκείνην ἡ ὁποία ἤδη τούς ἀποδίδεται,
τοὐτέστιν τῆς προδοσίας τῆς πίστεως.
Καί, φυσικά,
ὅλα αὐτά, διότι ἐλλείπει ἐκ τῆς καρδίας ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποκορυφώνεται
ἡ προσβολή καί ἡ περιφρόνησις τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα
μέ τόν ἀείμνηστον Γέροντα Ἐπιφάνιον Θεοδωρόπουλον, «ὅταν παραβιάζωνται, ἐκδικοῦνται».
Καί ἐκδικοῦνται ὅσους «Ὀρθοδόξους» οἰκουμενιστάς καταρρίπτουν τά αἰώνια καί εὐλογημένα
σύνορα μεταξύ ἀληθείας καί αἱρέσεως, οἱ ὁποῖοι ὑψώνουν χεῖρας ἀνόμους καί εὐλογοῦν
καί ἐναγκαλίζονται τούς αἱρετικούς μετέχοντες καί αὐτοί εἰς τήν βλασφημίαν τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Οἱ ἡμέτεροι αὐτοί
«Ὀρθόδοξοι», οἱ ὁποῖοι συναγωνίζονται, ἀλλά καί ὡρισμένες φορές ὑπερακοντίζουν
σέ εὐχητικές καί θεολογικές ἀμετροέπειες τούς πεπλανημένους καί κακοδόξους αἱρετικούς,
ἄς προσέξουν, διότι, ἐννοεῖται, πώς ὁ Θεῖος Δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστός,
ναί μέν ἀνέχεται ὡρισμένες καταστάσεις διά λόγους πού μόνον Ἐκεῖνος γνωρίζει, ἀλλά
ὁ Χριστός ἔχει καί τόν τελευταῖον λόγον. Ὁ δέ πάντοτε ἐπίκαιρος λόγος τοῦ Θεοῦ
«ποιμένες πολλοί διέφθειραν τόν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τήν μερίδα μου...» (Ἱερ.
ΙΒ´ 10) ἐκφράζει ἐπακριβῶς ὅλα αὐτά τά ὁποῖα λαμβάνουν χώραν εἰς τά οἰκουμενιστικά
συνέδρια, μέ συμπροσευχές κλπ., μέ πρόφασι δῆθεν τήν ἀγάπη καί ὅ,τι ἄλλο, καί
τά ὁποῖα οὐσιαστικό σκοπό ἔχουν νά ἀποδομήσουν τά θεμέλια, ἀλλά καί τό ὅλον οἰκοδόμημα
τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, μέ τελικό σκοπό τήν ἕνωσι τῶν «ἐκκλησιῶν».
Ἄς γίνουν
λοιπόν ὅλοι αὐτοί πολύ προσεκτικοί, διότι περιπίπτουν σέ πλάνη, καθ᾽ ὅσον ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ξεκάθαρος πρός ὅσους προσβάλλουν τό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία
Του: «Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. Ι´ 31).
Ὅμως, ἱκανόν ἐστί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου