Ἦταν
γιά μᾶς ἡ Ἀθήνα, ὅπως ἕνα ρεῦμα ποταμοῦ πού σχίσθηκε ἀπό μία πηγή τῆς πατρίδος
καί μᾶς ἀπέλασε ἀπό τά σύνορά της σέ διαφορετική κατεύθυνση καὶ πάλι συναχθήκαμε
στό ἴδιο σημεῖο, σάν νά μᾶς κίνησε ὁ Θεός μέ κάποιο σύνθημά του, ἐπειδή ἐρωτευθήκαμε
τήν ἐπιστημονική μας παίδευση.
Καί
καθώς περνοῦσε ὁ χρόνος ὁμολογούσαμε οἱ δυό μας ὁ ἕνας στόν ἄλλον τὸν κοινό
μας πόθο, ὅτι θά σπουδάσουμε τήν ἀληθινή σοφία.
Ἤμασταν ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο τό πᾶν, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι,
ἀπόλυτα ἑνωμένοι. Καί ἀγωνιζόμασταν
καί οἱ δυό μας ὄχι ποιός θά ἔχει τὸ πρωτεῖο,
ἀλλά πῶς νά τό παραχωρήσουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο· αὐτό πού ποθοῦσε καί ἀγαποῦσε
περισσότερο ὁ ἄλλος τό κάναμε δική
μας ἐπιθυμία. Ἤμασταν μία ψυχή σέ δύο σώματα... Ἕνα ἔργο
εἴχαμε καί οἱ δύο, τήν ἀρετή, καὶ τὸ νά ζοῦμε μέ τίς ἐλπίδες τοῦ οὐρανοῦ...
Ὡς πρός τούς συμφοιτητές
μας, μιλούσαμε ὄχι μέ τούς πιό ξεδιάντροπους
ἀλλὰ μέ τούς πιό συνετούς... Καί
χαιρόμασταν νά παρακολουθοῦμε ὄχι τά πιό εὐχάριστα μαθήματα, ἀλλά τά πιό καλά. Διότι ἀπό αὐτό ἐντυπώνεται στούς
νέους ἡ ἀρετή ἤ ἡ κακία...
Δύο δρόμους γνωρίζαμε… ἕναν πρός τούς ἱερούς
ναούς καί ἕναν πρός τό Πανεπιστήμιο. Τούς ἄλλους δρόμους, αὐτούς πού ὁδηγοῦν στίς ἑορτές, τά θέατρα, τά ποτά καί τά ξενύχτια,
τούς περιφρονούσαμε. Διότι σέ μᾶς ἕνα πρᾶγμα ἦταν μεγάλο καί ἕνα
ὅνομα, νά εἴμαστε καί νά ὀνομαζόμαστε Χριστιανοί·
382
μ.Χ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον
Ἐπίσκοπον
Καισαρείας Καππαδοκίας, Ἐπιτάφιος.
Ἐνημέρωση από Σωτήριον Ν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου