Κυριακή της Τυροφάγου. (Ματθ. ΣΤ' 14-21)
Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. & Κονίτσης
Όσο και να προσπαθήσει εγωιστικά και αυτοδύναμα ο άνθρωπος, ουδέποτε θα κατορθώσει να υποτάξει μέσα στην κρούστα του δικού του υποκειμενισμού, την διαλεκτική του Θεού. Θα παραμένει πάντοτε στην αντιδικία ή στην ακούσια και σκανδαλώδη αποδοχή.
Εννοείται όμως ότι μια τέτοια κατάσταση είναι αδύνατο να επιφέρει πνευματική προκοπή και συναίσθηση προσωπικής επικοινωνίας με τον Τριαδικό Θεό.
Γι' αυτό και θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η θέση μας έναντι του λόγου του Θεού, είναι αυτή της ευλογημένης υπακοής και της αγαπητικής διαθέσεως έναντι του Λατρευτού Θεανδρικού προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Με μια τέτοια δηλ. στάση αγάπης που ερμηνεύεται ως εκούσια και καρδιακά αποδοχή των θείων εντολών. Μια γνήσια και ανεξάντλητη υπακοή, που επιβεβαιώνεται εκ μέρους μας με τον προφητικό λόγο: «λάλει Κύριε και ο δούλος σου ακούει», αποτελεί και την άριστη προϋπόθεση μα και το πρώτο δείγμα, του ότι η καρδιά μας μαγνητίζεται από τον ουράνιο θησαυρό.
Και ουράνιος θησαυρός είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, και η αποκαλυπτική του διδασκαλία.
Φυσικά, η καρδιά του ανθρώπου, δεν μπορεί παρά να μαγνητισθεί και να ελκύεται από αυτό που ο ίδιος ο άνθρωπος έχει αποδεχθεί ως θησαυρό. Έχει αποδεχθεί, αλλά και έχει κλείσει τον εσωτερικό του κόσμο σ΄ εκείνο το οποίο αγάπησε και βεβαίως αγωνίζεται να κατακτήσει.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το κεντρικό ζήτημα, που στην έκφραση της Ευαγγελικής διδασκαλίας:
«όπου εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία ημών», ο άνθρωπος σοκάρεται και αρχίζει να αισθάνεται για τα καλά τι θα πει ολοκληρωτική αποδοχή του Χριστού.
Βεβαίως, όσοι βρίσκονται εκτός του σώματος της Εκκλησίας μας και μακριά από την κοινωνία των αγίων του Θεού, όσοι συνειδητά έχουν επιλέξει ως «χώρο διαμονής», τους «παγωμένους ωκεανούς» της απιστίας και τους «κατεψυγμένους πόλους» του μίσους, αδυνατούν να εννοήσουν τον Κυριακό αυτόν λόγο. Αλλά μήπως, φίλοι μου, και όσοι έχουμε προσελκυσθεί από την ζωή της πίστεως, όσοι έχουμε ζήσει έτη και δεκαετίες μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής, περισσότερο «γνώσεως» παρά ζωής, έχουμε τελικώς συνειδητοποιήσει πως ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς έχει διατυπώσει και αποκαλυπτικά αναλύσει μέσα σε δύο παραβολές, την έννοια του «θησαυρού» με το βαθύτερο και ουσιαστικότερο περιεχόμενό του;
Η πρώτη παραβολή, παρμένη από την όμορφη, αλλά, περιφρονημένη από την γενιά μας, αγροτική ζωή (Ματθ. ΙΓ' 44), και η δεύτερη αναδύεται μέσα από το άγχος και την παραζάλη της εμπορικής ζωής. Της ζωής εκείνης που όποιος την επιλέγει, θα πρέπει να γίνεται τόσο προσεκτικός στο κάθε βήμα των συναλλαγών του (Ματθ. ΙΓ' 45-46).
Η ουσία των παραβολών είναι πως ο θησαυρός είναι πολύτιμος. Μα ταυτοχρόνως και κρυμμένος. Ίσως να βρίσκεται κάτω από τα πόδια σου, μα εσύ να μένεις ανυποψίαστος. Που θα πει, ότι η βασιλεία του Θεού υπάρχει κρυμμένη και μυστική για όσους είναι επιπόλαιοι και δεν έχουν διάθεση να την βρουν. Για δε τον ανυποψίαστο, που οι κεραίες της καρδιάς του είναι ρυθμισμένες στο να συλλαμβάνουν άλλα πράγματα, πεζά και καθημερινά, η βασιλεία αυτή μοιάζει σαν να μην υπάρχει καν. Μόνο όποιος αρχίζει να εννοεί ότι υφίστανται και άλλες πραγματικότητες, που δεν αναλύονται, παρά στον χώρο της καρδιάς που λαχταρά την αγάπη, μόνο τότε μπορεί να ανακαλύψει τι θησαυρός κρύπτεται μέσα στο χωράφι της υπάρξεώς του. Και επειδή η αξία του θησαυρού της πίστεως, που κορυφώνεται στην αγάπη του Θεού και των αδελφών, είναι ασύγκριτη και ανυπέρβλητη, χρειάζεται αγώνας μεγάλος, τόσο για την κατάκτησή του, όσο και για την διασφάλισή του.
Ο καλός έμπορος, δεν χάνει την ευκαιρία που του δίνεται. Όταν βρει τον
«πολύτιμο μαργαρίτη», πουλάει τα πάντα για να τον αγοράσει. Δίνει τα πάντα για ν' αγοράσει το ένα, που στην αξία του είναι ασύγκριτα ανώτερο απ' όλα τ' άλλα που κατείχε και που έως τότε νόμιζε ότι αυτά είναι τα μοναδικά. Και όταν πραγματοποιεί αυτό, όταν δηλ. ο άνθρωπος ανακαλύψει το πού βρίσκεται ο θησαυρός, όταν δώσει τα πάντα γι' αυτόν τον «πολύτιμο μαργαρίτη» και στη συνέχεια, όταν τον διασφαλίσει μέσα στον ιερό ναό της καρδιά του, ε, φίλοι μου, ο έως τότε αναζητητής, ανακαλύπτει τον προορισμό του. Αυτής δε της μακαριότητας και ευλογίας, «ουκ έσται τέλος».
Ίσως τώρα να ρωτήσει κάποιος: «Ναι, καταλάβαμε, ότι τελικώς αυτός ο θησαυρός ο πολύτιμος, είναι η αγάπη που αναπτύσσεται στο έδαφος της πίστεως. Αλλά ποιοι είναι αυτοί που τον ανακάλυψαν και πού βρίσκονται για να τους γνωρίσουμε; Και κατ' επέκτασιν, πώς θα μπορέσουμε κι εμείς οι ίδιοι ν' ανακαλύψουμε τον αμύθητο αυτό θησαυρό;».
Μα, φίλοι μου, η απάντηση είναι τόσο εύκολη, αφού ήδη γνωρίζουμε τον χώρο της Εκκλησίας μας, και συνάμα έχουμε φίλους και αδελφούς τους Αγίους μας. Αυτές δηλ. τις καταπληκτικές προσωπικότητες που αποδεικνύουν στην πράξη τι θα πει να στρέφεται η καρδιά στον ουράνιο εκείνο θησαυρό, όπου
«ούτε σης, ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν».
Είναι πράγματι μεγάλο πράγμα να έχουμε κοντά μας και δίπλα μας τους ποδηγέτες αυτούς που πριν από εμάς ανακάλυψαν, έσκαψαν, βρήκαν, θησαύρισαν και διαφύλαξαν τον «πολύτιμο μαργαρίτη» και τον «ουράνιον θησαυρόν» της πίστεως, της εν Χριστώ δηλαδή αρετής και της αγάπης. Και εξαρτάται από εμάς τώρα, το αν και κατά πόσον θα αποδείξουμε τους εαυτούς μας καλούς μαθητές και γνήσια τέκνα των θεοπνεύστων αυτών σκαπανέων της πίστεως και των αναρριχητών της φωτόλουστης κορυφής της αγάπης.
Εννοείται δε, ότι η Χάρις του Θεού συνδράμει σε πολύ μεγάλο βαθμό, όταν αποφασίσουμε αυτό τον θησαυρό της Σταυρικής Αγάπης να τον οικειοποιηθούμε. Τα φωτόμορφα μάλιστα τέκνα της Εκκλησίας μας, οι Άγιοι δηλ. που προσέχουν τον κάθε τους λόγο και την κάθε τους κίνηση, ώστε να μη διασπαθίζεται και να μη χάνεται εκτός του Σώματος, ο πλουτισμός της εμπειρίας και ο θησαυρός της θεολογίας, μας υποδεικνύουν εν πάση λεπτομερεία την μέθοδο και τον τρόπο, ώστε ο αγώνας αυτός να είναι «νόμιμος». Και τούτο, διότι υφίσταται πάντοτε και ο μεγάλος κίνδυνος, επάνω στην αδιακρισία του κανείς, να σκάπτει, όχι στο έδαφος που κρύπτεται ο θησαυρός, αλλά στα μπάζα του υποκειμενισμού, στη χωματερή των «φασμάτων της αληθείας». Να τειχίζει σε προσχώσεις και να οικοδομεί σε αρμύρες. Τότε, αν συμβαίνει αυτό, αλλοίμονο, τα αδειανά κονσερβοκούτια που λίγο γυαλίζουν στον ήλιο, τα νομίζει για διαμάντια, και τον ανθυγιεινό άνθρακα, τον εκλαμβάνει ως θησαυρό. Έτσι, καταντά, ώστε ο πλουτισμός του να μην είναι καν θησαυρός, και το χειρότερο να αντιτίθεται σε όποιον σκάπτει στο κανονικό χωράφι υπό την καθοδήγηση των επαϊόντων, δηλ. των φωτισμένων και θεουμένων Αγίων.
Φαντάζεται λοιπόν κανείς, πόσοι κόποι και μόχθοι πάνε χαμένοι και πόση βλάβη και ζημιά, ήδη έχει υποστεί ένας τέτοιος έμπορος, που ξεπουλά τα όσα κατέχει για κάτι τι το καλύτερο, και τελικώς εκείνο που καταλήγει ν' αγοράσει δεν είναι παρά κίβδηλο, άχρηστο και κυρίως επιζήμιο, τόσο για τον ίδιον, όσο και για όσους λαμβάνουν μέρος στην πολύμοχθη επιχείρηση.
Αλλά να φυλάει ο Θεός από τέτοιες περιπτώσεις, που εκείνο το οποίο φανερώνουν, είναι η αιθαλομίχλη της αδιακρισίας και ο οχληρός γνόφος της συγχύσεως και της πλάνης. Και όπως γίνεται σε όλους φανερό, το ευρύτατο αυτό φάσμα της ακαταλληλότητας του εδάφους, της εξόρυξης του άνθρακα και τέλος η «παζαριώτικη συλλογή και αγοραπωλησία των ρεταλιών», παρουσιάζει ευρύτατο φάσμα «αδελφικής απόνευσης», και ξεδιπλώνει βεντάλια μεγάλων αποκλίσεων και εποστράκισμα ευαγγελικής συμπεριφοράς.
Στο πλαίσιο αυτό τώρα, μπορεί κανείς να αλιεύσει από περιπτώσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από ακατάσχετη δίψα, ως προς τον επίγειο πλουτισμό και τις αθέμιτες απολαύσεις των ηδονών, έως και αυτές τις λεπτές ψυχικές αποχρώσεις που αποκαλύπτουν την αντικειμενική ποιότητα της «πνευματικής ζωής». Στην παράγραφό δε αυτή εντάσσεται και η εμμονή ορισμένων, να αποχωρούν από τον χώρο που έχει ήδη ανακαλυφθεί ο «μαργαρίτης και ο θησαυρός», και το να σκάπτουν σε διαφορετικά και χέρσα χωράφια. Αλλά και η επιμονή τους για αναρρίχηση από τα ολισθηρά ακρόβραχα, τα χαρτογραφημένα από τους ειδικούς με ένδειξη «επικινδυνότητας», και που ως αποτέλεσμα της επιλογής τους επιφέρουν το «σισύφειον δράμα», στις καλύτερες των περιπτώσεων.
Επίσης, στους χώρους αυτούς του άκρατου υποκειμενισμού, επιπολάζει και η θεωρία ότι δήθεν όλα τα «χωράφια» και όλα τα «οικόπεδα» έχουν την ίδια αξία, αφού στο υπέδαφός τους διασφαλίζεται η ίδια «φλέβα χρυσού».
Δοξασίες τω όντι καταγέλαστες, αφού και στις δυο των περιπτώσεων, καταδεικνύεται, τόσο η απουσία ή μάλλον η περιφρόνηση της «λυδίας λίθους» εκ μέρους του «οικοπεδούχου Σισύφου», όσο και η έλλειψη εμπορικού πνεύματος από τους κυρίους της κίβδηλης αγαπολογίας και του προγραμματισμένου και επιδοτούμενου «αναδασμού».
Φυσικά η κοινή συνισταμένη όλων αυτών των διελκυστίνδων και των φυγόκεντρων δυνάμεων, είναι η απουσία αυτού του πολύτιμου θησαυρού και η εμπορικότητα του «χρυσωμένου χαπιού». Όσο δε για την αγάπη, μα αυτή απουσιάζει σε «μόνιμες διακοπές», αφού οι παγεροί άνεμοι του κάθετου απομονωτισμού, και ο λίβας του ισοπεδωτισμού, της αρνούνται πεισματικά την όμορφη και ζεστή θαλπωρή. Αλλά πώς μπορεί να συμβαίνει διαφορετικά, όταν ο «πολύτιμος μαργαρίτης» που προσωποποιείται απολύτως στο Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στην ολοκληρωτική αγάπη Αυτού, και κατ' επέκταση στην αγάπη των αδελφών, πώς είναι δυνατόν, όταν από τρόπο ζωής και βίωμα θείου έρωτος, αγιότητος και αδελφικής αγάπης, μέσα στη λατρευτική σύναξη του σώματος της Εκκλησίας, μεταβάλλεται είτε σε «θρησκευτική ιδεολογία» και σε «καρικατούρα ποιμαντικής οδηγητικής», είτε σε σχέδια πλουτισμού, με τίμημα τον στραγγαλισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας;
Πώς είναι δυνατόν να αναπτυχθεί καθέτως και οριζοντίως η αγάπη, όταν από τη συνείδηση, στο κέντρο της καρδιάς, χάνεται η επαφή προς το πρόσωπο το «κατ' εικόνα Θεού», και τα μέσα προς κάθαρση μεταβάλλονται σε εργαλεία και σε όπλα εναντίον των «καθ' ημών»;
Φυσικά, σε τέτοιο σκληρό έδαφος και με αποδεδειγμένο το πετρώδες υπέδαφος, με τέτοιες δηλ. προϋποθέσεις, είναι αδύνατον ν' ανθίσει και να ευωδιάσει το άνθος της αγάπης. Ουδέποτε αυτό το κίβδηλο κατασκεύασμα, θα διαχύσει τις φωτεινές αποχρώσεις στις πλευρές του. Στις πλευρές της ανεπυτυχούς απομιμήσεως του «διαμαντιού της Ορθοδοξίας».
Έτσι λοιπόν, ο θησαυρός παραμένει κρυμμένος και θαπτόμενος. Η δε πνοή της αγάπης περιφέρεται και ζητά να βρει καρδιές ζεστές, ειλικρινείς και απλές, για ν' ανοίξει τους μυρίπνοους κάλυκες και για να οδηγήσει όσους με στοργή την φιλοξενούν, σε Αυτόν που την έφερε στην γη και την φύτευσε στον αγρό της Εκκλησίας μας δια του Σταυρού Του.
Όμως, δόξα τω Θεώ φίλοι μου, γνωρίζουμε τον θησαυρό της πίστεως και της αγάπης που ανακάλυψαν και έζησαν οι μεγάλοι μας φίλοι, οι Άγιοι, τη υποδείξει και χειραγωγία του Αγίου Πνεύματος. Συνάμα δε έχουμε οι πιστοί, μέσα στην λειτουργική και αδιάσπαστη ενότητα της Εκκλησίας μας, συνειδητοποιήσει την αλήθεια. Την αλήθεια, ότι οι ιεροί και θεοπαράδοτοι θεσμοί της Εκκλησίας μας, όπως η νηστεία και γενικώς η ευλογημένη άσκηση, δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά μέσα παιδαγωγικά, για να φθάσει κανείς στον ευλογημένο, μοναδικό και απόλυτο σκοπό της εν Χριστώ αγάπης.
Όταν μάλιστα, τα υποβοηθητικά αυτά μέσα από τα τόσα βεβαίως που υφίστανται στο θησαυροφυλάκιο της βιωτής των Πατέρων μας, εφαρμόζονται «εν κρυπτώ», όταν δηλ. ο πιστός δεν «βγάζει όνομα ασκήσεως» και δεν αποφεύγει την σύναξη «συν πάσι τοις αγίοις», τότε
«ο Πατήρ, ο βλέπων εν των κρυπτώ, αποδώσει εν των φανερώ».
Αδελφοί μου, η ευλογημένη και κατανυκτική περίοδος που εντός ολίγου θα εισέλθουμε, της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής, θα μας βοηθήσει μέσω του σύντονου και διακριτικού αγώνα, εννοείται δε μέσα από ισσοροπημένη, όμορφη και χαρούμενη διάθεση, πλην των άλλων να διαγνώσουμε, και στη συνέχεια να θεραπεύσουμε πάθη και αδυναμίες που οπωσδήποτε θα ανακαλύψουμε στο υπέδαφος της ψυχής μας. Μη λησμονούμε όμως ποτέ, ότι η ζωή μας θα πρέπει να αυξάνεται εντός της Εκκλησίας και να είναι απολύτως Χριστοκεντρική.
Ναι, αυτός ο Κύριος είναι ο θησαυρός μας. Αυτός το ακρότατο αγαθό. Αυτός ο πόθος και η λαχτάρα της καρδιάς μας και Αυτός ο αιώνιος πλουτισμός μας. Ενώπιον Αυτού, τα πάντα, ακόμα και εκείνα που έχουν κάποια αξία, χάνονται και ούτε καν μπορούν να προσεχθούν και να αξιολογηθούν. «Πάντα σκιά, καν δόξαν είπης, καν ευδοκίμησην, καν πλούτον, καν τρυφήν, καν ό,τιούν έτερον βιοτικόν» (Ι. Χρυσόστομος, Ομιλία ΚΘ' εις Β' Κορινθ.).
Αλλ' ας κλείσουμε με τούτον τον επιγραμματικό λόγο, που μας κάνει να συνειδητοποιούμε την ουσία του θησαυρού μας και ρυθμίζει την καρδιακή μας πυξίδα, χαράσσοντας συνάμα και την ψυχική μας αυτοσυνειδησία: «Ο άνθρωπος αξίζει όσο ¨ζυγίζει¨. Και ζυγίζει, όσο ακριβώς αγαπά»!
Αμήν.
Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου