Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Θέα του παραδείσου. Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης - Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος Ομότ. Καθ. Παν. Αθηνών(Μέρος Δ' τελευταίο)

Θέα του παραδείσου

Δεν του λείψανε του γέροντα και άλλου είδους δωρεές. Είχε μικρή γεύση του παραδείσου με θέα φυσικών καλλονών και εσωτερική ευφροσύνη. Αυτό έγινε, μάλλον για πρώτη φορά, το 1989. Τον παίδευε λογισμός και ζητούσε από το Θεό να καταλάβει τη σημασία του Κυριακού λόγου «εν τη οικία του Πατρός μου πολλαί μοναί εισίν».
Ο Θεός του απάντησε και, μέσα στο κελί, σταυροπόδι και με σταυρωμένα τα χέρια, διηγήθηκε με άφατη αγαλλίαση και συνοπτικά στον Δ. Τ.:
–Χθες, κύριε Δημήτρη μου, έβλεπα ότι ήμουνα στους ουρανούς, σ’ ένα ωραίο κήπο. Και υπήρχανε βιολέτες διαφόρων χρωμάτων και διάφορα άνθη. Εκεί βρισκόμουν μετέωρος, δεν πάταγα. Και ήταν ένας άλλος μοναχός με ράσο, που μου έδειχνε ωραία σπιτάκια και μού ’λεγε «προχώρα Ιάκωβε». 
Μα πώς να προχωρήσω, δεν έχει δρόμο, θα πατήσω τα λουλούδια, θα τα χαλάσω. Ένας άλλος με ράσο μου είπε× «μη φοβάσαι, αυτά τα λουλούδια δεν χαλάνε, προχώρα». Προχωρούσα, τα λουλούδια δε χαλούσανε!
Η φωνή του, λέει ο Δ. Τ., ήταν αλλιώτικη, το πρόσωπό του ήταν όλο ειρήνη και δοξολογία, με κείνο το αλησμόνητο ιλαρό χαμόγελο. Τέτοιες θείες εμπειρίες του χαρίστηκαν πολλές, όσο πλησίαζε το τέλος της φθαρτής του ζωής. 
Κι ενώπιόν τους αψηφούσε κάθε ανθρώπινη απόλαυση… και την πιο αυτονόητη, την πιο ακίνδυνη. Του πήγε ο Λ. από ευγνωμοσύνη και του ’βαλε χαλάκι μπροστά στον Εσταυρωμένο. 

Πληγιάζανε πλέον και πονούσανε τα γόνατά του, τόσες ώρες που στεκόταν εκεί γονατιστός, Μόλις το είδε ο γέροντας θύμωσε και το ’βγαλε έξω:
–Εγώ είμαι καλόγερος! 40 χρόνια ο Ιάκωβος… και τώρα θα βάλει χαλί;

Τριήμερη πλημμύρα ευωδίας

Νέος μοναχός ο Ν. και ζούσε κάτω από τις φτερούγες του γέροντα. Οι μοναχοί όλοι πρέπει να έχουνε απόλυτη εμπιστοσύνη στο γέροντά τους και αφοσίωση. Και του είχανε πράγματι. Μα λίγη παρηγορία πάντα ενισχύει και τον πιο τέλειο. Ο Ν. ευτύχησε να την έχει σχεδόν καταιγιστικά για τρεις συνεχείς ημέρες.
Ήτανε Κυριακή απόγευμα, 17 Ιουνίου του 1990, κι έπρεπε να τακτοποιήσει την αποθήκη τροφίμων. Αυτό έκανε όταν άνοιξε η πόρτα και απρόσμενα μπήκε ο γέροντας. Ο Ν. έβαλε μετάνοια και πήρε την ευχή του γέροντα. 
Μα την ίδια στιγμή σ’ όλη την αποθήκη απλώθηκε άρρητη ευωδία. Έκπληκτος ο μοναχός, στρέφει ερευνητικά να εξηγήσει… μα είχε ήδη χαθεί και ο γέροντας. Ήτανε η πρώτη φορά που έζησε κάτι τέτοιο ο μοναχός και γέμισε ο νους του ερωτηματικά. 
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, στην τράπεζα, παρόντες μόνο οι πατέρες, πήγε και ο γέροντας. Σε κάποια στιγμή ο Ν. πλημμύρισε από ευωδία, που είχε διάρκεια κι ένταση. Αυθόρμητα ρώτησε: «πατέρες, νιώθετε μήπως όμορφη ευωδία»; 
Όλοι τον κοίταξαν παράξενα και του είπαν «όχι». Ασυναίσθητα τότε, έριξε κλεφτή ματιά στο γέροντα και τον είδε να κατεβάζει τα μάτια χαμηλά, Σα να είχε κάνει ζημιά.
Την επομένη, τη Δευτέρα δηλαδή, διαβάσανε –όπως κάνανε συνήθως– το Απόδειπνο στο κελί του γέροντα. 
Στο τέλος, έσκυψε με τη σειρά του και ο Ν. να πάρει την ευχή του γέροντα. Βγήκε όμως από το χέρι του γέροντα έντονη ευωδία. Ρώτησε τους άλλους αν ένιωσαν κάτι τέτοιο και του είπαν «όχι».
Με την τρίτη αυτή φορά ο Ν. φοβήθηκε μήπως πρόκειται για ενέργεια του Σατανά. Σκεφτότανε να ρωτήσει το γέροντα, μα δεν ήξερε πώς να ρωτήσει. Την άλλη μέρα, Τρίτη, ζήτησε από το γέροντα να του πλύνει ένα μικρό μουσαμαδάκι, στο οποίο έβαζε τα μελανιασμένα πόδια του για κάποια εντριβή ή για να τα εξετάσει ο γιατρός. Ήτανε όμως καθαρό, κι ο γέροντας δεν ήθελε. 
Ο Ν. επέμενε, ο γέροντας υποχώρησε, το πήρε και πήγαινε στην κεντρική βρύση να το πλύνει. Προχωρώντας, σκέφτηκε με συγκίνηση ότι στο μουσαμά εκείνο ακουμπάνε «τα πονεμένα και ταλαιπωρημένα πόδια του άγιου γέροντά μου». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του και να φτάσει στη βρύση και γέμισε δυνατή ευωδία. 
Του ερχότανε στο πρόσωπο σαν δυνατός χειμωνιάτικος άνεμος, που όμως δεν ήτανε κρύος. Τώρα συγκινήθηκε πολύ, αναστατώθηκε, σχεδόν έκλαιγε. Γύρισε στο κελί του γέροντα και του εξήγησε τι αισθάνθηκε τρεις ημέρες τώρα: «Είναι από το Θεό, γέροντα; … Είσαι άγιος, γέροντα…!». Δεν τελείωσε, γιατί τον σταμάτησε ο γέροντας και με πολλή σοβαρότητα, χαμηλώνοντας και το βλέμα:
–Παιδί μου, εμείς θα κάνουμε το Σταυρό μας… ό,τι πει ο Θεός, παιδί μου.

Το τέλος εγγύς, αλλά.. «μη μου χαλάτε την άσκησή μου»

Ο χειμώνας του 1990/1991 πέρασε μαρτυρικά. Υπέφερε φοβερά εκεί στα βουνά, με κρύο και υγρασίες. Έβγαινε λιγότερο από το κελί. Σπάνια μπορούσε να κατέβει στην τράπεζα. Και όταν έβγαινε, έπρεπε να επιστρέφει γρήγορα, διότι ούτε τα πόδια τον κρατούσαν, ούτε η καρδιά του το επέτρεπε. 
Κάθε τόσο ένα σφίξιμο στο στήθος τον έπνιγε… Τη νύχτα, μα και την ημέρα, πάθαινε κρίσεις. Περνούσανε με τη βοήθεια του Θεού… μα όλο και δυσκολότερα. Και κάθε τόσο έπρεπε να παίρνει τα φάρμακά του… Τα φάρμακα όμως, για να μη βλάπτουν το στομάχι, θέλουνε και φαγητό, καλό φαγητό. Σ’ αυτό αντιδρούσε ο γέροντας. Αντέδρασε όμως και το στομάχι, που εξασθένησε αφάνταστα και τον ταλαιπωρούσε πια με το παραμικρό.
Τα έβλεπαν οι πατέρες της Μονής, στενοχωριόσανε, δεν ξέρανε πώς να βοηθήσουν. Οι γιατροί επιμένανε να μην κουράζεται, να μην εξομολογεί, να μη λειτουργεί, και να τρώει καλά για τα φάρμακα. Όμως, ούτε τα ιερά του έργα μπορούσε ν’αφήσει, ούτε την άσκησή του να λιγοστέψει. Του ήταν αδιανόητο, Νήστεψε αυστηρά από το τέλος Φεβρουαρίου και όλο το Μάρτιο… Μεγάλη Σαρακοστή. Εξαντλήθηκε επικίνδυνα. Το στομάχι με τα φάρμακα πονούσε πολύ. Τη Μεγάλη Δευτέρα, 1η Απριλίου, οι πατέρες το διακινδύνεψαν. Δεν μπορούσε πια να βγει. Στο κελί του πήγανε λίγα φασόλια με δυο σταγόνες λάδι. Μόλις το κατάλαβε στεναχωρήθηκε αφάνταστα. Μελαγχόλησε. Δεν τα έφαγε και διαμαρτυρήθηκε:
–Μη μου χαλάτε την άσκησή μου!
Για τέσσερες ημέρες δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του, παρά την κατάστασή του. Τη Μεγάλη Πέμπτη μόνο, μετά τη Λειτουργία, έφαγε κάτι. Μα γιόρτασε την Ανάσταση του Κυρίου με απερίγραπτη εσωτερική λαμπρότητα. Του χαρίστηκαν ηδύτατες πνευματικές εμπειρίες, είδε κι έζησε θαυμαστά… το έβλεπε κανείς στο απαστράπτον ιλαρό του πρόσωπο… χαρά ουράνια, φως θριάμβου, ειρήνη ακατάλυτη… καθρέφτης παραδείσου το πρόσωπό του!
Όλους τους μήνες που ακολούθησαν, συμπορεύτηκαν στο γέροντα οι μακάριες θείες εμπειρίες και το σωματικό μαρτύριο. Και όχι μόνο. Αναπτύχθηκε μεταξύ τους πραγματική άμιλα, που την παρακολουθούσαν οι πατέρες.
Αυξάνονταν οι θείες εμπειρίες και τα χαρίσματα; μεγάλωσαν οι πόνοι, πύκνωναν τα μικροεμφράγματα. Πλήθαιναν οι θεραπευόμενοι με τις προσευχές του; δυνάμωναν οι ασθένειές του και οι πειρασμοί στη Μονή.
Τους μήνες αυτούς διέθετε περισσότερες ώρες για νοερά προσευχή. Έλεγε σιωπηλά μα συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό». Άλλοτε γονατιστός, ακουμπώντας το δεξί του αγκώνα στο ξύλινο ερμάρι, άλλοτε ξαπλωμένος –όταν ήτανε απόλυτη ανάγκη– και άλλοτε γονατιστός, ενώπιον του Εσταυρωμένου, με πετραχήλι.
Δε φαίνεται να μίλησε κάποτε για τη νοερά του προσευχή. Δεν εξήγησε, δεν πληροφόρησε. Ίσως δεν τον πίεσε κανείς να μιλήσει σχετικά , για το πώς της προσευχής αυτής, για το τι συμβαίνει σ' αυτούς που την ασκούν και μάλιστα για όσα τυχόν οι προοδευμένοι απολαμβάνουν. 
Κι ενώ δεν ήθελε να μιλήσει με τα χείλη, μίλαγε με το πρόσωπό του ολόκληρο. Και ίσως πιο εύγλωττα. Στο πρόσωπό του έβλεπε ο μοναχός τα αποτελέσματα της νοερής προσευχής. Δάκρυα, φωτεινότητα παντού, στο πρόσωπο και στη γενειάδα. Ήταν η πανίερη στιγμή που η νοερά προσευχή είχε γίνει καρδιακή× ανάβλυζε μέσα του αλάλητη χαρά και τον έλουζε ιλαρό φως.
Γιατί, φυσικά, νοερά προσευχή λίγο-πολύ κάνουνε όλοι. Μα σε λίγους αυτή βαθαίνει και γίνεται καρδιακή. Λίγοι κοπιάζουν πέρα των κοινών μέτρων και λίγοι απολαμβάνουν τις θείες εμπειρίες, που γεννιούνται στην καρδιακή χώρα και πλημμυρίζουν το είναι ολόκληρο.

«Με νομίζουνε χαζό και τρελό»

Όλο τον Οκτώβρη πονούσε και υπέφερε αφάνταστα. Γινότανε κάτωχρος, έχανε από το πρόσωπο κάθε ίχνος ζωής, τον ενόμιζε κανείς νεκρό. Του απαγόρευαν κάθε απασχόληση, να μην εξομολογεί, ούτε στην Ακολουθία να κατεβαίνει. Εκείνος, μόλις λίγο συνερχόταν, και εξομολογούσε και στην Ακολουθία κατέβαινε.
Προπαντός προσευχότανε για τα προβλήματα των ανθρώπων, που του το ζητούσαν. Οι θεραπείες πλήθαιναν, και ο κόσμος όλο και περισσότερο κατέφευγε στο Μοναστήρι. Αλλά δεν ήτανε μόνο οι φρόνιμοι και ευσεβείς. Κάποιοι σκέφτονταν και λέγανε δυσάρεστα για το γέροντα, που με το δικό του τρόπο τα επληροφορείτο. Στεναχωριότανε γι’αυτά και μια μέρα αφέθηκε:
–Πάτερ μου, με νομίζουνε χαζό, τρελό… άμα πεθάνω θα δούνε ποιος είναι ο Ιάκωβος… Δεν τα λέω από εγωισμό και υπερηφάνεια, αλλά τα λέω προς δόξαν Θεού αυτά!
Και πράγματι, όσο πλησίαζε το τέλος του, ενώ ικέτευε για το έλεος του Θεού, ενώ έλεγε και ξανάλεγε ότι «δεν έχω κάνει τίποτα για το Χριστό», αφηνότανε καμιά φορά κι έλεγε για τα χαρίσματα, που του έδωσε ο Θεός:
–Έχω την υπακοή και την ταπεινοφροσύνη, γιατί να μην το πω… αφού ο Θεός μου τα έδωσε!
Άλλοτε πάλι, με λίγο πλάγιο τρόπο, θέλοντας να πείσει ότι λησμονεί όσα του εξομολογούνται, είπε:
–Θεέ μου, μου έχεις δώσει πολλά χαρίσματα. Σε παρακαλώ να μου δώσεις κι άλλο ένα× να ξεχνώ αυτά που μου λένε στην εξομολόγηση.
Και κάτι πολύ περισσότερο. Μεταξύ 15 και 20 Οκτωβρίου, τον άκουσε ο π. Κύριλλος να μονολογεί:
–Στην κηδεία μου θα μαζευτεί κόσμος, θά ’ρθουνε φύλλα και χορτάρια (= πολλοί άνθρωποι)… Θα ’ρθει πολύς κόσμος κι αν κάνω πως τους ευλογώ κιόλας…
Πράγματι, όταν έξω από το ναό σηκώσανε ψηλά το φέρετρο, να δουν το γέροντα οι χιλιάδες κόσμου, κάποιοι δήλωσαν ότι τον είδανε όρθιο να ευλογεί τους παρόντες.
Τον τελευταίο τούτο καιρό είχε την αγωνία του οικείου επισκόπου. 
Είχε καιρό να επικοινωνήσει με το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδας Χρυσόστομο και αναζητούσε την ευκαιρία να το κάνει. Επικοινώνησε με τον επίσκοπό του, ζήτησε την ευχή του κι ένιωσε γι’ αυτό πολύ βαθιά χαρά. 
Ο μακαριστός γέροντας ζούσε γνήσια και παραδοσιακή εκκλησιαστικότητα. Είχε συνείδηση του λειτουργήματος του επισκόπου και σεβότανε όλους τους επισκόπους. Τον στενοχωρούσαν και καταδίκαζε τις ασχήμιες εις βάρος επισκόπων, οποιοιδήποτε και αν ήσαν.
«Είναι επίσκοπος», έλεγε, «δεν παύει να είναι αρχιερέας». Χρησιμοποιούσε πολύ τη λέξη αρχιερέας× και μόνο ο τρόπος που την πρόφερε έδειχνε ότι κατανοούσε το βάθος της. Γι’αυτό και όλες τις ενδοεκκλησιαστικές ταραχές των τελευταίων μηνών τις καταδίκαζε.

Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης
Από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις «Τροχαλία»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου