Στὴ Βιβλικὴ καὶ θεολογικὴ ὁρολογία, φίλοι, ἡ λέξη «κόσμος» ἔχει
δύο ἔννοιες. Ἡ μία ἀναφέρεται στὸ
σύνολο τῆς δημιουργίας, δηλαδὴ
στὸ σύμπαν. Ἡ ἄλλη ἀναφέρεται
στὶς ἐγκόσμιες δυνάμεις τοῦ κακοῦ, ποὺ ἐχθρεύονται καὶ πολεμοῦν τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφοντας γιὰ τὸν Θεὸ Λόγο (=τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ) ἀναφέρει: «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος διʼ αὐτοῦ ἐγένετο καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (Ἰωαν. α΄, 10). Δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἦταν ἀνέκαθεν καὶ ἀπʼ τὴν ἀρχὴ στὸν κόσμο καὶ προνοοῦσε καὶ κυβερνοῦσε τὸν κόσμο, ὅλα δὲ τὰ κτίσματα ἀπʼ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ἔγιναν διʼ αὐτοῦ.
Ὅταν ὅμως ἔλαβε σάρκα κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ διεφθαρμένος κόσμος τῶν ἀνθρώπων δὲν Τὸν ἀνεγνώρισε ὡς δημιουργό Του.
Ὁ Ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομος σχολιάζοντας τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρει: «Ἐδῶ κόσμο ὀνομάζει τὸ διεφθαρμένο καὶ προσκολλημένο στὰ γήινα ἀγαθὰ πλῆθος, τὸν χυδαῖο καὶ ταραχώδη κι ἀνόητο λαό». Στὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν ἄσωτο, βλέπουμε τὸ νεώτερο γιὸ φεύγοντας ἀπʼ τὸν πατέρα του νὰ μὴ πηγαίνει σὲ μιὰ γειτονικὴ χώρα, γιὰ νὰ βρίσκεται κοντά του, ἀλλὰ σὲ χώρα μακρινὴ (βλ. «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν») ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴ ἔχει καμμία σχέση μαζί του!
Αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνση φανερώνει ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ὄχι μόνο ἀποστατεῖ ἀπʼ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ διακόπτει ὁποιαδήποτε σχέση μαζί Του.
Ἡ διακοπή δὲ αὐτὴ τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ μακρινὴ χώρα, στὴν ὁποία καταφεύγει ὁ ἄνθρωπος, πού ἀπομακρύνεται ἀπʼ τὸν Θεό; Δὲν εἶναι ἄλλη ἀπʼ τὸν κόσμο! Δηλαδὴ ἡ κοινωνία τῶν μακριὰ ἀπʼ τὸν Θεὸ εὑρισκόμενων ἀνθρώπων, ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτωλὴ ζωή.
Εἶναι μιὰ χώρα τελείως ξεκομμένη ἀπʼ τὸν Θεό, μιὰ χώρα ποὺ ὁ Θεὸς τὴν ἀποστρέφεται, τὴν βδελύσσεται καὶ τὴν ἀπορρίπτει. Ἄρχοντας τῆς χώρας αὐτῆς καὶ τοῦ κόσμου τούτου, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπʼ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο, ὅπως τὸν κατονομάζει ὁ Χριστὸς μιλώντας γιὰ τὴ σταυρική Του θυσία λέγοντας: «Καὶ ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰωαν. ιβ΄, 31).
Δηλαδὴ μὲ τὴν θυσία Του αὐτὴ ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὁ διάβολος, θὰ πεταχτεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ κράτος του καὶ θὰ χάσει τὴν ἐξουσία του· καὶ ὁ Εὐαγγ. Ἰωάννης γράφει: «Γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι καταγόμαστε ἀπʼ τὸν Θεό, ἀλλʼ ὁ κόσμος ὁλόκληρος βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ» (Α´ Ἰωαν. ε´, 19).
Μὲ ἄλλα λόγια, «κόσμος» δὲν εἶναι τίποτʼ ἄλλο παρὰ ἡ ἐπίγεια ἔκφραση τῆς ἀνταρσίας τοῦ διαβόλου κατὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνέβη κάποτε στὸν πνευματικὸ κόσμο τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Χριστὸς διαχωρίζοντας τὴ θέση Του ἀπʼ τὸν κόσμο αὐτό, εἶπε στοὺς Φαρισαίους: «Ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωαν. κ΄, 23).
Ἀλλὰ γιατί οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν νὰ πορευθοῦν καὶ νὰ μείνουν στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ξεκομμένο ἀπʼ τὸν Θεὸ αὐτὸ κόσμο καὶ ὄχι κοντά Του; Γιατί, ἁπλούστατα, ἔχουν τὴν ἐντύπωση πὼς θὰ ζήσουν ἐκεῖ καλύτερα! Μὲ ἀνέσεις, μὲ γλέντια, μὲ διασκεδάσεις κάθε εἴδους, μὲ ἐλευθερία στὰ πάντα, μὲ ἀπολαύσεις καὶ ἡδονὲς κάθε λογῆς. Δέστε, πάλι, τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου… Στὸ τέλος, βέβαια, δὲν ἀπολαμβάνουν τίποτʼ ἄλλο, παρὰ τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας.
Τὰ ξυλοκέρατα ἔχουν στὴ γεύση κάποια γλυκύτητα. Ὅμως δὲν εἶναι στὸ τέλος τίποτʼ ἄλλο, παρὰ μιὰ ξυλώδης οὐσία τελείως ἀκατάλληλη, γιὰ νὰ θρέψει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἴδιο ἀποτελοῦν τά φθαρτὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ποὺ ὄχι μόνο δὲν χορταίνουν τὶς ἀναζητήσεις τῆς ψυχῆς μας, ἀλλὰ μεγαλώνουν πιὸ πολὺ τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα μας. Καὶ στὸ τέλος ὁδηγοῦν στὸν θάνατο ἀπὸ πνευματικὸ λιμό!
Ὁ Ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομος λέει πὼς «οἱ χαρὲς ποὺ δίνει ὁ κόσμος, ἀρχίζουν ἀπʼ τὴ γλυκύτητα καὶ τελειώνουν στὴν πίκρα»! Ἀπʼ αὐτόν, λοιπόν, τὸν κόσμο θέλει νὰ διαχωρίσουμε τὴ θέση μας ὁ Χριστός. Νὰ τὸν ἀπομακρύνουμε ἀπὸ κοντά μας, νὰ τὸν ἀπορρίψουμε. Λένε πολὺ σωστὰ πὼς «ὅσο περισσότερο ζητοῦμε τὸν κόσμο, τόσο λιγότερο θὰ λάβουμε τὸν οὐρανό».
Ἢ πὼς «ἡ μεγαλύτερη ἀδυναμία μας ὀφείλεται στὸ ὅτι δὲν χωριζόμαστε ἀπʼ τὸν κόσμο».
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος γράφει στὴν ἐπιστολή του πὼς ἕνα ἀπʼ τὰ οὐσιωδέστερα γνωρίσματα τῆς θρησκείας τῆς καθαρῆς καὶ ἀμόλυντης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ τηρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτὸ του ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε μολυσμὸ, ποὺ μπορεῖ νὰ τοῦ προκαλέσει ὁ μακράν Του εὑρισκόμενος κόσμος. Καὶ συγκεκριμένα: «Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ αὕτη ἐστίν… ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου» (α΄, 27). Νὰ ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς μας, ὁ ὑπέρτατος στόχος μας, ἡ πηγὴ τῶν ἀξιῶν μας. Αὐτὸ τὸ «ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου»!
Ὑπόψη τούτη ἡ ἐπισήμανση τοῦ Μ. Βασιλείου: «Οἱ θεῖες Γραφὲς εἶναι γιὰ μᾶς πλήρεις διδαγμάτων περὶ τοῦ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διακρινόμαστε καὶ στὰ δύο πράγματα συγχρόνως, δηλαδὴ καὶ στὶς κοσμικὲς ὑποθέσεις καὶ στὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ»
Αὐτὸς τώρα ποὺ πορεύεται στὸν κόσμο καὶ στὶς ἀπολαύσεις του, ἐκεῖνο ποὺ ἀμέσως δείχνει εἶναι πὼς δὲν ἔχει ἀγάπη στὸν Θεό. Γράφει ὁ Εὐαγγ. Ἰωάννης: «Νὰ μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο, οὔτε τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι στὸν κόσμο. Ἐὰν ἀγαπᾶ κανεὶς τὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Πατέρα μέσα του» (Α´ Ἰωαν. β΄, 15).
Ὁ Ἀπ. Ἰάκωβος ἀναφέρει πὼς ὁ φίλος τοῦ κόσμου γίνεται καὶ ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. καὶ συγκεκριμένα: «Μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες, δὲν ξέρετε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου εἶναι ἔχθρα πρὸς τὸν Θεό; Ὅποιος θελήσει νὰ εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ» (Ἰάκ. δ΄, 4). Εἶναι ἑπόμενο πλέον, αὐτὸς ποὺ μένει κοντὰ στὴν πατρικὴ ἀγκαλιὰ νὰ περιμένει ἀπʼ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τὶς εἰρωνεῖες, τὴν ἔχθρα, τὸ μίσος καὶ τὸν θάνατο ἀκόμη.
Ὁ διάβολος κάνει τὰ πάντα, γιὰ νὰ τοὺς ἀποσπάσει στὴν περίοπτη θέση, ποὺ βρίσκονται, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν κατάντια τοῦ κόσμου του. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὰ ἐπʼ αὐτοῦ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας: «Ἐὰν ὁ κόσμος σᾶς μισεῖ, νὰ ξέρετε ὅτι πρὶν ἀπὸ σᾶς ἔχει μισήσει ἐμένα. Ἐὰν εἴσαστε ἀπὸ τὸν κόσμο, ὁ κόσμος θὰ σᾶς ἀγαποῦσε σὰν δικούς του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶστε ἀπʼ τὸν κόσμο, ἀλλʼ ἐγὼ σᾶς διάλεξα ἀπʼ τὸν κόσμο καὶ σᾶς ξεχώρισα ἀπʼ αὐτόν, γιʼ αὐτὸ σᾶς μισεῖ ὁ κόσμος. Νὰ θυμάστε τὸν λόγο ποὺ σᾶς εἶπα. “Δεν ὑπάρχει δοῦλος ἀνώτερος ἀπʼ τὸν κύριό του”. Ἐὰν ἐμένα κατεδίωξαν, θὰ καταδιώξουν κι ἐσᾶς…».
Κι αὐτὸ τὸ εἴδαμε τόσο πολὺ στὴν ἱστορία, ὅπως γιὰ παράδειγμα μὲ τοὺς διωγμοὺς τῶν Χριστιανῶν. Τὸ βλέπουμε καὶ σήμερα, ὅταν μᾶς λένε τόσα καὶ τόσα τότε ποὺ ἐκκλησιαζόμαστε, τότε ποὺ ἐξομολογούμαστε, τότε ποὺ δὲν τοὺς ἀκολουθοῦμε στʼ ἁμαρτωλὰ ξεδόματα καὶ τὰ ξενύχτια, τότε ποὺ εἴμαστε μιὰ χρυσὴ παραφωνία δίπλα τους!
Λένε πὼς «δὲν μπορεῖς νʼ ἀκολουθεῖς σωστὰ τὸν Χριστὸ χωρὶς νʼ ἀπορριφθεῖς ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ Τὸν σταύρωσε». Σοφότατο! Ἀλλὰ μήπως πρέπει νὰ φύγουμε ἀπʼ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ σωθοῦμε καὶ γιὰ νὰ ἀποδείξουμε πώς ἀγαπᾶμε τὸν Θεό; Ὄχι! Δὲν μᾶς ζητᾶ αὐτὸ ὁ Θεός, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἰδιαίτερα καλεῖ, ὅπως εἶναι οἱ μοναχοί.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς προσευχόμενος στὸν Πατέρα του γιὰ τοὺς μαθητὲς Του λέγει: «Οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρης αὐτοῦ ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλʼ ἵνα τηρήσης αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ» (Ἰωαν. ιζ΄, 15). Δηλαδή, δὲν σὲ παρακαλῶ νὰ τοὺς πάρεις ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς προφυλάξεις ἀπʼ τὸν πονηρὸ, ποὺ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο.
Συνεπῶς, λοιπόν, θὰ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, θὰ εἴμαστε ὅμως ἔξω καὶ μακριὰ ἀπʼ τὴ νοοτροπία τοῦ κόσμου, τοῦ κόσμου ἐκείνου ποὺ προσδιορίσαμε. Θὰ ζοῦμε «ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλὰ δὲν θὰ παρασυρόμα- στε ἀπὸ τὴν «γοητεία τοῦ κόσμου». Παρατηρεῖ ὑπέροχα ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Ὁ Χριστὸς μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πέντε χιλιάδων, ἀνάγκασε τοὺς μαθητές Του νὰ ἀναχωρήσουν, ὥστε νὰ διαλυθεῖ τὸ πλῆθος, ὁ ἴδιος δὲ ἤθελε νʼ ἀνεβεῖ στὸ ὄρος. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ μὴ ἀναμειγνυόμαστε συνεχῶς μὲ τὸν κόσμο, οὔτε πάλι νὰ τὸν ἀποφεύ- γουμε πάντοτε, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο νὰ τὰ κάνουμε πρὸς ὠφέλεια, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἀνάλογα πρὸς τὴν ἑκάστοτε ἀνάγκη».
Καὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτὸ ποὺ θέλει ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός. Ἐπιπλέον ἐπιθυμεῖ νὰ εἴμαστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ποὺ θὰ τὸν φωτίζει, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ στὰ σκοτάδια τῆς καταστροφῆς καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει κοντά Του, καθὼς καὶ ἁλάτι, ποὺ καὶ θὰ τὸν νοστιμίζει ὅσο γίνεται καὶ θὰ τὸν συντηρεῖ ἀπʼ τὴν σήψη τῆς ἁμαρτίας!
Θυμηθεῖτε τί ἔγινε μὲ τὸν Λώτ. Ὅσο αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του βρισκόταν στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, δὲν ἐρχόταν ἡ καταστροφή τους. Ὅταν ὅμως ἔφυγαν ἀπʼ τὶς πόλεις αὐτές, ἀμέσως ἦρθε ἀπʼ τὸν οὐρανὸ φωτιὰ καὶ θειάφι καὶ τὶς ἐξολόθρευσε! Τονίζει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος: «Νὰ μὴ παθαίνουμε τίποτε ἀπʼ τοὺς πολλούς, ὅπως τὸ διαμάντι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸ χτυποῦν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς κάνουμε σὰν τοὺς ἑαυτούς μας, ὅσο εἶναι δυνατὸν καλλίτερους».
Ἐπισημαίνει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Κάθε τί τὸ πνευματικὸ ἀποφέρει μέγιστο κέρδος. Ὅπως πάλι καὶ κάθε τί τὸ κοσμικὸ τὴν χειρότερη ζημία». Νὰ καὶ τί ἄλλο μᾶς ἐπισημαίνει: «Ἄς νικήσουμε λοιπὸν τὸν κόσμο. Ἄς τρέξουμε πρὸς τὴν ἀθα- νασία. Ἄς ἀκολουθήσουμε τὸν βασιλιά. Ἄς στήσουμε σʼ αὐτὸν τρόπαιο. Ἄς περιφρονήσουμε τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου. Καὶ δὲν χρειάζονται κόποι. Ἄς μεταθέσουμε τὴν ψυχή μας πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ νικήθηκε ὅλος ὁ κόσμος. Ἂν δὲν ἐπιθυμήσεις τὸν κόσμο, νικήθηκε. Ἂν τὸν καταγελάσεις, νικήθηκε».
Νὰ λοιπὸν κι ὁ τρόπος νίκης τοῦ κόσμου καὶ τῆς νοοτροπίας του. Νὰ μὴ τὸν ἐπιθυμοῦμε, νὰ τὸν περιγελᾶμε! Αὐτὴ τὴν περιφρόνηση μᾶς τὴν τονίζει καὶ μὲ ἄλλο τρόπο ὁ ἱ. Χρυσόστομος λέγοντας: «Τίποτα ἀπολύτως δὲν καθιστᾶ τόσο παράνομους κι ἀνόητους τούς ἀνθρώπους, ὅσο τό ὅτι ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ γνώμη τοῦ κόσμου. Καὶ τίποτα δὲν τοὺς καθιστᾶ πιὸ ἐνάρετους καὶ ἀδαμάντινους, ὅσο τό νὰ τὴν περιφρονοῦν».
Στʼ ἀλήθεια, καλοί μου φίλοι, τί μεγάλο καὶ ἀνυπέρβλητο πράγμα εἶναι, τὸ νὰ μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ γιὰ μᾶς ὁ Χριστὸς αὐτὸ ποὺ ἔλεγε γιὰ τοὺς μαθητὲς Του προσευχόμενος στὸν Πατέρα Του: «Δὲν ἔχουν τὰ φρονήματα τοῦ κόσμου καὶ δὲν εἶναι ἀπʼ τὸν κόσμο, ὅπως ἐγὼ δὲνεἶμαι ἀπʼ τὸν κόσμο»! (Ἰωαν. ιζ΄, 16).
Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2009 7 Φεβρουαρίου 2014
* * *
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφοντας γιὰ τὸν Θεὸ Λόγο (=τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ) ἀναφέρει: «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος διʼ αὐτοῦ ἐγένετο καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (Ἰωαν. α΄, 10). Δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἦταν ἀνέκαθεν καὶ ἀπʼ τὴν ἀρχὴ στὸν κόσμο καὶ προνοοῦσε καὶ κυβερνοῦσε τὸν κόσμο, ὅλα δὲ τὰ κτίσματα ἀπʼ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ἔγιναν διʼ αὐτοῦ.
Ὅταν ὅμως ἔλαβε σάρκα κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ διεφθαρμένος κόσμος τῶν ἀνθρώπων δὲν Τὸν ἀνεγνώρισε ὡς δημιουργό Του.
Ὁ Ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομος σχολιάζοντας τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρει: «Ἐδῶ κόσμο ὀνομάζει τὸ διεφθαρμένο καὶ προσκολλημένο στὰ γήινα ἀγαθὰ πλῆθος, τὸν χυδαῖο καὶ ταραχώδη κι ἀνόητο λαό». Στὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν ἄσωτο, βλέπουμε τὸ νεώτερο γιὸ φεύγοντας ἀπʼ τὸν πατέρα του νὰ μὴ πηγαίνει σὲ μιὰ γειτονικὴ χώρα, γιὰ νὰ βρίσκεται κοντά του, ἀλλὰ σὲ χώρα μακρινὴ (βλ. «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν») ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴ ἔχει καμμία σχέση μαζί του!
Αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνση φανερώνει ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ὄχι μόνο ἀποστατεῖ ἀπʼ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ διακόπτει ὁποιαδήποτε σχέση μαζί Του.
Ἡ διακοπή δὲ αὐτὴ τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ μακρινὴ χώρα, στὴν ὁποία καταφεύγει ὁ ἄνθρωπος, πού ἀπομακρύνεται ἀπʼ τὸν Θεό; Δὲν εἶναι ἄλλη ἀπʼ τὸν κόσμο! Δηλαδὴ ἡ κοινωνία τῶν μακριὰ ἀπʼ τὸν Θεὸ εὑρισκόμενων ἀνθρώπων, ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτωλὴ ζωή.
Εἶναι μιὰ χώρα τελείως ξεκομμένη ἀπʼ τὸν Θεό, μιὰ χώρα ποὺ ὁ Θεὸς τὴν ἀποστρέφεται, τὴν βδελύσσεται καὶ τὴν ἀπορρίπτει. Ἄρχοντας τῆς χώρας αὐτῆς καὶ τοῦ κόσμου τούτου, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπʼ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο, ὅπως τὸν κατονομάζει ὁ Χριστὸς μιλώντας γιὰ τὴ σταυρική Του θυσία λέγοντας: «Καὶ ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰωαν. ιβ΄, 31).
Δηλαδὴ μὲ τὴν θυσία Του αὐτὴ ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὁ διάβολος, θὰ πεταχτεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ κράτος του καὶ θὰ χάσει τὴν ἐξουσία του· καὶ ὁ Εὐαγγ. Ἰωάννης γράφει: «Γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι καταγόμαστε ἀπʼ τὸν Θεό, ἀλλʼ ὁ κόσμος ὁλόκληρος βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ» (Α´ Ἰωαν. ε´, 19).
Μὲ ἄλλα λόγια, «κόσμος» δὲν εἶναι τίποτʼ ἄλλο παρὰ ἡ ἐπίγεια ἔκφραση τῆς ἀνταρσίας τοῦ διαβόλου κατὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνέβη κάποτε στὸν πνευματικὸ κόσμο τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Χριστὸς διαχωρίζοντας τὴ θέση Του ἀπʼ τὸν κόσμο αὐτό, εἶπε στοὺς Φαρισαίους: «Ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωαν. κ΄, 23).
* * *
Ἀλλὰ γιατί οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν νὰ πορευθοῦν καὶ νὰ μείνουν στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ξεκομμένο ἀπʼ τὸν Θεὸ αὐτὸ κόσμο καὶ ὄχι κοντά Του; Γιατί, ἁπλούστατα, ἔχουν τὴν ἐντύπωση πὼς θὰ ζήσουν ἐκεῖ καλύτερα! Μὲ ἀνέσεις, μὲ γλέντια, μὲ διασκεδάσεις κάθε εἴδους, μὲ ἐλευθερία στὰ πάντα, μὲ ἀπολαύσεις καὶ ἡδονὲς κάθε λογῆς. Δέστε, πάλι, τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου… Στὸ τέλος, βέβαια, δὲν ἀπολαμβάνουν τίποτʼ ἄλλο, παρὰ τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας.
Τὰ ξυλοκέρατα ἔχουν στὴ γεύση κάποια γλυκύτητα. Ὅμως δὲν εἶναι στὸ τέλος τίποτʼ ἄλλο, παρὰ μιὰ ξυλώδης οὐσία τελείως ἀκατάλληλη, γιὰ νὰ θρέψει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἴδιο ἀποτελοῦν τά φθαρτὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ποὺ ὄχι μόνο δὲν χορταίνουν τὶς ἀναζητήσεις τῆς ψυχῆς μας, ἀλλὰ μεγαλώνουν πιὸ πολὺ τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα μας. Καὶ στὸ τέλος ὁδηγοῦν στὸν θάνατο ἀπὸ πνευματικὸ λιμό!
Ὁ Ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομος λέει πὼς «οἱ χαρὲς ποὺ δίνει ὁ κόσμος, ἀρχίζουν ἀπʼ τὴ γλυκύτητα καὶ τελειώνουν στὴν πίκρα»! Ἀπʼ αὐτόν, λοιπόν, τὸν κόσμο θέλει νὰ διαχωρίσουμε τὴ θέση μας ὁ Χριστός. Νὰ τὸν ἀπομακρύνουμε ἀπὸ κοντά μας, νὰ τὸν ἀπορρίψουμε. Λένε πολὺ σωστὰ πὼς «ὅσο περισσότερο ζητοῦμε τὸν κόσμο, τόσο λιγότερο θὰ λάβουμε τὸν οὐρανό».
Ἢ πὼς «ἡ μεγαλύτερη ἀδυναμία μας ὀφείλεται στὸ ὅτι δὲν χωριζόμαστε ἀπʼ τὸν κόσμο».
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος γράφει στὴν ἐπιστολή του πὼς ἕνα ἀπʼ τὰ οὐσιωδέστερα γνωρίσματα τῆς θρησκείας τῆς καθαρῆς καὶ ἀμόλυντης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ τηρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτὸ του ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε μολυσμὸ, ποὺ μπορεῖ νὰ τοῦ προκαλέσει ὁ μακράν Του εὑρισκόμενος κόσμος. Καὶ συγκεκριμένα: «Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ αὕτη ἐστίν… ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου» (α΄, 27). Νὰ ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς μας, ὁ ὑπέρτατος στόχος μας, ἡ πηγὴ τῶν ἀξιῶν μας. Αὐτὸ τὸ «ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου»!
Ὑπόψη τούτη ἡ ἐπισήμανση τοῦ Μ. Βασιλείου: «Οἱ θεῖες Γραφὲς εἶναι γιὰ μᾶς πλήρεις διδαγμάτων περὶ τοῦ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διακρινόμαστε καὶ στὰ δύο πράγματα συγχρόνως, δηλαδὴ καὶ στὶς κοσμικὲς ὑποθέσεις καὶ στὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ»
* * *
Αὐτὸς τώρα ποὺ πορεύεται στὸν κόσμο καὶ στὶς ἀπολαύσεις του, ἐκεῖνο ποὺ ἀμέσως δείχνει εἶναι πὼς δὲν ἔχει ἀγάπη στὸν Θεό. Γράφει ὁ Εὐαγγ. Ἰωάννης: «Νὰ μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο, οὔτε τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι στὸν κόσμο. Ἐὰν ἀγαπᾶ κανεὶς τὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Πατέρα μέσα του» (Α´ Ἰωαν. β΄, 15).
Ὁ Ἀπ. Ἰάκωβος ἀναφέρει πὼς ὁ φίλος τοῦ κόσμου γίνεται καὶ ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. καὶ συγκεκριμένα: «Μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες, δὲν ξέρετε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου εἶναι ἔχθρα πρὸς τὸν Θεό; Ὅποιος θελήσει νὰ εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ» (Ἰάκ. δ΄, 4). Εἶναι ἑπόμενο πλέον, αὐτὸς ποὺ μένει κοντὰ στὴν πατρικὴ ἀγκαλιὰ νὰ περιμένει ἀπʼ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τὶς εἰρωνεῖες, τὴν ἔχθρα, τὸ μίσος καὶ τὸν θάνατο ἀκόμη.
Ὁ διάβολος κάνει τὰ πάντα, γιὰ νὰ τοὺς ἀποσπάσει στὴν περίοπτη θέση, ποὺ βρίσκονται, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν κατάντια τοῦ κόσμου του. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὰ ἐπʼ αὐτοῦ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας: «Ἐὰν ὁ κόσμος σᾶς μισεῖ, νὰ ξέρετε ὅτι πρὶν ἀπὸ σᾶς ἔχει μισήσει ἐμένα. Ἐὰν εἴσαστε ἀπὸ τὸν κόσμο, ὁ κόσμος θὰ σᾶς ἀγαποῦσε σὰν δικούς του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶστε ἀπʼ τὸν κόσμο, ἀλλʼ ἐγὼ σᾶς διάλεξα ἀπʼ τὸν κόσμο καὶ σᾶς ξεχώρισα ἀπʼ αὐτόν, γιʼ αὐτὸ σᾶς μισεῖ ὁ κόσμος. Νὰ θυμάστε τὸν λόγο ποὺ σᾶς εἶπα. “Δεν ὑπάρχει δοῦλος ἀνώτερος ἀπʼ τὸν κύριό του”. Ἐὰν ἐμένα κατεδίωξαν, θὰ καταδιώξουν κι ἐσᾶς…».
Κι αὐτὸ τὸ εἴδαμε τόσο πολὺ στὴν ἱστορία, ὅπως γιὰ παράδειγμα μὲ τοὺς διωγμοὺς τῶν Χριστιανῶν. Τὸ βλέπουμε καὶ σήμερα, ὅταν μᾶς λένε τόσα καὶ τόσα τότε ποὺ ἐκκλησιαζόμαστε, τότε ποὺ ἐξομολογούμαστε, τότε ποὺ δὲν τοὺς ἀκολουθοῦμε στʼ ἁμαρτωλὰ ξεδόματα καὶ τὰ ξενύχτια, τότε ποὺ εἴμαστε μιὰ χρυσὴ παραφωνία δίπλα τους!
Λένε πὼς «δὲν μπορεῖς νʼ ἀκολουθεῖς σωστὰ τὸν Χριστὸ χωρὶς νʼ ἀπορριφθεῖς ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ Τὸν σταύρωσε». Σοφότατο! Ἀλλὰ μήπως πρέπει νὰ φύγουμε ἀπʼ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ σωθοῦμε καὶ γιὰ νὰ ἀποδείξουμε πώς ἀγαπᾶμε τὸν Θεό; Ὄχι! Δὲν μᾶς ζητᾶ αὐτὸ ὁ Θεός, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἰδιαίτερα καλεῖ, ὅπως εἶναι οἱ μοναχοί.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς προσευχόμενος στὸν Πατέρα του γιὰ τοὺς μαθητὲς Του λέγει: «Οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρης αὐτοῦ ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλʼ ἵνα τηρήσης αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ» (Ἰωαν. ιζ΄, 15). Δηλαδή, δὲν σὲ παρακαλῶ νὰ τοὺς πάρεις ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς προφυλάξεις ἀπʼ τὸν πονηρὸ, ποὺ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο.
Συνεπῶς, λοιπόν, θὰ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, θὰ εἴμαστε ὅμως ἔξω καὶ μακριὰ ἀπʼ τὴ νοοτροπία τοῦ κόσμου, τοῦ κόσμου ἐκείνου ποὺ προσδιορίσαμε. Θὰ ζοῦμε «ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλὰ δὲν θὰ παρασυρόμα- στε ἀπὸ τὴν «γοητεία τοῦ κόσμου». Παρατηρεῖ ὑπέροχα ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Ὁ Χριστὸς μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πέντε χιλιάδων, ἀνάγκασε τοὺς μαθητές Του νὰ ἀναχωρήσουν, ὥστε νὰ διαλυθεῖ τὸ πλῆθος, ὁ ἴδιος δὲ ἤθελε νʼ ἀνεβεῖ στὸ ὄρος. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ μὴ ἀναμειγνυόμαστε συνεχῶς μὲ τὸν κόσμο, οὔτε πάλι νὰ τὸν ἀποφεύ- γουμε πάντοτε, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο νὰ τὰ κάνουμε πρὸς ὠφέλεια, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἀνάλογα πρὸς τὴν ἑκάστοτε ἀνάγκη».
Καὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτὸ ποὺ θέλει ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός. Ἐπιπλέον ἐπιθυμεῖ νὰ εἴμαστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ποὺ θὰ τὸν φωτίζει, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ στὰ σκοτάδια τῆς καταστροφῆς καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει κοντά Του, καθὼς καὶ ἁλάτι, ποὺ καὶ θὰ τὸν νοστιμίζει ὅσο γίνεται καὶ θὰ τὸν συντηρεῖ ἀπʼ τὴν σήψη τῆς ἁμαρτίας!
Θυμηθεῖτε τί ἔγινε μὲ τὸν Λώτ. Ὅσο αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του βρισκόταν στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, δὲν ἐρχόταν ἡ καταστροφή τους. Ὅταν ὅμως ἔφυγαν ἀπʼ τὶς πόλεις αὐτές, ἀμέσως ἦρθε ἀπʼ τὸν οὐρανὸ φωτιὰ καὶ θειάφι καὶ τὶς ἐξολόθρευσε! Τονίζει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος: «Νὰ μὴ παθαίνουμε τίποτε ἀπʼ τοὺς πολλούς, ὅπως τὸ διαμάντι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸ χτυποῦν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς κάνουμε σὰν τοὺς ἑαυτούς μας, ὅσο εἶναι δυνατὸν καλλίτερους».
* * *
Ἐπισημαίνει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Κάθε τί τὸ πνευματικὸ ἀποφέρει μέγιστο κέρδος. Ὅπως πάλι καὶ κάθε τί τὸ κοσμικὸ τὴν χειρότερη ζημία». Νὰ καὶ τί ἄλλο μᾶς ἐπισημαίνει: «Ἄς νικήσουμε λοιπὸν τὸν κόσμο. Ἄς τρέξουμε πρὸς τὴν ἀθα- νασία. Ἄς ἀκολουθήσουμε τὸν βασιλιά. Ἄς στήσουμε σʼ αὐτὸν τρόπαιο. Ἄς περιφρονήσουμε τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου. Καὶ δὲν χρειάζονται κόποι. Ἄς μεταθέσουμε τὴν ψυχή μας πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ νικήθηκε ὅλος ὁ κόσμος. Ἂν δὲν ἐπιθυμήσεις τὸν κόσμο, νικήθηκε. Ἂν τὸν καταγελάσεις, νικήθηκε».
Νὰ λοιπὸν κι ὁ τρόπος νίκης τοῦ κόσμου καὶ τῆς νοοτροπίας του. Νὰ μὴ τὸν ἐπιθυμοῦμε, νὰ τὸν περιγελᾶμε! Αὐτὴ τὴν περιφρόνηση μᾶς τὴν τονίζει καὶ μὲ ἄλλο τρόπο ὁ ἱ. Χρυσόστομος λέγοντας: «Τίποτα ἀπολύτως δὲν καθιστᾶ τόσο παράνομους κι ἀνόητους τούς ἀνθρώπους, ὅσο τό ὅτι ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ γνώμη τοῦ κόσμου. Καὶ τίποτα δὲν τοὺς καθιστᾶ πιὸ ἐνάρετους καὶ ἀδαμάντινους, ὅσο τό νὰ τὴν περιφρονοῦν».
* * *
Στʼ ἀλήθεια, καλοί μου φίλοι, τί μεγάλο καὶ ἀνυπέρβλητο πράγμα εἶναι, τὸ νὰ μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ γιὰ μᾶς ὁ Χριστὸς αὐτὸ ποὺ ἔλεγε γιὰ τοὺς μαθητὲς Του προσευχόμενος στὸν Πατέρα Του: «Δὲν ἔχουν τὰ φρονήματα τοῦ κόσμου καὶ δὲν εἶναι ἀπʼ τὸν κόσμο, ὅπως ἐγὼ δὲνεἶμαι ἀπʼ τὸν κόσμο»! (Ἰωαν. ιζ΄, 16).
Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2009 7 Φεβρουαρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου