Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου. Λόγοι Β΄ Κεφάλαιο 5ον.1)«Ή καλή διάθεση είναι τό πάν.» 2)«Ή ελεημοσύνη πολύ βοηθάει τους κεκοιμημένους.» 3)«Ελεημοσύνη «εν τω κρύπτω.»

Λόγοι Β΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Το δόσιμο έχει θείο οξυγόνο
«Ή καλή διάθεση είναι τό πάν.»

- Γέροντα, όταν μου ζητάη κάποιος βοήθεια, αλλά δεν έχω νά του δώσω;
- Οταν θέλω νά κάνω ελεημοσύνη καί δεν έχω νά δώσω, τότε κάνω ελεημοσύνη με αΐμα. Ό άλλος πού έχει καί δίνει υλική βοήθεια, νιώθει καί χαρά, ενώ αυτός πού δεν έχει νά δώση, συνέχεια υποφέρει καί ταπεινωμένος λέει: «Δεν έκανα ελεημοσύνη».
Ή καλή διάθεση είναι τό πάν. Ένας πλούσιος έχει νά δώση, άλλα δεν δίνει. Ένας φτωχός θέλει νά δώση, άλλα δεν δίνει, γιατί δεν έχει νά δώση. Διαφέρει τό ένα άπό τό άλλο.
Ό πλούσιος, αν δώση, νιώθει καί μιά ευχαρίστηση.
Ό φτωχός πονάει, θέλει νά κάνη μιά καλωσύνη, άλλα δεν έχει νά δώση, καί υποφέρει ψυχικά· ενώ, άμα είχε, θά έδινε καί δεν θά υπέφερε.
Ή καλή διάθεση φαίνεται άπό τά έργα. Αν κάποιος ζητήση άπό έναν φτωχό ελεημοσύνη καί ό φτωχός, άν καί στερήται, τοϋ δώση, άσχετα αν ό άλλος πάη νά τά πιή ούζο, τότε ό φτωχός πού έδωσε θά εχη πνευματική χαρά, καί ό Θεός θά φωτίση κάποιον νά στείλη καί σ' αυτόν υλική βοήθεια.
Καί ξέρετε μερικές φορές τί αδικία γίνεται; Ό ένας να δίνη ο,τι έχει, γιά να βοηθήση, καϊ ό άλλος να τα έρμηνεύη μέ τον λογισμό του οπως θέλει.
- Γέροντα, τί εννοείτε;
- Άς υποθέσουμε, ένας, ό καημένος, έχει λ.χ. ολο κι ολο πέντε χιλιάδες δραχμές στην τσέπη του. Βρίσκει στον δρόμο του έναν ζητιάνο, τίς βάζει στο χέρι του και φεύγει.
Ό ζητιάνος μετά βλέπει ότι είναι πεντοχίλιαρο και χαίρεται. Περνάει εκείνη την ώρα καί ένας πολύ
πλούσιος και βλέποντας ότι ό άλλος έδωσε πεντοχίλιαρο λέει μέ τον λογισμό τον δικό του: «Γιά νά δίνη αυτός πεντοχίλιαρο, ποιος ξέρει πόσα έχει! εκατομμυριούχος θά είναι!».
Όποτε δίνει αυτός στον ζητιάνο πεντακόσιες δραχμές καί αναπαύει τον λογισμό του ότι έκανε τό
καθήκον του. Ένώ εκείνος ό καημένος είχε μόνον αυτό τό πεντοχίλιαρο καί, μόλις είδε τον ζητιάνο, σκίρτησε ή καρδιά του καί τού τό έδωσε.
Αν καί ό πλούσιος δούλευε λίγο πνευματικά, θά είχε καί έναν καλό λογισμό και θά έλεγε: «Γιά δές, έδωσε αυτό πού είχε». Ή θά έλεγε: «Θά είχε δέκα χιλιάδες καί έδωσε τίς πέντε χιλιάδες». Άλλα πώς νά φέρη καλό λογισμό, αφού δέν δούλεψε πνευματικά; Σού λέει: «Γιά νά πετάη έτσι τά λεφτά, μέ τό φτυάρι τά μαζεύει».
Μερικοί άνθρωποι πάλι, ένώ δίνουν πεντακόσιες ή χίλιες δραχμές σέ έναν φτωχό, κάνουν έβραίικα παζάρια γιά πέντε ή δέκα δραχμές στον φτωχό εργάτη πού τους δούλεψε.
Δέν μπορώ νά καταλάβω: Καλά, δίνεις πεντακοσάρικο καί χιλιάρικο σ' εκείνον πού δέν ξέρεις καί αυτόν πού έχεις κοντά σου καί σέ βοηθάει τον αφήνεις νά πεινά; Αυτόν πρώτα έχεις υποχρέωση νά άγαπήσης καί νά βοηθήσης.
Άλλα φαίνεται ότι ή ελεημοσύνη αυτών τών ανθρώπων γίνεται, γιά νά τους επαινέσουν. Ή άλλον μπορεί νά τον πάνε ακόμη καί στο δικαστήριο γιά χίλιες δραχμές, γιατί ξεκινάνε άπό μιά κοσμική λογική, δήθεν νά μήν τους θεωρήσουν κορόιδα.
Μιά θρησκευόμενη γυαίκα μοϋ διηγήθηκε[1] ένα περιστατικό.
Ήθελε να άγοράση ένα φορτίο ξύλα από μια γιαγιά, ή οποία έκανε τρεις ώρες δρόμο, για νά τα φέρη από το δάσος στο χωριό.
Εκείνη τήν φορά μάλιστα είχε κάνει και μισή ώρα επιπλέον, δηλαδή τρεισήμισι ώρες, γιατί έκανε τον κύκλο της στρατώνας, μήν τήν πιάση το Δασαρχείο.
«Πόσο κάνουν;», τήν ρωτάει ή κυρία. «Δεκαπέντε δραχμές», λέει ή γιαγιά. «Όχι, είναι πολλά, της λέει, έντεκα δραχμές τα παίρνω». «Έτσι, για νά μή μας παίρνουν γιά κουτούς, μού λέει, εμάς τους πνευματικούς ανθρώπους...». Της έκανα μετά ένα ξεσκόνισμα. Δύο ζώα είχε ή γιαγιά και είχε χάσει δύο μέρες, γιά νά κερδίση είκοσι δύο δραχμές. Αντί νά της έδινε και ένα εικοσάρικο παραπάνω, της έκανε έβραίικα παζάρια.

«Ή ελεημοσύνη πολύ βοηθάει τους κεκοιμημένους.»

Ό πλούτος φέρνει τήν καταστροφή στον άνθρωπο, όταν δεν διανέμεται στους φτωχούς γιά τήν ψυχή μας και γιά τις ψυχές τών πεθαμένων μας.
Ή ελεημοσύνη στους πονεμένους, χήρες, ορφανά κ.λπ. πάρα πολύ βοηθάει καί γιά τήν ανάπαυση τών κεκοιμημένων. Γιατί, όταν δίνη κανείς ελεημοσύνη γιά έναν κεκοιμημένο, οι άλλοι λένε: «Θεός σχωρέσ' τον. Νά αγιάσουν τά κόκκαλά του».
Αν τύχη κάποιος νά εχη αρρώστιες, νά μήν μπορή νά δούλεψη, νά εχη χρέη, καί σε μιά τέτοια δύσκολη περίσταση τον βοηθήσης καί πής «πάρ' τα γιά τήν ψυχή τού τάδε», θά πή καί αυτός: «Θεός σχωρέσ' τον, νά αγιάσουν τά κόκκαλά του!». Κάνουν δηλαδή καρδιακή προσευχή καί αυτό είναι πού βοηθάει πολύ τους κεκοιμημένους.
- Οταν κάποιας ό άνδρας πεθάνη άκοινώνητος, άνεξομολόγητος η σκοτωθή το παιδί της, τί άλλο μπορεί νά κάνη, γιά νά βοηθήση τις ψυχές τους;
- Όσο μπορεί, νά γίνη ή ϊδια καλύτερη. Αυτό φυσικά θά βοηθήση καί την ϊδια, άλλα θά βοηθήση και τον άνδρα της, γιατί, άφού στεφανώθηκαν, έχει μερίδιο καί εκείνος πού πέθανε.
Αυτό είναι το κυριώτερο από όλα· νά γίνη καλύτερη. Αλλιώς, μπορεί νά κάνη καί μιά καλωσύνη, άλλα νά εχη καί τον χαβά της. Σοϋ λέει: «Έκανα τά καθήκοντα μου. Άλλο τί θέλεις νά κάνω;» καί μένει αδιόρθωτη ή καί χειροτερεύει.

«Ελεημοσύνη «εν τω κρύπτω.»[2]

- Γέροντα, μερικοί θεωρούν φαρισαϊσμό το νά πηγαίνη κανείς στην Εκκλησία καί νά ύστερη στην αγάπη καί την θυσία.
- Έ, ποϋ το ξέρουν; Είναι σίγουροι γι' αυτό;
- Έτσι κρίνουν.
- Ό Χριστός τί είπε; «Νά κρίνετε»[3]; Ό άλλος μπορεί νά μή δίνη στον τσιγγάνο, γιατί έχει ύπ' όψιν του έναν άρρωστο πού έχει μεγάλη ανάγκη καί θά βοηθήση εκείνον. Τον τσιγγάνο κάποιος περαστικός θά βρεθη νά τού δώση κάτι, ενώ εκείνον δεν θά τού δώση κανένας.
Πώς βγάζουν συμπεράσματα, χωρίς νά ξέρουν; Φαρισαϊσμός είναι, όταν κάποιος κάνη την καλωσύνη φανερά, γιά νά τον επαινέσουν. Θυμάμαι, όταν ήμουν το 1957 στο Ιδιόρρυθμο[4], έδιναν γιά κάθε διακόνημα, ανάλογα με το πόσο δύσκολο ήταν, μια ευλογία.
Επειδή τότε υπήρχε στα μοναστήρια λειψανδρία, ήταν μερικοί Πατέρες πού είχαν δυνάμεις καί αναλάμβαναν πολλά διακονήματα καί έπαιρναν περισσότερες ευλογίες, αλλά τίς έδιναν.
Ήταν ένας μοναχός πού τον έλεγαν «σπάγκο», γιατί δέν έδινε. "Οταν πέθανε αυτός ό μοναχός, μαζεύτηκαν στην κηδεία του ταλαίπωροι άνθρωποι άπό εδώ άπό τήν Χαλκιδική, άπό τήν Μεγάλη Παναγία, άπό τό Παλαιοχώρι, το Νεοχώρι, καί τόν έκλαιγαν.
Αυτοί είχαν βόδια καί κουβαλούσαν τήν ξυλεία, τους γρεντέδες, γιατί τότε ή μεταφορά γινόταν με τά βόδια - μή βλέπης τώρα πού γίνεται με αυτοκίνητα, μέ τριαξονικά!
Τί έκανε αυτός ό καημένος; Μάζευε- μάζευε τά χρήματα πού του έδιναν γιά τά διακονήματα πού έκανε καί, όταν έβλεπε έναν οικογενειάρχη πού είχε μόνον ένα βόδι ή ψοφούσε τό βόδι του, τού αγόραζε ένα βόδι.
Καί τότε τό νά άγοράσης ένα βόδι ήταν μεγάλο πράγμα· στοίχιζε πέντε χιλιάδες δραχμές, άλλα τά χρήματα ήταν γερά. Οι άλλοι Πατέρες έδιναν πέντε δραχμές στον έναν φτωχό, δέκα στον άλλον, κανένα εικοσάρικο στον άλλον, έκαναν δηλαδή τέτοιες καλωσύνες καί φαίνονταν.
Εκείνος καθόλου δέν φαινόταν, γιατί δέν έδινε όπως έδιναν οι άλλοι, άλλα τά μάζευε καί βοηθούσε μέ αυτόν τόν τρόπο. Έτσι όλοι τόν έλεγαν «σπάγκο, σπάγκο» καί πήρε τό όνομα «σπάγκος», σπαγκοραμμένος δηλαδή! Καί τελικά, όταν πέθανε, μαζεύτηκαν οί καημένοι καί έκλαιγαν.
«Μέ έσωσε!», έλεγε ό ένας, «μέ έσωσε!», έλεγε ό άλλος. Γιατί τότε, άμα είχε ένα βόδι κανείς, μετέφερε τήν ξυλεία καί έτρεφε τήν οικογένεια του. Τά έχασαν οί Πατέρες!
Γι’ αυτό λέω, πού ξέρεις τί κάνει ό άλλος;
- Γέροντα, όταν κάνη ελεημοσύνη κανείς, άλλα νιώθη ένα κενό, τί φταίει;
- Νά προσέξη μήπως κινείται άπό άνθρωπαρέσκεια. Οταν έχη καθαρά κίνητρα, αισθάνεται χαρά. Σέ μια πόλη ξέρετε τί έκαναν μια φορά;
Μοϋ το έλεγε ένας γνωστός μου ευλαβής δικηγόρος. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και είπαν μερικοί Χριστιανοί νά μαζέψουν διάφορα πράγματα, νά τά κάνουν δέματα και νά τά μοιράσουν στην πλατεία στους φτωχούς - ήταν τότε μετά τήν Κατοχή πού οί άνθρωποι είχαν ανάγκη.
Τους λέει ο δικηγόρος: «Άφοϋ ξέρουμε ποιοί είναι οί φτωχοί, καλύτερα νά τά δώσουμε αθόρυβα». «Όχι, τοϋ λένε, νά τά μοι- ράσουμε στην πλατεία εις δόξαν Θεού, γιά νά δουν ότι ενδιαφερόμαστε». «Μά δεν κάνει, τους ξαναλέει αυτός.
Πού το βρήκατε γραμμένο νά γίνεται έτσι ή ελεημοσύνη;».
Το δικό τους εκείνοι· «εις δόξαν Θεού...». Με κανέναν τρόπο δέν μπορούσε νά τους πείση.
Αφού είδε και απόκαμε, τους άφησε. Συγκέντρωσαν λοιπόν τά δέματα στην μεγάλη πλατεία της πόλεως και ανακοίνωσαν κιόλας ότι εκεί θά μοιράσουν δέματα.
Το έμαθαν ολοι και ορμησαν κάτι άνθρωποι μπαμπάτσικοι, σάν γορίλλες, και μάζευαν-μάζευαν, τά άρπαξαν ολα. Και έτσι πήραν τά δέματα όσοι ήταν βάρβαροι και δέν είχαν ούτε ανάγκη, και οί καημένοι οί φτωχοί έμειναν μέ άδεια χέρια. Μόλις πήγαν οί υπεύθυνοι νά αντιδράσουν, τους έδωσαν και ένα ξύλο γερό «εις... δόξαν Θεού!».
Βλέπετε πώς λειτουργούν οί πνευματικοί νόμοι! Σέ έναν κοσμικό δικαιολογείται και νά ύπερηφανευθή και νά κάνη διαφήμιση, άλλα στους πνευματικούς ανθρώπους πώς νά δικαιολογηθή;
- Γέροντα, υπάρχουν άνθρωποι πού δέν πιστεύουν, άλλα είναι πονόψυχοι και κάνουν καλωσύνες.
- Όταν ένας κοσμικός δίνη άπό καθαρή διάθεση και όχι άπό άνθρωπαρέσκεια, τότε ο Θεός δέν θά τόν άφήση, άλλα κάποτε θά μιλήση στην καρδιά του.
Μοϋ διηγήθηκε μιά φορά ένας γνωστός μου πού ζούσε στην Ελβετία το έξης περιστατικό: Μιά πλούσια άθεη κυρία ήταν τόσο πονόψυχη, πού είχε φθάσει σέ σημείο νά μοιράση ολη τήν περιουσία της σε φτωχούς και πονεμένους, και στο τέλος έμεινε πάμφτωχη.
Τότε, όσοι είχαν βοηθηθή, φρόντισαν νά μπη στο καλύτερο Γηροκομείο. Παρόλο όμως πού έκανε τόσες καλωσύνες, παρέμενε άθεη. Πήγαιναν νά της μιλήσουν γιά τον Χριστό καί δεν δεχόταν συζήτηση.
Έλεγε πώς ό Χριστός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας καλός άνθρωπος, ένας κοινωνικός εργάτης, καί άλλες τέτοιες θεωρίες. Ίσως καί οι Χριστιανοί πού είχε γνωρίσει νά μήν τήν είχαν βοηθήσει, γιά νά συγκινηθή άπό τήν ζωή τους.
«Κάνε προσευχή γι' αυτήν τήν ψυχή», μοϋ έλεγε ό φίλος μου. Πάντως έκανε πολλή προσευχή καί εκείνος γιά τήν μεταστροφή της. Μετά άπό καιρό μοϋ είπε ό φίλος μου: «Μιά μέρα πού πήγα νά τήν επισκεφθώ στό Γηροκομείο, τήν βρήκα ολότελα αλλαγμένη. "Πιστεύω, πιστεύω", φώναζε».
Της είχε συμβή ενα γεγονός πού τήν αλλοίωσε· ζήτησε μετά νά βαπτισθή.


1. Το 1958.
2. Ματθ. 6,4
3. Βλ. Ματθ. 7,1· Λουκ. 6, 37 καί Ίω. 1,24
4. Μονή, όπου οί μοναχοί συμβιώνουν χωρίς κοινό ηγούμενο καί ακολουθούν προσωπικό πρόγραμμα πνευματικής ζωής καί διατροφής.

Απόσπασμα από τις σελίδες  163 -169 του βιβλίου:


        ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
                              ΛΟΓΟΙ  Β΄              
              ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
                  ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
       «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
                  ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου