Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Τά δ ύ ο δ ε κ α ν ί κ ι α . Ὁμιλία εἰς τόν Ἀπόστολον τῆς Κυριακής τοῦ παραλύτου. (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας

Τά δύο δεκανίκια
Κυριακή τοῦ παραλύτου

(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας

«Καί παρέστησαν αὐτῶ πᾶσαι αἵ χῆραι κλαίουσαι, καί ἐπιδεικνύμεναι χιτώνας καί ἱμάτια, ὅσα ἐποίει μετ’ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς».
Συγκινητική ἡ σημερινή ἀφήγησις τοῦ Ἀποστόλου, ἀγαπητοί. Εἶναι ἕνας ὕμνος πρός τήν ἀγάπην καί μία ἐπιβράβευσις τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀγάπης.
Ζοῦσε, ἀναφέρει τό ἀποστολικόν ἀνάγνωσμα, μία γυναίκα στήν Ἰόππη, πού ὀνομάζετο Ταβιθά, ἐβραίστι, ἤ Δορκάς ἑλληνιστί. Αὐτή ἡ γυναίκα ἦταν ἡ προσωποποίησις τῆς καλοσύνης.
Ὅλη της τήν ζωήν τήν ἀφιέρωνε σέ καλά ἔργα καί ἐλεημοσύνες. Ὅμως μία μέρα ἀρρώστησε καί σέ λίγο ἀπέθανε. Θρῆνος καί ὀδυρμός στήν πόλιν.
Τότε συνέπεσε νά εὑρίσκεται στήν Λύδδαν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Τό ἔμαθαν οἱ κάτοικοι τῆς Ἰόππης καί ἔστειλαν ἀντιπροσωπείαν, παρακαλώντας τόν Ἀπόστολον νά ἔλθη στήν πόλιν τῶν διά νά ἀναστήση τήν Δορκάδα.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐπῆγε. Συνεκινήθη ὅταν εὑρέθη στό σπίτι τῆς νεκρᾶς. Γύρω ἀπό τό φέρετρο εἶχαν μαζευθῆ χῆρες, φτωχοί, ὀρφανά, πού εἶχεν ἐλεήσει ἡ Δορκάς ὅταν ἐζοῦσε, καί ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητα.

Ὁ Ἀπόστολος προσηυχήθη καί ἡ νεκρά ἀνεστήθη.
Ἡ χαρά τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἀπερίγραπτη. Τήν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Θεός εἶχεν βραβεύσει τήν ἀγάπην.
Ἀλλά ἄς μελετήσωμεν βαθύτερον τήν ἔννοιαν τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ἡ κορωνίδα τῶν ἀρετῶν.

1. Ἡ «καινή ἐντολή».
Ἔχει ἐπανειλημμένως τονισθῆ ὅτι δέν ἤκουσεν ὁ κόσμος ὑψηλοτέραν διδασκαλίαν ἀπό τήν Χριστιανικήν. Αἵ φωτεινότεραι καί αἵ ἁγιώτεραι ἰδέαι ἐκηρύχθησαν ἀπό τήν θρησκείαν τοῦ Σταυροῦ. Ἐκεῖ ὅμως ὅπου πραγματικά εἶναι ἀσύγκριτος ὁ Χριστιανισμός, εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης.
Κανείς δέν ἠμπόρεσε νά τήν συλλάβη σέ τόσο βάθος καί σέ τόση ἔκταση ὅπως αὐτός. Δί’ αὐτό καί ἡ κυριωτέρα ὀνομασία τοῦ εἶναι: Θρησκεία τῆς ἀγάπης.
Τόσον ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε τήν «καινήν ἐντολήν», «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», ὅσον καί μετά οἱ Ἀπόστολοί Του καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὕψωσαν τήν ἀγάπην ὡς τό ἁγιώτερον καί ἰσχυρότερον σύμβολον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καί κανείς ἄλλος διά μέσου τῶν αἰώνων δέν κατόρθωσε νά ὑμνήση καλύτερα αὐτήν τήν ἀγάπην ἀπό τόν Ἀπόστολον Παῦλον, ὁ ὁποῖος, εἰς τό ἰγ’ κεφάλαιο τῆς Ἅ’ πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς του, τήν παρουσιάζει ὡς τό βασικώτερον γνώρισμα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι, σέ μία στιγμή ἐξάρσεως γράφει τά ἀθάνατα ἐκεῖνα λόγια: «Ἡ ἀγάπη πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει».

Ἀλλά εἶναι ἄξιον προσοχῆς, ὅτι ἡ ἀγάπη αὐτή, ὡς τονίζεται, πρέπει νά μήν εἶναι μόνον ἁπλά, ξηρά αἰσθήματα, ὡραῖα, ἀλλά νεκρά λόγια. Ὅλοι ὑπογραμμίζουν τήν ἀνάγκην νά μεταφρασθῆ εἰς ἔργα, εἰς πράξιν. Διότι διαφορετικά δέν ὠφελεῖ εἰς τίποτε μία ἀγάπη πού περιορίζεται μόνον εἰς φιλολογίαν. Πολύ παραστατικά ἐρωτᾶ ὁ θεῖος Ἰάκωβος. «Ἐάν ἀδελφός ἤ ἀδελφή γυμνοί ὑπάρχωσι …, εἴπη δέ τίς αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνη, θερμαίνεσθε καί χορτάζεσθε, μή δῶτε δέ αὐτοῖς τά ἐπιτήδειά του σώματος, τί τό ὄφελος;». Ἀλήθεια, ἀδελφέ, τί τό ὄφελος; Πεινάει καί κρυώνει ὁ φτωχός, τά λόγια δέν τόν χορταίνουν.
Δί’ αὐτό ἀνέκαθεν ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἔμπρακτος ἐκδήλωσις τῆς ἀγάπης, ἐθεωρήθη ὡς ἡ γνησιωτέρα μορφή τοῦ Χριστιανισμοῦ. «Οὐδέν ἠμᾶς ἴσους Θεῶ ποιεῖ, ὡς τό εὐεργετεῖν», διακηρύττει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Μόνον ὅταν εὐεργετῶμεν, ὁμοιάζομεν μέ τόν Θεόν, πού εἶναι ὅλος ἀγάπη.

2. Ἡ ἀγάπη ἔγραψε τήν ἱστορία.
Ναί, ἀγαπητέ μου. Ἀπό τότε μέχρι σήμερα, τήν ὡραιότερη ἱστορία τοῦ κόσμου τήν ἔγραψεν ἡ ἀγάπη. Ἤδη ἀπό τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων, εἶχαν τεθῆ εἰς ἐφαρμογήν τά διδάγματα περί ἐμπράκτου ἀγάπης. Ἔτσι ἐθεσπίσθησαν «ἀγάπαι», ὅπου εὕρισκαν τροφήν καί στοργήν οἱ πτωχοί καί οἱ δυστυχισμένοι.
Ὅταν ἔπειτα ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων πέρασε μίαν δοκιμασίαν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ πρῶτος, πού καθιέρωσε τήν «Λογίαν» εἰς τάς ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας καί τῆς Κορίνθου. Κάθε Κυριακήν δηλαδή, ὁ καθένας ἀπό τούς Χριστιανούς ξεχώριζε κάτι διά τούς δοκιμαζομένους ἀδελφούς. Αὐτά ἀργότερον ἐστάλησαν εἰς τά Ἱεροσόλυμα. Καί ὅταν μετά διεδόθη ὁ Χριστιανισμός εἰς ὅλα τά τότε γνωστά κέντρα, ἡ ἀγάπη ἐθεωρήθη ὡς βασική προϋπόθεσις.
Ἡ Ρώμη, ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Κωνσταντινούπολις ἤσαν ἑστίες καλοσύνης καί φιλανθρωπίας. Πτωχοί, ἄρρωστοι, ὀρφανά, χῆραι, ἀπροστάτευτοι, αἰχμάλωτοι, εὕρισκαν εἰς τούς Χριστιανούς ἄμεσον βοήθειαν.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὑπό τήν ἐπίδρασιν τοῦ κηρύγματος τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ἵδρυσε μέ ἰδικές τοῦ δαπάνες τό 370 μ.Χ. τήν περίφημον Βασιλειάδα, ἕνα δηλαδή τεράστιο συγκρότημα οἰκοδομημάτων, εἰς τά ὁποία παρείχετο κάθε εἴδους προστασία καί βοήθεια.
Ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Βασίλειος καθάριζε τούς λεπρούς μέ τά χέρια του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔπειτα, διέταξεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μεγάλας οἰκονομίας καί κατώρθωσεν ἔτσι νά συντηρῆ ἡμερησίως 7000 πτωχούς.
Τό Βυζάντιον, κατά τά ἔνδοξα χρόνια της ἀκτινοβολίας του, ἦτο γεμάτο ἀπό ἱδρύματα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας. Ὅλα αὐτά εἶναι μία φωτεινή ἱστορία γραμμένη ἀπό τήν ἀγάπη.

3. Καί τά χρόνια κυλοῦν.
Ἀλλά καί εἰς τά μετέπειτα χρόνια, ὅ,τι καλόν καί εὐγενικόν ὑπάρχει στόν κόσμον, ἡ ἀγάπη ἡ χριστιανική τό ἐνέπνευσε. Παντοῦ ὑψώνονται οἱ πύργοι τῆς ἀγάπης. Παντοῦ κυματίζει ἡ σημαία τῆς χριστιανικῆς ἐπιδράσεως. Πρέπει νά ὁμολογηθῆ ὅτι πολλά ἔγιναν κατά τό παρελθόν. Πολλά.
Ἀλλά δέν φθάνει αὐτό. Ἡ δυστυχία καί ὁ πόνος ἔχουν, ἰδιαιτέρως στά τελευταῖα χρόνια, ἁπλωθῆ ἐπικινδύνως. Καί στά ἄλλα κράτη. Περισσότερο ὅμως στή χώρα μας.
Οἱ πόλεμοι καί οἱ καταστροφές, ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός καί ἡ μανία τοῦ ὀλέθρου, ἐσκόρπισαν τή δυστυχία στήν πατρίδα μας. Πολύς κόσμος ὑποφέρει. Πολύς κόσμος πεινάει! Ἀσύλληπτα καί ἀφάνταστα δράματα παίζονται σέ χιλιάδες ἑλληνικά σπίτια.. Καί συμβαίνει τό τραγικό ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. «Ὅς μέν πεινᾶ, ὅς δέ μεθύει».
Ὁ ἕνας δηλαδή πεινάει καί ὁ ἄλλος τά σκορπάει καί μεθάει. Εἶναι ἀκατανόητο πράγμα στά 1960, ὅταν γύρω μας ὑπάρχει τόση σπατάλη, τόση ματαιοδοξία, νά πεθαίνουν ἄνθρωποι στίς πόλεις ἀπό τήν πείνα.
Εἶναι ἐγκληματικό νά ἀνεχώμεθα νά λυώνουν ἐπάνω στό κρεβάτι ἄρρωστοι ἀπό τόν πυρετό καί τόν πόνο, διότι δέν ὑπάρχει οἰκονομική δυνατότης νά εἰσαχθοῦν εἰς τά νοσοκομεῖα. Τότε τί εἴδους Χριστιανοί εἴμεθα;
Εἶναι ἀπαράδεκτο νά κρατοῦνται στίς φυλακές πτωχοί βιοπαλαισταί ἐπειδή δέν ἔχουν νά πληρώσουν εἰς τό δημόσιον 70 – 80 δραχμές πού χρεωστοῦν. Ποῦ εἶναι τότε ἡ ἀγάπη μας;
Εἶναι σκληρό νά μαραζώνουν σέ ἀνήλια ὑπόγεια καί ἐργοστάσια 15 χρονῶν παιδιά, ἀγόρια καί κορίτσια, διότι δέν καταβάλλεται φροντίς νά εὑρεθοῦν μέ διαφορετικό τρόπο τά ἐλάχιστα οἰκονομικά μέσα πού χρειάζονται.
Εἶναι ἀσυγχώρητο λάθος νά ἀφήνη ἡ κοινωνία μας, ἡ χριστιανική μας κοινωνία, νά παρασύρωνται εἰς τό τέλμα τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀνηθικότητος νεαρές κοπέλλες, πού ζητοῦν οἱ ταλαίπωρες πόρον ζωῆς καί πέφτουν εἰς τά ἀνόσια δίχτυα καταχθονίων ἐμπόρων τοῦ κακοῦ, καί χάνονται γιά πάντα. Πῶς τά ἀνεχόμεθα ὅλα αὐτά χωρίς ἐντροπήν; Πῶς δέν ἐπαναστατεῖ ἡ χριστιανική μας συνείδησις;

4. Ὁ Σταυρός προστάζει.
Ναί! Ὁ Σταυρός προστάζει νά μή προδίδουν οἱ Χριστιανοί τά καθήκοντα τῶν. Τί θά ἀπαντήσωμεν, ἀδελφοί, εἰς τόν Ἐσταυρωμένον Λυτρωτήν μας ὅταν, ὑψώνων τό τρυπημένο ἀπό τά καρφιά χέρι Του, θά μᾶς εἰπῆ κάποτε αὐστηρά:
Ποῦ εἶναι τό ἔργον τῆς ἀγάπης σας; Διατί ἀφήσατε νά ἀποθάνουν τόσοι πτωχοί ἐκ πείνης; Διατί δέν ἐσπογγίσατε τά δάκρυα καί τό αἷμα τῶν ἀδελφῶν ποῦ ὑπέφεραν;
Διατί ἐμείνατε ἀνάλγητοι εἰς τήν ἱκεσίαν τοῦ ὀρφανοῦ; Διατί ἐσπαταλήσατε τά ἀγαθά μου εἰς ματαιοδοξίας καί διασκεδάσεις, ὅταν γύρω σας ἐσπάρασαν χῆρες, ἀπροστάτευτες ὑπάρξεις, ψυχές ποῦ ἔπεφταν στά νύχια τοῦ θηρίου; Εἶσθε ἔνοχοι. «Ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε».

Ἀδελφέ, μέ κατέχει αἴσθημα τρόμου. Φοβοῦμαι τήν δικαίαν ὀργήν τοῦ Θεοῦ. Ἐσύ δέν τήν φοβεῖσαι;
Καιρός πλέον νά ἀντιληφθῶμεν τήν εὐθύνην μας. Μή περιμένωμεν ἀπό τό Κράτος. Αὐτό, βέβαια, θά κάμη ὅ,τι ὑποχρεοῦται. Καί πρέπει ἀκόμη πολλά νά κάμη. Τό θέμα ὅμως εἶναι τί θά κάμωμεν ἠμεῖς. Καλά, βέβαια, εἶναι καί τά λόγια, καί ὁ ἐκκλησιασμός, καί αἵ νηστεῖαι καί ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δέν φθάνουν αὐτά.
Χρειάζεται ἡ ἀγάπη νά φθάση στήν καρδιά. Νά τήν συγκινήση, νά τήν ἠλεκτρίση. Τότε ἡ ἀγάπη γίνεται πηγή δυνάμεως καί δράσεως. Τότε μηχανεύεται χίλιους τρόπους ἐνεργείας. Μία καρδιά πού ἀγαπάει σωστά καί ζωντανά, δέν περιμένει νά τῆς ὑποδείξουν οἱ ἄλλοι τούς τρόπους. Τούς εὑρίσκει μόνη της. Τούς δημιουργεῖ.
Δέν μένει τότε καιρός διά συζητήσεις καί κουτσομπολιά καί μαλώματα καί ἐγωισμούς καί πείσματα. Ὅταν ἡ καρδιά καίεται ἀπό ἀγάπη, μέσα σ’ αὐτήν τή φωτιά δέν μένη τίποτε κακό πού νά μήν καῆ. Μόνον ὁ Θεός καί ὁ νόμος Τοῦ μένουν ὄρθια καί ἀκτινοβολοῦν. Σωστά εἶπε κάποιος, ὅτι τό «βαρόμετρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ γνησία καί θερμή ἀγάπη».
Εἶναι ἀνάγκη νά τονισθῆ ἰδιαιτέρως μία λέξις τῆς παραγγελίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἡ λέξις «προΐστασθαι». Δέν θά περιμένεις νά ἀρχίσουν οἱ ἄλλοι τά καλά ἔργα. Οἱ πιστοί θά πρωτοστατοῦν. Αὐτοί θά ἡγοῦνται. Τό ἔργο αὐτό πρέπει νά τό ἀγαπήσουν, νά τό θεωρήσουν ὡς βασικόν τῶν χρέος, ὡς ἀποστολήν, ἀλλοιῶς θά μείνουν σάν δένδρα ἄκαρπα, ἄχρηστα, νεκρά.

5. Ἐμπρός, ἀδελφοί.
Ναί! Ἐμπρός, ἀδελφοί! Τί περιμένομεν; Ὁ πόνος γύρω μας κατακλύζει τό πᾶν. Τά θύματα ἄπειρα. Ψυχές πού ἀγαπᾶτε τόν Θεόν, ἀποδείξατε αὐτήν σας τήν ἀγάπην, ἀγαπώντας ἔμπρακτά τους ἀνθρώπους. Ἡ ἀγάπη αὐτή θά σώση καί ἐμᾶς τούς ἰδίους. «Λύτρον ψυχῆς ἐστίν ἐλεημοσύνη», βεβαιώνει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Θά γίνη σπλαγχνικός καί εἰς ἐμᾶς. Ἀλλά ἡ ἀγάπη θά σώση καί τούς ἀδελφούς μας. Θά τούς παρηγορήση. Θά τούς στηρίξη. Θά τούς προφυλάξη ἀπό δρόμους ἁμαρτίας. Θά τούς ἀσφαλίση εἰς τόν δρόμον τῆς ἀρετῆς.
Ἡ γῆ θά γίνη ἀνθών. Ὁ στεναγμός θά μεταβληθῆ εἰς δοξολογίαν. Τό μίσος θά γίνη αὔρα καλωσύνης καί οἱ ἄνθρωποι ἀναμεταξύ τῶν ἀδελφοί.
Ναί, Κύριε, καί οἱ ἄνθρωποι ὅλοι ἀδελφοί!

Ἀγαπητοί, ὁ Ἐφημέριος, μετά τή Θεία Λειτουργία, ὡμίλησε μέ πολύ πόνο εἰς τό ἐκκλησίασμα. Εἶπεν ὅτι κινδυνεύει νά κλείσει ὁ Παιδικός Σταθμός λόγω ἐλλείψεως πόρων, καί παρεκάλεσε νά βοηθήσουν ὅσοι μποροῦν. Ἕνα κουτί μία κυρία τό περιέφερε. Ἀλλά τίποτε, αἵ προσφοραί εἶναι μηδαμιναί. Τότε συνέβη κάτι τό συγκινητικό. Κάτω, πρός τό παγκάρι, ἦτο μία κοπέλα ἀνάπηρη, πού ἐστηρίζετο σέ δύο δεκανίκια.
Ἦταν πολύ πτωχή. Καί αὐτά κάποια φιλάνθρωπός της τά εἶχε ἀγοράσει. Πῆγε λοιπόν κοντά της ἡ κυρία μέ τό κουτί. Τήν εἶδε. Ἐπῆγε νά προσπεράση. Τί νά ζητήση ἀπό τή δυστυχισμένη αὐτή νέα! Ὅμως ἐκείνη τήν ἐκάλεσε, καί πρός γενικήν κατάπληξιν ἄφησε ἐπάνω στό κουτί τά δύο της δεκανίκια…
-Αὐτά ἔχω νά δώσω μόνον, εἶπε μέ καλοσύνη, καί ἐδάκρυσε.
Ὁ κόσμος συγκινεῖται. Πολλοί κλαῖνε. Ζητοῦν νά ξαναγυρίση τό κουτί εἰς ὅλους. Σέ λίγο εἶχε γεμίσει ἀπό χρήματα. Ἔτσι ὁ Παιδικός Σταθμός δέν διελύθη. Τόν ἐστήριξαν, περίεργο, τά δύο δεκανίκια τῆς ἀγάπης.
Ναί! Τά δεκανίκια…


Ἀπό τό βιβλίο «Φῶς ταῖς τρίβοις μου»,
τοῦ Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, 
σελίς 23 καί ἑξῆς.

Ἐπιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλᾶς. 
 Πηγή διαδικτύου Ὀρθόδοξη Πορεία
______________________________
Ἀπόστολος τῆς Κυριακής τοῦ Παραλύτου

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. Εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε ᾿Ιησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. Καὶ εὐθέως ἀνέστη.
Καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. ᾿Εν ᾿Ιόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει.

᾿Εγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. ᾿Εγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ ᾿Ιόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν.
᾿Αναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς.
 ᾿Εκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ῾Η δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. Δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. Γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική

Εκεῖνες τὶς ἡμέρες, περνώντας ὁ Πέτρος ἀπ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες, κατέβηκε καὶ στοὺς χριστιανοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα. ᾿Εκεῖ βρῆκε κάποιον ἄνθρωπο ποὺ λεγόταν Αἰνέας. Αὐτὸς ἦταν ὀχτὼ χρόνια κατάκοιτος, ἐπειδὴ ἦταν παράλυτος. ῾Ο Πέτρος τοῦ εἶπε· «Αἰνέα, σὲ γιατρεύει ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Σήκω καὶ στρῶσε τὸ κρεβάτι σου». Κι αὐτὸς ἀμέσως σηκώθηκε.
 ῞Ολοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα καὶ στὸν Σάρωνα τὸν εἶδαν καὶ δέχτηκαν τὸν ᾿Ιησοῦ γιὰ Κύριό τους. Στὴν ᾿Ιόππη ἦταν μιὰ μαθήτρια ποὺ τὴν ἔλεγαν Ταβιθά -στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει «Δορκάδα». Αὐτὴ εἶχε κάνει πολλὲς ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες.
᾿Εκεῖνες τὶς μέρες συνέβη νὰ ἀρρωστήσει καὶ νὰ πεθάνει. Τὴν ἔλουσαν, λοιπόν, καὶ τὴν ἔβαλαν στὸ ἀνώγειο. ῾Η Λύδδα ἦταν κοντὰ στὴν ᾿Ιόππη, καί, ὅταν οἱ μαθητὲς ἄκουσαν ὅτι ὁ Πέτρος ἦταν ἐκεῖ, τοῦ ἔστειλαν δύο ἄνδρες καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ πάει σ’ αὐτοὺς ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα.
Αὐτὸς ξεκίνησε καὶ πῆγε μαζί τους. Μόλις ἔφτασε, τὸν ἀνέβασαν στὸ ἀνώγειο.
᾿Αμέσως τὸν περικύκλωσαν ὅλες οἱ χῆρες κλαίγοντας καὶ δείχνοντάς του τὰ ροῦχα ποὺ εἶχε φτιάξει γι’ αὐτοὺς ἡ Δορκάδα ὅσο ζοῦσε. ῾Ο Πέτρος τότε τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Κατόπιν γύρισε στὴ νεκρὴ καὶ τῆς εἶπε· «Ταβιθά, σήκω πάνω».
Αὐτὴ ἄνοιξε τὰ μάτια της, κι ὅταν εἶδε τὸν Πέτρο ἀνασηκώθηκε. ῾Ο Πέτρος τῆς ἔδωσε τὸ χέρι του καὶ τὴ σήκωσε. ῞Υστερα φώναξε τοὺς πιστοὺς καὶ τὶς χῆρες καὶ τοὺς τὴν παρουσίασε ζωντανή. Αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ σ’ ὅλη τὴν ᾿Ιόππη, καὶ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Κύριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου