Ὅπως τό καλό, ἡ ἁγιότης
καί ἡ ἀρετή τῶν ἀνθρώπων ἔχουν διαβαθμίσεις καί ἄνοδο ἕως τήν ἀτελεύτητη κορυφή
τῆς θεώσεως, ἔτσι καί τό κακό ἀκολουθεῖ τήν ἰδική του πτῶσι εἰς τήν κλίμακα τῆς
ἁμαρτίας ἕως αἰωνίας κολάσεως.
Τό ἀρχικό ἐπίπεδο τῆς ἁμαρτίας
εἶναι ὅταν ἡ ἁμαρτία ἐνεργῆται ἐν κρυπτῷ καί παραβύστῳ. Ὅταν δηλαδή οἱ ἄνθρωποι νικῶνται ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες των καί μέ τήν θέλησί των ποιοῦν τήν ἁμαρτία κρυφά ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους (οὐδέποτε ὅμως κρυφά ἀπό τόν Θεόν), αὐτό γίνεται διότι γνωρίζουν ὅτι οἱ πράξεις των ἔρχονται σέ ἄμεση ἀντίθεσι πρός τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί πρός τά χρηστά ἤθη τῆς κοινωνίας.
Τό ἁμαρτωλό αὐτό ἐπίπεδο ὑφίσταται σέ ὅλες τίς κοινωνίες γι᾽ αὐτό καί ὅταν σέ μία κοινότητα ἤ σέ
ἕνα ἔθνος ὑπάρχῃ κάποιο ὑγιές πνευματικό ἐπίπεδο ἐκεῖ περιφρουρεῖται ἡ δημοσία
ἠθική καί γίνεται λόγος περί «αἰδοῦς» καί μάλιστα προστατεύεται αὐτή ἡ αἰδώς
δι᾽ αὐστηρῶν νόμων ἀπό τήν ἰδία τήν πολιτεία.