Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Ἡ Χριστιανική Τόλμη. Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων. Ἀρχ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Ἡ Χριστιανική Τόλμη
Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων (Μάρκ.15,43-16,8)


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία (†) μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 14-5-1989
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοί μου, εἶναι μία τιμητικὴ ἀναφορὰ στὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ διηκόνησαν εἰς τὴν ταφὴν τοῦ Κυρίου μας. Γι' αὐτό καὶ ἡ Κυριακὴ αὐτή, δηλαδὴ ἡ μετὰ τοῦ Θωμᾶ ἢ ἡ τρίτη Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, λογαριασμένου τοῦ Πάσχα ὡς πρώτη Κυριακή, ὀνομάζεται «Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων».
Εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τὰ πρόσωπα, σᾶς εἶπα, τιμητικῶς, ἐκεῖνα, ποὺ διηκόνησαν εἰς τὴν ταφὴν τοῦ Κυρίου. Καὶ αὐτὰ εἶναι ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ -βουλευτὴς ἦτο ἀπὸ Ἀριμαθαίας, «εὐσχήμων» θὰ πεῖ «ἄνθρωπος ἀξιοσέβαστος»- ἀκόμη ὁ πλούσιος Νικόδημος, ποὺ στάθηκε βοηθὸς τοῦ Ἰωσὴφ εἰς τὴν ταφὴν τοῦ Κυρίου καὶ πολλὲς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες εἶχαν φέρει μύρα, γι'αυτό ἀκριβῶς καὶ λέγονται Μυροφόρες. Ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἦταν ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, ἡ Σαλώμη, ἡ Ἰωάννα καὶ πολλὲς ἀκόμη.

Ἀλλὰ ἂς δοῦμε πῶς μᾶς τὸ διηγεῖται τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, ἀπὸ τὴν σημερινὴν εὐαγγελικὴ περικοπή.
Θὰ σᾶς πῶ τὸ ἱερὸν κείμενο σὲ μετάφραση: «Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή, παραμονὴ τοῦ Σαββάτου. Ὅταν σουρούπωσε, ἦλθε ὁ Ἰωσήφ, σεβαστὸ μέλος τοῦ Συνεδρίου καὶ ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, ποὺ κι αὐτὸς ἀνέμενε τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ἐτόλμησε καὶ πῆγε στὸν Πιλάτο καὶ τοῦ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος ἀπόρησε γιὰ τὸν τόσο σύντομο θάνατο τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἀφοῦ κάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο, ἐρώτησε ἂν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ ὥρα εἶχε πεθάνει. Καὶ ὅταν βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχον, ἐδώρισε στὸν Ἰωσὴφ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀγόρασε ἕνα σεντόνι καὶ κατέβασε τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὸν Σταυρό, τὸν ἐτύλιξε μὲ τὸ σεντόνι καὶ τὸν τοποθέτησε σὲ μνημεῖο ποὺ εἶχε λαξευθεῖ στὸν βράχο. Κατόπιν κύλισε μία ταφόπετρα καὶ ἔκλεισε τὸ ἄνοιγμα τοῦ μνημείου.
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσήφ, παρακολουθοῦσαν ποῦ Τὸν ἐτοποθέτησαν. Καὶ ὅταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα γιὰ νὰ πᾶνε νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ πολὺ πρωὶ τὴν Κυριακήν, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, ἦλθαν στὸ μνημεῖο» κ.λπ. κ.λπ.

Σᾶς εἶπα ἕνα κύριο τμῆμα τῆς ὅλη εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Θὰ θέλαμε νὰ μείνομε, ἀπ’ αὐτὸ ποὺ σᾶς διάβασα, σὲ ἕνα σημεῖον, τὸ ὁποῖον ἐντυπωσιάζει· καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι πάρα πολὺ χρήσιμο γιά μᾶς. Σᾶς διαβάζω τὸ κείμενο: «Ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, τὸλμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ». «Ἦλθε ὁ Ἰωσήφ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, εὐσχήμων, ἀξιοσέβαστος βουλευτής, καὶ ἀφοῦ ἐτόλμησε, πῆγε στὸν Πιλάτο καὶ ἐζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ».
Γιατί ἄραγε ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, ἀγαπητοί μου, ἔγραψε ἐκεῖνο τὸ «τολμήσας», «ἀφοῦ ἐτόλμησε»; Γιὰ νὰ κατανοήσομε αὐτὸ τὸ ρῆμα, ὅτι τόλμησε ὁ Ἰωσὴφ νὰ πάει εἰς τὸν Πιλάτον νὰ ζητήσει τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, ἀρκεῖ νὰ δοῦμε τὸ κλίμα, θὰ λέγαμε, τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, πόσο φορτισμένο ἦτο. Μπορεῖ ὁ λαὸς νὰ ἀγαποῦσε τὸν Ἰησοῦν, ἀλλὰ οἱ ἄρχοντες τὸν φθονοῦσαν καὶ τὸν μισοῦσαν θανασίμως.
Ἂν κάποιος ἔδειχνε μιὰν εὔνοιαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἤδη εἶχε καταδικαστεῖ μὲ τὴν κατηγορίαν ὅτι ἦτο πλάνος καὶ βλάσφημος -δὲν ἔλεγε, κατὰ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῶν ἀρχόντων, ὅτι εἶναι ὁ κατ' ἐξοχὴν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Συνεπῶς προσέβαλε τὴν πατρώαν θρησκείαν καὶ ἐξομοίωνε τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν Θεόν. Ποῦ νὰ ἐγνώριζαν οἱ ταλαίπωροι ὅτι ἀκριβῶς Αὐτὸς ὁ Θεὸς ποὺ τοὺς μιλοῦσε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, Αὐτὸς ἦτο!
Ἀλλὰ καὶ ἀκόμη διότι ὁ Ἰησοῦς ἐστρέφετο κατὰ τῶν πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν ἀρχῶν, ὅπως τὸν εἶχαν κατηγορήσει οἱ ἄρχοντες, μὲ τὸ νὰ λέγει ὅτι εἶναι βασιλιᾶς.
Καὶ λέγαν οἱ κατήγοροί του: «Ἐκεῖνος ποὺ λέγει ὅτι εἶναι βασιλιᾶς, ἀντιλέγει εἰς τὸν Καίσαρα». Δηλαδὴ ἔρχεται μὲ ἐπαναστατικὴ διάθεση ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Ρώμης, ἀφοῦ βέβαια ἡ Παλαιστίνη ἦτο κάτω ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ κατοχή.

Αὐτὰ ὅλα, τὰ δύο ἐγκλήματα, κατὰ τῆς πατρώας θρησκείας καὶ κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος, ἐθεωρούντο πολύ σημαντικὰ καὶ συνεπῶς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ ζητοῦσε, ἔστω καὶ τὸ νεκρὸ ἀκόμη σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, ἔριπτε τὸν ἑαυτό του σὲ ἕναν κίνδυνο ἄνευ προηγουμένου. Μάλιστα νὰ πάει εἰς τὸν Πιλάτον καὶ νὰ ζητήσει ὁ Ἰωσὴφ καὶ μάλιστα ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἦτο σημαντικῆς θέσεως, ἦτο μέλος τοῦ Συνεδρίου, δηλαδὴ τοῦ ἀνωτάτου δικαστηρίου τῶν Ἑβραίων. Δὲν ἦτο μικρῆς σημασίας αὐτό. Γιὰ νὰ καταλάβομε τί θὰ πεῖ ὅτι ἐτόλμησε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ Ἰωσήφ, νὰ πάει νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Κυρίου.
 
Ἀλλὰ καὶ οἱ γυναῖκες δὲν βρέθηκαν σὲ λιγότερο κίνδυνο, δείχνοντας τὴν συμπάθειά τους πρὸς τὸν Κύριο. Ἀρκεῖ νὰ σᾶς θυμίσω μιὰ φράση τοῦ Ματθαίου, ποὺ λέει ὅτι ὅταν ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς, «ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι». Ἔβλεπαν ἀπὸ μακριά. Κοντὰ εἰς τὸν Σταυρὸν μόνο δύο πρόσωπα πῆγαν. Ἡ Θεοτόκος καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής. Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Οὔτε κἂν ἀπὸ μακριὰ δὲν ἦσαν. Οἱ δὲ γυναῖκες αὐτὲς ἦσαν μακριά. Γιατί; Σᾶς εἶπα. Ἦταν τόλμη νὰ πλησιάσεις κάποιον ποὺ ἤδη ἦταν στὴ δυσμένεια τῶν ἀρχόντων καὶ ἂς ποῦμε, γιὰ μιὰ στιγμή, καὶ τοῦ λαοῦ.
 
Αὐτὲς οἱ γυναῖκες ὅταν ἀπεφάσισαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ μνημεῖον, βεβαίως ἀγνοοῦσαν ὅτι τὸ μνημεῖον ἐφρουρεῖτο ἀπὸ Ρωμαίους στρατιῶτες καὶ εἶχαν πάει πολὺ πρωί, ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὰ μάτια τῶν πολλῶν. Νὰ μὴν τὶς δοῦν. Ἤθελαν, ἀλλὰ ἐφοβοῦντο γιὰ μιὰ στιγμή, νὰ μὴν τὶς δοῦν.
Κάτω, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, ἐπαναλαμβάνω, ἔγραψε ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος τὸ ρῆμα «τολμῶ». Ὅτι ἐτόλμησαν. Αὐτή, ὅμως, ἡ τόλμη εἶναι σπουδαία.
Καὶ συνεπῶς εἶναι ζητητέα. Δηλαδὴ πρέπει νὰ τὴν ἀναζητήσομε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτόν μας.
 
Τί εἶναι ἡ τόλμη; Τόλμη εἶναι τὸ θάρρος, εἶναι ἡ ἀφοβία, εἶναι τὸ ρίψιμο εἰς τὸν κίνδυνον. Καὶ ἂν μὲν ἡ τόλμη εἶναι ἐπὶ ἀγαθῶν πραγμάτων, τότε εἶναι ἀξιοθαύμαστη καὶ ἀξιέπαινη. Ἄν, ὅμως, ἡ τόλμη αὐτὴ εἶναι ἐπὶ κακῶν πραγμάτων, τότε εἶναι ἄμυαλη καὶ συνεπῶς κατακριτέα. Πολὺ θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ προσέξομε καὶ τὶς δύο αὐτὲς θέσεις τῆς τόλμης. Τὴν κακὴν τόλμην καὶ τὴν καλὴν τόλμην. Γιὰ νὰ ἔχομε, ὅμως, μία καλὴ εἰκόνα καὶ ἀπὸ τὶς δυό, ἂς δοῦμε πρῶτα τὴν ἀσύνετη ἐκείνη τόλμη, νὰ τὴν δοῦμε λίγο κοντά, ὅπως τοὐλάχιστον ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς τὴν παρουσιάζει.

Ἄμυαλα τολμηρός, ἄμυαλα τολμηρὸς στάθηκε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα. Ἦτο πραγματικὰ μία ἀνόητη τόλμη, νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ βρεθοῦν εἰς τὴν παράταξη τοῦ σατανᾶ καὶ νὰ τηρήσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ σατανᾶ καὶ ὄχι τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ βέβαια, ἐπειδὴ ἦταν μία τόλμη ἄμυαλη, ἀνόητη, ἐγκληματική, γι' αὐτό καὶ ἐκόστισε πάρα πολὺ εἰς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τοὺς πρωτοπλάστους, μὲ τὶς γνωστὲς συνέπειες, προπαντὸς μὲ τὴν συνέπεια τοῦ θανάτου· καὶ τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ λεγομένου «βιολογικοῦ θανάτου».
Αὐτὴ ἡ τόλμη τους στάθηκε, θὰ λέγαμε, ταυτόσημη μὲ τὴν θρασύτητα, τὴν ἀναίδεια καὶ τὴν προπέτεια. Καὶ μιὰ ἀπερίσκεπτη καὶ ἀλόγιστη τόλμη, λογαριάζεται σὰν μία αὐτοκτονία. Πράγματι οἱ πρωτόπλαστοι σὰν νὰ ἠυτοκτόνησαν. Ἡ «Σοφία Σειρὰχ» μᾶς εἰδοποιεῖ καὶ μᾶς λέγει: «Μετὰ τολμηροῦ μὴ πορεύου ἐν ὁδῷ, ἵνα μὴ βαρήνηται κατά σου. Αὐτὸς γὰρ κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιήσει, καὶ τῇ ἀφροσὺνῃ αὐτοῦ συναπολῇ».
Δηλαδή: «Μὲ ἀπερίσκεπτα ριψοκίνδυνον ἄνθρωπον, μὴν περπατᾶς στὸν δρόμο σου, μὴν πολιτεύεσαι μαζί του· γιὰ νὰ μὴν πέσει πάνω σου τὸ βάρος τῆς ἀλογίστου τόλμης του. Γιατί θὰ κάνει ὅ,τι θέλει καὶ τότε θὰ χαθεὶς μαζὶ μὲ τὴν ἀμυαλοσύνη του καὶ τὴν κακοκεφαλιά του».

Καὶ δυστυχῶς, ἀγαπητοί μου, οἱ τέτοιοι τολμηροὶ ἀνήκουν σὲ κάθε ἐποχή, βέβαια καὶ στὴν ἐποχή μας. Τέτοιον τολμηρὸ τὸν χαρακτηρίζει ὁ τυχοδιωκτισμός.
Αὐτὸν ποὺ κυνηγᾶ τὴν τύχη του. Ζεῖ τυχοδιωκτικά. Βλέπετε, οἱ τύποι αὐτοὶ προτείνουν μεγαλεπήβολα σχέδια, ἐπικίνδυνα σχέδια, πολλὲς φορές, ἰδίως εἰς τὸν χῶρον τῆς οἰκονομίας. Σοῦ ζητοῦν ἀπὸ σένα τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα κινδυνεύεις νὰ χάσεις, γιατί ἔχουν σκοποὺς νὰ φτιάξουν..., νὰ κάνουν..., ἀλλὰ εἶναι ἀπερίσκεπτοι ἄνθρωποι, εἶναι ἄμυαλοι ἄνθρωποι. Δὲν ἔχουν τόλμη ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν σύνεση. Ἔτσι, κυνηγᾶνε τὰ μεγάλα κέρδη.
Ὅταν κυνηγᾶς τὰ μεγάλα κέρδη, δὲν εἶσαι τυχο-διώκτης; Δὲν κυνηγᾶς τὴν τύχη; Ὅταν μάλιστα ξοδεύεις τὰ λεφτά σου ἀπανωτά, γιὰ νὰ παίρνεις λαχεῖα, δὲν εἶσαι... -τί εἶναι τὸ λαχεῖο, τύχη δὲν εἶναι;- δὲν εἶσαι τυχο-διώκτης;
Ἀκόμη, γιὰ νὰ βγάλουν χρήματα οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, δὲν διακινοῦν παράτολμα, ἐννοεῖται πάντοτε, ναρκωτικά; Ζητᾶνε εὔκολα νὰ πλουτίσουν ἀκόμη μὲ κρυμμένους τυχὸν θησαυρούς. Ἔμαθαν ὅτι ἐκεῖ εἶναι θαμμένοι θησαυροί... ,ἐκεῖ δὲ ἀλληλοσκοτώνονται πολλὲς φορές...
 
Ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι τολμηρός, ἀλόγιστα ὅμως, δὲν διστάζει νὰ κάνει καὶ μία κλοπὴ καὶ μία ληστεία. Ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει μυαλό, θὰ ἔκανε ποτὲ μιὰ κλοπὴ ἢ μία ληστεία; Ἀκόμη, θὰ τὸν δεῖτε νὰ εἶναι ἕτοιμος, σὲ μία πρόταση ἀπαγωγῆς, σὲ μία πορνεία καὶ σὲ μιὰ μοιχεία.
Ἄνθρωπε, πῶς μπαίνεις στὸ ξένο σπίτι; Πῶς μπαίνεις μέσα στὴν τιμὴ τὴν οἰκογενειακή του πλησίον σου; Τολμᾶς; Τολμᾶς;
Δὲν καταλαβαίνεις τί συνέπειες μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτό; Ἀλλὰ εἶσαι τολμηρὸς καὶ καυχιέσαι γι'αυτό, ἀλλὰ εἶσαι ἀσύνετα τολμηρός, ἄμυαλος καὶ κακοκέφαλος.
Γι΄αυτό τὰ κίνητρα κυρίως τοῦ τολμηροῦ, ποὺ ἔχει αὐτὴν τὴν κακὴν τόλμην, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐγωπάθεια καὶ ἡ κενοδοξία. Ἔστω κι ἂν καμιὰ φορὰ προβάλλει καὶ κάποιους τυχὸν τυχὸν ἀγαθοὺς σκοπούς.

Αὐτὸς ὁ τολμηρὸς λέγεται «τολμητίας» καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει μία συνετή, τολμηρή, συνετὴ πρωτοβουλία. Μᾶς θυμίζει ἐκεῖνο το τῆς παραβολῆς τοῦ μεγάλου Δείπνου, ποὺ κάποιος -πάνω στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο αὐτό- ποὺ μπῆκε μέσα στοὺς βασιλικοὺς γάμους τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ παρατίθεται, μπῆκε μέσα «μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου», μᾶς λέει ἡ παραβολή. Δὲν εἶχε ἔνδυμα γάμου.
Καὶ πάει ὁ βασιλιᾶς, ὁ πατέρας τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως, τοῦ λέει: «Ἑταῖρε (Φίλε), πῶς εἰσῆλθες ὧδὲ μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;». «Πῶς ἐτόλμησες καὶ μπῆκες ἐδῶ μέσα, μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Καὶ ξέρετε ποιό εἶναι τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου. Ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία. Δηλαδὴ «πῶς τόλμησες», νὰ τὸ ποῦμε μὲ λόγια ἀπὸ τὴν πράξη, «πῶς τόλμησες νὰ κοινωνήσεις; Ἀφοῦ δὲν εἶσαι ἕτοιμος. Πῶς τόλμησες; Εἶσαι τολμητίας».

Εἶναι ἡ κακὴ αὐτή, θὰ λέγαμε, τόλμη. Μάλιστα, λέγει ἐκεῖ στὴν παραβολή: «Ὁ δὲ ἐφιμώθη». «Τὸ βούλωσε». «Ἐφιμώθη». Γιατί; Δὲν εἶχε τίποτα νὰ πεῖ. Κι αὐτὸ δείχνει ἀκριβῶς τὴν ἐπικίνδυνη περιπέτειά του. Νὰ μπεῖ μέσα στὸ δεῖπνο, στὸ βασιλικὸ τραπέζι, χωρὶς νὰ ἔχει τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου. Ἀλλά, ὅπως λέγει πάλι ἡ Σοφία Σειράχ: «Καὶ ψυχὴ τολμηρὰ ἐξαρθήσεται». Δηλαδή: «Θὰ χαθεῖ μία τέτοια ψυχὴ ἡ ὁποία κάνει παράτολμες πράξεις, ἄμυαλες καὶ ἀσύνετες».
Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς θύμιζα ἀκόμη ἀπὸ τὶς παραβολές, δύο παραβολὲς εἶναι τοῦ Κυρίου, τοῦ οἰκοδόμου τοῦ πύργου. «Κάποιος», λέει, «ἄρχισε, ἔβαλε θεμέλια, νὰ κτίσει πύργον ὁλόκληρον». «Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ», «δὲν εἶχε χρήματα νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργον, τὸ ἄφησε μισοτελειωμένο». Τόλμησες; Δὲν κάθισες νὰ λογαριάσεις; «Δὲν κάθισε», λέει, νὰ ψηφίσει τὴν δαπάνην». Νὰ λογαριάσει τὴν δαπάνη. Ποῦ πᾶς, ἄνθρωπε; Τί τολμᾶς; Ἐκεῖνα ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις σου;
Ἢ τοῦ ἐκστρατεύοντος βασιλέως τὴν παραβολὴ· ὁ ὁποῖος ἐκστρατεύει ἐναντίον τοῦ ἄλλου βασιλέως, ἐνῷ δὲν ἔχει δυνάμεις. Ποῦ πᾶς, ἄνθρωπε; Τί πᾶς νὰ κάνεις;
Τί εἶναι, λοιπόν, τόλμη; Αὐτὴ εἶναι ἡ κακή, ποὺ εἴπαμε. Εἶναι ὅμως καὶ ἡ ἀγαθή. Λέγει ὁ Πίνδαρος (ἡ τόλμη λέγεται καὶ «τόλμα»): «Τόλμα καλόν».
 Εἶναι τὸ θάρρος γιὰ καλὲς καὶ γενναῖες πράξεις. Εἶναι τὸ θάρρος ποὺ παίρνει ὁ τολμηρὸς νὰ ἐπιχειρήσει νὰ ὑπομείνει κάτι τὸ φοβερὸ ἢ τὸ δύσκολο. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Ἰωσήφ. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ὁ Νικόδημος. Αὐτὸ ἔκαναν καὶ οἱ γυναῖκες αὐτὲς οἱ Μυροφόρες. Τόλμη ἔδειξαν, ἀλλὰ ἐπὶ ἀγαθοῦ πράγματος. Δὲν ἦσαν ἄμυαλοι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ξεκίνησαν γι’ αὐτήν την ... προσέξτε- κηδεία τοῦ Ἰησοῦ. «Κηδεία» θὰ πεῖ φροντίδα γιὰ τὴν ταφή Του. Κι αὐτὴ ἡ τόλμη, στάθηκε γι’ αὐτούς, αὐτὰ τὰ πρόσωπα ποὺ σήμερα τιμοῦμε στὴν Ἐκκλησία, αἰώνιον μνημόσυνον. Καὶ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν οὐρανόν.
Καὶ ὅτι ἡ τόλμη αὐτή, θὰ λέγαμε, ἡ ὑπέρβαση τοῦ φόβου, ξεπερνᾶς τὸν φόβο σου, δὲν εἶναι μόνον σὲ κάποια ἔκτακτα περιστατικὰ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ εἶναι – προσέξτε αὐτὸ τὸ σημεῖο- ἡ ἀνάληψις τρόπου ζωῆς. Δηλαδὴ νὰ ἀναλάβεις ἕναν τρόπον ζωῆς, ποὺ αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, συγκεκριμένα ὁ χριστιανικὸς τρόπος τῆς ζωῆς εἶναι μία εἰρωνεία ἀβάστακτη, ὅταν οἱ ἄλλοι σὲ εἰρωνεύονται. Εἶναι, ἀκόμη, ἕνας κίνδυνος νὰ γίνεις ἀποσυνάγωγος, ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ.
Ἴσως νὰ μὴν προαχθεὶς στὴ θέση σου, ἴσως νὰ μὴν μπεῖς στοὺς κοινωνικοὺς κύκλους, ἀκόμη νὰ διωχθεῖς, ἀκόμη καὶ νὰ μαρτυρήσεις. Δὲν εἶναι ἀκίνδυνο. Στὴν δύσκολη, ἰδίως, ἐποχή μας, τὸ νὰ εἶσαι Χριστιανός -νὰ εἶσαι ὅμως Χριστιανός- αὐτὸ εἶναι μία τόλμη. Σήμερα, ἕνας νέος καὶ μιὰ νέα, γιὰ νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ μείνουν μέσα στὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν παρθενίαν, τὸ ἀκούσατε; Παρθενίαν, ὄχι γιὰ τὸ κορίτσι μόνο, καὶ γιὰ τὸ ἀγόρι, ἀκούσατε; Εἶναι μία τόλμη! Εἶναι μία μεγάλη τόλμη, ὄχι γιατί θὰ μποροῦσαν οἱ ἄλλοι νὰ κοροϊδεύουν ἀλλὰ γιατί θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντέξουν εἰς τὸν ἰσχυρὸν πειρασμὸν τῆς ἐποχῆς. Διότι ἀναλαμβάνει τὸ βάρος, μὲ τόλμη πάντοτε, αὐτῆς ἀκριβῶς της ἐν παρθενίᾳ, τῆς ἐγκρατοῦς ζωῆς.
 
Γενικότερα θὰ λέγαμε, γιὰ νὰ φέρεις τὸ ὄνομα «Χριστιανὸς» μὲ συνέπεια, χρειάζεται τόλμη. Καὶ γιὰ νὰ γίνεσαι ὁμολογητὴς Χριστοῦ ἀπαιτεῖται τόλμη. Σᾶς θυμίζω ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἱστορία, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κυρίως, τοὺς τρεῖς Παῖδας, ποὺ τόλμησαν νὰ μὴν κάμψουν γόνυ στὴ χρυσῆ εἰκόνα τοῦ Μαρδούχ, τοῦ πολιούχου τῆς Βαβυλῶνος. Καὶ τότε ἐθύμωσε ὁ Ναβουχοδονόσορ, διότι αὐτὸ ἦταν μία τόλμη καὶ τοὺς πέταξε μέσα στὰ ἑπταπλάσια πυρωμένο καμίνι. Δηλαδὴ φοβερὰ πυρωμένο καμίνι. Καὶ ἦλθε ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἔσωσε. Δὲν κάηκαν παρὰ μόνον τὰ σχοινιὰ ποὺ ἦσαν δεμένα τὰ χέρια τους καὶ τὰ πόδια τους. Οὔτε ἡ στολή τους δὲν ἐκάηκε μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸ πυρωμένο καμίνι.

Μόνο, πρέπει νὰ σᾶς πῶ, ὅτι πρὶν ἀπὸ αὐτὸ εἶχαν δείξει μίαν ἄλλην τόλμην. Ἦσαν αἰχμάλωτοι, ἦσαν πανέξυπνοι. Εἶχαν καταλάβει σπουδαῖες θέσεις. Εἶχαν ἐκπαιδευτεῖ μέσα στὰ ἀνάκτορα τοῦ Ναβουχοδονόσορος. Καὶ κατ’ ἐντολή του ἔπρεπε νὰ τρώγουν ἀπὸ τὸ βασιλικὸ τραπέζι. Ὅ,τι ἔτρωγε ὁ βασιλιᾶς, ἔπρεπε νὰ τρώγουν κι αὐτοί. Ναί, ἀλλὰ τὰ παρατιθέμενα κρέατα, πρῶτον ἦσαν εἰδωλόθυτα, θυσιασμένα στὰ εἴδωλα καὶ δεύτερον, ἦσαν καὶ κρέατα ποὺ ἀπηγορεύετο νὰ φαγωθοῦν ἀπὸ τὸν νόμο.
Ὅπως φερειπεὶν τὸ χοιρινὸ κρέας. Καὶ πηγαίνουν καὶ λέγουν στὸν μάγειρα... ὁ ὁποῖος μάγειρας ἤτανε σύμβουλος τοῦ βασιλιᾶ: «Σὲ παρακαλοῦμε δῶσε μας ὄσπρια».
Ἐπὶ μονίμου βάσεως νηστεία. Τὸ ἀκούσατε; «Ἄ, δὲν μπορῶ», λέει, «διότι ἂν ἀδυνατίσετε, τί λόγο θὰ δώσω στὸν βασιλιᾶ;».
«Δοκίμασε δέκα μέρες καὶ ἂν ἀδυνατίσουμε, τότε νὰ μᾶς δώσεις νὰ φᾶμε».
Καί, ἀγαπητοί μου, ὄχι μόνον δὲν ἀδυνάτισαν, ἀλλὰ ἦσαν ἀκμαιότατοι. Καὶ κάτι ἀκόμη. Ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς τῶν ἐξετάσεων, τοὺς ἔδιωξε ὅλους τοὺς ἄλλους ὁ Ναβουχοδονόσορ, διότι ὅταν ἔχεις εὐημερία, τρῶς καὶ πίνεις καλά, τὸ μυαλὸ δὲν εἶναι λεπτό. Γι' αὐτό λέγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι «Γαστέρα παχιά -δηλαδὴ τρῶς, τρῶς, τρῶς...- δὲν ἀπεργάζεται νοῦν λεπτόν».
Τοὺς ἔδιωξε ὅλους καὶ κράτησε αὐτοὺς τοὺς τρεῖς μόνον. Πρίν, λοιπόν, κατέβη ὁ ἄγγελος καὶ τοὺς σώσει μέσα στὸ καμίνι, κι αὐτὸς ὁ ἄγγελος ἦταν ὁ μετέπειτα Ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεὸς Λόγος, καὶ τοὺς ἔσωσε, προηγουμένως εἶχαν τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁμιλοῦσαν γιὰ τὸ θέμα τῶν φαγητῶν, τί ἔπρεπε νὰ τρῶνε.
Ἀκόμα, ὁ Δανιὴλ ἀπετόλμησε νὰ κάνει προσευχὴ ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο τοῦ δωματίου του, κι αὐτό του κόστισε νὰ τὸν ρίξουν στὸν λάκκο τῶν λεόντων. Καὶ τὸν ἔσωσε καὶ ἐκεῖ ὁ Θεός, ἀδρανοποιῶντας τους λέοντας.
Ἀκόμη, σᾶς θυμίζω τὴν Ἐσθήρ. Προκειμένου νὰ ἀποτρέψει ἐκεῖνο τὸ βασιλικὸ διάταγμα τοῦ Ἀρταξέρξου, εἶπε, ὡς βασίλισσα ποὺ ἦτο, ἀλλὰ ἦταν πολὺ περιορισμένες οἱ δικαιοδοσίες τῆς βασιλίσσης, ἐπρότεινε τὴν τιμωρία του Ἀμάν, εἶναι ὁλόκληρη ἱστορία, δὲν σᾶς τὴν λέγω παρὰ μόνον ἕναν ὑπαινιγμὸ κάνω.
Ἀλλὰ σὲ τόλμη ὑπερέβαλε τοὺς πάντας ἡ Ἰουδήθ. Κυκλώθηκε ἡ πόλη της ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους, μὲ στρατηγόν τον Ὁλοφέρνην.
Κατάφερε καὶ μπῆκε μέσα εἰς τὸ στρατόπεδο τῶν ἐχθρῶν τῆς πατρίδος της καὶ τοῦ πῆρε τὸ κεφάλι! Τ’ ἀκοῦτε; Ἡ ἴδια λέγει, στὸ βιβλίο της ἐκεῖ, ἔφυγαν δὲ πανικόβλητοι οἱ Βαβυλώνιοι καὶ γλύτωσαν οἱ Ἑβραῖοι. Καὶ λέγει ἡ ἴδια: «Ἔφριξαν Πέρσαι τὴν τόλμαν αὐτῆς, καὶ Μῆδοι τὸ θράσος αὐτῆς ἐρράχθησαν».
Δηλαδὴ «Ἔφριξαν», λέγει, «οἱ Πέρσες γιὰ τὴν τόλμη της, οἱ δὲ Μῆδοι, αὐτοί», λέγει, συνετρίβησαν ὅταν ἔμαθαν τὸ γεγονός».
Ὁλόκληρος στρατηγός, ποὺ ἀπειλοῦσε τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα, τοῦ πῆρε τὸ κεφάλι στὰ γρήγορα μιὰ γυναῖκα! Τόλμη φοβερή. Μὲ τὴν εὐκαιρία, διαβάστε, σᾶς παρακαλῶ, τὸ βιβλίο «Ἰοὐδὴθ» στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Εἶναι ὡραιότατη ἱστορία.

Θέλετε νὰ συνεχίσομε; Καὶ ὁ Τωβὶτ πέρασε τὰ πάνδεινα γιατί ἔθαψε τοὺς νεκρούς, ποὺ τοὺς τιμωροῦσαν οἱ Ἀσσύριοι καὶ τοὺς πετοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος γιὰ νὰ τοὺς φᾶνε οἱ λύκοι καὶ τὰ κοράκια. Αὐτό του κόστισε. Ἀλλὰ πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Τόλμη ἔδειξαν καὶ τὰ ἑπτὰ παιδιά της Σολομονῆς, οἱ ἑπτὰ Μακκαβαῖοι, προπαντός, ὅμως, ἡ μητέρα τους. Μέχρι τοὺς μάρτυρες ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐκεῖ συναντοῦμε τὴν τόλμη. Ἰδιαίτερα δὲ σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δέχτηκαν τὴν μουσουλμανικὴ περιτομή, ὅπως εἶναι ὁ ἅγιος Γεδεῶν ὁ καθ’ ἡμᾶς, ὅπως εἶναι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος καὶ πῆγαν καὶ εἶπαν: «Ἀρνοῦμαι αὐτὸ τὸ ὁποῖο σεῖς μοῦ κάνατε, τὴν περιτομή, δηλαδή, τὴν μουσουλμανική. Ἐγὼ πιστεύω εἰς τὸν Χριστό μου». Μὲ ἀποτέλεσμα τὸ μαρτύριο.

Ἀγαπητοί μου, ἡ ἐχέφρων τόλμη, ἡ μυαλωμένη τόλμη, εἶναι ἕνα χάρισμα. Εἶναι μιὰ ἀρετή. Ἐκεῖνο ποὺ τὴν ἀτσαλώνει εἶναι ἡ πίστις. Ὅπως λέγει στὴν πρὸς Ἑβραίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Πίστει ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός». Καὶ ὑπαινίσσεται ἐδῶ τοὺς τρεῖς Παῖδας καὶ τὸν Δανιήλ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη στέκεται κίνητρον τῆς τόλμης.
Νὰ πῶ... τί νὰ πῶ; Ὁ Ἰωσήφ, ὁ Νικόδημος, οἱ Μυροφόρες, αὐτές, γυναῖκες, ἀπὸ ἀγάπη ἐπῆγαν νὰ κηδεύσουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν τὸ φᾶνε τὰ κοράκια ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν. Πετοῦσαν τὰ σώματα νὰ τὰ φᾶνε τὰ κοράκια καὶ τὰ ἀγρίμια... Γιατί ἀγαποῦσαν τὸν Κύριον. Καὶ ἐπεχείρησαν αὐτὸ τὸ τόλμημα. Ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς -Δὲν μὲ νοιάζει τί θὰ γίνω ἐγώ. Ἀρκεῖ νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ἀγαπῶ-, πάντα ὑπομένει».
Εἶναι καταπληκτικό! Καὶ ἡ τόλμη δὲν εἶναι μία ἀρετὴ περιστατική. Ἀλλὰ χρειάζεται μιὰ τόλμη στὴν καθημερινότητα. Γιὰ νὰ ἀποδώσεις τὸ δίκαιον θέλει τόλμη. Ὅταν μάλιστα τὸ περιβάλλον σου διαστρεβλώνει τὸ δίκαιον. Γιὰ νὰ ἀποδώσεις τὴν ἀλήθειαν, θέλει τόλμη. Γιατί τὸ περιβάλλον διαστρέφει τὴν ἀλήθειαν. Στὴν ἐποχή μας, μάλιστα, χρειάζεται κάθε στιγμὴ αὐτὴ ἡ τόλμη, γιὰ νὰ ζήσεις ὄντως χριστιανικά, ἀντίθετα εἰς τὸ κοινὸν ρεῦμα.
 
Τόλμη χρειάζεται, ἀκόμη νὰ ἀποκαλύπτεις καὶ τὸ ἀληθινὸν πρόσωπον τῆς ἐποχῆς σου. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ ἐποχή σου. Καὶ ἡ τόλμη, εἴπαμε, εἶναι δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θὲὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ». Μόνον ἡ τόλμη πρέπει νὰ ξεκινᾶ, μὴν τὸ ξεχνοῦμε, ἀπὸ τὴν φρόνησιν, ἀπὸ τὴν πίστη, ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὄχι ἀπὸ τίποτε ἄλλο. Τότε εἶναι ἡ τόλμη ἀρετὴ καὶ ἐπαινετή.
Ἀγαπητοί μου, ὁ Ἰωσὴφ ὁ εὐσχήμων, ὁ Νικόδημος, οἱ Μυροφόρες γυναῖκες, εἶναι τὰ σύμβολα αὐτῆς τῆς ἁγίας τόλμης.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
•    https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_436.mp3



Διαβάστε περισσότερα πατῶντας: Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου