Ἅγιος Νικόδημος: ὁ μυροφόρος καὶ κρυφὸς μαθητὴς τοῦ Κυρίου
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Μιὰ ἀπὸ τὶς πλέον ἐμβληματικὲς καὶ συμπαθεῖς μορφὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὁ κρυφὸς μαθητὴς τοῦ Κυρίου καὶ φροντιστὴς Του κατὰ τὴν ταφή Του, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν ἅγιο Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ἀποκαθήλωσαν, φρόντισαν, μύρωσαν καὶ ἐνταφίασαν τὸ ἄχραντο σῶμα Του.
Ἦταν Ἰουδαῖος καὶ εἶχε εὐγενῆ καὶ πλούσια καταγωγή, καὶ γιὰ τοῦτο ἀναδείχτηκε «ἄρχων τῶν Ἰουδαίων», ἤτοι: λαϊκὸ μέλος τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, τὸ ὁποῖο κυβερνοῦσε καὶ λάμβανε τὶς μεγάλες ἀποφάσεις γιὰ τὸν ἰουδαϊκὸ λαό, ἔχοντας διοικητικές, δικαστικές, νομοθετικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἁρμοδιότητες.
Ἐπίσης αὐτὸ ἀσκοῦσε φορολογικὰ καθήκοντα καὶ νομοθετοῦσε γιὰ θέματα ἀστικοῦ καὶ ποινικοῦ δικαίου. Δίκαζε ὑποθέσεις ἀστικῆς καὶ ποινικῆς φύσεως, ὅπως μοιχεία, ἀποστασία πόλεως, περὶ ψευδοπροφητῶν καὶ βλάσφημων, ὅπως ἐπίσης ἀποφαινόταν ἀμετάκλητα σὲ ζητήματα νομικά, ἐπὶ τῶν ὁποίων διαφωνοῦσαν τὰ τοπικὰ Ἰουδαϊκὰ δικαστήρια (βλ. Ματθ.26,65. Ἰωαν.19,7, κλπ).
Οἱ κατακτητὲς Ρωμαῖοι, γιὰ τοὺς δικούς τους λόγους, διατήρησαν τὴ λειτουργία του, ἀλλὰ εἶχαν τὸν ἔλεγχο σὲ αὐτό, μέσῳ τῶν Σαδδουκαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν συνταυτιστεὶ μὲ αὐτούς.
Ὡς μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου ἀναδεικνύονταν ἄνδρες μὲ εὐγενῆ καὶ ἐπιφανῆ καταγωγή, οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια καὶ μόρφωση.
Φαίνεται πὼς μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ἀνῆλθε στὸ ὑψηλὸ αὐτὸ ἀξίωμα καὶ ὁ Νικόδημος.
Ὡς πρὸς τὴν θρησκευτική του ταυτότητα ἀνῆκε στὴν ὁμάδα τῶν αὐστηρῶν θρησκευόμενων, αὐτὴ τῶν Φαρισαίων.
Μάλιστα ἀναφέρεται ὅτι ἦταν ἐνταγμένος σὲ μιὰ μεγάλη ὁμάδα ἔνθερμων Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι διακατέχονταν ἀπὸ ἐθνικιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ καλλιεργοῦσαν ἔντονα τὴν προσδοκία τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία.
Ἐπίσης ἦταν καὶ διαπρεπὴς νομικός, δηλαδὴ δάσκαλος καὶ ἑρμηνευτὴς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος ὅριζε τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς κανόνες διακυβέρνησης ἀπὸ τὸ Μεγάλο Συνέδριο.
Τὸ ὄνομά του ἦταν συνηθισμένο στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς ἑλληνιστές, δηλαδὴ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν εἶχαν ἑλληνικὴ καταγωγή, ἀλλὰ εἶχαν υἱοθετήσει τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ τὸν ἑλληνικὸ τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος ὅριζε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸν πολιτισμένο καὶ ἐκλεπτυσμένο ἄνθρωπο.
Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι ὁ ἐξελληνισμένος τύπος τοῦ ἑβραϊκοῦ ὀνόματος Νακδαμὸν (Nakdam, Nakdimon).
Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψη εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος, ὡς μορφωμένος ἄνδρας, υἱοθέτησε τὴν ἑλληνικὴ κουλτούρα καὶ ἔλαβε τὸ ἑλληνικὸ ὄνομα Νικόδημος, ποὺ σημαίνει τὴν νίκη τοῦ δήμου, τοῦ λαοῦ.
Τὸν Νικόδημο ἀναφέρει μόνον ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἐξιστορῶντας τὴν μεγάλη ἐπίδραση ποὺ ἄσκησε ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ σὲ κάποιους, δυστυχῶς ἐλάχιστους, Ἰουδαίους ἀξιωματούχους.
Περιγράφει μὲ γλαφυρότητα τὴν πρώτη συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ τὸν βουλευτὴ Νικόδημο, (Ἰωάν.19,39).
Συναντήθηκαν κρυφὰ τὴ νύχτα, ὄχι προφανῶς ἀπὸ φόβο, ἄλλωστε διαφαίνεται ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα ὅτι ἦταν θαρραλέος καὶ ριψοκίνδυνος, ἀλλὰ ἀπὸ συνήθεια, διότι στὴν νυκτερινὴ ἡσυχία εἶναι εὐκολότερη ἡ κατανόηση ὑψηλῶν ἐννοιῶν.
Τὸ ἀνήσυχο καὶ ἐρευνητικὸ πνεῦμα τοῦ Νικοδήμου σαγηνεύτηκε ἀπὸ τὴν πρωτόγνωρη διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία δὲν εἶχε καμιὰ σχέση μὲ τὶς ἀνιαρὲς ραβινικὲς ἑρμηνεῖες τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τυραννικὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους.
Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Μεγάλου Δασκάλου ἄκουσε γιὰ πρώτη φορὰ γιὰ «ἀναγέννηση», ὡς τὸν μόνο δρόμο γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Στὴν ἀρχὴ δὲν κατάλαβε ὁ Νικόδημος καὶ νόμιζε ὅτι μιλοῦσε γιὰ μιὰ νέα σωματικὴ γέννηση, ἀλλὰ στὴ συνέχεια της, ὑψηλῆς σὲ σωτήρια νοήματα, συζήτησης, κατανόησε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση, μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὴν ἀναγεννητικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Νικόδημος δὲν ἐξέφρασε καμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὰ μεγάλα αὐτὰ καὶ σωτήρια διδάγματα τοῦ Ἰησοῦ, παρὰ μόνο ἐξέφρασε τὴν ἔκπληξή του (Ἰωάν.3,9). Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἐνθουσιάστηκε καὶ ἐντάχτηκε στὴν εὐρύτερη ὁμάδα τοῦ Κυρίου.
Ὁ μορφωμένος Νικόδημος ἄκουσε γιὰ πρώτη φορὰ πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ προορισμένοι γιὰ τὴ σωτηρία.
Ὡς φαρισαῖος εἶχε τὴ στρεβλὴ ἀντίληψη ὅτι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι εἶναι οἱ «εὐλογημένοι τοῦ Θεοῦ», ὅτι «ὁ Θεὸς ἀνήκει μόνο στοὺς Ἰουδαίους», ὅτι «μόνον αὐτοὶ προορίζονται νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γίνουν οἱ κυβερνῆτες τοῦ κόσμου», κάτι ποὺ τὸν προβλημάτιζε ἔντονα. Τώρα πιὰ ἄλλαξε γνώμη καὶ εἶδε τὴν πορεία τοῦ κόσμου μὲ ἄλλη προοπτική.
Προφανῶς εἶχε κατανοήσει πληρέστερα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅτι «δεῖ αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀπελθεῖν καὶ πολλὰ παθεῖν ἀπὸ τῶν Πρεσβυτέρων καὶ Ἀρχιερέων καὶ Γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τὴ τρίτη ἡμέρα ἐγερθῆναι» (Μάρκ.8,31) καὶ γιὰ τοῦτο, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, δὲν σκανδαλίστηκε, δὲν ἀπίστησε, δὲν λύγησε μὲ τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ Τὸν ὑπερασπίστηκε στὸ Μεγάλο Συνέδριο, Τοῦ παραστάθηκε, ζήτησε, μέσῳ τοῦ Ἰωσήφ, ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ ἀκήρατο Σῶμα Του, τὸ ἔθαψε μὲ τιμές, ἀναμένοντας προφανῶς καὶ τὴν ἀνάστασή Του.
Τὴν τελευταία ἑορτή της Σκηνοπηγίας, ὅταν οἱ Φαρισαῖοι σχεδίαζαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦ, μὲ στημένες κατηγορίες καὶ χωρὶς ἀπολογία, ὁ Νικόδημος τοὺς ἐπιτίμησε, μὲ σφοδρότητα, λέγοντας πὼς «μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούση παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῶ τί ποιεῖ» (Ἰωαν.7,51).
Ἐπικαλεῖται τὸν νόμο γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἔδινε τὸ δικαίωμα τῆς ἀπολογίας (Δευτ.1,16), ἀλλὰ καὶ ὡς μορφωμένος ἑλληνιστὴς εἶχε κατὰ νοῦν καὶ τὸ ἀρχαιοελληνικό: «μηδενὶ δίκην δικάσης πρὶν ἀμφοὶν μῦθον ἀκούσης».
Ἔτσι ἀπέτρεψε τὴν σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ.
Μετὰ τὴν ὁριστικὴ σύλληψή Του στὸ Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ τὴν προσαγωγή Του νὰ δικαστεῖ ἐνώπιον τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου τὴ δραματικὴ ἐκείνη νύχτα, ὁ Νικόδημος ἔδειξε καταπληκτικὸ θάρρος, ὑπερασπιζόμενος τὸν Ἰησοῦ, ἀψηφῶντας τὴν φοβερὴ ἐχθρότητα τῶν συνέδρων.
Τόσον ὁ ἴδιος ὅσον καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὡς νομομαθείς, παρενέβαλαν προσκόμματα στὴν ἐκ τῶν προτέρων ληφθεῖσα ἀπόφαση τοῦ Συνεδρίου, γιὰ τὴν ἄδικη καταδίκη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ οἱ πονηροὶ σύνεδροι, μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸν Ἀρχιερέα Καϊάφα καὶ τὶς ψευδομαρτυρίες τῶν δύο ψευδομαρτύρων, ἀπέσπασαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τὴν ὁμολογία, ποὺ ζητοῦσαν, ὅτι δηλαδὴ «ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν» (Ἰωάν.19,7), μὲ τὸ «σὺ εἶπας» (Μάτθ.26,64).
Σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο: «ἐπὶ δυσὶ μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ρῆμα ... (καὶ) ἐπὶ δυσὶ μάρτυσιν ἡ ἐπὶ τρισὶν μάρτυσιν ἀποθανεῖται ὁ ἀποθνήσκων» (Δευτ.17,7 -8), σὲ αὐτὴ τὴ διάταξη στήριξαν τὴν κατηγορία.
Ὁ Χριστὸς τελικὰ χαρακτηρίστηκε «ἔνοχος θανάτου» καὶ παραδόθηκε στοὺς Ρωμαίους νὰ ἐπικυρώσουν τὴν ἀπόφασή τους, «ἵνα σταυρωθεῖ». Οἱ μαθητές, ἐκτὸς τοῦ Ἰωάννη Τὸν ἐγκατέλειψαν «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰωάν,20,19).
Τοῦ παραστάθηκε ἡ Θεοτόκος Μητέρα Του καὶ οἱ Ἅγιες Μυροφόρες. Μετὰ τὸ «τετέλεσται», ἔπρεπε νὰ κατεβοῦν τὰ σώματα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν δύο ληστῶν ἀπὸ τοὺς σταυρούς, διότι δὲν ἐπιτρέπονταν νὰ παραμένουν στὴ θέα τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἑόρταζαν τὸ Πάσχα.
Τότε οἱ δύο ἄρχοντες, ὁ Νικόδημος καὶ ὁ Ἰωσήφ, ἀποφάσισαν νὰ ἀναλάβουν τὴν ἀποκαθήλωση καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Διδασκάλου. «...ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου» (Μάρκ.15,43-46).
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συμπληρώνοντας τὴν ἀφήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Μάρκου, ἀναφέρει ὅτι ὁ Νικόδημος «φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν, ἔλαβον οὗν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ἰωάν.19,39-40).
Τόσο τὰ ἱερὰ κείμενα, ὅσο καὶ ἡ ἀρχέγονη χριστιανικὴ παράδοση σιωπᾶ γιὰ τὴν κατοπινὴ ζωὴ καὶ δράση τοῦ Νικοδήμου.
Κάποια μεταγενέστερη παράδοση ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι, ἐξ αἰτίας τῆς προσήλωσής του στὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν ἐνέργειά του νὰ ἀποδώσει τιμὲς στὴν ταφή Του, τὸν καθαίρεσαν ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του καὶ τὸν ἐξόρισαν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
Προφανῶς ἔζησε ὡς πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ἂν ἔλαβε κάποιο ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα.
Στὸ ὄνομά του ἐμφανίστηκε τὸν β΄ αἰῶνα, ἕνα ἀπόκρυφο «εὐαγγέλιο», τὸ λεγόμενο «Εὐαγγέλιο τοῦ Νικοδήμου», τὸ ὁποῖο βεβαίως ἀνήκει σὲ ἄλλο ἄγνωστο συγγραφέα καὶ περιγράφει, μὲ τρόπο ἁπλοϊκό, σκηνὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ κύρια τὴν κάθοδό Του στὸν Ἅδη.
Κάποια ἄλλη ἀρχαία παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο. Κατ’ ἄλλους κοιμήθηκε εἰρηνικὰ σὲ βαθὺ γῆρας καὶ ἐνταφιάστηκε ἀπὸ τὸν γνωστὸ καὶ ἀνεκτικὸ πρὸς τοὺς χριστιανοὺς ραβίνο Γαμαλιήλ, κοντὰ στὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο στὴν κώμη Καφαργάμαλα.
Ἡ μνήμη του, μαζὶ μὲ αὐτὴ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ τῶν ἁγίων Μυροφόρων Γυναικῶν τιμᾶται τὴν Γ΄ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα.
Ἡ ἁγία καὶ ἡρωικὴ μορφὴ τοῦ Μυροφόρου Νικοδήμου πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέει στερεὰ πίστη στὸ Σωτῆρα μας Χριστὸ καὶ νὰ μᾶς δίνει ἡρωικὸ φρόνημα, μὲ ἀταλάντευτο ὁμολογητικὸ χαρακτῆρα, ὅπως ἐκείνου, διότι «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς Πνεῦμα δείλίας, ἀλλὰ δὺνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ», ὥστε νὰ μὴν ἐπαισχυνόμαστε «τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν» (Β΄Τιμ.1,7)!
Ἡ τραγικὴ ἐσχατολογικὴ καὶ ἀποκαλυπτικὴ ἐποχή μας ἀπαιτεῖ ἡρωικὴ δημόσια καὶ στεντόρεια ὁμολογία, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικός μας σωτῆρας, καὶ κανένας ἄλλος, καθότι, «οὐκ ἔστιν ἐν ἂλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ.4,12)!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου