Ἅγιος Μαρτίνος Πάπας Ρώμης ὁ Ὁμολογητής
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Τὸ παλαίφατο καὶ σεβάσμιο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης, πρὶν καταληφτεὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Φράγκους (1009) καὶ ἀποσχιστεῖ ἀπὸ τὴν Μία καὶ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία (1054), ἔχει νὰ ἐπιδείξει μιὰ πλειάδα ἁγίων παπῶν, ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ὑπῆρξε γιὰ αἰῶνες ὁ θεματοφύλακας τῆς σώζουσας ἀλήθειας.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἁγίους πᾶπες ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Μαρτίνος Ἐπίσκοπος Ρώμης ὁ θαυματουργός, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὴ ζωή του γιὰ τὴν σώζουσα ὀρθόδοξη πίστη.
Γεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰῶνα, στὴν πόλη Τόδι Ὀμβρικής, τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας καὶ ἔζησε στὴν ἐποχὴ ποὺ βασίλευε ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος (610-641), ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶναι γνωστὸ ὑποστήριζε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Ἔζησε ἐπίσης στὰ χρόνια τοῦ Κώνστα Β΄ (641-668), ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ τῶν προκατόχων του καὶ μάλιστα ἔγειρε διωγμὸ κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ Κώνστας μάλιστα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Σεργίου, εὐνοούμενο τοῦ Ἡράκλειου, ἀνέβασε στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη Παῦλο Β΄ (641-653), θερμὸ ὑπέρμαχο τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Ἡ αἵρεση αὐτὴ ἦταν ἡ φυσικὴ μετεξέλιξη τῆς φοβερῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἡ ὁποία δὲν δεχόταν τὶς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, διδάσκοντας ὅτι εἶχε μόνο μία θέληση, τὴν θεία. Ταυτόχρονα ὑπῆρχε καὶ ἄλλη αἵρεση ὁ Μονοενεργητισμός, ὁ ὁποῖος δίδασκε πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε μόνο μιὰ ἐνέργεια, τὴ θεία.
Καὶ οἱ δύο αὐτὲς αἱρέσεις εἶχαν σοβαρότατες ἐπιπτώσεις στὴν περὶ σωτηρίας διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἀρνοῦνταν τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶχε ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὴ θεία. Ἀλλά, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, δὲν ἐπιτέλεσε τὴ σωτηρία. Ὅτι ἡ σωτηρία μας παραμένει ἕνα θεωρητικὸ σχῆμα, ὅπως θεωρητικὴ εἶναι καὶ ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸ Χριστό.
Δὲ γνωρίζουμε πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν νεανική του ἡλικία. Προφανῶς ἀνῆκε σὲ ἐπιφανῆ οἰκογένεια καὶ μᾶλλον ἔλαβε σοβαρὴ μόρφωση. Ἐπρόκειτο γιὰ πιστὸ καὶ συνετὸ ἄνδρα, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη ἔφτασε ὡς τὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Ρώμης ἡ ὁποία τὸν ὅρισε ἀποκρισάριο (ἀπεσταλμένο) τοῦ πάπα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔζησε ἀπὸ κοντὰ τὰ προβλήματα ποὺ δημιούργησε στὴν Ἐκκλησία ἡ νέα αἵρεση. Ὁ Μαρτίνος ἦταν Ὀρθόδοξος καὶ ἀντιτάχτηκε ἐξ’ ἀρχῆς κατὰ τῆς αἵρεσης τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 649 ἐκλέχτηκε Ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ ἔθεσε ὡς πρώτη προτεραιότητά του τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ἀπέστειλε ἐπιστολὴ στὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη Παῦλο, προσπαθῶντας, μὲ συμβουλὲς ἀγάπης, νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν Ὀρθοδοξία. Ἔστειλε ἐπίσης καὶ μιὰ πλειάδα μορφωμένων Ρωμαίων κληρικῶν, εἰδικῶν στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων, στὴ Βασιλεύουσα, προκειμένου νὰ διαφωτίσουν τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαό, γιὰ τὴν πλάνη τῆς αἱρέσεως καὶ τὶς φοβερὲς συνέπειές της γιὰ τὴ σωτηρία.
Μάταια ὅμως. Ἡ αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ εἶχε τὴν στήριξη τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας. Ὁ Πατριάρχης Παῦλος, ὄχι μόνο δὲν μεταστράφηκε, ἀλλὰ στράφηκε ἐναντίον τῶν ἀπεσταλμένων του Μαρτίνου. Ἀπευθύνθηκε στὸν αὐτοκράτορα καὶ ζήτησε τὴν τιμωρία τους. Τοὺς συνέλαβαν, τοὺς βασάνισαν ἀλύπητα καὶ τοὺς ἔστειλαν ἐξορία σὲ διάφορα νησιά.
Ὁ Μαρτίνος, μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση συγκάλεσε Σύνοδο στὴ Ρώμη, τὴν λεγόμενη Α΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (649), στὴν ὁποία πῆραν μέρος 105 Ἐπίσκοποι ἀπὸ τὴν Ἰταλία, τὴ Σικελία καὶ τὴν Ἀφρικὴ καὶ ἡ ὁποία καταδίκασε τὴν αἵρεση του Μονοθελητισμοῦ καὶ καθαίρεσε τοὺς Πατριάρχες Σέργιο καὶ Παῦλο. Κατόπιν ἔστειλε τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ αὐτοκράτορας Κώνστας ὀργίστηκε ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Μαρτίνου καὶ γι’ αὐτὸ θέλησε νὰ τοῦ κλείσει τὸ στόμα. Ἔστειλε ἄνδρες στὴ Ρώμη, μὲ ἐπί κεφαλῆς στρατιωτικὸ διοικητή, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν πᾶνε δεμένο στὴ Κωνσταντινούπολη.
Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης πληροφορούμενοι τὴν ἄφιξη τοῦ ἀποσπάσματος, κύκλωσαν τὸ Πατριαρχεῖο, περιφρουρῶντας τὸν Ἐπίσκοπό τους.
Διαμήνυσαν στοὺς ἄνδρες τοῦ ἀποσπάσματος, πὼς θὰ χυνόταν αἷμα ἂν τολμοῦσαν νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ βάλουν χέρι στὸν Μαρτίνο. Ἐκεῖνοι φοβήθηκαν, ὅτι θὰ προκαλοῦνταν στάση στὴ Ρώμη καὶ γι’ αὐτὸ ἔφυγαν ἄπρακτοι γιὰ τὴν Βασιλεύουσα.
Ὁ Κώνστας καὶ οἱ ἄλλοι παλατιανοὶ περίμεναν νὰ βροῦν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία νὰ τὸν συλλάβουν, χωρὶς νὰ προκληθεῖ ἀναστάτωση καὶ στάση τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ Μαρτίνος εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ καὶ εἶχε πέσει στὸ κρεβάτι. Ἔστειλαν τότε τὸν στρατιωτικὸ Θεόδωρο, μὲ τὴν ἀκολουθία του στὴ Ρώμη. Εἰσῆλθαν μὲ δόλο στὸ ἐπισκοπεῖο, ὅπου τὸν ἀπήγαγαν μαζί, μὲ τὸ κρεβάτι του καὶ τὸν φυγάδευσαν κρυφὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη.
Μαζὶ του συνέλαβαν καὶ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, θερμὸ ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ σφοδρὸ πολέμιο τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε καταφύγει, διωκόμενος στὴ Ρώμη.
Τοὺς ὁδήγησαν ἀρχικὰ στὴ Νάξο καὶ κατόπιν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας σκόπευε νὰ τὸν θανατώσει, ἀλλὰ μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Πατριάρχη Παύλου ἐπετράπη ἡ θανάτωσή του καὶ ἀποφασίστηκε νὰ ἐξορισθεῖ. Μετὰ ἀπὸ ἀπειλές, ἐξευτελισμοὺς καὶ φυλακίσεις, τὸν ἔστειλε τὸν Μαρτίνο ἐξορία στὴ Χερσῶνα της Κριμαίας.
Ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες του καὶ τὴν πίκρα του κοιμήθηκε στὶς 16 Σεπτεμβρίου τοῦ 655. Ποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης γιὰ ἕξι χρόνια καὶ ὑπερασπίστηκε μὲ πάθος καὶ σθένος τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Γιὰ τὴν προσήλωσή του στὴν Ὀρθοδοξία ἔδωσε τὴ ζωή του. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ἀγωνιζόμενο στὶς ἐπάλξεις.
Μαζί του στὴν Χερσῶνα εἶχαν ἐξορισθεῖ καὶ ἄλλοι δύο Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι καὶ αὐτοὶ πέθαναν ἐκεῖ ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες.
Ἀργότερα, οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης ἀναζήτησαν τὰ τίμια λείψανα τοῦ ἁγίου Μαρτίνου καὶ τὰ μετέφεραν στὴ Ρώμη, τὰ ὁποῖα ἐπιτελοῦσαν ἄπειρα θαύματα, προσδίνοντάς του τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ θαυματουργοῦ. Ἀνακηρύχτηκε ἅγιος καὶ ὁμολογητής. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 13 Ἀπριλίου.
Ἡ διαφύλαξη τῆς σώζουσας πίστης τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξε ἔργο τιτάνιο τῶν ὁμολογητῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἔφτασε ὡς ἐμᾶς μέσῳ ἀπίστευτων ταλαιπωριῶν τῶν Πατέρων. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Μαρτίνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου