Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω. Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω
(Ματθ. 25, 31-46)
Στὸ εὐαγγέλιο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ περὶ εὐσπλαχνίας καὶ περὶ εὐποιίας


Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης

Τὴν περασμένη Κυριακὴ ἡ Ἐκκλησία μνημόνευε τὴν ἀπερίγραπτη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ποὺ παρουσιάζεται μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ σεσωσμένου Ἀσώτου. ΄Τὴν σημερινὴ Κυριακὴ διδάσκει περὶ τῆς μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιῶντας μία καλὴ τάξη καὶ ἀκολουθῶντας τὶς προφητικὲς φωνὲς· διότι, λέγει ὁ Ψαλμωδός: «Ἔλεος καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι, Κύριε (Τὴν εὐσπλαχνία Σου καὶ τὴν δικαιοκρισία Σου θὰ ὑμνολογήσω πρὸς δόξαν Σου, Κύριε)» (Ψαλμ.100,1)  καί: «Ἃπαξ ἐλάλησεν ὁ Θεός, δύο ταῦτα ἤκουσα, ὅτι τὸ κράτος τοῦ Θεοῦ, καὶ σοῦ, Κύριε, τὸ ἔλεος, ὅτι σὺ ἀποδώσεις ἑκὰστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ.
(Ἅπαξ διὰ παντὸς διακήρυξε καὶ ἀποκάλυψε διὰ τῶν προφητῶν Του τὴν ἀλήθεια ὁ Θεός, καὶ ἐγὼ ἄκουσα τὶς δύο αὐτὲς ἀλήθειες· ὅτι ἡ ἰσχὺς ἡ κραταιὰ καὶ ἀκατάβλητη εἶναι τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοδύναμου καὶ ὅτι ἀπὸ Ἐσένα πηγάζει, Κύριε, τὸ ἔλεος, καθὼς εἶσαι πολυεύσπλαχνος· διότι Ἐσύ, Κύριε, θὰ ἀποδώσεις στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του: θὰ τιμωρήσεις γιὰ τὶς ἀδικίες του τὸν ἔνοχο καὶ θὰ ἀμείψεις τὸν ἀγαθὸ γιὰ τὰ καλά του ἔργα)» (Ψαλμ.61,11).

Τὸ ἔλεος, λοιπόν, καὶ ἡ μακροθυμία προηγεῖται τῆς Θείας κρίσεως. Πραγματικὰ ὁ Θεός, ἔχοντας καὶ περιέχοντας κατ' ἐξοχὴν ὅλες τὶς ἀρετές, καὶ ὄντας συγχρόνως δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ἐπειδὴ τὸ ἔλεος δὲν συμβαδίζει μὲ τὴν κρίση, σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένο, «νὰ μὴ εὐσπλαγχνισθῇς πτωχὸ κατὰ τὴν κρίσι», εὔλογα ὁ Θεὸς κατένειμε τὸ καθένα στὸν καιρό του· τὸν παρόντα καιρὸ τὸν ὅρισε γιὰ τὴν μακροθυμία, τὸν μέλλοντα γιὰ τὴν ἀνταπόδοση.
Γι’ αὐτὸ τὰ τελούμενα στὴν Ἐκκλησία ἡ Θεία Χάρις διέθεσε κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμενοι τοῦτο, ὅτι τὴν συγνώμη γιὰ τὰ ἁμαρτήματα λαμβάνουμε ἀπὸ ὅσα συμβαίνουν ἐδῶ, στὴν παροῦσα ζωή, νὰ σπεύσουμε, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη στὸν παρόντα βίο, νὰ ἐπιτύχουμε τὸ αἰώνιο ἔλεος καὶ νὰ καταστήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀξίους τῆς Θείας φιλανθρωπίας· διότι ἐκείνη ἡ κρίση, ἡ τελευταία, εἶναι ἀνελέητη γι’ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔδειξε ἔλεος.
 
Περὶ τῆς ἀπερίγραπτης, λοιπόν, γιά μας, εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ ὁμιλήσαμε τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα (παραβολή τοῦ Ἀσώτου).
Σήμερα ὅμως θὰ μιλήσουμε περὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ περὶ τῆς φρικωδεστάτης κρίσεως καὶ περὶ ὅσων θὰ συμβοῦν κατ’ αὐτὴν μὲ τρόπο ἀπόρρητο- πράγματα ποὺ «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε» (Α΄Κορ.2,9) καὶ ποὺ δὲν ἀνέβηκαν στὴν σκέψη ἀνθρώπου, ἂν αὐτὴ εἶναι ἀμέτοχη Θείου Πνεύματος, ποὺ ὑπερβαίνουν ὄχι μόνο τὴν ἀνθρωπίνη αἴσθηση, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ λόγο.
Διότι, ἂν καὶ Αὐτὸς ποὺ μᾶς διδάσκει γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα καὶ πρόκειται νὰ κρίνει ὅλη τὴν γῆ, ἀλλὰ συγκαταβαίνει πρὸς τὴν δυναμικότητα τῶν διδασκομένων, προσφέροντας τοὺς λόγους συμμέτρους πρὸς αὐτήν.
Γι’ αὐτὸ εἰσάγονται ἀστραπὴ καὶ νεφέλες, σάλπιγγα καὶ θρόνος καὶ τὰ ὅμοια μὲ αὐτά, ἂν καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία Του περιμένουμε καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴ γῆ, ἀφοῦ τὰ παρόντα θὰ παρέλθουν (βλ. Β΄Πέτρ.3,13: «Καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ.
(Ἐμείς ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, περιμένουμε καινούριους οὐρανοὺς καὶ καινούρια γῆ, ὅπου θὰ κατοικεῖ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἁγιότητα)»).
 
Ἂν δὲ αὐτὰ καὶ μόνο λεγόμενα, μάλιστα δὲ λεγόμενα μὲ τρόπο συγκαταβατικό, γεμίζουν τὴν ψυχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν μὲ φρίκη καὶ δέος, ποιός θὰ βαστάσει τότε ποὺ θὰ τελοῦνται τὰ ἴδια τὰ πράγματα; Πόσο ἄξιοι πρέπει νὰ εἴμαστε στὰ ἅγια σπουδάσματα καὶ στὴν εὐσέβεια, ὅταν προσδοκοῦμε τὴν παρουσία τῆς ἡμέρας τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία, ὅπως λέγει ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος Πέτρος, «οὐρανοὶ πυρούμενοι λυθήσονται καὶ στοιχεῖα καυσούμενα τήκεται (οἱ οὐρανοὶ θὰ κοκκινίσουν καὶ θὰ διαλυθοῦν ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὰ οὐράνια σώματα θὰ κατακαοῦν καὶ θὰ λιώσουν)» (Β΄Πέτρ. 3,12] ἐνῷ «γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται (ἡ γῆ καὶ ὅλα τὰ ἔργα ποὺ ἔγιναν πάνω σ’ αὐτὴν θὰ κατακαοῦν)» (Β΄Πέτρ.3,10).

Πρὶν δὲ ἀπὸ αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ σκληρὴ παρουσία καὶ ἐπήρεια τοῦ Ἀντιχρίστου κατὰ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία παρουσία καὶ ἐπήρεια, ἂν δὲν κολοβωνόταν ἔχοντας ἐπιτραπεῖ γιὰ λίγο χρόνο, δὲν θὰ σωζόταν κανένας ἄνθρωπος, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὰ εὐαγγέλια (Ματθ. 24,22: «Καὶ εἰ μὴ ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σὰρξ· διὰ δὲ τὸὺς ἐκλεκτοὺς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι.
(Κι ἂν ὁ Θεὸς δὲν λιγόστευε τὸν ἀριθμὸ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, δὲν θὰ σωζόταν κανεὶς ἄνθρωπος. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς ὁ Θεὸς θὰ λιγοστέψει τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, προνοῶντας νὰ μὴν ταλαιπωρηθοῦν αὐτοὶ πολὺ)»· πρβ. καὶ Μάρκ.13,20: «Καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σὰρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς οὓς ἐξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας»).
Γι’ αὐτὸ παραγγέλλει στοὺς μαθητάς Του: «Ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου (Νὰ εἶστε λοιπὸν ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοὶ˙ νὰ προσεύχεστε κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ καὶ νὰ παρακαλεῖτε τὸν Θεὸ νὰ σᾶς δώσει χάρη καὶ δύναμη, ὥστε νὰ γίνετε ἄξιοι νὰ ξεφύγετε ἀπὸ ὅλα ὅσα πρόκειται νὰ γίνουν, χωρὶς νὰ βλαβεῖτε ψυχικῶς˙ καὶ νὰ σταθεῖτε ἄφοβοι καὶ μὲ θάρρος μπροστὰ στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου)» (Λουκᾶ 21,36).

Βέβαια ὅλα ἐκεῖνα εἶναι γεμᾶτα ὑπερβολικὴ φρίκη, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ δαπανοῦν τὸν βίο τους σὲ ἀπιστία καὶ ἀδικία καὶ ραθυμία ἀπειλοῦνται ἀκόμη δεινότερα ἀπὸ αὐτά, καθὼς λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος: «Τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς (Τότε θὰ θρηνήσουν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς ποὺ δὲν πίστεψαν)» (Ματθ.24,30).
Καὶ «φυλαὶ τῆς γῆς» εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν πειθάρχησαν σὲ Αὐτὸν ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουν καὶ δὲν ἐπικαλοῦνται τὸν οὐράνιο Πατέρα, οὔτε ἀνεβάζουν πρὸς Αὐτὸν τὸ γένος μὲ τὴν ὁμοιότητα τῶν ἔργων.
Λέγει πάλι ὅτι ἡ ἡμέρα ἐκείνη «ὡς παγὶς γὰρ ἐπελεύσεται ἐπὶ πάντας τοὺς καθημένους ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς (θὰ ἔλθει σὰν παγίδα, ποὺ θὰ συλλάβει ἀμέριμνους ἐπάνω στὰ πονηρά τους ἔργα τοὺς κακοὺς καὶ ἄπιστους, ὅλους ὅσους κάθονται ξένοιαστοι καὶ ἀσυλλόγιστοι πάνω σὲ ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς)» (Λουκ. 21,35· πρβ. καὶ Ἠσ. 24,17: «Φόβος καὶ βόθυνος καὶ παγὶς ἐφ᾿ ὑμᾶς τοὺς ἐνοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς.
(Κακὰ ποὺ ἐμπνέουν φόβο καὶ λάκκος βαθὺς καὶ ὀλέθριος καὶ παγίδα θανατηφόρα θὰ ὑπάρχει γιά σας, οἱ ὁποῖοι κατοικεῖτε στὴ γῆ)»)· δηλαδὴ σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ τὴν κραιπάλη καὶ μέθη, μὲ τὶς τρυφὲς καὶ τὶς βιοτικὲς μέριμνες εἶναι προσηλωμένοι στὴν γῆ καὶ στὰ γήινα καὶ ἔχουν προσκολληθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὰ φαινόμενα, κατὰ τὴν αἴσθηση, λαμπρά, στὸν πλοῦτο, στὴν δόξα καὶ στὴν ἡδονή.
Πραγματικὰ μὲ τὴν λέξη «πρόσωπον τῆς γῆς» ὑπαινίχθηκε τὸν φαινομενικὰ χαρωπὸ χαρακτῆρα της, ἐνῷ μὲ τὴν λέξη «κάθονται» ὑπονοεῖ τὴν ἐπιμονὴ καὶ ἐνδόμυχη προσήλωση.
Μὲ τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς συνάπτει πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς αὐτοὺς ποὺ ἁμάρτησαν ἀμετανόητα ἕως τὸ τέλος, ὅπως προεῖπε καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὅτι «κατακαυθήσονται οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἅμα, καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων (θὰ κατακαοῦν οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅλοι μαζὶ ταυτόχρονα καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει κανεὶς γιὰ νὰ σβήσει τὴν φωτιὰ καὶ νὰ τοὺς σώσει)» (Ἠσ. 1,31).
«Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
(Ἡ συμπεριφορά τους καὶ τὰ φρονήματά τους εἶναι τελείως ἀντίθετα μὲ τὰ δικά μας· διότι ἡ δική μας πατρίδα καὶ πολιτεία καὶ τὰ δικά μας πολιτικὰ δικαιώματα εἶναι στοὺς οὐρανούς, ἀπ’ ὅπου μὲ πολὺ πόθο περιμένουμε καὶ τὸν Σωτῆρα μας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό)» (Φιλιπ.3,20), λέγει ὁ ἀπόστολος· καὶ ἐσεῖς «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ (δὲν εἶστε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο)» (Ἰω.15,19), ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητάς Του ὁ Κύριος, πρὸς τοὺς ὁποίους πάλι λέγει ὅτι «ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν (ὅταν ἀρχίσουν νὰ γίνονται αὐτά, ἐσεῖς, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου, μὴ φοβηθεῖτε, ἀλλὰ πεταχθεῖτε ἐπάνω γεμᾶτοι ἐλπίδα˙ σηκῶστε τὰ κεφάλια σας ψηλά, ποὺ ἕως τότε θὰ εἶναι σκυμμένα ἐξ αἰτίας τῶν θλίψεων ποὺ θὰ σᾶς ἔχουν βρεῖ. Ἀναθαρρῆστε, διότι πλησιάζει ἡ ἀπολύτρωσή σας καὶ ἡ τέλεια ἀπαλλαγή σας ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς ζωῆς αὐτῆς)»  (Λουκά 21,28).
 
Βλέπετε ὅτι οἱ ζῶντες κατὰ τὸν Χριστὸ γεμίζουν ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ παρρησία γιὰ τὰ συμβαίνοντα εὐθὺς ἔπειτα ἀπὸ ἐκεῖνα, ἐνῷ οἱ ζῶντες κατὰ τὴν σάρκα εἶναι γεμᾶτοι αἰσχύνη καὶ ὀδύνη καὶ κατήφεια;
Καθὼς φωνάζει καὶ ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ, τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζῶὴν αἰώνιον, τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ, θὺμὸς καὶ ὀργή· θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψὺχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν (ὁ Ὁποῖος -Θεός- θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του˙ σὲ ἐκείνους ποὺ μὲ ὑπομονὴ ἐργάζονται κάθε καλὸ ἔργο καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ δόξα καὶ τιμὴ καὶ ἀφθαρσία, θὰ ἀποδώσει ζωὴ αἰώνια˙ σε ἐκείνους ὅμως ποὺ εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ πνεῦμα φατριαστικὸ καὶ ἀπειθοῦν στὴν ἀλήθεια, ἐνῷ πείθονται στὴν ἀδικία καὶ δὲν τὴν ἀποφεύγουν, θὰ πέσει θυμὸς καὶ ὀργὴ πάνω τους.
Ναί. Θλίψη καὶ στενοχώρια θὰ πέσει πάνω σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐπιμένει νὰ ἐργάζεται τὸ κακό)» (Ρωμ.2,6-9).

Πραγματικὰ παλαιὰ ἐπὶ τοῦ Νῶε, ὅταν αὐξήθηκε ἡ ἁμαρτία καὶ ἐπικράτησε σὲ ὅλο σχεδὸν τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἦλθε ἀπὸ τὸν Θεὸ κατακλυσμός, ποὺ κατέστρεψε κάθε πνοή, ἐνῷ μόνο ὁ δίκαιος αὐτὸς μὲ τὴν οἰκογένειά του διαφυλάχθηκε γιὰ χάρη τῆς γενέσεως ἑνὸς δευτέρου κόσμου.
Πάλι δὲ ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ὁ Θεὸς τὴν κακία ποὺ αὐξήθηκε περιέκοπτε μερικῶς, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὅταν ἀποτέφρωσε μὲ πῦρ τους Σοδομίτες, κατεπόντισε στὴν θάλασσα τοὺς Φαραωνίτες, τὸ δὲ ἀδίστακτο γένος τῶν Ἰουδαίων ἀποδεκάτισε μὲ πεῖνα καὶ διχόνοια, μὲ νόσους καὶ πικρὲς ποινές.

Ὁ κοινός, ὅμως, Ἰατρός, ποὺ χρησιμοποίησε χάριν τοῦ γένους μας τὰ αὐστηρὰ φάρμακα καὶ ἰατρεύματα, δὲν παρέλειψε ἐκεῖνα ποὺ εἶναι εὐάρεστα καὶ ὠφελοῦν μὲ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ ἀνύψωσε πατέρες, ἀνέδειξε προφῆτες, τέλεσε σημεῖα, ἔδωσε τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἔστειλε ἀγγέλους.
Ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὰ ἦσαν ἀνίσχυρα γιὰ τὴν ἀσυγκράτητη ὁρμὴ τῆς κακίας μας, κατῆλθε στὴ γῆ κλίνοντας πρὸς τὰ κάτω τοὺς οὐρανοὺς ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ μεγάλο ἰατρικὸ ποὺ καταπαύει τὶς βαριὲς ἁμαρτίες· καὶ ἀφοῦ ἔγινε γιὰ μᾶς τὰ πάντα, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, κατήργησε τὴν ἁμαρτία στὸν ἑαυτό Του· ἔπειτα ἐνίσχυσε κι ἐμᾶς, ὥστε νὰ ἀμβλύνει τὸ κεντρὶ ἐκείνης, καὶ παραδειγμάτισε στὸν σταυρὸ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ συνεργοὺς αὐτῆς, καταργῶντας διὰ τοῦ θανάτου τον ἔχοντα τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου (Ἐβρ.2,14: «Ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργὴσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον.
 (Ἐπειδή, λοιπόν, τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄνθρωποι καὶ ἔχουν συμμετάσχει ὅλα στὴν αὐθεντικὴ καὶ φθαρτὴ ἀνθρώπινη φύση, γι’ αὐτὸ καὶ Αὐτὸς παρόμοια μετέσχε στὴν ἴδια ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀληθινὰ ἔγινε ἄνθρωπος˙ γιὰ νὰ καταστήσει μὲ τὸν θάνατό Του ἀνίσχυρο ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου, δηλαδὴ τὸν διάβολο)»).
Καί, ἀφοῦ ὅπως στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε κατέκλυσε μὲ ὕδωρ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἔτσι ὕστερα κατέκλυσε τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς δικαιοσύνης καὶ χάριτός Του, ἀνέστησε τὸν ἑαυτό Του ἀθάνατο, σὰν σπέρμα καὶ ἀπαρχὴ τοῦ αἰωνίου κόσμου, σὰν παράδειγμα καὶ παράστασή της, μὲ βεβαιότητα ἐλπιζομένης ἀπὸ ἐμᾶς, ἀναστάσεως.
Ἀφοῦ δὲ ἀνέστη καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, ἐξαπέστειλε σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη ἀποστόλους, προέβαλε μέγα στῖφος μαρτύρων, προέστησε πλῆθος διδασκάλων, ἀνέδειξε συνάξεις ὁσίων.
Ἐπειδὴ δέ, ἐνῷ ἔκαμε τὰ πάντα, χωρὶς νὰ παραλείψει τίποτε ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα, εἶδε πάλι τὴν κακία λόγῳ τοῦ αὐτεξουσίου τῆς προαιρέσεώς μας νὰ κορυφώνεται τόσο πολύ, ἢ μᾶλλον τότε θὰ τὴν δεῖ νὰ ἀνυψώνεται, ὥστε τότε πλέον οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ ὑπακούσουν στὸν Ἀντίχριστο, ἐγκαταλείποντας τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀληθινὸ Χριστό Του· γι’ αὐτὸ θὰ κατέλθει πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μὲ πολλὴ δύναμη καὶ δόξα, ὄχι γιὰ νὰ μακροθυμήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τιμωρήσει ἐκείνους ποὺ μὲ τὰ πονηρὰ ἔργα τους θησαύρισαν στοὺς ἑαυτούς τους τὴν ὀργὴ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς μακροθυμίας Του· καὶ τοὺς μὲν ἀθεράπευτους θὰ ἀποκόψει ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς ὡς σάπια μέλη καὶ θὰ τοὺς παραδώσει στὸ πῦρ, τοὺς δὲ δικούς Του θὰ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἐπήρεια καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ τοὺς καταστήσει κληρονόμους τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
 
Εὐθὺς λοιπὸν μετὰ τὴν βδελυρὴ παρρησία τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ κλονίσει τὰ πάντα Αὐτὸς ποὺ συγκρότησε τὰ πάντα, κατὰ τὸ λεχθὲν ἀπὸ τὸν προφήτη, ὅτι ἀκόμη μία φορά «Ἐγὼ σείω τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξήρὰν (Ἐγὼ θὰ σείσω τὸν ἔναστρο οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ τὴν θάλασσα καὶ τὴν ξηρά)» (Αγγ.2,21).
Εὐθὺς λοιπὸν κλονίζει τὸν κόσμο καὶ λύει τὸ ἀνώτατο ὅριο τοῦ σύμπαντος, συμπτύσσει τὸν οὐράνιο θόλο καὶ ἀναμιγνύει τὴν γῆ μὲ πῦρ καὶ συγχέει τὸ πᾶν, ἀπὸ κάτω μὲν ἀναμοχλεύοντας τὰ παγκόσμια, θὰ λέγαμε, θεμέλια, ἀπὸ ἄνω δὲ ἀποστέλλοντας τὸ πλῆθος τῶν ἄστρων σὰν ἀπερίγραπτους κεραυνοὺς ἐπάνω στὰ κεφάλια ὅσων θεοποίησαν τὸν πονηρό, ἔτσι ὥστε μέσῳ αὐτῶν πρῶτα νὰ τιμωρηθοῦν ὅσοι πίστεψαν στὸν Ἀντίχριστο, διότι προσηλώθηκαν μὲ τὸν νοῦ καὶ πείστηκαν στὸν ἀντίθεο ὡς θεό.
Ἔπειτα δέ, ἀφοῦ ἐπιφανεῖ ὁ Ἴδιος μὲ ἄφατη δόξα, μὲ δυνατὴ σάλπιγγα, ὅπως παλαιὰ μὲ ἐμφύσημα τὸν προπάτορα, θὰ ζωώσει ὅλους καὶ θὰ παρουσιάσει ἐνώπιόν Του ζωντανοὺς ὅλους τους ἀπὸ τοὺς αἰῶνος νεκρούς. Καὶ τοὺς μὲν ἀσεβεῖς δὲν θὰ φέρει σὲ κρίση, οὔτε θὰ τοὺς ἀξιώσει κανένα λόγο· διότι οἱ ἀσεβεῖς, κατὰ τὸ γεγραμμένο, δὲν θὰ ἀναστηθοῦν γιὰ κρίσι, ἀλλὰ γιὰ κατάκριση.
 
Θὰ προβάλει δὲ γιὰ τὴν κρίση ὅλα τὰ δικά μας, κατὰ τὴν ἀναγινωσκομένη σήμερα φωνὴ τοῦ εὐαγγελίου· διότι, λέγει: «Ὃταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δὸξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ (Ὅταν λοιπὸν ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ δόξα Του καὶ μαζὶ Του ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι)».
Κατὰ τὴν πρώτη Του παρουσία ἡ δόξα τῆς θεότητός Του κρυπτόταν κάτω ἀπὸ τὴν σάρκα, τὴν ὁποία ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπὲρ ἡμῶν, τώρα κρύπτεται πρὸς τὸν Πατέρα στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὴν ὀμόθεη σάρκα, τότε ὅμως θὰ ἀποκαλύψει ὅλη τὴ δόξα· διότι θὰ φανεῖ ὁλόλαμπρος ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως τὴ δύση, περιαυγάζοντας τὰ πέρατα μὲ ἀκτῖνες θεότητος, ἐνῷ παγκόσμια καὶ ζωοποιὸς σάλπιγγα θὰ ἠχεῖ παντοῦ καὶ συγχρόνως θὰ συγκαλεῖ πρὸς Αὐτὸν τὰ πάντα.
Προηγουμένως ἔφερε μὲν καὶ τοὺς ἀγγέλους μαζί Του, ἀλλὰ ἀφανῶς, συγκρατῶντας τὸν ζῆλο τους κατὰ τῶν θεομάχων, ὕστερα ὅμως θὰ φθάσει φανερὰ καὶ δὲν θὰ ἀποσιωπήσει, ἀλλὰ θὰ ἐλέγξει καὶ θὰ παραδώσει τοὺς ἀπειθεῖς στὶς ποινές.
 
«Ὃταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δὸξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε (Ὅταν, λοιπόν, ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ δόξα Του καὶ μαζὶ Τοῦ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, τότε)», λέγει, «καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ (θὰ καθίσει σὲ θρόνο ἔνδοξο καὶ λαμπρό)»  (Ματθ.19,28).
Διότι ἔτσι προεῖδε καὶ προεῖπε ὁ Δανιήλ: «Ἰδοῦ», λέγει, «θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ Παλαιὸς Ἡμερῶν ἐκάθισε. (Ἰδού, δικαστικοὶ θρόνοι στήθηκαν καὶ ὁ Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν, ὁ προαιώνιος καὶ ἄναρχος Θεὸς Πατήρ, κάθισε στὸν θρόνο Του)» (Δαν.7,9)· «καὶ εἶδον ὡς υἱὸν ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἕως τοῦ παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ἔφθασε καὶ αὐτῷ ἐδόθη πᾶσα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία (και εἶδα ἕνα πρόσωπο, τὸ Ὁποῖο ἔμοιαζε μὲ υἱὸ ἀνθρώπου, νὰ ἔρχεται ἐπάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ φτάνει ἐνώπιον τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν καὶ τοῦ ἐδόθη ὅλη ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία)». (Δαν. 7,13-14)· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ (Χιλιάδες χιλιάδων ἀγγέλων Τὸν ὑπηρετοῦσαν καὶ μυριάδες μυριάδων- δηλαδὴ ἀνυπολόγιστος ἀριθμός- ἀγγέλων στέκονταν πλησίον Του)» (Δαν.7,10).
Σὲ συμφωνία μὲ τὸν προφήτη Δανιὴλ λέγει καὶ τὸ Ἱερὸ εὐαγγέλιο, γιὰ τότε: «Καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποὶμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων (Καὶ θὰ συναχθοῦν μπροστά Του ὅλα τὰ ἔθνη, ὅλοι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Καὶ θὰ τοὺς χωρίσει τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο, ὅπως ὁ βοσκὸς χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια)» (Ματθ.25,32).
«Πρόβατα» καλεῖ τοὺς δικαίους ὡς πράους καὶ ἐπιεικεῖς, ποὺ βάδισαν τὴν ὁμαλὴ ὁδὸ τῶν ἀρετῶν, τὴν πατημένη ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο, καὶ ὡς ἀφομοιωμένους μὲ Αὐτὸν ἐπειδὴ καὶ Αὐτὸς ὀνομάστηκε Ἀμνὸς ἀπὸ τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστὴ ποὺ εἶπε: «Ἲδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
(Νὰ Eκείνος ποὺ προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας καὶ μᾶς Τὸν ἀπέστειλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θυσιαστεῖ ὡς ἀρνὶ καὶ νὰ σηκώσει μὲ τὴν σφαγὴ καὶ τὴν θυσία Του ὁλόκληρη τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἐνοχὴ τοῦ κόσμου, καὶ ἔτσι νὰ τὴν ἐξαλείψει)» (Ἰω.1,29).
 «Ἐρίφους» ἀπὸ τὴν ἄλλη καλεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς, ὡς θρασεῖς καὶ ἀτάκτους, καὶ φερομένους πρὸς τοὺς κρημνοὺς τῆς ἁμαρτίας.

Καὶ λέγει ὅτι τοὺς πρώτους θὰ τοποθετήσει δεξιά Του ὡς ἐργάτες δεξιῶν ἔργων, τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν εἶναι ἐργάτες τέτοιων ἔργων θὰ τοποθετήσει στ’ ἀριστερά.
«Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς (Τότε θὰ πεῖ ὁ βασιλιᾶς)», λέγει, χωρὶς νὰ προσθέσει ποιός ἢ ποιῶν εἶναι βασιλιᾶς, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτόν, διότι μὲ ὅλο ποὺ καὶ ἐκεῖ εἶναι πολλοὶ κύριοι καὶ βασιλεῖς, ἀλλὰ Ἕνας εἶναι πραγματικὰ Κύριος, Ἕνας βασιλεύς, ὁ φυσικὸς δεσπότης τοῦ σύμπαντος.
Θὰ πεῖ λοιπὸν τότε στοὺς ἀπὸ τὰ δεξιά Του ὁ μόνος βασιλεύς: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου (Ἐλᾶτε ἐσεῖς ποὺ εἶστε εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴν Βασιλεία ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ σᾶς ἀπὸ τότε ποὺ θεμελιωνόταν ὁ κόσμος)»  (Ματθ.25,34).

Πραγματικὰ πρὸς αὐτὸ ἀπέβλεπε ἡ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σύσταση τοῦ κόσμου καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἀπέβλεπε ἡ ἐπουράνια ἐκείνη καὶ ἀρχαιοτάτη βουλὴ τοῦ Πατρός, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Πατρὸς ἐπεξεργάστηκε τὸν ἄνθρωπο ὡς ζῶο ὄχι μόνο κατ’ εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὁμοίωσή Του, γιὰ νὰ δυνηθεῖ κάποτε νὰ χωρέσει τὴν μεγαλειότητα τῆς θείας βασιλείας, τὴν μακαριότητα τῆς θείας κληρονομίας, τὴν τελειότητα τῆς εὐλογίας τοῦ ἀνωτάτου Πατρός, γιὰ τὴν ὁποία ἔγιναν ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα.
Διότι δὲν εἶπε «τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου», ἀλλὰ ἀπροσδιορίστως «τοῦ κόσμου», τόσο τοῦ οὐρανίου, ὅσο καὶ τοῦ ἐπιγείου.
Ὄχι δὲ μόνο Αὐτός, ἀλλὰ καὶ ἡ θεία καὶ ἀπόρρητη κένωση, ἡ θεανδρικὴ πολιτεία, τὰ σωτήρια Πάθη, ὅλα τὰ μυστήρια, γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ρυθμίστηκαν προνοητικῶς καὶ πανσόφως, ὥστε αὐτὸς ποὺ θὰ φανεῖ πιστὸς στὰ παρόντα ν’ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Σωτῆρα: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χὰρὰν τοῦ κυρίου σου.
(Πολύ καλά, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Σὲ λίγα ἤσουν πιστός, σὲ πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Μπὲς μέσα γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὴν ἴδια χαρὰ μὲ τὸν κύριό σου)». (Ματθ.25,21).

 «Ἐλᾶτε λοιπόν», λέγει, «ὅσοι χρησιμοποιήσατε κατὰ τὴν διδασκαλία μου τὸν ἐπίγειο καὶ φθαρτὸ καὶ πρόσκαιρο κόσμο καλῶς, κληρονομεῖστε καὶ τὸν ἐπικείμενο καὶ μόνιμο καὶ ἐπουράνιο κόσμο».
Διότι «ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοὶ φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρὸς μέ.
(Διότι πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω, ἤμουν διψασμένος καὶ μοῦ δώσατε νὰ πιω, ἤμουν ξένος καὶ δὲν εἶχα ποῦ νὰ μείνω καὶ μὲ περιμαζέψατε στὸ σπίτι σας, ἤμουν γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε, ἀρρώστησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε, ἤμουν μέσα στὴ φυλακὴ καὶ ἤλθατε νὰ μὲ δεῖτε καὶ νὰ μὲ παρηγορήσετε)» (Ματθ.25,34-36).

Ἐδῶ πρέπει νὰ συζητηθεῖ γιὰ ποιόν λόγο μνημόνευσε μόνο τὴν ἐλεημοσύνη καὶ γι’ αὐτὴν μόνο ἔδωσε ἐκείνη τὴν εὐλογία καὶ τὴν κληρονομία καὶ τὴν Βασιλεία.
Ὅμως δὲν μνημόνευσε μόνο αὐτὴν γιὰ ὅσους ἀντιλαμβάνονται τὰ ἀκουόμενα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ προηγουμένως ἐκάλεσε πρόβατα τοὺς ἐργάτες της, μὲ αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμὸ ἐπιβεβαίωσε τόσο τὴν πρὸς Αὐτὸν ὁμοίωση καὶ κάθε ἀρετή τους, ὅσο καὶ ὅτι ἦσαν ἕτοιμοι συνεχῶς γιὰ τὸ θάνατο ὑπὲρ τοῦ καλοῦ, ὅπως βέβαια καὶ Αὐτὸς ὁδηγήθηκε «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφὰγὴν ἤχθη · καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος (Σὰν πρόβατο ὁδηγήθηκε στὴν σφαγή, καὶ σὰν ἀρνὶ ποὺ παραμένει ἄφωνο μπροστὰ σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ κυριεύει, ἔτσι κι αὐτὸς δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του)», κατὰ τὸ γεγραμμένον (Πράξ.8,32 καὶ Ἠσ. 53,7: Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος).
 
Ἀφοῦ λοιπὸν τέτοιοι εἶναι καὶ αὐτοί, ἐγκωμιάζει ἰδιαιτέρως τὴν φιλανθρωπία· διότι πρέπει καὶ αὐτήν, ὡς δεῖγμα καὶ καρπὸ τῆς ἀγάπης, νὰ τὴν ἔχει σὰν κεφαλὴ ποὺ ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ κληρονομήσει τὴν ἀΐδια ἐκείνη Βασιλεία.
Αὐτὸ τὸ ἔδειξε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων (Ματθ.25,1-13)· διότι δὲν εἰσάγονται στὸν θεῖο νυμφῶνα ὅσες τύχουν, ἀλλὰ οἱ στολισμένες μὲ παρθενία, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ χωρὶς ἄσκηση καὶ ἐγκράτεια, καθὼς καὶ χωρὶς πολλοὺς καὶ ποικίλους γιὰ τὴν ἀρετὴ ἀγῶνες, προσέτι δὲ αὐτὲς ποὺ κρατοῦν λαμπάδες στὰ χέρια, δηλαδὴ τὸν νοῦ τους καὶ τὴν μέσα σ’ αὐτὸν ἄγρυπνη γνώση, ποὺ ἐπιβαίνει καὶ στηρίζεται στὸ πρακτικὸ τῆς ψυχῆς, τὸ δηλούμενο μὲ τὰ χέρια, καὶ ἀφιερώνεται διὰ βίου στὸν Θεὸ καὶ συνάπτεται μὲ τὶς ἀπὸ Αὐτὸν λάμψεις.
Χρειάζεται ὅμως καὶ ἄφθονο ἔλαιο, ὥστε νὰ διαρκεῖ τὸ ἄναμμά τους. Ἔλαιο δὲ εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶναι κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. Ὅπως λοιπόν, ἂν θέσεις θεμέλια καὶ οἰκοδομήσεις ἐπάνω σ’ αὐτὰ τοὺς τοίχους, δὲν προσθέσεις δὲ τὴν ὀροφή, τὰ ἀφήνεις ὅλα ἐκεῖνα ἄχρηστα, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἂν ἀποκτήσεις ὅλες τὶς ἀρετές, δὲν προσαποκτήσεις δὲ τὴν ἀγάπη, ὅλες ἐκεῖνες εἶναι ἄχρηστες καὶ ἀνωφελεῖς· καὶ ἡ ὀροφὴ τῆς οἰκίας ὅμως, χωρὶς τὰ στοιχεῖα ποὺ τὴν συγκρατοῦν, δὲν μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ.

Καὶ ὁ Κύριος, λοιπόν, προσφέρει τὴν κληρονομία Τοῦ σὲ ὅσους ἔχουν σφραγίσει τὶς ἄλλες ἀρετὲς διὰ τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης καὶ ἀνέβηκαν σ’ αὐτὴν διὰ τοῦ ἀνεπίληπτου βίου ἢ κατέφυγαν πρὸς αὐτὴν διὰ μετανοίας. Ἀπὸ αὐτοὺς ἐγὼ τοὺς μὲν πρώτους καλῶ υἱούς, διότι εἶναι φύλακες μυστικῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀναγεννήσεως, τοὺς δὲ δευτέρους μισθωτούς, διότι ξαναποκτούν την χάρη διὰ τῶν πολυειδῶν ἱδρώτων τῆς μετανοίας καὶ διὰ τῆς ταπεινώσεως ὡς μισθό.

Γι’ αὐτό, ἀφοῦ προηγουμένως στὰ θεῖα εὐαγγέλια ἐξήγησε πολυειδὼς τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Κρίση, ἔπειτα ἐξέθεσε τὰ περὶ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν ἄποψη ὅτι τελειοποιεῖ ἢ ἐπαναφέρει τις ἐκεῖ ἀπαριθμούμενες ἀρετές.
Ἀλλὰ οἱ δίκαιοι θὰ ἀποκριθοῦν μὲ τὰ λόγια: «Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν;
Πότε δὲ σὲ εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; Πότε δὲ σὲ εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρὸς σέ;
(Κύριε, πότε Σὲ εἴδαμε πεινασμένο καὶ Σὲ θρέψαμε, ἢ διψασμένο καὶ Σοῦ δώσαμε νὰ πιεις; Καὶ πότε Σὲ εἴδαμε ξένο καὶ Σὲ περιμαζέψαμε, ἢ γυμνὸ καὶ Σὲ ντύσαμε; Καὶ πότε Σὲ εἴδαμε ἄρρωστο ἢ φυλακισμένο καὶ ἤλθαμε νὰ Σὲ ἐπισκεφθοῦμε;)».

Βλέπετε ὅτι οἱ ἀπὸ τὰ δεξιὰ καλοῦνται καὶ «δίκαιοι»; Ἑπομένως γι’ αὐτοὺς τὸ ἔλεος προέρχεται ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη καὶ εἶναι μὲ δικαιοσύνη.
Βλέπετε δὲ ἄλλην ἀρετή, τὴν ταπείνωση, νὰ προσμαρτυρεῖται στοὺς δικαίους ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης; Διότι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἀνάξιοι τῆς ἀνακηρύξεως καὶ τῶν ἐπαίνων, σὰν νὰ μὴν ἔπραξαν κανένα ἀγαθόν, αὐτοὶ ποὺ μαρτυροῦνται ὅτι δὲν ἄφησαν κανένα ἀγαθὸ ἄπρακτο.

Γι’ αὐτό, νομίζω, ὁ Κύριος ἀποκρίνεται σ’ αὐτοὺς μὲ παρρησία, γιὰ ν’ ἀναφανοῦν ὅτι εἶναι τέτοιας μορφῆς καὶ ἀνυψωθοῦν μὲ τὴν ταπείνωση καὶ δικαίως βροῦν ἀπὸ Αὐτὸν χάρη, τὴν ὁποία ὁ Κύριος παρέχει ἀφθόνως στοὺς ταπεινούς, διότι ὁ Κύριος ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερηφάνους, ἐνῷ στοὺς ταπεινοὺς δίδει χάρη: «Ὁ Θὲὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν.
(Ὁ Θεὸς ἀντιστρατεύεται τοὺς ὑπερήφανους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς ἡδονές τους περιφρονοῦν τὰ θέλημά του καὶ προτιμοῦν τὸν κόσμο παρὰ τὸν Θεό.
Στοὺς ταπεινοὺς ὅμως δίνει τη χάρη του. Αὐτοὶ ἀπαρνοῦνται τὶς ἡδονὲς καὶ τὸν κόσμο γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ)»
(Ιακ.4,6 καὶ ἀντίστοιχα, Παροιμ.3,34: «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσιν χάριν»), ὁ Ὁποῖος καὶ τώρα λέγει πρὸς αὐτούς· «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.
(Ἀληθινά σᾶς λέω ὅτι καθετὶ ποὺ κάνετε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς αὐτοὺς ἀδελφούς μου ποὺ φαίνονται ἄσημοι καὶ πολὺ μικροί, τὸ κάνατε σὲ μένα)».
Καλεῖ τὸν ἄλλο «ἐλάχιστον» γιὰ τὴν πτωχεία καὶ τὴν εὐτέλεια, «ἀδελφὸν» δέ, διότι καὶ Αὐτὸς ἔτσι ἔζησε κατὰ σάρκα ἐπὶ τῆς γῆς.

Ἀκούσετε καὶ εὐφρανθεῖτε, ὅσοι εἶστε πτωχοὶ καὶ ἐνδεεῖς· διότι κατὰ τοῦτο εἶστε ἀδελφοὶ τοῦ Θεοῦ· κι ἂν εἶστε πτωχοὶ καὶ εὐτελεῖς ἀκουσίως, καταστήσατε ἑκούσιο γιὰ τὸν ἑαυτό σας τὸ ἀγαθὸ διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐχαριστίας.
Ἀκούσετε οἱ πλούσιοι καὶ ποθήσετε τὴν εὐλογημένη πτωχεία, γιὰ νὰ γίνετε κληρονόμοι καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, γνησιότεροι μάλιστα ἐκείνων ποὺ πτώχευσαν ἀκουσίως· διότι Ἐκεῖνος πτώχευσε γιὰ μᾶς ἑκουσίως.
Ἀκούσετε καὶ στενάξετε ἐσεῖς ποὺ περιφρονεῖτε τοὺς ἀδελφούς σας, ὅταν ὑποφέρουν, μᾶλλον δὲ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν μεταδίδετε στοὺς ἐνδεεῖς ἀπὸ ὅσα διαθέτετε ἄφθονα, τροφή, σκέπη, ἐνδυμασία, ἐπιμέλεια κατάλληλη, καὶ δὲν προσφέρετε τὸ περίσσευμά σας στὸ ὑστέρημα ἐκείνων.
Μᾶλλον δὲ ἂς ἀκούσουμε καὶ ἂς στενάξουμε, ἀφοῦ κι ἐγὼ ὁ ἴδιος ποὺ σᾶς λέγω αὐτά, ἐλέγχομαι ἀπὸ τὴν συνείδησή μου ὅτι δὲν εἶμαι τελείως ἔξω ἀπὸ τὸ πάθος· διότι, ἐνῷ πολλοὶ ριγοῦν καὶ στεροῦνται, ἐγὼ εἶμαι γεμᾶτος καὶ ἐνδεδυμένος.
Πολὺ δὲ περισσότερο ἄξιοι πένθους εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καὶ κατέχουν θησαυροὺς περισσοτέρους ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἀνάγκη ἢ καὶ φροντίζουν νὰ τοὺς αὐξήσουν· ἐνῷ εἶναι προσταγμένοι ν’ ἀγαποῦν τον πλησίον σὰν τοὺς ἑαυτούς των, δὲν τοὺς θεωροῦν οὔτε σὰν τὸ χῶμα. Διότι τί ἄλλο εἶναι ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος, ποὺ ἀγαπήσαμε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς;

Ἀλλὰ ἂς ἐπιστραφοῦμε, ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς κοινωνήσουμε ἐξυπηρετῶντας τὶς ἀνάγκες των ἀνάμεσά μας πτωχῶν ἀδελφῶν μὲ ὅσα ἔχουμε.
Καὶ ἂν δὲν εἴμαστε διατεθειμένοι ν’ ἀδειάσουμε θεοφιλῶς ὅλα τὰ ὑπάρχοντα, τοὐλάχιστον νὰ μὴν τὰ κατακρατήσουμε ὅλα γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας ἀσπλάγχνως· ἀλλὰ τὸ μὲν ἕνα ἂς τὸ πράξουμε, γι’ αὐτὸ δὲ ποὺ θὰ παραλείψουμε, ἂς ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἐπιτύχουμε ἀπὸ Αὐτὸν συγνώμη, διότι ἡ φιλανθρωπία Του ἀναπληρώνει τὴν ἔλλειψή μας, γιὰ νὰ μή, ὃ μή γένοιτο, ἀκούσουμε τὴν ἀπαίσια φωνὴ· διότι, λέγει: «Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι
(Τότε θὰ πεῖ καὶ σὲ κείνους ποὺ θὰ εἶναι στὰ ἀριστερά Του: «Ἐσεῖς ποὺ ἀπὸ τὰ ἔργα σας γίνατε καταραμένοι, φύγετε μακριὰ ἀπὸ μένα)».
Πόσο φοβερὸ εἶναι τοῦτο! Ἀπομακρυνθεῖτε ἀπὸ τὴ ζωή, ἐκβληθεῖτε ἀπὸ τὴν τρυφή, στερηθεῖτε το φῶς!

Καὶ δὲν λέγει μόνο τοῦτο, ἀλλὰ προχωρεῖ: «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβὸλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
(Ἐσεῖς ποὺ ἀπὸ τὰ ἔργα σας γίνατε καταραμένοι, φύγετε μακριὰ ἀπὸ μένα στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο, ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του)».
Ὅπως δηλαδὴ οἱ ἀπὸ τὰ δεξιὰ θὰ ἔχουν ζωή, καὶ μάλιστα μὲ τὸ παραπάνω, ζωὴ μὲν ἀφοῦ θὰ συνευρίσκονται μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸ παραπάνω δέ, ἀφοῦ θὰ εἶναι υἱοὶ καὶ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του, ἔτσι καὶ οἱ ἀπὸ τὰ ἀριστερά, ἀποτυγχάνοντας ν’ ἀποκτήσουν τὴν ἀληθινὴ ζωὴ λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ βροῦν καὶ παραπάνω κακό, ἀφοῦ θὰ ἔχουν συνταχθεῖ μὲ τοὺς δαίμονες καὶ θὰ παραδοθοῦν στὸ κολαστικὸ πῦρ.

Ποίου δὲ εἴδους εἶναι τὸ πῦρ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἅπτεται καὶ τῶν σωμάτων καὶ τῶν λογικῶν σὲ σώματα ὄντων, καὶ τῶν ἀσωμάτων πνευμάτων, θλίβοντας καὶ στενοχωρῶντας τὰ παντοτινά, καὶ διὰ τοῦ ὁποίου θὰ λιώσει καὶ τὸ δικό μας πῦρ, κατὰ τὸ γεγραμμένο, «στοιχεῖα καυσούμενα τήκεται (ἐξαιτίας τῆς ἡμέρας αὐτῆς καὶ τὰ οὐράνια σώματα θὰ κατακαοῦν καὶ θὰ λιώσουν)»; (Β΄Πέτρ.3,12);
Πόση προσθήκη φέρει στὴν ὀδύνη τὸ ἀνέλπιδο τῆς ἀπολυτρώσεως; «Διότι», λέγει, «ὑπάρχει ποταμός, ποὺ παρασύρει τὸ πῦρ ἐκεῖνο, ὅπως φαίνεται, καὶ τὸ φέρει μακρύτερα ἀπὸ τὸν Θεό».
Γι’ αὐτὸ δὲν εἶπε «πορευθεῖτε», ἀλλὰ «πορεύεσθε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι»· διότι ἔχετε ἀφθόνως δεχθεῖ τὶς κατάρες ἀπὸ τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ ὅλο ποὺ ὑπέφεραν ἐκεῖνοι, ἐσεῖς πάντως εἶστε ἄξιοι κατάρας. Λέγει δὲ πρὸς αὐτούς: «Πηγαίνετε στὸ πῦρ τὸ ἑτοιμασμένο ὄχι γιά σας, ἀλλὰ γιὰ τὸν Διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του»· «διότι τοῦτο δὲν εἶναι προηγούμενο δικό μου θέλημα, δὲν σᾶς ἔπλασα γι’ αὐτό, δὲν ἑτοίμασα γιὰ σᾶς τὴν φωτιά.
Τὸ ἄσβεστο πῦρ ἔχει ἀναφθεῖ γιὰ τοὺς δαίμονες ποὺ ἔχουν ἀμετάβλητη τὴν ἕξη τῆς κακίας, μὲ τοὺς ὁποίους σᾶς συνέδεσε ἡ σύμφωνη μὲ ἐκείνους ἀμετανόητη γνώμη».
Εἶναι, λοιπόν, ἐθελοντικὴ ἡ συμβίωση μὲ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους.
«Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοὶ φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με.
(Διότι πείνασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ πιω, ἤμουν ξένος καὶ δὲν μὲ περιμαζέψατε νὰ μὲ φιλοξενήσετε, ἤμουν γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ντύσατε, ἤμουν ἄρρωστος καὶ μέσα στὴ φυλακὴ καὶ δὲν μὲ ἐπισκεφθήκατε)».
Ὅπως, ἀδελφοί, ἡ ἀγάπη καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης εἶναι πλήρωμα τῶν ἀρετῶν, ἔτσι τὸ μῖσος καὶ τὰ ἔργα τοῦ μίσους, ὁ ἀσυμπαθὴς τρόπος, ἡ ἀκοινώνητη γνώμη, εἶναι πλήρωμα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως τὴν φιλανθρωπία ἀκολουθοῦν καὶ συνυπάρχουν μὲ αὐτὴν οἱ ἀρετές, ἔτσι τὴν μισανθρωπία ἀκολουθοῦν οἱ κακίες· γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν μόνο καταδικάζονται.

Θὰ ἤθελα, λοιπόν, νὰ πῶ ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα δεῖγμα μίσους μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ προτιμοῦμε ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τὸ ἄφθονο ἀργύριο· ἀλλὰ βλέπω τὴν κακία νὰ ἔχει βρεῖ καὶ μεγαλύτερο δεῖγμα τῆς μισανθρωπίας. Ὑπάρχουν, δηλαδή, ἄνθρωποι ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἐλεοῦν ἀπὸ ὅσα διαθέτουν πλουσίως, ἀλλὰ καὶ σφετερίζονται τὰ ξένα.
Ἂς συλλογισθοῦν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν ἀπόφαση πρὸς τοὺς μὴ ἐλεήμονες, τί θὰ βροῦν αὐτοὶ καὶ τί θὰ πάθουν, καὶ ποίας ἀκατανόητης καὶ ἀφόρητης καταδίκης εἶναι ἄξιοι, ἂς ἀποστοῦν ἀπὸ τὴν ἀδικία καὶ ἂς ἐξιλεώσουν τὸ θεῖο διὰ τῶν ἔργων τῆς μετανοίας.
Ἐκεῖνοι δὲ θ’ ἀποκριθοῦν τότε ὡς ἑξῆς: «Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι;
(Κύριε, πότε Σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾶς ἢ νὰ διψᾶς ἢ νὰ εἶσαι ξένος ἢ γυμνὸς ἢ ἄρρωστος ἢ φυλακισμένος, καὶ δὲν Σὲ ὑπηρετήσαμε;)»
 
Βλέπετε καὶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο κακό, τὴν ὑπερηφάνεια, συνεζευγμένη μὲ τὸν ἀσυμπαθῆ τρόπο, ὅπως τὴν ταπείνωση μὲ τὴν συμπάθεια;
Οἱ δίκαιοι, ἐγκωμιαζόμενοι γιὰ τὴν φιλανθρωπία τους, ταπεινώνονται περισσότερο, δὲν δικαιώνουν τοὺς ἑαυτούς των.
Οἱ ὑπερήφανοι, ὅταν κατηγοροῦνται γιὰ τὴν ἀσπλαχνία τους ἀπὸ τὸν ἀψευδῆ, δὲν προσπίπτουν ταπεινωμένοι, ἀλλὰ ἀντιλέγουν καὶ δικαιώνουν τοὺς ἑαυτούς των.
Γι’ αὐτὸ καὶ θ’ ἀκούσουν τὰ λόγια: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.
(Ἀληθινὰ σᾶς λέω, καθετὶ ποὺ δὲν κάνατε σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θεωροῦσε πολὺ μικρούς, οὔτε σὲ Ἐμένα τὸ κάνατε.
Καὶ θὰ ὁδηγηθοῦν αὐτοὶ σὲ κόλαση ποὺ δὲν θὰ ἔχει τέλος, ἀλλὰ θὰ εἶναι αἰώνια˙ ἐνῷ οἱ δίκαιοι θὰ πᾶνε γιὰ νὰ ἀπολαύσουν ζωὴ αἰώνια)».
Κι ἔτσι θὰ μεταβοῦν, λέγει, «αὐτοὶ μὲν σὲ αἰώνια κόλαση, οἱ δὲ δίκαιοι σὲ αἰώνια ζωή».

Ἂς ἐλεήσουμε, λοιπόν, τοὺς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ἐλέους πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ἂς ἀποκτήσουμε διὰ τῆς συμπαθείας τὴν συμπάθεια, ἂς εὐεργετήσουμε γιὰ νὰ εὐεργετηθοῦμε. Ἡ μὲν ἀνταπόκριση εἶναι ὅμοια, διότι πρόκειται γιὰ εὐποιία καὶ φιλανθρωπία, γιὰ ἀγάπη καὶ ἔλεος καὶ συμπάθεια· ἀλλὰ δὲν εἶναι ἴση κατὰ τὴν ἀξία καὶ τὸ μέτρο τῆς ὑπεροχῆς.
Διότι ἐσὺ μὲν παρέχεις ἀπὸ ὅσα ἔχει ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὅσο μπορεῖ νὰ εὐεργετήσει ὁ ἄνθρωπος, παίρνεις δὲ σὲ ἀνταπόδοση ἀπὸ τοὺς θείους καὶ ἀκενώτους θησαυροὺς ἑκατονταπλάσια καὶ τὴν αἰώνια ζωή, καὶ εὐεργετεῖσαι ἀπὸ ὅσα καὶ ὅσο μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ εὐεργετήσει, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη.
(Αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν μάτι δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε καὶ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν τὰ φαντάστηκε)» (Α΄Κορ.2,9).
 
Ἂς σπεύσουμε, λοιπόν, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητος, ἂς ἀγοράσουμε μὲ ὀλίγα ἀργύρια αἰώνια κληρονομία, ἂς φοβηθοῦμε, τέλος, τὴν ἀπόφαση ἐναντίον τῶν ἀνοικτιρμόνων, γιὰ νὰ μὴ κατακριθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν ἐκεῖ· ἂς μὴν φοβηθοῦμε μὴν τυχὸν γίνουμε πτωχοί, δίδοντας ἐλεημοσύνη, διότι θ’ ἀκούσουμε ἀπὸ τὸν Χριστό: «Ἔλθετε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν γῆ».
Ἂς φοβηθοῦμε καὶ ἂς κάμουμε τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ διά της ἀσπλαχνίας: «Ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἐώρακε.
(Διότι ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, τὸν ὁποῖο διαρκῶς βλέπει)», λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «τὸν Θεόν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; (πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ ποὺ δὲν Τὸν ἔχει δεῖ ποτέ;)» (Α΄Ἰω. 4,20), αὐτὸς δὲ ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τὸν Θεό, πῶς θὰ συνυπάρξει μὲ Αὐτόν;
Καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν συνυπάρχει μὲ Αὐτόν, θ’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ Αὐτὸν· ὁ δὲ ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ Αὐτόν, ὁπωσδήποτε θὰ πέσει στὴ γέεννα τοῦ πυρός.

Ἀλλὰ ἐμεῖς ἂς ἐπιδείξουμε ἔργα ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς μας ἐν Χριστῷ, ἐλεῶντας τοὺς πτωχούς, ἐπιστρέφοντας τοὺς πλανημένους, σὲ ὅποια πλάνη καὶ πτώχεια καὶ ἂν εἶναι, δικαιώνοντας τοὺς ἀδικουμένους, δυναμώνοντας τοὺς κατάκοιτους ἀπὸ ἀσθένεια, εἴτε πάσχουν τοῦτο διὰ τῶν αἰσθητῶν ἐχθρῶν καὶ νοσημάτων εἴτε διὰ τῶν ἀοράτων πονηρῶν πνευμάτων καὶ τῶν παθῶν της ἀτιμίας, ἐπισκεπτόμενοι τοὺς φυλακισμένους, ἀλλὰ καὶ ἀνεχόμενοι αὐτοὺς ποὺ μᾶς κτυποῦν, καὶ χαρίζοντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ὅποια μομφὴ ἔχει ἐναντίον του, ὅπως καὶ ὁ Χριστός μας τὴν ἐχάρισε.
Καὶ γενικῶς, ἂς ἐπιδείξουμε τὴν μεταξύ μας ἀγάπη μὲ κάθε τρόπο καὶ μὲ κάθε ἔργο καὶ λόγο, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀγάπη, νὰ εὐλογηθοῦμε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν ἐπηγγελμένη σ’ ἐμᾶς καὶ γιὰ μᾶς οὐράνια καὶ αἰώνια Βασιλεία ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ κόσμου.
Αὐτὴν εἴθε ν’ ἀποκτήσουμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο πρέπει στὸν Πατέρα, καθὼς καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τιμὴ καὶ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἅπαντα τὰ ἔργα, «Εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ παρουσίας καὶ πὲρὶ εὐσπλαχνίας καὶ εὐποιΐας» , ὁμιλία Δ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1985, τόμος 9, σελίδες 108-139.
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
•    https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
•    https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
•    Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm




Διαβάστε περισσότερα πατῶντας:  Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου