(Βιβλιοκριτικὴ ἀναφορὰ στὸ πόνημα τοῦ καθηγητῆ Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ., Ἰωάννη Κουρεμπελέ, «Ἡ πλειοψηφία τοῦ Ἑνός», ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2024, σελίδες: 247)
Ὑπὸ τοῦ Βασιλείου Ι. Τουλουμτσή
ὑπ. δρ. Τομέα Πατερικῶν Σπουδῶν, Ἱστορίας Δογμάτων καὶ Συμβολικῆς, Θεολογικὴ Σχολὴ Ε.Κ.Π.Α.
«…Ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17,2).
Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ, δύο ἀπὸ τὰ σημεῖα ποὺ κυριαρχοῦν εἶναι τὰ ἑξῆς:
α. ὅτι ἡ αἰώνιος ζωὴ δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη μεταφυσικὴ κατάσταση ἀλλὰ συγκεκριμένα ἡ ἐν Χριστῷ γνώση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ,
καὶ β. ὅτι τὰ ρήματα τοῦ Χριστοῦ διακρίνουν τοὺς ἀνθρώπους σὲ αὐτούς, ποὺ ναὶ μὲν ζοῦν στὸν κόσμο ἀλλὰ «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί», καὶ σὲ αὐτοὺς πού, ὄντες ταυτισμένοι μὲ τὸν κόσμο καὶ τὰ χαμερπῆ φρονήματά του, μισοῦν τοὺς πρώτους (ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου).
Ἡ ἀναφερόμενη διάκριση στὸ στοιχεῖο β΄, ἔχει τὴν ἀντίστοιχη ἐπίπτωση καὶ ἐπὶ τοῦ στοιχείου α΄, διότι τὸ διακύβευμα εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ αὐθεντικότητα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία ἐπιχειρεῖ νὰ διαφθείρει ἡ παρυπόσταση τῆς διαφθορικῆς καὶ μὴ ἀληθεύουσας ζωῆς, προβαλλόμενη μάλιστα μὲ θεολογίζων ἔνδυμα.
Τὸ πόνημα τοῦ καθ. Ι. Κουρεμπελὲ ἐκτείνεται σὲ ἑπτὰ (7) κεφάλαια -ἑνότητες. Ὁ συνεκτικὸς ἄξονας ποὺ διαπερνᾶ καὶ ἑνοποιεῖ ὅλα τὰ κεφάλαια μεταξύ τους, εἶναι ὁ κριτικὸς θεολογικὸς λόγος τοῦ συγγραφέα, ἀπέναντι σὲ ὅσα θεολογικῶς βλάσφημα καὶ ἐπιστημονικῶς μετέωρα εἰπώθηκαν καὶ ὑποστηρίχθηκαν κατὰ τὴν περίοδο κυριαρχίας τῆς ἀσθένειας covid-19 καὶ τοῦ θρησκειοποιημένου κορονοϊοῦ (σελ. 75), ὄχι ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς δημοσιολογοῦντες, οἱ ὁποῖοι ἐκφέρουν γνώμη -δίχως προφανῶς νὰ ἐρωτηθοῦν- ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ὡς ἐπιστημονικὸ ἀντικείμενο τὴν ἐπιστήμη τῆς θεολογίας, εἴτε στὸ ἀκαδημαϊκὸ μετερίζι, εἴτε στὴν πρακτική-ποιμαντική της ἔκφραση κατὰ τὴν λειτουργική-μυστηριακὴ ζωή, ἀπολυτοποιῶντας τὸ ἀποκομμένο σπάραγμα τῆς μερικῆς γνώσης.
Πρὸς τοῦτο ἀξιοποιεῖ τὸ ποιητικὸ καὶ λογοπλαστικό του τάλαντο, τὸ ὁποῖο φέρει ἔντονα ὑφολογικὰ χαρακτηριστικὰ ἀπὸ ἔργα του Ρωμανοῦ του Μελωδοῦ, τὸν ὁποῖο ἄλλωστε ἔχει ἐρευνητικὰ μελετήσει.
Μὲ τὸν ἐρανισμὸ διαφόρων ἐκφραστικῶν διατυπώσεων τοῦ συγγραφέα, ὡς «δομικῶν ὑλικῶν», θὰ ἐπιχειρηθεῖ νὰ δομηθεῖ τὸ παρὸν κείμενο, προκειμένου νὰ διατηρηθεῖ -ἂν καὶ ὅσο εἶναι δυνατόν- ἡ ἔμπονη θεολογική του (διά)μαρτυρία καὶ ὁ ζωντανὸς παλμὸς ποὺ ὑφίσταται πρωτογενῶς στὸ βιβλίο, ἀπὸ τὸ κρᾶμα ἑνὸς συνειδητοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ καὶ σοβαροῦ θεολόγου ἐπιστήμονα, ποὺ δὲν φτιάχνει ἀφηγήματα γιὰ πλατεῖες ἀλλὰ καταθέτει συμπεράσματα κοπιώδους ἔρευνας ἐπὶ τῶν κειμένων.
Τὴν συγκεκριμένη περίοδο καὶ ὑπὸ τὶς διαμορφωθεῖσες συνθῆκες ἐμφανίστηκαν ἐκ νέου, ὅπως τὸ πράττουν πάντοτε δοθείσης εὐκαιρίας, οἱ συνήθεις ὕποπτοι, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ προλογικὸ «ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά...», ἐπιχειροῦν νὰ καταστοῦν ὁδοδείκτης καὶ πυξίδα τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως ἄνευ Πηδαλίου, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ βράχια τῶν ἀδιέξοδων προτάσεών τους νὰ μὴν ἀργοῦν νὰ ἐμφανιστοῦν.
Οἱ ἐν λόγῳ κράχτες τῆς εἰδωλικῆς ζωῆς καὶ τοῦ διαβρωμένου βίου ὀνομάζονται ἀπὸ τὸν συγγραφέα «ὀρθοδοξίτες, ἠδονοδοξίτες, εὐχαριστιομάχοι καὶ Λαβιδομάχοι», ἀναλόγως τῆς διαφθορᾶς ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ καταφέρουν ὡς «παραλειτουργοί της θεο-ἐμπορίας καὶ τοῦ συστήματος ἐκμετάλλευσης τῆς θρησκευτικῆς ἀνάγκης» (σελ. 20 καὶ 63), τὸ ὁποῖο σαφῶς διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὸν σωτηριώδη χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Κοινωνίας Θεώσεως.
Διαχρονικά, ἄλλωστε, οἱ ἐπικίνδυνοι ἐχθροὶ τοῦ «Θεανδρικοῦ Σώματος», τοὺς ὁποίους ὁ Χρυσόστομος ὀνομάζει «περιγελαστὲς τῆς ἀληθείας» (σελ. 143), δὲν ἦταν οἱ ἀπ' ἔξω, ἀλλὰ οἱ «ἔσωθεν πολέμιοι τῆς Ὀρθοφωνίας πού... μιλοῦν πάρα πολὺ καὶ δυνατά, χωρὶς ὅμως νὰ λένε κάτι» (σελ. 24), σὲ εὐθεῖα ἀντίθεση μὲ τὴν πραγματικὴ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ὡς ὄντως ἡσυχαστικὴ ἐπιστήμη «δὲν κάνει θόρυβο...» (σελ. 38).
Ἀλγεινὲς οἱ ἀναμνήσεις τῶν «εἰδικῶν» θεολογούντων, ποὺ ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς ἕτερους «εἰδικοὺς» τοῦ χώρου τῆς ἰατρικῆς, «ἑκόντες ἐκακούργουν». Ὡς περιφερόμενοι τηλεαστέρες στὰ πρωινάδικα (καὶ ὄχι μόνον), λίγο πρὶν τὶς ἀστρολογικὲς προβλέψεις, ὑπέτασσαν «τὴν θεολογία στὴν ἰολογία» (σελ. 41), ἐνῷ ἐμφανίζονταν νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀνάγκη κατάργησης τῆς ἁγίας λαβίδας καὶ ἐπιστροφῆς σὲ παλαιὲς μεθόδους μετάληψης, οἱ ὁποῖες ἐξασφαλίζουν τὴν ἰδιωτικότητα καὶ τὴν μὴ μετάδοση ἀσθενειῶν, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν ἀνάγκη παύσης τῶν λατρευτικῶν συνάξεων χάριν τῆς «ἀγάπης τοῦ ἀδελφοῦ».
Δόξα τῷ Θεῷ ὅμως ποὺ ἔστω καὶ ὡς ἀλγεινές, κατατάχθηκαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀναμνήσεων, μὲ τὶς ὁποῖες οὔτε ἡ λήθη ἐπιθυμεῖ νὰ ἀσχοληθεῖ, ἐνῷ οἱ συνειδητοὶ χριστιανοὶ ἤξεραν καὶ ἄκουγαν τοὺς ὄντως εἰδικοὺς ἐπὶ τοῦ θέματος, τοὺς ἀληθεῖς φορεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης.
Τὸ «ψευδερώτημα, λοιπόν, Ἰησοῦν ἢ Βαραββὰν παραμένει διαχρονικὸ καὶ παράγεται συνεχῶς καὶ φιλοκερδῶς στὰ θρησκειοειδωλικὰ ἐργοτάξια» (σελ. 119).
Καὶ ἐνῷ ἡ Ἀλήθεια ἔχει ἀποκαλυφθεῖ καὶ ἔχει παραδοθεῖ ἐνυποστάτως ἀπὸ τὸν ἔνσαρκο Θεὸ Λόγο, ἐν τούτοις οἱ ὀρθοδοξίτες συνεχῶς καὶ διαχρονικῶς ἀνακαλύπτουν μία ἄλλη βολικότερη ἀλήθεια, ἐνάντια στὴν ἀληθεύουσα ζωὴ καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τοὺς βολεύει, ταυτοχρόνως τοὺς γοητεύει, δίνοντάς τους εὐκαιριακὰ ἐκ νέου τὴν δυνατότητα νὰ ζητιανέψουν likes (σελ. 25).
Ἔτσι ὅμως μεταποιοῦν κάθε φορὰ τὴν Ἀλήθεια ἀπὸ ἀποκαλυπτικὴ σὲ ἀνακαλυπτικὴ (σελ. 76) καὶ «μόδα ποὺ συνεχῶς παλιώνει» (σελ. 234), ἐπιχειρῶντας νὰ στριμώξουν στὰ ἀσφυκτικὰ ὅρια τῆς ἐμπαθοῦς ἰδιωτικῆς τους θεολόγησης, μόνον ὅση ἀλήθεια βολεύει στὴν περίσταση.
Καὶ παρ' ὅτι ἡ ἀλήθεια ἀσφυκτιᾶ, οἱ ἴδιοι διαπρυσίως κηρύττουν τὴν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου», ἐπικαλούμενοι «τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν κατάφαση τῆς ποικιλίας τῶν προτιμήσεων, τῆς ἐλευθερίας τῶν ἐπιλογῶν, τῆς διαφορετικότητας τῶν ὠφελιμιστικῶν προκρίσεων καὶ εἰδωλικῶν ψευδαπολαύσεων» (σελ. 58), ἐπιχειρῶντας εἰς μάτην νὰ θεσμοθετήσουν τὴν προσωπική τους ἀπιστία ὡς πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Παρατηρῶντας κανεὶς τὸν πάγιο τρόπο, βάσει τοῦ ὁποίου ἐνεργοῦν οἱ διαφθορεῖς τῆς ἀλήθειας διαχρονικά, ἤδη ἀπὸ τότε ποὺ ἀνοικτὰ ὀνομάζονταν αἱρετικοὶ ἐνῷ σήμερα καμουφλαρίστηκαν ὡς «διαφορετικοί», καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι «ἡ μεταπατερικότητα συνδέεται στὴν πράξη μὲ τὴν προσπάθεια νὰ πεισθοῦν οἱ βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ νὰ μὴν ἀγαποῦν τὸ ἀγιακὸ παρελθὸν καὶ παρόν τους» (σελ. 50).
Ἴσως διότι τὸ ἀγιακὸ πλαίσιο ἐλέγχει καὶ πιστοποιεῖ τὸ ἐπίπεδο τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς διαβρωτικότητας τῆς ἠδονοθηρικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ὅμως ὡς παρὰ φύσιν κατάσταση ποὺ γεννᾶ τὴν πολύπτυχη εἰδωλολατρία, ἀποδεικνύεται ὡς ἀλγοφόρος.
«Τὸ ἐν λόγῳ πάθος ἐκδηλώνεται ὡς ἑξῆς: ὅσο ἀποτυγχάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν κτήση τῆς ἡδονῆς τόσο αὐξάνεται τὸ ἄλγος γιὰ τὴ μὴ ἀπόκτησή της» (σελ. 38), ἀνατρέποντας ἔτσι ἀκόμη καὶ τοὺς ὅρους τοῦ μανιχαϊσμοῦ.
Ὁ «νεομανιχαϊσμὸς σήμερα εἶναι ἀντίστροφος τοῦ ἀρχαίου ὅσον ἀφορᾶ στὴν πρόταξη τῆς ὕλης ἐπὶ τοῦ πνεύματος...σήμερα κυριαρχεῖ ὁ ματεριαλιστικὸς ἡδονισμὸς» (σελ. 59), ὁ ὁποῖος προτάσσει ἠδονολατρικὰ καὶ κατ' ἐξοχὴν τὴν ὕλη, τὸ σῶμα καὶ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς.
Γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τὸν Κουρεμπελὲ ὁ εὐδαιμονισμὸς κατ’ οὐσίαν ἀποτελεῖ συνθηκολόγηση μὲ τὸν θάνατο (σελ. 73).
Τὸ πλέον ὀξύμωρο καὶ ἀντινομικὸ στοιχεῖο τῆς συγκεκριμένης περιόδου ἀποτέλεσε τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κατ' ἐξοχὴν ἀντι-ευχαριστιακοὶ ζηλωτές, ἦταν ὅσοι, μέχρι πρό τινος, εἶχαν ἐπιδοθεῖ σὲ πληθώρα εὐχαριστιολογικῶν γραφῶν, ταυτίζοντας μάλιστα ἀπόλυτα Εὐχαριστία καὶ Ἐκκλησία.
Κάποιοι ἐξ’ αὐτῶν, πάνω σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ θεμέλιο, κυριολεκτικὰ ἔκτισαν καριέρες, διαιρῶντας ὅμως τὴν εὐχαριστία ἀπὸ τὸ Ὑποκείμενο αὐτῆς. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ τὴν δεδομένη στιγμὴ ἀρνήθηκαν μονομιᾶς τὸ παρελθόν τους γιὰ «χάρη τοῦ ἀδελφοῦ», παρουσίασαν τὸ Ποτήριο «φθοροποιὸ» (σελ. 78), καὶ τὴν πίστη στὰ θεοποιὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὡς σακραμενταλιστικὴ θεώρηση.
Καὶ παρ' ὅτι «διαλαλοῦν ὅτι θὰ ἑνώσουν τὴν οἰκουμένη» (σελ. 227) πρότειναν νὰ διαιρεθεῖ ἡ μετάληψη τῶν Δώρων, ἐνῷ «ὄφειλαν νὰ δείξουν ὅτι στὸ Ἅγιο Ποτήριο μετέχεται ὁ ἴδιος ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου (σελ. 44).
Εὔλογα ὅμως γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: «Μπορεῖ νὰ ἑνώσει τὴν ἀνθρωπότητα ἕνα τέτοιο ποτήριο;» (σελ. 78) δηλ. μὴ θεανδρικὸ ποτήριο; Λόγῳ ἀνωτέρας βίας ὁ ὀρθοδοξίτης λησμόνησε τὴν περὶ τοῦ ἄλλου «ἀγαπηστικὴ ἀλλολογία, τὴν ὁποία πούλησε ἄφθονα ἕως τώρα μὲ τὸ ἀζημίωτο» (σελ. 83).
Ἂν ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικὴ ἔκπτωση ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ὑπερεθνικὴ τετραρχία (πρώην πενταρχία) στὶς ἐθνικὲς ἐκκλησίες, καταλαβαίνει κανεὶς τί σημαίνει ἡ μετάλλαξη ἀπὸ ἐθνικὴ σὲ κρατικὴ ἐκκλησία, στὴν ὁποία ὁ κυβερνητικὸς ἐκπρόσωπος ὁρίζει τί εἶναι ἁμαρτία καὶ τί ὄχι, ἀποφαίνεται γιὰ τὸ ἂν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ εἰσαχθεῖ ἡ μέθοδος μὲ πολλὰ κουταλάκια μιᾶς χρήσης (sic), «προστάζοντας στοὺς πιστοὺς νὰ ζήσουν (καὶ) δίχως τὸ ζωοποιὸ Ποτήριο» (σελ. 84), καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ φανερώνουν τί σημαίνει σὲ μιὰ ἐκκλησία «νὰ περικλειστεῖ στὸ πολιτικοθρησκευτικὸ πλαίσιο ὡς παραδομένη στὰ χέρια ἐξουσιαστῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἀφοῦ παρουσίασαν τὴν "Ὀρθοδοξία" ὡς ἀμέτοχη στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μηδένισαν τὴν Ἀειπαρθενία τῆς ξενοτρόφου Θεοτόκου καὶ τὴν ἀσκητικὴ ὑπόσταση τῆς ὄντως Ὀρθοδοξίας ποὺ εἶναι ἐμβάπτιση στὴν ὄντως χαρά, οἱ ἠδονόδοξοι...θεωρούν ὅτι ἡ Εὐχαριστία ἡττήθηκε καὶ χρειάζεται τὴ βοήθειά τους...: Ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τὸν τάφο του τὸν ἀσφαλίσαμε τώρα καλὰ ἐμεῖς» (σελ. 123).
Τὸ νεκροφόρο ποτήριο ὅμως δὲν ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, οὔτε βεβαίως καὶ ὅσοι βλέπουν «νεκρὸ Χριστό».
Οἱ ἀνωτέρω θεωρήσεις ἀποτελοῦν στοιχεῖα «τελετουργικοῦ μονοφυσιτισμοῦ» (σελ. 207), στὸν ὁποῖο πρωταγωνιστεῖ μία ἀθέωτη ἀνθρώπινη φύση, κεχωρισμένη τῆς θεότητας καὶ ὡς ἐκ τούτου εὐάλωτη καὶ ἐκτεθειμένη στὴν διαφθορά, στὴν ἰσχὺ τοῦ θανάτου καὶ στὴν κυριαρχία τοῦ φόβου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὴν προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὶς Μυροφόρες «Μὴ φοβῆσθε», ἀναφέρει πὼς «πρότερον αὐτὰς ἀπαλλάττει τοῦ δέους, καὶ τότε διαλέγεται περὶ τῆς ἀναστάσεως...», πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνταιριαχθοῦν φόβος καὶ ἀναστάσιμο ἦθος.
Ἀσφαλῶς καὶ δὲν εἶναι συμπτωματικὴ ἡ ἀναφορά του ὅτι «τῷ γὰρ σαββὰτῳ προσελθόντες ᾐτήσαντο παρὰ τοῦ Πιλάτου τὴν κουστωδίαν, καὶ ἐφύλαττον· τὴν δὲ πρώτην νύκτα οὐδεὶς τούτων τῷ τὰφῳ παρῆν».
«Τὸ ζήτημα τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἀνάστασης εἶναι, καθὼς φαίνεται, ἡ τρίτη ἡμέρα» (σελ. 141), καὶ πρὸς τοῦτο ἐπιτελέσθηκε μία καλὴ συνεργασία μεταξὺ τῆς ἐξουσίας του Πιλάτου καὶ τῶν πρόθυμων ὑποτελῶν ἐντολοδόχων.
Ἴσως αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ προβληματίσει, ὡς πρὸς τὸ ἐὰν ὑφίσταται ὄντως ἀναστάσιμο ἦθος, σὲ ὅσους αὐτοπροβλήθηκαν καὶ αὐτοπροβάλλονται ὡς «φορεῖς τοῦ μηνύματος τῆς Ἀνάστασης» καὶ μόνον.
Δὲν εἶναι σπάνιο, τὸ νὰ χαρακτηρίζεται ὡς ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ἕνας ἀφηρημένος θρησκευτικὸς ἀκτιβισμός, ἐπενδυμένος, ὠριγενιστικὼ τῷ τρόπῳ, μὲ στοιχεῖα Ἀνάστασης καὶ Ἐσχάτων, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ «ἡ πραγματικὴ Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία εἶναι ἡ ἀσκητικὴ διαδρομὴ ποὺ δὲν ὑποτάσσεται στὴ σκιώδη παρύπαρξη τοῦ κακοῦ» (σελ. 168) καὶ ὡς τέτοια «γίνεται ἐμπειρία Θεομεθεξίας» (σελ. 166), «ἔτσι ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχουν χάσματα μεταξὺ πρωτολογίας καὶ ἐσχατολογίας» (σελ. 165).
«Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοί, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοί, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου» (Ἰω. 17,24).
Αὐτὸ καὶ μόνο ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι «ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτὸ ποὺ γίνεται πρὸ καταβολῆς κόσμου» (σελ. 217), γεφυρώνοντας τὸ χάσμα ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἐπίπεδη χρονικὴ θεώρηση τῶν ἐσχάτων ἁπλῶς ὡς μεταϊστορικὸ μέλλον ποὺ ἔρχεται καὶ εἰσέρχεται στὴν ἱστορία.
«Διὰ τῆς ἑνότητας τοῦ χρόνου στὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο σήμερον διὰ τῆς σαρκώσεώς του, τοῦ σταυροῦ, τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς δευτέρας παρουσίας του» (σελ. 179).
Ὅλα τὰ ἀνωτέρω, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς δὲν ἀποτελοῦν σενάρια φαντασίας ἀλλὰ πράγματα ποὺ ζήσαμε καὶ ζοῦμε ἐν μέρει ἕως καὶ σήμερα, δείχνουν τὸ πόσο εὔκολη εἶναι ἡ ἔκπτωση τῆς ἀγιακῆς ζωῆς σὲ μία «ἐξουσιοκρατικὴ ἐκκλησιολογία» (σελ. 202), στὴν ὁποία οἱ λειτουργοὶ γίνονται «ἀντιευχαριστιακὰ μεσάζοντες παραλειτουργοὶ ἑνὸς φολκλορικοῦ-θρησκευτικοῦ συστήματος» (σελ. 203), «ὑπηρέτες χωρὶς ἐν Χριστῷ μετάνοια, ἀλλὰ μὲ ἐδαφιαῖες γονυκλισίες τῶν ὑφισταμένων ὑπηρετῶν ἐνώπιον τῶν θρησκευτικῶν τους ἐξουσιαστῶν.
Στὸ σύστημα αὐτὸ οἱ σημερινοὶ ὑπηρέτες εἶναι οἱ αὐριανοὶ ἐξουσιαστὲς» (σελ. 235), οἱ ὁποῖοι, πνίγοντας μὲ φθόνο «κάθε ἔγκυρη κριτικὴ στὸν δογματισμό τους» (σελ. 189), συντηροῦν τὸν ψευδοπροοδευτικὸ παραφονταμενταλισμό.
Καὶ παρ' ὅτι οἱ ἐν λόγῳ εἰδικεύονται στὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου καὶ τῆς ἐν γένει ἑτερότητας, ὑπάρχει μία καὶ μοναδικὴ ἐξαίρεση· αὐτὴ ἡ ἑτερότητα νὰ μὴν στέκεται κριτικὰ στὰ ἀφηγήματά τους, προκειμένου νὰ μὴν φανερώνεται ἡ ἀνεπάρκειά τους.
«Μὲ πρόσχημα τὴν ἐναντίωση στὸν κατασκευασμένο φονταμενταλισμὸ λειτουργοῦν ὡς παραφθορὰ τῶν παραδεδομένων ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων καὶ τῶν θεολογικῶν ἐπιστημονικῶν πραγμάτων» (σελ. 189).
Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ἡ μετάνοια «ὡς πράξη ζωῆς εἶναι ἡ ὄντως ἀντιεξουσιαστικὴ πράξη τοῦ ἐν Χριστῷ εὐχαριστιακοῦ ἀνθρώπου» (σελ. 209), ποὺ προβάλλει τὸν δεδομένο ἀρραγῆ σύνδεσμο μεταξὺ δόγματος καὶ ἤθους.
«...Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοὶ παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ δέδωκάς μοὶ δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας. Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοί, ὅτι σοὶ εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σὰ ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κὸσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοί, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰω. 17, 7-11).
«Αὐτὸ εἶναι πράγματι ἡ ποιοτικὴ βίωση τῆς πλειοψηφίας τοῦ Ἑνὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος στὴ γεύση της δὲν φοβᾶται τὶς ποσοτικὲς πλειοψηφίες τοῦ κόσμου τούτου» (σελ. 237).
Θερμὰ συγχαρητήρια στὸν καθ. Ι. Κουρεμπελὲ γιὰ τὴν παρρησία καὶ τὴν ἐπιστημονική του συνέπεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου