Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Δεκαπολίτης ὁ Ὁμολογητὴς

Ἂν καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχισμό, δὲν ἔμεινε στὴν ἀπομόνωση τοῦ κελιοῦ του, ἀλλὰ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν εἰκονομάχων.
Γι’ αὐτὸ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακὲς καὶ ἐξορίες. Διακρίθηκε, ἐπίσης, στὸν ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν.
Ὁ Ἅγιος Προκόπιος φαίνεται ὅτι λίγο μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ἐνῷ κατ’ ἄλλους ὑπέμεινε μαρτυρικὸ θάνατο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φερωνύμως προκύπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός, μεθ' ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνούντι διὰ σοῦ, πασιν ἰάματα.
Ὁ Ἅγιος Νήσιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νήσιος μαρτύρησε, ἀφοῦ μαστιγώθηκε μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀβουδάντιος, Ἀλέξανδρος, Ἀντίγονος, Καλανός, Ἰανουάριος, Μακάριος, Σεβηριανός, Τιτιανός, Φορτουνίων καὶ οἱ σὺν αὐτῶν Μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Ἀβουδάντιος ἢ Ἀβούνδιος, Ἀλέξανδρος, Ἀντίγονος, Καλανός, Ἰανουάριος, Μακάριος, Σεβηριανός, Τιτιανός, Φορτουνίων ἢ Φορτούνιος ἢ Φορτουνάτος, μαρτύρησαν στὴν Θεσσαλονίκη, μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.).
Ἡ πληροφορία αὐτὴ καταγράφεται σὲ ἀρχαία Μαρτυρολόγια. Ὁ ἀριθμὸς τῶν Μαρτύρων καὶ τὰ ὀνόματά τους ποικίλουν ἀπὸ χειρόγραφο σὲ χειρόγραφο. Δὲν ὑπάρχει ὡστόσο κανένα ἐπιπλέον στοιχεῖο γιὰ τὸ μαρτύριό τους.
Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γελάσιος σημειώνεται στοὺς Συναξαριστὲς ὅτι ἦταν μῖμος καὶ ὅτι ὅταν διατάχθηκε νὰ ἐμπαίξει τὸ βάπτισμα τῶν Χριστιανῶν, ὡς ὁ ἀπὸ μίμων Πορφύριος (τιμᾶται 4 Νοεμβρίου), βαπτίσθηκε καὶ τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Οἱ Ὅσιοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ἰάκωβος

Ὁ Ὅσιος Ἀσκληπιὸς ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Πολυχρονίου (τιμᾶται 23 Φεβρουαρίου), ποὺ διακόνησε τὸν Ὅσιο Ζεβινὰ καὶ μιμήθηκε κατὰ πάντα τὸν Γέροντα αὐτοῦ στὴν ἄσκηση.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἐρημιτικοὺ βίου, σὲ πολὺ μεγάλη ἡλικία κλείσθηκε σὲ κελὶ κοντὰ στὴν πόλη Νιμουζᾶν, χωρὶς νὰ βλέπει κανέναν καὶ τίποτα.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησαν, κοιμήθηκαν ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Θαλλελαῖος
Ὁ Ὅσιος Θαλλελαῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπειδὴ ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο, μετέβη στὴν πόλη τῶν Γαβάλων τῆς Συρίας, σὲ ὄρος ψηλὸ ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε ναὸς τῶν εἰδώλων καὶ ἔστησε τὴν μικρὴ καλύβα του ἀσκητεύοντας μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
Ὅταν εἶδαν οἱ δαίμονες τὴν ἀρετή του, δοκίμασαν νὰ τὸν ἐκφοβήσουν. Δὲν μπόρεσαν ὅμως. Μὲ προσευχὴ τοὺς ἔκανε ἄφαντους.
Ἐκεῖνοι τότε ἐξεμάνησαν καὶ ἄρχισαν νὰ σπᾶνε τὰ δένδρα καὶ ἐπειδὴ οὔτε μὲ αὐτὸ παρακίνησαν τὸ Ὅσιο, τὴ νύχτα μὲ φωνὲς καὶ θορύβους, ἐπιτίθονταν σὲ αὐτόν. Χωρὶς ὅμως νὰ κατορθώσουν τίποτα, ὑπεχώρησαν.
Ὁ Ὅσιος ἦταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη. Ποτὲ δὲν ὑπερηφανεύθηκε γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὰ πνευματικὰ κατορθώματά του καὶ ὁδηγοῦσε πρὸς τὸν Χριστὸ πλανεμένες ψυχές.
Ὅποτε μάλιστα τοῦ ἔκαναν λόγο ἐπαινετικό, ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ τὸν δεχθεῖ, διότι θεωροῦσε πνευματικὰ ὠφέλιμο νὰ προσέχει ποῦ ὑστεροῦσε καὶ ὄχι νὰ ἀκούει γιὰ τὴν προκοπή του.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ὅσιος ἐπιθυμοῦσε νὰ ζήσει πιὸ αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὴν καλύβα καὶ ἔκτισε κελὶ τόσο στενό, ὥστε εἰσερχόταν σὲ αὐτὸ μὲ δυσκολία.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς ἐπὶ δέκα χρόνια, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Τὸν βίο του συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ἦταν κοιτωνίτης τοῦ βασιλέως Μαυρικίου. Ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἵδρυσε τὸ γηροκομεῖο τοῦ Ἀρματίου, ὅπου ὑπῆρχε καὶ ναὸς τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Σάγματος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ ἐν Καισαρείᾳ
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴν Καισάρεια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν δύναται νὰ ἐξακριβωθεῖ ἐὰν εἶναι ὁ αὐτὸς μὲ τὸν Ὅσιο καὶ Ὁμολογητὴ Τιμόθεο, ποὺ ἑορτάζει τὴν 1η Φεβρουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Λέανδρος Ἐπίσκοπος Σεβίλλης

Ὁ πατέρας του ἦταν δοῦκας καὶ καταγόταν ἀπὸ βυζαντινὴ γενιά, ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν πρωτότοκη κόρη τοῦ Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, ποὺ βασίλευε στὴν Σεβίλλη, τὴν πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τῶν Βησιγότθων.
Πολὺ νωρὶς ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὶς ἀρετές του. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέστησε Ἐπίσκοπο τὸ ἔτος 579 μ.Χ.
Ἵδρυσε θεολογικὴ σχολὴ μὲ σκοπὸ τὴ διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν γενικά, μέσα στὸ λαὸ τοῦ τότε βάρβαρου ἀκόμα βασιλείου.
Οἱ δυὸ βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλτ καὶ Ρεκαρέντ, ἀνεψιοί του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του, ἦταν μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου.
Ὁ Χερμενεγκὶλτ ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ πίστη του στὴν Ἐκκλησία δυναμώθηκε πιὸ πολὺ χάρη στὴν εὐσεβῆ σύζυγό του Ἴνγκαρτ, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Σιγεβέρτου.
Ὅταν ὁ πατέρας του, μεταφέροντας τὴν πρωτεύουσά του στὸ Τολέδο, τοῦ ὅρισε γιὰ διαμονή του τὴ Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ αἱρετικὸς Λέβεγκιλτ ᾖλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Ὀρθόδοξο γιό του Χερμενεγκίλτ.
Ἦταν τέτοια ἡ ἔνταση τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς μανίας τῶν αἱρετικῶν, ποὺ ὅπως γράφεται δὲν ἔβλεπε κανεὶς πουθενὰ ἐλεύθερο ἄνθρωπο καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆ ἔχασε τὴν παλαιά της γονιμότητα.
Ὁ αἱρετικὸς βασιλέας πολιόρκησε τὴν Σεβίλλη καὶ ἔκλεισε σὲ σκοτεινὴ φυλακὴ τὸν υἱό του, ὅπου καὶ τὸν στραγγάλισε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 586 μ.Χ.
Τὴν ἐποχὴ αὐτή, λίγο πρὶν ἐξορισθεῖ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἄλλους ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἅγιος Λέανδρος ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκεῖ γνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Μέγα, τὸν Διάλογο, καὶ συνδέθηκε μαζί του μὲ δυνατὴ φιλία.
Ὅταν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἔφθασε στὰ ἄκρα, ὁ βασιλιὰς Λέβεγκιλτ προσβλήθηκε ἀπὸ θανατηφόρο ἀσθένεια, ἄλλαξε στάση, προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Λέανδρο στὴν ἐπιθανάτια κλίνη του καί, ἀφοῦ μετανόησε, τὸν παρακάλεσε νὰ κατευθύνει τὸ διάδοχό του Ρεκαρὲντ πρὸς τὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη πίστη.
Ὁ νέος βασιλέας, ὑπάκουος στὸν παλαιὸ διδάσκαλό του, μεταστράφηκε καὶ ἀνέλαβε ἀμέσως νὰ συγκαλέσει τὴν Τρίτη ἐν Τολέδῳ Σύνοδο, ὅπου ἀνέγνωσε ἐνώπιον ὅλων τὴν ὁμολογία πίστεως στὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι οἱ λαοὶ τῶν Γότθων καὶ Σουέβων, ἑνωμένοι, ἐπανέρχονται στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἀφιέρωσε πλέον τὴν ὑπόλοιπη ζωή του στὴ διδασκαλία τοῦ ποιμνίου του μὲ τὸ φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ ἀρχήν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα γραπτά του.
Προετοίμασε ἀκόμη τὸν ἀδελφό του, Ἅγιο Ἰσίδωρο, νὰ γίνει διάδοχός του στὸ θρόνο τῆς Σεβίλλης καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας.
Βοήθησε ἀκόμη τὴν ἀδελφή του, Ἁγία Φλωρεντίνη, νὰ γίνει ἱδρύτρια καὶ ἡγουμένη σαράντα μονῶν μὲ χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αὐτὴν μοναχικὸ τυπικὸ ποὺ ἀπὸ τότε καλεῖται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου».
Ὀργάνωσε, ἐπίσης, τὴ Θεία Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας, ποὺ λειτουργικὰ ὀνομάζεται «μοζαραβικῆ».
Ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος τῆς Σεβίλλης, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὲς ἀντιξοότητες καὶ δοκιμασίες, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο στὶς 13 Μαρτίου τοῦ ἔτους 600 ἢ 601 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Τίτος ἐκ Ρωσίας

Τότε ζοῦσε στὴ Λαύρα καὶ ἕνας διάκονος, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐάγριος. Ὁ μισόκαλος διάβολος, ποὺ πάντοτε σπείρει ζιζάνια, ἔσπειρε ἔχθρα ἀνάμεσα στὸν Ὅσιο Τίτο καὶ τὸ διάκονο Εὐάγριο.
Καὶ ἐνῷ πρῶτα ἔτρεφαν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο βαθιὰ ἀμοιβαία ἀγάπη, ἔφθασαν τώρα νὰ μὴν θέλουν οὔτε νὰ ἰδωθοῦν. Τόσο πολὺ μάλιστα τοὺς σκότισε ἡ ὀργὴ καὶ ἡ μνησικακία, ὥστε, ὅταν θυμίαζε ὁ ἕνας στὸ ναό, ὁ ἄλλος ἔφευγε. Καὶ ἂν δὲν ἔφευγε, ὁ πρῶτος τὸν προσπερνοῦσε χωρὶς νὰ τὸν θυμιάσει.
Ἔχοντας βυθιστεῖ σὲ τέτοιο σκοτάδι ἐμπάθειας οἱ δυὸ ἀδελφοί, τολμοῦσαν νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ προσφέρουν τὰ Τίμια Δῶρα καὶ νὰ κοινωνοῦν, ξεχνώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ποὺ λέγει: «Ἐὰν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἐκεῖ ἐνθυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίων σου, ἄφησε ἐκεῖ τὸ δῶρο σου μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο καὶ πήγαινε, πρῶτα νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν ἀδελφό σου, καὶ τότε ἀφοῦ ἔλθεις πρόσφερε τὸ δῶρο σου».
Κάποτε ὁ Ὅσιος Τίτος ἀρρώστησε πολὺ σοβαρά. Εἶχα μάλιστα φθάσει στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, ὅταν ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ κλαίει καὶ νὰ θρηνεῖ γιὰ τὴν ἁμαρτία του. Ἀμέσως παρακάλεσε τοὺς μοναχοὺς νὰ καλέσουν τὸν Εὐάγριο, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν.
Ἐκεῖνος ὅμως, ὄχι μόνο δὲν δέχθηκε νὰ συγχωρέσει τὸν ἑτοιμοθάνατο ἀδελφό, ἀλλὰ ἄρχισε νὰ τὸν καταριέται.
Τότε τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ἔφεραν διὰ τῆς βίας στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν. Μόλις τὸν εἶδε ὁ Ὅσιος Τίτος ἀνασηκώθηκε μὲ δυσκολία καὶ τὸν ἱκέτευσε κλαίγοντας νὰ τὸν εὐλογήσει.
Ὁ ἀνελέητος Εὐάγριος ἀποστράφηκε ἄσπλαχνα τὸν Ὅσιο καὶ δήλωσε μπροστὰ σὲ ὅλους, ὅτι ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του οὔτε στὴν παροῦσα ζωὴ οὔτε στὴν ἄλλη.
Δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ τελειώσει τὸν λόγο του καὶ ἔπεσε κάτω ξερός!
Οἱ πατέρες ἔτρεξαν νὰ τὸν σηκώσουν, ἀλλὰ διαπίστωσαν πὼς ἦταν νεκρός. Τὸ σῶμα του ἀμέσως πάγωσε σὰν μάρμαρο. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος Τίτος σηκώθηκε ὄρθιος, ἐντελῶς ὑγιής, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀρρωστήσει ποτέ.
Μὲ φρίκη καὶ δέος ἀντίκρισαν ὅλοι τὸν ἄδοξο θάνατο τοῦ μνησίκακου Εὐαγρίου καὶ τὴν θαυματουργικὴ ἴαση τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Τίτος, μετὰ τὴν συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἐμπειρία, ἀπομάκρυνε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ ζωή του, ὄχι μόνο τὴν ἐξωτερικὴ ὀργή, ἀλλὰ καὶ κάθε κακὸ λογισμὸ γιὰ ὁποιονδήποτε ἀδελφό, μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό. Ἦταν τὸ ἔτος 1190.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐκ Τραπεζοῦντος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἠλίας καταγόταν ἀπὸ τὸ Κρυονέρι Τραπεζούντας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ ἱερέως Κωνσταντίνου.
Συνελήφθη καὶ βασανίστηκε στὸ Μόλο τῆς Τραπεζούντας (Μοὺμ Χανέ), τὸ ἔτος 1749 καὶ τελικὰ ἀπαγχονίστηκε. Τὸ ἅγιο λείψανο αὐτοῦ τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴ μονὴ Θεοσκεπάστου.
Ὁ Ὅσιος Φώτιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Φώτιος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ Γιοῦρεβ τοῦ Νόβγκοροντ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1838.
Ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ Ἐπίσκοπος Μπρούκλυν

Σπούδασε στὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ χειροτονήθηκε διάκονος στὶς 8 Δεκεμβρίου τοῦ 1885. Στὴ συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας Σίλβεστρο, διευθυντῆ τῆς ἀκαδημίας καὶ ἕνα μῆνα ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὀφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰωαννίκιο. Ὡς πρεσβύτερος πλέον ἀνέλαβε καθήκοντα ἐξάρχου τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στὴ Ρωσία.
Ὁ ἱεραποστολικὸς ζῆλος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ἀμερική. Ἔφθασε στὴ Νέα Ὑόρκη στὶς 2 Νοεμβρίου 1895 καὶ ἀνέλαβε ὡς βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου Νικολάου. Ἀνέλαβε σημαντικὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ συγγραφὴ θεολογικῶν βιβλίων καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀνέγερση νέων ναῶν.
Τὸ ἔτος 1903 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο Μπρούκλυν καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο στὴ Βόρειο Ἀμερική.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1915.
Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης γεννήθηκε τὸ 1912 μ.Χ. στὸ Ἀμπελοχώρι Θηβῶν.
Ὁ πατέρας του ὀνομάζονταν Ἰωάννης Παπανικήτας καὶ ἡ μητέρα του Βικτορία. Ὁ Γέροντας εἶχε σὰν κοσμικὸς τὸ ὄνομα Εὐάγγελος. Τελείωσε τὸ Γυμνάσιο ἀλλὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἔκλεινε στὸν Εὐάγγελο τὶς κοσμικὲς θύρες τῆς ἀποκατάστασης.
Στὴν Θήβα, ὅπου εἶχε μετακομίσει ἡ οἰκογένεια του, ὁ Εὐάγγελος γνώρισε τοὺς γεροντάδες του τὸν Ἐφραὶμ καὶ τὸν Νικηφόρο.
Ἡ ζωή του Εὐάγγελου ἦταν καλογερική. Ἀγωνίζονταν πνευματικὰ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τὶς μετάνοιες, τὴν νηστεία καὶ κυρίως μὲ τὴν ὑπακοή.
Ἡ μητέρα του ἀξιώθηκε νὰ λάβει πληροφορία ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἐφραίμ τον Σῦρο (βλέπε 28 Ἰανουαρίου) ὅτι τὸ θέλημα τοῦ υἱοῦ της νὰ γίνει μοναχὸς ἦταν καὶ θέλημα Θεοῦ καὶ πῶς ὁ Εὐάγγελος θὰ τιμήσει τὴν μοναχικὴ ζωή.
Τὴν 14η Σεπτεμβρίου 1933 μ.Χ. ὁ Εὐάγγελος ἄφησε τὸν κόσμο ἦλθε στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους στὰ Κατουνάκια, στὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου καὶ ἔβαλε μετάνοια στὴν συνοδεία των Γεροντάδων Ἐφραὶμ καὶ Νικηφόρου.
Μετὰ τὴν δοκιμασία του ἐκάρη μικρόσχημος μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λογγίνος.
Τὸ 1935 μ.Χ. ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς ἀπὸ τὸν Γέροντα του Νικηφόρο καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἐφραίμ.
Τὸν ἑπόμενο χρόνο χειροτονήθηκε Ἱερέας.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἀξιώθηκε καὶ γνώρισε τὸν πρύτανη τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς τὸν διορατικό, προορατικὸ καὶ ἅγιο Γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστὴ (βλέπε 16 Αὐγούστου) καὶ συνδέθηκε πνευματικὰ μαζί του μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντα τοῦ Νικηφόρου.
Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ μὲ τὴν σειρά του εἶχε διδαχθεῖ τὴν ἀπλανῆ πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ τοὺς περίφημους ἡσυχαστὲς μοναχὸ Καλλίνικο καὶ Ἱερομόναχο Δανιήλ.
Ἑπομένως ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ μᾶς διδάσκει τὴν ἐπίμονη ἀναζήτηση γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀνεύρεση ἀπλανοῦς πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, ποῦ θὰ εἶναι «Ἐκδόσεις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». Ὁ ἀπλανὴς πνευματικὸς βλέπει τὶς δαιμονικὲς πλάτες καὶ μὲ τὰ κατάλληλα πνευματικὰ φάρμακα ὁδηγεῖ τὰ πνευματικὰ παιδιά του στὸν Παράδεισο.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ διαχώρισε τὴν γνήσια ὑπακοὴ ἀπὸ τὴν ἀρρωστημένη ὅταν συμβούλευσε κοινοβιάτη μοναχὸ νὰ κάνει ὑπακοὴ στὸν Γέροντα τοῦ ὄχι σὰν ζῶο ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ζῆλο Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς ἔδωσε ἕνα πρόγραμμα ἡσυχαστικῆς ζωῆς στὸν Ὅσιο Ἐφραίμ, γιὰ νὰ καλλιεργεῖ τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον με», νὰ ἔχει φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν κάθαρση τῆς καρδίας καὶ τὸν θεῖο φωτισμό.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἰωσὴφ ἐντρύφησε στὴν «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν» καὶ ἐλάμβανε τὶς συμβουλὲς τῶν Νηπτικῶν Πατέρων γιὰ τὸν ἀγῶνα του. Δὲν διάβαζε οὔτε βιβλία ψυχιατρικῆς, οὔτε «κουλτουριάρικα» ἀναγνώσματα διὰ πνευματικὲς ἐπιδείξεις στὰ σαλόνια, οὔτε εἶχε τὸν φόβο μήπως τὸν ἀποκαλέσουν οἱ κοσμικοὶ κύκλοι «φονταμενταλιστή».
Τὸ 1973 μ.Χ. ἐκοιμήθη ὁ Ἱερομόναχος Νικηφόρος ὁ Γέροντας τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ μετὰ τὸ 1980 μ.Χ. εἶχε συγκροτήσει συνοδεία καὶ τήρησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἰωσὴφ νὰ ἀποκτήσει συνοδεία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ παπα-Νικηφόρου.
Ἑπομένως ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ πρῶτα ἔφθασε στὴν κάθαρση καὶ κατόπιν ἔγινε ὁ ἴδιος Γέροντας. Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ πολέμησε τὸν μεγάλο ἐχθρὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὴν κενοδοξία. Οἱ θυσίες του γίνονταν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ προσδοκώμενο ἔπαινο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ θ. Λειτουργία γιὰ τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ ἦταν συγκλονιστικὸ καὶ βιωματικὸ γεγονός. Εἶχε ἐκμυστιρευθεῖ σὲ Ἱερομόναχο πνευματικὸ φίλο του ὅτι ἀπὸ τὴν πρώτη θεία Λειτουργία ποῦ τέλεσε, ἔβλεπε αἰσθητά την Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μεταβάλλει τὰ θεῖα δῶρα.
Μάλιστα, μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων, ἔβλεπε τὸν ἴδιο τόν Χριστὸ μέσα στὸ δισκάριο καὶ ἦταν ἀδύνατον νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυα του, ὅταν ἔφθανε στὸ τεμαχισμὸ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυα του τὸ ἀντιμήνσιο κατὰ τὴν θεία Λειτουργία καὶ ἔβλεπε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοὺς ἀγγέλους νὰ συλλειτουργοῦν.
Ὅμως ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ δὲν ἀναφέρθηκε ποτὲ σὲ «λειτουργικὴ ἀναγέννηση» καὶ μάλιστα ζητοῦσε σὲ κοινοβιάτες, ποῦ βρίσκονταν στὰ ἐξωτερικὰ διακονήματα νὰ μὴ παραλείπουν τὸ ψαλτήρι.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἦταν κοσμημένος μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμα καὶ ἔβλεπε τὴν πνευματικὴ κατάσταση κάθε κληρικοῦ ἢ μοναχοῦ καὶ ἔδιδε τὰ κατάλληλα πνευματικὰ φάρμακα γιὰ τὴν πρόοδο στὴν πνευματικὴ ζωή.
Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶχε κοσμήσει τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ καὶ μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα, γι 'αὐτὸ καὶ ἔβλεπε καταστάσεις ποῦ ἔρχονταν (ὅπως ὁ σεισμὸς τοῦ 1977 μ.Χ. στὴν Θεσσαλονίκη), ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς εἶχε προσφωνήσει λαϊκοὺς ἀκόμα καὶ μικρὰ παιδιὰ μὲ τὰ ὀνόματα ποῦ ἔλαβαν μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴν μοναχική τους κούρα. Μάλιστα, κάποιος φοιτητὴς ἔστειλε μία περιληπτικὴ καὶ χωρὶς λεπτομέρειες ἐπιστολὴ στὸν μακαριστὸ Γέροντα καὶ ἔλαβε ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἐφραίμ, ποῦ τοῦ περιέγραφε μὲ λεπτομέρειες τὴν πνευματική του κατάσταση ἀκόμα καὶ κατασταθεὶς στὸν χῶρο ποῦ διέμενε ὁ φοιτητὴς χωρὶς αὐτὸς νὰ τὶς ἔχει προαναφέρει.
Κάποτε ἄγνωστοι μεταξύ τους κληρικοὶ συναντήθηκαν στὸν δρόμο γιὰ τὰ Κατουνάκια καὶ ὅταν ἔφτασαν στὸν Ὅσιο Ἐφραίμ, ὁ μακαριστὸς ἅγιος Γέροντας ἄρχισε νὰ ἐπιπλήττει ἕναν ἀπὸ τοὺς κληρικούς, πῶς δὲν εἶναι παπᾶς ἀλλὰ μασόνος, ποῦ ἔβαλε ράσο, γιὰ νὰ κατασκοπεύει τὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὁ μασόνος παραδέχτηκε τὴν ραδιουργία του.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἔζησε ἐμπειρίες, ποῦ μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ μποροῦν νὰ ζήσουν, μακριὰ ἀπὸ παπικὲς ἡ προτεσταντικὲς πλάνες.
Κάποτε ἕνας ἡγούμενος, δύο θεολόγοι καὶ ἕνας φοιτητὴς ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ νὰ τοὺς ἐξηγήσει την εὐωδιὰ τῶν ἁγίων λειψάνων.
Ὁ Ὅσιος ἔσκυψε τὸ κεφάλι του στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς καὶ προσεύχονταν. Ὁ τόπος γέμισε εὐωδιὰ καὶ ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ τοὺς εἶπε πῶς ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε ὁ ἴδιος νὰ τὸ ἐξηγήσει παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ ἀπαντήσει στοὺς συνομιλητές. Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ αἰσθάνονταν τὶς ἁμαρτίες σὰν δυσοσμία. Κάποιος ἐπίσκοπος μέσῳ τρίτου ρώτησε τὸν μακαριστὸ ἅγιο Γέροντα γιὰ τὸν οἰκουμενισμό.
Ὁ Γέροντας ἔκανε προσευχή, γιὰ νὰ τὸν πληροφορήσει ὁ Θεὸς καὶ τότε ξεχύθηκε μία δυσωδία μὲ γεύση ξινή, ἁλμυρὴ καὶ πικρή, ποῦ τὸν γέμισε μὲ ἀποτροπιασμό.
Ἡ παρακαταθήκη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν σαφὴς «Τὸ σχίσμα εὔκολα γίνεται, ἡ ἕνωση εἶναι δύσκολος». Ἄραγε, πόσο ἀπήχηση ἔχουν σήμερα τὰ λόγια ἑνὸς θεοφόρου σύγχρονου Πατρός;
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἀναδείχθηκε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ πρακτικὸς ὁδηγὸς στὴν ποιμαντικὴ τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, γιατί βοήθησε πολλοὺς νέους νὰ καταλήξουν στὸν γάμο χωρὶς νὰ τοὺς πιέσει γι' αὐτὸ ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπιστολές του, ποῦ σώζονται, ἀποτελοῦν πνευματικὴ παρακαταθήκη καὶ «σχολὴ γονέων» χωρὶς ψυχολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς θεωρίες γιὰ τὶς ἀγωνιζόμενες πνευματικὰ οἰκογένειες.
Τὸ 1996 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἔπαθε ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο καὶ ἔπεσε σὲ ἀκινησία. Δὲν γόγγυσε καθόλου ἀλλὰ δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Μᾶς ἀφήνει τὸ ἅγιο παράδειγμα του γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν.
Στὶς 27 Φεβρουαρίου 1998 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης τοῦ Ἁγίου Ὅρους παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του, ποῦ ὑπηρέτησε ἀπὸ τὴν νεότητα του.
Λέγουν πῶς κάποτε ρωτήσανε ἕναν ὑπερήλικα, ποῦ ζοῦσε τὸν 19ο αἰῶνα μ.Χ., νὰ πεῖ τὸ συγκλονιστικότερο γεγονὸς στὴν ζωή του.
Ὁ ὑπερήλικας ἀπάντησε ὅτι ὅταν ἦταν μικρὸς εἶδε καὶ ἄκουσε τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό.
Καὶ ἡ δική μας γενιὰ ἀξιώθηκε νὰ γνωρίσει τὰ εὔοσμα ἄνθη τοῦ Ἀθωνικοῦ Μοναχισμοῦ, τὸν Ὅσιο Γέροντα Παίσιο καὶ τὸν Ὅσιο Ἐφραίμ τον Κατουνακιώτη, ποῦ μᾶς καλοῦν νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ζωή τους.
Τὰ τέλη τοῦ Γέροντα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη
Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1996 μ.Χ. ἕνα ἰσχυρὸ ἐπεισόδιο τὸν ἔριξε μόνιμα στὸ κρεβάτι μὲ σχεδὸν τέλεια ἀκινησία, ἀφωνία, ἀδυναμία καταπόσεως.
Φαινόταν νὰ μὴν ἔχει καμιὰ ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον. Δὲν προσπαθοῦσε νὰ πεῖ τίποτε, ἔστω καὶ μὲ χειρονομίες.
Οὔτε φαινόταν νὰ ἀκούει ὅ,τι τὸν ρωτοῦσαν. Ἦταν ἕνα μυστήριο. Μόνο ὅταν πονοῦσε πολύ, βογκοῦσε.
Οἱ ἀδελφοὶ ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, τοῦ ἔγραφαν: «Καὶ ὅταν ἡ καθημερινότης μὲ παρασύρει πολλὲς φορές, βλέπω νοερῶς ἐντός μου τὸ δικό σας βλέμμα καὶ ἰλιγγιῶ ὁ ἄθλιος μπροστὰ στὴ δική σας ὑπομονὴ καὶ στὶς δικές σας δοκιμασίες»...
Παρ’ ὅλες τὶς δοκιμασίες ὅμως ἔβλεπε, ἔστω λίγο, καὶ ἄκουγε μιὰ χαρά. Καὶ ἡ ἀπόδειξη ἦταν ὅτι ἀνταποκρινόταν μὲ χαμόγελα ἢ καὶ γέλια ἀκόμη, ὅταν τοῦ διηγοῦνταν τις ἀγαπημένες του χαριτωμένες ἱστοριοῦλες ποὺ συνήθιζε καὶ ὁ ἴδιος νὰ χρησιμοποιεῖ παλαιότερα.
Ἦταν ὁ μόνος τρόπος ἐπικοινωνίας μαζί του στὴν κατάσταση τετραπληγίας ποὺ βρισκόταν. Πάντοτε εὐχαριστιόταν νὰ χαριτολογεῖ λέγοντας διδακτικὲς ἱστορίες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ἢ τὴν λαϊκὴ παράδοση, ἄλλοτε νὰ αὐτοσαρκάζεται ἢ νὰ πειράζει τοὺς ἄλλους μὲ εὐφυΐα καὶ ἀγαθότητα.
Ὅταν κάποιος δὲν ἔτρωγε τὸ φαγητό του ἀπὸ θεληματάρικη ἄσκηση, διηγεῖτο γιὰ τὸ γαϊδουράκι του Χότζα ποὺ δὲν τὸ τάϊσε μιά, δὲν τὸ τάϊσε δύο, καὶ χαιρόταν ποὺ δούλευε χωρὶς ἔξοδα. Κάποια στιγμὴ ὅμως ἡ πόρτα του στάβλου δὲν ἄνοιγε, γιατί τὸ γαϊδουράκι ψόφησε καὶ ἔπεσε κάτω φαρδύ-πλατύ.
Ἄλλοτε σχηματίζοντας σὰν παιδικὴ τὴ φωνὴ τοῦ προσποιούταν τὴ συνομιλία δύο μικρῶν παιδιῶν:
- Ποὺ εἶναι τὰ σταφύλια;
-Τί τὰ θέλεις;
- Νὰ τὰ δῶ!» γιὰ νὰ στηλιτεύσει τὴν παιδικὴ πονηριὰ κάποιου.
Γιὰ ἄλλον ποὺ δὲν ἔλεγε νὰ μάθει στοιχειώδη τυπικά, θυμόταν τὴ φλάσκα τοῦ παπᾶ. Ἦταν ἀγράμματος καὶ μέτρησε κουκιὰ μέσα σὲ ἕνα σακούλι. Τρώγοντας ἕνα κάθε μέρα θὰ ἤξερε πότε νὰ κάνει Πάσχα. Ἡ παπαδιά το ἀντιλήφθηκε καὶ πρόσθετε κουκιά, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει. Καὶ ὁ παπᾶς ἀπαντοῦσε στοὺς παραπονούμενους χωρικούς: «Ὅπως πᾶνε τὰ κουκιὰ καὶ ὅπως δείχνει ἡ φλάσκα, οὔτε φέτος ἔχει Λαμπρὴ οὔτε τοῦ χρόνου Πάσχα».
Ἂν κάποιος ἔκανε ὑπακοὴ γιὰ τὰ μάτια, κουνοῦσε χαμογελῶντας τὸ κεφάλι, καὶ μὲ βαριὰ προσποιητὴ φωνὴ ἔλεγε: «Ἀντώνη, Ἀντώνη.,.», θυμίζοντας τὴν ἀποδοκιμαστικὴ φράση καὶ ἔκφραση ἑνὸς ἅγιου γέροντος ποὺ ὁ ὑποτακτικὸς τοῦ ἔκανε ὑπακοή, μόνο ὅταν ἦταν παρόντες ἄλλοι.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια, μικρότερα ἢ ἐκτενέστερα, ἦταν ποὺ τοῦ κρατοῦσαν εὔθυμη συντροφιὰ τοὺς δεκατρεῖς μῆνες τῆς συνεχοῦς κατακλίσεώς του στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Ὅταν ὁ πυρετὸς καὶ ἡ ἀσθένεια δυνάμωναν, τὸ χαμόγελο μαραινόταν στὰ γεροντικὰ χείλη του.
Δὲν ἀναπαυόταν στὴν κατάκλιση. Προτιμοῦσε νὰ κάθεται στὸ κρεβάτι μὲ τὰ πόδια χαμηλὰ στὸ πάτωμα καὶ τὴν πλάτη στηριγμένη σὲ μαξιλάρια. Ὅπως πάντοτε πολὺ σκυφτός. Ἡ ἀγαπημένη του στάση προσευχῆς.
Σ’ αὐτὴν τὴ στάση τὸν πῆρε ἥσυχα ὁ Θεὸς στὶς 27 Φεβρουαρίου 1998 μ.Χ.
Ἐπανειλημμένα εἶχε δώσει ἐντολὲς νὰ γίνει ἡ κηδεία του στὸν στενὸ κύκλο τῆς γειτονιᾶς. Ἀλλὰ τὸ μυστικὸ διέρρευσε καὶ ἀρκετοὶ πατέρες πρόλαβαν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό του. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς γράφει:
«Ὁ Γέροντας, ἄνθρωπος Ὅσιος, μὲ ἁγία ζωή, ἔμπλεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μὲ πληροφορίας δι ὅσα ὁ ἰδικός του κόσμος χωροῦσε, καὶ ὅμως ζοῦσε μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ παρακαλοῦσε νὰ εὐχώμεθα δι΄ αὐτόν.
"Παιδί μου, σὲ παρακαλῶ, ὅταν φύγω, νὰ μοῦ κάνεις ἕνα σαρανταλείτουργο καὶ πάντοτε νὰ μὲ μνημονεύεις".
Εἶχε δώσει ἐντολὴ στὴ θανή του νὰ παρευρεθοῦν οἱ γείτονες, μὲ τοὺς ὁποίους πέρασε τὴν παροῦσα ζωή.
Δι’ ἐμὲ εἶχε δώσει εὐλογία νὰ μὲ καλέσουν. Τὸν εὐχαριστῶ. Τὴ νύκτα τῆς θανῆς του τὸν βλέπω στὸν ὕπνο μου ντυμένο λευκὴ ἱερατικὴ στολή, ἀστράπτοντα, χαριέστατον καὶ λέγοντα: "Παπαδάκο μου, ὑπάγω νὰ λειτουργήσω".
Παρευρέθην εἰς τὴν κηδεία του. Ἔβλεπα κοιμώμενον ἕναν ὅσιον ἀνήκοντα πλέον εἰς τὴν χορείαν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων καὶ ἠυχαρίστησα τὸν Θεὸν καὶ τὸν Γέροντα ποὺ μὲ ἀγάπησε καὶ χαρακτήρισε τὴν ζωήν μου μὲ τὴν ἰδικήν του. Τέλος, τὸ σῶμα του ἐδέχθη ἡ μητέρα γῆ, ἁγιαζομένη ὑπ’ αὐτοῦ, τὴν δὲ ἁγίαν του ψυχὴν ὑπεδέχθη χαίρουσα ἡ χορεία πάντων τῶν Ὁσίων των ἐν ἀσκήσει διαλαμψάντων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τὴν ἥμερα ἐκείνη ἤρχιζε μὲ τὸν Ἑσπερινό, διὰ νὰ ἑορτάσει οὕτω ὁ Ὅσιος μετὰ τῶν Ὁσίων.
Εἰς ἡμᾶς ἄφησε μνήμην καὶ ὑπόδειγμα ἐνάρετου ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ζωῆς Ἁγιορείτου μονάχου καὶ νοσταλγικὴν ἀνάμνησιν τοῦ σεπτοῦ του προσώπου.
Εἰς τὰ τεσσαρακονθήμερα μνημόσυνα δὲν ἠδυνήθην νὰ παρευρεθῶ, διότι εἴχομεν εἰς τὸ κελλίον μας κουράν, καὶ ἐστενοχωρούμην ποὺ δὲν ἤμουν καὶ ἐγὼ ἐκεῖ.
Εἰς τὴν Λειτουργίαν μετὰ τὸν καθαγιασμόν, εἰς τὴν μνημόνευσιν τῶν κεκοιμημένων, λέγων "Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἐφραίμ..." αἰσθάνομαι δύο χέρια νὰ μὲ ἀγκαλιάζουν στοργικὰ στοὺς ὤμους. Μὲ ἔπιασε ρῖγος. Σταμάτησα.
Γύρισα πίσω. Δὲν βλέπω τίποτε. Τὸν ἠυχαρίστησα καὶ συνέχισα τὴν Λειτουργίαν. Ἡ ἀγαπῶσα καρδία του πιστεύω ὅτι μᾶς παρακολουθεῖ. Εὔχεται καὶ τὸ αἰσθανόμεθα».
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί synaxarion.gr
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου