Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Ναυπάκτου Ἰερόθεος: Δὲν χωρίζεται ὁ Σταυρὸς ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, οὔτε ἡ Ἀνάσταση χωρίζεται ἀπὸ τὸν Σταυρό, οὔτε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ χωρίζεται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐσχατολογία.

Ναυπάκτου Ἰερόθεος: Τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ στὸ φῶς τῆς ὀρθοδόξου ἐσχατολογίας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὸ ἄρθρο αὐτὸ γράφηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1992, πρὶν 32 χρόνια καὶ δημοσιεύθηκε στὸ βιβλίο μου «Παρεμβάσεις στὴν σύγχρονη κοινωνία».
Δημοσιεύεται ἐδῶ, διότι ἔχει διαχρονικὴ ἰσχύ, ἐπειδὴ σωζόμαστε μὲ τὴν μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Δὲν χωρίζεται ὁ Σταυρὸς ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, οὔτε ἡ Ἀνάσταση χωρίζεται ἀπὸ τὸν Σταυρό, οὔτε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ χωρίζεται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐσχατολογία. Ἡ μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ προϋπόθεση καὶ ἡ βίωση ὅλων τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐκφράζει τὴν νηπτικὴ θεολογία, τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοσή της, ὅπως διατυπώνεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταὶς ἐπιθυμίαις» (Γάλ. ε΄, 24)• «Ἐμοὶ δε μη γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὐ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται καγὼ τῷ κόσμῳ» (Γάλ. στ΄, 14)• «Χριστῷ συνεσταύρωμαι• ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γάλ. β΄, 20).

Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι». Καὶ ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦν ὡς ἀποδείξεις θαύματα καὶ οἱ ἐθνικοὶ ἀνθρώπινη σοφία «ἡμεῖς κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον», ὁ Ὁποῖος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο, γιὰ τοὺς Ἕλληνες-Ἐθνικοὺς ἀνοησία, ὅμως γι’ αὐτοὺς ποὺ κάλεσε ὁ Θεός, Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες, ὁ Χριστὸς (ποὺ σταυρώθηκε) εἶναι «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α΄ Κόρ. α΄, 18-24).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σὲ ἕναν Θεόπνευστο λόγο του «εἰς τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸν Σταυρόν», ἑρμηνεύοντας τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ ὅλη τὴν πατερικὴ παράδοση, ἀναλύει τὴν θεολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο ἐνεργεῖ στὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση.

Ἑπομένως, ἡ ἀπομόνωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ δηλώνει μιὰ ἀντιησυχαστικὴ ζωή, συνιστᾶ ἄγνοια ἢ παραθεώρηση τῶν προϋποθέσεων τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ποὺ εἶναι ἡ ἀσκητική – ἡσυχαστικὴ παράδοσή της.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔγραφε ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα μεταξὺ τῆς «Theologia Crucis» (Θεολογία τοῦ Σταυροῦ) καὶ τῆς «Theologia Gloria» (Θεολογία τῆς δόξης). Ἀντίθετα ὁ χωρισμὸς μεταξὺ τῆς θεολογίας τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς θεολογίας τῆς δόξης ἀποτελεῖ μιὰ «ψευδομόρφωση» στὸν Χριστιανισμό, ὅπως τὸ συναντᾶμε στὴν δυτικὴ θεολογία, Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ Προτεσταντική.

Ἀκολουθεῖ μιὰ σύντομη ἀνάλυση γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ στὸ φῶς τῆς ὀρθοδόξου ἐσχατολογίας.


Δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση σὲ πολλοὺς Χριστιανοὺς ὅτι ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἐννοεῖται μόνον ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, καὶ ἀκόμη ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν ἐσχατολογία ἀναφερόμαστε στὰ γεγονότα τῶν ἐσχάτων, τὰ ὁποῖα θὰ συμβοῦν στὸ μέλλον τῆς ἱστορίας. Ὅμως οἱ δύο φράσεις «τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ» καὶ ἡ «ὀρθόδοξη ἐσχατολογία» δὲν εἶναι ἀντίθετες μεταξύ τους, ἀλλὰ κατὰ ἕνα παράδοξο τρόπο συνδέονται στενώτατα.

Τὸ θέμα εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο καὶ ἐνδιαφέρον καὶ δὲν ἔχουμε πρόθεση νὰ τὸ ἐξαντλήσουμε στὰ μικρὰ περιθώρια ποὺ διαθέτουμε. Ἁπλῶς θὰ ὑπογραμμίσουμε μερικὲς ἀλήθειες γιὰ τὴν κατανόηση τῆς σχέσεως ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς ὀρθοδόξου ἐσχατολογίας.

Ἡ ἐσχατολογία στὴν ὀρθόδοξη παράδοση δὲν ἀναφέρεται μόνον στὰ μελλοντικὰ γεγονότα ποὺ θὰ ἔλθουν, ἂν καὶ ὑπάρχουν ἁγιογραφικὰ χωρία ποὺ ἀναφέρονται καὶ σ᾽ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ἀλλὰ κυρίως στὴν βίωση τῶν ἐσχάτων, δηλαδὴ στὴν βίωση τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐσχατολογία δὲν συνδέεται ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν χρόνο, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ εἰδικότερα μὲ τὴν σχέση μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ ἐσχατολογία ταυτόχρονα εἶναι παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον. Μιλῶντας, λοιπόν, ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς γιὰ ἐσχατολογία, πρέπει πάντα νὰ ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψη μας, ὅτι τὰ ἔσχατα, ποὺ θὰ συμβοῦν στὸ μέλλον, δηλαδὴ ἡ βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅπως τὰ ἀρχικά, δηλαδὴ ἡ ζωὴ τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο πρὸ τῆς πτώσεως, καὶ ὅπως τὰ ἐνδιάμεσα, δηλαδὴ ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν ὅλοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, Προφῆτες, Ἀπόστολοι καὶ ἅγιοι.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι μετεῖχαν καὶ μετέχουν τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅμως ὑφίσταται μιὰ διαφορά. Ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς πτώσεως βρισκόταν στὸν φωτισμό του νοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχη δοκιμασθῇ ἡ ἐλευθερία του. Οἱ Προφῆτες καὶ οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μετεῖχαν τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἔχη καταργηθῇ ἀκόμη ὁ θάνατος καὶ εὑρισκόμενοι ἔξω ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Δηλαδή, οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀσάρκως καὶ ἔτσι ἔφθασαν στὴν θέωση χωρὶς νὰ εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ἁγίους τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οἱ ἅγιοι τῆς Καινῆς Διαθήκης φθάνουν στὴν θέωση ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὅμως ζοὺν πρὸ τῆς καθολικῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὅλοι βιώνουν τὸν πρόσκαιρο χωρισμὸ τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν ψυχή, ἕως τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἑνωθοῦν πάλι οἱ ψυχὲς μὲ τὰ σώματα, καὶ θὰ ἀναστηθοῦν τὰ σώματά τους, τὰ ὁποῖα ἀπὸ τώρα βιώνουν τὴν θέωση μὲ τὴν μεταμόρφωσή τους σὲ λείψανα. Ἔτσι ὅλοι οἱ ἅγιοι μετέχουν τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, καὶ βιώνουν τὰ ἔσχατα κατὰ διαφόρους καιροὺς καὶ μὲ ἀνάλογο τρόπο.

Ἐξ ἄλλου τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ στὴν ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔσωζε τοὺς ἀνθρώπους πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως, κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ μετὰ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναπτύσσει αὐτὴν τὴν θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Διδάσκει ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ φίλοι τοῦ Σταυροῦ. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ὁ Σταυρὸς εἶναι «ἡ τῆς ἁμαρτίας κατάργησις». Ὑπογραμμίζει δὲ τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Σταυρὸς «προανεκηρύττετο καὶ προετυποῦτο μυστικῶς ἐκ γενεῶν ἀρχαίων, καὶ οὐδεὶς ποτε κατηλλάγη τῷ Θεῷ χωρίς της τοῦ Σταυροῦ δυνάμεως». Ἔτσι, ὅλοι οἱ Προφῆτες καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Μωϋσὴς κλπ. ὑπῆρξαν φίλοι τοῦ Θεοῦ. Πραγματικά, «φίλοι Θεοῦ πολλοὶ πρὸ νόμου καὶ μετὰ νόμον, μήπω τοῦ Σταυροῦ φανέντος». Οἱ ἅγιοι, ἑπομένως, καὶ πρὶν ἀκόμη τὴν ἐμφάνιση τοῦ Σταυροῦ βίωναν τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης διδάσκει ὀρθόδοξα ὅτι τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως εἶναι «ἡ πρὸ τοῦ κόσμου ἀεὶ ὑπάρχουσα καὶ τοῖς πᾶσι κατὰ δύναμιν χωροῦσα δόξα ἐν ἡ κατοικεῖ ὁ Θεός». Ὅταν, δηλαδὴ κάνουμε λόγο γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως ἐννοοῦμε τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει «αἰδίως κατὰ φύσιν» στὸν Θεὸ καὶ δὲν τὴν ἀποκτᾶ ἁπλῶς σὲ μιὰ χρονικὴ στιγμή. Στὴν πραγματικότητα τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ ἄκτιστη οὐσιώδης ἐνέργειά Του. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ «πρό του τὸν κόσμον εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ, ἐν τῇ δημιουργίᾳ καὶ κυβερνήσει τοῦ κόσμου, πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἐν τῇ ἐνανθρωπήσει, πρὸ τῆς σταυρικῆς θυσίας, ἐν τῇ σταυρικῇ θυσίᾳ καὶ μετὰ τὴν σταυρικὴν θυσίαν». Δὲν νοεῖται ποτὲ Θεὸς χωρὶς τὴν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, οὔτε καὶ χωρὶς τὴν ἀγάπη Του. Πάντοτε ἀγαποῦσε τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, πρὶν τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, μετὰ ἀπὸ αὐτήν, πρὸ τῆς πτώσεως, μετὰ τὴν πτώση, πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὴ δὲ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «καθιστᾶ τὴν σταυρικὴν θυσίαν, ἤτοι τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως παροῦσαν ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τοῖς μυστηρίοις καὶ δι᾽ αὐτῆς ἐνεργεῖ τὴν καταλλαγὴν καὶ διατροφὴν τῶν πιστῶν καὶ τὴν πνευματικὴν αὔξησιν καὶ ἄνδρωσιν αὐτῶν πρὸς τὴν θέωσιν».

Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, ἀναφερόμενος στὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, λέγει: «Δύο τρόποι εἰσὶ τοῦ ἀνελθεῖν ἐν τῷ σταυρῷ • ὁ εἰς ἡ σταύρωσις τοῦ σώματος• καὶ ὁ δεύτερος, τὸ ἀνελθεῖν εἰς θεωρίαν. Καὶ ὁ μὲν πρῶτος, ἐκ τῆς ἐλευθερίας τῶν παθῶν• ὁ δὲ δεύτερος, ἐκ τῆς ἐνεργείας τῶν ἔργων γίνεται τοῦ πνεύματος».

Αὐτὸ ἔχει ὑπ᾽ ὄψη του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ὅταν λέγη: «ἀνάξιος εὑρέθην τοῦ διπλοῦ σταυροῦ τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας». Οὐσιαστικὰ ἀναφέρεται στὴν καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος βιώνη τὴν ἄκτιστη καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε βιώνει τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως.

Ἀπὸ ὅσα ἀναφέραμε προηγουμένως μποροῦμε νὰ τονίσουμε πέντε σημεῖα.

Πρῶτον, ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἐκφράσθηκε μὲ πολλοὺς τρόπους, κυρίως διὰ τῆς σαρκώσεως, τῆς κενώσεως καὶ τῆς σταυρικῆς Τοῦ θυσίας ἐπάνω στὸν Γολγοθᾶ. Ἡ σταυρικὴ θυσία εἶναι ἱστορικὸ γεγονός, ἔκφραση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπομονώσουμε τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς σταυρώσεως ἀπὸ τὴν οὐσιώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Δεύτερον, ἡ βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαιτέρως στὴν θεία Εὐχαριστία γίνεται μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεία Χάρη εἶναι ἐκείνη ποὺ διὰ τοῦ Βαπτίσματος καταλλάσσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας τὸν τρέφει στὴν πνευματική του ζωή, καὶ γενικὰ μὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν θέωση. Μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ βεβαίως, μέθεξη τῆς ἀγάπης Του.

Τρίτον, ἡ κατὰ Χριστὸν ἄσκηση, ποὺ συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι μιὰ ἀνθρώπινη προσπάθεια, δὲν ἐξαντλεῖται σὲ ἀνθρωποκεντρικὲς ἐνέργειες, ἀλλὰ γίνεται μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου σ᾽ αὐτήν. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια κάνουμε λόγο γιὰ πράξη καὶ θεωρία. Πράξη εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ γίνεται μὲ τὴν καθαρτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καὶ θεωρία εἶναι ὁ φωτισμός του νοῦ καὶ ἡ θεοπτία, ποὺ γίνεται μὲ τὴν φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ἡ βίωση τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς πράξεως, δηλαδὴ τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, εἶναι μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Τέταρτον, ὑπάρχει στενὸς σύνδεσμος μεταξὺ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς ὀρθοδόξου ἐσχατολογίας. Ἡ βίωση τῶν ἐσχάτων γίνεται διὰ τῆς μεθέξεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ εἶναι βίωση καὶ μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, γιὰ τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Σταυροῦ, ὁ Σταυρὸς εἶναι Παράδεισος καὶ Βασιλεία Οὐράνιος, ἐνῷ γιὰ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Σταυροῦ, γίνεται Κόλαση καὶ καταδίκη. Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α΄ Κόρ. α΄, 18). Ἔτσι, ἀπὸ τώρα μποροῦμε νὰ βιώσουμε τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση. Τὰ ἔσχατα βιώνονται σὲ κάθε χρονικὴ στιγμή.

Πέμπτον, τὰ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι προτύπωση τοῦ Σταυροῦ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι εἶναι σὲ ἀνάλογο βαθμὸ μέθεξη τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρόκειται, δηλαδή, γιὰ μιὰ συμβολικὴ προτύπωση, ἀλλὰ γιὰ μέθεξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Γιὰ παράδειγμα, διὰ τῆς ράβδου του Μωϋσέως, μὲ τὴν ὁποία ἄνοιξε ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ πέρασαν οἱ Ἰσραηλῖτες, βίωσαν τὴν κυβερνητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Βέβαια, διὰ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, βιώνουμε σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴν σωστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀκριβῶς γιατί ὁ Χριστὸς προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἐπάνω στὸν Γολγοθᾶ νίκησε τὸν διάβολο, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Σ᾽ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὑπερέχουμε ἀπὸ τοὺς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἔτσι, ὅσα ἔγιναν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ἦταν ἁπλῶς συμβολισμοὶ καὶ ἐξωτερικὲς προτυπώσεις τῶν ὅσων θὰ ἀκολουθοῦσαν στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ μέθεξη, κατὰ μικρότερο βαθμό, τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα ὅσα μὲ συντομία ὑπογραμμίσαμε προηγουμένως δείχνουν ὅτι ἡ θεολογία δὲν εἶναι ὑπόθεση μιᾶς ξηρῆς παραθέσεως μερικῶν ἁγιογραφικῶν καὶ πατερικῶν χωρίων, ἀλλὰ ἀνακάλυψη τοῦ βαθυτέρου νοήματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Δυστυχῶς πολλοὶ σήμερα ἀρκοῦνται στὴν μηχανικὴ παρουσίαση διαφόρων χωρίων τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Πατέρων, ἀφοῦ τὰ ἐντάσσουν μέσα στὰ δικά τους ἀνθρωποκεντρικὰ διανοήματα καὶ τοὺς δικούς τους στοχασμούς.
Τὸ πρόβλημα ὅμως δὲν εἶναι νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν Κονκορντάτσια ἢ μὲ τὴν βοήθεια τῶν κομπιοῦτερς νὰ βρίσκουμε τὶς λέξεις τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ νὰ ἀποκτήσουμε θεολογικὸ νοῦ καὶ νὰ καταλαβαίνουμε τὴν γλῶσσα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, οὐσιαστικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα. Ὅταν διαβάζουμε μηχανικὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, τότε γινόμαστε «γλωσαλγοῦντες» καὶ «αὐτοχειροτόνητοι» θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιλέγουμε διάφορα «λεξίδια» καὶ τὰ κάνουμε «ξιφίδια» ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας, κατὰ τὸν εὔστοχο λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Βήμα Ὀρθοδοξίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου