Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς ΙΑ΄Λουκᾶ. Κυριακῆς τῶν Προπατόρων

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς ΙΑ΄Λουκᾶ. Κυριακῆς τῶν Προπατόρων
Κατὰ Λουκᾶν, κεφάλαιο ΙΔ΄, ἐδάφια 15-24

15 Ἀκούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. 16 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.
18 Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.   21 Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε.
22 Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. 24 Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.

Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Παναγιώτη Τρεμπέλα

  15 Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ κάποιος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κάθονταν στὸ τραπέζι μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, Τοῦ εἶπε: «Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ πάρει μέρος στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν Μεσσία καὶ τοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς ἄλλους δικαίους».
16 Ὁ Ἰησοῦς τότε, προκειμένου νὰ διδάξει ποιές ἀρετὲς πρέπει νὰ ἔχει κανεὶς γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν αἰώνια εὐφροσύνη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῦ εἶπε: «Κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε μεγάλο βραδινὸ συμπόσιο καὶ κάλεσε πολλούς.
  17 Καὶ τὴν ὥρα τοῦ δείπνου ἔστειλε τὸν δοῦλο του γιὰ νὰ πεῖ στοὺς καλεσμένους: «Ἐλᾶτε καὶ μὴν ἀναβάλλετε, διότι εἶναι πλέον ὅλα ἕτοιμα». 18 Τότε ἄρχισαν μεμιὰς ὅλοι οἱ καλεσμένοι, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, σὰν νὰ ἦταν συνεννοημένοι, νὰ δικαιολογοῦν τὴν ἀπουσία τους ἀπὸ τὸ δεῖπνο.
Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε: «Ἔχω ἀγοράσει κάποιο χωράφι καὶ πρέπει νὰ βγῶ ἔξω καὶ νὰ τὸ δῶ. Σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ ἔλθω». 19 Ἄλλος πάλι τοῦ εἶπε: «Ἔχω ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω. Σὲ παρακαλῶ, συγχώρησε τὴ δικαιολογημένη ἀπουσία μου». 20 Κι ἕνας ἄλλος τοῦ εἶπε: «Εἶμαι νιόπαντρος καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω».
  21 Ὅταν λοιπὸν γύρισε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, διηγήθηκε στὸν κύριό του τὰ ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ καλεσμένοι. Τότε ὁ νοικοκύρης θύμωσε καὶ εἶπε στὸν δοῦλο του: «Βγὲς γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στὰ στενὰ τῆς πόλεως καὶ φέρε ἐδῶ μέσα τους φτωχούς, τοὺς σακάτηδες, τοὺς χωλοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς ποὺ θὰ βρεῖς ἐκεῖ».
  22 Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἐπέστρεψε πάλι ὁ δοῦλος καὶ εἶπε: «Κύριε, ἔγινε ὅπως διέταξες, καὶ ὑπάρχει ἀκόμη τόπος ἀδειανὸς στὸ σπίτι γιὰ νὰ προσκληθοῦν κι ἄλλοι». 23 Τότε εἶπε ὁ κύριος στὸν δοῦλο: «Βγὲς ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράχτες τῶν κτημάτων, ὅπου συνήθως μαζεύονται οἱ περιπλανώμενοι, ποὺ δὲν ἔχουν σπίτι καὶ μόνιμη κατοικία.
Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ θὰ διστάζουν ἀπὸ συστολὴ νὰ πάρουν μέρος στὸ δεῖπνο μου, παρακίνησέ τους ἐπίμονα νὰ μποῦν ἐδῶ, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ σπίτι μου. 24 Διότι σᾶς βεβαιώνω ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ κάλεσα ὄχι μόνο δὲν θὰ καθίσει, ἀλλὰ οὔτε κἂν θὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο μου».

Ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου