Κυριακή Θ΄ Λουκᾶ
Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς καί ἡ ἀπόδοσή του στήν νεοελληνική
Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο Κεφ. 12, χωρία 16 ἕως 21
Ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου
ΙΒ΄. 16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου,
19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
Τους είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ενός ανθρώπου πλούσιου έφεραν τα χωράφια του μεγάλη σοδειά· και σκεπτόταν μέσα του λέγοντας· Τι πρέπει να κάνω, γιατί δεν έχω που να μαζέψω τους καρπούς μου; Και είπε· αυτό θα κάνω, θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και στη θέση τους θα χτίσω μεγαλύτερες και εκεί θα μαζέψω όλα τα γεννήματα μου και τα αγαθά μου και θα πω στην ψυχή μου·
Ψυχή, έχεις μαζέψει πολλά αγαθά, πού σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Αναπαύσου, λοιπόν, τρώγε, πίνε, καλοπέρνα.
Ο θεός όμως του είπε: «Ανόητε, αυτή τη νύχτα σου ζητούν ξαφνικά την ψυχή σου. Όλα όσα ετοίμασες, σε ποιόν θα ανήκουν τώρα; Αυτά παθαίνει εκείνος πού θησαυρίζει μόνο για τον εαυτό του και δεν φροντίζει να πλουτίζει όπως ο Θεός θέλει. Και λέγοντας αυτά τόνιζε: όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου