Ξυπνήστε ὑπνοβάται!
Κυριακή Θ΄ Λουκά. (Λουκ. ιβ΄ 16-21
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
«Ἄφρον,..... ἄ ἡτοιμάσας
τίνι ἔσται;»
Μία μόνον λέξις. Λέξις ὅμως τρομερά. Δὲν τὴν εἶπεν ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐνδεχόμενον
νὰ κάμῃ λάθος εἰς τὴν ἐκτίμησιν τῶν γεγονότων, ἤ νὰ πλανηθῇ ἀπὸ ἄλλους
παράγοντας. Τὴν εἶπεν ὁ Θεὸς. Εἶναι, συνεπῶς, ἀλήθεια. Καὶ ἀναφέρεται εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἄφρονος
πλουσίου. Νὰ κοπιάσῃς μίαν ὁλόκληρον ζωῆν, νὰ ξενυχτᾷς ἀπὸ τὶς φροντίδες, νὰ ὑποβληθῇς
εἰς ποικίλας θυσίας, νὰ ὑποχρεωθῇς εἰς τόσους συμβιβασμούς· νὰ περνοῦν τὰ χρόνια μὲ τὸ ὅραμα ἑνὸς εὐτυχισμένου
τέλους. Καὶ ὅταν ἐπὶ τέλους ἐγγίζῃ ἡ
τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς σου καὶ περιμένῃς τὴν εὐτυχῆ ἐπισφράγισιν τῶν τόσων
κόπων, νὰ ἀκούῃς μὲ αἴσθημα ἀπεράντου ὀδύνης τὴν λέξιν: «Ἄφρον» ! Αἴ, αὐτὸ εἶναι κτύπημα φοβερόν.... Ἀνόητε! Δὲν ἔκαμες τίποτε εἰς τὸν βίον σου. Ὅλα εἶναι χαμένα, ὅσα ἐπόθησες, ὅσα ἐπέτυχες,
ὅσα ἐκέρδισες. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν
κόπων σου εἶναι ἄχυρα. Μόνον ἄχυρα...
Ἄφρον ! Δὲν ὑπῆρξε ὅμως μόνον ὁ πλούσιος τοῦ Εὑαγγελίου
ἄφρων καὶ ἀνόητος. Διὰ πολλούς, δυστυχῶς,
θὰ εἴπῃ ὁ Κύριος τὴν ἰδίαν λέξιν. Διότι
πολλοὶ ἀντιγράφουν τὸν ἄφρονα πλούσιον εἰς τὴν ζωήν των. Θὰ εἶναι διὰ τοῦτο χρήσιμον, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα,
νὰ μελετήσωμεν μὲ προσοχὴν τὸ θέμα αὐτό.
Ἀγαπητοί,
Ἀδελφέ,
Ἀπευθύνεται, λοιπόν ὁ
Κύριος πρὸς κάθε ἄφρονα ἄνθρωπον καὶ τοῦ λέγει:
1.Ε ἶ σα ι ἄ φ ρ ω ν:
Διότι ἐλησμόνησες, ὅτι σὲ ἐπροίκισα μὲ
ψυχήν, τὴν ὁποίαν εἶχες ὑποχρέωσιν νὰ
καλλιεργήσῃς. Κοίταξε. Ἐγέμισα τὴν γῆν μὲ φυτὰ, μὲ ζῶα,
μὲ πτηνά, μὲ ἑρπετά. Ψυχὴν ὅμως δὲν ἔδωσα
πουθενά. Ἐσκόρπισα στὸν οὐρανὸν ἄστρα, μεγάλα καὶ μικρά, ὄγκους, ποὺ τοὺς
θαυμάζει ὁ ἄνθρωπος. Ψυχὴν ὅμως δὲν ἔδωσα.
Οἱ θάλασσες εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ ψάρια, ἀπὸ κήτη μεγάλα, ἀπὸ ζωήν. Ψυχὴν ὅμως δὲν ἔχουν. Μόνον εἰς σέ, τὸν ἄνθρωπον, ἔδωσα αὐτὴν τὴν ἀτίμητον πνοήν. Καὶ σοῦ εἶπα νὰ τὴν προσέξῃς, διότι «τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16,26).
Καὶ σὺ τὴν διέφθειρες· τὴν ἐξεφύλισες· τῆς ἀφῄρεσες τὸ κάλλος· τὴν ἔκαμες ὕλην, χῶμα. Τὴν ἐβύθισες μέσα εἰς τὸ χρυσάφι, στὶς ἀποθῆκες.... Ὅλο κτίζεις καὶ δὲν ἱκανοποιεῖσαι, σὰν τὴ θάλσσα, ποὺ δὲν χορταίνει ποτὲ ἀπὸ νερό. Δὲν σοῦ ἀπηγόρευσα τὴν χρῆσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Δι’ αὐτό, ἄλλως τε, σοῦ τὰ ἔδωσα. Ἀλλὰ σὺ ἔθαψες μέσα στὴν ὕλη τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχὴν. Καὶ ἔπαθεν ἀσφυξίαν.
Οἱ θάλασσες εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ ψάρια, ἀπὸ κήτη μεγάλα, ἀπὸ ζωήν. Ψυχὴν ὅμως δὲν ἔχουν. Μόνον εἰς σέ, τὸν ἄνθρωπον, ἔδωσα αὐτὴν τὴν ἀτίμητον πνοήν. Καὶ σοῦ εἶπα νὰ τὴν προσέξῃς, διότι «τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16,26).
Καὶ σὺ τὴν διέφθειρες· τὴν ἐξεφύλισες· τῆς ἀφῄρεσες τὸ κάλλος· τὴν ἔκαμες ὕλην, χῶμα. Τὴν ἐβύθισες μέσα εἰς τὸ χρυσάφι, στὶς ἀποθῆκες.... Ὅλο κτίζεις καὶ δὲν ἱκανοποιεῖσαι, σὰν τὴ θάλσσα, ποὺ δὲν χορταίνει ποτὲ ἀπὸ νερό. Δὲν σοῦ ἀπηγόρευσα τὴν χρῆσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Δι’ αὐτό, ἄλλως τε, σοῦ τὰ ἔδωσα. Ἀλλὰ σὺ ἔθαψες μέσα στὴν ὕλη τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχὴν. Καὶ ἔπαθεν ἀσφυξίαν.
Ὤφειλες νὰ τὴν ἐξαγιάσῃς,
νὰ τὴν ἔχῃς πάλλευκον. Καὶ σὺ τὴν
παρέδωσες εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ τὴν ἐμόλυνες. Τὴν προσέδεσες εἰς τὸ ἅρμα τῆς διαφθορᾶς καὶ
τὴν κατέστησες αἰχμάλωτον τοῦ διαβόλου.
Ποῦ εἶναι τὸ καθαρὸν τὴς ψυχῆς σου ἔνδυμα; Πῶς τὸ ἐρρύπανες; Πῶς τὸ ἐμόλυνες;
Καί, ἐνῶ σοῦ εἶπα ὅτι τὴν προορίζω διὰ τὴν αἰωνιότητα, σὺ τῆς ἔκλεισες τὰ
μάτια, διὰ νὰ μὴ βλέπῃ ὑψηλά, σὺ τῆς ἐνέκρωσες τοὺς πόθους, διὰ νὰ μὴ ποθῇ τὰ ἀθάνατα.
Τώρα, ἦλθεν ἡ ὥρα. Καλεῖσαι νὰ λογοδοτήσῃς. Τί θὰ ἀπαντήσῃς εἰς τὸ ἀμείλικτον κατηγορῶ
μου; Ἄφρον! Τί θὰ ἀπαντήσῃς;
2. Ε ἶ σ α ι ἄ φ ρ ων:
Διότι τὸν πλοῦτον σοῦ τὸν
ἔδωσα διὰ νὰ ἀναδειχθῇς κοινωνικὸς παράγων, διὰ νὰ μιμηθῇς ἐμέ, ποὺ σκορπίζω
παντοῦ τὴν ἀγάπην. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, τὰ
ἔργα σου; Ἔκλεισες τὰ χρήματά σου εἰς τὰ χρηματοκιβώτια, ἤ τὰ ἐσκόρπισες σὲ ἄσκοπες
δαπάνες. Μποροῦσες νὰ κάμῃς πηγὴν εὐλογίας
τὸ χρῆμα, κτίζοντας Ἐκκλησίες, Σχολεῖα, Νοσοκομεῖα, ἰδρύματα ἀγάπης στὴν
κοινωνία.
Διότι, ἄν ἀξίζῃ ἡ ζωή, ἀξίζει, μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὴν χρησιμοποιεῖ, διὰ νὰ σκορπίζῃ γύρω του τὸ ἄρωμα τῆς καλωσύνης καὶ τὸ φῶς τῆς δημιουργίας. Ἐσὺ ἀποδείχθης στεῖρος καὶ ἅγονος. Ἐθησαύρισες διὰ τοὺς κληρονόμους σου, οἱ ὁποῖοι, διότι δὲν ἐκουράσθηκαν νὰ τὰ ἀποκτήσουν, θὰ τὰ σκορπίσουν αὔριον ἀσκόπως καὶ ματαίως.
Ἀπεδείχθης ἀνίκανος νὰ ἰδῇς πὲραν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου. Ἦσαν φτωχὸς μέσα στὰ πλούτη σου. Δὲν ἠγάπησες, δὲν ἐπόνεσες στὸν πόνο τοῦ ἄλλου. Ἔμεινες κολώνα παγερή, χωρὶς καρδιὰ καὶ αἷμα. Τώρα θὰ ἀποθάνῃς. Ὁ Ἀριστείδῃς πεθαίνοντας ἄφησε τὴν μνήμην τοῦ δικαίου ἀνθρώπου. Οἱ μεγάλοι εὐεργέται ἐκέρδισαν τὴν εὐγνωμοσύνην τῶν πονεμένων.
Οἱ ἅγιοι ἐτιμήθησαν μὲ τὸ στεφάνι τῆς ἀρετῆς. Ἐσὺ θὰ ταφῇς καὶ οὔτε ἀγριόχορτα δὲν θὰ φυτρώσουν στὸ μνῆμά σου. Τί λόγον θὰ δώσῃς ἐνώπιον τοῦ φρικτοῦ Δικαστηρίου μου; Ἄφρον! Τί λόγον θά δώσῃς;
Διότι, ἄν ἀξίζῃ ἡ ζωή, ἀξίζει, μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὴν χρησιμοποιεῖ, διὰ νὰ σκορπίζῃ γύρω του τὸ ἄρωμα τῆς καλωσύνης καὶ τὸ φῶς τῆς δημιουργίας. Ἐσὺ ἀποδείχθης στεῖρος καὶ ἅγονος. Ἐθησαύρισες διὰ τοὺς κληρονόμους σου, οἱ ὁποῖοι, διότι δὲν ἐκουράσθηκαν νὰ τὰ ἀποκτήσουν, θὰ τὰ σκορπίσουν αὔριον ἀσκόπως καὶ ματαίως.
Ἀπεδείχθης ἀνίκανος νὰ ἰδῇς πὲραν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου. Ἦσαν φτωχὸς μέσα στὰ πλούτη σου. Δὲν ἠγάπησες, δὲν ἐπόνεσες στὸν πόνο τοῦ ἄλλου. Ἔμεινες κολώνα παγερή, χωρὶς καρδιὰ καὶ αἷμα. Τώρα θὰ ἀποθάνῃς. Ὁ Ἀριστείδῃς πεθαίνοντας ἄφησε τὴν μνήμην τοῦ δικαίου ἀνθρώπου. Οἱ μεγάλοι εὐεργέται ἐκέρδισαν τὴν εὐγνωμοσύνην τῶν πονεμένων.
Οἱ ἅγιοι ἐτιμήθησαν μὲ τὸ στεφάνι τῆς ἀρετῆς. Ἐσὺ θὰ ταφῇς καὶ οὔτε ἀγριόχορτα δὲν θὰ φυτρώσουν στὸ μνῆμά σου. Τί λόγον θὰ δώσῃς ἐνώπιον τοῦ φρικτοῦ Δικαστηρίου μου; Ἄφρον! Τί λόγον θά δώσῃς;
3.Ε ἶ σ
α ι ἄ φ ρ ω ν:
Διότι δὲν ἀξιοποίησες τὴν
κοινωνικὴν θέσιν, ποὺ σοῦ ἔδωσα. Σὲ ἐτίμησα. Σὲ ἀνεβίβασα εἰς ἀξιώματα καὶ τιμητικὰς
θέσεις. Διὰ νὰ τὰ χρησιμοποίησῃς ὡς μέσα
πρὸς εὐρυτέραν ἐξυπηρέτησιν τοῦ συνόλου.
Καὶ σὺ ἠρνήθης νὰ γίνῃς δεξαμενή, ποὺ θὰ ἐδρόσιζε τοὺς ἄλλους.
Ἐκοίταξες μόνον τὸν ἑαυτόν
σου, τὸ συμφέρον σου, τὴν ἄνεσίν σου, τὴν φιλοδοξιαν σου. Ἐλησμόνησες, ὅτι αἱ
θέσεις εἶναι λειτουργήματα, δὲν εἶναι θρόνοι τιμῆς μόνον. Ὅποιος ἀνεβαίνει ἐκεῖ,
πρέπει νὰ ἐκδαπανηθῇ. Ἀλλοιῶς εἶναι ἱερόσυλος.
Καταχρηστής. Καιροσκόπος. Γιατὶ ἠδίκησες τοὺς ἀδυνάτους; Γιατὶ
συνέτριψες τοὺς μικροὺς; Διότι δὲν εἶχαν τὴν δύναμιν νὰ διαμαρτυρηθοῦν;
Καὶ πιστεύεις, ὅτι μὲ τὸ νὰ ἐξυπηρετῇς τοὺς ἰδκούς σου, τοὺς «ἡμετέρους», τοὺς κομίζοντας «συστατικὰς ἐπιστολὰς» ἰσχυρῶν, ὅτι ἐξεπλήρωσες εὐόρκως τὸ καθῆκόν σου;
Καὶ τὸ κλάμα τοῦ ἀδικηθέντος; Καὶ ἡ κραυγὴ τῆς χήρας; Καὶ τὸ παράπονο τοῦ ὀρφανοῦ; Καὶ ἡ φθορά, ποὺ ἔγινε στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ λάθη σου καὶ τὴν κακὴν συμπεριφοράν σου;
Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ψυχὲς ἀπὸ τὸν σκανδαλισμόν, ποὺ ἐδημιούργησεν ἡ κακὴ διαχείρισις τοῦ ἀξιώματός σου; Φωτιὰ καὶ θειάφι, ταλαίπωρε, θὰ γίνουν.
Θὰ πέσῃς κάποτε. Καὶ θὰ εἶναι ἡ πτῶσις μεγάλη. Καὶ τώρα, ποὺ θὰ πεθάνῃς, -αὔριον ἔστω, δὲν ἔχει σημασίαν- τὶ θὰ παρουσιάσῃς μπροστὰ μου, στὸ βῆμα μου; Ἀφροὺς καὶ φρύγανα; Ἄφρον! Τί θὰ παρουσίασῃς;
Καὶ πιστεύεις, ὅτι μὲ τὸ νὰ ἐξυπηρετῇς τοὺς ἰδκούς σου, τοὺς «ἡμετέρους», τοὺς κομίζοντας «συστατικὰς ἐπιστολὰς» ἰσχυρῶν, ὅτι ἐξεπλήρωσες εὐόρκως τὸ καθῆκόν σου;
Καὶ τὸ κλάμα τοῦ ἀδικηθέντος; Καὶ ἡ κραυγὴ τῆς χήρας; Καὶ τὸ παράπονο τοῦ ὀρφανοῦ; Καὶ ἡ φθορά, ποὺ ἔγινε στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ λάθη σου καὶ τὴν κακὴν συμπεριφοράν σου;
Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ψυχὲς ἀπὸ τὸν σκανδαλισμόν, ποὺ ἐδημιούργησεν ἡ κακὴ διαχείρισις τοῦ ἀξιώματός σου; Φωτιὰ καὶ θειάφι, ταλαίπωρε, θὰ γίνουν.
Θὰ πέσῃς κάποτε. Καὶ θὰ εἶναι ἡ πτῶσις μεγάλη. Καὶ τώρα, ποὺ θὰ πεθάνῃς, -αὔριον ἔστω, δὲν ἔχει σημασίαν- τὶ θὰ παρουσιάσῃς μπροστὰ μου, στὸ βῆμα μου; Ἀφροὺς καὶ φρύγανα; Ἄφρον! Τί θὰ παρουσίασῃς;
4.Ε ἶ σ α ι ἄ φ ρ ω ν:
Διότι δὲν ἐσκέφθης, ὅτι
δὲν εἶναι ἀτελεύτητος ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ γῆ. Γιὰ ὅλα ἐφρόντισες, γιὰ ὅλα ἔλαβες τὰ μέτρα
σου. Νὰ, μεγαλώνεις τώρα τίς ἀποθῆκες
σου, διὰ νὰ χωροῦν τὰ ἀμέτρητα γεννήματά σου.
Καλλιεργεῖς καὶ ἄλλες ἐκτάσεις, διὰ νὰ ἔχῃς μεγαλύτεραν παραγωγήν. Ἀπασχολεῖσαι
διαρκῶς μὲ αὐτὰ τὰ θέματα. Καὶ ὁ
θάνατος;
Πῶς ἐλησμόνησες, ὅτι κάποτε ὅλα αὐτὰ τὰ σκορπίζει ὁ θάνατος; Δὲν ἔβλεπες γύρω σου τὸ ἀδυσώπητο κράτος του; Δὲν ἀντελήφθης, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιὰ ἀτμίδα; Ἐτυφλώθηκες τόσον; Ταλαίπωρε! Τὸ πιὸ βέβαιο πρᾶγμα τὸ παρεθεώρησες. Καὶ ἔτρεχες καὶ ἐκοπίαζες καὶ κατέστρωσες σχέδια, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ μείνῃς στὴ γῆ αἰωνίως. Τί μωρία καὶ τύφλωσις !
Καὶ τώρα ὁ θάνατος σὲ εὑρίσκει, ἀποτόμως, ἀνέτοιμον, πλούσιον μὲν εἰς ὑλικὰ ἀγαθά, πτωχὸν ὅμως εἰς ἀρετήν. Ἄλλοι θὰ τὰ χαροῦν. Καὶ σὺ τρέμων θὰ παρουσιασθῇς ἀπόψε, «ταύτῃ τῇ νυκτί», ἑνώπιον τοῦ Κριτοῦ. Ἄφρον!
Πῶς ἐλησμόνησες, ὅτι κάποτε ὅλα αὐτὰ τὰ σκορπίζει ὁ θάνατος; Δὲν ἔβλεπες γύρω σου τὸ ἀδυσώπητο κράτος του; Δὲν ἀντελήφθης, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιὰ ἀτμίδα; Ἐτυφλώθηκες τόσον; Ταλαίπωρε! Τὸ πιὸ βέβαιο πρᾶγμα τὸ παρεθεώρησες. Καὶ ἔτρεχες καὶ ἐκοπίαζες καὶ κατέστρωσες σχέδια, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ μείνῃς στὴ γῆ αἰωνίως. Τί μωρία καὶ τύφλωσις !
Καὶ τώρα ὁ θάνατος σὲ εὑρίσκει, ἀποτόμως, ἀνέτοιμον, πλούσιον μὲν εἰς ὑλικὰ ἀγαθά, πτωχὸν ὅμως εἰς ἀρετήν. Ἄλλοι θὰ τὰ χαροῦν. Καὶ σὺ τρέμων θὰ παρουσιασθῇς ἀπόψε, «ταύτῃ τῇ νυκτί», ἑνώπιον τοῦ Κριτοῦ. Ἄφρον!
Δὲν ἔχεις καιρὸν πρὸς
διόρθωσιν. «.....Ταύτῃ τῇ νυκτί»!
5. Ε ἶ σ
αι ἄ φ ρ ω ν:
Διότι μὲ περιφρόνησες,
διότι δὲν μὲ ὑπελόγισες. Εἶχες σπίτια, ἀποθῆκες, ὑγείαν, ὄνομα, σφραγῖδες,
κόλακας, τέρψεις.... Καὶ εἶπες: «Ποιός εἶναι δυνατώτερος καὶ εὐτυχέστερος ἀπὸ ἐμέ;
Θεὸς δὲν ὑπάρχει. Εἶναι ἕνα ψέμα, ποὺ τὸ
ἐφεῦρεν ὁ ἄνθρωπος. Θεὸς εἶμαι ἐγώ
! Ἐδῶ εἶναι ἡ κόλασις, ἐδῶ εἶναι καὶ ὁ
παράδεισος. Ἐγὼ, μορφωμένος, ἄνθρωπος, νὰ φθάσω στὸ σημεῖον, νὰ πιστεύω σὲ
σκουριασμένες ἰδέες;» Ἄφρον ! Δύστυχε !
Γιὰ στάσου ἀδελφέ! Ὥστε
ἔτσι; Θεὸς, δὲν ὑπάρχει; Μὲ τὸ ὅτι σὺ τὸν λησμονεῖς, νομίζεις ὅτι παύει καὶ νὰ ὑπάρχῃ;
Δὲν κάμνει, βέβαια, ὁ Θεὸς τὴν ἐμφάνισίν Του συνήθως μὲ συγκλονιστικὸν· τρόπον.
Ἀφήνει τὸν ἄνθρωπον νὰ ἐκδηλωθῇ μὲ ἐλευθερίαν, χωρὶς πιέσεις.
Κάποτε ὅμως ἔρχεται ἡ ὥρα. Τότε τελειώνουν ὅλα. Καὶ ἡ ἀσέβεια. Καὶ ἡ ἁμαρτία. Καὶ ἡ κακία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αἱ ἀδικίαι. Καὶ αἰ συκοφαντίαι. Καὶ αἱ δολοπλοκίαι. Καὶ τὸ κακό, ποὺ ἔκαμεν ὁ καθεὶς μὲ τὸν Α ἤ Β τρόπον.
Κάποτε ὅμως ἔρχεται ἡ ὥρα. Τότε τελειώνουν ὅλα. Καὶ ἡ ἀσέβεια. Καὶ ἡ ἁμαρτία. Καὶ ἡ κακία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αἱ ἀδικίαι. Καὶ αἰ συκοφαντίαι. Καὶ αἱ δολοπλοκίαι. Καὶ τὸ κακό, ποὺ ἔκαμεν ὁ καθεὶς μὲ τὸν Α ἤ Β τρόπον.
Μπροστά μας ὀρθώνεται
τότε ὁ Θεὸς ὡς βράχος. «Πᾶς ὁ πεσῶν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὅν
δ’ ἄν πέσῃ, λικμήσει αὐτὸν» (Ματθ. κα΄44), εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Θὰ συντριβῇ.
Θὰ ἐξαφανισθῇ ὅποιος πέσῃ ἐπάνω Του.... Ὁ ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸν ὁμοιάζει μὲ
τὸ παιδάκι ἐκεῖνο, ποὺ κάμνει ὡραῖες φοῦσκες ἀπὸ σαπουνάδα. Καὶ τὶς ὑψώνει στὸν οὐρανό. Καὶ τὶς καμαρώνει. Ἕνας ἀέρας λεπτὸς φθάνει νὰ
τὶς διαλύσῃ καὶ νὰ τὶς ἐξαφανίσῃ.
Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ χτίζουν τὴν ζωὴν των ἀφρόνως, χωρὶς Θεὸν. Διαλύονται γιὰ πάντα... Τρομερόν!
Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ χτίζουν τὴν ζωὴν των ἀφρόνως, χωρὶς Θεὸν. Διαλύονται γιὰ πάντα... Τρομερόν!
Μή, Κύριε, μὴ μὰς ἀφήσῃς
νὰ γίνωμεν ἄφρονες, νὰ λησμονήσωμεν τὰ καθήκοντά μας, νὰ τυλφωθῶμεν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν,
νὰ ἀποδειχθῶμεν ἀνάξιοι τῶν δωρεῶν σου, νὰ ταφῶμεν μέσα εἰς τὰ κύματα τῆς
φρικοτέρα μωρίας. Μή, Κύριε!
Ἀγαπητοί,
Ἦταν ὑπνοβάτης. Συχνὰς ἐσηκώνετο
τὴ νύχτα. Δὲν τὸν εἶχαν πάρει εἴδησιν οἱ
ἰδικοί του. Ἔτσι μιὰ βραδυὰ σηκώθηκε
πάλιν. Μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, κοιμισμένος ὅμως στὴν
πραγματικότητα, φορεῖ τὰ ὑποδήματά του, ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ δωματίου του, ἀνεβαίνει
στὸ ἐπάνω πάτωμα καὶ ἀπ’ ἐκεῖ, διὰ τῆς καταπακτῆς, φθάνει στὴν στέγη του σπιτιοῦ.
Προχωρεῖ ἔπειτα ἕως τὸ ἄκρον. Σκύβει, κοιτάζει κάτω τὸν δρόμον, ἄφοβος, ὡσὰν νὰ εὑρίσκεται εἰς τὸ δωμάτιόν του. Αἴφνης ! Θεέ μου ! Ἀπὸ τὸ ἀντικρυνὸ παράθυρον λάμπει αἰφνιδίως ἕνα φῶς. Ὁ ὑπνοβάτης θαμβώνεται ἀπὸ τὸ φῶς καὶ ξυπνᾷ. Βγάζει μιὰ κραυγὴ τρόμου καὶ πέφτει ἀπὸ τὴν στέγη.
Προχωρεῖ ἔπειτα ἕως τὸ ἄκρον. Σκύβει, κοιτάζει κάτω τὸν δρόμον, ἄφοβος, ὡσὰν νὰ εὑρίσκεται εἰς τὸ δωμάτιόν του. Αἴφνης ! Θεέ μου ! Ἀπὸ τὸ ἀντικρυνὸ παράθυρον λάμπει αἰφνιδίως ἕνα φῶς. Ὁ ὑπνοβάτης θαμβώνεται ἀπὸ τὸ φῶς καὶ ξυπνᾷ. Βγάζει μιὰ κραυγὴ τρόμου καὶ πέφτει ἀπὸ τὴν στέγη.
Εἰς τὸν δρόμον ἀκούεται
ὁ βαρὺς κρότος τῆς πτώσεώς του· ἔπειτα
πλέον τίποτε. Τὸ πρωῒ τὸν εὑρῆκαν νεκρόν, μέσα εἰς λίμνην αἵματος.
Ἀδελφέ,
Ὑπνοβάται εἶναι ὅσοι ζοῦν
μακρὰν τοῦ Θεοῦ, ἀφρόνως καὶ ἀφόβως. Ἔχουν τὰ μάτια ἀνοιχτὰ. Κινοῦνται, ὁμιλοῦν,
σκέπτονται, καταστρώνουν σχέιδια.
Πράγματι ὅμως κοιμοῦνται. Ὄνειρα βλέπουν. Ἡ πραγματικότης εἶναι ἄλλη. Κάποτε θὰ ἀνάψῃ τὸ φῶς. Ὁ Θεός ! Καὶ θὰ ξυπνήσουν. Ἀλλὰ, ἀλλοίμονον ! Θὰ εἶναι πλὲον ἀργά.
Ἄς ἀκούσωμεν, λοιπόν, τὴν
φωνὴν ποὺ ἔρχεται δυνατότερη ἀπὸ τὴ σάλπιγγα, ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸν κεραυνόν.
Ἀδελφοί, δὲν τὴν ἀκοῦτε;
Εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς λέγει: Ξυνπνῆστε, ὑπνοβάται !
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΥΛΙΔΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΑΙΑΣ
ΛΥΧΝΟΣ ΤΟΙΣ ΠΟΣΙ
ΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Β΄
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου