Εν Πειραιεί τη 27 Οκτωβρίου 2014
Πολλοί πιστοί της τοπικής μας Εκκλησίας εξέφρασαν την έκπληξή τους και την εύλογη αγανάκτησή τους, όταν πληροφορήθηκαν από τα ΜΜΕ τον τρόπο, με τον οποίο ορισμένοι αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος υποδέχθηκαν τον «Πατριάρχη» των Αρμενίων Αράμ τον Α΄, ο οποίος επισκέφτηκε την χώρα μας, πριν από λίγες ημέρες.
Κι’ αυτό διότι, όπως οι πάντες γνωρίζουν, οι Αρμένιοι ακολουθούν μέχρι σήμερα, εδώ και 15 αιώνες, την αρχαία αίρεση του Μονοφυσιτισμού, (όχι βέβαια του ακραίου Μονοφυσιτισμού του Ευτυχούς, αλλά του μετριοπαθούς του Σεβήρου του Ακεφάλου), την οποία καταδίκασε η αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, και την οποία καταδίκη ανανέωσαν οι μεταγενέστερες Ε΄, ΣΤ΄, και Ζ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι:
«...Και τας δύο φύσεις ομολογούμεν του σαρκωθέντος δι ημάς εκ της αχράντου Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον γινώσκοντες, ως η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος εξεφώνησεν, Ευτυχή καί Διόσκορον δυσφημήσαντας της θείας αυλής εξελάσασα, συναποβάλλοντες αυτοίς Σεβήρον, Πέτρον και την πολυβλάσφημον αυτών αλληλόπλοκον σειράν...». (Όρος της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Μια καταδίκη η οποία μάλιστα έχει αποτυπωθεί και στα υμνογραφικά μας κείμενα.
Παρ’ όλα αυτά ο Αρμένιος «Πατριάρχης» έγινε ενθουσιωδώς δεκτός από την εκκλησιαστική ηγεσία της χώρας μας, γεγονός το οποίο σκανδάλισε σφόδρα το Ορθόδοξο ποίμνιο της Εκκλησίας μας. Μητροπολίτης της Θράκης, την οποία επισκέφτηκε πρώτη ο κ. Αράμ, τον κατονόμασε σε επίσημη προσφώνησή του ως «Ορθόδοξο»! Στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος ο Α΄ τον παρουσίασε ως «μίαν εκ των λαμπροτέρων και σπουδαιοτέρων ηγετικών εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων του 21ου αιώνος». Στην προσφώνησή του μεταξύ άλλων ανέφερε: «Έχομεν ανάγκην ανθρώπων του Υμετέρου διαμετρήματος και της ιδικής Σας πνευματικής και θεολογικής καταρτίσεως και εμβριθείας». Πως όμως είναι δυνατόν ένας αιρετικός, ο οποίος, ως ακολουθών και διδάσκων τις αιρετικές διδασκαλίας του Διοσκόρου και του Σεβήρου, φέρει και αυτός το ίδιο ανάθεμα, με το οποίο είναι αναθεματισμένοι και οι πνευματικοί του διδάσκαλοι και πατέρες, να αποτελεί «μίαν εκ των λαμπροτέρων και σπουδαιοτέρων ηγετικών εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων του 21ου αιώνος»; Και ποία ανάγκη μπορεί να έχει η Εκκλησία μας από έναν αιρετικό, που βρίσκεται στο σκότος της πλάνης και του ψεύδους; Μπορούμε επίσης να ομιλούμε περί πνευματικού διαμετρήματος και περί θεολογικής καταρτίσεως ενός ανδρός, ο οποίος ναυάγησε περί την πίστη και είναι άξιος πολλών θρήνων και δακρύων, έχει δε ανάγκη από τις προσευχές όλων μας, μήπως ο Θεός του ανοίξει τα μάτια της ψυχής του και έρθει σε αίσθηση της πλάνης του και μετανοήσει; Εάν η Εκκλησία έχει ανάγκη από τον κ. Αράμ τον Α΄, τότε κατά συνεπή ακολουθία έχει ανάγκη και από τον Διόσκορο και τον Σεβήρο, τους οποίους η Εκκλησία αναθεμάτισε. Και αν έχει ανάγκη από όλους αυτούς, τότε σίγουρα δεν θα πρέπει να έχει ανάγκη από τους αγίους Πατέρες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι πλανήθηκαν και κακώς τους αναθεμάτισαν.
Στην Θεσσαλονίκη ο κ. Αράμ ο Α΄ έγινε δεκτός και εκεί ως κανονικός Ορθόδοξος επίσκοπος και οδηγήθηκε στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, στο Ιερό Βήμα, όπου ασπάσθηκε την Αγία Τράπεζα και το Ιερό Ευαγγέλιο, παρ’ όλο που στο Ιερό Βήμα δεν επιτρέπεται να εισέρχονται αιρετικοί, πολλώ δε μάλλον να αγγίζουν και να ασπάζονται το Άγιο Θυσιαστήριο και το Ιερό Ευαγγέλιο!
Μετά από τις παρά πάνω άστοχες και απαράδεκτες, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ενέργειες και λόγους, θεωρήσαμε αναγκαίο να δώσουμε μια στοιχειώδη ενημέρωση στους πιστούς μας επί του θέματος, ώστε να άρουμε κάποιες υπόνοιες, ότι δήθεν ο Αρμένιος «Πατριάρχης» είναι Ορθόδοξος, οι δε Αρμένιοι, ομόδοξοί μας.
Ο Χριστιανισμός κατά την Παράδοση διαδόθηκε στην Αρμενία από τους αγίους αποστόλους Βαρθολομαίο και Ιούδα Ιακώβου, ή Θαδδαίο, οι οποίοι θεωρούνται ως οι θεμελιωτές της Αρμενικής Εκκλησίας. Αργότερα, κατά τον 3ο αιώνα, οι χριστιανικές κοινότητες της Αρμενίας οργανώθηκαν και εδραιώθηκαν χάρη στην ιεραποστολική δράση του αγίου Γρηγορίου του Φωτιστού και στη μεταστροφή στον Χριστιανισμό του βασιλέως της Τιριδάτη. Ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Καισαρείας Λεόντιο, πρώτος επίσκοπος της Αρμενικής Εκκλησίας και έφερε τον τίτλο «καθολικός». Μέχρι σχεδόν το τέλος του 4ου αιώνα η Αρμενική Εκκλησία δεν είχε εκκλησιαστική αυτοδυναμία, αλλά βρισκόταν κάτω από την πνευματική κηδεμονία της Εκκλησίας της Καππαδοκίας, συμμετέσχε με εκπροσώπους της στις τρείς πρώτες Οικουμενικές Συνόδους, και επομένως ήταν ενωμένη με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ήταν δηλαδή Ορθόδοξη. Ωστόσο, μετά την κατάληψη της Αρμενίας από τους Πέρσες το 428 αρχίζει η σταδιακή απομάκρυνση των Αρμενίων από την Ορθοδοξία, όχι μόνον ως αποτέλεσμα των πολιτικών μεταβολών, αλλά και των εκκλησιαστικών μεταρρυθμίσεων στη χώρα. Οι πολιτικές ανακατατάξεις και η δυσμενής επιρροή που δέχθηκαν από Σύρους Μονοφυσίτες επισκόπους, οδήγησε τελικά την τοπική αυτή Εκκλησία, αφ’ ενός μεν να μην λάβει μέρος με εκπροσώπους της στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, και αφ’ ετέρου να απορρίψει τις αποφάσεις της Συνόδου αυτής, η οποία ως γνωστόν καταδίκασε τους αιρετικούς Ευτυχή, Διόσκορο, Σεβήρο, Πέτρο και τους οπαδούς των. Με δικές τους κατοπινές συνόδους (του Βαγκαρσπάτ το 491 και του Δοβέν το 527, ή κατ’ άλλους το 535), παγίωσαν τον αιρετικό Μονοφυσιτισμό, στον οποίο παραμένουν προσηλωμένοι έκτοτε μέχρι σήμερα επί 15 αιώνες.
Ενώ λοιπόν η Αρμενική «Εκκλησία» εθεωρείτο επί 15 αιώνες από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας σαφώς αιρετική, κατά παράδοξο τρόπο, άρχισε εδώ και μερικές δεκαετίες να αμφισβητείται η μακραίωνα αυτή παγιωμένη και συνοδικώς κατοχυρωμένη παράδοση. Άρχισε να διατυπώνεται η γνώμη και η άποψη από οικουμενιστές επισκόπους και θεολόγους, ότι οι Αρμένιοι έχουν κατά πάντα Ορθόδοξη Χριστολογία, ενώ οι διαφορές που μας χωρίζουν είναι επουσιώδεις και ασήμαντες, ή σύμφωνα με άλλη διατύπωση, έχουν μεν την «ιδεολογική» Ορθοδοξία, ενώ στερούνται την «εκκλησιαστική» Ορθοδοξία, λόγω της απορρίψεως υπ’ αυτών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η απόσχισή τους από την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν οφείλεται σε δογματικούς λόγους, αλλά είτε σε ιστορικούς και πολιτικούς, είτε σε εσφαλμένη κατανόηση υπό των αγίων Πατέρων της Χριστολογικής Ορολογίας των Μονοφυσιτών. Μ’ άλλα λόγια η σύγχρονη αυτή πεπλανημένη οικουμενιστική θεολογική αντίληψη παρουσιάζει, όπως πολύ σοφά παρατηρεί ο ομότιμος καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης, «τους συγχρόνους θεολόγους ικανότερους στο να κατανοήσουν την θεολογική ορολογία των Μονοφυσιτών και να μην την παρεξηγήσουν, όπως την παρεξήγησαν και την θεώρησαν ως αιρετική οι άγιοι Πατέρες των Συνόδων, αλλά και άλλες γιγάντιες και κολοσσιαίες θεολογικές και πατερικές προσωπικότητες, που ασχολήθηκαν με τους Μονοφυσίτες, όπως ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Μέγας Φώτιος, οι οποίοι εκφράζουν και σφραγίζουν σε αδιάκοπη και ενιαία σειρά την διδασκαλία της Εκκλησίας επί τρείς αιώνες ως οι επιφανέστεροι θεολόγοι αυτών των αιώνων…».[1] Όπως δε πολύ εύστοχα συμπληρώνει σε σχετική μελέτη της η Ιερά Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους, εάν οι Αντιχαλκηδόνιοι είναι Ορθόδοξοι, τότε εμμέσως «δεχόμεθα ότι αι Οικουμενικαί αύται Σύνοδοι (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ και Ζ΄) επλανήθησαν και ημείς τας διορθώνομεν. Προσπάθεια συμβιβασμού των πραγμάτων δεν χωρεί. Ή αι Σύνοδοι ορθοτόμησαν την Αλήθειαν και οι Διόσκορος και Σεβήρος ως και οι τούτων διάδοχοι ήσαν αιρετικοί, ή, εάν ούτοι δεν ήσαν αιρετικοί, αι Σύνοδοι επλανήθησαν».[2] Το δε ακόμη τραγικότερο είναι ότι η πεπλανημένη αυτή θεολογική αντίληψη αποτέλεσε δυστυχώς την βασική κατευθυντήρια γραμμή στον διεξαχθέντα μέχρι σήμερα Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, τόσο στις τέσσαρες ανεπίσημες Συνδιασκέψεις Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, όσον επίσης κατόπιν και στις Συνδιασκέψεις της Μικτής επί του Διαλόγου Θεολογικής Επιτροπής, με αποτέλεσμα να αποτυπωθεί τελικά και στις Κοινές Δηλώσεις των Ορθοδόξων μετά των Αντιχαλκηδονίων, κατά τα έτη 1989, 1990 και 1993.
Η στρεβλή αυτή και ανορθόδοξη πορεία του Θεολογικού Διαλόγου ανησύχησε, (ευτυχώς) και κινητοποίησε το Άγιον Όρος, το οποίο, χάρις στην ουσιαστικότατη θεολογική συμβολή του μακαριστού προηγουμένου της Ιεράς Μονής Γρηγορίου κυρού Γεωργίου Καψάνη και των συνεργατών του, εξέδωσε διά της Ιεράς Κοινότητος τρία επίσημα κείμενα:
α) Την Εισήγηση της Επιτροπής της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, της 1/14ης Φεβρουαρίου 1994.
β) Το Υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, της 14/27ης Μαΐου 1995.
γ) Την πραγματεία «Παρατηρήσεις περί του θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Απάντησις εις κριτικήν του Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμασκηνού) (Άγιον Όρος 1996). Με τα κείμενα αυτά το Άγιον Όρος ουσιαστικά αρνήθηκε να δεχθεί ως Ορθόδοξη την απόφαση της Μικτής Επιτροπής του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, ότι «αμφότεραι αι οικογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστώς την αυτήν αυθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν και την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως» (Β' Κοινή Δήλωσις, Σαμπεζύ 1990), κονιορτοποιεί δε κυριολεκτικά τα θεολογικά επιχειρήματα των οικουμενιστών θεολόγων που εξεπροσώπησαν την Ορθόδοξη Εκκλησία στις Μικτές Επιτροπές του εν λόγω Θεολογικού Διαλόγου.
Παρά ταύτα και ενώ θα έπρεπε τα εν λόγω κείμενα, (αλλά και άλλες θεολογικές μελέτες από επιφανείς και καταξιωμένους καθηγητές, όπως του π. Θεοδώρου Ζήση[3]), να τύχουν της δέουσας προσοχής τόσον από το Φανάρι, όσον επίσης και από τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίας, εν τη πράξει παρεθεωρήθησαν και απερρίφθησαν. Έτσι φθάσαμε στο τραγικό φαινόμενο οι Μονοφυσίτες να μην ονομάζονται πλέον έτσι «αλλά κατ’ αρχήν Αντιχαλκηδόνιοι, κατόπιν Προχαλκηδόνιοι, ή αρχαίοι Ανατολικοί, τώρα δε και Ορθόδοξοι, αφού γκρεμίσαμε τα όρια και τα σύνορα, παρά τη σύσταση “μη μεταίρειν όρια αιώνια ά έθεντο οι Πατέρες ημών” και επιτρέψαμε στους επί 15 αιώνας στη συνείδηση της Εκκλησίας αιρετικούς Μονοφυσίτας, χωρίς επιστροφή και μετάνοια, να γίνουν συγκληρονόμοι της Ορθοδοξίας και να ονομάζονται από μας τους ιδίους Ορθόδοξοι».[4]
Δεν θα πρέπει λοιπόν να εκπλησσόμεθα και να απορούμε πως οι παραπάνω μνημονευθέντες αρχιερείς έφθασαν στο τραγικό ολίσθημα να ομιλούν, να συμπεριφέρονται και να υποδέχονται τον Αρμένιο Πατριάρχη κ. Αράμ τον Α΄ ως Ορθόδοξο. Όλα δε όσα με πολλή συντομία αναφέραμε μας βοηθούν να καταλάβουμε πως φθάσαμε σ’ αυτό το κατάντημα. Παρακαλούμε πολύ τους Σεβασμιωτάτους αρχιερείς μας να κάνουν τον κόπο και να μελετήσουν τα επί του θέματος των Αρμενίων δημοσιευθέντα τρία κείμενα της Ιεράς Κοινότητος, τις σχετικές άριστες μελέτες της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, όπως επίσης και τις ανάλογες μελέτες του ομοτίμου καθηγητού π. Θεοδώρου Ζήση και στη συνέχεια ας μας διατυπώσουν τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά των.
Καλούμε για μια ακόμα φορά τον πιστό λαό του Θεού να μην επηρεάζεται και παρασύρεται από τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Να παραμείνει σταθερός και αμετακίνητος στην πίστη και στην Παράδοση της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, της Ορθόδοξης Εκκλησία μας. Ό, τι αυτοαποκαλείται η χαρακτηρίζεται ως «εκκλησία» εκτός της Ορθοδοξίας μας, είναι σχίσμα και αίρεση. Όσοι πιστεύουν ότι υπάρχουν πολλές «εκκλησίες», εκτός της Ορθοδοξίας μας, αναιρούν την ομολογία τους στο Σύμβολο της Πίστεως «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν Αποστολικήν Εκκλησίαν». Η αναίρεση της ομολογίας οποιουδήποτε άρθρου του Συμβόλου της Πίστεως ισοδυναμεί με αίρεση!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των παραθρησκειών
[1] Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», Αρ. Φύλου 2042, 24.10.2014, σελ. 2.
[2] «Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι;», Εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1995, σελ.21-22.
[3] Βλ. «Η ΄Όρθοδοξία΄΄ των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών», «Είναι οι Αρμένιοι Ορθόδοξοι; Οι θέσεις του Μεγάλου Φωτίου», στο «Τα όρια της Εκκλησίας, Οικουμενισμός και Παπισμός», Εκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2004, κ.α.
[4] Πρωτ. π. Θεοδώρου Ζήση, Ομ. Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, «Τα όρια της Εκκλησίας, Οικουμενισμός και Παπισμός», Εκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 107.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου