«Καὶ
ἐγέντο ἐν τῷ πορεύεσθε αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ
μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας. Καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα πόλιν,
ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἵ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν
φωνήν, λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς·
πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν
αὐτούς, ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε, μετὰ
φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεὸν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας
αὐτοῦ, εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἑννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν
ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν
αὐτῷ · Ἀναστὰς πορεύου, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.» Κἀντεῦθεν ἄν τις
ἐπιγνοίη, ὡς οὐδὲν ἐμποδίζει τινὶ πρὸς τὸ εὐαρεστεῖν Θεῷ, κἄν
ἐπικαταράτου γένους εἴη, μόνον εἰ προαίρεσιν ἀγαθὴν ἔχοι. Ἰδοὺ γὰρ δέκα
μὲν λεπροὶ συνήντησαν τῷ Ἰησοῦ μέλλοντι εἰσελθεῖν εἴς τινα πόλιν.
Ἀπήντησεν δὲ ἔξω τῆς πόλεως. Οὐ γὰρ ἐξῆν αὐτοῖς ἀκαθάρτοις νομιζομένοις
εἴσω τῆς πόλεως διάγειν· πόρρωθεν δὲ στάντες, οἷα αἰσχυνόμενοι τὴν
δοκοῦσαν αὐτῶν ἀκαθαρσίαν, καὶ μὴ τολμῶντες ἐγγίσαι· ἐνόμιζον γὰρ καὶ
τὸν Ἰησοῦ βδελυχθῆναι ἄν αὐτούς, ὥσπερ καὶ οἱ λοιποὶ ἐποίουν· αἴρουσι
τὴν φωνήν καὶ ἱκετεύουσι. Τῷ μὲν τόπῳ πόρρῳ ἔστησαν, τῇ δὲ ἱκεσίᾳ ἐγγὺς
ἐγένοντο. Ἐγγὺς γὰρ καὶ πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτὸν ἐν ἀληθείᾳ. Καὶ
οὐχ ὡς ἁπλῶς ἄνθρωπον ἱκετεύουσιν, ἀλλ’ὡς ὑπὲρ ἄνθρωπον. Ἐπιστάτην γὰρ
αὐτὸν ὀνομάζουσιν, ὅ ἔστι, Κύριον, κηδεμόνα, ἔφορον, ὅπερ ἐγγὺς ἐστι τοῦ
Θεὸν νομίζειν αὐτόν. Ὁ δὲ προστάττει αὐτοῖς ἐπιδείξαι ἑαυτοὺς τοῖς
ἱερεῦσιν· οἱ γὰρ ἱερεῖς ἐδοκίμαζον τοὺς τοιούτους, καὶ παρ' ἐκείνων τὴν
ψῆφον ἐδέχοντο, εἴτε καθαροὶ τῆς λέπρας, εἶεν, εἴτε μή. Εἶχον γὰρ σημεῖα
οἱ ἱερεῖς δι’ ὧν τὴν ἀνίατον λέπραν ἐχαρακτήριζον. Ἀλλὰ καὶ μεθ’ ὅ
ἐλεπρώθη τις, εἶτα ὑγιείας ἔτυχεν, οἱ ἱερεῖς ἐδοκίμαζον, καὶ δῶρον
προσφέρετο τὸ ἐν τῷ νόμῳ διαταχθὲν. Ἐνταῦθα δὲ ὁμολογουμένως λεπρῶν
ὄντων τούτων, τί ἔδει αὐτοὺς ὑπδειχθῆναι τοῖς ἱερεῦσιν, εἰ μὴ πάντως
ἔμελλον καθαρισθῆναι; Τὸ γὰρ προστάξαι αὐτοῖς ἀπελθεῖν πρὸς τοὺς ἱερεῖς,
οὐδὲν ἄλλο ἐνέφαινεν, ἤ ὅτι καθαροὶ ἔσονται, δι’ ὅ καὶ φησιν, ὅτι ἐν τῷ
ὑπάγειν ἐκαθαρίσθησαν. Ἀλλ’ ὅρα ὅπερ ἐν ἀρχῇ εἴπομεν, ὅτι δέκα ὄντων,
οἱ μὲν ἑννέα, καίτοι Ἰσραηλῖται ὄντες, ἀχάριστοι ἐφάνησαν, ὁ δὲ
Σαμαρείτης, ἀλογενὴς ὤν, ὑπέστρεψε καὶ τὴν τῆς εὐγνωμοσύνης φωνὴν ἠφίει.
Ἀσσύριοι γὰρ οἱ Σαμαρεῖται, ἵνα μηδεὶς ἐθνικὸς ἀπογινώσκῃ, καὶ ἵνα
μηδεὶς ἐκ προγόνων ἁγίων ὤν καυχῷτο. Αἰνίττεται δὲ τὸ θαῦμα τοῦτο καὶ
τὴν κοινὴν κατὰ παντὸς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους γενομένην σωτηρίαν, δέκα
μὲν γὰρ λεπροὶ, ἡ παντελὴς τῶν ἀνθρώπων φύσις λεπρωθεῖσα τῇ κακίᾳ καὶ
τὴν τῆς ἁμαρτίας ἀσχημοσύνην περιφέρουσα, καὶ ἔξω τῆς τῶν οὐρανῶν πόλεως
διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν διάγουσα, καὶ πόρρωθεν ἱσταμένη Θεοῦ, αὐτὸ τοῦτο τὸ
πόρρωθεν ἵστασθαι, ἱκετηρίαν εἶχεν. Τῷ γὰρ φιλανθρώπῳ καὶ θέλοντι πάντας
σωθῆναι καὶ ἀγαθύνεσθαι, μεγίστη πρόφασις εἰς ἔλεον τὸ μηδένα ὁρᾷν
μετέχοντα τῆς ἀγαθότητος Αὐτοῦ· δι’ αὐτὸ γὰρ τοῦτο ἐπικάμπτεται πρὸς τὸ
θεραπεῦσαι τοὺς οὕτως ἀθλίως ἔχοντας. Καὶ μέντοι καὶ ἐθεράπευσε πᾶσαν
τὴν λεπρωθεῖσαν φύσιν, ὑπὲρ παντὸς ἀνθρώπου καὶ σαρκωθείς· καὶ θανάτου
γευσάμενος. Ἀλλ’ οἱ μὲν Ἰουδαῖοι, καὶ τοι ὅσον τὸ ἐπὶ τῷ Κυρίῳ,
καθαρισθέντες τῶν οἰκείων τῆς λεπρώδους ἁμαρτίας ἀκαθαρσιῶν, ἀγνώμονες
ἀνεφάνησαν, καὶ οὐχ ὑπέστρεψαν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς ματαιότητος, ὥστε
δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ σώσαντι, τοὐτέστι, πιστεῦσαι αὐτῷ, ὅτι ὁ Θεὸς ὤν,
ἠνέσχετο τὰ ἔσχατα παθεῖν. Τοῦτο γὰρ δόξα Θεοῦ, ἡ σὰρξ καὶ ὁ σταυρός.
Οὗτοι μὲν οὖν τὸν σαρκωθέντα καὶ σταυρωθέντα Κύριον τῆς δόξης οὐχ
ὡμολόγησαν. Ὁ δὲ ἀλλογενὴς λαὸς τῶν ἐθνῶν ἐπέγνω τὸν καθαρίσαντα, καὶ
ἐδόξασεν Αὐτὸν ἐν τῶ πιστεύσαι, ὅτι τοσοῦτον φιλάνθρωπός ἐστιν ὁ Θεὸς
καὶ δυνατός, ὥστε καὶ ἀτιμότατα δι’ ἡμᾶς ἀναδέξασθαι, ὅπερ, ἐστὶ
φιλανθρωπίας, καὶ ἀναδεξάμενος μηδὲν παραβλαβῆναι εἰς τὴν οἰκείαν φύσιν,
ὅπερ ἐστὶ δυνάμεως.
|
«Καὶ
στὸ δρόμο ποὺ πήγαινε στὰ Ἱεροσόλυμα, πέρασε ἀνάμεσα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια
καὶ τὴ Γαλιλαία. Ὅταν ἔμπαινε σ’ ἕνα χωριό, τὸν συνάντησαν δέκα λεπροί,
ποὺ στάθηκαν μακρυὰ καὶ μὲ φωνὴ δυνατὴ εἶπαν· Ἰησοῦ δάσκαλε, δεῖξε μας
τὸ ἔλεός σου. Ἐκεῖνος τούς κοίταξε καὶ τοὺς εἶπε· πηγαίνετε νὰ σᾶς δοῦν
οἱ ἱερεῖς. Καὶ καθώς ἐπήγαιναν καθαρίστηκαν ἐντελῶς. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς
μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε γύρισε μὲ φωνὲς δυνατὲς δοξολογῶντας τὸ Θεὸ,
ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια του καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε.
Αὐτὸς
ἦταν Σαμαρείτης. Ὁ Ἰησοῦς μίλησε καὶ εἶπε· Δὲν καθαρίστηκαν κι οἱ
ἄλλοι! Ποῦ εἶναι οἱ ἑννιά; Δὲν μπόρεσαν νὰ γυρίσουν καὶ νὰ δοξολογήσουν
τὸ Θεὸ παρὰ αὐτὸς ὁ ἀλλόφυλος; Καὶ τοῦ εἶπε· σήκω καὶ πήγαινε, ἡ πίστη
σου σ’ ἔχει σώσει» .
Ἀπὸ
τοῦτο μπορεῖ νὰ καταλάβη, ὅτι τίποτε δὲν γίνεται ἐμπόδιο στὸν ἄνθρωπο
νὰ εὐχαριστήση τὸ Θεὸ, ἀκόμα κι ἄν εἶναι καταραμένη γενιά, φτάνει νὰ
ἔχει καλὴ προαίρεση. Νὰ, οἱ δέκα λεπροὶ ποὺ συνάντησαν τὸν Ἰησοῦ, ἐνῶ
ἦταν νὰ μπῆ σὲ κάποια πόλη. Τὸν συνάντησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Γιατὶ δὲν
εἶχαν δικαίωμα, ἐπειδὴ τοὺς ἐθεωροῦσαν ἀκάθαρτους, νὰ ζοῦν μέσα στὴν
πόλη... Στάθηκαν μακρυὰ, ἐπειδὴ ντρέπονταν γιὰ τὴν ἀκαθαρσία ποὺ τοὺς
καταλόγιζαν καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ πλησιάσουν. Νόμιζαν ὅτι μποροῦσε κι ὁ
Ἰησοῦς νὰ τοὺς ἀποστραφῆ, ὅπως ἔκαμαν καὶ οἱ ἄλλοι. Ὑψώνουν τὴ φωνή,
παρακαλοῦν. Στέκονται σ’ ἀρκετὴ ἀπόσταση, καὶ ἡ ἱκεσία τους ἔφτανε πολὺ
κοντά. Γιατὶ εἶναι κοντὰ σ’ ὅλους ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται εἰλικρινά. Δὲν
τὸν ἱκετεύουν σὰν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ σὰν ὑπεράνθρωπο. Τὸν ἀποκαλοῦν
Ἐπιστάτη, δηλαδὴ Κύριο, κηδεμόνα, ἐπόπτη, ποὺ εἶναι σχεδὸν σὰ νὰ τὸν
θεωροῦνε Θεό. Κι αὐτὸς τοὺς προστάζει νὰ τοὺς δοῦν οἱ ἱερεῖς. Γιατὶ οἱ
ἱερεῖς ἐξέταζαν τοὺς λεπροὺς κι αὐτοὶ ἔβγαζαν τὴν ἀπόφαση ἄν ἦσαν
καθαροὶ ἀπὸ τὴ λέπρα ἤ ὄχι. Ἀλλὰ κι ἀφοῦ εἶχε γίνει λεπρὸς κάποιος κι
ἔπειτα βρῆκε τὴν ὑγεία του, ἐξεταζόταν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ γινόταν ἡ
προσφορὰ τοῦ δώρου ποὺ ὁ νόμος ὥριζε. Στὴν περίπτωση τώρα αὐτή, ποὺ
ἐκεῖνοι ἦσαν λεπροὶ κατὰ κοινὴ ὁμολογία, τί χρειαζόταν νὰ ἐξεταστοῦν ἀπὸ
τοὺς ἱερεῖς, ἄν δὲν ἦταν ὁπωσδήποτε νὰ καθαριστοῦν; Ἡ διαταγὴ σ’ αὐτοὺς
νὰ παρουσιαστοῦν στοῦς ἱερεῖς, τίποτ’ ἄλλο δὲν ἔδειχνε παρὰ ὅτι θὰ
καθαρίζονταν. Γι’ αὐτὸ καὶ λέει ὅτι· καθὼς ἐπήγαιναν καθαρίστηκαν.
Πρόσεξε
τώρα αὐτὸ ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή. Ἀπὸ τοὺς δέκα, οἱ ἑννιὰ μόλο ποὺ ἦσαν
Ἰσραηλῖτες φάνηκαν ἀχάριστοι, ἐνῶ ὁ Σαμαρείτης, ὁ ἀλλόφυλος, γύρισε καὶ
μίλησε μὲ τὴ φωνὴ τῆς εὐγνωμοσύνης. Ἀσσύριοι ἦταν οἱ Σαμαρεῖτες κι ἔτσι
κανένας ἐθνικὸς δὲν θ’ ἀπογοητευθῆ καὶ κανένας ἀπὸ προγόνους ἅγιους δὲ
θὰ καυχιέται. Ἀκόμα ὑπονοεῖ τὸ θαῦμα τοῦτο καὶ τὴ σωτηρία ποὺ ἔγινε
καθολικὰ σ’ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Γιατὶ οἱ δέκα λεπροὶ ἦσαν τὸ σύνολο
τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μὲ τὴ λέπρα τῆς κακίας, ποὺ ἔκανε περιφορὰ τῆς
ἀσχήμιας καὶ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ζοῦσε γιὰ τὴν ἀκαθαρσία του ἔξω ἀπὸ τὴν
πόλη τ’ οὐρανοῦ καὶ στεκόταν μακρυὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὴ ἡ ἀπόμακρη στάση
ἀποτελοῦσε παράκληση. Γιατὶ γι’ Αὐτὸν ποὺ ἀγαποῦσε τοὺς ἀνθρώπους κι
ἤθελε ὅλοι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ δεχθοῦν τὶς δωρεὲς Του ἦταν μεγάλη ἀφορμὴ
γιὰ λύπη, νὰ βλέπη ὅτι δὲν ὠφελεῖται κανένας ἀπ’ αὐτές. Γι’ αὐτὸ
ἀκριβῶς στρέφεται στὴ θεραπεία αὐτῶν τῶν δυστυχισμένων. Κι ἐθεράπευσε
βέβαια ὅλο τὸ ἀρρωστημένο γένος, ἀφοῦ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ἔλαβε καὶ σάρκα
καὶ δοκίμασε τὸ θάνατο. Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι μόλο ποὺ καθαρίστηκαν ἀπὸ τῆς
ἀκάθαρτης λέπρας τους τὶς ἁμαρτίες, ὅσο αὐτὸ ἦταν ἔργο τοῦ Κυρίου,
στάθηκαν ἀχάριστοι καὶ δὲν ἐγύρισαν ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς πλάνης τους, ὥστε
νὰ δώσουν δόξα στὸ Θεὸ ποὺ τοὺς ἔσωσε, νὰ πιστέψουν σ’ αὐτὸν δηλαδὴ, ὅτι
ἐνῶ ἦταν Θεὸς δέχτηκε νὰ πάθη τὰ χειρότερα δεινά. Αὐτὸ εἶναι ἡ δόξα τοῦ
Θεοῦ, ἡ σάρκα κι ὁ σταυρός. Αὐτοὶ λοιπὸν δὲν παραδέχτηκαν τὸν Κύριο τῆς
δόξας ποὺ ἔλαβε σάρκα καὶ σταυρώθηκε. Τὸ ἀλλόφυλο πλῆθος ὅμως τῶν
εἰδωλολατρικῶν λαῶν ἐγνώρισαν Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἐκαθάρισε καὶ Τὸν
ἐδόξασαν μὲ τὴν πίστη τους ὅτι τόσο φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Θεὸς καὶ
δυνατὸς, ὥστε –δεῖγμα φιλανθρωπίας- καὶ τὴ χειρότερη ἀτίμωση νὰ δεχτῆ
γιὰ χάρη μας κι ἀφοῦ τὴ δέχτηκε –δεῖγμα δυνάμεως- καμμιὰ βλάβη νὰ μὴ
ὑποστῆ στὴ θεία του φύση.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου