Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Περὶ Περιεργείας. Εὐχὴ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου. Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Περὶ Περιεργείας
Εὐχὴ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 15-4-1983
Ἠσθάνετο, ἀγαπητοί μου, ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος ὅταν ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Θεὸν τὴν προσευχή του «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δῷς». Κι ὅπως ἐλέγαμε μιὰ περασμένη φορά, ἀναλύοντες αὐτὲς τὶς τέσσερις κακίες, τὴν ἀργία, τὴν περιέργεια, τὴν φιλαρχία καὶ τὴν ἀργολογία, ὅτι μὲ τὴν ἀργία, ἄμεσα καὶ ὀργανικά, συνδέεται ἡ περιέργεια.
Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του στὸ 3ο κεφάλαιο, 11ο χωρίον: «Ἀκούομεν γὰρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους».
«Ἀκοῦμε», λέγει, «μαθαίνομε ὅτι μερικοὶ ἀπὸ σᾶς πολιτεύονται ἄτακτα, ζοῦν ἄτακτα, οἱ ὁποῖοι τίποτα δὲν ἐργάζονται ἀλλὰ περιεργάζονται». Δηλαδή, ἀντὶ νὰ ἐργάζονται, ἀσκοῦν τὴν κακίαν τῆς περιεργείας. Μὴ ἔχοντες ἐργασία, γυρίζουν ἀπὸ δῶ, γυρίζουν ἀπὸ κεῖ, καὶ ἔτσι περίεργοι ὄντες μαθαίνουν ἀπ’ αὐτόν, μεταφέρουν στὸν ἄλλον κ.ο.κ.
Γι' αὐτό, λέγει, ἕνας πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἀπὸ γὰρ ἀργίας, περιέργεια καὶ ἀπὸ περιεργείας ἀταξία». Βέβαια, «ἀπὸ τὴν ἀργία μεταπίπτομε εἰς τὴν περιέργεια καὶ ἀπὸ τὴν περιέργεια εἰς τὴν ἀταξίαν».
 
Ἐν τούτοις, ἀγαπητοί μου, ἡ περιέργεια ποὺ ἐμφανίζεται σὰν κακία καὶ σὰν πάθος εἶναι ἕνα ὑποκατάστατο μιᾶς ἀγαθῆς περιεργείας, ἡ ὁποία εἶναι ἔμφυτος εἰς τὸν ἄνθρωπον. Εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον λέγεται ὅτι «φύσει ὁ ἄνθρωπος ὀρέγεται τοῦ εἰδέναι».
«Ἐκ φύσεως ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ νὰ γνωρίζει». Καὶ πῶς ἀκριβῶς ἀγαπᾶ νὰ γνωρίζει; Διὰ μίας τάσεως, μιᾶς ἐφέσεως, ἔχοντας αὐτὴν τὴν περιέργεια τῆς γνώσεως. Συνεπῶς εἶναι ἔμφυτο πρᾶγμα αὐτό. Καὶ πράγματι εἶναι κάτι ποὺ συνιστᾶ στοιχεῖον τῆς εἰκόνος Θεοῦ μέσα μας, καὶ ἔτσι ἡ εἰκόνα, ὁ ἄνθρωπος, ἀναζητᾶ τὸ ἀρχέτυπό της, τὸν Θεόν.

Αὐτὴ ἡ περιέργεια, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἔμφυτη εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἡ ἀγαθὴ περιέργεια, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ὁδηγεῖ, ἂν τὸ θέλετε, εἰς τὴν περιπέτειαν τῆς γνώσεως. Εἶπα εἰς τὴν περιπέτειαν τῆς γνώσεως, διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν τελειώνει ποτὲ στὸ νὰ θέλει νὰ γνωρίζει.
Ὅσο πιὸ πολλὰ γνωρίζει, τόσο πιὸ πολλὰ θέλει νὰ γνωρίζει. Δὲν σταματᾶ ποτὲ εἰς τὴν ἁπλῆ γνώση, ἀλλὰ θέλει διαρκῶς νὰ βαθαίνει. Ἔτσι, αὐτὴ ἡ περιέργεια τὸν ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἐπιστήμη καὶ εἰς τὴν σοφία.
Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι σοφὸς καὶ ἐπιστήμων; Ἐπειδὴ εἶναι περίεργος. Δηλαδὴ ἐρωτᾶ: «Τί εἶναι αὐτό;». Κανένα ζῶο δὲν ρωτᾶ τί εἶναι αὐτό. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ θέσει τὸ ἐρώτημα:
«Τί εἶναι αὐτό;», μπροστὰ στὸ κάθε ἀντικείμενο τῆς κτίσεως, ἀλλὰ παίρνει ὡς ἀντικείμενο ἀκόμη καὶ τὸν ἑαυτό του, «τί εἶναι αὐτό;»· ἀπὸ κεῖ ἀρχίζει ἡ γνῶσις, ἀρχίζει ἡ ἐπιστήμη, ἡ σοφία. Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι αὐτὴ ἡ περιέργεια πράγματι εἶναι σπουδαῖον στοιχεῖο.
Λέγει ὁ Ἰσοκράτης: «Ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει καὶ πολυμαθής». «Ἐάν», λέγει, «εἶσαι ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶς νὰ μαθαίνεις, ἔχεις τὴν περιέργεια τῆς γνώσεως, τότε γρήγορα θὰ γίνεις πολυμαθής, θὰ γίνεις ἕνας σοφὸς ἄνθρωπος».

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο εἰς τὴν ἐπιστήμη, εἰς τὴν σοφία, ἀναγκαία ἡ περιέργεια· ἡ ὁποία, ἂν τὸ θέλετε, κάνει τὸν ἄνθρωπο ζωντανόν.
Εἶναι σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς μας, εἰς αὐτὴν τὴν πνευματικὴν ζωήν. Ἀλίμονο ἐὰν ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶχε αὐτὴν τὴν ἀγαθὴν περιέργειαν. Νὰ ἀναζητήσει, νὰ μάθει, νὰ πληροφορηθεῖ, νὰ γνωρίσει.
Οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοί, τὰ πρῶτα χρόνια, ὅταν μάθαιναν ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ἀσκητὴς ἢ κάποιοι ἀσκηταὶ ἢ κάποιοι σοφοὶ καὶ σπουδαῖοι καὶ ἅγιοι ἄνθρωποι σὲ ἐρημιές, ἐκινοῦντο μέρες ὁλόκληρες, ταξίδια καὶ δὲν λογάριαζαν κόπους καὶ ἔξοδα, νὰ πᾶν, καὶ μάλιστα σὲ βαθιὲς ἐρήμους, νὰ πᾶν νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ δοῦν ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο. Καὶ μάλιστα πόσες φορὲς πήγαιναν κι αὐτὸς ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε μέσα στὸ πρόγραμμά του νὰ μὴ μιλάει, τὸν ἔβλεπαν μόνο. Ἐκάθηντο ἐκεῖ δυὸ τρεῖς μέρες. Τὸν ἔβλεπαν. Μόνο τὸν ἔβλεπαν. Καὶ μετὰ ἔφευγαν.
Πολὺ δὲ παραπάνω ἐθεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους πολὺ εὐτυχῆ ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, μποροῦσε νὰ πεῖ πέντε λόγια. Εἶχαν τὴν δίψα νὰ γνωρίσουν τὴν χριστιανικὴ ζωή. Εἶχαν τὴν δίψα νὰ γνωρίσουν τὴν βαθιὰ πνευματικὴ ζωή: «Πῶς κατάφερε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀνεβεῖ τόσο ψηλά; Πρέπει νὰ μάθομε τὰ μυστικά του».
Προσέξτε, ὑπογραμμίζω, γιατί θὰ ἀναφερθῶ καὶ σὲ κάποια ἄλλα μυστικὰ παρακάτω. «Πῶς κατάφερε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ ἀνέβει τόσο ψηλά, εἰς ὑψηλὴν θεωρίαν πνευματικήν. Πρέπει νὰ τὸ μάθομε κι ἐμεῖς. Γιατί κι ἐμεῖς θέλομε νὰ ἀνεβοῦμε».
Ὑπῆρχε λοιπὸν αὐτὴ ἡ καλὴ περιέργεια, ἡ ὁποία πραγματικὰ ἀνέβαζε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς ἔκανε νὰ μιμοῦνται τοὺς ἁγίους.

Ἀλλὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅμως ὅτι αὐτή, ὅπως ἤδη σᾶς ἀνέφερα, ἡ ἀγαθὴ περιέργεια, μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἀμέσως πῆρε ἄλλη τροπή, ἄλλη κατεύθυνση. Κι ἔγινε ἔνοχη περιέργεια. Δὲν στρέφεται πιὰ μόνον στὰ ἀγαθὰ· ἀλλὰ στρέφεται καὶ εἰς τὰ πονηρά. Καὶ συνεπῶς αὐτὴ ἡ περιέργεια ἔπαψε πλέον νὰ εἶναι ἀγαθή, ἔπαψε νὰ εἶναι ὠφέλιμη καὶ ἐποικοδομητικὴ καὶ κατήντησε μία πληγή, ἕνα πάθος, μία κακία μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπον.
Σπουδαῖον εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ περιέργεια πρωτοϋπῆρξε, ἡ ἔνοχος περιέργεια, μέσα εἰς τοὺς πρωτοπλάστους. Εἶχαν τὴν ἁγία ἁπλότητα ὅσο ζοῦσαν μέσα εἰς τὸν Παράδεισον. Ἐδέχθηκαν μὲ πᾶσαν ἁπλότητα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ δοκιμάσουν ἀπὸ τοὺς καρποὺς ἑνὸς δένδρου.
Ὅταν ὅμως μπῆκε ἡ ὑποβολὴ τοῦ διαβόλου, τότε γεννήθηκε ἡ ἔνοχη περιέργεια: «Τί τάχα νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ καρπός; Τί τάχα νὰ εἶναι;». Τοὺς ἐφούντωσε τὴν φαντασία ὁ διάβολος λέγοντάς τους ὅτι θὰ θεωθοῦν, ὅτι θὰ γίνουν θεοὶ καὶ ὅτι ὁ Θεός, ζηλοτυπῶν, δὲν τοὺς ἄφησε νὰ δοκιμάσουν τὸν καρπὸν αὐτόν.
Ὡς νὰ ἐδεσμεύετο ὁ Θεὸς νὰ περιμαντρώσει τὸν καρπὸν αὐτὸν ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι θὰ ἐκινδύνευε τὸ κῦρος τοῦ Θεοῦ ἂν οἱ πρωτόπλαστοι ἔτρωγαν ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτόν... Τί ἀνόητοι ποὺ εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ἀλήθεια! Καὶ τί πονηρὸς ποὺ εἶναι ὁ διάβολος! Τότε γεννήθηκε, ὅπως σᾶς εἶπα, μία δίψα περιεργείας.
Μετετράπη ἡ ἀγαθὴ περιέργεια τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἰς πονηρὴν περιέργεια. Καὶ τότε ἐπῆραν νὰ δοκιμάσουν, ἂν δοκιμάσουν, τί τάχα θὰ βγεῖ ἀπ’ αὐτό; Καὶ ὅταν εἶδαν τί βγῆκε, τότε γέμισαν ἀπὸ ντροπή. Ἀλλὰ ἦταν πιὰ ἀργά. Ἡ ἔνοχη περιέργεια εἶχε πιὰ ἐγκατασταθεῖ μὲς στὴν ψυχή τους καὶ ἡ ἁγία ἁπλότητα εἶχε δραπετεύσει.
 
Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, ἔκτοτε, μποροῦμε νὰ εἰποῦμε ὅτι εἶναι μερικὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει νὰ γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος.
Κι αὐτὰ τὰ μερικὰ πράγματα ποὺ δὲν πρέπει νὰ γνωρίσει, ἐπιτρέψατέ νὰ τὰ ἀπαριθμήσομε ἕνα πρὸς ἕνα. Καὶ πρῶτα πρῶτα κάποια μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅλα τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν ἐρωτήθηκε διὰ τὸν χρόνον τῆς ἐπανόδου Τοῦ εἰς τὴν γῆν: «Κύριε, πότε θὰ ἔλθεις; Πότε θὰ ἀποκαταστήσεις τὴν βασιλείαν εἰς τὸν Ἰσραήλ; Πότε θὰ ἐγκατασταθεῖ ἡ Ἐκκλησία Σου; Πότε, Κύριε;»· κι ὁ Κύριος ἀπάντησε στοὺς μαθητάς Του: «Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς ὁὓς ὁ πὰτὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδὶᾳ ἐξουσίᾳ». «Δὲν εἶναι δικό σας θέμα νὰ ἐρευνᾶτε καὶ νὰ γνωρίζετε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ». Εἶναι μυστήριον. Εἶναι ἀπόκρυφον, σεσιγημένον μυστήριον.

Ἀλλὰ πόσες φορές, ὅταν ἀνοίγουμε, ἀγαπητοί μου, τὴν Ἁγία Γραφή, προσπαθοῦμε νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἀναφέρει; Καὶ δὲν πρόκειται περὶ τοῦ σκαψίματος μέσα στὰ βαθιὰ νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, –γιὰ τὸ ὁποῖο σκάψιμο μᾶς καλεῖ τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ ἐργαστοῦμε-· ἂν δεῖτε, ἀπὸ τὴ φύση της τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, εἶναι μία ἐπιφάνεια ἐδάφους καὶ ἕνα ὑπέδαφος ἄνευ τέρματος καὶ ἄνευ βάθους.
Καὶ ἡ ἐπιφάνεια εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ διάβαζα, μία διήγησις, μία ἱστορία, ἕνα γεγονός. Τὸ ὑπέδαφος, τὸ λατομεῖον ἐκεῖνο τὸ ἀτελείωτο, εἶναι ὅλες οἱ ἀλήθειες ποὺ μποροῦν οἱ αἰῶνες νὰ σκάβουν καὶ νὰ λατομοῦν ἀλατομήτως. Βεβαίως καλούμεθα νὰ λατομήσουμε τὴν Ἁγία Γραφή. Νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε τὰ μυστήριά της. Νὰ τὴν γνωρίσουμε. Μᾶς καλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Καὶ μᾶς λέγει ἀσυνέτους ὅταν δὲν τὸ κάνομε αὐτό. Ὅταν οἱ μαθηταὶ Τοῦ σὲ μία στιγμὴ δείχνουν ἀδυναμία νὰ μποῦν στὸ νόημα τῶν λόγων Του, λέγει: «Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς (Ὥστε λοιπὸν κι ἐσεῖς) ἀσύνετοί ἐστε; (ἀσύνετοι εἶστε; Κι ἐσεῖς δὲν καταλαβαίνετε;)». Ὥστε πρέπει ἔτσι.

Ἀλλὰ κάποια μυστήρια, ὅμως, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἔχει σφραγίσει δὲν πρέπει αὐτὰ νὰ τὰ πολυπραγμονοῦμε.
Γι' αὐτό λέγει ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης: «Οὐ δεῖ περιεργάζεσθαι τὰ σεσιωπημένα τῇ Γραφῇ».
«Δὲν πρέπει νὰ περιεργάζεται κανεὶς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποσιωπηθεῖ ἀπὸ τὴν Γραφήν». Τί θὰ γίνει ἐὰν ἐμεῖς τα ἀποσιωπημένα καὶ τὰ κεκρυμμένα τῆς Γραφῆς προσπαθήσομε νὰ τὰ παραβιάσομε;
Εἶναι πολὺ ἁπλό. Θὰ πέσομε στὴν πλάνη. Εἶναι ἡ ἀμοιβή μας. Εἶναι πολὺ ἁπλό. Θὰ πέσομε στὴν πλάνη, θὰ πλανηθοῦμε. Θέλει κανεὶς νὰ πλανηθεῖ; Ἂς παραβιάσει τὰ μυστικά, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶναι ἀπαραβίαστα. Εἶναι, λοιπόν, μιὰ περιέργεια ποὺ ξεπερνάει τὰ ὅρια. Αὐτὴ· ἔνοχη περιέργεια.

Εἶναι καὶ μιὰ ἄλλη περιέργεια. Μιὰ δεύτερη. Εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ἐρευνήσει τὸ μέλλον. Ὄχι βεβαίως τὸ ἀπώτατον μέλλον ἢ τὰ ἔσχατα τῆς Ἱστορίας. Ἀλλὰ τὸ μέλλον τὸ δικό του. Τὸ μέλλον τῆς δικῆς του τῆς ἱστορίας. Καὶ θέλει νὰ μάθει ἂν θὰ παντρευτεῖ ἢ δὲν θὰ παντρευτεῖ, ἂν θὰ ἐπιτύχει σὲ ἕναν σκοπό του ἢ δὲν θὰ πετύχει· κι ἐπειδὴ ἀκριβῶς... πῶς, ποῦ, νὰ ἐρωτήσει τὸν Θεόν;

Πῶς θὰ ἀπαντήσει ὁ Θεός; Ὁ Θεὸς δὲν ἀπαντᾶ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις. Τότε ξέρει μιὰ ἄλλη πόρτα, ἕνα παραπόρτι.
Εἶναι ἡ πόρτα τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἡ μαγεία. Καὶ πηγαίνει στὸ φλυτζάνι τοῦ καφέ, καὶ πηγαίνει στὴν χαρτορίχτρα, καὶ πηγαίνει στὸ μέντιουμ, νὰ πληροφορηθεῖ σὲ αὐτὲς τὶς πόρτες «τί δεῖ γενέσθαι», τί θὰ γίνει· τί θὰ γίνει!
Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Σαοὺλ ὁ ταλαίπωρος, νὰ δεῖ τὴν ἄλλη μέρα ἐὰν θὰ νικοῦσε τοὺς Φιλισταίους ἢ ὄχι καὶ πῆγε εἰς τὸ μέντιουμ, σὲ ἐκείνη τὴν μεσάζουσα γυναῖκα νὰ πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν ἔκβαση τῆς μάχης τῆς ἑπομένης ἡμέρας.
Καὶ βεβαίως ἐπῆρε τὴν ἀπάντηση, ἐπῆρε ἀπάντηση, ναί, τὴν ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς τὴν ἀπάντηση. Ξέρετε ὅτι οἱ δαίμονες δὲν γνωρίζουν τὸ μέλλον. Θὰ σᾶς τὸ πῶ ἄλλη μία φορά, οἱ δαίμονες δὲν γνωρίζουν τὸ μέλλον.
Στὸν «ἀέρα» ἀπαντοῦν οἱ δαίμονες. Πετᾶνε μία κουβέντα καὶ ἐπαληθεύει. Γιατί; Γιατί τὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ ἐπαληθεύσει αὐτὴ ἡ κουβέντα τῶν δαιμόνων, γιὰ νὰ τιμωρήσει ἐκείνους ποὺ πῆγαν στὴν πόρτα ἐκείνη. Καὶ πῶς τοὺς τιμωρεῖ; Μὲ τὴν πλάνη. Ποιά πλάνη; Τοῦ ὅτι θὰ δεχθοῦν τελικὰ ὅτι ὁ διάβολος ξέρει τὸ μέλλον. Καὶ θὰ ξαναπᾶνε. Δηλαδὴ μὲ τὴν πλάνη, ἐπλανήθησαν.
 
Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει νὰ μὴν ἔχομε ποτὲ αὐτὴν τὴν ἔνοχη περιέργεια, νὰ μάθομε τὸ μέλλον, τί θὰ μᾶς συμβεῖ.
Γι' αὐτό λέγει κάποιος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεύς: «Μὴ μαντεὶᾳ περιεργάζεσθε», «νὰ μὴν περιεργάζεσθε μαντικὲς τέχνες».
Ἕνας ἄλλος ἐκκλησιαστικὸς πατὴρ λέγει: «Εἰ βούλει Χριστιανὸς γενέσθαι, φέρε μὸὶ πάντα τὰ περίεργα σου».
«Ἐὰν θέλεις νὰ γίνεις Χριστιανός, φέρε μου ἐδῶ ὅλα τὰ περίεργά σου». Τί εἶναι ἐκεῖνα τὰ «περίεργα»;
Ὅπως διαβάζομε στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν Ἔφεσον ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐπίστευσαν οἱ Ἐφέσιοι, τότε ἔφεραν τὰ βιβλία τους, ποὺ ἦσαν γραμμένα τὰ «περίεργα»!
Τὰ «περίεργα» εἶναι οἱ μαγικὲς συνταγές, συμβουλές, ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς τὴν θεωρητικὴ τῆς μαγείας. Καὶ ἐλέγοντο «βίβλοι τῶν τὰ περίεργα πραξάντων». Ἢ «ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔπρασσαν τά ‘’περίεργα’’».
Λέγει λοιπὸν τώρα ἐδῶ ὁ Καλλίνικος μοναχός, αὐτὸς εἶναι. «Θέλεις νὰ γίνεις Χριστιανός; Φέρε μου ἐδῶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔχεις, ἀπὸ τά ‘’περίεργα’’. Ἔχεις βιβλία μαγικά; Ἔχεις ὀνειροκρίτες; Τί ἔχεις μέσα στὸ σπίτι σου; Φέρτα ἐδῶ. Φέρτα ἐδῶ νὰ τὰ κάψομε! Γιατί αὐτά, ἀδελφέ μου, δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ ἀποτελοῦν περιέργεια ἀγαθή. Εἶναι δαιμονική, ἁμαρτωλή, ἔνοχη περιέργεια».

Ἔχομε καὶ μιὰ ἄλλη περιέργεια. Μία τρίτη. Εἶναι ἡ περιέργεια τῶν αἰσθήσεων. Προσέξατε ἐδῶ. Μπορεῖ στὴν πρώτη καὶ στὴ δεύτερη ἴσως νὰ μὴν εἴμεθα ἴσως ἔνοχοι, ἴσως, ἀλλὰ εἰς τὴν τρίτην εἴμεθα ὅλοι ἔνοχοι. Πῶς εἶναι ἡ περιέργεια τῶν αἰσθήσεων;
Ὅταν θέλομε νὰ δοκιμάσομε, νὰ γνωρίσομε, διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει νὰ γνωρίσομε. Θὰ πάρω τρεῖς αἰσθήσεις. Θὰ πάρω τὴν ὅραση, θὰ πάρω τὴν ἀκοὴ θὰ πάρω καὶ τὴν γεύση.
Ἡ ὅρασις, ὅπως ξέρετε, περιεργάζεται καὶ κλέπτει ξένα πράγματα. Περιεργαζόμεθα τοὺς ἀνθρώπους. Περιεργαζόμεθα ξένα κάλλη, ξένες ὀμορφιές. Καὶ ἐκεῖ χαζεύομε καὶ κλέπτουμε.
Βγάζει, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ «Συμβουλευτικόν» του «ἐγχειρίδιον», βγάζουν τὰ μάτια κάτι ἀόρατα καὶ μακρύτατα χέρια καὶ κλέπτουν, κλέπτουν, κλέπτουν.... Διαρκῶς κλέπτουν. Τί κλέπτουν; Ὅλα αὐτὰ τὰ ξένα πράγματα.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε, μὲ ἁπλᾶ λόγια: «Τρῶμε μὲ τὰ μάτια». Καὶ τὰ μάτια μας δὲν τὰ φυλᾶμε. Πολλὲς φορὲς ὅταν βγαίνομε στὸν δρόμο γιὰ περίπατο, γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ βγαίνομε. Γιὰ νὰ δοῦμε. Καὶ γιὰ νὰ μᾶς δοῦν. Ὅταν βγαίνουμε στὴν πλατεῖα τῆς πόλεώς μας ἢ τοῦ χωριοῦ μας, γι' αὐτό βγαίνομε. Νὰ μᾶς δοῦνε καὶ νὰ τοὺς δοῦμε.
Ὅταν πᾶμε σούρτα-φέρτα σὲ ἕναν ὁρισμένο δρόμο, πήγαινε-ἔλα, πήγαινε-ἔλα, ὄχι γιατί ἔχομε δουλειά, ἔτσι, εἶναι γιὰ νὰ μακραίνομε αὐτὴν τὴν ἁμαρτωλὴ ὅραση καὶ νὰ βλέπομε καὶ νὰ μᾶς βλέπουν. Ἔτσι μὲ τὰ μάτια μας δημιουργοῦμε αὐτὴν τὴν περιέργεια.
Τί φοράει αὐτός, τί φοράει αὐτή. Πῶς εἶναι ντυμένος αὐτός, πῶς εἶναι ντυμένη ἐκείνη. Πῶς περπατάει αὐτός, πῶς γελάει ἐκείνη.
Καὶ γιατί γελάει ἔτσι, καὶ τί θέλει ποὺ γελάει ἔτσι, καὶ πῶς καὶ τί καὶ κοιτάζομε καὶ κοιτάζομε καὶ κοιτάζομε.

Κι ὅμως, παραγγέλλει, ἀγαπητοί μου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι στὶς «Παροιμίες» 4,25 «Οἱ ὀφθαλμοὶ σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν».
«Τὰ μάτια σου νὰ βλέπουν σωστά». «Οἱ ὀφθαλμοὶ σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν».
«Τὰ μάτια σου νὰ βλέπουν σωστά. Νὰ βλέπουν ἁπλᾶ. Νὰ βλέπουν ὅπως θὰ ἔβλεπαν τὰ μάτια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ».
Ὁ Κύριος ἐπεκαλέσθη ἕνα μικρὸ παιδὶ καὶ εἶπε: «Ἂν δὲν γίνετε σὰν τὸ μικρὸ αὐτὸ παιδί, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μπεῖτε».
Ἕνα παιδὶ εἶναι...ας τὸ ποῦμε, ἀνόητο. Δὲν ἔχει ἀκόμη ἀνεπτυγμένη τὴν νόησή του. Ἔχει κι ἄλλες κακίες τὸ παιδί.
Ἀλλὰ ἔχει ὅμως καὶ μία ἀρετὴ σπουδαία. Εἶναι ἡ ἁπλότητα. Βλέπει ἁπλᾶ. Προσέξτε με, βλέπει ἁπλᾶ, δὲν ξέρει τίποτα, βλέπει ἁπλᾶ.
Ἔ, αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Κύριος. Τὴν ἁπλότητα. Βλέπετε ἁπλᾶ. Ὅταν βλέπεις, μὴν τρῶς τὸν ἄλλον, μὴν ἔχεις ἔνοχη περιέργεια. Βλέπε ὅπως εἶναι τὰ ἀντικείμενα. Μὴν προσθέτεις, μὴν ἀφαιρεῖς. Μὴν ντύνεις, μὴν γδύνεις. Βλέπε ἁπλᾶ.
Μετὰ εἶναι ἡ ἀκοή. Τ’ αὐτιά, τὰ ὁποῖα τέρπονται, εὐχαριστιοῦνται νὰ ἀκοῦν. Τί νὰ ἀκοῦν; Νὰ ἀκοῦν ἱστορίες βρώμικες, ἀνέκδοτα γαργαλιστικά, καὶ ὅ,τι, ὅ,τι βρωμερὸν τ’ αὐτιὰ εὐχαριστιοῦνται νὰ ἀκοῦν.
Βλέπετε κάποτε, στοὺς ἡλικιωμένους μάλιστα ἀνθρώπους, ὅταν πιὰ τὸ σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ἐπιθυμίες του καὶ στὶς ὁρμές του, ἡ ψυχὴ εὐχαριστεῖται -γιατί αὐτὴ στὸ βάθος ἀπὸ μέσα πορνεύει- ἀγαπᾶ νὰ βλέπει, ἀγαπᾶ νὰ ἀκούει.
Τὸ σῶμα εἶναι νεκρὸ περίπου. Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι νεκρή. Καὶ πολλὲς φορὲς νομίζομε ὅτι μετάνοια, προσέξτε αὐτὸ τὸ σημεῖο, θά ‘θελα ἔτσι ἰδιαιτέρως νὰ σὰ τονίσω, ἀγαπητοί μου, νομίζομε πολλὲς φορὲς μετάνοια ὅτι...τι εἶναι;
«Μετάνοια εἶναι», λέμε, «νὰ μετανοήσω νὰ μὴν ξανακάνω μία πράξη». Ὄχι, εἶναι νὰ ἀλλάξω φρόνημα! Νὰ μὴν πάω ξανὰ στὴν ἀνηθικότητα, ἀλλὰ νὰ μὴν κάθομαι στὸ καφενεῖο νὰ καυχιέμαι τὰ παλιά μου κατορθώματα. Τί πέτυχα, τί μάντρες πήδηξα καὶ ποῦ μπῆκα καὶ σὲ ποιές κρεβατοκάμαρες εἰσέδυσα γιὰ νὰ ἁμαρτήσω κι ἐκεῖ νὰ κάνω τον παλικαρὰ καὶ τὸν ἥρωα.
Δὲν εἶναι μετάνοια αὐτό. Μετάνοια θὰ πεῖ νὰ ἀλλάξει ἡ νοοτροπία μου πάνω στὶς πράξεις ποὺ κάποτε διέπραξα.
Ἔτσι, παρακαλῶ πολὺ στὸ θέμα αὐτὸ τῆς ἀκοῆς, πρέπει νὰ μισήσουμε, νὰ μὴν ἀνεχόμαστε νὰ ἀκούσουμε κάτι βρώμικο.

Μετὰ εἶναι ἡ γεῦσις. Ὁ Θεὸς ἔκανε τὴν γεύση νὰ δοκιμάζομε βεβαίως ὅλους τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, μὲ τὴν γλυκύτητά τους καὶ τὶς ἰδιαίτερες γεύσεις τους. Ὅταν ὅμως κάνομε κάτι τὸ ἐξεζητημένο, τότε δὲν εἶναι πιὰ ἡ γεῦσις, ἀλλὰ εἶναι ἡ λαιμαργία. Ὅταν πιὰ θέλομε νὰ γαργαλάμε τὸ λαρύγγι μας μὲ ὅ,τι εἶναι εὐχάριστο.
Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Βρωμάτων περιεργεὶᾳ πρὸς ἡδονὴν μετασκευάζων τὴν τράπεζαν». «Πρόσεξε, δὲν θὰ φτιάχνεις τὸ τραπέζι σου κατὰ τρόπον ποὺ νὰ δημιουργεῖς περιέργεια, δηλαδὴ ποικιλία τέτοια φαγητῶν, ποὺ νὰ δημιουργεῖ ἡδονή». Ὄχι. Θὰ εἶναι εὐχάριστο τὸ φαγητό, νόστιμο τὸ φαγητό, ὄχι ἐξεζητημένο.
 
Ἂς προσέξομε, ἀγαπητοί, αὐτές τις τρεῖς αἰσθήσεις, ποὺ ἐκεῖ ἐπικρατεῖ ἡ περιέργεια, στὰ μάτια, στ’ αὐτιά, στὴν γεύση.
Εἶναι, ὅμως, καὶ ἡ περιέργεια στὸ νὰ μάθομε ξένα πράγματα. Ἕνα τέταρτο σημεῖο. Εἶναι ἡ περιέργεια γιὰ τὴν ὁποία ἡ ἐποχή μας ἔχει ἰδιαιτέρως τὸ καύχημά της. Καυχιέται ἡ ἐποχή μας. Ξέρετε σήμερα ἡ ἐποχή μας ἔχει πολὺ ἀνεπτυγμένη τὴν περιέργεια τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν ἄλλων.
«Πῶς μπῆκες, πῶς βγῆκες, τί κάνεις στὴν κρεβατοκάμαρά σου...»- γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὰ θὰ τὰ δεῖς αὔριο στὶς ἐφημερίδες καὶ στὰ περιοδικά. Βάζουν οἱ δημοσιογράφοι, οἱ νοσηροὶ δημοσιογράφοι τὸ μάτι στὴν κλειδαρότρυπα νὰ δοῦν τί κάνεις μέσα στὸ σπίτι σου, μέσα στὴν κρεβατοκάμαρά σου. Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ μὴ νομίσετε ὅτι εἶναι μόνο αὐτοί. Καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγοράζουν αὐτὰ τὰ ἔντυπα καὶ τὰ διαβάζουν μετὰ περιεργείας, ἀνήκουν στὸ ἴδιο πάθος. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἔνοχη περιέργεια τὸ νὰ μάθομε τὸν ἰδιωτικὸ βίο τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Τί μᾶς νοιάζει; Τί κάνει ὁ ἄλλος τί μ’ ἐνδιαφέρει; Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἂς προσέξομε ἐπάνω σ’ αὐτό.

Τονίζει ἰδιαιτέρως μάλιστα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὶς χῆρες, ἐκεῖνες τὶς χῆρες ποὺ εἶναι κουτσομπόλες, λέει στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή του, 5ο κεφάλαιο, 13: «ἅμα δὲ καὶ ἀργαὶ (δὲν κάνουν δουλειά, γυρίζουν) μανθάνουσι περιερχόμεναι τὰς οἰκίας, οὐ μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα (ἀργές, τεμπέλες, φλύαρες, περίεργες· πᾶνε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, παίρνουν ἀπὸ δῶ, πηγαίνουν ἀπὸ κεῖ καὶ κάνουν τὸ κουτσομπολιό τους)».
Αὐτὸ εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα. Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα! Ἀπ’ αὐτό, λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, «Κύριε, γλύτωσέ με ἀπ’ αὐτὴν τὴν περιέργεια, γλύτωσέ με». Καὶ λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ μιὰ ποὺ τὸν ἀνέφερα:
«Μὴ περιεργάζου τὰ μὴ ἴδιά σου, διὰ νὰ μὴ ἀπωλὲσῃς τὰ ἴδιά σου!». «Μὴν περιεργάζεσαι ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ξένα, γιὰ νὰ μὴν χάσεις τὰ δικά σου».
Τί περιεργάζεσαι; Περιεργάζεσαι κάνει ὁ ἄλλος; Θὰ χάσεις αὐτὰ ποὺ ἔχεις ἐσύ. Πρόσεξε το: θὰ χάσεις αὐτὰ ποὺ ἔχεις ἐσύ.
Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος τονίζει ἐπάνω σ’ αὐτό: «Παῦσον τὰ τοῦ δεῖνος κακὰ περιεργαζόμενος». «Παῦσε», λέει, «νὰ περιεργάζεσαι τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἀλλουνοῦ τὶς ἄσχημες πλευρές του». Τί σὲ νοιάζει; Ποιός σὲ ἔβαλε κριτή, ἄνθρωπε; Ποιός σὲ ἔβαλε; Νὰ περιεργάζεσαι καὶ νὰ μαθαίνεις τί κάνει ὁ ἄλλος.
Ἡ περιέργεια, ἀγαπητοί μου, εἶναι κακὸ πρᾶγμα. Ἡ περιέργεια ἀποδεικνύει, προσέξατε αὐτό, ἔλλειψη αὐτογνωσίας. Σημαίνει δὲν ξέρεις ποιός εἶσαι ἐσὺ καὶ πᾶς νὰ ζητᾶς νὰ μάθεις τί κάνει ὁ ἄλλος.
Ἀκόμη παρουσιάζει ἔλλειψη σεβασμοῦ. Δὲν σέβεσαι τὴν προσωπικότητα τοῦ ἀλλουνοῦ, δὲν τὸν σέβεσαι.
Πᾶς νὰ δεῖς τί κάνει, νὰ μάθεις τί κάνει, σώνει καὶ καλά. Ἔχει ἔλλειψη ἀγάπης ἡ περιέργεια. Δὲν ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον ὅταν εἶσαι περίεργος, νὰ μάθεις ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὁ ἄλλος δὲν σοῦ λέγει.
Καλύπτεται, βέβαια, πάντα ἡ περιέργεια, γιατί πρέπει πάντα νὰ δικαιολογεῖται, ἀπὸ ἕνα δῆθεν ἐνδιαφέρον.
«Πηγαίνω γιατί ἐνδιαφέρομαι γιὰ νὰ μάθω», ἔτσι λένε οἱ ἄνθρωποι. Στὴν πραγματικότητα ὅμως αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον δὲν συνοδεύεται παρὰ μὲ τὴν κατηγορία καὶ τὸ κουτσομπολιό.
Εἶναι γνωστό, ἴσως ὅλοι νὰ εἴμεθα περίεργοι, ἀλλὰ οἱ περίεργοι ἄνθρωποι εἶναι καὶ ἐνοχλητικοὶ καὶ ἀσυμπαθεῖς. Καὶ ἂν κάποιος ξεπερνάει τὰ ὅρια, στὸ σπίτι μας καὶ τὴν παρέα μας, ὁπωσδήποτε δὲν τὸν θέλομε.
 
Ἀγαπητοί μου, πρέπει νὰ θεραπεύσομε τὴν ἀρρώστια αὐτήν. Εἶναι φοβερὴ ἀρρώστια. Θεραπεύεται μὲ ἑξῆς τρία φάρμακα.
Μὲ τὴν αὐτογνωσία, γιατί ἡ ἀπουσία της κάνει τὴν περιέργεια. Νὰ ἀρχίσομε νὰ βλέπομε τὸν ἑαυτό μας. Ὅταν ὁ ἄλλος πάθει κάτι καὶ τὸ μάθομε, μὴν τρέξομε νὰ μάθομε πιὸ πολλά. Ἀλλὰ νὰ ποῦμε: «Σήμερα τοῦ γείτονα, αὔριο ἐμένα».
Κι ὅταν μπορῶ νὰ λέγω ὅτι καὶ σὲ ἐμένα μπορεῖ νὰ συμβεῖ αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸν γείτονα, τότε μὲ τὴν αὐτογνωσία μου θὰ περιοριστῶ νὰ μὴν εἶμαι ἄνθρωπος περίεργος. Κι ὅταν σέβομαι τὸν ἄλλον κι ὅταν ἀγαπῶ τὸν ἄλλον, τότε ὁπωσδήποτε, ἀγαπητοί μου, θὰ ἔχω θεραπεύσει τὸ πάθος τῆς περιεργείας.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
•    https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/xairetismoi/xairetismoi_014.mp3

Διαβάστε καὶ ἀκοῦστε περισσότερα πατῶντας: Εὐχὴ ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου