Κατὰ Λουκᾶν, κέφ. ΙΕ΄, ἐδάφια 11-32
14 Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
15 Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. 16 Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
17 Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! 18 Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. 19 Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
20 Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
21 Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
22 Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
25 ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
28 Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. Ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.
29 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
31 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση Παναγιώτη Τρεμπέλα
11 Καὶ γιὰ νὰ κάνει σαφέστερη καὶ περισσότερο κατανοητὴ τὴν ἀλήθεια αὐτή, εἶπε καὶ τὴν ἑξῆς παραβολή: Ἕνας ἄνθρωπος, εἶχε δύο γιούς.
12 Εἶπε λοιπὸν ὁ μικρότερος γιὸς στὸν πατέρα του: «Πατέρα δῶσε μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει». Καὶ ὁ πατέρας μοίρασε καὶ στοὺς δύο γιοὺς τὴν περιουσία.
13 Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ νεότερος γιὸς μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του καὶ ταξίδεψε σὲ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ διασκόρπισε τὴν περιουσία του, κάνοντας μιὰ ζωὴ ἄσωτη καὶ ἀκόλαστη.
14 Ὅταν ὁ νεότερος γιὸς ξόδεψε ὅλα ὅσα εἶχε, ἔπεσε μεγάλη πεῖνα στὴ χώρα ἐκείνη καὶ αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερεῖται.
15 Καὶ ὁ ἄσωτος γιὸς ἐξ αἰτίας τῶν στερήσεων καὶ τῆς πείνας του πῆγε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς πολῖτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τὸν προσέλαβε ὡς δοῦλο. Καὶ τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του νὰ βόσκει χοίρους.
16 Καὶ ἐπιθυμοῦσε ὁ νεότερος γιὸς νὰ γεμίσει τὴν κοιλιά του μὲ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι. Μὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε.
17 Σὲ κάποια ὅμως στιγμὴ αὐτὸς ἦλθε στὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ μέθη καὶ τὴν τρέλα τῆς ἁμαρτίας καὶ εἶπε: «Πόσοι μισθωτοὶ ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἄφθονο καὶ περίσσιο ψωμί, ἐνῷ ἐγὼ κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν πεῖνα!»
18 Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ: «Πατέρα, ἁμάρτησα ἀπέναντι στὸν οὐρανό -διότι ἐκεῖ οἱ ἄγγελοι ἐκτελοῦν μὲ εὐλάβεια τὸ θεῖο θέλημα, καὶ ὅπως ὑπακοὺν αὐτοί, ἔτσι ἀξιώνουν καὶ ὅλα τὰ κτίσματα νὰ ὑπακοὺν σ’ αὐτό, καὶ λυποῦνται γιὰ τὴν ἀποστασία κάθε ἀνθρώπου-, ἁμάρτησα καὶ ἀπέναντι σὲ σένα- διότι περιφρόνησα τὴ στοργή σου καὶ δὲν λογάριασα τὴ λύπη ποὺ δοκίμαζες ὅταν ἔφευγα μακριά σου.
19 Δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου. Κάνε μὲ σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς ἐργάτες σου».
20 Ὁ ἄσωτος σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε νὰ πάει στὸν πατέρα του. Κι ἐνῷ βρισκόταν ἀκόμη μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν σπλαχνίσθηκε. Ἔτρεξε τότε γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσει, ἔπεσε στὸν τράχηλό του, τὸν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τὸν καταφιλοῦσε μὲ στοργή.
21 Καὶ ὁ γιὸς εἶπε σὲ αὐτόν: «Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ κα σὲ σένα καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου».
22 Ὁ πατέρας τότε τὸν διέκοψε καὶ εἶπε στοὺς δούλους του: «Βγάλτε ἔξω τὴν πιὸ καλὴ φορεσιὰ ἀπ’ ὅσες ἔχουμε, σὰν αὐτὴ ποὺ φοροῦσε πρὶν φύγει ἀπ’ τὸ σπίτι μου. Καὶ δῶστε του δαχτυλίδι νὰ τὸ φοράει στὸ χέρι του, δῶστε του καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια του.
23 Καὶ φέρτε καὶ σφάξτε ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ μοσχάρια ποὺ τὸ τρέφουμε ξεχωριστὰ γιὰ κάποια χαρμόσυνη καὶ ἐξαιρετικὴ περίσταση. Ἂς φᾶμε λοιπὸν καὶ ἂς εὐφρανθοῦμε, 24 διότι ὁ γιός μου αὐτὸς μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ἦταν νεκρός, καὶ ἀναστήθηκε˙ ἦταν χαμένος, καὶ βρέθηκε. Καὶ ἄρχισαν νὰ εὐφραίνονται.
25 Ὁ μεγαλύτερος ὅμως γιὸς ἦταν στὸ χωράφι. Καὶ καθὼς ἐρχόταν καὶ πλησίαζε στὸ σπίτι, ἄκουσε ὄργανα καὶ τραγούδια καὶ χορούς.
26 Κάλεσε λοιπὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες ποὺ στεκόταν ἀπ’ ἔξω, καὶ ρωτοῦσε νὰ μάθει τί συμβαίνει, τί τάχα νὰ σήμαιναν ὅλα αὐτά.
27 Κι αὐτός του εἶπε: «Γύρισε ὁ ἀδελφός σου, καὶ ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι, διότι τοῦ γύρισε πάλι πίσω γερὸς καὶ ὑγιής».
28 Ὁ μεγαλύτερος ὅμως γιὸς θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. Ὁ πατέρας του λοιπὸν βγῆκε ἔξω καὶ τὸν παρακαλοῦσε.
29 Ἀλλὰ ὁ μεγαλύτερος γιὸς ἀποκρίθηκε στὸν πατέρα του: «Τόσα χρόνια εἶμαι στὴ δούλεψή σου καὶ ποτὲ δὲν παράκουσα κάποια προσταγῇ σου˙ καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν μοῦ ἔδωσες ποτὲ οὔτε ἕνα κατσικάκι γιὰ νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου. 30 Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ προκομμένος αὐτὸς γιός σου, ποὺ κατασπατάλησε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γι’ αὐτὸν τὸ καλύτερο μοσχάρι ποὺ τὸ εἴχαμε θρεφτάρι».
31 Ὁ πατέρας τότε τοῦ ἀπάντησε: «Παιδί μου, ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καὶ ὅλα ὅσα ἔχω, δικά σου εἶναι. 32 Ἔπρεπε λοιπὸν κι ἐσὺ νὰ εὐφρανθεῖς καὶ νὰ χαρεῖς, διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ τόση περιφρόνηση μιλᾶς, ἦταν νεκρός, καὶ ἀναστήθηκε. Ἦταν χαμένος, καὶ βρέθηκε».
Ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου